Άγιος Νεομάρτυς Νικηφόρος ο Κρης. Ημέρα Μνήμης: 11 Ιανουαρίου.
Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικηφόρος καταγόταν από την κωμόπολη Κριτσά Μεραμβέλλου Κρήτης και ο πατέρας του ονομαζόταν Τζανής.
Νυμφεύθηκε με μια Μωαμεθανή, που την έλεγαν Φετμά και απέκτησε δύο υιούς. Όμως ο Νικηφόρος αλλαξοπίστησε και έγινε Μουσουλμάνος λαβών το όνομα Ιμπραχίμ. Αλλά με την πρόνοια του Θεού ήλθε στον εαυτό του και μετανόησε για το ολίσθημά του. Από τότε ζούσε την Χριστιανική πίστη και ζωή.
Η γυναίκα του, βλέποντας αυτή την μεταστροφή του, τον κατήγγειλε στις αρχές. Τότε ο Νικηφόρος συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του βαλή της Κρήτης, στο Χάνδακα (Ηράκλειο), του Μουσταφά Πασά. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Ιεροδικείο, ενώπιον του οποίου ο Μάρτυρας ομολόγησε με γενναιότητα την πίστη του στον Χριστό. Η απόφαση ήταν καταδικαστική.
Ο Νεομάρτυς Νικηφόρος απαγχονίστηκε το έτος 1832 μ.Χ., σε ηλικία 30 ετών και έλαβε τον αμαράντινο στέφανο της δόξας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν γενναῖον ὁπλίτην Νικηφόρον τιμήσωμεν, τὸν καρτερικὸν στρατιώτην, καὶ Χριστοῦ φίλον γνήσιον, τῆς πίστεως λαμπτῆρα τὸν φαιδρόν, καὶ πλάνης καθαιρέτην θαυμαστόν, δι’ ἀγχόνης τελειώσαντα εὐκλεῶς, τὸν δρόμον τοῦ μαρτυρίου, αἴγλῃ τὸν ἐντρυφῶντα νοερᾷ, πίστει αὐτῷ κραυγάζοντες· μέμνησο τῶν τελούντων σου ἀεί, μνήμην τὴν εὔσημον.
Δόξα. Ἕτερον. Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Χαίρων θάνατον, τὸν δι’ ἀγχόνης, ὥσπερ ἄσαρκος, καθυπομείνας, φερωνύμως σὸν βίον ἐσφράγισας, καὶ νίκης θεῖον ἀνέστησας τρόπαιον, τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐσχάτοις ἐν ἔτεσιν, ὅθεν πρέσβευε Χριστῷ Νικηφόρε ἔνδοξε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῷ ἀστέκτῳ ἔρωτι, τοῦ Ἰησοῦ Νικηφόρε, πτερωθεὶς κατῄσχυνας, τὰς τῶν ἐχθρῶν μεθοδείας, ἔθραυσας, τοῦ ἀρχεκάκου τὴν πανουργίαν, ἤθλησας, ἐν τοῖς ἐσχάτοις καρτεροψύχως. Διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· Νεομαρτύρων χαῖρε τὸ καύχημα.
Ὁ Οἶκος.
Τὴν τοῦ Κυρίου σαφῶς διδασκαλίαν ἤκουσας, τὴν ὅστις οὐκ ἀφῆκεν γονεῖς ἤ ἀδελφοὺς ἤ ἀδελφὰς ἤ γυναῖκα ἤ τέκνα, λέγουσαν, οὐκ ἔστι μου ἄξιος καὶ ταύτῃ πιστῶς ἀκολουθήσας δι’ ἀγάπην Χριστοῦ, καρποὺς ἀγάπης μείζονος καὶ μαρτυρίου θεόφρονας αὐτῷ προσήγαγες. Τὸν Σταυρὸν δέ, ὡς ἱστίον, ταῖς αὔραις τοῦ Παρακλήτου ῥιπιζόμενον, ἐπ’ ὤμων βαστάσας, εὐσταλῶς διεπέρασας τὸ τοῦ μαρτυρίου σκάμμα, καὶ εἰς λιμένα τὸν γαληνὸν τοῦ Κυρίου, μάκαρ προσώρμισαι, ἔνθα Ἀγγέλων καὶ Ἁγίων χοροστασίαι. Διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· Νεομαρτύρων χαῖρε τὸ καύχημα.
Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικηφόρος καταγόταν από την κωμόπολη Κριτσά Μεραμβέλλου Κρήτης και ο πατέρας του ονομαζόταν Τζανής.
Νυμφεύθηκε με μια Μωαμεθανή, που την έλεγαν Φετμά και απέκτησε δύο υιούς. Όμως ο Νικηφόρος αλλαξοπίστησε και έγινε Μουσουλμάνος λαβών το όνομα Ιμπραχίμ. Αλλά με την πρόνοια του Θεού ήλθε στον εαυτό του και μετανόησε για το ολίσθημά του. Από τότε ζούσε την Χριστιανική πίστη και ζωή.
Η γυναίκα του, βλέποντας αυτή την μεταστροφή του, τον κατήγγειλε στις αρχές. Τότε ο Νικηφόρος συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του βαλή της Κρήτης, στο Χάνδακα (Ηράκλειο), του Μουσταφά Πασά. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Ιεροδικείο, ενώπιον του οποίου ο Μάρτυρας ομολόγησε με γενναιότητα την πίστη του στον Χριστό. Η απόφαση ήταν καταδικαστική.
Ο Νεομάρτυς Νικηφόρος απαγχονίστηκε το έτος 1832 μ.Χ., σε ηλικία 30 ετών και έλαβε τον αμαράντινο στέφανο της δόξας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν γενναῖον ὁπλίτην Νικηφόρον τιμήσωμεν, τὸν καρτερικὸν στρατιώτην, καὶ Χριστοῦ φίλον γνήσιον, τῆς πίστεως λαμπτῆρα τὸν φαιδρόν, καὶ πλάνης καθαιρέτην θαυμαστόν, δι’ ἀγχόνης τελειώσαντα εὐκλεῶς, τὸν δρόμον τοῦ μαρτυρίου, αἴγλῃ τὸν ἐντρυφῶντα νοερᾷ, πίστει αὐτῷ κραυγάζοντες· μέμνησο τῶν τελούντων σου ἀεί, μνήμην τὴν εὔσημον.
Δόξα. Ἕτερον. Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Χαίρων θάνατον, τὸν δι’ ἀγχόνης, ὥσπερ ἄσαρκος, καθυπομείνας, φερωνύμως σὸν βίον ἐσφράγισας, καὶ νίκης θεῖον ἀνέστησας τρόπαιον, τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐσχάτοις ἐν ἔτεσιν, ὅθεν πρέσβευε Χριστῷ Νικηφόρε ἔνδοξε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῷ ἀστέκτῳ ἔρωτι, τοῦ Ἰησοῦ Νικηφόρε, πτερωθεὶς κατῄσχυνας, τὰς τῶν ἐχθρῶν μεθοδείας, ἔθραυσας, τοῦ ἀρχεκάκου τὴν πανουργίαν, ἤθλησας, ἐν τοῖς ἐσχάτοις καρτεροψύχως. Διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· Νεομαρτύρων χαῖρε τὸ καύχημα.
Ὁ Οἶκος.
Τὴν τοῦ Κυρίου σαφῶς διδασκαλίαν ἤκουσας, τὴν ὅστις οὐκ ἀφῆκεν γονεῖς ἤ ἀδελφοὺς ἤ ἀδελφὰς ἤ γυναῖκα ἤ τέκνα, λέγουσαν, οὐκ ἔστι μου ἄξιος καὶ ταύτῃ πιστῶς ἀκολουθήσας δι’ ἀγάπην Χριστοῦ, καρποὺς ἀγάπης μείζονος καὶ μαρτυρίου θεόφρονας αὐτῷ προσήγαγες. Τὸν Σταυρὸν δέ, ὡς ἱστίον, ταῖς αὔραις τοῦ Παρακλήτου ῥιπιζόμενον, ἐπ’ ὤμων βαστάσας, εὐσταλῶς διεπέρασας τὸ τοῦ μαρτυρίου σκάμμα, καὶ εἰς λιμένα τὸν γαληνὸν τοῦ Κυρίου, μάκαρ προσώρμισαι, ἔνθα Ἀγγέλων καὶ Ἁγίων χοροστασίαι. Διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· Νεομαρτύρων χαῖρε τὸ καύχημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου