Αγία Νεομάρτυς Χρυσή (Ζλάτα) της εις Σλάτεινα της Βουλγαρίας αθλησάσης. Ημέρα Μνήμης: 13 Οκτωβρίου.
Eν ταις βασάνοις χρυσός οίον καμίνω,
Xρυσή εδείχθης ηγλαϊσμένη όλη.
Μαρτύρησε στις 13 Οκτωβρίου 1795.
Η Αγία ήταν Bουλγάρα και η οικογένειά της ζούσε στην περιοχή της Έδεσσας. Οι γονείς της ήταν Χριστιανοί, φτωχοί και άσημοι άνθρωποι και είχαν τέσσερες κόρες.
Κάποιος Τούρκος βλέποντας την ομορφιά της αγίας κυριεύτηκε από σαρκικό έρωτα και προσπαθούσε να βρει ευκαιρία για να πραγματοποιήσει τον άνομο σκοπό του. Πράγματι μια ημέρα που η Αγία πήγε με άλλες γυναίκες στο δάσος να μαζέψει ξύλα, βρήκε και αυτός την ευκαιρία. Πήρε μαζί του κι άλλους Τούρκους φίλους του, την απήγαγαν και την πήγαν στο σπίτι του.
Εκεί πρώτα άρχισε να κολακεύει την αγία με πολλές υποσχέσεις και δώρα προσπαθώντας να την εξισλαμίσει, τάζοντάς της ότι θα την έπαιρνε γυναίκα του. Από την άλλη πλευρά την απειλούσε πως εάν δεν αποδεχθεί τα λόγια του θα παιδευτεί με πολλά βάσανα. Η Αγία, όνομα και πράγμα Χρυσή, δεν δείλιασε καθόλου, μόνο προσευχόταν νοερά και παρακαλούσε τον Χριστό να την ενισχύσει.
Με πολύ θάρρος και γενναιότητα του απάντησε: «Εγώ τον Χριστό μου πιστεύω και προσκυνώ και αυτόν γνωρίζω για νυμφίο μου. Ουδέποτε θα Τον αρνηθώ ακόμα κι αν μου κάνετε μύρια βάσανα ακόμα κι αν κόψετε το σώμα μου κομματάκια».
Όταν τ’ άκουσαν αυτά σκέφτηκαν ότι σαν γυναίκα που ήταν θα μπορούσαν καλύτερα να την πείσουν οι γυναίκες τους. Την παρέλαβαν λοιπόν οι Τουρκάλες και για ένα εξάμηνο προσπαθούσαν με χίλιους τρόπους ακόμη και με μαντείες, να την πείσουν ν’αρνηθεί τον Χριστό και ν’ αποδεχθεί το Ισλάμ. Μάταια όμως. Δεν κατάφεραν τίποτα.
Κάλεσαν ύστερα τους γονείς και τις αδελφές της και τους φοβέρισαν πως αν δεν καταφέρουν να την πείσουν να τουρκέψει, εκείνη μεν θα την θανατώσουν αυτούς δε θα τους βασανίσουν. Πήγαν λοιπόν οι δικοί της στην Αγία, θέλοντας και μη θέλοντας, και με δάκρυα που θα μπορούσαν να μαλακώσουν και τη σκληρότερη πέτρα, και με μύριους άλλους τρόπους προσπαθούσαν να την πείσουν.
Της έλεγαν: «Αρνήσου φαινομενικά τον Χριστό για να μη χαθούμε όλοι κι Εκείνος είναι εύσπλαχνος βλέπει την κατάσταση και θα σε συγχωρήσει».
«Εσείς που με παρακινείτε ν’ αρνηθώ τον Χριστό μου, τον αληθινό Θεό», απάντησε η Αγία, «δεν είστε πλέον γονείς μου και αδελφές μου. Ούτε θέλω να σας ξέρω από δω και πέρα. Αντί για σας πατέρα μου έχω τον Χριστό, μητέρα μου την Παναγία και αδέλφια τους Αγίους και τις Αγίες». Και τους έδιωξε. Εδώ εφαρμόστηκε για μια ακόμη φορά ο λόγος του Χριστού «Και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού».
Βλέποντας οι αλλόπιστοι ότι δεν κατάφεραν τίποτα με όσα μέσα χρησιμοποίησαν άφησαν κατά μέρος τα λόγια και τις κολακείες και άρχισαν τα βασανιστήρια.
Για τρεις ολόκληρους μήνες κάθε μέρα τη ράβδιζαν. Έπειτα της έβγαλαν λωρίδες από το δέρμα της και τις άφηναν κρεμασμένες μπροστά της, για να λιποψυχήσει, το δε αίμα της έτρεχε ποτάμι και κοκκίνιζε τη γη. Κατόπιν πύρωσαν μια σούβλα και την πέρασαν από το ένα αυτί της Αγίας και βγήκε από το άλλο, ο δε καπνός έβγαινε από τη μύτη και το στόμα της.
Η Μάρτυς όμως του Χριστού μολονότι υπέφερε τόσο φοβερά βάσανα υπέμενε με πολλή γενναιότητα και καρτερία, στηριγμένη στη δύναμη του Σταυρού και στην αγάπη του Χριστού.
Όταν άκουσε ότι εκεί κοντά βρισκόταν ο πνευματικός της ο παπά Τιμόθεος προηγούμενος της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους ο οποίος και διηγήθηκε το μαρτύριο στον Άγιο Νικόδημο, του έστειλε μήνυμα με κάποιο Χριστιανό, να προσεύχεται στον Θεό να τελειώσει θεάρεστα τον δρόμο του μαρτυρίου.
Απορώντας οι σκληρόκαρδοι βασανιστές της, οι αγριότεροι και από θηρία, πως η Αγία με τόσα βάσανα έμενε ακόμα ζωντανή, εξαγριώθηκαν. Μη υποφέροντας να νικηθούν αυτοί όλοι από μια τρυφερή κοπέλα, την κρέμασαν σε μια αγριαπιδιά και με τα μαχαίρια τους κατακρεούργησαν το ιερό παρθενικό σώμα της.
Έτσι η Αγία Νεομάρτυς Χρυσή, αφού δοκιμάστηκε σαν τον χρυσό στο καμίνι, με τόσα βάσανα, παρέδωσε την αγία της ψυχή στα χέρια του αθάνατου νυμφίου της και πήρε διπλό στεφάνι, της παρθενίας και της αθλήσεως.
Τα Άγια Λείψανά της τα πήραν κρυφά κάποιοι Χριστιανοί και τα ενταφίασαν με πολλή τιμή και ευλάβεια.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Σκεῦος χρύσεον, τῆς παρθενίας, καὶ ἀκήρατος, νύμφη Κυρίου, ἐχρημάτισας Χρυσῆ καλλιπάρθενε· τὴν γὰρ ἁγνείαν ἀμέμπτως φυλάττουσα, ὐπὲρ Χριστοῦ θεοφρόνως ἐνήθλησας· Μάρτυς ἔνδοξε, ἱκέτευε τὸν Νυμφίον σου, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Χρυσωθεῖσα Πνεύματι, Τῷ Παναγίῳ, τὴν ἁγνείαν ἔφθορον, τὴν σὴν ἐτήρησας Χριστῷ, καὶ ὑπὲρ φύσιν ἠγώνισαι, παρθενομάρτυς, Χρυσῆ ἀξιάγαστε.
Μεγαλυνάριον
Τὴν Παρθενομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, τὴν κεχρυσωμένην, σώματί τε καὶ τῇ ψυχῇ, Χρυσῆν τὴν ἁγίαν, αἰνέσωμεν βοῶντες· χαῖρε νύμφη Κυρίου, ἁγνὴ καὶ πάγχρυσε.
Eν ταις βασάνοις χρυσός οίον καμίνω,
Xρυσή εδείχθης ηγλαϊσμένη όλη.
Μαρτύρησε στις 13 Οκτωβρίου 1795.
Η Αγία ήταν Bουλγάρα και η οικογένειά της ζούσε στην περιοχή της Έδεσσας. Οι γονείς της ήταν Χριστιανοί, φτωχοί και άσημοι άνθρωποι και είχαν τέσσερες κόρες.
Κάποιος Τούρκος βλέποντας την ομορφιά της αγίας κυριεύτηκε από σαρκικό έρωτα και προσπαθούσε να βρει ευκαιρία για να πραγματοποιήσει τον άνομο σκοπό του. Πράγματι μια ημέρα που η Αγία πήγε με άλλες γυναίκες στο δάσος να μαζέψει ξύλα, βρήκε και αυτός την ευκαιρία. Πήρε μαζί του κι άλλους Τούρκους φίλους του, την απήγαγαν και την πήγαν στο σπίτι του.
Εκεί πρώτα άρχισε να κολακεύει την αγία με πολλές υποσχέσεις και δώρα προσπαθώντας να την εξισλαμίσει, τάζοντάς της ότι θα την έπαιρνε γυναίκα του. Από την άλλη πλευρά την απειλούσε πως εάν δεν αποδεχθεί τα λόγια του θα παιδευτεί με πολλά βάσανα. Η Αγία, όνομα και πράγμα Χρυσή, δεν δείλιασε καθόλου, μόνο προσευχόταν νοερά και παρακαλούσε τον Χριστό να την ενισχύσει.
Με πολύ θάρρος και γενναιότητα του απάντησε: «Εγώ τον Χριστό μου πιστεύω και προσκυνώ και αυτόν γνωρίζω για νυμφίο μου. Ουδέποτε θα Τον αρνηθώ ακόμα κι αν μου κάνετε μύρια βάσανα ακόμα κι αν κόψετε το σώμα μου κομματάκια».
Όταν τ’ άκουσαν αυτά σκέφτηκαν ότι σαν γυναίκα που ήταν θα μπορούσαν καλύτερα να την πείσουν οι γυναίκες τους. Την παρέλαβαν λοιπόν οι Τουρκάλες και για ένα εξάμηνο προσπαθούσαν με χίλιους τρόπους ακόμη και με μαντείες, να την πείσουν ν’αρνηθεί τον Χριστό και ν’ αποδεχθεί το Ισλάμ. Μάταια όμως. Δεν κατάφεραν τίποτα.
Κάλεσαν ύστερα τους γονείς και τις αδελφές της και τους φοβέρισαν πως αν δεν καταφέρουν να την πείσουν να τουρκέψει, εκείνη μεν θα την θανατώσουν αυτούς δε θα τους βασανίσουν. Πήγαν λοιπόν οι δικοί της στην Αγία, θέλοντας και μη θέλοντας, και με δάκρυα που θα μπορούσαν να μαλακώσουν και τη σκληρότερη πέτρα, και με μύριους άλλους τρόπους προσπαθούσαν να την πείσουν.
Της έλεγαν: «Αρνήσου φαινομενικά τον Χριστό για να μη χαθούμε όλοι κι Εκείνος είναι εύσπλαχνος βλέπει την κατάσταση και θα σε συγχωρήσει».
«Εσείς που με παρακινείτε ν’ αρνηθώ τον Χριστό μου, τον αληθινό Θεό», απάντησε η Αγία, «δεν είστε πλέον γονείς μου και αδελφές μου. Ούτε θέλω να σας ξέρω από δω και πέρα. Αντί για σας πατέρα μου έχω τον Χριστό, μητέρα μου την Παναγία και αδέλφια τους Αγίους και τις Αγίες». Και τους έδιωξε. Εδώ εφαρμόστηκε για μια ακόμη φορά ο λόγος του Χριστού «Και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού».
Βλέποντας οι αλλόπιστοι ότι δεν κατάφεραν τίποτα με όσα μέσα χρησιμοποίησαν άφησαν κατά μέρος τα λόγια και τις κολακείες και άρχισαν τα βασανιστήρια.
Για τρεις ολόκληρους μήνες κάθε μέρα τη ράβδιζαν. Έπειτα της έβγαλαν λωρίδες από το δέρμα της και τις άφηναν κρεμασμένες μπροστά της, για να λιποψυχήσει, το δε αίμα της έτρεχε ποτάμι και κοκκίνιζε τη γη. Κατόπιν πύρωσαν μια σούβλα και την πέρασαν από το ένα αυτί της Αγίας και βγήκε από το άλλο, ο δε καπνός έβγαινε από τη μύτη και το στόμα της.
Η Μάρτυς όμως του Χριστού μολονότι υπέφερε τόσο φοβερά βάσανα υπέμενε με πολλή γενναιότητα και καρτερία, στηριγμένη στη δύναμη του Σταυρού και στην αγάπη του Χριστού.
Όταν άκουσε ότι εκεί κοντά βρισκόταν ο πνευματικός της ο παπά Τιμόθεος προηγούμενος της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους ο οποίος και διηγήθηκε το μαρτύριο στον Άγιο Νικόδημο, του έστειλε μήνυμα με κάποιο Χριστιανό, να προσεύχεται στον Θεό να τελειώσει θεάρεστα τον δρόμο του μαρτυρίου.
Απορώντας οι σκληρόκαρδοι βασανιστές της, οι αγριότεροι και από θηρία, πως η Αγία με τόσα βάσανα έμενε ακόμα ζωντανή, εξαγριώθηκαν. Μη υποφέροντας να νικηθούν αυτοί όλοι από μια τρυφερή κοπέλα, την κρέμασαν σε μια αγριαπιδιά και με τα μαχαίρια τους κατακρεούργησαν το ιερό παρθενικό σώμα της.
Έτσι η Αγία Νεομάρτυς Χρυσή, αφού δοκιμάστηκε σαν τον χρυσό στο καμίνι, με τόσα βάσανα, παρέδωσε την αγία της ψυχή στα χέρια του αθάνατου νυμφίου της και πήρε διπλό στεφάνι, της παρθενίας και της αθλήσεως.
Τα Άγια Λείψανά της τα πήραν κρυφά κάποιοι Χριστιανοί και τα ενταφίασαν με πολλή τιμή και ευλάβεια.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Σκεῦος χρύσεον, τῆς παρθενίας, καὶ ἀκήρατος, νύμφη Κυρίου, ἐχρημάτισας Χρυσῆ καλλιπάρθενε· τὴν γὰρ ἁγνείαν ἀμέμπτως φυλάττουσα, ὐπὲρ Χριστοῦ θεοφρόνως ἐνήθλησας· Μάρτυς ἔνδοξε, ἱκέτευε τὸν Νυμφίον σου, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Χρυσωθεῖσα Πνεύματι, Τῷ Παναγίῳ, τὴν ἁγνείαν ἔφθορον, τὴν σὴν ἐτήρησας Χριστῷ, καὶ ὑπὲρ φύσιν ἠγώνισαι, παρθενομάρτυς, Χρυσῆ ἀξιάγαστε.
Μεγαλυνάριον
Τὴν Παρθενομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, τὴν κεχρυσωμένην, σώματί τε καὶ τῇ ψυχῇ, Χρυσῆν τὴν ἁγίαν, αἰνέσωμεν βοῶντες· χαῖρε νύμφη Κυρίου, ἁγνὴ καὶ πάγχρυσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου