Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ο Μαυρούδης εκ Γρανίτσης Ευρυτανίας, ο Αρτοποιός. Ημέρα Μνήμης: 10 Μαρτίου.
Oυ Mάρτυς απλούς, αλλά και θείων λόγων,
Pήτωρ εδείχθης ω Mιχαήλ παμμάκαρ.
Χρόνια δίσεκτα, δυστυχισμένα. Οἱ Ἀγαρηνοὶ εἶχαν ἐξαπλωθεῖ ἀπ᾿ ἄκρου εἰς ἄκρον. Οἱ Ῥωμιοὶ φοβισμένοι, ἀβοήθητοι, δὲν ἤξεραν ἀπὸ ποῦ νὰ φυλαχθοῦν. Μερικοὶ προτιμοῦσαν τὸν εὔκολο δρόμο, τούρκευαν. Ἔτσι γλύτωναν τὶς βαριὲς φορολογίες, τὶς ἀγγαρεῖες, τὸ παιδομάζωμα. Ἄλλοι ἔπαιρναν τὰ μάτια τους καὶ ἔφευγαν γιὰ τὰ ξένα. Ὅπου μποροῦσαν. Καὶ ἡ χειρότερη ξενιτειὰ ἦταν καλλίτερη ἀπὸ τὴν μαύρη σκλαβιά. Ὑπῆρχε καὶ μιὰ ἄλλη λύσις: τὰ βουνά. Ἐκεῖ δὲν πατοῦσε Τούρκου ποδάρι. Ζοῦσαν μέσα στὴν φτώχεια, ἀλλ᾿ ἀνέπνεαν ἐλεύθερα. Ὁ 16ος αἰώνας- αἰώνας ποὺ ἔζησε ὁ Ἅγιος Μιχαήλ- ἦταν ὁ πιὸ μαῦρος τῆς σκλαβιᾶς. Τὸν ὀνόμασαν αἰῶνα τῆς ἐξοντώσεως. Ἦταν ἡ ἐποχὴ ὅπου οἱ Ρωμιοὶ Χριστιανοὶ ὅλο καὶ λιγόστευαν, ὅλο καὶ φτώχαιναν, ὅλο καὶ ἀφανιζόνταν.
Στὰ βουνὰ τῶν Ἀγράφων ὑπῆρχε σχετικὴ ἐλευθερία. Ἡ συνθήκη τοῦ Ταμασιοῦ στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ, ἐπέτρεπε τὴν αὐτονομία. Ἐξάλλου τί νὰ κάνουν οἱ Τοῦρκοι ἐκεῖ στὰ ἀπάτητα βουνά; Αὐτοί, ὄντες ἄνθρωποι τῆς στέπας, πήγαιναν μόνον ὅπου πατοῦσε ἄλογο. Ἀκόμη, προερχόμενοι ἀπὸ ἄδενδρο τόπο, φοβοῦνταν τὰ δάση. Στὴν ὀροσειρὰ τῶν Ἀγράφων, ἄλογο δὲν μποροῦσε νὰ περπατήσῃ. Τὰ δάση ἐκάλυπταν τὰ βουνὰ μέχρι τὴν ἀλπική ζώνη. Ἔτσι, ἄφησαν τοὺς κατοίκους νὰ ζοῦν μὲ μιὰ ψευδαίσθηση ἐλευθερίας. Τὸν κεφαλικὸ φόρο τὸν πλήρωναν στὸ ἀκέραιο. Οἱ φτωχοὶ ξώμαχοι ἔχτιζαν πεζούλια γιὰ νὰ συγκρατήσουν τὴν γῆ, ἔσκαβαν μὲ τὸ τσαπὶ τὸ ἄγονο χῶμα γιὰ νὰ ζήσουν αὐτοί, νὰ ζήσουν οἱ οἰκογένειές τους, νὰ πληρώσουν τὸ χαράτσι στὸν φοροεισπράκτορα.
Ἐκεῖ λοιπόν, στοὺς πρόποδες τῶν Ἀγράφων, πρὸς τὴν μεριὰ ποὺ κυλᾷ ὁ Ἀσπροπόταμος, βρίσκεται τὸ ὄμορφο χωριὸ τῆς Γρανίτσας. Σ᾿ αὐτὸ γεννήθηκε ὁ Νεομάρτυς Μιχαήλ. Γονεῖς σαρκικοὺς εἶχε τὸν Δημήτριο καὶ τὴν Σωτήρα, ποὺ καὶ οἱ δύο ἦσαν θεοσεβεῖς, ἐνάρετοι καὶ φιλόπτωχοι.
Αὐτοὶ δίδαξαν τὸν μικρὸ Μιχαήλ, τὴν Ἁγία Πίστι τοῦ Χριστοῦ μας καὶ ἐνστάλλαξαν στὴν τρυφερὴ καρδιά του, τὰ νάματα τῆς πατρώας εὐσεβείας. Ὅμως ὁ πατέρας του πολὺ νωρὶς ἐκοιμήθη. Αὐτὸ σήμαινε μεγαλύτερη πτώχεια καὶ περισσότερη δουλειά. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἦλθεν εἰς ὥραν γάμου, ἐνυμφεύθη. Δὲν ξέρουμε ὅμως ἂν ἔκαμε παιδιά, οὔτε γνωρίζουμε ἄν, φεύγοντας ἀπὸ τὸ χωριό, πῆρε καὶ τὴν οἰκογένεια μαζί του. Πρᾶγμα μᾶλλον ἀπίθανο, γιατὶ τότε καὶ μέχρι τελευταῖα, ἡ οἰκογένεια καὶ κυρίως ἡ σύζυγος ἔμειναν πίσω καρτερώντας. Ἔφυγε νωρίς. Ἡ φτώχεια ἦταν ἀνυπόφορη. Ἡ ἄγονη γῆ δὲν ἀπέδιδε ὄχι τριάκοντα ἢ ἑξήκοντα ἢ ἑκατὸν ἀλλ᾿ οὔτε κἂν τὸ διπλάσιο. Ὅ,τι ἔσπερνε, θέριζε. Καὶ πολλὲς φορές, ἀπὸ βροχὴ ἢ ἀπὸ χαλάζι, δὲν θέριζε τίποτε. Οὔτε τὰ λιγοστὰ ζῶα ἀρκοῦσαν. Φεύγει λοιπόν. Γιὰ ποῦ; Τρεῖς ἦσαν οἱ κυριώτεροι σταθμοὶ γιὰ αὐτοὺς τοὺς βασανισμένους ὀρεσίβιους ἡ Λάρισα, ἡ Θεσσαλονίκη καὶ ἡ Κωνσταντινούπολις.
Ὁ Μιχαὴλ ἔμεινε στὴν Θεσσαλονίκη. Πόλη μεγάλη, δεύτερη μετὰ τὴν Κωνσταντινούπολη ἐδῶ καὶ πολλοὺς αἰῶνες. Βρῆκε ἐργασία σὲ ἕνα ἀρτοπωλεῖο, ἔγινε δηλαδὴ φούρναρης. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν δουλειὰ ἐξοικονομοῦσε τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα. Ὅ,τι τοῦ περίσσευε τὸ ἔδιδε ἐλεημοσύνη στοὺς πένητες. Ἤξερε ἀπὸ φτώχεια, καὶ πονοῦσε ἡ καρδιά του ὅταν ἔβλεπε ζητιάνους, σακάτηδες, φουκαράδες. Ἔδινε ὅ,τι εἶχε, ὅσα εἶχε. Μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ φουρνάρικου μαζεύονταν σκελετωμένες ὑπάρξεις ποὺ τὶς τραβοῦσε σὰν μαγνήτης ἡ εὐωδία τοῦ φρεσκοψημένου ψωμιοῦ. Ἅπλωναν τὸ χέρι γιὰ λίγο ψωμάκι, γιὰ ἕνα ξεροκόμματο. Καὶ αὐτὸς ἔδιδε. Καὶ ὅσον ἔδιδε, τόσο καὶ οἱ δουλειές του πήγαιναν καλύτερα.
Ἤξερε ὅμως, ὅτι ἐλεημοσύνη χωρὶς πνευματικὴ ζωή, εἶναι ἀετὸς μὲ ἕνα φτερό, καὶ βάρκα μὲ ἕνα κουπί. Γι᾿ αὐτό, παρ᾿ ὅλη τὴν ἐξαντλητικὴ ἐργασία του, παρακολουθοῦσε ἀνελιπῶς τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες στὸν Ναό, καὶ κυρίως τὶς Θείες Λειτουργίες. Στὰ χρόνια ἐκεῖνα, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ἦταν ὁ Θεωνᾶς, ὁ κατόπιν ἀνακηρυχθεὶς Ἅγιος, ὁ νέος κτίτωρ τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας στὴν Χαλκιδική. Ἦταν κληρικὸς ἐνάρετος, σοφός, Ἅγιος. Καὶ τὸ κυριώτερο. Σὲ ἐποχὴ παχυλῆς ἁγνοίας, ὅπου τὸ θεῖον Κήρυγμα ἦταν πολυτέλεια, ὁ μακάριος ἐκεῖνος ἐκήρυττε καὶ ἐφώτιζε τὸ ποίμνιό του καὶ τὸ ὡδηγοῦσε στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία.
Ὁ Μιχαὴλ παρακολουθεῖ μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον τὰ κηρύγματα τοῦ Ἁγίου ἐκείνου Ἐπισκόπου. Κυριολεκτικὰ ῥουφοῦσε τὰ λόγια του καὶ ἐξεκρέματο ἀπὸ τῶν χειλέων του. Κυριακὴ τρίτη τῶν Νηστειῶν, τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Φθάνει πρῶτος ὁ Μιχαὴλ στὸν Ναό, γύρω στὰ μεσάνυχτα. Τότε, ἀκολουθοῦσαν καὶ στὶς πόλεις τυπικὰ μοναστηριακά. Ἔλεγαν ὅλα τὰ γράμματα. Μεσονυκτικό, ψαλτήρια, κανόνες, ὧρες. Δὲν ἦταν ὅπως σήμερα ποὺ ψαλλιδίζουν καὶ κόβουν καὶ μετὰ πεθαίνουν τὸν κόσμο μὲ τὰ μινόρε. Ἡ Ἀκολουθία μὲ τὴν Θεία Λειτουργία διαρκοῦσε πάνω ἀπὸ πέντε ὧρες.
Οἱ καμπάνες ἦσαν ἀπὸ τοὺς δυνάστες ἀπαγορευμένες. Ἀνησυχοῦσαν ἔλεγαν τὸν ὕπνο τῶν... πεθαμένων Μουσουλμάνων. Οἱ Χριστιανοὶ εἰδοποιοῦνταν τὴν νύκτα ἀπὸ τὸν λαοσυνάχτη. Ῥολόγια-ξυπνητήρια, δὲν ὑπῆρχαν. Αὐτὸς γυρνοῦσε στοὺς χριστιανικοὺς μαχαλᾶδες καὶ φώναζε, χτυπώντας συνάμα ῥυθμικὰ τὸ ῥαβδί του στὸ καλντερίμι. Ξυπνῆστε Χριστιανοί, ἐλάτε στὴν Ἐκκλησία, σήμερα εἶναι τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Κλειδιὰ στριφογυρνοῦσαν, πόρτες ἔτριζαν, ἀμπάρες κατέβαιναν. Δειλὰ-δειλά, τὰ πρῶτα φαναράκια φαίνονταν στὰ σοκάκια. Παντοῦ στὴν σκλαβωμένη πατρίδα καὶ στην Θεσσαλονίκη.
Πρῶτος-πρῶτος ἔφθασεν ὁ Μιχαήλ. Ἄκουσε μὲ προσοχὴ ὅλη τὴν Ἱερὴ Ἀκολουθία. Ξημέρωνε. Μπῆκαν στὴν Θεία Λειτουργία. Ἦλθεν ἡ ὥρα τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου: ὃς ἂν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν, ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς Αὐτοῦ μετὰ τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν Ἁγίων. Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ Κυρίου μας, ἡ καρδιὰ τοῦ Μιχαὴλ πῆγε νὰ σπάσῃ. Συνεκινήθη, δάκρυσε, σκέφθηκε: Ἐμεῖς ντρεπόμαστε τοὺς Ἀγαρηνοὺς καὶ τοὺς φοβόμαστε σὰν νὰ εἴμαστε μικρὰ σπουργίτια. Αὐτοὶ εἶναι ἡ γενεὰ ἡ μοιχαλὶς καὶ ἁμαρτωλός. Τί λόγο θὰ δώσουμε στὸν Κύριο γιὰ αὐτό μας τὸν φόβο; Πῶς θὰ μᾶς δεχθῇ ὁ Κύριος. Ὁπωσδήποτε θὰ μᾶς ἀρνηθῇ. Δὲν εἶσθε παιδιά μου. Μὲ ἀπαρνηθήκατε, σᾶς ἀπαρνοῦμαι. Καὶ ἀμέσως ἀποφάσισε νὰ θέσῃ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου σὲ ἐφαρμογή. Καὶ μάλιστα γρήγορα, χωρὶς καμία καθυστέρησι.
Οἱ ὧρες τοῦ φαίνονταν χρόνια. Τὸ βράδυ στὸ φτωχικό του κρεββάτι σκεπτόταν καὶ προσευχόταν. Σκεπτόταν νὰ βρῇ τρόπο κατάλληλο γιὰ νὰ μαρτυρήσῃ, προσευχόταν νὰ τοῦ δώσῃ ὁ Κύριος δύναμι γιὰ νὰ τὸ πετύχῃ. Ἤθελε τώρα ἀμέσως. Φοβόταν μὴν τοῦ φύγῃ ὁ ζῆλος, καὶ τὸν ἐμποδίσῃ ὁ σατανᾶς.
Ἐπὶ τέλους ξημέρωσε ἡ Δευτέρα τῆς Μεσονηστίμου Ἑβδομάδος. Ὁ ζῆλος ηὐξανόταν, ἡ ἀπόφασις ἦταν ἀκλόνητη. Πάει στὸν ἑσπερινὸ ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσῃ. Δὲν κάθησε νὰ ἀκούσῃ τὶ ἔλεγεν ἡ ἀνάγνωσις, ποὺ καθημερινῶς ἐτίθετο πρὸς φωτισμὸν τῶν Χριστιανῶν. Φεύγει σὰν κυνηγημένος. Ἔρχεται στὸ φουρνάρικο. Τὸν τριβελίζει ἡ σκέψις. Ἢ τώρα ἢ ποτέ. Ἀργότερα θὰ εἶναι πολὺ ἀργά. Καὶ ἡ εὐκαιρία δὲν ἄργησε νὰ ἔλθῃ. Ἕνα μικρὸ παιδί, τουρκάκι, ἔρχεται, σταλμένο ἀπὸ τὸν πατέρα του νὰ ἀγοράσῃ ψωμί. Τὴν στιγμὴ ποὺ ζύγιζε τὸ ψωμὶ ὁ Μιχαήλ, ῥωτάει τὸν μικρό: Βρὲ παιδάκι μου ξέρεις ποιὰ εἶναι ἡ πίστις σου; Καταλαβαίνεις τὰ ὅσα σὲ μάθανε νὰ πιστεύῃς; Κατὰ συγκυρίαν περνοῦσε ἀπὸ τὸ φουρνάρικο ἕνας ὀθωμανὸς νομοδιδάσκαλος, ἄνθρωπος ποὺ γνώριζε καλὰ τὴν πίστι τους καὶ τὸν ὁποῖον πολὺ σέβονταν οἱ ὁμόθρησκοί του.
Τὸ τουρκάκι μπροστὰ στὴν ἀδυναμία ἀπαντήσεως βρίσκει τὸν νομοδιδάσκαλο σὰν σανίδα σωτηρίας. Στρέφεται πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ λέγει: Δάσκαλε, ἀκοῦς τί μοῦ λέει αὐτὸς ὁ γκιαούρης; Ὁ νομοδιδάσκαλος ποὺ εἶχε ἀκούσει τὴν ἐρώτηση τοῦ Μιχαήλ, τοῦ λέγει: Βρὲ ἄπιστε, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάθεσαι καὶ λὲς στὸ παιδί, καὶ βλασφημεῖς τὴν πίστι μας, ἡ ὁποία εἶναι ἔνδοξος καὶ πολύτιμος;
Ὁ Μιχαὴλ ἀντελήφθη πὼς ἦλθεν ἡ ὥρα τῆς ὁμολογίας. Ἀπαντᾷ εὐθαρσῶς: Ἐγὼ εἶμαι στὰ ἀλήθεια πιστὸς καὶ εὐσεβὴς μὲ τὴν χάρι τοῦ Χριστοῦ μου, τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καὶ γνωρίζω καλὰ τί λέγω καὶ τί πιστεύω, καὶ γιὰ αὐτὸ τὸ πιστεύω μου εἶμαι ἕτοιμος νὰ πεθάνω. Ἀλλὰ σεῖς ταλαίπωροι, οὔτε τί λέτε γνωρίζετε, οὔτε τί πιστεύετε. Εἶσθε πλανημένοι καὶ περπατᾶτε στὸ σκοτάδι. Ἔχετε μιὰ θρησκεία γεμάτη παραμύθια καὶ δημιουργήματα τῆς φαντασίας σας.
Φαίνεται ὅτι τὸ ἀρτοπωλεῖο ἦταν ἡμιϋπαίθριο, ὅπως πολλὰ μέχρι καὶ τὰ τελευταῖα χρόνια, καὶ οἱ συναλλαγὲς γίνονταν στὸ πεζοδρόμιο. Ἀπὸ μέσα ὁ φούρναρης μὲ τὰ ῥάφια γεμάτα καρβέλια, φραντζόλες καὶ κουλοῦρες, ἀπ᾿ ἔξω οἱ πελάτες καὶ ἀνάμεσα ὁ πάγκος, ἡ ζυγαριά, καὶ τὰ μαχαίρια.
Ἐπίσης, ἀπὸ τὴν διήγησι τοῦ Συναξαρίου φαίνεται πὼς τὸ φουρνάρικο ἦταν σὲ τουρκομαχαλᾶ. Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ ὅτι ἐνῷ λέγονταν τὰ ἀνωτέρω, συναθροίσθηκε πλῆθος Ἀγαρηνῶν. Ἔγιναν ἔξαλλοι ὅταν ἄκουσαν τὴν ὁμολογία τοῦ Ἁγίου. Ἁρπάζουν μὲ φωνὲς καὶ ἀλαλαγμοὺς τὸν Μιχαήλ, καὶ σέρνοντάς τον καὶ χτυπώντας τον, τὸν φέρνουν στὸν Κατῆ, τὸν Δικαστὴ δηλαδὴ τῆς Θεσσαλονίκης. Στήνουν μπροστά του τὸν Ἅγιον καὶ ἀρχίζουν ὅλοι μαζὶ τὸ κατηγορητήριο: Ἀκούσαμε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο νὰ βλασφημῇ τὸν Θεὸ καὶ τὸν προφήτη του Μωάμεθ.
Σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ ἱεροῦ νόμου, ἄρχισεν ἡ ἀνάκρισις. Τὸ πῶς καὶ τὸ γιατί. Ὁ Μάρτυς φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα –συμφώνως μὲ τὸ γραμμένο στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο: ὅταν παραδώσωσιν ὑμᾶς εἰς φυλακὰς καὶ ἡγεμόνας μὴ προμελετᾷν ἀπολογηθῆναι· ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν δύναμιν καὶ σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν- ἄρχισε νὰ θεολογῇ θεσπεσίως, ὁμολογώντας ἕνα Θεὸν ἐν Τριάδι προσκυνούμενον, τὸν Ἰησοῦν Θεὸν ὁμοῦ καὶ ἄνθρωπον, τὴν Θεοτόκον Μαρίαν Ἀειπάρθενον, τὸν δὲ Μωάμεθ ὡς ψευδοπροφήτη ποὺ πλάνεψε τοὺς Ὀθωμανούς. Αὐτὰ τὰ βρίσκει ὁ ἐνδιαφερόμενος στὸν κατὰ πλάτος βίον αὐτοῦ.
Ἀκούοντας ὅλα αὐτὰ ὁ Κριτὴς ἐφρύαξε καὶ εἶπε: Γιὰ αὐτά σου τὰ λόγια θὰ σὲ ῥίξω στὴν φωτιά, ἐκτὸς καὶ ἂν μετανοήσῃς καὶ ἀρνηθῇς ὅλα ὅσα εἶπες, καὶ τότε θὰ βρῇς ἔλεος. Μὲ σταθερὴ καὶ βροντώδη φωνὴ ἀπαντᾷ ὁ Ἅγιος: Πιστεύω στὸν Κύριόν μου Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι Θεὸς ἀληθινός, καὶ Δημιουργός, καὶ Πλάστης μου καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑπομείνω μύρια βασανιστήρια γιὰ τὴν ἀγάπη του. Σᾶς λέγω δὲ καὶ τοῦτο· πάρτε ὅλα μου τὰ χρήματα καὶ ἀγοράστε μὲ αὐτὰ ξύλα γιὰ νὰ μὲ κάψετε. Δὲν θέλω μὲ δικά σας ἔξοδα νὰ προσφερθῶ θυσία στὸν Θεό μου.
Ὠργίσθη ὁ Κριτής. Διατάζει τοὺς ἀνθρώπους του νὰ ῥίξουν κάτω τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν ῥαβδίσουν μὲ ὅλη τους τὴν δύναμι. Ὅταν πιὰ κουράσθηκαν νὰ τὸν χτυποῦν, ἦλθε ἄλλη διαταγή. Φυλακή, στὶς σκοτεινὲς καὶ ἀνήλιες φυλακὲς ποὺ δέχονταν κακούργους καὶ ἐγκληματίες. Καὶ σήμερα ἀκόμη οἱ φυλακὲς τῆς Θεσσαλονίκης, τὸ φημισμένο στὸν ὑπόκοσμο Γιεντῆ-Κουλὲ (Ἑπταπύργιο) προκαλεῖ φρίκη. Φαντασθῆτε σὲ ποιὰ κατάστασι ἦταν τότε.
Τὰ συμβάντα ἔφθασαν καὶ στον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Θεωνᾶ. Ἡ καρδιά του χάρηκε γιὰ τὴν παῤῥησία τοῦ Ἁγίου. Φοβήθηκε ὅμως μήπως δειλιάσῃ πρὸ τοῦ μαρτυρίου. Ἔστειλε στὴν φυλακὴ δικούς του ἀνθρώπους. Μὲ τὸ χρυσὸ κλειδὶ τῆς δωροδοκίας, ἔπεισαν τὸν δεσμοφύλακα νὰ τοὺς ἀνοίξῃ τὶς βαρειὲς πόρτες τῆς φυλακῆς. Βρῆκαν τὸν Μάρτυρα σὲ ἕνα βρώμικο καὶ σκοτεινὸ κελλί, δεμένο μὲ ἀλυσίδες σὰν νὰ ἦταν κακοῦργος. Ἦταν ὅμως γεμάτος χαρά, γιατὶ ἔμελλε νὰ μαρτυρήσῃ γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Μητροπολίτου ἀνεκοίνωσαν τοὺς φόβους καὶ τοὺς ἐνδοιασμούς του. Αὐτὸς ὅμως ὁ εὐλογημένος, παρήγγειλε μὲ σεβασμὸ στὸν Θεωνᾶ νὰ ἡσυχάσῃ καὶ νὰ μὴ φοβᾶται γιατὶ ἡ ἀπόφασίς του γιὰ τὸ μαρτύριο, μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἦτο ἀμετάτρεπτος.Ὅταν τὰ ἔμαθε αὐτὰ ὁ Μητροπολίτης χάρηκε πολὺ καὶ ἐδόξασε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν εὐλογημένη ἀπόφασι τοῦ Ἁγίου. Ὅμως δὲν ἡσύχασε. Ἤξευρε ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι το αὐτόκλητο μαρτύριο εἶναι ἄκρως ἐπικίνδυνο. Εἶναι κόψι ξυραφιοῦ. Σὰν ξημέρωσε λοιπὸν ἡ ἄλλη μέρα ἀποστέλλει πάλι τοὺς ἀνθρώπους του στὴν φυλακή, γιὰ νὰ παρηγορήσουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν ἐνισχύσουν στὴν ἀπόφασί του νὰ μαρτυρήσῃ γιὰ τὸν Χριστό.
Ὁ μακάριος Μιχαὴλ τοὺς ὑπεδέχθη περιχαρής. Ἄκουσε μὲ προσοχὴ τὶς παραινέσεις καὶ στὸ τέλος τοὺς εἶπε: Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Αὐτὴ τὴν νύκτα ποὺ πέρασε, καὶ ἐνῷ προσευχόμουν νὰ μὲ ἀξιώσῃ ὁ Κύριος νὰ μαρτυρήσω γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄνομά Του, μοῦ φανερώθηκε ὁ ἴδιος καὶ μοῦ εἶπε· Μιχαήλ, δικέ μου Ἀθλητά, χαῖρε· ὅπως ἐγὼ γιὰ σένα καὶ γιὰ ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων πρόσφερα τὴν ζωή μου καὶ ὑπέμεινα σταυρικὸ θάνατο, ἔτσι καὶ σὺ καὶ καθ᾿ ὅμοιο τρόπο εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀποθάνῃς γιὰ τὴν ἀγάπη μου γιὰ νὰ ζήσῃς καὶ νὰ βασιλεύσῃς μαζί μου. Πρόσεχε λοιπὸν μὴ φοβηθῆς τὴν φωτιά, γιατὶ εἶναι μὲν φοβερὴ στὴν θέα. Θὰ ὑπομείνῃς τὸ διὰ πυρὸς μαρτύριο, γιατὶ θὰ ἐνδυναμώνεσαι ἀπὸ τὴν ἀκατανίκητή μου δύναμι.
Τότε, ἐμένα, μὲ κατέλαβε μιὰ ὑπερβολικὴ ἀγάπη καὶ μιὰ ἀνεκλάλητη χαρά, τόση ποὺ δὲν μπορῶ πιὰ νὰ κρατηθῶ. Προσμένω πότε θὰ ἔλθῃ αὐτὴ ἡ εὐλογημένη ὥρα νὰ χωρισθῶ ἀπὸ αὐτὸ τὸν μάταιο κόσμο καὶ νὰ ἑνωθῶ μὲ τὸν Χριστό μου. Τὸ γεγονὸς τῆς συλλήψεως καὶ φυλακίσεως τοῦ Ἁγίου διεδόθη σὲ ὅλη τὴν πόλι καὶ ἰδίως ἀνάμεσα στοὺς συναδέλφους τοῦ Μιχαήλ. Συναντήθηκαν λοιπὸν ὅλοι οἱ ἀρτοπῶλες καὶ ἐν σώματι πῆγαν στὸ Κριτήριο τῆς πόλεως. Παρεκάλεσαν τὸν Κριτὴ νὰ ἐπιτρέψει στὸν Ἅγιο ἔστω καὶ γιὰ μιὰ τελευταία φορά, νὰ μεταβῇ στὸ ἀρτοπωλεῖό του. Εἶχε ἐκκρεμεῖς λογαριασμούς. Σὲ ἄλλους ὤφειλε, ἄλλοι τοῦ χρεωστοῦσαν. Ἔπρεπε νὰ τοὺς τακτοποιήσῃ. Ὁ Κριτὴς ἔδωσε τὴν ἄδεια.
Ὁ Ἅγιος συρόμενος ἀπὸ τοὺς θηριογνώμονες φύλακές του, δεμένος χειροπόδαρα μὲ ἀλυσίδες, ἔφθασε ἐπὶ τέλους στὸ ἀρτοπωλεῖό του. Κάποιος Χριστιανός, θέλησε νὰ προσφέρῃ στὸν Μάρτυρα ἕνα ποτήρι νερό, γιὰ νὰ δροσίσῃ τὰ φλεγόμενα ἀπὸ τὴν δίψα χείλη του. Ἀλλὰ οἱ ἀπάνθρωποι φύλακες παρ᾿ ὀλίγον νὰ τὸν σκοτώσουν γιὰ τὸ τόλμημά του. Μὲ βρισιὲς καὶ κλωτσιὲς τὸν ἀπεμάκρυναν βιαίως. Ὁ Ἅγιος σήκωσε τὸ κεφάλι καὶ διεμαρτυρήθη γιὰ αὐτὴ τὴν βαρβαρότητα. Ὅμως ἕνα χτύπημα μὲ χοντρὸ ῥαβδὶ στὸ κεφάλι, τὸν ἔῤῥιξε αἱμόφυρτο στὴν γῆ. Οἱ φύλακες τὸν ἤθελαν ὄρθιο, ῥακος ἀλλὰ ὅρθιο, ζωντανὸ γιὰ νὰ δικασθῇ. Τὸν ἔστησαν διὰ τῆς βίας καὶ συρόμενο τὸν ὡδήγησαν πάλι στὴν φυλακή. Έκεῖ θὰ ἀνέμενε τὴν ἔλευσι ἀνωτέρου Κριτοῦ, ποὺ μόνον αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ ἐπικυρώσῃ τὴν καταδίκη του εἰς τὸν διὰ πυρᾶς θάνατο.
Τὴν Πέμπτη τῆς Μεσονηστίμου ἑβδομάδος ἦλθε. Κατὰ τὸ μεσημέρι κάθισε στὴν δικαστική του ἕδρα καὶ διέταξε νὰ φέρουν μπροστά του τὸν Μάρτυρα. Ἐπανελήφθησαν τὰ ἴδια πράγματα, οἱ ἴδιες ἐρωτήσεις, οἱ ἴδιες κολακεῖες, οἱ ἴδιες ἀπειλές. Ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ καὶ πάλι μὲ πολὺ θάῤῥος ὡμολόγησε τὴν πίστι του στὸν Ἰησοῦ, τὸν μόνον ἀληθινὸ Θεό. Δὲν δελεάσθηκε ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις, δὲν δειλίασε ἀπὸ τὶς ἀπειλές. Μπροστὰ σὲ αὐτὴ τὴν ἐμμονὴ τοῦ Μάρτυρος ὁ ἀνώτατος Κριτὴς κατενόησε τὸ ἄσκοπο καὶ ἀτελέσφορο τῆς περαιτέρω ἐξετάσεως. Ἐξέδωσε τὴν τελεσίδικο ἀπόφασί του: Ἕνεκα τῆς ἐπιμονῆς τοῦ Μιχαὴλ στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀποῤῥίψεως τοῦ Μωάμεθ ὡς ψευδοπροφήτου καὶ πλάνου, καταδικάζεται εἰς τὸν διὰ πυρᾶς θάνατον μετὰ τρεῖς ὧρες.
Τὸ κάψιμο τοῦ Ἁγίου θὰ γινόταν σὲ τόπο πολυσύχναστο, σὲ συνοικία χριστιανική, κοντὰ σὲ ἐκκλησία, γιὰ παραδειγματισμό, καὶ ἐκφοβισμὸ τῶν ῥαγιάδων. Ἄναψαν φωτιὰ δίπλα στὸν Ναὸ τῆς Ὑπαπαντῆς, στὴν Ἐγνατία ὁδό, ἐκεῖ ποὺ τώρα ἕνα ἀπέριττο προσκυνητάρι (δὲν) θυμίζει στοὺς βιαστικοὺς περαστικοὺς τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ἡ καταδίκη διεδόθη σὰν ἄστραπή. Πλῆθος Χριστιανῶν καὶ Μουσουλμάνων συγκεντρώθηκε. Οἱ πρῶτοι, μὲ δάκρυα καὶ κοπετούς, παρακολουθοῦσαν ἀπὸ μακρυά. Οἱ δεύτεροι, μὲ ἀλαλαγμοὺς χαρᾶς, μὲ μῖσος καὶ λύσσα. Μὲ προπηλακισμούς, βρισιές, βουρδουλιές, ἡ θλιβερὴ πορεία ἔφθασε στὴν φωτιά. Φανατικοὶ Μουσουλμάνοι τὴν συδαύλιζαν. Ἀνέβηκε σὲ ὕψος, σπίθιζε, θύμιζε τὴν βαβυλώνεια κάμινο τὴν ἑπταπλασίως ἐκκαεῖσαν. Ὅλα ἦσαν ἕτοιμα. Ὁ Κριτής, τούτη τὴ ὕστερη ὥρα θέλησε –κατὰ τὸ σύνηθες σὲ αὐτούς- νὰ μεταστρέψῃ τὴν γνώμη τοῦ Μάρτυρος μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες. Ἄν γινόταν Τοῦρκος θὰ ἀπελάμβανε ἀγαθὰ πολλά. Κρίμα ποὺ τὸ πεῖσμα τὸν ὡδηγοῦσε στὴν φωτιά. Μὰ ὁ Μάρτυς, ὄχι μόνον δὲν ἄκουε πιὰ τὰ ἀνόητα αὐτὰ λόγια, ἀλλὰ τοὐναντίον παρώτρυνε τὸν Κριτὴ νὰ ἐκτελέσῃ τὴν ἀπόφασί του ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορώτερα.
Τοῦ βγάζουν τὰ ῥοῦχα, τὸν ἀλείφουν ὁλόκληρο μὲ θειάφι καὶ τὸν ῥίχνουν στὴν φωτιά. Ἄναψε ἀμέσως σὰν δεμάτι ἀπὸ ξερὰ φρύγανα. Καὶ αὐτός; Ἀκίνητος, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα, προσευχόμενος, ὄρθιος γιὰ ὥρα πολλή. Οἱ σἀρκες του καίονταν καὶ ἔλειωναν καὶ κατἐῤῥεαν. Καὶ ὁ Μάρτυς ὑμνοῦσε τὸν Θεό, καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε ποὺ τὸν ἀξίωνε τέτοιας χαρᾶς καὶ δόξης. Τέλος, στρέφοντας τὸ κεφάλι δεξιὰ καὶ ἀριστερά, γιὰ νὰ δῇ ποὺ ἦταν ἡ περισσότερη φωτιά, ἔῤῥιξε τὸ σῶμά του ἐκεῖ καὶ σὲ λίγο ἔγινε κάρβουνο, στάχτη.
Ἡ ψυχή του φτερούγισε ἐλεύθερη πρὸς τὰ οὐράνια δώματα, πρὸς τὸν Χριστόν, τὸν ἀγαπημένον Νυμφίο. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἔγιναν στὶς 10 Μαρτίου τοῦ 1544ου ἔτους ἀπὸ ἐνσάρκου οἰκονομίας. Ἔτσι ἤθλησε ὁ ἀνδρειόφρων, ὁ στεῤῥός, ὁ ἀδαμάντινος στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ Μιχαήλ.
Κάηκε στὴν πυρὰ ὁ Μιχαήλ, ἀλλὰ ἡ θυσία του δὲν πῆγε χαμένη. Ὅπως δὲν πῆγε χαμένη καὶ ἡ θυσία τόσων ἄλλων. Δικαίως λοιπὸν οἱ σημερινοὶ κάτοικοι τῆς Γρανίτσας, τιμοῦν τὸν Ἅγιό τους τὴν Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου Ἑβδομάδος, στὸν μεγαλοπρεπὴ ἑνοριακὸ ναὸ ποὺ ἔχουν κτίσει πρὸς τιμήν του.
Ἂς πρεσβεύῃ πρὸς Κύριον καὶ γιὰ αὐτοὺς καὶ γιὰ μᾶς καὶ γιὰ ὅλο τὸ εὐλογημένο Γένος μας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸν ἀγγελώνυμον Μιχαὴλ ἅπαντες καὶ Νεομάρτυρα ἀνευφημήσωμεν, Γρανίτσης γόνον ἐκλεκτόν, Θεσσαλονίκης τὸ σέβας τιμῶντες· ὃς ἐναθλησάμενος ὡς οἱ παῖδες εἰς κάμινον, ῥείθροις τῶν αἱμάτων του ἀσεβείας πῦρ ἔσβεσεν· Χριστὸν οὖν ἐν αὐτῷ ἱκετεύσωμεν, αὐτοῦ πρεσβείαις βοῶντες πυρῶσαι εὐλαβείας τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μιχαὴλ Νεομάρτυρα νῦν τιμήσωμεν, Ταξιάρχου συνώνυμον μακαρίσωμεν καὶ Χριστὸν τὸν Λυτρωτὴν ἡμῶν δοξάσωμεν· ὅτι ἀθλήσει καὶ πυρὶ οὗτος μετήλλαξε τὸ ζῆν τῇ πόλει τοῦ Δημητρίου, πορείαν Γένους φωτίζων, ὡς ἄστρον θεῖον ἀεὶ δεικνύμενος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σοφίᾳ τῇ θεόθεν δεδομένῃ κοσμούμενος, ἐξήρυξας εὐτόλμως τοῦ Σωτῆρος τὸ ὄνομα, καὶ τούτῳ ὡς θυσία καθαρά, προσήχθης τῷ πυρὶ τελειωθείς· διὰ τοῦτο Νεομάρτυς σε Μιχαήλ, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀθλητής θεόσοφος, καὶ στατιώτης γενναῖος, Μιχαὴλ μακάριε, Χριστοῦ ἀθλήσας ἐδείχθης· πᾶσαν γάρ, καταπατήσας ἐχθροῦ μανίαν, ἤνεγκας, τὸν ἐν πυρὶ θάνατον χαίρων, καὶ ὡς θεῖον ἱερεῖον, Χριστῷ προσήχθης, τῷ σὲ δοξάσαντι.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ Γρανίτσης θεῖος βλαστός, ὁ Χριστὸν δοξάσας, δι’ ἀθλήσεως θαυμαστῆς· χαίροις ὁ Κυρίῳ προσενεχθεὶς ὡς θῦμα, ὦ Μιχαὴλ ἐνέγκας, πυρὸς τὴν ἔκκαυσιν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πρῶτον τῆς Δωδεκάδος τὸν ἀθλητὴν καὶ νεομαρτύρων Εὐρυτάνων τὴν ἀπαρχήν, τὸν ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτύριον λαβόντα, Μιχαὴλ τὸν θεῖον, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Γρανίτσης τὸ γέρας τὸ θαυμαστὸν καὶ Θεσσαλονίκης θρέμμα ἅμα τε τὸ σεπτόν, Μιχαὴλ τὸν νέον, Χριστοῦ τὴν εὐωδίαν σὺν Δημητρίῳ πάντες νῦν εὐφημήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δωδεκάδος ἁγίων τὴν ἀπαρχὴν καί τοῦ Ταξιάρχου τὸν ὁμότροπον ἀθλητήν, τὸν ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτύριον λαβόντα ᾠδαῖς, ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις νῦν εὐφημήσωμεν.
Oυ Mάρτυς απλούς, αλλά και θείων λόγων,
Pήτωρ εδείχθης ω Mιχαήλ παμμάκαρ.
Χρόνια δίσεκτα, δυστυχισμένα. Οἱ Ἀγαρηνοὶ εἶχαν ἐξαπλωθεῖ ἀπ᾿ ἄκρου εἰς ἄκρον. Οἱ Ῥωμιοὶ φοβισμένοι, ἀβοήθητοι, δὲν ἤξεραν ἀπὸ ποῦ νὰ φυλαχθοῦν. Μερικοὶ προτιμοῦσαν τὸν εὔκολο δρόμο, τούρκευαν. Ἔτσι γλύτωναν τὶς βαριὲς φορολογίες, τὶς ἀγγαρεῖες, τὸ παιδομάζωμα. Ἄλλοι ἔπαιρναν τὰ μάτια τους καὶ ἔφευγαν γιὰ τὰ ξένα. Ὅπου μποροῦσαν. Καὶ ἡ χειρότερη ξενιτειὰ ἦταν καλλίτερη ἀπὸ τὴν μαύρη σκλαβιά. Ὑπῆρχε καὶ μιὰ ἄλλη λύσις: τὰ βουνά. Ἐκεῖ δὲν πατοῦσε Τούρκου ποδάρι. Ζοῦσαν μέσα στὴν φτώχεια, ἀλλ᾿ ἀνέπνεαν ἐλεύθερα. Ὁ 16ος αἰώνας- αἰώνας ποὺ ἔζησε ὁ Ἅγιος Μιχαήλ- ἦταν ὁ πιὸ μαῦρος τῆς σκλαβιᾶς. Τὸν ὀνόμασαν αἰῶνα τῆς ἐξοντώσεως. Ἦταν ἡ ἐποχὴ ὅπου οἱ Ρωμιοὶ Χριστιανοὶ ὅλο καὶ λιγόστευαν, ὅλο καὶ φτώχαιναν, ὅλο καὶ ἀφανιζόνταν.
Στὰ βουνὰ τῶν Ἀγράφων ὑπῆρχε σχετικὴ ἐλευθερία. Ἡ συνθήκη τοῦ Ταμασιοῦ στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ, ἐπέτρεπε τὴν αὐτονομία. Ἐξάλλου τί νὰ κάνουν οἱ Τοῦρκοι ἐκεῖ στὰ ἀπάτητα βουνά; Αὐτοί, ὄντες ἄνθρωποι τῆς στέπας, πήγαιναν μόνον ὅπου πατοῦσε ἄλογο. Ἀκόμη, προερχόμενοι ἀπὸ ἄδενδρο τόπο, φοβοῦνταν τὰ δάση. Στὴν ὀροσειρὰ τῶν Ἀγράφων, ἄλογο δὲν μποροῦσε νὰ περπατήσῃ. Τὰ δάση ἐκάλυπταν τὰ βουνὰ μέχρι τὴν ἀλπική ζώνη. Ἔτσι, ἄφησαν τοὺς κατοίκους νὰ ζοῦν μὲ μιὰ ψευδαίσθηση ἐλευθερίας. Τὸν κεφαλικὸ φόρο τὸν πλήρωναν στὸ ἀκέραιο. Οἱ φτωχοὶ ξώμαχοι ἔχτιζαν πεζούλια γιὰ νὰ συγκρατήσουν τὴν γῆ, ἔσκαβαν μὲ τὸ τσαπὶ τὸ ἄγονο χῶμα γιὰ νὰ ζήσουν αὐτοί, νὰ ζήσουν οἱ οἰκογένειές τους, νὰ πληρώσουν τὸ χαράτσι στὸν φοροεισπράκτορα.
Ἐκεῖ λοιπόν, στοὺς πρόποδες τῶν Ἀγράφων, πρὸς τὴν μεριὰ ποὺ κυλᾷ ὁ Ἀσπροπόταμος, βρίσκεται τὸ ὄμορφο χωριὸ τῆς Γρανίτσας. Σ᾿ αὐτὸ γεννήθηκε ὁ Νεομάρτυς Μιχαήλ. Γονεῖς σαρκικοὺς εἶχε τὸν Δημήτριο καὶ τὴν Σωτήρα, ποὺ καὶ οἱ δύο ἦσαν θεοσεβεῖς, ἐνάρετοι καὶ φιλόπτωχοι.
Αὐτοὶ δίδαξαν τὸν μικρὸ Μιχαήλ, τὴν Ἁγία Πίστι τοῦ Χριστοῦ μας καὶ ἐνστάλλαξαν στὴν τρυφερὴ καρδιά του, τὰ νάματα τῆς πατρώας εὐσεβείας. Ὅμως ὁ πατέρας του πολὺ νωρὶς ἐκοιμήθη. Αὐτὸ σήμαινε μεγαλύτερη πτώχεια καὶ περισσότερη δουλειά. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἦλθεν εἰς ὥραν γάμου, ἐνυμφεύθη. Δὲν ξέρουμε ὅμως ἂν ἔκαμε παιδιά, οὔτε γνωρίζουμε ἄν, φεύγοντας ἀπὸ τὸ χωριό, πῆρε καὶ τὴν οἰκογένεια μαζί του. Πρᾶγμα μᾶλλον ἀπίθανο, γιατὶ τότε καὶ μέχρι τελευταῖα, ἡ οἰκογένεια καὶ κυρίως ἡ σύζυγος ἔμειναν πίσω καρτερώντας. Ἔφυγε νωρίς. Ἡ φτώχεια ἦταν ἀνυπόφορη. Ἡ ἄγονη γῆ δὲν ἀπέδιδε ὄχι τριάκοντα ἢ ἑξήκοντα ἢ ἑκατὸν ἀλλ᾿ οὔτε κἂν τὸ διπλάσιο. Ὅ,τι ἔσπερνε, θέριζε. Καὶ πολλὲς φορές, ἀπὸ βροχὴ ἢ ἀπὸ χαλάζι, δὲν θέριζε τίποτε. Οὔτε τὰ λιγοστὰ ζῶα ἀρκοῦσαν. Φεύγει λοιπόν. Γιὰ ποῦ; Τρεῖς ἦσαν οἱ κυριώτεροι σταθμοὶ γιὰ αὐτοὺς τοὺς βασανισμένους ὀρεσίβιους ἡ Λάρισα, ἡ Θεσσαλονίκη καὶ ἡ Κωνσταντινούπολις.
Ὁ Μιχαὴλ ἔμεινε στὴν Θεσσαλονίκη. Πόλη μεγάλη, δεύτερη μετὰ τὴν Κωνσταντινούπολη ἐδῶ καὶ πολλοὺς αἰῶνες. Βρῆκε ἐργασία σὲ ἕνα ἀρτοπωλεῖο, ἔγινε δηλαδὴ φούρναρης. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν δουλειὰ ἐξοικονομοῦσε τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα. Ὅ,τι τοῦ περίσσευε τὸ ἔδιδε ἐλεημοσύνη στοὺς πένητες. Ἤξερε ἀπὸ φτώχεια, καὶ πονοῦσε ἡ καρδιά του ὅταν ἔβλεπε ζητιάνους, σακάτηδες, φουκαράδες. Ἔδινε ὅ,τι εἶχε, ὅσα εἶχε. Μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ φουρνάρικου μαζεύονταν σκελετωμένες ὑπάρξεις ποὺ τὶς τραβοῦσε σὰν μαγνήτης ἡ εὐωδία τοῦ φρεσκοψημένου ψωμιοῦ. Ἅπλωναν τὸ χέρι γιὰ λίγο ψωμάκι, γιὰ ἕνα ξεροκόμματο. Καὶ αὐτὸς ἔδιδε. Καὶ ὅσον ἔδιδε, τόσο καὶ οἱ δουλειές του πήγαιναν καλύτερα.
Ἤξερε ὅμως, ὅτι ἐλεημοσύνη χωρὶς πνευματικὴ ζωή, εἶναι ἀετὸς μὲ ἕνα φτερό, καὶ βάρκα μὲ ἕνα κουπί. Γι᾿ αὐτό, παρ᾿ ὅλη τὴν ἐξαντλητικὴ ἐργασία του, παρακολουθοῦσε ἀνελιπῶς τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες στὸν Ναό, καὶ κυρίως τὶς Θείες Λειτουργίες. Στὰ χρόνια ἐκεῖνα, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ἦταν ὁ Θεωνᾶς, ὁ κατόπιν ἀνακηρυχθεὶς Ἅγιος, ὁ νέος κτίτωρ τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας στὴν Χαλκιδική. Ἦταν κληρικὸς ἐνάρετος, σοφός, Ἅγιος. Καὶ τὸ κυριώτερο. Σὲ ἐποχὴ παχυλῆς ἁγνοίας, ὅπου τὸ θεῖον Κήρυγμα ἦταν πολυτέλεια, ὁ μακάριος ἐκεῖνος ἐκήρυττε καὶ ἐφώτιζε τὸ ποίμνιό του καὶ τὸ ὡδηγοῦσε στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία.
Ὁ Μιχαὴλ παρακολουθεῖ μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον τὰ κηρύγματα τοῦ Ἁγίου ἐκείνου Ἐπισκόπου. Κυριολεκτικὰ ῥουφοῦσε τὰ λόγια του καὶ ἐξεκρέματο ἀπὸ τῶν χειλέων του. Κυριακὴ τρίτη τῶν Νηστειῶν, τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Φθάνει πρῶτος ὁ Μιχαὴλ στὸν Ναό, γύρω στὰ μεσάνυχτα. Τότε, ἀκολουθοῦσαν καὶ στὶς πόλεις τυπικὰ μοναστηριακά. Ἔλεγαν ὅλα τὰ γράμματα. Μεσονυκτικό, ψαλτήρια, κανόνες, ὧρες. Δὲν ἦταν ὅπως σήμερα ποὺ ψαλλιδίζουν καὶ κόβουν καὶ μετὰ πεθαίνουν τὸν κόσμο μὲ τὰ μινόρε. Ἡ Ἀκολουθία μὲ τὴν Θεία Λειτουργία διαρκοῦσε πάνω ἀπὸ πέντε ὧρες.
Οἱ καμπάνες ἦσαν ἀπὸ τοὺς δυνάστες ἀπαγορευμένες. Ἀνησυχοῦσαν ἔλεγαν τὸν ὕπνο τῶν... πεθαμένων Μουσουλμάνων. Οἱ Χριστιανοὶ εἰδοποιοῦνταν τὴν νύκτα ἀπὸ τὸν λαοσυνάχτη. Ῥολόγια-ξυπνητήρια, δὲν ὑπῆρχαν. Αὐτὸς γυρνοῦσε στοὺς χριστιανικοὺς μαχαλᾶδες καὶ φώναζε, χτυπώντας συνάμα ῥυθμικὰ τὸ ῥαβδί του στὸ καλντερίμι. Ξυπνῆστε Χριστιανοί, ἐλάτε στὴν Ἐκκλησία, σήμερα εἶναι τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Κλειδιὰ στριφογυρνοῦσαν, πόρτες ἔτριζαν, ἀμπάρες κατέβαιναν. Δειλὰ-δειλά, τὰ πρῶτα φαναράκια φαίνονταν στὰ σοκάκια. Παντοῦ στὴν σκλαβωμένη πατρίδα καὶ στην Θεσσαλονίκη.
Πρῶτος-πρῶτος ἔφθασεν ὁ Μιχαήλ. Ἄκουσε μὲ προσοχὴ ὅλη τὴν Ἱερὴ Ἀκολουθία. Ξημέρωνε. Μπῆκαν στὴν Θεία Λειτουργία. Ἦλθεν ἡ ὥρα τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου: ὃς ἂν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν, ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς Αὐτοῦ μετὰ τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν Ἁγίων. Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ Κυρίου μας, ἡ καρδιὰ τοῦ Μιχαὴλ πῆγε νὰ σπάσῃ. Συνεκινήθη, δάκρυσε, σκέφθηκε: Ἐμεῖς ντρεπόμαστε τοὺς Ἀγαρηνοὺς καὶ τοὺς φοβόμαστε σὰν νὰ εἴμαστε μικρὰ σπουργίτια. Αὐτοὶ εἶναι ἡ γενεὰ ἡ μοιχαλὶς καὶ ἁμαρτωλός. Τί λόγο θὰ δώσουμε στὸν Κύριο γιὰ αὐτό μας τὸν φόβο; Πῶς θὰ μᾶς δεχθῇ ὁ Κύριος. Ὁπωσδήποτε θὰ μᾶς ἀρνηθῇ. Δὲν εἶσθε παιδιά μου. Μὲ ἀπαρνηθήκατε, σᾶς ἀπαρνοῦμαι. Καὶ ἀμέσως ἀποφάσισε νὰ θέσῃ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου σὲ ἐφαρμογή. Καὶ μάλιστα γρήγορα, χωρὶς καμία καθυστέρησι.
Οἱ ὧρες τοῦ φαίνονταν χρόνια. Τὸ βράδυ στὸ φτωχικό του κρεββάτι σκεπτόταν καὶ προσευχόταν. Σκεπτόταν νὰ βρῇ τρόπο κατάλληλο γιὰ νὰ μαρτυρήσῃ, προσευχόταν νὰ τοῦ δώσῃ ὁ Κύριος δύναμι γιὰ νὰ τὸ πετύχῃ. Ἤθελε τώρα ἀμέσως. Φοβόταν μὴν τοῦ φύγῃ ὁ ζῆλος, καὶ τὸν ἐμποδίσῃ ὁ σατανᾶς.
Ἐπὶ τέλους ξημέρωσε ἡ Δευτέρα τῆς Μεσονηστίμου Ἑβδομάδος. Ὁ ζῆλος ηὐξανόταν, ἡ ἀπόφασις ἦταν ἀκλόνητη. Πάει στὸν ἑσπερινὸ ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσῃ. Δὲν κάθησε νὰ ἀκούσῃ τὶ ἔλεγεν ἡ ἀνάγνωσις, ποὺ καθημερινῶς ἐτίθετο πρὸς φωτισμὸν τῶν Χριστιανῶν. Φεύγει σὰν κυνηγημένος. Ἔρχεται στὸ φουρνάρικο. Τὸν τριβελίζει ἡ σκέψις. Ἢ τώρα ἢ ποτέ. Ἀργότερα θὰ εἶναι πολὺ ἀργά. Καὶ ἡ εὐκαιρία δὲν ἄργησε νὰ ἔλθῃ. Ἕνα μικρὸ παιδί, τουρκάκι, ἔρχεται, σταλμένο ἀπὸ τὸν πατέρα του νὰ ἀγοράσῃ ψωμί. Τὴν στιγμὴ ποὺ ζύγιζε τὸ ψωμὶ ὁ Μιχαήλ, ῥωτάει τὸν μικρό: Βρὲ παιδάκι μου ξέρεις ποιὰ εἶναι ἡ πίστις σου; Καταλαβαίνεις τὰ ὅσα σὲ μάθανε νὰ πιστεύῃς; Κατὰ συγκυρίαν περνοῦσε ἀπὸ τὸ φουρνάρικο ἕνας ὀθωμανὸς νομοδιδάσκαλος, ἄνθρωπος ποὺ γνώριζε καλὰ τὴν πίστι τους καὶ τὸν ὁποῖον πολὺ σέβονταν οἱ ὁμόθρησκοί του.
Τὸ τουρκάκι μπροστὰ στὴν ἀδυναμία ἀπαντήσεως βρίσκει τὸν νομοδιδάσκαλο σὰν σανίδα σωτηρίας. Στρέφεται πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ λέγει: Δάσκαλε, ἀκοῦς τί μοῦ λέει αὐτὸς ὁ γκιαούρης; Ὁ νομοδιδάσκαλος ποὺ εἶχε ἀκούσει τὴν ἐρώτηση τοῦ Μιχαήλ, τοῦ λέγει: Βρὲ ἄπιστε, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάθεσαι καὶ λὲς στὸ παιδί, καὶ βλασφημεῖς τὴν πίστι μας, ἡ ὁποία εἶναι ἔνδοξος καὶ πολύτιμος;
Ὁ Μιχαὴλ ἀντελήφθη πὼς ἦλθεν ἡ ὥρα τῆς ὁμολογίας. Ἀπαντᾷ εὐθαρσῶς: Ἐγὼ εἶμαι στὰ ἀλήθεια πιστὸς καὶ εὐσεβὴς μὲ τὴν χάρι τοῦ Χριστοῦ μου, τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καὶ γνωρίζω καλὰ τί λέγω καὶ τί πιστεύω, καὶ γιὰ αὐτὸ τὸ πιστεύω μου εἶμαι ἕτοιμος νὰ πεθάνω. Ἀλλὰ σεῖς ταλαίπωροι, οὔτε τί λέτε γνωρίζετε, οὔτε τί πιστεύετε. Εἶσθε πλανημένοι καὶ περπατᾶτε στὸ σκοτάδι. Ἔχετε μιὰ θρησκεία γεμάτη παραμύθια καὶ δημιουργήματα τῆς φαντασίας σας.
Φαίνεται ὅτι τὸ ἀρτοπωλεῖο ἦταν ἡμιϋπαίθριο, ὅπως πολλὰ μέχρι καὶ τὰ τελευταῖα χρόνια, καὶ οἱ συναλλαγὲς γίνονταν στὸ πεζοδρόμιο. Ἀπὸ μέσα ὁ φούρναρης μὲ τὰ ῥάφια γεμάτα καρβέλια, φραντζόλες καὶ κουλοῦρες, ἀπ᾿ ἔξω οἱ πελάτες καὶ ἀνάμεσα ὁ πάγκος, ἡ ζυγαριά, καὶ τὰ μαχαίρια.
Ἐπίσης, ἀπὸ τὴν διήγησι τοῦ Συναξαρίου φαίνεται πὼς τὸ φουρνάρικο ἦταν σὲ τουρκομαχαλᾶ. Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ ὅτι ἐνῷ λέγονταν τὰ ἀνωτέρω, συναθροίσθηκε πλῆθος Ἀγαρηνῶν. Ἔγιναν ἔξαλλοι ὅταν ἄκουσαν τὴν ὁμολογία τοῦ Ἁγίου. Ἁρπάζουν μὲ φωνὲς καὶ ἀλαλαγμοὺς τὸν Μιχαήλ, καὶ σέρνοντάς τον καὶ χτυπώντας τον, τὸν φέρνουν στὸν Κατῆ, τὸν Δικαστὴ δηλαδὴ τῆς Θεσσαλονίκης. Στήνουν μπροστά του τὸν Ἅγιον καὶ ἀρχίζουν ὅλοι μαζὶ τὸ κατηγορητήριο: Ἀκούσαμε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο νὰ βλασφημῇ τὸν Θεὸ καὶ τὸν προφήτη του Μωάμεθ.
Σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ ἱεροῦ νόμου, ἄρχισεν ἡ ἀνάκρισις. Τὸ πῶς καὶ τὸ γιατί. Ὁ Μάρτυς φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα –συμφώνως μὲ τὸ γραμμένο στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο: ὅταν παραδώσωσιν ὑμᾶς εἰς φυλακὰς καὶ ἡγεμόνας μὴ προμελετᾷν ἀπολογηθῆναι· ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν δύναμιν καὶ σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν- ἄρχισε νὰ θεολογῇ θεσπεσίως, ὁμολογώντας ἕνα Θεὸν ἐν Τριάδι προσκυνούμενον, τὸν Ἰησοῦν Θεὸν ὁμοῦ καὶ ἄνθρωπον, τὴν Θεοτόκον Μαρίαν Ἀειπάρθενον, τὸν δὲ Μωάμεθ ὡς ψευδοπροφήτη ποὺ πλάνεψε τοὺς Ὀθωμανούς. Αὐτὰ τὰ βρίσκει ὁ ἐνδιαφερόμενος στὸν κατὰ πλάτος βίον αὐτοῦ.
Ἀκούοντας ὅλα αὐτὰ ὁ Κριτὴς ἐφρύαξε καὶ εἶπε: Γιὰ αὐτά σου τὰ λόγια θὰ σὲ ῥίξω στὴν φωτιά, ἐκτὸς καὶ ἂν μετανοήσῃς καὶ ἀρνηθῇς ὅλα ὅσα εἶπες, καὶ τότε θὰ βρῇς ἔλεος. Μὲ σταθερὴ καὶ βροντώδη φωνὴ ἀπαντᾷ ὁ Ἅγιος: Πιστεύω στὸν Κύριόν μου Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι Θεὸς ἀληθινός, καὶ Δημιουργός, καὶ Πλάστης μου καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑπομείνω μύρια βασανιστήρια γιὰ τὴν ἀγάπη του. Σᾶς λέγω δὲ καὶ τοῦτο· πάρτε ὅλα μου τὰ χρήματα καὶ ἀγοράστε μὲ αὐτὰ ξύλα γιὰ νὰ μὲ κάψετε. Δὲν θέλω μὲ δικά σας ἔξοδα νὰ προσφερθῶ θυσία στὸν Θεό μου.
Ὠργίσθη ὁ Κριτής. Διατάζει τοὺς ἀνθρώπους του νὰ ῥίξουν κάτω τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν ῥαβδίσουν μὲ ὅλη τους τὴν δύναμι. Ὅταν πιὰ κουράσθηκαν νὰ τὸν χτυποῦν, ἦλθε ἄλλη διαταγή. Φυλακή, στὶς σκοτεινὲς καὶ ἀνήλιες φυλακὲς ποὺ δέχονταν κακούργους καὶ ἐγκληματίες. Καὶ σήμερα ἀκόμη οἱ φυλακὲς τῆς Θεσσαλονίκης, τὸ φημισμένο στὸν ὑπόκοσμο Γιεντῆ-Κουλὲ (Ἑπταπύργιο) προκαλεῖ φρίκη. Φαντασθῆτε σὲ ποιὰ κατάστασι ἦταν τότε.
Τὰ συμβάντα ἔφθασαν καὶ στον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Θεωνᾶ. Ἡ καρδιά του χάρηκε γιὰ τὴν παῤῥησία τοῦ Ἁγίου. Φοβήθηκε ὅμως μήπως δειλιάσῃ πρὸ τοῦ μαρτυρίου. Ἔστειλε στὴν φυλακὴ δικούς του ἀνθρώπους. Μὲ τὸ χρυσὸ κλειδὶ τῆς δωροδοκίας, ἔπεισαν τὸν δεσμοφύλακα νὰ τοὺς ἀνοίξῃ τὶς βαρειὲς πόρτες τῆς φυλακῆς. Βρῆκαν τὸν Μάρτυρα σὲ ἕνα βρώμικο καὶ σκοτεινὸ κελλί, δεμένο μὲ ἀλυσίδες σὰν νὰ ἦταν κακοῦργος. Ἦταν ὅμως γεμάτος χαρά, γιατὶ ἔμελλε νὰ μαρτυρήσῃ γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Μητροπολίτου ἀνεκοίνωσαν τοὺς φόβους καὶ τοὺς ἐνδοιασμούς του. Αὐτὸς ὅμως ὁ εὐλογημένος, παρήγγειλε μὲ σεβασμὸ στὸν Θεωνᾶ νὰ ἡσυχάσῃ καὶ νὰ μὴ φοβᾶται γιατὶ ἡ ἀπόφασίς του γιὰ τὸ μαρτύριο, μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἦτο ἀμετάτρεπτος.Ὅταν τὰ ἔμαθε αὐτὰ ὁ Μητροπολίτης χάρηκε πολὺ καὶ ἐδόξασε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν εὐλογημένη ἀπόφασι τοῦ Ἁγίου. Ὅμως δὲν ἡσύχασε. Ἤξευρε ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι το αὐτόκλητο μαρτύριο εἶναι ἄκρως ἐπικίνδυνο. Εἶναι κόψι ξυραφιοῦ. Σὰν ξημέρωσε λοιπὸν ἡ ἄλλη μέρα ἀποστέλλει πάλι τοὺς ἀνθρώπους του στὴν φυλακή, γιὰ νὰ παρηγορήσουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν ἐνισχύσουν στὴν ἀπόφασί του νὰ μαρτυρήσῃ γιὰ τὸν Χριστό.
Ὁ μακάριος Μιχαὴλ τοὺς ὑπεδέχθη περιχαρής. Ἄκουσε μὲ προσοχὴ τὶς παραινέσεις καὶ στὸ τέλος τοὺς εἶπε: Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Αὐτὴ τὴν νύκτα ποὺ πέρασε, καὶ ἐνῷ προσευχόμουν νὰ μὲ ἀξιώσῃ ὁ Κύριος νὰ μαρτυρήσω γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄνομά Του, μοῦ φανερώθηκε ὁ ἴδιος καὶ μοῦ εἶπε· Μιχαήλ, δικέ μου Ἀθλητά, χαῖρε· ὅπως ἐγὼ γιὰ σένα καὶ γιὰ ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων πρόσφερα τὴν ζωή μου καὶ ὑπέμεινα σταυρικὸ θάνατο, ἔτσι καὶ σὺ καὶ καθ᾿ ὅμοιο τρόπο εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀποθάνῃς γιὰ τὴν ἀγάπη μου γιὰ νὰ ζήσῃς καὶ νὰ βασιλεύσῃς μαζί μου. Πρόσεχε λοιπὸν μὴ φοβηθῆς τὴν φωτιά, γιατὶ εἶναι μὲν φοβερὴ στὴν θέα. Θὰ ὑπομείνῃς τὸ διὰ πυρὸς μαρτύριο, γιατὶ θὰ ἐνδυναμώνεσαι ἀπὸ τὴν ἀκατανίκητή μου δύναμι.
Τότε, ἐμένα, μὲ κατέλαβε μιὰ ὑπερβολικὴ ἀγάπη καὶ μιὰ ἀνεκλάλητη χαρά, τόση ποὺ δὲν μπορῶ πιὰ νὰ κρατηθῶ. Προσμένω πότε θὰ ἔλθῃ αὐτὴ ἡ εὐλογημένη ὥρα νὰ χωρισθῶ ἀπὸ αὐτὸ τὸν μάταιο κόσμο καὶ νὰ ἑνωθῶ μὲ τὸν Χριστό μου. Τὸ γεγονὸς τῆς συλλήψεως καὶ φυλακίσεως τοῦ Ἁγίου διεδόθη σὲ ὅλη τὴν πόλι καὶ ἰδίως ἀνάμεσα στοὺς συναδέλφους τοῦ Μιχαήλ. Συναντήθηκαν λοιπὸν ὅλοι οἱ ἀρτοπῶλες καὶ ἐν σώματι πῆγαν στὸ Κριτήριο τῆς πόλεως. Παρεκάλεσαν τὸν Κριτὴ νὰ ἐπιτρέψει στὸν Ἅγιο ἔστω καὶ γιὰ μιὰ τελευταία φορά, νὰ μεταβῇ στὸ ἀρτοπωλεῖό του. Εἶχε ἐκκρεμεῖς λογαριασμούς. Σὲ ἄλλους ὤφειλε, ἄλλοι τοῦ χρεωστοῦσαν. Ἔπρεπε νὰ τοὺς τακτοποιήσῃ. Ὁ Κριτὴς ἔδωσε τὴν ἄδεια.
Ὁ Ἅγιος συρόμενος ἀπὸ τοὺς θηριογνώμονες φύλακές του, δεμένος χειροπόδαρα μὲ ἀλυσίδες, ἔφθασε ἐπὶ τέλους στὸ ἀρτοπωλεῖό του. Κάποιος Χριστιανός, θέλησε νὰ προσφέρῃ στὸν Μάρτυρα ἕνα ποτήρι νερό, γιὰ νὰ δροσίσῃ τὰ φλεγόμενα ἀπὸ τὴν δίψα χείλη του. Ἀλλὰ οἱ ἀπάνθρωποι φύλακες παρ᾿ ὀλίγον νὰ τὸν σκοτώσουν γιὰ τὸ τόλμημά του. Μὲ βρισιὲς καὶ κλωτσιὲς τὸν ἀπεμάκρυναν βιαίως. Ὁ Ἅγιος σήκωσε τὸ κεφάλι καὶ διεμαρτυρήθη γιὰ αὐτὴ τὴν βαρβαρότητα. Ὅμως ἕνα χτύπημα μὲ χοντρὸ ῥαβδὶ στὸ κεφάλι, τὸν ἔῤῥιξε αἱμόφυρτο στὴν γῆ. Οἱ φύλακες τὸν ἤθελαν ὄρθιο, ῥακος ἀλλὰ ὅρθιο, ζωντανὸ γιὰ νὰ δικασθῇ. Τὸν ἔστησαν διὰ τῆς βίας καὶ συρόμενο τὸν ὡδήγησαν πάλι στὴν φυλακή. Έκεῖ θὰ ἀνέμενε τὴν ἔλευσι ἀνωτέρου Κριτοῦ, ποὺ μόνον αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ ἐπικυρώσῃ τὴν καταδίκη του εἰς τὸν διὰ πυρᾶς θάνατο.
Τὴν Πέμπτη τῆς Μεσονηστίμου ἑβδομάδος ἦλθε. Κατὰ τὸ μεσημέρι κάθισε στὴν δικαστική του ἕδρα καὶ διέταξε νὰ φέρουν μπροστά του τὸν Μάρτυρα. Ἐπανελήφθησαν τὰ ἴδια πράγματα, οἱ ἴδιες ἐρωτήσεις, οἱ ἴδιες κολακεῖες, οἱ ἴδιες ἀπειλές. Ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ καὶ πάλι μὲ πολὺ θάῤῥος ὡμολόγησε τὴν πίστι του στὸν Ἰησοῦ, τὸν μόνον ἀληθινὸ Θεό. Δὲν δελεάσθηκε ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις, δὲν δειλίασε ἀπὸ τὶς ἀπειλές. Μπροστὰ σὲ αὐτὴ τὴν ἐμμονὴ τοῦ Μάρτυρος ὁ ἀνώτατος Κριτὴς κατενόησε τὸ ἄσκοπο καὶ ἀτελέσφορο τῆς περαιτέρω ἐξετάσεως. Ἐξέδωσε τὴν τελεσίδικο ἀπόφασί του: Ἕνεκα τῆς ἐπιμονῆς τοῦ Μιχαὴλ στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀποῤῥίψεως τοῦ Μωάμεθ ὡς ψευδοπροφήτου καὶ πλάνου, καταδικάζεται εἰς τὸν διὰ πυρᾶς θάνατον μετὰ τρεῖς ὧρες.
Τὸ κάψιμο τοῦ Ἁγίου θὰ γινόταν σὲ τόπο πολυσύχναστο, σὲ συνοικία χριστιανική, κοντὰ σὲ ἐκκλησία, γιὰ παραδειγματισμό, καὶ ἐκφοβισμὸ τῶν ῥαγιάδων. Ἄναψαν φωτιὰ δίπλα στὸν Ναὸ τῆς Ὑπαπαντῆς, στὴν Ἐγνατία ὁδό, ἐκεῖ ποὺ τώρα ἕνα ἀπέριττο προσκυνητάρι (δὲν) θυμίζει στοὺς βιαστικοὺς περαστικοὺς τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ἡ καταδίκη διεδόθη σὰν ἄστραπή. Πλῆθος Χριστιανῶν καὶ Μουσουλμάνων συγκεντρώθηκε. Οἱ πρῶτοι, μὲ δάκρυα καὶ κοπετούς, παρακολουθοῦσαν ἀπὸ μακρυά. Οἱ δεύτεροι, μὲ ἀλαλαγμοὺς χαρᾶς, μὲ μῖσος καὶ λύσσα. Μὲ προπηλακισμούς, βρισιές, βουρδουλιές, ἡ θλιβερὴ πορεία ἔφθασε στὴν φωτιά. Φανατικοὶ Μουσουλμάνοι τὴν συδαύλιζαν. Ἀνέβηκε σὲ ὕψος, σπίθιζε, θύμιζε τὴν βαβυλώνεια κάμινο τὴν ἑπταπλασίως ἐκκαεῖσαν. Ὅλα ἦσαν ἕτοιμα. Ὁ Κριτής, τούτη τὴ ὕστερη ὥρα θέλησε –κατὰ τὸ σύνηθες σὲ αὐτούς- νὰ μεταστρέψῃ τὴν γνώμη τοῦ Μάρτυρος μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες. Ἄν γινόταν Τοῦρκος θὰ ἀπελάμβανε ἀγαθὰ πολλά. Κρίμα ποὺ τὸ πεῖσμα τὸν ὡδηγοῦσε στὴν φωτιά. Μὰ ὁ Μάρτυς, ὄχι μόνον δὲν ἄκουε πιὰ τὰ ἀνόητα αὐτὰ λόγια, ἀλλὰ τοὐναντίον παρώτρυνε τὸν Κριτὴ νὰ ἐκτελέσῃ τὴν ἀπόφασί του ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορώτερα.
Τοῦ βγάζουν τὰ ῥοῦχα, τὸν ἀλείφουν ὁλόκληρο μὲ θειάφι καὶ τὸν ῥίχνουν στὴν φωτιά. Ἄναψε ἀμέσως σὰν δεμάτι ἀπὸ ξερὰ φρύγανα. Καὶ αὐτός; Ἀκίνητος, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα, προσευχόμενος, ὄρθιος γιὰ ὥρα πολλή. Οἱ σἀρκες του καίονταν καὶ ἔλειωναν καὶ κατἐῤῥεαν. Καὶ ὁ Μάρτυς ὑμνοῦσε τὸν Θεό, καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε ποὺ τὸν ἀξίωνε τέτοιας χαρᾶς καὶ δόξης. Τέλος, στρέφοντας τὸ κεφάλι δεξιὰ καὶ ἀριστερά, γιὰ νὰ δῇ ποὺ ἦταν ἡ περισσότερη φωτιά, ἔῤῥιξε τὸ σῶμά του ἐκεῖ καὶ σὲ λίγο ἔγινε κάρβουνο, στάχτη.
Ἡ ψυχή του φτερούγισε ἐλεύθερη πρὸς τὰ οὐράνια δώματα, πρὸς τὸν Χριστόν, τὸν ἀγαπημένον Νυμφίο. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἔγιναν στὶς 10 Μαρτίου τοῦ 1544ου ἔτους ἀπὸ ἐνσάρκου οἰκονομίας. Ἔτσι ἤθλησε ὁ ἀνδρειόφρων, ὁ στεῤῥός, ὁ ἀδαμάντινος στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ Μιχαήλ.
Κάηκε στὴν πυρὰ ὁ Μιχαήλ, ἀλλὰ ἡ θυσία του δὲν πῆγε χαμένη. Ὅπως δὲν πῆγε χαμένη καὶ ἡ θυσία τόσων ἄλλων. Δικαίως λοιπὸν οἱ σημερινοὶ κάτοικοι τῆς Γρανίτσας, τιμοῦν τὸν Ἅγιό τους τὴν Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου Ἑβδομάδος, στὸν μεγαλοπρεπὴ ἑνοριακὸ ναὸ ποὺ ἔχουν κτίσει πρὸς τιμήν του.
Ἂς πρεσβεύῃ πρὸς Κύριον καὶ γιὰ αὐτοὺς καὶ γιὰ μᾶς καὶ γιὰ ὅλο τὸ εὐλογημένο Γένος μας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸν ἀγγελώνυμον Μιχαὴλ ἅπαντες καὶ Νεομάρτυρα ἀνευφημήσωμεν, Γρανίτσης γόνον ἐκλεκτόν, Θεσσαλονίκης τὸ σέβας τιμῶντες· ὃς ἐναθλησάμενος ὡς οἱ παῖδες εἰς κάμινον, ῥείθροις τῶν αἱμάτων του ἀσεβείας πῦρ ἔσβεσεν· Χριστὸν οὖν ἐν αὐτῷ ἱκετεύσωμεν, αὐτοῦ πρεσβείαις βοῶντες πυρῶσαι εὐλαβείας τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μιχαὴλ Νεομάρτυρα νῦν τιμήσωμεν, Ταξιάρχου συνώνυμον μακαρίσωμεν καὶ Χριστὸν τὸν Λυτρωτὴν ἡμῶν δοξάσωμεν· ὅτι ἀθλήσει καὶ πυρὶ οὗτος μετήλλαξε τὸ ζῆν τῇ πόλει τοῦ Δημητρίου, πορείαν Γένους φωτίζων, ὡς ἄστρον θεῖον ἀεὶ δεικνύμενος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σοφίᾳ τῇ θεόθεν δεδομένῃ κοσμούμενος, ἐξήρυξας εὐτόλμως τοῦ Σωτῆρος τὸ ὄνομα, καὶ τούτῳ ὡς θυσία καθαρά, προσήχθης τῷ πυρὶ τελειωθείς· διὰ τοῦτο Νεομάρτυς σε Μιχαήλ, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀθλητής θεόσοφος, καὶ στατιώτης γενναῖος, Μιχαὴλ μακάριε, Χριστοῦ ἀθλήσας ἐδείχθης· πᾶσαν γάρ, καταπατήσας ἐχθροῦ μανίαν, ἤνεγκας, τὸν ἐν πυρὶ θάνατον χαίρων, καὶ ὡς θεῖον ἱερεῖον, Χριστῷ προσήχθης, τῷ σὲ δοξάσαντι.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ Γρανίτσης θεῖος βλαστός, ὁ Χριστὸν δοξάσας, δι’ ἀθλήσεως θαυμαστῆς· χαίροις ὁ Κυρίῳ προσενεχθεὶς ὡς θῦμα, ὦ Μιχαὴλ ἐνέγκας, πυρὸς τὴν ἔκκαυσιν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πρῶτον τῆς Δωδεκάδος τὸν ἀθλητὴν καὶ νεομαρτύρων Εὐρυτάνων τὴν ἀπαρχήν, τὸν ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτύριον λαβόντα, Μιχαὴλ τὸν θεῖον, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Γρανίτσης τὸ γέρας τὸ θαυμαστὸν καὶ Θεσσαλονίκης θρέμμα ἅμα τε τὸ σεπτόν, Μιχαὴλ τὸν νέον, Χριστοῦ τὴν εὐωδίαν σὺν Δημητρίῳ πάντες νῦν εὐφημήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δωδεκάδος ἁγίων τὴν ἀπαρχὴν καί τοῦ Ταξιάρχου τὸν ὁμότροπον ἀθλητήν, τὸν ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτύριον λαβόντα ᾠδαῖς, ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις νῦν εὐφημήσωμεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου