Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

Άγιος Αλέξιος (Μετσώφ) της Μόσχας. Ημέρα Μνήμης: 9/22 Ιουνίου.

Άγιος Αλέξιος (Μετσώφ) της Μόσχας. Ημέρα Μνήμης: 9/22 Ιουνίου.


Αυτοί που κατεστάθησαν από τον Θεό σκεύη της Χάριτος, υπήρξαν σε κάθε εποχή αποκούμπι της δυστυχισμένης ανθρωπότητας, σε κάθε περιοχή και δυσκολία. Ακόμα και στην καρδιά της Αθεϊστικής Ρωσίας, κράτησαν ψηλά τον Σταυρό του Χριστού, ώσπου να ελευθερωθεί και πάλι η Εκκλησία από την αθεϊστική μισαλλόδοξη επιβολή του Αθεϊσμού.

Α. Γέννηση – ανατροφή.

Ο ξακουστός στάρετς της Μόσχας, Αλέξιος Μετσώφ, γεννήθηκε σ’ αυτήν την πόλη στις 17 Μαρτίου του 1859. Όταν ήταν επτά ετών η εκκλησιαστική του ζωή ήταν τόσο έκδηλη, που τον φώναζαν «Όσιο Αλιόσενκα», δηλ. όσιο Αλεξάκη!!! Η μητέρα του ιδιαίτερα τον γαλούχησε, κυρίως με το υπόδειγμά της, γι’ αυτό της είχε εμπιστοσύνη.

Μεγαλώνοντας φοίτησε στο Θεολογικό Σεμινάριο της Μόσχας, αλλά ήδη είχε εισχωρήσει στην Ορθόδοξη Θεολογία από τις επαφές του με τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης και τον άγιο Θεοφάνη τον έγκλειστο… Την εποχή αυτή ήταν άσημος, πολλοί μάλιστα της… Εκκλησίας τον περιφρονούσαν!

Β. Έγγαμος, πολύτεκνος και χήρος Ιερέας.

Το 1884 (25 ετών) νυμφεύτηκε την Άννα και έκαναν μαζί πέντε παιδιά. Το 1892 (33 ετών) μετά και από παρότρυνση και της μητέρας του χειροτονήθηκε. Τοποθετήθηκε Ιερέας στον Ι.Ν. του Αγίου Νικολάου της οδού Μιροσέικα, στην καρδιά της Μόσχας. Η ζωή της οικογένειας συνοδευόταν από ανέχεια, αφού η κοινωνική προσφορά του π. Αλέξιου όλο και αναπτυσσόταν.

Σε λίγα όμως χρόνια η πρεσβυτέρα Άννα με βαρύ καρδιακό νόσημα, εξαιτίας των αντίξοων συνθηκών διαβίωσης αρρώστησε βαριά. Κάθε βράδυ που επέστρεφε στο σπίτι ρωτούσε: «ζει η πρεσβυτέρα μου;». Οι προσευχές του την κρατούσαν στη ζωή, αλλά επειδή αυτή υπέφερε, τον παρακάλεσε να σταματήσει να το ζητά! Έτσι τον Αύγουστο του 1902 την κάλεσε κοντά του ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Ήταν τότε 43 ετών…


Κλείστηκε στο δωμάτιό του για αρκετό καιρό, γιατί ένοιωθε γύρω του σκοτάδι, αλλά ξαφνικά φωτίστηκε να επισκεφθεί τον Άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης. Βλέποντάς τον, του είπε: «Ήλθα να μοιραστείτε τον πόνο μου». Ο Άγιος του απάντησε: «Δεν θα μοιραστώ τον πόνο σου, πάτερ, αλλά τη χαρά σου! Άφησε το κελί σου και βγες και πάλι στους ανθρώπους. Τώρα αρχίζεις να ζεις. Νομίζεις ότι σ’ όλο τον κόσμο δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος απ’ τον δικό σου; Χμ! Στάσου, π. Αλέξιε, δίπλα στον συνάνθρωπο. Μπες μέσα στον πόνο του. Πάρε στους ώμους σου το βάρος του. Τότε θα δεις ότι η δική σου δυστυχία, είναι ελάχιστη απέναντι των άλλων. Έτσι θα νοιώθεις πιο καλά».

Του έδειξε λοιπόν τον δρόμο της καρτερίας και συμπλήρωσε προφητικά: «Η προσευχή σου, πάτερ, θα ελαφρώσει το φορτίο της ζωής σου, δίνοντας μεγάλη παρηγοριά στους συνανθρώπους σου…». Ο πόνος του και η ευλογημένη στάση του Αγίου ώθησαν τον π. Αλέξιο και πάλι στην νέα φάση της ποιμαντικής του αυταπάρνησης…

Γ. Ποιμένας σε προεπαναστατική περίοδο.

Στον στάρετς πολλοί απόκληροι της ζωής κατέφευγαν. Ο λόγος ήταν, πως έμπαινε στο πρόβλημα του άλλου. Όταν δεν είχε κάτι να πει, αγκάλιαζε τον άλλον ή με το σώμα ή με την καρδιά του…

Στην πρώτη εργατική επανάσταση του 1805 στη Μόσχα, την ώρα που λειτουργούσε, μπήκαν με άγριες διαθέσεις εναντίον του πολλοί φοιτητές! Βλέπετε, εκείνη την εποχή ο κλήρος ήταν συμβιβασμένος και επαγγελματοποιημένος, ενώ γύρω τα κοινωνικά προβλήματα έφερναν τα σύννεφα της εξέγερσης… Ο γέροντας, που δεν ήταν απ’ αυτούς, φέρθηκε ανθρώπινα και έξυπνα στους νέους και αυτοί κάθισαν να…λειτουργηθούν!

Στην περίοδο αυτή των εργατικών εξεγέρσεων, ο στάρετς ήταν ο ποιμένας που ξεχώριζε, αντάξιος των πατέρων της ερήμου. Ατέλειωτες ουρές σχηματίζονταν για εξομολόγηση και συμβουλές. Αυτός ήρεμος και καρτερικός, έδειχνε το μήνυμα της Ανάστασης…


Κατά την αστική επανάσταση της Πετρούπολης του 1917, καταμεσής της μεγάλης Τεσσαρακοστής, οι άνθρωποι που ζούσαν στο λήθαργο της καλοπέρασης, άρχισαν να αφυπνίζονται! Τότε διακόπηκε η «κανονική ζωή» και η πείνα και οι αρρώστιες έπεσαν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και τάξεις. Η Μόσχα δεν αποτέλεσε εξαίρεση.

Ο στάρετς Αλέξιος ήταν για τους πιστούς ο «απεσταλμένος του Θεού». Ανήκε στο ζωντανό ρεύμα της Ορθόδοξης παράδοσης που ξεκίναγε από τον άγιο Σεραφείμ του Σαρώφ, τους Ομολογητές της Όπτινα και έφτανε στον εκφραστή της Ορθοδοξίας και Ορθοπραξίας, Άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης. Έκανε τα χρόνια αυτά της θλίψης, χρόνια πνευματικής χαράς. Στα χρόνια της εξέγερσης των καταπιεσμένων και απελπισμένων εργατών και αγροτών, απέναντι στην χλιδάτη τσαρική Ρωσία και κρατικοποιημένη θεσμική Εκκλησία (κάτι μας θυμίζει…), το μίσος το ζέσταινε σε αγάπη και την «δικαιολογημένη» αθεΐα, μετασχημάτιζε σε ζώσα πίστη!

Δ΄. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση.

Ο στάρετς είχε και πνευματικά παιδιά στην εργατικο-αγροτική επανάσταση, αλλά και πολλούς κοινωνικούς αγωνιστές και φιλοσόφους που προέβλεπαν από τότε τη… μισή της αλήθεια, όπως ο γνωστός διανοητής Νικόλάϊ Μπερδιάγεφ. Την νύκτα πήγαιναν λοιπόν και τον εύρισκαν, για εξομολόγηση, πολλοί στρατιώτες του «κόκκινου στρατού»… Ο ρόλος του όμως παρέμενε αυστηρά πνευματικός, εσχατολογικός και Χριστοκεντρικός. Στον Μπερδιάγεφ έλεγε μάλιστα: «Δεν πρέπει να υπολογίζουμε σε καμιά στρατιωτική επέμβαση για να ρίξουμε τον μπολσεβικισμό, αλλά μόνο στην πνευματική μεταμόρφωση του ίδιου του Ρώσικου λαού».

Τον χειμώνα του 1918 μαζί με την ιστορική αλλαγή, είχαν οι Μοσχοβίτες να αντιμετωπίσουν και την παγωνιά των 25 βαθμών κάτω από το μηδέν, από το φθινόπωρο… Πολλοί ζητούσαν από τον π. Αλέξιο την ευλογία να φύγουν στο νότο ή στο εξωτερικό. Κι αυτός ευλογώντας τους, έλεγε: «Μη προσπαθήσετε να σώσετε από κει την Ρωσία. Εμείς εδώ οι αμαρτωλοί έχουμε τεράστιες ευθύνες. Εμείς φταίμε για τα δεινά, με τις αμαρτίες μας και τις παραλείψεις μας. Γι’ αυτό δεν έχουμε το δικαίωμα να μη πιούμε το πικρό ποτήρι της δοκιμασίας, πού επέτρεψε για το λαό μας ο Κύριος. Είη το Όνομά Του ευλογημένο»!!!


Το 1919 ολόκληρα χωριά λόγω ξηρασίας αποδεκατίζονταν από την πείνα. Οι στρατιώτες έπαιρναν τα λίγα τρόφιμα. Οι ευλογημένοι όμως από τον π. Αλέξιο είχαν άλλη μεταχείριση… Γύρω του άρχισαν να συγκεντρώνονται πολλοί, ιδίως νέοι, που έφταναν από μακριά, περπατώντας. Τους λογάριαζαν φανατικούς και υποκριτές, αφού είχαν διαφωνίες με τις οικογένειές τους. Μελετούσαν πολλούς βίους αγίων και έπαιρναν το μήνυμα της εσωτερικής ζωής και της κοινωνικής ανιδιοτελούς προσφοράς. Ένοιωθαν μαζί του ανάλαφρα σαν μια αληθινή οικογένεια….

Ε΄. Η Εκκλησιολογική του στάση.

Πολλοί κληρικοί σ’ αυτήν την φάση τον είχαν πνευματικό. Όμως τα πρώτα χρόνια της επανάστασης εμφανίστηκε η πονηρή… ανανέωση της εκκλησίας ώστε τώρα οι επαγγελματίες κληρικοί να τα έχουν καλά με το… νέο καθεστώς. Ο Πατριάρχης Τύχων συχνά συμβουλευόταν τον π. Αλέξιο για το θέμα αυτό, αφού και την προηγούμενη εποχή ήταν της θεολογικής γραμμής: «τα του Καίσαρος Καίσαρι και τα Του Θεού τω Θεώ». Μάλιστα του ανέθεσε και την ευθύνη ειδικού σεμιναρίου για την ομόνοια του κλήρου. Δυστυχώς το σχίσμα αργότερα δεν σταμάτησε…

Όταν το 1922 θέριζε πάλι η πείνα και η Κυβέρνηση με νόμο ζήτησε όλα τα ιερά σκεύη των ναών, ο ίδιος πρόθυμα του τα έδωσε, παρά την θερμόαιμη αντίδραση του γιου του Σέργιου. Αυτός συνέχιζε στην στρατηγική, να εμψυχώνει τους πιστούς.
Κάποιος άπιστος, που άκουγε πολλά για τον στάρετς, είπε μια στιγμή: «Θα πάω να δω τον παπά σας! Μπήκε στην εκκλησία, την ώρα που τελείωνε η λειτουργία. Ο γέροντας ευλογούσε τους πιστούς. Αυτός συλλογιζόταν: «Ηλίθιοι, δεν ξέρουν τι τους γίνεται και προσκυνούν…». Εκείνη τη στιγμή ο διορατικός γέροντας σταμάτησε την ευλογία και τον κοίταξε στα μάτια. Στην συνέχεια, κατέβηκε από τον σολέα, πήγε κοντά στον άπιστο, του χαμογέλασε εγκάρδια και τον ευλόγησε. Εκείνος αισθάνθηκε ρίγος στην καρδιά του. Αργότερα, είπε στους δικούς του: «Ναι, πράγματι, ο παπάς αυτός κάτι έχει μέσα του, κάποια μεγάλη δύναμη. Δεν μπορώ να το εξηγήσω επιστημονικά, αλλά είναι γεγονός»!

ΣΤ΄. Η ποιμαντική του θεολογία.

Στην ποιμαντική του δράση διέφερε, ανάλογα με την κάθε περίπτωση. Σε άλλους ήταν αυστηρός και σε άλλους επιεικής και τρυφερός. Με άλλους συζητούσε απλά και έδινε συνεχώς την συγχώρηση, σε άλλους απαιτούσε μετάνοια και μάλιστα δημόσια. Είχε μεγάλη σοφία! Έλεγε: «Όλες οι σκέψεις, τα αισθήματα και οι επιθυμίες μας πρέπει να υπηρετούν τον Θεό, ν’ αποσκοπούν στο να εφαρμόζουμε το Θέλημά του κάθε φορά. Χαίρεται ο Κύριος όταν εμείς τηρούμε τις εντολές Του. Πρέπει να ζούμε με αυταπάρνηση, για τον άλλο που είναι δίπλα μας. Αυτό που έχει σημασία είναι η πνευματική κατάσταση όλων μας. Στο όνομα της αγάπης πρέπει να αλλάζει ολόκληρη η ζωή του ανθρώπου, για να γίνει η ζωή του πλησίον καλύτερη και ευκολότερη…». Γι’ αυτό είχε προικισθεί με το χάρισμα της διορατικότητας.

1). Όταν μία γυναίκα του είπε: «Πάτερ, ο άνδρας μου με χτυπάει», ο π. Αλέξιος συνοφρυώθηκε και της απάντησε: «Εσένα δέρνει ο άνδρας σου; Έ όχι! Δεν είσαι απ’ αυτές που μπορεί να τις κτυπήσει ο άνδρας τους. Εσύ μπορείς να κτυπήσεις οποιονδήποτε…».

2). Μια όμορφη κοπέλα, η Τατιάνα, του ζήτησε : «Προσευχηθείτε για μένα πάτερ μου. Δεν ξέρω που να πάω, που να σταθώ». Τότε τον άκουσε να της λέει: «Δεν προσεύχεσαι, δεν ζητάς το έλεος του Θεού, γι’ αυτό έχεις αυτό τον εκνευρισμό». Έτσι πλέον, αμαρτάνεις συνεχώς και δυσκολεύεις τη σχέση σου με τον Θεό». Πέφτει στα πόδια του η Τατιάνα και δικαιολογείται: «Συγχωρήστε με πάτερ, δεν το ξανακάνω. Φύγατε εσείς από την περιοχή μας, κι έτσι αισθάνομαι ανίσχυρη». Με ύφος αυστηρό της απάντησε ο στάρετς: «Μα δεν είμαι εγώ η κουβερνάντα σου, Τατιάνα!!! Δεν μπορώ να είμαι συνεχώς δίπλα σου…».


3). Ο Μιχαήλ Ντανίλοβιτς έψαχνε στην Μόσχα για πνευματικό. Έμαθε για τον στάρετς Αλέξιο. Τον επισκέφθηκε. Ο γέροντας βρισκόταν δίπλα στο σπιτάκι του, που το χειμώνα γινόταν λίμνη… Ο Μιχαήλ πρόσεξε πάνω σ’ ένα τραπέζι ένα βάζο με γλυκά και ένα χαρτί που έγραφε: «στον αγαπημένο μας παππούλη». Αμέσως συλλογίστηκε: «καλά περνάει ο παππούλης! Κι η Μόσχα πεινάει… Οι άνθρωποι δεν έχουν ψωμί κι αυτός τρώει γλυκά. Όλοι τους ίδιοι είναι!…». Όταν σε λίγο εμφανίστηκε ο στάρετς, τον πλησίασε και του είπε: «Έ, νεαρέ, σ’ εμένα το γεροντάκι τι να εμπιστευτείς; Αφού καλοπερνάω, τρώγοντας γλυκά, έ!». Τότε ο εγκεφαλικός Μιχαήλ ανακουφίστηκε και του έφυγε όλη η απογοήτευση…

4). Μια από τις πνευματικές του θυγατέρες αφηγείται: «Ήταν χειμώνας του 1918-19. Σε τρεις φυλακές της Μόσχας ήσαν φυλακισμένοι δεκαπέντε αρχιερείς. Εμείς τους βοηθούσαμε, πηγαίνοντας την αλληλογραφία τους κρυφά. Επικίνδυνο έργο. Κάποια μέρα πήγα στον άγιο Νικόλαο της οδού Μιροσέϊκα να γνωρίσω τον στάρετς. Εκεί ήταν πολλοί συγκεντρωμένοι, χωρίς να είναι κάποια γιορτή. Ο στάρετς όμως πάντα λειτουργούσε και υπήρχε πάντα αδιαχώρητο. Όταν έφυγε ο κόσμος και τον πλησίασα, μου είπε, πως έχεις μεγάλη ευλογία να υπηρετείς τους κληρικούς. Να μην πικραίνεσαι για τίποτα. Σε ζηλεύω. Όμως τα αδύναμα πόδια μου δεν μου επιτρέπουν να πηγαίνω στις φυλακές και να βοηθώ»…

Ζ). Το τέλος του.

Το 1922, οι μυστικές υπηρεσίες κάλεσαν τον γέροντα (63 ετών) στην ασφάλεια και του απαγόρευσαν να λειτουργεί και να δέχεται κόσμο. Οι άνθρωποι όμως πήγαιναν κρυφά. Για λόγους ασφαλείας έκαψε τα ημερολόγια και τις σημειώσεις του. Την Μεγάλη Σαρακοστή, διαβάζοντας τον κανόνα του Αγίου Ανδρέα Κρήτης έλεγε: «εγώ θα φύγω, εσείς να συνεχίσετε. Ξέρετε τον δρόμο…».

Την άνοιξη του 1923, επιδεινώθηκε η κατάσταση της υγείας του και δεχόταν επισκέψεις μόνο στο κρεβάτι. Στις 9 Ιουνίου το βράδυ βρισκόταν σ’ αυτό, ανήμπορος. Η αδελφή του Νίνα θυμάται τις τελευταίες στιγμές του: «Ο στάρετς προσευχόταν έντονα,με κλειστά τα μάτια. Ξάφνου μου φάνηκε σαν κάτι να έσπασε. Γύρισα και κοίταξα. Είχε κοιμηθεί!».

Στην εξόδιο ακολουθία τον συνόδευσε ο Πατριάρχης Τύχων, που είχε αποφυλακισθεί πριν λίγο καιρό. Μαζί του συμπροσευχήθηκαν 80 κληρικοί. Η κηδεία του άρχισε το πρωί και τέλειωσε το βράδυ. Χιλιάδες λαού τον συνόδευσαν και σήμερα περισσότεροι δεν τον ξεχνούν…

Αναμνήσεις από τον Άγιο Αλέξιο της Μόσχας.

Προτείνουμε στους αναγνώστες μας μερικά αποσπάσματα από το νέο βιβλίο «Άγιος Αλέξιος της Μόσχας», που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο της Ιεράς Μονής Υπαπαντής της Μόσχας (Sretensky) και αναφέρετε στον πρωτοπρεσβύτερο Αλέξιου Μετσώφ (1859 - 1923), εφημέριο του ναού του Αγίου Νικολάου στα Κλέννικι (Μόσχα), ο οποίος είχε χαρίσματα προσευχής και προοράσεως.

Η μοναχή Ιουλιανία (Σοκολόβα) διηγήθηκε μια ιστορία: «Μιά φορά, μετά από την Θεία λειτουργία, ένας πιωμένος με κουρελιασμένα ρούχα, που δεν μπορούσε να κρατηθεί στα πόδια του, πλησίασε τον π. Αλέξιο και, μιλώντας με δυσκολία του είπε: «Έχω χάσει εντελώς τον ευατό μου, γιατι συνέχεια πίνω πάρα πολύ. Η ψυχή μου έχει χαθεί... σώσον με, βοήθησέ με, πάτερ... έχω ξεχάσει τον εαυτό μου ξεμέθυστο... έχασα την ανθρώπινη μορφή μου...».

Χωρίς να δωσει σημασία που ήταν τόσο απεχθής, , ο π. Αλέξιος πλησιάζει πολύ κοντά του και, κοιτάζοντας με συμπάθεια στα μάτια του, βάζει τα χέρια στους ώμους του και του λέει: 
- «Αγαπητέ μου, ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να πίνουμε κρασάκι». 
- «Βοηθήστέ με, πάτερ, αγαπητέ, κάντε μια προσευχή». 

Ο π. Αλέξιος, παίρνει το δεξί του χέρι, τον οδηγεί στον άμβωνα και τον αφήνει εκεί, ενώ ο ίδιος πηγαίνει προς το ιερό. Αφού ανοίξει πανηγυρικά το καταπέτασμα και την ωραία πύλη του κεντρικού παρεκκλησίου του Καζάν, ξεκινάει την ιερά ακολουθία, προφέροντας με μια μεγαλοπρεπή φωνή: «Ευλογητός ο Θεός ημών...».

Μετά παίρνει αυτόν τον βρωμιάρη από το χέρι και τον βάζει μαζί του μπροστά από την ωραία πύλη. Πέφτει στα γόνατα και αρχίζει επίμονα να προσεύχεται στον Κύριο με δάκρυα στα μάτια. Τα ρούχα του κουρελιάρη είχαν σκιστεί τόσο πολύ που το σώμα του απογυμνώνοταν όταν αυτός, ακολουθώντας το παράδειγμα του ιερέα, έκανε μετάνοιες. Στο τέλος της προσευχής, ο π. Αλέξιος τρεις φορές έκανε το σημείο του σταυρού πάνω του, του έδωσε ένα 
πρόσφορο και τον φίλησε τρεις φορές.

Μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα ένας καλοντυμένος άντρας ήρθε στην εκκλησία και αφού αγόρασε ένα κερί, ρώτησε κοντά στο παγκάρι: 
- «Πώς θα μπορούσα να δώ τον πάτερ Αλέξιο;»

Αφού έμαθε ότι ο π. Αλέξιος ήταν μέσα στην εκκλησία, δήλωσε με χαρά ότι θα ήθελε να τελεσθεί η ευχαριστήρια δέηση. Ο π. Αλέξιος που βγήκε από το ιερό στον άμβωνα αναφώνησε: «Βασίλη, εσύ είσαι;» Με ένα λυγμό ο Βασίλης, αυτός δηλαδή ο μεθυσμένος και κουρελιάρης που γνώρισε πρόσφατα, έπεσε στα πόδια του με κλάματα. Ο π. Αλέξιος άρχισε την ευχαριστήρια δέηση. Αποδείχθηκε ότι ο Βασίλειος βρήκε μια καλή δουλειά και ὅλα στη ζωή του τακτοποιήθηκαν.


Η πνευματική κόρη του π. Αλεξίου, μοναχή Ιουλιανία (Σοκολόβα), θυμήθηκε ότι ο π. Αλέξιος ήξερε να νικάει το κακό με το αγαθό: «Ένα πλήθος φοιτητών είχε έρθει μια φορά στην εκκλησία κατά τη διάρκεια του όρθρου. Ο π. Αλέξιος βρισκόταν στο ιερό και άκουσε ανδρικές φωνές, μελωδίες και φασαρία. Αυτοί που μπήκαν έκαναν τόσες αταξίες που ο φοβισμένος ψαλτής πρόλαβε να ολοκληρώσει τον εξάψαλμο με μεγάλη δυσκολία. Κάποιος συμβούλεψε τον ιερέα να τους βγάλει έξω, αλλά ο π. Αλέξιος ξεκίνησε τις ειλικρινείς προσευχές του. Ένας από τους φοιτητές άφησε την παρέα και εισήλθε στο ιερό. Ο π. Αλέξιος, που εκείνη την στιγμή ήταν κοντά στην Αγία Τράπεζα, στράφηκε γρήγορα, και είπε στον αναιδή με απαλή φωνή: 
- «Πόσο υπέροχο είναι να βλέπεις νέους ανθρώπους να ξεκινούν την ημέρα τους με προσευχή... Ήρθατε να μνημονεύσετε τους γονείς σας;». Σοκαρισμένος από τέτοια θερμά λόγια, που ήταν εντελώς απροσδόκητα, ο νεαρός μουρμούρισε με απορία: «Ναι...».

Στο τέλος του όρθρου ο π. Αλέξιος απευθύνθηκε με έναν θερμό χαιρετισμό στους επισκέπτες και με την ευακαιρία υπενθύμισε σ’αυτούς τους νέους που στη ζωή τους προσπαθούν συνήθως να αγωνίζονται για το «λαμπρό μέλλον», για την οικογένεια, τους γονείς που τους αγαπούν και ελπίζουν ότι όταν θα ολοκληρώσουν τις σπουδές τους, θα μπορέσουν να τους στηρίξουν... 

Μιλούσε τόσο ειλικρινά και με τόση αγάπη, και τους συγκίνησε τόσο πολύ, ώστε πολλοί έκλαψαν, άλλοι έμειναν για να ψάλλουν στην λειτουργία, και στη συνέχεια έγιναν φίλοι και θαυμαστές του, και κάποιοι από αυτούς έγιναν πνευματικά του παιδιά. Αργότερα παραδέχθηκαν τον αληθινό τους στόχο και ομολόγησαν μπροστά στον π. Αλέξιο ότι είχαν έρθει για να τον ξυλοκοπήσουν...».

***

Ο π. Παύλος Φλορένσκι έγραψε το 1924: «Η κοινότητα της Μαροσέϊκα με πνευματική της έννοια θα μπορούσε να αποκαλεστεί κόρη της Ιεράς Μονής της Όπτινα: εδώ η καθημερινή πορεία της ζωή είχε ως βάση της την πνευματική εμπειρία. Ο π. Αλέξιος δίδασκε με το δικό του παράδειγμα, όλη η ζωή γύρω του έβραζε και ο καθένας με τον δικό του τρόπο και στο μέτρο των δυνάμεών του, συμμετείχε στην ανάπτυξη της πνευματικής ζωής ολόκληρης της κοινότητας. Επιπλέον, παρόλο που η κοινότητα δεν είχε το δικό της νοσοκομείο, πολλοί καθηγητές, γιατροί, αρχινοσοκόμες και νοσοκόμες – τα πνευματικά παιδιά του π. Αλέξιου – εξυπηρετούσαν τους ασθενείς, οι οποίοι ζητούσαν βοήθεια από τον π. Αλέξιο. Παρόλο που η κοινότητα δεν είχε δικό της σχολείο, πολλοί καθηγητές, συγγραφείς, δάσκαλοι, φοιτητές και άλλα πνευματικά παιδιά του π. Αλεξίου βοηθούσαν με τις γνώσεις και τις γνωριμίες τους όσους το είχαν ανάγκη. Παρόλο που στην κοινότητα δεν υπήρχε ένα κανονικό οργανωμένο καταφύγιο, όσοι είχαν ανάγκη ή ζητούσαν βοήθεια, μπορούσαν να βρούν άσηλο, να τους προσφερθούν ρούχα, παπούτσια και φαϊ».

***

Ο π. Σέργιος Ντουρίλιν είχε φέρει μια φορά στη μνήμη του: «Το ίδιο έκανε ο π. Νεκτάριος, γέροντας της ‘Οπτινα, ο οποίος κάποτε είπε σε έναν πιστό: «Γιατί έρχεστε σε μας; Έχετε τον π. Αλέξιο». 
Αυτή η μαρτυρία για τον π. Αλέξιο δεν μπορεί να μην αναγνωριστεί μεγαλύτερης σημασίας. Εκφράζει την βαθιά ενότητα του πνευματικού μονοπατιού του π. Αλεξίου με εκείνο των γερόντων της Οπτίνα, το οποίο ανάγεται στον μεγάλο Γέροντα Παΐσιο Βελιτσκόφσκι και μέσω αυτού στο ίδιο το Άγιον Όρος και στη ζωντανή πατερική παράδοση όλης της Ορθοδοξίας. Ο π. Αλέξιος ήταν ένας από τους γέροντες της Όπτινα, με την μοναδική διαφορά που ζούσε στη Μόσχα. Αυτό από μόνο του διακρίνεται από τη μεγαλύτερη χαρά, όπως και από το μεγαλύτερο νόημα».

Μετάφραση Ελένη Ογκορόντνικ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου