Ὅσιος Ἰωάννης τοῦ Ρεομὲ. Ήμέρα Μνήμης: 28 Ἰανουαρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, ἕνας ἀπὸ τοὺς κυρίους θεμελιωτὲς τοῦ Μοναχισμοῦ στὴν Δύσι, γεννήθηκε στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Ἀνδοματουνοῦ (σημ. Λὰνγκρ τῆς Γαλλίας) περὶ τὸ 425, ἀπὸ τὸν Ἱλάριο καὶ τὴν Ἡσυχία, οἱ ὁποῖοι ἐπαιδαγώγησαν τὸν υἱό τους μὲ τὸ παράδειγμα τῆς ἁγίας ζωῆς τους.
Σὲ ἡλικία περίπου εἴκοσι ἐτῶν, ὁ πόθος γιὰ μία ὑψηλότερη ζωὴ τὸν ὤθησε νὰ κτίση ἕνα κελλὶ μὲ μικρὸ παρεκκλήσιο, γιὰ νὰ ἀφοσιωθῆ ἀπερίσπαστος στὴν προσευχή. Ἐμελέτησε τὰ παραδείγματα ἀποταγῆς ἀπὸ τὸν κόσμο, τὰ ὁποῖα εὑρίσκονται στὴν Ἁγία Γραφή, καὶ πρὸ παντὸς τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴν ἔρημο καὶ τὴν σπουδὴ τῶν Ἀποστόλων νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Κύριο καὶ χωρὶς νὰ χρονοτριβήση ἄφησε τὴν πατρίδα του καὶ τοὺς γονεῖς του καὶ μετέβη στὸν Ὠξουὰ τῆς Βουργουνδίας, σὲ τόπο ἔρημο, ὑγρὸ καὶ ἀκατάλληλο γιὰ κατοίκησι, ὀνομαζόμενο Ρεομέ. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, κατὰ μίμησιν τῶν Μοναχῶν τῆς Ἐρήμου τῆς Ἀνατολῆς.
Ἡ ἀκτινοβολοῦσα χάρις, ἡ ὁποία ἐνοικοῦσε ἐντός του, προσείλκυσε γρήγορα πλῆθος μαθητῶν, ποθούντων νὰ ἀκολουθήσουν τὴν διδαχή του γιὰ τὴν κάθαρσι τῆς ψυχῆς. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐδέχετο αὐτούς, ἀλλὰ συναισθανόμενος τὴν ἀδυναμίαν του, ἐπισκέφθηκε τὶς Μονὲς τῆς περιοχῆς, προκειμένου νὰ συλλέξη τοὺς Κανόνες, τοὺς ὁποίους εἶχαν θεσπίσει οἱ Πατέρες καὶ νὰ ζητήση συμβουλὲς ἀπὸ τοὺς Γέροντες. Ἐπανῆλθε, ἔχων ἀποκομίσει, ὡς καλὴ μέλισσα, ὅ,τι καλύτερο, γιὰ νὰ ἀσκήση τὴν πνευματικὴ καθοδήγησι, τὴν τέχνη αὐτὴ τῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν. Ὅμως ὁ αὐξανόμενος ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐφόβισε αὐτόν. Μὲ τὴν συνοδία δύο μόνον μαθητῶν, ἔφυγε κρυφίως καὶ ἀποσύρθηκε στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ Λερίνου (Λερίνς)*, ὅπου παρέμεινε ἄγνωστος δεκαοκτὼ μῆνες. Ἕνας ταξιδιώτης τὸν ἀνεγνώρισε καὶ ἀφηγήθηκε τὴν ἀνακάλυψή του στὸν Ἐπίσκοπο τῆς Λὰνγκρ Γρηγόριο, ὅπου ὑπαγόταν τὸ Ρεομέ.
Χωρὶς καθυστέρησι, ὁ Ἱεράρχης ἔγραψε στὸν Ἡγούμενο τοῦ Λερίνου Ὀνοράτο Β΄ καὶ στὸν ἴδιο τὸν Ὅσιο Ἰωάννη, παρακαλῶν αὐτὸν νὰ ἐπιστρέψη στὸ ποίμνιό του, τὸ ὁποῖο εἶχε μείνει χωρὶς Ποιμένα καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ ἔχει νὰ δώση λόγο στὸ φρικτὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὑπήκουσε καὶ ἐπέστρεψε στὴν Μονή του, ὅπου ἐφήρμοσε τὸν λεγόμενο Κανονισμὸ τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, καὶ μὲ τὸ παράδειγμα καὶ τὶς παραινέσεις του ἐπανέφερε τὴν Ἀδελφότητα στὴν πρώτη της θέρμη καὶ ἀνοδικὴ πορεία. Μὲ τὴν γνῶσι, τὴν ὁποία εἶχε ἀποκτήσει διὰ τῆς πείρας, προσέθεσε κάποιους Κανόνες, ἰδιαίτερα ἀπηγόρευεσε στοὺς λαϊκοὺς τὴν εἴσοδο στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς.
Μία ἡμέρα, ἡ μητέρα τοῦ Ὁσίου παρουσιάσθηκε στὸ Μοναστήρι ζητοῦσα νὰ τὸν ἰδῆ. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐπέρασε ταπεινὰ ἔμπροσθεν αὐτῆς χωρὶς νὰ τῆς ἀπευθύνη τὸν λόγο. Ὕστερα, τῆς ἐμήνυσε μὲ ἕναν Μοναχὸ νὰ ζῆ στὸν κόσμο ἁγία ζωή, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦν μία ἡμέρα νὰ συναντηθοῦν στὸν οὐρανό.
Ἡ καθαρότητα ψυχῆς καὶ ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς του ἦταν τόση, ὥστε ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἀξιώθηκε τῆς εὔνοιας τοῦ Θεοῦ, καὶ τὰ θαύματα ἀφθονοῦσαν στὴν Μονὴ τοῦ Ρεομέ, γιὰ τὴν παρηγορία τῶν μαθητῶν του καὶ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς.
Ἀγαποῦσε τοὺς πτωχούς, τοὺς ὁποίους φρόντιζε νὰ ἀνακουφίζη καὶ νὰ διδάσκη. Σὲ καιρὸ ἔνδειας ἐμοίρασε μία ἡμέρα ὅλες τὶς προμήθειες τῆς Μονῆς καὶ ὁ Θεός, ἀμοίβωντας τὴν ἐλεήμονα διάθεσί του, ἐπολλαπλασίασε τὸν σῖτο, τὸν ὁποῖο ἐμοίρασε ὁ Ὅσιος. Στὸν Ἀδελφό, αὐτόπτη μάρτυρα τοῦ θαύματος, ὁ μακάριος παρήγγειλε, «πρόσεξε μὴν διαλαλῆς τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, μήπως μαράνει ἡ κηλίδα τῆς ὑπερηφανείας τὸ ἄνθος τῆς Χάριτος».
Μία ἡμέρα συνάντησε στὸ δάσος ἕναν πτωχὸ ρακένδυτο, ὁ ὁποῖος ἐμάζευε μοῦρα. Ὁ Ὅσιος ἐγνώρισε διὰ τῆς θείας Χάριτος, ὅτι ἦταν ὀκνηρὸς καὶ τοῦ εἶπε: «Βάλε τὴν ἐλπίδα σου στὸν Κύριο καὶ Αὐτὸς θὰ σὲ διαθρέψει... Νὰ ἀγαπᾶς τὴν ἐργασία, κατὰ τὴν παραγγελία τοῦ Ἀποστόλου... Καλὸ εἶναι νὰ ἐπαρκέσης καὶ γιὰ τὶς ἰδικές σου ἀνάγκες καὶ γι᾿ αὐτὲς τῶν ἐνδεῶν». Κατόπιν ἐσφράγισε τὸ στῆθος τοῦ πτωχοῦ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ τὸν ἔστειλε στὸ σπίτι του. Θεραπευμένος ἀπὸ τὸ πάθος του, ὁ ἄνθρωπος ὑπήκουσε στὸν Ὅσιο Ἰωάννη καὶ ἐργαζόταν πλέον μὲ τόση προθυμία, ὥστε δὲν στερήθηκε ποτὲ πλέον τὰ ἀναγκαῖα.
Στὴν ἔρημο τοῦ Ρεομὲ δὲν ἐπαρκοῦσε τὸ πόσιμο νερό. Ὑπῆρχε βέβαια ἕνα πολὺ βαθὺ πηγάδι, ἀλλὰ ἦταν φραγμένο ἀπὸ πέτρες, στὶς ὁποίες εἶχε φωλιάσει ἕνα τεράστιο φίδι. Ὁ Ὅσιος, βλέποντας μὲ συμπόνια τὶς ἀνάγκες τῶν Ἀδελφῶν, ἐπλησίασε μὲ τὰ ὅπλα τῖς Πίστεως καὶ συνοδευόμενος ἀπὸ τὶς ψαλμωδίες τῶν Πατέρων. Κατέβηκε πρῶτος στὸ πηγάδι μὲ μία σκαπάνη στὸ χέρι καὶ ἄρχισε νὰ σκάβη. Οἱ Ἀδελφοὶ τὸν παρακολουθοῦσαν φοβισμένοι, ἀλλ᾿ ἔπειτα ἔλαβαν θάρρος ἀπὸ τὸ παράδειγμα καὶ τὶς παραινέσεις του καὶ ἐργάσθηκαν μαζί του. Τὸ φίδι εὑρέθη καὶ ἐθανατώθη μὲ μόνη τὴν ἐπίκλησι τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ μας. Τὸ καθάρισμα ὡλοκληρώθηκε καὶ τὸ πηγάδι ἀπέδιδε ἔκτοτε ἄφθονο καὶ καθαρὸ νερό.
Κάποτε οἱ Πατέρες ἐκλάδευαν τὰ δένδρα τοῦ γειτονικοῦ δάσους. Ὅταν ἐτελείωσαν τὴν διακονία τῆς ἡμέρας, ἄφησαν ἐκεῖ τὰ τσεκούρια τους καὶ ἐπέστρεψαν στὴν Μονή. Κάποιος γείτονας ἐπωφελήθηκε τῆς ἀπουσίας τους καὶ ἔκλεψε τὰ ἐργαλεῖα. Ὅταν τὸ συνειδητοποίησαν οἱ Ἀδελφοί, ἔτρεξαν στὸν Πνευματικό τους Πατέρα, ὁ ὁποῖος τοὺς παρήγγειλε νὰ προσευχηθοῦν μὲ πλήρη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Ὁ ἴδιος κατευθύνθηκε στὸ δάσος, ὅπου προσευχήθηκε. Εἶδε τότε ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος τρέχοντας ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ ζητοῦσε συγγνώμη γιὰ τὴν κλοπὴ τῶν ἐργαλείων. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τὸν ἐσήκωσε καὶ ὄχι μόνο τοῦ ἔδωσε συγχώρησι γιὰ τὴν ἁμαρτία του αὐτή, ἀλλὰ τὸν εὐλόγησε καὶ ἀπέλυσε αὐτὸν ἐν εἰρήνῃ, φορτωμένο μὲ εὐλογίες ἀπὸ τὴν Μονή.
Κάποιος δοῦλος κατέφυγε στὸ Μοναστήρι, γιὰ νὰ λυτρωθῆ ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ κυρίου του. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγραψε στὸν ἀφέντη του καὶ ἐζήτησε τὴν ἐπιείκειά του γιὰ τὸν δοῦλο του. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ἐθύμωσε, ὅταν ἐδιάβασε τὸ μήνυμα, μάλιστα δὲ ἔπτυσε καταφρονητικὰ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ὁσίου. Παραχρῆμα, τὸ στόμα του παρέλυσε, ὥστε δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τραφῆ ἀπὸ τὸ στόμα γιὰ ἐννέα ὁλόκληρα ἔτη, οὔτε νὰ μεταλαμβάνη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης εἶχε μεγάλη ἐξουσία κατὰ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων, τὰ ὁποῖα ἐξεδίωκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ ἀσθένειες ἐπίσης ὑπήκουον στὸν λόγο του. Τὸ νερὸ καὶ τὸ ψωμί, ὅταν τὰ εὐλογοῦσε ἐγίνοντο θεραπευτικὰ φάρμακα.
Ὁ Θεὸς ἀντάμοιβε τὴν ἐλεημοσύνη του μὲ θαύματα: μὲ τὸν λόγο τοῦ Ὁσίου τὰ τρόφιμα ἐπολλαπλασιάζοντο.
Οἱ Βασιλεῖς καὶ ἰδιαιτέρως ὁ Κλόβις Α΄, ὡς καὶ οἱ προύχοντες, ἐντυπωσιαζόμενοι ἀπὸ τὴν εὔνοια αὐτὴν τῆς Θείας Προνοίας, ἔκαναν πλούσιες χορηγίες στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου.
Ἐν μέσῳ τοσούτων δωρεῶν καὶ τοιαύτης τιμῆς, ὁ Ὅσιος παρέμενε ταπεινὸς καὶ ἐγκρατὴς καὶ ἐδίδασκε τοὺς μαθητές του νὰ εἶναι πάντοτε ἐγκρατεῖς καὶ νὰ φυλάγωνται ἀπὸ τὴν φιλοδοξία, τὴν φιλαργυρία καὶ τὴν ἀμέλεια, τὶς ὁποῖες προξενοῦν οἱ σχέσεις μὲ ἀνθρώπους τοῦ κόσμου.
Ἐκοιμήθη τὸ 545, ἐκατὸν εἴκοσι ἐτῶν, ἀφοῦ διετηρήθη μέχρι τέλους ἀκμαῖος, ὑγιὴς καὶ ἐξαιρετικὰ νηφάλιος.
Ἐνταφιάσθηκε στὴν Μονὴ τοῦ Ρεομέ, ἡ ὁποία ἐπωνομάσθηκε ἀργότερα Μουτιὲ Σαὶν Ζὰν (Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου), ἀλλὰ κατεδαφίσθηκε κατὰ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάστασι τὸ 1792.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητές του, ὁ Ὅσιος Σίγο ἢ Σὲν (τιμάται 19 Σεπτεμβρίου), ἔγινε Κτήτωρ τῆς Μονῆς τῆς Παναγίας τοῦ Σέστρ, τὸ 534 καὶ ἐκοιμήθη τὸ 501.
(*) Περίφημη Μονή, τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ Ἅγιος Ὁνοράτος τῆς Ἀρελάτης (τιμάται 16 Ίανουαρίου) κατὰ τὸ 400 - 410. Τὸ 427 ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανὸς τὴν περιγράφει ὡς «μεγίστη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου