῞Αγιος ᾿Εφίσιος τῆς ᾿Ελίας Μεγαλομάρτυς καὶ Πολιοῦχος τῆς Νόρα (Κάλιαρι Σαρδινίας). Ήμέρα Μνήμης: 15 Ἰανουαρίου.
Τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ ῾Αγίου ᾿Εφισίου.
῾Ο Ἅγιος ᾿Εφίσιος γεννήθηκε τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ Γ΄αἰ., στὴν πόλι τῆς ᾿Ελίας, ἐλληνικῆς ἀποικίας στὴν Μ.᾿Ασία, ἀπὸ τὸν Χριστοφόρο, ἔνθερμο Χριστιανό, καὶ τὴν ᾿Αλεξάνδρα, ἡ ὁποία ἀπέκρυπτε τὴν ἀφοσίωσί της στὰ εἴδωλα, ὄπισθεν μιᾶς προσποιητῆς εὐλαβείας πρὸς τὴν πίστι τοῦ συζύγου της.
῞Οταν ἐκοιμήθη ὁ εὐσεβὴς Χριστοφόρος, ἡ Ἀλεξάνδρα ἀκολούθησε φανερὰ τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία καὶ προσεπάθησε νὰ ἐνσταλάξη στὴν καρδιὰ τοῦ ᾿Εφισίου τὴν ἀποστροφὴ πρὸς τὸν Χριστιανισμὸ καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὰ εἴδωλα, τὶς τιμὲς καὶ τὶς ἡδονές.
Νέο ἀκόμη, τὸν ἐπαρουσίασε στὸν Αὐτοκράτορα Διοκλητιανὸ (284-305), ὁ ὁποῖος διέβαινε ἀπὸ τὴν ᾿Αντιόχεια, ἀναζητῶν ρωμαλέους καὶ πιστοὺς στρατιῶτες γιὰ τὴν προσωπική του φρουρά.
῾Ο Διοκλητιανὸς διέγνωσε τὰ στρατιωτικὰ χαρίσματα τοῦ ᾿Εφισίου, ὁ ὁποῖος ἦταν προικισμένος μὲ πολὺ ὡραία ἐμφάνισι, ὀξεῖα διάνοια καὶ σταθερὴ ἀποφασιστικότητα. ᾿Αμέσως εἰσήγαγε αὐτὸν στὴν Αὐλὴ καὶ πολὺ σύντομα προήγαγε αὐτὸν σὲ Στρατηλάτη.
῾Ο Αὐτοκράτωρ, ἀκολουθῶν τὶς συμβουλὲς τοῦ Γαλερίου, ἀφοῦ στὶς 22 Μαρτίου τοῦ 303, ἐξέδωσε τὸ Διάταγμα γιὰ τὸν Διωγμὸ τῶν Χριστιανῶν, τὸ ὁποῖο ἐπὶ δέκα (10) ἔτη θὰ ἔσπερνε τὸν ὄλεθρο σὲ ὅλη τὴν Αὐτοκρατορία, ἔστειλε τὸν Ἐφίσιο μὲ μεγάλο στρατὸ στὴν ᾿Ιταλία καὶ στὰ γειτονικὰ νησιά, προκειμένου νὰ πολεμήση τοὺς δῆθεν ἐχθροὺς τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τοὺς ἀκολούθους τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως, οἱ ὁποῖοι ὁλονὲν καὶ ἐπληθύνοντο στὶς περιοχές αὐτές.
῾Η μεταστροφὴ τοῦ ῾Αγίου ᾿Εφισίου.
Σὲ ἡλικία τριάντα (30) ἐτῶν, ὁ ᾿Εφίσιος μετέβη μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ἐλπίδα στὴν Καλαβρία τῆς Νοτίου Ἰταλίας, γιὰ νὰ ἐκτελέση τὶς διαταγὲς τοῦ Αὐτοκράτορος. ῎Εφθασε πλησίον τῆς Νεαπόλεως καὶ ἐκεῖ ἐφανερώθη εἰς αὐτὸν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὡς σὲ ἕνα νέο Σαῦλο / Παῦλο.
Ἔντρομος, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο καταγῆς καὶ μέσα σὲ κρότο βροντῆς, ἄκουσε μία φωνή, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε: «Ποῦ σκοπεύεις νὰ πᾶς, ὦ ᾿Εφίσιε;».
᾿Εκεῖνος τρέμοντας ἀπήντησε: «Ποιός εἶσαι ᾿Εσύ, ὦ Κύριε; Βοήθησέ με νὰ Σὲ γνωρίσω καὶ νὰ ἰδῶ τὸ μεγαλεῖο τῆς παντοδυναμίας Σου».
Μόλις πρόφερε τὰ λόγια αὐτά, ἕνας λαμπρὸς Σταυρὸς ἐνεφανίσθη στὸν οὐρανὸ καὶ ἀκούσθηκε μία φωνὴ: «᾿Εγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ Ὁποῖος ἐσταυρώθη ἀπὸ τοὺς ᾿Ιουδαίους καὶ τὸν Ὁποῖον ἐσὺ μεγάλως προσέβαλες. ᾿Εν τῇ δυνάμει αὐτοῦ τοῦ Σταυροῦ, οἱ ἐχθροὶ θὰ συντριβοῦν ἐνώπιον σου».
῾Η φωνὴ ἔπαυσε, ὁ Σταυρὸς στὸν οὐρανὸ ἐξαφανίσθηκε. ᾿Αλλὰ ὁ ᾿Εφίσιος εἶδε μὲ ἔκπληξι τὸν ἴδιο Σταυρὸ τυπωμένο στὴν παλάμη τοῦ χεριοῦ του. Ἐφανέρωσε ὅλα τὰ συμβάντα στοὺς στρατιῶτες του καὶ τοὺς προέτρεψε νὰ ἀναγνωρίσουν τὸν ἀληθινὸ Θεό.
῞Οταν ἔφτασε στὴν Γαέτα, ἐκάλεσε ἕνα χρυσοχόο, τὸ ὄνομα ᾿Ιωάννη, καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ κατασκευάση ἕναν Σταυρόν, ὅμοιο μὲ αὐτὸν ποὺ εἶχε ἐκτυπωθῆ στὴν παλάμη του. ῾Ο ᾿Ιωάννης ἐδίστασε, ἀλλὰ ὁ ᾿Εφίσιος τὸν καθησύχασε. Μόλις τὸν ἐτελείωσε, εἶδε ἐπ᾿ αὐτοῦ τρεῖς εἰκόνες σκαλισμένες ἀπὸ ἀόρατο χέρι, μὲ ἑβραϊκὲς ἐπιγραφές. Στὸ ἄνωθεν μέρος ἦταν γραμμένο «᾿Εμμανουήλ», στὸ δεξιὸ «Μιχαὴλ» καὶ στὸ ἀριστερὸ «Γαβριήλ».
῾Ο ᾿Ιωάννης, φοβούμενος μήπως τιμωρηθῆ, προσεπάθησε νὰ σβήση τὶς εἰκόνες καὶ τὶς ἐπιγραφές, ἀλλὰ ὅλες οἱ προσπάθειές του ἀπέβησαν μάταιες.
῞Οταν ὁ ᾿Εφίσιος ἦλθε νὰ παραλάβη τὸν Σταυρὸν καὶ ἔμαθε τὶ εἶχε συμβῆ, προσεκύνησε μὲ δάκρυα τὸν Σταυρό, διὰ μέσου τοῦ Ὁποίου ὁ Κύριος μᾶς ἐξαγόρευσε- ἀπολύτρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν διάβολο καὶ τὸν θάνατο.
Μὲ τὴν δύναμι αὐτοῦ τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ ᾿Εφίσιος ἐπέτυχε μίαν λαμπρὰν νίκη κατὰ τῶν ἐχθρῶν τοῦ Αὐτοκράτορος, οἱ ὁποῖοι εἶχαν εἰσχωρήσει σὲ μερικὲς περιοχὲς τῆς ᾿Ιταλίας. Στὴν μάχη ἔπεσαν δώδεκα χιλιάδες (12.000) ἐχθροί, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι, περίφοβοι, ἐτράπησαν εἰς φυγὴν.
῞Οταν ἐπέστρεψε στὴ Γαέτα, ὁ ᾿Εφίσιος ἔλαβε τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ ἔκτοτε ἐνεδυνάμωνε τὸ πνεῦμα του μὲ τὴν ἀνάγνωσι τῶν Θείων Γραφῶν.
῾Η ἄφιξις τοῦ Ἁγίου ᾿Εφισίου στὴν Σαρδινία.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὴν Σαρδινία, ἡ φυλὴ τῶν Σολέζων, ἡ ὁποία ἠρνεῖτο νὰ ὑποταχθῆ στοὺς Ρωμαίους, ἔσπερνε παντοῦ τὸν ὄλεθρο, ταλαιπωροῦσα μὲ μῖσος τοὺς πολυπληθεῖς Χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς.
Οἱ Σολέζοι προσεπάθησαν μὲ κάθε τρόπο νὰ ἐμποδίσουν τὸν ᾿Εφίσιο, νὰ ἀποβιβασθῆ μὲ τὸ στρατό του στὸ νησί. Στὴν ἀρχὴ κατώρθωσαν νὰ τοὺς σταματήσουν, ἀλλὰ κατόπιν θερμῆς προσευχῆς, ὁ ᾿Εφίσιος ἐπέτυχε πάλι τὴν νίκη μὲ τὴν δύναμι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ κατεδίωξε τοὺς Σολέζους μέχρι τὴν πεδιάδα τοῦ Γυραλάου, ὅπου κατὰ μία εὐσεβῆ παράδοσι, ὁ ᾿Εφίσιος μετέστρεψε, μὲ τὸ κήρυγμά του, τοὺς βαρβάρους στὸν Χριστιανισμό.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Εφίσιος στὸ Κάλιαρι - Ἡρωικὴ ὁμολογία πίστεως.
῞Οταν ὁ Ἅγιος Ἐφίσιος ἔφτασε στὸ Κάλιαρι, οἱ Χριστιανοὶ μὲ τὸν ᾿Επίσκοπό τους ῞Αγιο ᾿Ιανουάριο (τιμάται 21 ᾿Απριλίου), ἐδοκίμασαν τὸν ἴδιο φόβο μὲ τοὺς πιστοὺς τῆς Δαμασκοῦ στὴν ἄφιξι τοῦ Σαύλου. ῾Ο τρόμος τους ὅμως μετετράπη εἰς χαράν, ὅταν ἔμαθαν ὅτι ὁ ᾿Εφίσιος ἦταν καὶ ἐκεῖνος ἔνθερμος Χριστιανός.
῾Ο Ρωμαῖος Ἔπαρχος ὑπεδέχθη τὸν ᾿Εφίσιο καὶ τὸν συνεχάρη γιὰ τὴν νίκη. ῎Ηθελε ὅμως νὰ βεβαιωθῇ γιὰ ὅσα εἶχε ἀκούσει γιὰ τὴν πίστι του, προκειμένου νὰ ἐνημερώση τὸν Αὐτοκράτορα.
Προσεκάλεσε τὸν ᾿Εφίσιο νὰ προσφέρουν μαζὶ θυσία εὐχαριστήρια στοὺς θεούς. Χωρὶς κανένα φόβο, ὁ ᾿Εφίσιος ἀρνήθηκε καὶ ὁ ἴδιος ἔγραψε στὸν Αὐτοκράτορα μία ἐπιστολή, στὴν ὁποία ὡμολογοῦσε τὴν πίστι του στὸν Χριστὸ καὶ τὸ μῖσος του γιὰ τὴν εἰδωλολατρία. Παρόμοια ἐπιστολὴ ἔστειλε καὶ στὴν μητέρα του, ἡ ὁποία παρώτρυνε τότε τὸν Αὐτοκράτορα νὰ τιμωρήση αὐτόν.
῾Ο Διοκλητιανὸς ἔστειλε στὸν Διοικητὴ ᾿Ιούλσιο διαταγὴ νὰ τιμωρηθῆ ὁ ᾿Εφίσιος καὶ ὅσοι ἄλλοι Χριστιανοὶ εὑρίσκοντο στὸ Κάλιαρι. ῾Ο ᾿Ιούλσιος ἐκάλεσε τὸν ᾿Εφίσιο καὶ μὲ πολλὴ οἰκειότητα καὶ γλυκύτητα, τοῦ ἀνεκοίνωσε τὴν διαταγή, προσπαθώντας νὰ τὸν ἑλκύση στὴν λατρεία τῶν εἰδώλων καὶ ὑποσχόμενος σὲ αὐτὸν ἡδονὲς καὶ δόξα, ἀλλὰ ματαίως!
Στὶς ἀπειλὲς τοῦ Ἰουλσίου, ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: «῾Ο ἀληθινὸς πλοῦτος καὶ ἡ ἀληθινὴ δόξα εἶναι νὰ ὑπηρετῆς τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό. ῞Οποιος ἐλπίζει στὰ αἰώνια ἀγαθά, δὲν φοβεῖται τὶς τιμωρίες τῶν ἀνθρώπων. Μόνο τὸν Θεὸν ἀγαπῶ καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη Του εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑπομείνω κάθε βάσανο, ἀκόμη καὶ τὸν θάνατο».
Τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου ᾿Εφισίου.
῾Ο ᾿Ιούλσιος πρόσεταξε νὰ τοῦ ἀφαιρεθοῦν τὰ διακριτικὰ τοῦ ἀξιώματός του καὶ τὰ ὅπλα καὶ νὰ κλείσουν αὐτὸν σὲ ὑπόγεια σκοτεινὴ φυλακή.
Τὴν ἑπομένη, ἔφεραν τὸν Ἅγιο γιὰ ἀνάκρισι καὶ ὁ ᾿Ιούλσιος διέταξε νὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ νὰ τὸν καταξεσχίσουν μὲ σιδερένια νύχια, τόσο ὥστε ἐφάνησαν τὰ ὀστᾶ του.
Άπὸ τὸ στόμα τοῦ ᾿Εφισίου δὲν ἐξῆλθε οὔτε ἕνας ἀναστεναγμός, ἀλλὰ ἠκούετο μόνον ἡ γλυκεῖα ἐπίκλησις τοῦ Ὀνόματος τοῦ ᾿Ιησοῦ. Πολλοί, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ἔφριξαν βλέποντες τόσο ἀπάνθρωπα βασανιστήρια καὶ ἐλυποῦντο γιὰ τὸν ᾿Εφίσιο. ῾Ο ᾿Ιούλσιος ὅμως, δὲν συγκινήθηκε καθόλου, ἀλλὰ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φυλακισθῆ πάλι ὁ ᾿Εφίσιος, ὁ ὁποῖος μόλις ἀνέπνεε.
Θαυματουργικὴ ἴασις.
Στὴν σκοτεινὴ αὐτὴν φυλακὴ ἔκειτο ἡμιθανὴς στὸ γυμνὸ χῶμα, ἐπαναλαμβάνων τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
῾Ο δεσμοφύλαξ Τερεντιανός, γεμᾶτος συμπόνοια, μὴ δυνάμενος νὰ κάνη τίποτε ἄλλο γιὰ νὰ τὸν ἀνακουφίση, ἐτύλιξε αὐτὸν σὲ ἕνα σεντόνι.
Τὴν νύκτα, οὐράνιοι ῎Αγγελοι κατέβηκαν γιὰ νὰ παρηγορήσουν τὸν Ἅγιο· ἐθεράπευσαν αὐτὸν ἐντελῶς καὶ παρέμειναν πλησίον του μέχρι τὸ πρωΐ. ῾Ο ἴδιος ὁ Χριστός μας ἐμφανίσθηκε εἰς αὐτὸν μέσα σὲ λαμπρὸ φῶς καὶ τὸν ἐνεθάρρυνε στὸν ἀγῶνα.
῾Ο ᾿Ιούλσιος ἦταν βέβαιος γιὰ τὸν θάνατο τοῦ ᾿Εφισίου, ἀλλὰ γιὰ νὰ βεβαιωθῆ ἐντελῶς, ἐκάλεσε τὸν Τερεντιανό. Ποία ἦταν ὅμως ἡ ἔκπληξίς του, ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ ᾿Εφίσιος ἦταν ὄχι μόνο ζωντανός, ἀλλὰ καὶ ἐντελῶς ὑγιής, καὶ ὅτι ὅλη τὴν νύκτα ἡ φυλακὴ ἦταν γεμάτη φῶς καὶ ἠκούοντο ψαλμωδίες;
῞Οταν ὡδήγησαν τὸν ᾿Εφίσιο ἐνώπιον τοῦ ᾿Ιουλσίου, ἐντελῶς ὑγιῆ καὶ πλήρη φωτός, οἱ Χριστιανοὶ ἐδόξασαν τὸν Κύριο καὶ οἱ εἰδωλολάτρες αὐθόρμητα ἐφώναξαν: «Σῶσον ἡμᾶς, ὦ Θεὲ τοῦ ᾿Εφισίου»!
῾Ο ᾿Ιούλσιος φοβήθηκε καὶ προσεπάθησε νὰ πείση τὸν λαό, ὅτι οἱ θεοὶ ἐθεράπευσαν τὸν ᾿Εφίσιο, ἀπὸ τὴν μεγάλη τους εὐσπλαγχνία. ῾Ο Μάρτυς τότε προέτεινε στὸν τύραννο νὰ μεταβοῦν στὸν ναὸ τῶν εἰδώλων, γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν ποιὸς θεὸς ἐπετέλεσε τὸ μεγάλο
αὐτὸ θαῦμα.
Στὸν ναὸ τῶν εἰδώλων.
῾Ο ᾿Ιούλσιος, πλήρης ἐλπίδος, συνώδευσε τὸν ᾿Εφίσιο στὸν ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνος. Μόλις ὅμως ὁ ῞Αγιος προσευχήθηκε, ὁ ναὸς ἐσείσθη ἐκ θεμελίων, τὰ εἴδωλα ἔπεσαν καὶ ἔγιναν συντρίμμια καὶ ὅλοι οἱ εἰδωλολάτρες ἔφυγαν ἔντρομοι!
῾Ο ᾿Ιούλσιος σὲ μεγάλη σύγχυσι, ἐγκατέλειψε τὸ νησί, ἀφήνων τὸν Φλαβιανὸ στὴν θέσι του.
῾Ο νέος Διοικητὴς ἐνόμιζε, ὅτι θὰ δυνηθῆ νὰ νικήση τὴν ψυχὴ τοῦ ᾿Εφισίου καὶ προσεπάθησε καὶ ἐκεῖνος νὰ τὸν πείση μὲ κολακεῖες νὰ λατρεύση τὰ εἴδωλα. ᾿Αλλὰ δὲν κατώρθωσε νὰ σαλεύση καθόλου τὴν ἀνδρεία ψυχὴ τοῦ Μάρτυρος, τὸν ὁποῖον εἶδε νὰ ἀκτινοβολῆ οὐράνιο φῶς, ὅσο ὡμιλοῦσε περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Οἱ στρατιῶτες, ἀντὶ νὰ συνετισθοῦν ἀπὸ τοὺς λόγους του ᾿Εφισίου καὶ τὸ ἀσυνήθιστο θαῦμα, ἐξαγριώθηκαν ἔτι περισσότερο καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὀνόματι ᾿Αρχέλαος, ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Φλαβιανὸ ἄδεια νὰ ἀποκεφαλίση τὸν Ἅγιο. ῞Οταν ὅμως ὕψωσε τὸ χέρι του γιὰ νὰ τὸν κτυπήση, κατέβαλε αὐτὸν τρόμος καὶ τὸ χέρι του ἔπεσε. Στάθηκε δὲ ἀδύνατον νὰ ἐκβάλη τὸ ξίφος του ἀπὸ τὸ χῶμα, ὅπου εἶχε καρφωθῆ.
Ἐνέκλεισαν πάλι τὸν Ἐφίσιο στὴν φυλακή. Μετὰ ὀκτὼ (8) ἡμέρες, ὡδήγησαν αὐτὸν καὶ πάλι γιὰ ἀνάκρισι καὶ ἀπείλησαν νὰ τὸν καύσουν στὴν πυρά.
῾Ο ᾿Εφίσιος ἀπάντησε: «Τὸ σῶμα μου εἶναι στὴν ἐξουσία σου, ὅμως δὲν θὰ δυνηθῆς ποτὲ νὰ θανατώσης τὴν ψυχή μου, οὔτε νὰ μοῦ στερήσης τὴν Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Τὰ βάσανά μου θὰ περάσουν συντόμως, αὐτὰ ὅμως ποὺ σὲ περιμένουν στὸν ἅδη θὰ εἶναι αἰώνια».
῾Ο Φλαβιανὸς πρόσεταξε νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὰ ἐνδύματα, νὰ τὸν ἀλείψουν μὲ ρετσίνι, λάδι καὶ πίσσα καὶ νὰ τὸν ρίψουν στὴν πυρά. Δὲν ἐξῆλθε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἁγίου οὔτε ἕνας ἀναστεναγμός, ἀλλὰ ἐψιθύριζε στίχους ἀπὸ τοὺς Ψαλμούς. ῾Η φωτιὰ οὐδόλως τὸν ἄγγιξε. ῾Ο δικαστὴς ἀπέδωσε τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ σὲ μαγεία, τὸν ἔκλεισε καὶ πάλι στὴν φυλακὴ καὶ τὴν ἑπομένη ἡμέρα, ἀφοῦ τὸν ἐμαστίγωσαν, τὸν ἔριψαν πάλι σὲ μεγάλη πυρά, ὅπου ὁ ᾿Εφίσιος, μὲ τὴν δύναμι τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, περιεπάτει ὅπως οἱ Τρεῖς Παῖδες στὴν κάμινο τῆς Βαβυλῶνος. Οἱ φλόγες ἐξῆλθαν ἀπὸ τὴν πυρὰ καὶ κατέκαυσαν τοῦς ὑπηρέτες τοῦ Φλαβιανοῦ.
Ἐνώπιον τοιούτου θαύματος, ὁ λαὸς ὡμολόγησε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἀληθινὸς Θεός καὶ ἐζήτησε νὰ ἐλευθερώσουν τὸν ᾿Εφίσιο. ῾Ο Φλαβιανὸς ὅμως, φοβούμενος μία ἐξέγερσι τοῦ λαοῦ, διέταξε ἀμέσως νὰ ἀποκεφαλισθῆ ὁ ᾿Εφίσιος ἔξω ἀπὸ τὸ Κάλιαρι.
Τὸν ἔσυραν μέχρι τὰ περίχωρα τῆς ἀρχαίας πόλεως τῆς Νόρα. ῾Ο ΈΕφίσιος ἐγονάτισε καὶ ἀφοῦ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, προσηυχήθη γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ τὴν πόλι τοῦ Κάλιαρι καὶ γιὰ ὅλη τὴν Σαρδινία.
῎Επειτα, ἀπεκεφάλισαν αὐτὸν μὲ τὸ πρῶτο χτύπημα καὶ ἑνώθηκε μὲ τὴν ἔνδοξο στρατιὰ τῶν ῾Αγίων Μαρτύρων, τὴν 15η ᾿Ιανουαρίου τοῦ 303.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Σκέπην ἔχει Σε ἡ Σαρδινία, βάσιν ἄσειστον τῆς Εὐσεβείας, καὶ φωστῆρα τῶν ἐν σκότει, Ἐφίσιε· μαρτυρικῶς γὰρ δοξάσας τὸν Κύριον, ἐν τῷ Φωτὶ τῆς Τριάδος ἀγάλλει νῦν. Ὅθεν ἅπαντες τὴν Θήκην τὴν τῶν Λειψάνων Σου, κυκλοῦντές Σε τιμῶμεν θείοις ᾄσμασιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου