Ὁσία Ραδεγονδία Βασίλισσα τῶν Φράγκων. Ημέρα Μνήμης: 13 Αὐγούστου.
Θυγάτηρ τοῦ Βασιλέως Βερθάριου, ἑνὸς ἐκ τῶν τριῶν Ἡγεμόνων, μεταξὺ τῶν ὁποίων διαμοιράσθηκε τὸ Βασίλειο τῆς Θουριγγίας, ἡ Ὁσία Ραδεγονδία (Radegundis) ἐγεννήθη τὸ 518 στὴν Ἐρφούρτη.
Μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ πατέρα της, ἡ ὁποία συνέβη ὅταν ἦτο μόλις τριῶν ἐτῶν, καὶ ἐξαιτίας τῆς κατοχῆς τοῦ Βασιλείου ἀπὸ τὸν θεῖο της Ἑρμενεφρέδο, ἡ Ραδεγονδία ἐμεγάλωσε στὴν Αὐλὴ τοῦ τελευταίου.
Οἱ Φράγκοι Βασιλεῖς Τιερρὺ καὶ Κλοταῖρος, υἱοὶ τοῦ Χλοδοβίκου, μετὰ ἀπὸ αἴτημα τοῦ Ἑρμενεφρέδου, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίση τὴν ἐξέγερσι, τὴν ὁποίαν ἑτοίμαζε ὁ ἀδελφός του, εἰσέβαλαν στὴν Θουριγγία καὶ μαζὶ μὲ τὴν ὑπόλοιπη λεία ἐμοιράσθηκαν καὶ τὰ μέλη τῆς βασιλικῆς οἰκογένειας.
Ἡ νεαρὰ Ραδεγονδία, ἕνδεκα ἐτῶν τότε, ἔλαχε στὸν Κλοταῖρο, Βασιλέα τοῦ Σουασόν, διαβόητο γιὰ τὸν ἔκλυτο βίο του, ὁ ὁποῖος ἐσχεδίαζε νὰ τὴν ὑπαντρευθῆ μετὰ τὴν ὁλοκλήρωσι τῆς ἐκπαιδεύσεώς της.
Ἐπὶ δέκα ἔτη ἔλαβε ὑψηλὴ φιλολογικὴ μόρφωσι, σπάνια γιὰ τὴν ἐποχή της καὶ ἰδιαίτερα γιὰ μία γυναίκα, στὴν βασιλικὴ ἔπαυλι τοῦ Ἀτὶς στὸ Βερμαντουά, στὴν Πικαρδία (Βορειοδυτικὴ Γαλατία), χάρις στὴν φροντίδα τῆς συζύγου τοῦ Κλοταίρου Ἰνγονδίας.
Παιδὶ ἀκόμη, ζοῦσε βίο προσευχῆς καὶ εἶχε τὴν συνήθεια νὰ συγκεντρώνη ὅλα τὰ πτωχὰ παιδιά, νὰ βάζη νὰ τὰ πλένουν, νὰ τρῶνε στὸ τραπέζι της, ὅπου τὰ διακονοῦσε καὶ κατόπιν νὰ τὰ ὁδηγῆ ἐν πομπῇ στὸν εὐκτήριο οἶκο, γιὰ προσευχή.
Τὸ 538 ἡ Ἰνγονδία ἀπέθανε. Τότε, ὁ Κλοταῖρος ἐκάλεσε τὴν ὡραία αἰχμάλωτό του νὰ ἔλθη στὴν αὐλή του. Ἡ Ραδεγονδία πλήρης φόβου ἔφυγε νὰ λυτρωθῆ, ἀλλὰ σύντομα τὴν συνέλαβαν πάλι καὶ ὡδηγήθηκε πάραυτα στὸ Σουασόν, ὅπου ἔγινε ὁ γάμος της τὸ 539.
Ὑποτάχθηκε στὴν θεία Πρόνοια καὶ ἐκτελοῦσε πλέον μὲ ἀφοσίωσι τὰ καθήκοντά της ὡς σύζυγος καὶ Βασίλισσα, χωρὶς ὡστόσο νὰ ἀποχωρισθῆ τὸν Βασιλέα τῶν Οὐρανῶν: «Μερίς αὐτῆς ἦτο μᾶλλον ὁ Χριστὸς παρὰ ὁ ἀνθρώπινος γάμος», γράφει ὁ βιογράφος της.
Ἀφιέρωνε τὸν περισσότερο χρόνο της στὶς ἐλεημοσύνες, δίδουσα στὶς Ἐκκλησίες καὶ στὰ Μοναστήρια τὰ κοσμήματά της καὶ μοιράζουσα τὰ ἐνδύματά της σὲ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη.
Ἔβλεπε πράγματι τὸν Χριστὸ στὸ πρόσωπο τῶν ζητιάνων, τῶν ὁποίων τὰ μέλη ἐνέδυε καὶ ἐθεωροῦσε ἀνώφελο γι᾿ αὐτὴν κάθε ἀγαθό, τὸ ὁποῖο δὲν προσέφερε.
Στὴν ἔπαυλι τοῦ Ἀτίς, τὴν ὁποία τῆς εἶχε παραχωρήσει ὁ Βασιλεύς, ἵδρυσε ἕνα νοσοκομεῖο, ὅπου ὑπηρετοῦσε ἡ ἴδια τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς δεινοπαθοῦντας.
Στὴν Αὐλή, κάτω ἀπὸ τὰ βασιλικὰ ἐνδύματά της φοροῦσε ἕναν τρίχινο σάκκο καὶ ὅταν ἐλάμβανε μέρος σὲ συμπόσια ἔβαζε νὰ τῆς σερβίρουν ἕνα πιάτο φάβα ἢ φακές, ἐνῶ μόλις ἐσήμαινε ἡ ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας εὕρισκε μία πρόφασι γιὰ νὰ ἐγκαταλείψη τὸ τραπέζι. Τὴν νύκτα ἄφηνε τὴν βασιλικὴ κλίνη γιὰ νὰ περάση πολλὲς ὧρες προσευχόμενη γονυπετὴς στὸν εὐκτήριο οἶκο αὐτῆς.
Μερικοὶ ἔλεγαν στὸν Βασιλέα: «Ἐσὺ Μοναχὴ ὑπαντρεύθηκες καὶ ὄχι Βασίλισσα!». Ὁ Κλοταῖρος ἐθύμωνε μὲ τὴν διαγωγὴ αὐτὴ καὶ ἐπέπληττε αὐστηρῶς τὴν σύζυγό του, ἀλλὰ ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὴν ἀκτινοβολία τῆς ἁγιότητός της προσπαθοῦσε κατόπιν νὰ ἐπανορθώση τὶς ἐπιθέσεις του μὲ δῶρα ἢ χαρίζων τὴν ζωὴ σὲ καταδικασμένους σὲ θάνατο, ὅταν ἐκείνη τοῦ ζητοῦσε αὐτό.
Ὅταν ὁ Βασιλεὺς ἀπουσίαζε, «ἡ Βασίλισσα ἦταν καθηλωμένη στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ Ὁποίου ἔνιωθε τὴν παρουσία καὶ προσηύχετο μὲ ἀγαλλίασι ἐντρυφῶσα σὲ μακρόχρονες νηστεῖες μετὰ
δακρύων».
Ὅταν ἐμάνθανε ὅτι περνοῦσε ἀπὸ τὸν τόπο κάποιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἐπήγαινε στὸ κατάλυμά του μὲ μερικὲς ἀκόλουθές της καὶ περνοῦσε ἡμέρες ὁλόκληρες παρακαλοῦσα αὐτὸν νὰ τῆς ὁμιλῆ γιὰ τὸ πῶς φθάνει κανεὶς στὴν αἰώνια Ζωή.
Ὅταν ὁ ἀδελφὸς τῆς Βασιλίσσης ἐκτελέσθηκε κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ Κλοταίρου ἐξ αἰτίας τῆς ἀναμείξεώς του σὲ στασιαστικὸ κίνημα στὴν Θουριγγία (555), ἡ Ὁσία Ραδεγονδία ἔνιωσε μεγάλη θλίψι καὶ τῆς ἦταν ἀδύνατο πλέον νὰ συνεχίση νὰ διάγη συζυγικὸ βίο μὲ τὸν φονέα τοῦ ἀδελφοῦ της.
Ἀπέσπασε λοιπὸν τὴν συναίνεσι τοῦ Κλοταίρου γιὰ νὰ ἀφιερωθῆ ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Θεό. Ἀπευθύνθηκε στὸν Ἅγιο Μεδάρδο (τιμάται 8 Ἰουνίου), Ἐπίσκοπο τοῦ Νοβιομῶν (σημ. Νουαγιόν), ὁ ὁποῖος, ὅταν μετὰ τοὺς ἀρχικούς του ἐνδοιασμούς, ἠθέλησε νὰ τελέση τὴν καθιέρωσί της, ἀπωθήθηκε ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο ἀπὸ ἔμπιστους εὐγενεῖς τοῦ Βασιλέως, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπιθυμοῦσαν τὴν μοναχικὴ κουρὰ τῆς Βασιλίσσης.
Ἐκείνη τότε κατέφυγε στὸ Σκευοφυλάκιο τῆς Ἐκκλησίας, ἐφόρεσε ἕνα μοναχικὸ ράσο καὶ ἐμφανιζομένη ἐνώπιον τοῦ Ἐπισκόπου, τοῦ εἶπε: «Ἂν διστάσης νὰ μὲ καθιερώσης καὶ ἂν φοβηθῆς ἕναν ἄνθρωπο παρὰ τὸν Θεό, νὰ ξέρης, ποιμένα, ὅτι θὰ κληθῆς νὰ δώσης λόγο γιὰ τὴν ψυχὴ ἑνὸς μέλους τοῦ ποιμνίου σου».
Ὁ Ἅγιος Μεδάρδος τότε τὴν ἐχειροτόνησε Διακόνισσα. Κατόπιν, ἀφοῦ ἐμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της, ἡ Ἁγία ἀνεχώρησε γιὰ τὴν Τουρώνη, προκειμένου νὰ προσκυνήση τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου (τιμάται 12 Νοεμβρίου).
Ἐκεῖ ἵδρυσε ἕνα ἀνδρικὸ Μοναστήρι καὶ ἐν συνεχείᾳ ἀποσύρθηκε στὴν ἔπαυλί της στὸ Σαὶξ μὲ μία μικρὴ ὁμάδα ἀκολούθων αὐτῆς, οἱ ὁποῖες εἶχαν γίνει μαθήτριές της.
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς χειροτονίας της ἕως τὸν θάνατό της ἡ Ραδεγονδία δὲν ἔτρωγε πλέον τίποτα, παρὰ ὠμὰ λαχανικὰ καὶ φροῦτα. Κατὰ τὴν Τεσσαρακοστὴ ἄλεθε μόνη της, κάθε τέσσερις ἡμέρες, μὲ μιὰ μυλόπετρα τοὺς σπόρους μὲ τοὺς ὁποίους ἐτρέφετο, ἀφοῦ ἀφαιροῦσε τὶς προσφορὲς γιὰ τὰ γειτονικὰ ἱερά.
Μὲ πρᾶο πάντοτε φρόνημα, τόσο στὴν χαρὰ ὅσο καὶ στὶς ἀντιξοότητες, ἡ Βασίλισσα γινόταν διακόνισσα τῶν πάντων, ἰδιαιτέρως τῶν ἐπαιτῶν καὶ τῶν δεινοπαθούντων, τοὺς ὁποίους ἐδέχετο καθημερινῶς στὸ τραπέζι της καὶ τοὺς ἔνιπτε μὲ τὰ χέρια της.
Ὅταν ἐμφανίζοντο λεπροί, τοὺς ἐδέχετο παράμερα καὶ δίχως μάρτυρες, τοὺς ἔνιπτε τὸ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο ἠσπάζετο μὲ ἀγάπη, ἐφρόντιζε τὰ πυώδη ἕλκη τους καὶ τοὺς ξεπροβόδιζε μὲ δῶρα.
Ἐνῶ ἀκολουθοῦσε τὴν θεάρεστη αὐτὴ πολιτεία, μία ἡμέρα εἶδε σὲ ὅραμα τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νὰ τῆς λέει: «Ὣς τώρα ἔμενες στὰ γόνατά μου, στὸ ἑξῆς θὰ ἔχης τὴν θέσι σου στὴν καρδιά μου».
Ὅταν ἔφθασε στὸ Σαὶξ ἡ φήμη ὅτι ὁ Κλοταῖρος ἤρχετο νὰ πάρη πίσω τὴν σύζυγό του, ἡ Ραδεγονδία ἐδιπλασίασε τὶς νηστεῖες καὶ τὶς προσευχές της καὶ ἐζήτησε τὴν μεσολάβησι τοῦ ἐγκλείστου Ἰωάννου τοῦ Σινὸν (τιμάται 27 Ἰουνίου), ὁ ὁποῖος τῆς διεμήνυσε, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἐπέτρεπε στὸν Βασιλέα νὰ πραγματοποιήση τὸ σχέδιό του.
Ἀφοῦ πέρασε ὁ κίνδυνος αὐτός, ἡ Ἁγία ἀπεφάσισε νὰ ἱδρύση ἕνα Μοναστήρι, τὸ ὁποῖο θὰ τὴν προεφύλασσε ἀπὸ κάθε νέα προσπάθεια τοῦ Βασιλέως καὶ θὰ ἐπέτρεπε μιὰ καλύτερη ὀργάνωσι, σύμφωνα μὲ τὶς παραδόσεις τῶν ἁγίων Πατέρων.
Ἔλαβε λοιπὸν τὴν ἀπόφασι νὰ τὸ συστήση στὸ Πικτάβιο (Πουατιέ), ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ Ἁγίου Ἱλαρίου (τιμάται 13 Ἰανουαρίου). Ὁ Κλοταῖρος ἔδωσε τὴν συγκατάθεσί του καὶ μάλιστα ἀνέλαβε τὰ ἔξοδα τῆς ἀνεγέρσεως καὶ τῆς συντηρήσεως τῆς Ἀδελφότητος. Τὸ ἵδρυμα ἀποπερατώθηκε συντόμως καὶ ἡ Ὁσία Ραδεγονδία ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ μὲ τὴν Ἀδελφότητά της, ἡ ὁποία στὸ τέλος τῆς ζωῆς της ἀριθμοῦσε διακόσιες περίπου Μοναχές, προερχόμενες ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ τὶς ἐπιφανέστερες οἰκογένειες τοῦ Βασιλείου.
Κτητόρισσα, πνευματικὴ μητέρα καὶ ὑπόδειγμα ἀρετῆς γιὰ τὴν Ἀδελφότητα, ἡ Ραδεγονδία ἀρνήθηκε ὡστόσο ἀπὸ ταπεινοφροσύνη νὰ γίνη Ἡγουμένη τῆς Μονῆς καὶ ἀνέθεσε τὴν εὐθύνη αὐτὴ στὴν Ἁγνή, τὴν οἰκειοτέρα της μαθήτρια καὶ παιδική της φίλη.
Μανθάνουσα ὅτι ὁ Κλοταῖρος εἶχε πάλι τὴν πρόθεσι νὰ τὴν πάρη πίσω μὲ τὴν εὐκαιρία ἑνὸς προσκυνήματος στὴν Τουρώνη, ἐζήτησε τὴν προστασία τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ, Ἐπισκόπου Παρισίων (τιμάται 28 Μαΐου), ὁ ὁποῖος συνώδευε τὸν Ἡγεμόνα.
Ὁ Ἐπίσκοπος ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Κλοταίρου ἐνώπιον τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου καὶ ἐκεῖνος ἐνέδωσε. Ὁ Γερμανὸς ἐπῆγε ὁ ἴδιος νὰ φέρη τὴν εἴδησι στὸ Πουατιὲ καὶ ἐχειροτόνησε τὴν Ἁγνὴ Ἡγουμένη.
Ἐλεύθερη στὸ ἑξῆς νὰ ἀκολουθήση τὸν Χριστό, τὸν Ὁποῖον ἀγαποῦσε, ἡ Ραδεγονδία ρίχθηκε ὁλοψύχως στὰ βήματά Του, δίχως τοὺς περισπασμοὺς τῶν βιοτικῶν πραγμάτων.
Ἔχουσα ὅμως μέλημα νὰ δώση στὸ καθίδρυμά της ἕναν Κανονισμό, ὁ Ὁποῖος θὰ ἐξασφάλιζε εἰς τὸ διηνεκὲς τὴν κοινοβιακὴ ζωή, ἐπέρασε μαζὶ μὲ τὴν Ἁγνὴ πολλοὺς μῆνες στὴν Ἀρελάτη (Ἄρλ), στὴν Μονὴ τὴν ὁποίαν ἵδρυσε ὁ Ἅγιος Καισάριος (τιμάται 27 Αὐγούστου) καὶ τῆς ὁποίας ὁ Κανονισμὸς ἀποτελοῦσε μίαν ὀρθὴ προσαρμογὴ στὸν Μοναχισμὸ τῆς πόλεως καὶ στὴν γυναικεία ἰδιοσυγκρασία, τῆς συσσωρευμένης μέσα σὲ δύο αἰῶνες ἐμπειρίας τῶν Μοναχικῶν Κέντρων τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως.
Τὰ πρῶτα χρόνια οἱ σχέσεις τῆς Ἀδελφότητος αὐτῆς μὲ τὸν Ἐπίσκοπο τοῦ Πουατιὲ ἐχαρακτηρίζοντο ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀμοιβαῖο σεβασμό, ἐντάθηκαν ὅμως μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Μαρόβιο, ὁ ὁποῖος ἔβλεπε μὲ καχυποψία τὴν πνευματικὴ ἐπιρροὴ τῆς Ἁγίας στὴν Ἐπισκοπή του.
Ἡ ἔνταση ἔφθασε σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε ὅταν ἡ Ραδεγονδία ἀξιώθηκε νὰ λάβη ὡς δῶρο ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἰουστῖνο Β' (565-578) ἕνα τμῆμα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (568), ὁ Ἐπίσκοπος, ἐξωργισμένος ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι ἀγνοήθηκε στὴν ὅλη ὑπόθεσι, ἀρνήθηκε νὰ παραλάβη τὸ τίμιο Λείψανο καὶ ἔγινε ἄφαντος.
Ἀποτεθειμένο προσωρινῶς στὴν Μονὴ τῆς Τουρώνης, τὸ Τίμιο Ξύλο ἔκανε τελικῶς τὴν ἐπίσημη εἴσοδό Του στὸ Πουατιὲ παρουσίᾳ ὅλου τοῦ λαοῦ καὶ τῶν Μοναζουσῶν, οἱ ὁποῖες ἔψαλλαν ὕμνους γραμμένους εἰδικῶς γιὰ τὴν περίστασι αὐτὴ («Vexilla regis prodeunt», «Pange lingua») ἀπὸ τὸν Ἅγιο Φορτουνᾶτο (τιμάται 14 Δεκεμβρίου), καὶ κατατέθηκε στὴν Μονή, ἡ ὁποία ἔκτοτε ὠνομάσθηκε τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Ἀξιοπιοῦσα τὴν παρουσία τῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν συγκεντρωθῆ στὴν Τουρώνη γιὰ μία Σύνοδο, ἡ Ὁσία Ραδεγονδία ἐζήτησε καὶ ἐπέτυχε γιὰ τὸ Μοναστήρι της προνόμια, τὰ ὁποῖα τὸ προστάτευαν πλέον ἀπὸ τὶς ἐπεμβάσεις τῶν πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν Ἀρχῶν, χωρὶς ὡστόσο νὰ ἀμφισβητοῦν τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ τοπικοῦ Ἐπισκόπου.
Ἀφοῦ εἴλκυσε ἐπάνω της «τὴν δόξα τῶν Ὁμολογητῶν καὶ τῶν Μαρτύρων», ἡ Ἁγία δὲν ἐδέχετο ἄλλο προνόμιο παρὰ νὰ εἶναι ἡ πρώτη νὰ ὑπηρετῆ τὶς ἄλλες ἀδελφές.
Ἐκαθάριζε τὰ ὑποδήματά τους καὶ τὰ ἄλειφε μὲ λάδι ὅταν ἐκεῖνες ἐκοιμῶντο, ἐσκούπιζε τοὺς διαδρόμους, ἔπλενε καὶ ἐμαντάριζε τὰ ἀσπρόρουχα, μετέφερε τὰ σκουπίδια, πρόσεχε τὴν φωτιά, διακονοῦσε τὶς ἀσθενεῖς καὶ ἐπέστρεφε στὸ κελλί της κατάκοπη γιὰ νὰ συνεχίση τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴν προσευχή.
Ἀπευθυνόμενη στὴν Ἀδελφότητα ἔλεγε: «Σᾶς διέλεξα γιὰ κόρες μου, ἐσεῖς τὸ φῶς μου, ἐσεῖς ἡ ζωή μου, ἐσεῖς ἡ ἀνάπαυσίς μου καὶ ἡ εὐτυχία μου, ἐσεῖς ἡ νέα σπορά μου. Συμπράξετε μαζί μου στὸν κόσμο τοῦτο γιὰ νὰ προετοιμάσουμε τὴν χαρὰ στὸν ἄλλο. Ἂς ὑπηρετήσουμε τὸν Θεὸ μὲ πλήρη πίστι καὶ ἀγάπη, ἂς τὸν ἀναζητήσουμε μετὰ φόβου στὴν ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς μας, γιὰ νὰ δυνηθοῦμε νὰ τοῦ ποῦμε μὲ ἐμπιστοσύνη: “Κύριε, δὸς ἡμῖν ὅσα μᾶς ὑποσχέθηκες, γιατὶ ἐκτελέσαμε ὅ,τι μᾶς ἐπρόσταξες”».
Ἡ ἀγάπη της ἀγκάλιαζε ὄχι μόνο τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως, ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ Βασιλείου, καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ μὲ δάκρυα γιὰ τὴν συμφιλίωσι τῶν κληρονόμων τοῦ Κλοταίρου, «ὥστε νὰ ἐξασφαλισθῆ ἡ σωτηρία τοῦ λαοῦ καὶ τῆς πατρίδος».
Ἔχουσα λάβει ἐν ἀφθονίᾳ τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τίμημα τὸ οἰκειοθελὲς μαρτύριό της, ἡ Ἁγία Βασίλισσα διέδιδε Αὐτὴν γύρω της μὲ πλῆθος θαυμάτων.
Ἐχάριζε τὸ φῶς στοὺς τυφλούς, ἐξεδίωκε δαιμόνια καὶ ἀρκοῦσε νὰ δοθῆ σὲ ἀσθενεῖς φύλλα ἢ ἕνα κερί, τὰ ὁποῖα εἶχε εὐλογήσει, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν. Ἀξιώθηκε μὲ τὶς προσευχές της ἀκόμη καὶ νὰ ἐπανέλθη στὴν ζωὴ μία Μοναχή, ἡ ὁποία εἶχε πεθάνει, ὥστε τὴν συνέκριναν μὲ τὸν Ἅγιο Μαρτῖνο, τὸν μεγάλο θαυματουργό.
Ἔτσι ζοῦσα ἡ Ραδεγονδία, ἐτιμᾶτο ὡς Ἁγία ἀπὸ ὅλη τὴν φραγκικὴ Χριστιανοσύνη. Ὅταν δὲ ἔφθασε σὲ ἡλικία ἑξῆντα ἐτῶν, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Χριστό μας ἑνὸς ὁράματος, τὸ ὁποῖο τῆς ὑποδείκνυε τὴν θέσι, τὴν προετοιμασμένη γι᾿ αὐτὴν στὸν Οὐρανό.
Ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ, λίγες ἡμέρες ἀργότερα, τὴν 13η Αὐγούστου 587. Λόγῳ τῆς ἀπουσίας τοῦ Ἐπισκόπου Μαροβίου, χοροστάτησε στὴν ἐξόδιον Ἀκολουθία ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, Ἐπίσκοπος Τουρώνης (τιμάται 17 Νοεμβρίου, 539-594).
Τὸ πρόσωπο τῆς Ἁγίας, τὸ ὁποῖο ἀκτινοβολοῦσε εἰρήνη, ἔκανε νὰ ὠχριᾶ ἐνώπιόν του ἡ εὐμορφία τῶν κρίνων καὶ τῶν ρόδων. Καὶ ὅταν ἡ πομπὴ κατευθύνθηκε στὸ Κοιμητήριο, οἱ ψαλμωδίες τοῦ Κλήρου ἐκαλύφθησαν ἀπὸ τοὺς λυγμοὺς διακοσίων Μοναζουσῶν, οἱ ὁποῖες ἐθρηνοῦσαν τὴν ὀρφανία τους.
Ἡ τιμὴ τῆς Ἁγίας Βασιλίσσης, μιᾶς ἐκ τῶν πλέον φωτεινῶν Μορφῶν τῆς Γαλλικῆς Ἁγιοσύνης, διεδόθη εὐρέως στὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη.
Στὴν Γαλλία δεκάδες χωριά, ἐκκλησίες καὶ ἁγιάσματα φέρουν τὸ ὄνομα αὐτῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου