Όσιος Τρύφων του Petsamo, Απόστολος και Φωτιστής των Σάμι. Ημέρα Μνήμης: 15 Δεκεμβρίου.
Η πρώτη γνωριμία του λαού των Σάμι με την ορθοδοξία μάλλον έγινε μέσω της σπουδαίας μονής Σολοβέτς, των νησιών Σολόφκυ, ίσως και από τους ίδιους τους ιδρυτές της αγίους Σαββάτιο και Ζωσιμά (15ος αιώνας). Απόστολος των Σάμι είναι και ο άγιος Θεοδώρητος του Σολόφκυ (1571, 17 Αυγούστου). Όμως εκείνος που διέδωσε με πολύ μόχθο και αγώνα το χριστιανισμό στους Σάμι είναι ο άγιος Τρύφων του Πετσάμο (Πετσένγκα), ιδρυτής της εκεί μονής της Αγίας Τριάδας.
Ο άγιος Τρύφων γεννήθηκε το 1495 και το βαφτιστικό του όνομα ήταν Μητροφάνης. Παιδί της ρωσικής επαρχίας (Νόβγκοροντ), ελλείψει της δυνατότητας να φοιτήσει σε σχολείο, έμαθε γράμματα από τον πατέρα του. Από μικρός ήταν ευσεβής, αγαπούσε την εκκλησιαστική ζωή και στην εφηβεία του υπηρέτησε την εκκλησία ως αναγνώστης και ψάλτης. Μαθαίνοντας για τις φτωχές και παραμελημένες χώρες του παγωμένου βορρά, ταξίδεψε εκεί, ακολουθώντας μάλλον κάποια συντροφιά κυνηγών ή εμπόρων, ενώ ήταν απλός λαϊκός (όχι ιερέας ή μοναχός), και επιδόθηκε σε αποστολικό έργο ανάμεσα στις φυλές των ειδωλολατρών. Το 1524 κατασκεύασε μια καλύβα στον ποταμό Πετσένγκα [Petshenga – νορβηγικά Petsamo].
Σύντομα η αποστολική του δραστηριότητα έφερε καρπούς και το 1532 άνθρωποι έφτασαν στον αρχιεπίσκοπο του Νόβγκοροντ Μακάριο ζητώντας αντιμήνσιο για την τέλεση θείας λειτουργίας (το αντιμήνσιο είναι ένα ύφασμα καθαγιασμένο και με μικρά τεμάχια αγίων λειψάνων ραμμένα πάνω του, που στρώνεται σε κοινό τραπέζι, όταν δεν υπάρχει αγία τράπεζα, για την τέλεση της θείας Ευχαριστίας). Ο αρχιεπίσκοπος ευλόγησε και βοήθησε έμπρακτα την αποστολή, στέλνοντας υλικά για την οικοδόμηση ναού. Έτσι οικοδομήθηκε στον ποταμό Πετσένγκα ναός αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα, ο οποίος εγκαινιάστηκε το 1533, έτος που ο Μητροφάνης εκάρη μοναχός (Τρύφων). Στο ναό αυτό βαφτίστηκαν οι πρώτοι Σάμι ορθόδοξοι χριστιανοί.
Αν και υπήρξαν κατά καιρούς διώξεις και συγκρούσεις με ντόπιους παγανιστικούς κύκλους, το 1530 άρχισε να σχηματίζεται μια μικρή αδελφότητα γύρω από τον άγιο Τρύφωνα, ένα μοναστήρι στα σπάργανα. Αφορμή για την κανονική ίδρυση του μοναστηριού ήταν μια παρατεταμένη πείνα που ρήμαξε τη βορειοδυτική Ρωσία στα τέλη της δεκαετίας του 1550 και στις αρχές του 1560. Ο Τρύφων προχώρησε μαζί με κάποιους από τους συντρόφους του στα ενδότερα της Ρωσίας, για τη συγκέντρωση τροφίμων για τους πεινασμένους του πληθυσμού. Για αρκετά χρόνια περιπλανήθηκε από πόλη σε πόλη χωρίς σημαντικά αποτελέσματα και το 1556 ήρθε στη Μόσχα όπου συναντήθηκε με τον τσάρο Ιβάν τον Τρομερό και το γιο του, πρίγκηπα Θεόδωρο Ιβάνοβιτς.
Η ζωή του τσάρου Ιβάν μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους. Έως το 1547, όταν στέφθηκε ο πρώτος Ρώσος τσάρος (αυτοκράτορας), είναι μια «σκληρή» περίοδος. Από το 1547 ως το 1560 μπορεί να θεωρηθεί καλή και ειρηνική περίοδος ανάπτυξης, ειρήνης και ασφάλειας. Από το 1560 μέχρι το θάνατό του το 1584 ήταν και πάλι μια «σκληρή» περίοδος. Ο άγιος Τρύφων και το μοναστήρι της Πετσένγκα γνώρισαν μόνο το καλό πρόσωπο του Ιβάν. Η εκτίμηση του τσάρου πρόσφερε στην αδελφότητα μια ειδική ρύθμιση, με την οποία τα κρατικά έσοδα από την περιοχή των Σάμι παραχωρήθηκαν για την οικοδόμηση και ίδρυση του μοναστηριού.
Ο άγιος Τρύφων, ο οποίος δεν ήταν ιερέας (μόνο απλός μοναχός), δεν υπήρξε ποτέ επίσημα το κεφάλι της μονής του, αν και ήταν ο πνευματικός πατέρας της. Αργότερα αποσύρθηκε στην «έρημο» νότια της μονής, όπου έχτισε ένα μικρό κελί και ένα παρεκκλήσι προς τιμήν της Θεοτόκου. Εκεί έζησε στην ησυχία και την προσευχή μέχρι την κοίμησή του το 1583. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Δεκεμβρίου, μαζί με τη μνήμη του μαθητή του, του αγίου Ιωνά.
Η Ιερά Μονή Πετσένγκα.
Η μονή Πετσένγκα παρέμεινε πάντα μικρή, φτωχή και «ασήμαντη» (προς τιμήν της). Στους αιώνες που ακολούθησαν γνώρισε πολλές περιπέτειες και καταστροφές, παρασυρμένη στη δίνη των ιστορικών γεγονότων. Την ημέρα των Χριστουγέννων του 1589 μια συμμορία με επικεφαλής τον Pekka Vesainen επιτέθηκε, πυρπόλησε το ανυπεράσπιστο μοναστήρι και σκότωσε τα 116 πρόσωπα που βρέθηκαν εκεί. Το μοναστήρι δεν αποκαταστάθηκε ολοκληρωτικά, αλλά σχεδόν φυτοζωούσε (καταγράφεται π.χ. με 13 μοναχούς το 1701), μέχρι που έκλεισε το 1764 (μαζί με περισσότερα από το ένα τρίτο των μοναστηριών της Ρωσίας) στα πλαίσια του υποχρεωτικού εκδυτικισμού που επέβαλε η τσαρίνα Αικατερίνη Β΄ η Μεγάλη, επηρεασμένη από τις ιδέες του Διαφωτισμού. Στο χώρο της αρχικής μονής χτίστηκε μια εκκλησία στη μνήμη του αγίου Τρύφωνα και πάνω από τον τάφο του χτίστηκε μια εκκλησία προς τιμήν του Ιησού Χριστού.
Αυτή ήταν η μονή της Πετσένγκα, ως επί το πλείστον μια καμένη τοποθεσία από το 1589 μέχρι τη δεκαετία του 1880, που είχε γίνει προετοιμασία για την ανοικοδόμηση του παλιού μοναστηριού. Το νέο μοναστήρι το αποτελούσαν, όπως και το παλιό, μερικά σπίτια γύρω από μια εκκλησία. Το 1917 η μονή είχε 30 μοναχούς και υπήρχε μέχρι το 1939, όταν ο χειμερινός πόλεμος μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Φινλανδίας έληξε με τη Φινλανδία να πρέπει να παραχωρήσει αυτό το τμήμα της επικράτειάς της στη Σοβιετική Ένωση. Ο τελευταίος μοναχός, γέροντας Ακάκιος (Akakij), κοιμήθηκε 110 χρόνων το 1984.
Η πολύπαθη μονή βρισκόταν σε μια περιοχή εξαιρετικά σημαντική για το συμφέρον της Ρωσίας αλλά και διεκδικούμενη από τους Σουηδούς. Όταν χαράχτηκαν τα σύνορα μεταξύ της Ρωσίας και της ενιαίας Δανίας-Νορβηγίας το 1826, το μοναστήρι δεν αναφέρθηκε. Ωστόσο, το μοναστήρι είχε μεγάλη σημασία για τους Skolt Lapps (Σάμι). Η πνευματική παρουσία του ήταν καθοριστική για την ιστορία και την πολιτιστική ταυτότητα αυτού του λαού, που αναφερόταν στη διδασκαλία του αγίου Τρύφωνα με τα λόγια «το είπε ο απόστολος» και γιόρταζε τη μνήμη του με σπουδαίες εκδηλώσεις τοπικού χαρακτήρα, που περιελάμβαναν μέχρι και αγώνες με ταράνδους.
Στη Φινλανδία και τη Νορβηγία σήμερα ζουν μόνο μερικές «χούφτες» ορθόδοξοι χριστιανοί. Όμως, παρά το γεγονός ότι η Νορβηγοί και οι Φιλανδοί Lapps Skolt είναι μια μικρή ομάδα ορθοδόξων χριστιανών, που περικλείεται σε μια κυρίως προτεσταντική περιοχή (οι Σάμι της Σκανδιναβίας καταγράφονται στην πλειοψηφία τους ως λουθηρανοί), διατήρησαν την πολιτιστική τους ταυτότητα. Συνεχείς προσπάθειες έγιναν, τόσο από τους Φιλανδούς όσο και από τους Νορβηγούς λουθηρανούς, να τους μεταστρέψουν στον προτεσταντισμό. Στη Φινλανδία αυτό δεν είχε σημαντικά αποτελέσματα, ενώ η μικρή κοινότητα Skolt στη νορβηγική Neiden θρησκευτικά υπέκυψε – σχεδόν.
Ο ναός των αγίων Μπόρις και Γκλεμπ, που είχε οικοδομήσει ο ίδιος ο άγιος Τρύφων, έχει ιδιαίτερη σημασία ως το παλαιότερο ξύλινο κτίριο της Βόρειας Νορβηγίας. Σημειωτέον και ότι μόνο ορθόδοξες εκκλησίες σε αυτή τη χώρα είναι κατασκευασμένες έτσι. Το εκκλησάκι είναι πολύ ταπεινό, τόσο σε μέγεθος όσο και σε εμφάνιση. Βρίσκεται σε ένα μικρό λόφο στο Neiden ποταμό, εκεί όπου έδρασε αρχικά ο άγιος σύμφωνα με την παράδοση. Γύρω από την εκκλησία είναι το νεκροταφείο με μερικούς παλιούς σταυρούς, ένα μικρό «πύργο ρολογιού» και ένα παραδοσιακό ταφικό μνημείο. Σώζεται επίσης ο Άγιος Γεώργιος, ένα παρεκκλήσι, που χτίστηκε ομοίως από τον άγιο Τρύφωνα το 1565. Είναι ένα μικρό, χαμηλό, ξύλινο κτίριο, μόνο 10 τετραγωνικών μέτρων, λίγο ψηλότερο από 2 μέτρα, που φέρει τα σημάδια της μεγάλης του ηλικίας. Η στέγη του είναι ιδιότυπη και προκαλεί ένα θαυμαστό θέαμα, όταν, στην κατάλληλη ώρα, το φως διαχέεται μέσα από ένα μικρό άνοιγμα στα δεξιά της. Και, όταν κάποιος συνηθίσει το αμυδρό φως, γίνεται ακόμα πιο έκπληκτος με τα πολλά, μεγάλα και ωραία εικονίσματα.
Σε νορβηγικό έδαφος είναι επίσης ένα άλλο ιερό που συνδέεται με τον άγιο Τρύφωνα, μια σπηλιά στα βουνά, όπου ο άγιος κατέφυγε όταν καταδιώχθηκε και κινδύνευσε να δολοφονηθεί. Το 1870 το σπήλαιο ανακαινίστηκε και ιδρύθηκε σ’ αυτό ένα ιερό, όπου τοποθετήθηκε η ιστορική εικόνα της Θεοτόκου που βρισκόταν εκεί.
Το έτος 1965 ήταν ένα πρώτο σημείο καμπής. Ήταν η 400ή επέτειος της ίδρυσης του ναού στο Neiden και εορτάστηκε πανηγυρικά με την παρουσία Φιλανδών και Νορβηγών. Ήταν η πρώτη φορά από τις αρχές του αιώνα που λειτουργήθηκε το εκκλησάκι, από τότε όμως λειτουργείται κάθε καλοκαίρι. Σήμερα το ενδιαφέρον για την Ορθοδοξία έχει αναζωπυρωθεί στην περιοχή και το εκκλησάκι του Neiden υπάγεται στην ορθόδοξη κοινότητα του ναού του αγίου Νικολάου στο Όσλο (Helsfyr, Oslo). Η τοπική Εκκλησία έχει πλέον τη φροντίδα του παρεκκλησίου και την οργάνωση της λατρείας εκεί. Στο παρεκκλήσι του αγίου Γεωργίου έχει δοθεί νέα ζωή και έχει γίνει τόπος συνάντησης για ορθόδοξους χριστιανούς από τη Νορβηγία, τη Ρωσία και τη Φινλανδία. Το έργο του αγίου Τρύφωνα λοιπόν δεν έχει τεθεί στο μουσείο της ιστορίας, αλλά είναι ζωντανό και ανοίγει προοπτικές για το μέλλον.
Η πρώτη γνωριμία του λαού των Σάμι με την ορθοδοξία μάλλον έγινε μέσω της σπουδαίας μονής Σολοβέτς, των νησιών Σολόφκυ, ίσως και από τους ίδιους τους ιδρυτές της αγίους Σαββάτιο και Ζωσιμά (15ος αιώνας). Απόστολος των Σάμι είναι και ο άγιος Θεοδώρητος του Σολόφκυ (1571, 17 Αυγούστου). Όμως εκείνος που διέδωσε με πολύ μόχθο και αγώνα το χριστιανισμό στους Σάμι είναι ο άγιος Τρύφων του Πετσάμο (Πετσένγκα), ιδρυτής της εκεί μονής της Αγίας Τριάδας.
Ο άγιος Τρύφων γεννήθηκε το 1495 και το βαφτιστικό του όνομα ήταν Μητροφάνης. Παιδί της ρωσικής επαρχίας (Νόβγκοροντ), ελλείψει της δυνατότητας να φοιτήσει σε σχολείο, έμαθε γράμματα από τον πατέρα του. Από μικρός ήταν ευσεβής, αγαπούσε την εκκλησιαστική ζωή και στην εφηβεία του υπηρέτησε την εκκλησία ως αναγνώστης και ψάλτης. Μαθαίνοντας για τις φτωχές και παραμελημένες χώρες του παγωμένου βορρά, ταξίδεψε εκεί, ακολουθώντας μάλλον κάποια συντροφιά κυνηγών ή εμπόρων, ενώ ήταν απλός λαϊκός (όχι ιερέας ή μοναχός), και επιδόθηκε σε αποστολικό έργο ανάμεσα στις φυλές των ειδωλολατρών. Το 1524 κατασκεύασε μια καλύβα στον ποταμό Πετσένγκα [Petshenga – νορβηγικά Petsamo].
Σύντομα η αποστολική του δραστηριότητα έφερε καρπούς και το 1532 άνθρωποι έφτασαν στον αρχιεπίσκοπο του Νόβγκοροντ Μακάριο ζητώντας αντιμήνσιο για την τέλεση θείας λειτουργίας (το αντιμήνσιο είναι ένα ύφασμα καθαγιασμένο και με μικρά τεμάχια αγίων λειψάνων ραμμένα πάνω του, που στρώνεται σε κοινό τραπέζι, όταν δεν υπάρχει αγία τράπεζα, για την τέλεση της θείας Ευχαριστίας). Ο αρχιεπίσκοπος ευλόγησε και βοήθησε έμπρακτα την αποστολή, στέλνοντας υλικά για την οικοδόμηση ναού. Έτσι οικοδομήθηκε στον ποταμό Πετσένγκα ναός αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα, ο οποίος εγκαινιάστηκε το 1533, έτος που ο Μητροφάνης εκάρη μοναχός (Τρύφων). Στο ναό αυτό βαφτίστηκαν οι πρώτοι Σάμι ορθόδοξοι χριστιανοί.
Αν και υπήρξαν κατά καιρούς διώξεις και συγκρούσεις με ντόπιους παγανιστικούς κύκλους, το 1530 άρχισε να σχηματίζεται μια μικρή αδελφότητα γύρω από τον άγιο Τρύφωνα, ένα μοναστήρι στα σπάργανα. Αφορμή για την κανονική ίδρυση του μοναστηριού ήταν μια παρατεταμένη πείνα που ρήμαξε τη βορειοδυτική Ρωσία στα τέλη της δεκαετίας του 1550 και στις αρχές του 1560. Ο Τρύφων προχώρησε μαζί με κάποιους από τους συντρόφους του στα ενδότερα της Ρωσίας, για τη συγκέντρωση τροφίμων για τους πεινασμένους του πληθυσμού. Για αρκετά χρόνια περιπλανήθηκε από πόλη σε πόλη χωρίς σημαντικά αποτελέσματα και το 1556 ήρθε στη Μόσχα όπου συναντήθηκε με τον τσάρο Ιβάν τον Τρομερό και το γιο του, πρίγκηπα Θεόδωρο Ιβάνοβιτς.
Η ζωή του τσάρου Ιβάν μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους. Έως το 1547, όταν στέφθηκε ο πρώτος Ρώσος τσάρος (αυτοκράτορας), είναι μια «σκληρή» περίοδος. Από το 1547 ως το 1560 μπορεί να θεωρηθεί καλή και ειρηνική περίοδος ανάπτυξης, ειρήνης και ασφάλειας. Από το 1560 μέχρι το θάνατό του το 1584 ήταν και πάλι μια «σκληρή» περίοδος. Ο άγιος Τρύφων και το μοναστήρι της Πετσένγκα γνώρισαν μόνο το καλό πρόσωπο του Ιβάν. Η εκτίμηση του τσάρου πρόσφερε στην αδελφότητα μια ειδική ρύθμιση, με την οποία τα κρατικά έσοδα από την περιοχή των Σάμι παραχωρήθηκαν για την οικοδόμηση και ίδρυση του μοναστηριού.
Ο άγιος Τρύφων, ο οποίος δεν ήταν ιερέας (μόνο απλός μοναχός), δεν υπήρξε ποτέ επίσημα το κεφάλι της μονής του, αν και ήταν ο πνευματικός πατέρας της. Αργότερα αποσύρθηκε στην «έρημο» νότια της μονής, όπου έχτισε ένα μικρό κελί και ένα παρεκκλήσι προς τιμήν της Θεοτόκου. Εκεί έζησε στην ησυχία και την προσευχή μέχρι την κοίμησή του το 1583. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Δεκεμβρίου, μαζί με τη μνήμη του μαθητή του, του αγίου Ιωνά.
Η Ιερά Μονή Πετσένγκα.
Η μονή Πετσένγκα παρέμεινε πάντα μικρή, φτωχή και «ασήμαντη» (προς τιμήν της). Στους αιώνες που ακολούθησαν γνώρισε πολλές περιπέτειες και καταστροφές, παρασυρμένη στη δίνη των ιστορικών γεγονότων. Την ημέρα των Χριστουγέννων του 1589 μια συμμορία με επικεφαλής τον Pekka Vesainen επιτέθηκε, πυρπόλησε το ανυπεράσπιστο μοναστήρι και σκότωσε τα 116 πρόσωπα που βρέθηκαν εκεί. Το μοναστήρι δεν αποκαταστάθηκε ολοκληρωτικά, αλλά σχεδόν φυτοζωούσε (καταγράφεται π.χ. με 13 μοναχούς το 1701), μέχρι που έκλεισε το 1764 (μαζί με περισσότερα από το ένα τρίτο των μοναστηριών της Ρωσίας) στα πλαίσια του υποχρεωτικού εκδυτικισμού που επέβαλε η τσαρίνα Αικατερίνη Β΄ η Μεγάλη, επηρεασμένη από τις ιδέες του Διαφωτισμού. Στο χώρο της αρχικής μονής χτίστηκε μια εκκλησία στη μνήμη του αγίου Τρύφωνα και πάνω από τον τάφο του χτίστηκε μια εκκλησία προς τιμήν του Ιησού Χριστού.
Αυτή ήταν η μονή της Πετσένγκα, ως επί το πλείστον μια καμένη τοποθεσία από το 1589 μέχρι τη δεκαετία του 1880, που είχε γίνει προετοιμασία για την ανοικοδόμηση του παλιού μοναστηριού. Το νέο μοναστήρι το αποτελούσαν, όπως και το παλιό, μερικά σπίτια γύρω από μια εκκλησία. Το 1917 η μονή είχε 30 μοναχούς και υπήρχε μέχρι το 1939, όταν ο χειμερινός πόλεμος μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Φινλανδίας έληξε με τη Φινλανδία να πρέπει να παραχωρήσει αυτό το τμήμα της επικράτειάς της στη Σοβιετική Ένωση. Ο τελευταίος μοναχός, γέροντας Ακάκιος (Akakij), κοιμήθηκε 110 χρόνων το 1984.
Η πολύπαθη μονή βρισκόταν σε μια περιοχή εξαιρετικά σημαντική για το συμφέρον της Ρωσίας αλλά και διεκδικούμενη από τους Σουηδούς. Όταν χαράχτηκαν τα σύνορα μεταξύ της Ρωσίας και της ενιαίας Δανίας-Νορβηγίας το 1826, το μοναστήρι δεν αναφέρθηκε. Ωστόσο, το μοναστήρι είχε μεγάλη σημασία για τους Skolt Lapps (Σάμι). Η πνευματική παρουσία του ήταν καθοριστική για την ιστορία και την πολιτιστική ταυτότητα αυτού του λαού, που αναφερόταν στη διδασκαλία του αγίου Τρύφωνα με τα λόγια «το είπε ο απόστολος» και γιόρταζε τη μνήμη του με σπουδαίες εκδηλώσεις τοπικού χαρακτήρα, που περιελάμβαναν μέχρι και αγώνες με ταράνδους.
Στη Φινλανδία και τη Νορβηγία σήμερα ζουν μόνο μερικές «χούφτες» ορθόδοξοι χριστιανοί. Όμως, παρά το γεγονός ότι η Νορβηγοί και οι Φιλανδοί Lapps Skolt είναι μια μικρή ομάδα ορθοδόξων χριστιανών, που περικλείεται σε μια κυρίως προτεσταντική περιοχή (οι Σάμι της Σκανδιναβίας καταγράφονται στην πλειοψηφία τους ως λουθηρανοί), διατήρησαν την πολιτιστική τους ταυτότητα. Συνεχείς προσπάθειες έγιναν, τόσο από τους Φιλανδούς όσο και από τους Νορβηγούς λουθηρανούς, να τους μεταστρέψουν στον προτεσταντισμό. Στη Φινλανδία αυτό δεν είχε σημαντικά αποτελέσματα, ενώ η μικρή κοινότητα Skolt στη νορβηγική Neiden θρησκευτικά υπέκυψε – σχεδόν.
Ο ναός των αγίων Μπόρις και Γκλεμπ, που είχε οικοδομήσει ο ίδιος ο άγιος Τρύφων, έχει ιδιαίτερη σημασία ως το παλαιότερο ξύλινο κτίριο της Βόρειας Νορβηγίας. Σημειωτέον και ότι μόνο ορθόδοξες εκκλησίες σε αυτή τη χώρα είναι κατασκευασμένες έτσι. Το εκκλησάκι είναι πολύ ταπεινό, τόσο σε μέγεθος όσο και σε εμφάνιση. Βρίσκεται σε ένα μικρό λόφο στο Neiden ποταμό, εκεί όπου έδρασε αρχικά ο άγιος σύμφωνα με την παράδοση. Γύρω από την εκκλησία είναι το νεκροταφείο με μερικούς παλιούς σταυρούς, ένα μικρό «πύργο ρολογιού» και ένα παραδοσιακό ταφικό μνημείο. Σώζεται επίσης ο Άγιος Γεώργιος, ένα παρεκκλήσι, που χτίστηκε ομοίως από τον άγιο Τρύφωνα το 1565. Είναι ένα μικρό, χαμηλό, ξύλινο κτίριο, μόνο 10 τετραγωνικών μέτρων, λίγο ψηλότερο από 2 μέτρα, που φέρει τα σημάδια της μεγάλης του ηλικίας. Η στέγη του είναι ιδιότυπη και προκαλεί ένα θαυμαστό θέαμα, όταν, στην κατάλληλη ώρα, το φως διαχέεται μέσα από ένα μικρό άνοιγμα στα δεξιά της. Και, όταν κάποιος συνηθίσει το αμυδρό φως, γίνεται ακόμα πιο έκπληκτος με τα πολλά, μεγάλα και ωραία εικονίσματα.
Σε νορβηγικό έδαφος είναι επίσης ένα άλλο ιερό που συνδέεται με τον άγιο Τρύφωνα, μια σπηλιά στα βουνά, όπου ο άγιος κατέφυγε όταν καταδιώχθηκε και κινδύνευσε να δολοφονηθεί. Το 1870 το σπήλαιο ανακαινίστηκε και ιδρύθηκε σ’ αυτό ένα ιερό, όπου τοποθετήθηκε η ιστορική εικόνα της Θεοτόκου που βρισκόταν εκεί.
Το έτος 1965 ήταν ένα πρώτο σημείο καμπής. Ήταν η 400ή επέτειος της ίδρυσης του ναού στο Neiden και εορτάστηκε πανηγυρικά με την παρουσία Φιλανδών και Νορβηγών. Ήταν η πρώτη φορά από τις αρχές του αιώνα που λειτουργήθηκε το εκκλησάκι, από τότε όμως λειτουργείται κάθε καλοκαίρι. Σήμερα το ενδιαφέρον για την Ορθοδοξία έχει αναζωπυρωθεί στην περιοχή και το εκκλησάκι του Neiden υπάγεται στην ορθόδοξη κοινότητα του ναού του αγίου Νικολάου στο Όσλο (Helsfyr, Oslo). Η τοπική Εκκλησία έχει πλέον τη φροντίδα του παρεκκλησίου και την οργάνωση της λατρείας εκεί. Στο παρεκκλήσι του αγίου Γεωργίου έχει δοθεί νέα ζωή και έχει γίνει τόπος συνάντησης για ορθόδοξους χριστιανούς από τη Νορβηγία, τη Ρωσία και τη Φινλανδία. Το έργο του αγίου Τρύφωνα λοιπόν δεν έχει τεθεί στο μουσείο της ιστορίας, αλλά είναι ζωντανό και ανοίγει προοπτικές για το μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου