Άγιοι Νεομάρτυρες Γαβριήλ και Κυρμιδώλης. Ημέρα Μνήμης: 18 Οκτωβρίου.
Ὁ Κυρμιδώλης καὶ Γαβριὴλ οἱ δύο,
ἀθλοῦσιν ἅμα καὶ στεφανοῦνται ἅμα.
Μαρτύρησαν στην Αίγυπτο στις 18 Οκτωβρίου 1522.
Οι Άγιοι κατάγονταν από την Αίγυπτο, από γονείς Χριστιανούς, οι οποίοι φρόντισαν να τους δώσουν επιμελημένη αγωγή. Έτσι οι δύο Άγιοι μάρτυρες ήσαν πεπαιδευμένοι, γραμματικοί, με ευγένεια και ήθος.
Κάποιοι μουσουλμάνοι φθόνησαν την τιμιότητα και την προκοπή των νέων αλλά δεν μπορούσαν να τους κάνουν κάτι, διότι ήσαν γραμματικοί κάποιων ισχυρών ανθρώπων Έτσι πήγαν και τους συκοφάντησαν στον εμίρη ότι έριχναν σκουπίδια και άλλα οικιακά απόβλητα στο τζαμί το οποίο γειτόνευε με τα σπίτια τους. Αμέσως ο εμίρης έστειλε ανθρώπους να τους φέρουν μπροστά του. Όταν είδε ότι ήσαν νέοι και ευπαρουσίαστοι άνθρωποι, μορφωμένοι, ευγενείς, με ήθος, άρχισε να τους κολακεύει και να τους ρωτά για την πίστη τους. Οι Άγιοι απάντησαν πως είναι Χριστιανοί. Ο εμίρης, βλέποντας τη σταθερότητά τους, διέταξε να τους πάνε στους δικαστές. Οι στρατιώτες σέρνοντάς τους, βρίζοντας και δέρνοντάς τους σαν κακοποιούς τους έφεραν στους δικαστές. Εκείνοι τους ρώτησαν πάλι για την πίστη τους και οι Άγιοι απάντησαν τα ίδια, πως πιστεύουν στον Χριστό. Το πλήθος των μουσουλμάνων που είχε συγκεντρωθεί περιμένοντας το αποτέλεσμα φώναζε να αρνηθούν τον Χριστό και να προσχωρήσουν στο ισλάμ.
Οι Άγιοι με πολύ θάρρος απάντησαν: «Εμείς την πίστη που έχουμε από τους προγόνους μας δεν την αρνούμαστε αλλά μένουμε μέχρι τέλους ασάλευτοι και καλά θεμελιωμένοι σ’αυτή, την δε δική σας την περιφρονούμε και την αποστρεφόμαστε ως ψεύτικη και μάταιη».
Όταν τ’άκουσαν αυτό οι κριτές θύμωσαν και τους είπαν: «Εάν κάνετε αυτό που σας είπαμε θ’αποφύγετε πολλά βάσανα και θα γλυτώσετε τη ζωή σας, εμείς δε θα σας τιμήσουμε με μεγάλες δόξες και τιμές. Στην αντίθετη περίπτωση θα πεθάνετε με πικρότατο θάνατο».
Εκείνη την ώρα έφθασε η μητέρα του Αγίου μάρτυρος Κυρμιδώλη για να ιδεί και να παρηγορήσει τον γιό της. Μόλις την είδαν οι Αγαρηνοί ώρμησαν πάνω της, την έδειραν ανηλεώς και καταξέσχισαν τα φορέματά της.
Βλέποντας το γεγονός ο Άγιος νεομάρτυς Γαβριήλ σηκώθηκε πάνω και τους ήλεγξε λέγοντας: «Άδικοι και παράνομοι κριτές τίποτα δεν πρόκειται να μας χωρίσει από την αγάπη και την πίστη του Χριστού ούτε πλούτος, ούτε δόξα, ούτε η αγάπη των γονέων, ούτε βάσανα, ούτε αυτός ο σκληρός και πικρότατος θάνατος. Ορίστε ο λαιμός μας, ό,τι θέλετε να κάνετε κάντε το το συντομότερο».
Το ίδιο τους είπε και ο άγιος Κυρμιδώλης: «Την ίδια γνώμη έχω κι εγώ με τον σύντροφό μου και για το όνομα του Χριστού είμαι έτοιμος να πεθάνω».
Τότε ένας από τους παρισταμένους αγαρηνούς εξαγριώθηκε και χτύπησε τον Άγιο μάρτυρα με μια μαχαίρα στο στήθος και τον έριξε κάτω. Ένας άλλος πάλι όρμησε εναντίον του και τον κλωτσούσε με σκληρότητα στο στήθος ώσπου τον άφησε μισοπεθαμένο. Κάποιος άλλος τον χτύπησε με μια πέτρα στο κεφάλι με αποτέλεσμα να χωριστεί στα δύο. Όμως ούτε τότε δεν χόρτασαν οι απάνθρωποι. Έτρεξε κι άλλος απ’αυτούς και του έβγαλε τα μάτια με τα δάχτυλά του. Έτσι τελειώθηκε και έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου.
Τον δε άλλο Άγιο μάρτυρα τον έριξε στη γη ένας στρατιώτης και χτυπώντας τον με μια μαχαίρα του έκοψε τον δεξιό ώμο και κατόπιν την κεφαλή.
Τους έδεσαν ύστερα από τα πόδια οι στρατιώτες και τους έσυραν κοντά στο στρατόπεδο, όπου άναψαν μεγάλη φωτιά για να κάψουν τα Άγια λείψανα. Μολονότι καίγονταν δύο μερόνυχτα δεν έπαθαν τίποτα. Τότε αγανάκτησαν οι παράνομοι και άναψαν άλλη φωτιά μεγαλύτερη μαζί με εύφλεκτες ύλες και έριξαν τα λείψανα των Αγίων μέσα κι έτσι αποτεφρώθηκαν.
Και οι δύο Άγιοι όταν μαρτύρησαν ήταν περίπου είκοσι χρονών.
Όταν κρύωσε η στάχτη οι δούλοι των στρατιωτών πήγαν και κοσκίνιζαν τη στάχτη για να βρουν λείψανα των Αγίων και να τα πουλήσουν στους Χριστιανούς. Οι Χριστιανοί που τα απέκτησαν τα παρέδωσαν στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Ιωακείμ ο οποίος, αφού τα περιποιήθηκε με μεγάλη ευλάβεια και τα τοποθέτησε σε λειψανοθήκη, τα μετέφερε με πολλές τιμές από το Πατριαρχικόν κελλίον στον ναό του Αγίου Νικολάου, όπου συνέχεια επιτελούσαν, δια της Θείας Χάριτος, εξαίσια θαύματα.
Ακολουθία των Αγίων βρίσκεται στον κώδικα 379 της Πατριαρχικής βιβλιοθήκης του Καΐρου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν τῶν λειψάνων σου, τιμίαν λάρνακα, κατασπαζόμενοι, πίστει τὴν ἴασιν, ἀρυώμεθα σεπτῶς, Κυρμιδώλη πανεύφημε· ὅθεν ἱκετεύομεν, ἱκεσίαν ἑκάστοτε, σὺν τῷ συνάθλῳ Γαβριὴλ ποιοῦντες· μὴ παύσητε, ἵνα ῥυσθῶμεν κινδύνων καὶ θλίψεων, τιμώντων ἡμῶν τὰ θεῖα λείψανα.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν Μαρτύρων ἔλαμψε, ἡ ἀξιέπαινος μνήμη, ἣν πιστοὶ τελέσωμεν, καὶ ἀνυμνήσωμεν πιστῶς, ἐν ἐπιγνώσει κραυγάζοντες· Σὺ τῶν Μαρτύρων Χριστὲ τὸ κραταίωμα.
Ὁ Κυρμιδώλης καὶ Γαβριὴλ οἱ δύο,
ἀθλοῦσιν ἅμα καὶ στεφανοῦνται ἅμα.
Μαρτύρησαν στην Αίγυπτο στις 18 Οκτωβρίου 1522.
Οι Άγιοι κατάγονταν από την Αίγυπτο, από γονείς Χριστιανούς, οι οποίοι φρόντισαν να τους δώσουν επιμελημένη αγωγή. Έτσι οι δύο Άγιοι μάρτυρες ήσαν πεπαιδευμένοι, γραμματικοί, με ευγένεια και ήθος.
Κάποιοι μουσουλμάνοι φθόνησαν την τιμιότητα και την προκοπή των νέων αλλά δεν μπορούσαν να τους κάνουν κάτι, διότι ήσαν γραμματικοί κάποιων ισχυρών ανθρώπων Έτσι πήγαν και τους συκοφάντησαν στον εμίρη ότι έριχναν σκουπίδια και άλλα οικιακά απόβλητα στο τζαμί το οποίο γειτόνευε με τα σπίτια τους. Αμέσως ο εμίρης έστειλε ανθρώπους να τους φέρουν μπροστά του. Όταν είδε ότι ήσαν νέοι και ευπαρουσίαστοι άνθρωποι, μορφωμένοι, ευγενείς, με ήθος, άρχισε να τους κολακεύει και να τους ρωτά για την πίστη τους. Οι Άγιοι απάντησαν πως είναι Χριστιανοί. Ο εμίρης, βλέποντας τη σταθερότητά τους, διέταξε να τους πάνε στους δικαστές. Οι στρατιώτες σέρνοντάς τους, βρίζοντας και δέρνοντάς τους σαν κακοποιούς τους έφεραν στους δικαστές. Εκείνοι τους ρώτησαν πάλι για την πίστη τους και οι Άγιοι απάντησαν τα ίδια, πως πιστεύουν στον Χριστό. Το πλήθος των μουσουλμάνων που είχε συγκεντρωθεί περιμένοντας το αποτέλεσμα φώναζε να αρνηθούν τον Χριστό και να προσχωρήσουν στο ισλάμ.
Οι Άγιοι με πολύ θάρρος απάντησαν: «Εμείς την πίστη που έχουμε από τους προγόνους μας δεν την αρνούμαστε αλλά μένουμε μέχρι τέλους ασάλευτοι και καλά θεμελιωμένοι σ’αυτή, την δε δική σας την περιφρονούμε και την αποστρεφόμαστε ως ψεύτικη και μάταιη».
Όταν τ’άκουσαν αυτό οι κριτές θύμωσαν και τους είπαν: «Εάν κάνετε αυτό που σας είπαμε θ’αποφύγετε πολλά βάσανα και θα γλυτώσετε τη ζωή σας, εμείς δε θα σας τιμήσουμε με μεγάλες δόξες και τιμές. Στην αντίθετη περίπτωση θα πεθάνετε με πικρότατο θάνατο».
Εκείνη την ώρα έφθασε η μητέρα του Αγίου μάρτυρος Κυρμιδώλη για να ιδεί και να παρηγορήσει τον γιό της. Μόλις την είδαν οι Αγαρηνοί ώρμησαν πάνω της, την έδειραν ανηλεώς και καταξέσχισαν τα φορέματά της.
Βλέποντας το γεγονός ο Άγιος νεομάρτυς Γαβριήλ σηκώθηκε πάνω και τους ήλεγξε λέγοντας: «Άδικοι και παράνομοι κριτές τίποτα δεν πρόκειται να μας χωρίσει από την αγάπη και την πίστη του Χριστού ούτε πλούτος, ούτε δόξα, ούτε η αγάπη των γονέων, ούτε βάσανα, ούτε αυτός ο σκληρός και πικρότατος θάνατος. Ορίστε ο λαιμός μας, ό,τι θέλετε να κάνετε κάντε το το συντομότερο».
Το ίδιο τους είπε και ο άγιος Κυρμιδώλης: «Την ίδια γνώμη έχω κι εγώ με τον σύντροφό μου και για το όνομα του Χριστού είμαι έτοιμος να πεθάνω».
Τότε ένας από τους παρισταμένους αγαρηνούς εξαγριώθηκε και χτύπησε τον Άγιο μάρτυρα με μια μαχαίρα στο στήθος και τον έριξε κάτω. Ένας άλλος πάλι όρμησε εναντίον του και τον κλωτσούσε με σκληρότητα στο στήθος ώσπου τον άφησε μισοπεθαμένο. Κάποιος άλλος τον χτύπησε με μια πέτρα στο κεφάλι με αποτέλεσμα να χωριστεί στα δύο. Όμως ούτε τότε δεν χόρτασαν οι απάνθρωποι. Έτρεξε κι άλλος απ’αυτούς και του έβγαλε τα μάτια με τα δάχτυλά του. Έτσι τελειώθηκε και έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου.
Τον δε άλλο Άγιο μάρτυρα τον έριξε στη γη ένας στρατιώτης και χτυπώντας τον με μια μαχαίρα του έκοψε τον δεξιό ώμο και κατόπιν την κεφαλή.
Τους έδεσαν ύστερα από τα πόδια οι στρατιώτες και τους έσυραν κοντά στο στρατόπεδο, όπου άναψαν μεγάλη φωτιά για να κάψουν τα Άγια λείψανα. Μολονότι καίγονταν δύο μερόνυχτα δεν έπαθαν τίποτα. Τότε αγανάκτησαν οι παράνομοι και άναψαν άλλη φωτιά μεγαλύτερη μαζί με εύφλεκτες ύλες και έριξαν τα λείψανα των Αγίων μέσα κι έτσι αποτεφρώθηκαν.
Και οι δύο Άγιοι όταν μαρτύρησαν ήταν περίπου είκοσι χρονών.
Όταν κρύωσε η στάχτη οι δούλοι των στρατιωτών πήγαν και κοσκίνιζαν τη στάχτη για να βρουν λείψανα των Αγίων και να τα πουλήσουν στους Χριστιανούς. Οι Χριστιανοί που τα απέκτησαν τα παρέδωσαν στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Ιωακείμ ο οποίος, αφού τα περιποιήθηκε με μεγάλη ευλάβεια και τα τοποθέτησε σε λειψανοθήκη, τα μετέφερε με πολλές τιμές από το Πατριαρχικόν κελλίον στον ναό του Αγίου Νικολάου, όπου συνέχεια επιτελούσαν, δια της Θείας Χάριτος, εξαίσια θαύματα.
Ακολουθία των Αγίων βρίσκεται στον κώδικα 379 της Πατριαρχικής βιβλιοθήκης του Καΐρου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν τῶν λειψάνων σου, τιμίαν λάρνακα, κατασπαζόμενοι, πίστει τὴν ἴασιν, ἀρυώμεθα σεπτῶς, Κυρμιδώλη πανεύφημε· ὅθεν ἱκετεύομεν, ἱκεσίαν ἑκάστοτε, σὺν τῷ συνάθλῳ Γαβριὴλ ποιοῦντες· μὴ παύσητε, ἵνα ῥυσθῶμεν κινδύνων καὶ θλίψεων, τιμώντων ἡμῶν τὰ θεῖα λείψανα.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν Μαρτύρων ἔλαμψε, ἡ ἀξιέπαινος μνήμη, ἣν πιστοὶ τελέσωμεν, καὶ ἀνυμνήσωμεν πιστῶς, ἐν ἐπιγνώσει κραυγάζοντες· Σὺ τῶν Μαρτύρων Χριστὲ τὸ κραταίωμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου