Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

Άγιος Μιχαήλ Χωνιάτης Ακομινάτος, Μητροπολίτης Αθηνών. Ημέρα Μνήμης: 4 Ιουλίου.

Άγιος Μιχαήλ Χωνιάτης Ακομινάτος, Μητροπολίτης Αθηνών. Ημέρα Μνήμης: 4 Ιουλίου.



Γενικά Στοιχεία.

Ο Άγιος Μιχαήλ γεννήθηκε το 1138 μ.Χ. από πλούσιους γονείς στις Χώνες της Φρυγίας., οι οποίοι φροντίζοντας για την πνευματική του καλλιέργεια, τον έπεμψαν στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως, προκειμένου να ολοκληρώσει τις σπουδές του στην “γραμματικήν προπαιδείαν και την του επικού κύκλου χρηστομάθειαν” πλησίον στο μετέπειτα Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άγιο Ευστάθιο Θεσσαλονίκης. Σε νεαρή ηλικία διεκόνησε γραμματέας στο Πατριαρχείο, θέση που σε συνδυασμό με την μεγάλη κλασσική του παιδεία και τον αδαμάντινο χαρακτήρα του, τον οδήγησαν στην ανάδειξή του σε Μητροπολίτη Αθηνών το έτος 1182 μ.Χ.. Άμα τη εγκαταστάσει του στην επί της Ακροπόλεως Μητροπολιτική οικία του, δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας της Αθηνιώτισσας (Παρθενώνας), που τόσο αγάπησε, ξεκίνησε αμέσως τον πολυποίκιλο και πολύπλευρο αγώνα του.


Η Αθήνα εκείνα τα χρόνια ήταν μια φτωχή και εξαθλιωμένη μικρή επαρχιακή πόλη, με ανθρώπους που με δυσκολία αντιμετώπιζαν τις βιοτικές μέριμνες και ζούσαν υπό τον διαρκή φόβο των πειρατικών επιδρομών. Παρά την αρχική του έκπληξη και απογοήτευση για την κατάσταση της πάλαι ποτέ μεγάλης πόλεως των Αθηνών, δεν πτοήθηκε, ανασκουμπώθηκε και εργάστηκε για πολλά χρόνια για την ανακούφιση του λαού από την φτώχεια και τις πειρατικές επιδρομές, αλλά και την ανύψωση του πνευματικού επιπέδου του. Έχοντας πρότυπο τον μεγάλο Αρχιερέα, Χριστό, έγινε ο Ποιμήν ο Καλός της Εκκλησίας της Αθήνας, που γνωρίζει τα πρόβατα της ποίμνης Του με το όνομά τους και γνωρίζεται από αυτά (Ιω. ι΄14). Ο λόγος του δρόσιζε τη ζωή των πολιτών του άστεως και των χωρικών της Αττικής, τους οποίους τακτικά επισκεπτόταν, για να τους τονώσει την πίστη και το ορθόδοξο φρόνημα τους.

Ο Άγιος υπερασπίστηκε το ποίμνιό του όχι μόνο πνευματικά, αλλά και υλικά όταν το 1203 μ.Χ. ο Λέων Σγουρός, ιδρυτής της ανεξάρτητης ηγεμονία της Πελοποννήσου, προσπάθησε να καταλάβει την Αθήνα. Είναι συγκινητικό και συνάμα εντυπωσιακό πώς ο απειροπόλεμος και λόγιος Μητροπολίτης Μιχαήλ Ακομινάτος υπεράσπισε την πόλη (στήνοντας πολεμικές μηχανές στις επάλξεις της Ακροπόλεως και εξοπλίζοντας τον απλό λαό), αναγκάζοντας τον επιδρομέα να τραπεί σε υποχώρηση.

Η κατάληψη όμως των Αθηναίων από τους Βουργουνδίους (Φράγκους) εισβολείς στα 1204 μ. Χ. και η απαγόρευση εξασκήσεως των πνευματικών και ποιμαντικών του καθηκόντων ανάγκασε τον Μιχαήλ σε εκούσια απομάκρυνση από το θρόνο του και την αυτοεξορία του στην Κέα (Τζια), όπου παρέμεινε για δέκα χρόνια. Εκεί ατενίζοντας από μακρυά την αγαπημένη του Αθήνα μπορούσε ελεύθερος και ανενόχλητος να νουθετεί και να οδηγεί στη σωτηρία το ποίμνιο του, μέσω συχνής αλληλογραφίας και επιστολών. Όταν θεώρησε, ότι είχε ολοκληρώσει το έργο του, αναχώρησε το 1217 μ.Χ. από το νησί προκειμένου να αποσυρθεί στην ήσυχη ιερά μονή του Τιμίου Προδρόμου της Μουντινίτζης Θερμοπυλών, για να τελειώσει οσιακά και ειρηνικά το βίο το 1222 μ.Χ., σε ηλικία 84 ετών.

Ο Χωνιάτης αποτελεί μια από τις συναρπαστικότερες φυσιογνωμίες για τους ιστορικούς, καθότι υπήρξε όχι μόνο ένας λόγιος Άγιος Μητροπολίτης με πλήρη αυταπάρνηση για το ποίμνιό του, αλλά συνάμα ικανότατος πολιτικός διοικητής και γνήσιος Ρωμαίος πατριώτης.

Ο Άγιος άφησε πίσω του πλούσιο και πολυποίκιλο συγγραφικό έργο, ανεκτίμητης αξίας για τους Βυζαντινολόγους. Τα σωζόμενα έργα του απαρτίζονται από κατηχήσεις, πανηγυρικούς λόγους και 180 λοιπές επιστολές από τα οποία αντλούμε πάμπολλα στοιχεία για τη ζωή και τους αγώνες του για την Εκκλησία, καθώς και την ιστορία του τόπου. Η φήμη του πράου και ταπεινού ιεράρχου, πρέπει να ήταν τέτοια που να οδήγησε κατά  τα φαινόμενα στην άμεση αγιοκατάταξή του, δεδομένου ότι δέκα χρόνια περίπου μετά την τελευτή του, αγιογραφήθηκε στην έως σήμερα σωζόμενη τοιχογραφία του βυζαντινού ναού Αγίου Πέτρου Καλλυβίων.

Η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη του την 4η Ιουλίου και τιμάται ιδιαίτερα: στα Καλύβια Αττικής, στις Θερμοπύλες, στην Κεά και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδος.

Πλήρης Βιογραφία.

O λόγιος μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης (Ακομινάτος) υπήρξε αναμφισβήτητα η κύρια και επικρατούσα μορφή της Βυζαντινή Αθήνας, εξαιτίας του πολυποίκιλου συγγραφικού του έργο, των ιδιαιτέρων ικανοτήτων του και του ιδιαιτέρου ζήλου που επέδειξε στην διακονία του λαού της Αθήνας. Ευτυχώς μεγάλο μέρος των γραπτών του έχει διασωθεί έως σήμερα, αποτελώντας μία από τις ελάχιστες πηγές των ιστορικών για την Βυζαντινή Αθήνα. Η αγάπη του για το ποίμνιό του και η εν γένει βιοτή του, οδήγησαν του Αθηναίους να τον τιμούν ως Άγιο, λίγα μόλις χρόνια μετά την κοίμησή του. Η προσωπογραφία του μας είναι γνωστή από μια σωζόμενη Αγιογραφία στον Άγιο Πέτρο Καλλυβίων του έτους 1232 μ.Χ.

Ο Άγιος Μιχαήλ Χωνιάτης σηματοδότησε το τέλος της Βυζαντινής Αθήνας, αφού ως τελευταίος Μητροπολίτης Αθηνών, ήταν αυτός που για να προστατέψει το ποίμνιό του παρέδωσε την πόλη στους Φράγκους, και εν συνεχεία αυτοεξορίστηκε στη νήσο Κέα.

Ο Άγιος Μιχαήλ γεννήθηκε το 1138 μ.Χ. από πλούσιους γονείς στις Χώνες της Φρυγίας, όντας αδελφός του βυζαντινού ιστορικούΝικήτα Χωνιάτη. Προκειμένου να ολοκληρώσει ο Μιχαήλ τις σπουδές του πήγε  στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως πλησίον του μετέπειτα Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Αγίου Ευστάθιου Θεσσαλονίκης. Σε νεαρή ηλικία διεκόνησε ως γραμματέας στο Πατριαρχείο. Η θέση αυτή σε συνδυασμό με την μεγάλη κλασσική του παιδεία και τον αδαμάντινο χαρακτήρα του, οδήγησαν την ανάδειξή του ως Μητροπολίτη Αθηνών το έτος 1182 μ.Χ..

Ο νεοχειροτονηθείς πενηντάχρονος μητροπολίτης και λάτρης του ελληνικού κλασσικού πολιτισμού Μιχαήλ κατήλθε στην Αθήνα, με περισσή χαρά και ενθουσιασμό για να διακονήσει την ένδοξη πόλη, που είχε γνωρίσει και θαυμάσει μέσα από τα αρχαία συγγράμματα. Μέσω όμως της κλασικής του παιδείας, είχε εξιδανικεύσει την εικόνα της Αθήνας και ήταν εντελώς απροετοίμαστος για την πραγματικότητα, που τον περίμενε.

Αφού εγκαταστάθηκε στον εντευκτήριο οίκο του Μητροπολίτη Αθηνών, που ήταν δίπλα στον καθεδρικό ναό της Παναγιάς της Αθηνιώτισσας (Παρθενώνας), εκφώνησε τον θερμότατο εισβατήριο (ενθρονιστήριο) λόγο του (μπορείτε να το βρείτε εδώ), που έμεινε στην ιστορία.  Με αριστοτεχνική χρήση της Αττικής διαλέκτου εξήρε την παλιά δόξα της πόλεως των Αθηνών, και εξέφραζε την ακράδαντη πίστη του στην γενεαλογική συνέχεια των κατοίκων της πόλεως αυτής. Παρότρυνε μάλιστα τους Αθηναίους να έχουν σαν πρότυπα ζωής τους ιστορικούς προγόνους τους, φέρνοντας ως παραδείγματα κυρίως τον Αριστείδη, τον Περικλή και τον Θεμιστοκλή.

​Οι προσδοκίες του όμως για την Αθήνα, σύντομα δυστυχώς κατακρημνίστηκαν βλέποντας την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η πόλη στο τέλος του 12ου αιώνος μ.Χ.. Δεν άργησε να συνειδητοποιήσει ότι τοποθετήθηκε μητροπολίτης σε  μια μικρή ρημαγμένη από πειρατές και λοιπούς επιδρομείς επαρχιακή πόλη με κατοίκους πεινασμένους και ρακένδυτους, η οποία ήταν κατάσπαρτη από κτιριακά απομεινάρια μιας παλιάς, μακρινής δόξας. Οι κάτοικοί της δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσουν καν τα κηρύγματά του, λόγω απαιδευσιάς. Χρειάστηκε τρία χρόνια για να μάθει ο Ακομινάτος να μιλά και να καταλαβαίνει το τοπικό ιδίωμα της γλώσσας των Αθηναίων!

Κατά την διάρκεια των τριάντα χρόνων της Αθηναϊκής ποιμαντορίας του ο Μιχαήλ Ακομινάτος γνώρισε παμπολλες θλίψεις, απογοητεύσεις στενοχώριες, ανάμεσα σε ανθρώπους, που δεν ήταν σε θέση ούτε να τον καταλάβουν, ούτε να συμμερισθούν τις απόψεις του. Αναφωνεί ο ίδιος σε κάποια από τα κείμενά του. «Ω! πόλη των Αθηνών! Μητέρα της σοφίας! Σε ποια αμάθεια έχεις βυθιστεί! Όταν σου μιλούσα απλά και φυσικά με την ευκαιρία της ενθρόνισής μου, φαινόταν σαν να μιλούσα για κάτι ακατανόητο ή σε μια ξένη γλώσσα των Περσών ή των Σκυθών».

​Παρά την αρχική του έκπληξη και απογοήτευση για την κατάσταση της πάλαι ποτέ μεγάλης πόλεως των Αθηνών, δεν πτοήθηκε, ανασκουμπώθηκε και εργάστηκε για πολλά χρόνια για την ανακούφιση του λαού από την φτώχεια και τις πειρατικές επιδρομές, αλλά και την ανύψωση του πνευματικού επιπέδου κλήρου και λαού και έχοντας ως πρότυπο τον μεγάλο Αρχιερέα, Χριστό, έγινε ο Ποιμήν ο Καλός της Εκκλησίας, που γνωρίζει τα πρόβατα της ποίμνης Του με το όνομά τους και γνωρίζεται από αυτά (Ιω. ι΄14).

Μπορεί μέσα στην θλίψη του και στην αγωνία του να προκαλέσει την προσοχή των προυχόντων  να υπερέβαλε κάπως στις περιγραφές του, όμως όσα μας καταμαρτυρεί δεν πρέπει να απέχουν και πολύ από την πραγματικότητα.

Γράφει κάπου χαρακτηριστικά: «μα την αλήθεια δεν είμαι ένας ευτυχισμένος ποιμένας, καθώς ορίζω ένα ποίμνιο δυστυχισμένο και ολιγάνθρωπο σε μια μεγάλη ερημιά που ναι απομεινάρι της άλλοτε μεγάλης πόλεως».

​Και αλλού «Βλέπεις τα τείχη, άλλα απογυμνωμένα, άλλα εντελώς αφανισμένα, σπίτια κατεδαφισμένα και καλλιεργημένα βλέπεις την πόλη ερημωμένη και μη κατοικήσιμη, ενώ δεν θα βρεις ούτε ερείπιο της Ηλιαίας ή του Περιπάτου ή του Λυκείου, μόνο το βραχώδη λόφο του Αρείου Πάγου μπορείς να δεις, τίποτα το ακμαίο, όπως και οι χείμαρροι διατρέχουν τις πέτρες που προεξέχουν, στη μόνη και ταλαιπωρημένη Αθήνα όλα ρέουν με μένος παρακωλύοντας κάθε οχύρωμα».

Η εξαθλιωμένη Αθήνα της εποχής εκείνης υπέφερε από τη βαριά φορολογία και τις αυθαιρεσίες των αξιωματούχων, από τη σιτοδεία και τις επιδρομές των πειρατών.  Οι δρόμοι ήταν έρημοι και οι κάτοικοί της σε πλήρη απόγνωση. Η ίδια η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατέρρεε, στελεχωμένη από μη ικανούς αυτοκράτορες, οκνηρούς αξιωματούχους, διεφθαρμένους διοικητές και άπληστους φοροεισπράκτορες, ενώ οι πειρατές και οι Λατίνοι όργωναν ανενόχλητοι τις θάλασσες σφαγιάζοντας κατά βούληση. Ο Ακομινάτος πασχίζοντας αποκλειστικά με τις δικές του δυνάμεις προσπαθούσε βελτιώσει τις συνθήκες ζωής του ποιμνίου του. Νουθετούσε, επέπληττε, κολάκευε τους πραίτορες που έρχονται από την Κωνσταντινούπολη, έστελνε επιστολές στους ισχυρούς, μέχρι και υπομνηστικό διάβημα στον αυτοκράτορα έστειλα. Δυστυχώς, όλα εις μάτην.

Στο πνευματικό επίπεδο όμως, η  βιωτή του και ο λόγος του στήριζε τη ζωή όχι μόνο των Αθηναίων αλλά και των χωρικών της Αττικής, τους οποίους τακτικά επισκεπτόταν, για να τους τονώσει την πίστη, το ορθόδοξο φρόνημα και να τους στηρίξει στις καθημερινές του δυσκολίες.

Η ανιδιοτελής αφοσίωση και αγάπη του Μιχαήλ Ακομινάτου για το λαό του, τον ώθησε στον να οργανώσει την άμυνα της πόλεως το 1203 μ.Χ., ενάντια στον Λέοντα Σγουρό, ιδρυτή της ανεξάρτητης ηγεμονίας του Ναυπλίου και Αργολίδας. Είναι συγκινητικό και συνάμα εντυπωσιακό πως ο απειροπόλεμος και λόγιος Μητροπολίτης υπεράσπισε την πόλη του στήνοντας πολεμικές μηχανές στις επάλξεις της Ακροπόλεως και εξοπλίζοντας τον απλό λαό τόσο αποτελεσματικά, που ανάγκασε τον επιδρομέα να υποχωρήσει.

Δυστυχώς οι δυνάμεις του δεν επαρκούσαν για να προτάξει αντίσταση στην εισβολή των σιδηρόφρακτων ιπποτών των Φράγκων Σταυροφόρων το 1204 μ.Χ.. Βλέποντας τη ματαιότητα της αντιστάσεως και των επικειμένων σφαγών, προτίμησε να παραδώσει αμαχητί την πολυαγαπημένη του πόλη στον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό. Οι Φράγκοι εν συνεχεία, αποκαλύπτοντας τους πραγματικούς σκοπούς των Σταυροφοριών τους, λεηλάτησαν ολόκληρη την Αθήνα, άρπαξαν εκκλησιαστικούς θησαυρούς και κειμήλια, λαφυραγώγησαν τον Παρθενώνα και το ναό της Παναγιάς της Αθηνιώτισσας, όπως και την προσωπική βιβλιοθήκη του Ακομινάτου.

Η κατάληψη όμως των Αθηναίων από τους Βουργουνδίους (Φράγκους) εισβολείς και η απαγόρευση εξασκήσεως των πνευματικών και ποιμαντικών καθηκόντων, ανάγκασε τον Μιχαήλ σε εκουσία απομάκρυνση από το θρόνο και το ποίμνιό του και εξορία του στη Θεσσαλονίκη, και εν συνεχεία στην Κέα. Από εκεί συνέχισε την ποιμαντορία του, εργαζόμενος ακατάπαυστα για την στήριξη του χειμαζομένου ποιμνίου του για δέκα έτη μέσω συμβουλών και επιστολών. Αναχώρησε από την Κέα το 1217 μ.Χ. για να αποσυρθεί στην ήσυχη ιερά μονή του Τιμίου Προδρόμου της Μουντινίτζης Θερμοπυλών. Τελείωσε τον βίο του εν ειρήνη  το έτος 1222 μ.Χ., σε ηλικία 84 ετών, αφήνοντας  πίσω του πλούσιο συγγραφικό έργο.

Ο Χωνιάτης τυγχάνει μια από τις συναρπαστικότερες ιστορικές φυσιογνωμίες. Υπήρξε λόγιος με βαθιά παιδεία μητροπολίτης, που είχε δοθεί εξολοκλήρου στο ποίμνιό του, όντας συνάμα ικανός πολιτικός-διοικητής και γνήσιος Ρωμαίος πατριώτης.

​Το έργο, που διασώθηκε από τας χείρας του είναι πολυποίκιλο και πολυσήμαντο. Τα «σωζόμενα» (μπορείτε να τα βρείτε εδώ)  του απαρτίζονται από κατηχήσεις, πανηγυρικούς λόγους και 180 λοιπές επιστολές από τις οποίες αντλούμε στοιχεία τόσο για τη ζωή και τους αγώνες του για την Εκκλησία, όσο και για την ιστορία της Αθήνας της εποχής εκείνης.

Το μόνιμο χαρακτηριστικό της αλληλογραφίας και των ομιλιών του ήταν η χρήση του υπερθετικού βαθμού όταν αναφερόταν στην Ακρόπολη. Το μνημείο αποτελούσε για αυτόν, την μεγάλη του παραμυθία καθώς ήταν το σύμβολο της ενώσεως των δύο μεγάλων πόλων της υπάρξεως του. Συμβόλιζε για αυτόν την γέφυρα που ένωνε τον αρχαίο ελληνικό με τον Χριστιανικο κόσμο.

Σε όλη την κλασική αρχαιότητα δεν βρίσκουμε κανένα παράδειγμα παρόμοιας ευλάβειας απέναντι στο ναό του Παρθενώνος. Φαίνεται πως ο Μιχαήλ, εκτός από την απύθμενη ευλάβειά του στην Αειπάρθενο αγαπούσε και ιδιαίτερα και ξεχωριστά το ναό της Παναγιάς της Αθηνιώτισσας, του Παρθενώνα δηλαδή. Τον ονόμαζε χαρακτηριστικά «τέμενος περικαλλές, ευφεγγές, ανάκτορο της φωτοδόχου Παρθένου και φωτοδότιδος χάριεν, του λάμψαντος εξ αυτής αληθινού φωτός άγιον σκήνωμα», ενώ συχνά αναφερόταν σε  ένα υπερκόσμιο «Φως» που εξέχεε ο ναός «Μια παραψυή και διάχυσις η διαλάμπουσα χάρις τω τεμένι της Θεομήτορος»

​Ο Μιχαήλ Ακομινάτος υπήρξε ο ιδανικότερος άνθρωπος για να πέσει η αυλαία της Βυζαντινής Αθήνας. Ήταν ο άνθρωπος που λάτρεψε και αγάπησε αντίστοιχα την Αρχαία και την Βυζαντινή Αθήνα, ξεπερνώντας το γεγονός ότι από από την λατρεμένη και εξιδανικευμένη αρχαιότητα του, είχαν απομείνει μόνο ερείπια.

Η μνήμη του Αγίου Μιχαήλ αναφέρεται, μαζί με αυτή του Ανδρέα Κρήτης, στον Βατοπεδινό Κώδικα, έχουσα  κοινή Ακολουθία. Το 2005 μ.Χ. ο Μεγάλος Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας κ. Χαράλαμπος Μπούσιας, συνέγραψε τη νέα ακολουθία του Αγίου Μιχαήλ.

Εν κατακλείδι παραθέτουμε, ένα εξαιρετικό κείμενο του Φώτη Κόντογλου αφιερωμένο στον Άγιο Μιχαήλ Χωνιάτη, με τίτλο "Tο θρηνητικό τρυγόνι  της αιώνιας Αθήνας".

Το θρηνητικό τρυγόνι της αιώνιας Αθήνας.

Ο πικραμένος ονειροπόλος της αρχαιότητας, που είχε μοιρασμένη την καρδιά του στον Χριστό και στον Πλάτωνα. Ένας δεσπότης και συνάμα αρχαίος ρήτορας. Τούτη η παμπάλαιη και περιβόητη πολιτεία της Αθήνας, που μαζευτήκαμε απ’Ανατολή και Δύση, από στεριά κι από θάλασσα, ήρθε καιρός που είχε ρημάξει σχεδόν ολότελα, κ’ είχε γίνει σα χορταριασμένο νεκροταφείο. Και πάλι με τα χρόνια ξαναγέμισε ανθρώπους κι άνθισε όπως τώρα. Και πάλι θα ‘ρθει ένας καιρός που θα ξαναρημάξει, κι ας μην το βάζει με το νου του κανένας μας σήμερα. Έτσι γυρίζει η ρόδα του κόσμου. Η Αθήνα ρήμαξε μαζί με τον αρχαίο κόσμου, που ήταν η κούνια του κ’ η μάνα του. Από τα χρόνια που βασίλευε στην Πόλη ο Ιουστινιανός, η Αθήνα ήτανε ένα ρημάδι. Κανένας δεν συλλογιζόταν πια αυτήν την ξακουστή πολιτεία, γιατί όλα είχανε μετατοπιστεί στην Ανατολή. Κάπου – κάπου ξέπεφτε κατά δώθε κανένας ταξιδευτής, επειδής οι δρόμοι που πηγαίνανε από την Πόλη στην Ιταλία, στην Ιερουσαλήμ και σ’ άλλες μεγάλες και πολυσύχναστες πολιτείες, δεν περνούσανε από την Αθήνα. Κατά τα 700 μ.Χ., ένας δεσπότης Φράγκος λεγόμενος Μπιλιμπάλντος γράφει δυο λόγια, που δείχνουν πως υπήρχε ακόμα Αθήνα. Ένας Άραβας γεωγράφος Ισταχής λεγόκενος, στα 1000 μ.Χ, γράφει για την Αθήνα πως μαζί με την Ρώμη ήτανε οι μανάδες των Ρουμ (των Ελλήνων) και πως η Αθήνα προ πάντων στάθηκε ο τόπος της σοφίας των Γιουνάν (Ιώνων, Ελλήνων, που ευρήκανε τη φιλοσοφία, και τις επιστήμες. Κι άλλοι Άραβες γράψανε για την Αθήνα σε κείνα τα χρόνια, όπως ο Εδρισής, ο Αμπουλφέδας κι ο Ιμπν – Χαουκάλ, που λέγει την Αθήνα Ιτσχανιγιάχ, δηλαδή πολιτεία των σοφών Ελλήνων. Πλην αυτά τα γράφανε για την πεθαμένη Αθήνα, γιατί η ζωντανή ήτανε ένα χωριό ελεεινό και τρισάθλιο.Οι Σταυροφόροι δεν ξέρανε καν τ’όνομα της Αθήνας, ούτε οι άλλοι χατζήδες που πηγαίνανε χιλιάδες στον Άγιο Τάφο. Κατεβαίνανε από τα βορινά μέρη και μπαρκάρανε στην Πόλα ή στα Ραγούζα ή στο Μπάρι, πιάνανε στα Εφτάνησα, στα Κύθηρα, στην Κρήτη, στην Ρόδο, στην Κύπρο, και ξεμπαρκάρανε στην Γιάφα. Μέσα σε κείνο το σκοτάδι που βρισκότανε χαμένη και ξεχασμένη η πολιτεία της Αθήνας, ένα μικρό φως άναψε κ’έδειξε για μια στιγμή στον κόσμο πως δεν είχε λείψει η Αθήνα ολότελα από τη γη, πως υπήρχε ακόμα αυτό το άψυχο κουφάρι της. Εκείνο το μικρό φως ήτανε ένας σπουδαίος δεσπότης, ο Μιχαήλ Ακομινάτος, μια ψυχή που θαρρεί κανένας πως εβγήκε από κανέναν αρχαίο τάφο του Κεραμεικού, μ’όλο που γεννήθηκε στην Ανατολή. Μα από κάμποσους αιώνες, οι Ανατολίτες βαστούσανε με πάθος την ελληνική σοφία, και τη φυλάγανε με αγάπη, όπως εκείνος που φυλάγει τ’ άγιο φως μέσα σ’ένα μικρό σφαλιχτό φανάρι για να μην το σβήσει ο άγριος βοριάς. Ο Ακομινάτος γεννήθηκε στα 1140 σε μια πολιτεία της Φρυγίας στη Μικρά Ασία που τη λέγανε Χώνες ή Κολοσσές. Σπούδασε στην Πόλη κ’ είχε δάσκαλο τον σοφό Ευστάθιο, που ήξερε τ’αρχαία ελληνικά όσο κανένας άλλος και που έγινε ύστερα επίσκοπος Θεσσαλονίκης. Ο Μιχαήλ είχε κ’ έναν αδερφό που γίνηκε πολιτικός κ’έγραψε πολλά κι αυτός, τον Νικήτα Χωνιάτη. Ο Μιχαήλ αγαπούσε τη θρησκεία, και στα 1182 έγινε μητροπολίτης Αθηνών.

Η χαρά του Ακομινάτου ήταν μεγάλη, που αξιώθηκε να γίνει πνευματικός ποιμήν απάνω στους απογόνους των αρχαίων Αθηναίων, που τους λάτρευε η ψυχή του ύστερ’από τον Χριστό. Ο Παρθενώνας είχε γίνει εκείνον τον καιρό εκκλησιά της Παναγιάς. Εκεί μαζευτήκανε οι Αθηναίοι για να υποδεχτούνε τον δεσπότη. Κ’εκείνος, τρέμοντας από συγκίνηση, έβγαλε έναν λόγο αρχαιοπρεπέστατον. Μίλησε στο ποίμνιό του εγκωμιάζοντας την ένδοξη καταγωγή τους, “Αθηναίοις ούσι και εξ Αθηναίων αυθιγενών”. Αλλά ο ενθουσιασμός του από την αρχαιότητα
κρύωνε, βλέποντας σε τι χάλι βρισκότανε η πολιτεία και οι άνθρωποι που την κατοικούσανε. Γι’ αυτό στο λόγο του έλεγε με παράπονο πως ο άσπλαχνος καιρός, τ’ άλλαξε όλα , μάρανε το κάλλος χάλασε τη γλώσσα, και παρομοίωσε την Αθήνα με τη Φιλομήλα της μυθολογίας, που είχε κόψει τη γλώσσα της ο άσπλαχνος Τηρεύς. Εξύμνησε, με φωνή που έτρεμε, την μητέρα
της ρητορικής και της σοφίας, μα μιλούσε σε ανθρώπους που δεν είχανε ιδέα απ’ όσα έλεγε. Σα να έψελνε την ακολουθία των κεκοιμημένων. Τριανταοχτώ χρόνια κάθησε δεσπότης της Αθήνας ο Ακομινάτος, ζωσμένος από ερείπια που κειτόντανε σωροί χορταριασμένοι, “εν μέσω Σκυθικης ερημίας”, υλικής και πνευματικής. Κι αυτός ήτανε σαν ένα ερείπιο, σαν ένας βρυκόλακας που φώλιαξε σε κείνο το ένδοξο νεκροταφείο. Βαρυθυμία, μελαγχολία για τον άστατο κόσμο σκοτεινιάζει την καρδιά του, τις αισθήσεις του, που μ’ αυτές θαρρεί πως βλέπει την πομπή της λαμπαδηφορίας, τα λαμπρά χτίρια, τις στοές, τα ωραία φορέματα, και πως ακούγει τον κόσμο να συζητά μέσα στην αγορά, ν’αγωνίζεται στα στάδια, να πανηγυρίζει στα θέατρα, πως αφουγκράζεται τον Περικλή και τον Σωκράτη να μιλούνε σε κείνη τη γλώσσα που τη λάτρευε σαν να ‘τανε η γλώσσα των αγγέλων. Βουβή ερημιά τον περίζωνε. “Ειμί ξένος εν Αθήναις”, έλεγε. “Δεν ξέρω αν απόμεινε από τούτη την πολιτεία τίποτ’άλλο από το ένδοξο όνομά της. Που είναι ο Περίπατος, που είναι η Στοά, που είναι ο Φανός του Διογένη;” Η ψυχή του ποθούσε να ταιριάξει τα ερείπια και την αρχαία δόξα με τους απελέκητους ανθρώπους που έβλεπε, αλλά δεν μπορούσε. Εκείνο το παλιοχώρι ήτανε η αρχοντικιά Αθήνα που διάβαζε στα βιβλία; Εκείνοι οι λιγοστοί φοβισμένοι και φτωχοί άνθρωποι, αυτοί ήταν οι απόγονοι των ημιθέων; Πριν από λίγο είχανε ρημάξει το χωριό ακόμα πιο πολύ η πανούκλα και η πείνα. Οι κουρσάροι ληστεύανε γη και στεριά. Κοντά στη φτώχεια, βρίσκεται και κάθε κακομοιριά. Σπάνια βρίσκεται στην Αθήνα άνθρωπος να ξέρει λίγα γράμματα. “Σπανίζει”, γράφει, “η πόλις φιλοσόφων ανδρών, αλλ’ ήδη και βαναύσων αυτών”. Παρομοιάζει την Αθήνα με την κατεστραμμένη Ιερουσαλήμ και τον εαυτό του με τον προφήτη Ιερεμία που κλαίγει γι’αυτή. Κλαίγει κι αυτός, βλέποντας τα γκρεμνισμένα κάστρα, τους έρημους δρόμους, και τους ανθρώπους που είναι σκεπασμένοι με κουρέλια. Και σιγολέγει “Γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται, η δε γη εις τον αιώνα έστηκεν”. Αληθινά, η έμορφη Αττική φεγγοβολούσε από τον ήλιο, ο γλυκός Υμηττός λιαζότανε ξαπλωμένος και μακάριος, η δροσερή Πεντέλη σα να έβγαινε εκείνη την ημέρα από τα χέρια του Θεού, η Ακρόπολη στεκότανε περήφανη απάνω από το χωριό, πέρα η θάλασσα και τα νησιά γαλανιάζανε ευτυχισμένα. Μοναχά οι άνθρωποι και τα έργα τους είχανε χαθεί, σα να μη γινήκανε ποτέ στον κόσμο. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο ο δυστυχής Ακομινάτος καταλάβαινε πως εζούσε στην εξορία, “εν τη κατωτάτη εσχατιά της γης, εν τω Ταρτάρω ένθα ειδώλοις ανθρώποις συνδιητάτο”.

Λέγει, σα να μιλά η πολιτεία των Αθηνών. “Οράς με την θρυλουμένην των πόλεων, όπως ο μεν χρόνος ανάλωσε, τοις δε λειψάνοις του χρόνου συνεπέθετο κακία πολύτροπος και κατέλειπε χωρίον μικρόν και αοίκητον, ονόματι μόνω και σεμνοίς ερειπίοις γνωριζομένην. Η δε εγώ, η τλήμων, η πάλαι μεν μήτηρ σοφίας παντοδαπής και πάσης καθηγεμών αρετής, η πεζομαχίαις και ναυμαχίαις Πέρσας πολλάκις καταστρατηγήσασα, νυν δε σκαφιδίοις ολίγοις πειρατικοίς καταπολουμένη και ληιζομένη τα επί θαλάττη πάντα. Η πιούσα το εκ χειρός Κυρίου ποτήριον, καντεύθεν λιμώ και δίψει και πτωχεία προσταλαιπωρήσασα”. “Ο καιρός”, λέγει “στέρησε την Αθήνα από όλους, κι απ΄αυτήν τη γλώσσα. Κ’έμεινε χωρίς γλώσσα (άγλωττος) η μήτηρ της σοφίας, εκεί που κάποτε η δόξα της Στοάς και τον Περιπατητικών εγέμισε τη γη, εκεί που μιλούσε ο ολύμπιος Περικλής, και που ο Δημοσθένης, ο Λυσίας, ο Ξενοφών κι ο Ισοκράτης κελαϊδούσανε πιο γλυκά από τις σειρήνες”. Λέγει πως κι αυτός ο ίδιος, που αγαπούσε τόσο την αρχαιότητα, είναι δυστυχισμένος μέσα στην ερημιά των Αθηνών και, καθισμένος απάνω σε κείνον τον βράχο, ακούγει μοναχά τον αντίλαλο της φωνής του. Ο καιρός στάθηκε για την Αθήνα πιο βάρβαρος από τους Πέρσες, και κατάντησε ένα ελεεινό χάλασμα, την εξαίσια εκείνη “Ποιμένες μεν ουκ αναπαύονται εν αυτή, αναπαύονται δε θηρία πονηρά, δαιμόνια τε ενορχούνται και ονοκένταυροι κατοικούσι, και εχίνοι τοις οίκοις εννεστεύουσιν”. Στα τελευταία χρόνια που πνίγεται μέσα στην μοναξιά του, δε βρίσκει άνθρωπο να τον καταλάβει και θέλει να φύγει από την Αθήνα. Γράφει πως κι αυτός έγινε βάρβαρος, ανάμεσα σε κείνους τους βαρβάρους “Βιώ εν μέσω σμήνους βαρβάρων πάσης φιλοσοφίας εστερημένων”.

Λέγει πως η ωραιότερη γλώσσα που μίλησε άνθρωπος κατάντησε η πιο βάρβαρη. Και πως “μάλλον όνοι λύρας και κάνθαροι μύρου αισθήσονται, ή ούτοι αρμονίας λόγου και χάριτος”. Στα 1216 έφυγε κρυφά από την Αθήνα και πέρασε στην Τζια, για να μην τον πιάσουνε οι Φράγκοι που πήρανε την Αθήνα, “οι Ιταλοί ούτοι βάρβαροι”, όπως έλεγε. Πέθανε στην Τζια στα 1220, αυτός ο πικραμένος ονειροπόλος της αρχαιότητας, που είχε μοιρασμένη την καρδιά του στον Χριστό και στον Πλάτωνα, που στάθηκε δεσπότης μαζί κι αρχαίος ρήτορας, φορεμένος το ωμοφόριο απάνω από τον αρχαίον μανδύα.

Ακόμα και σήμερα, όποιος έχει μέσα στην καρδιά του λίγη από τη νοσταλγία που είχε ο Ακομινάτος, σα ν’ακούγει, περπατώντας το βράδυ κοντά στην Ακρόπολη, αυτό το θρηνητικό τρυγόνι, που ήρθε από την Ανατολή για να κλάψει απάνω στ’αρχαία μνημούρια, να λέγει λυπητερά: Έρως Αθηνών των πάλαι θρυλουμένων έγραψε ταύτα ταις σκιαίς προσαθύρων και του πόθου το θάλπον υπαναψύχων. Επεί δ’ ετ’ ουκ ην ουδαμού φευ! προσβλέπειν αυτήν εκείνην την αοίδημον πόλιν την, δυσαρίθμου και μακραίωνος χρόνου λήθης βυθοίς κρύψαντος, ηφαντωμένην, ερωτολήπτων ατεχνώς πάσχω πάθος˙οί τας αληθείς των ποθουμένων θέας αμηχανούντες ως παρόντων προσβλέπειν, τας εικόνας ορώντες αυτών, ως λόγος, παραμυθούντας, των ερώτων την φλόγα.

Ως δυστυχής έγωγε, καινός Ιξίων, ερών Αθηνών, ως εκείνος της Ήρας. είτα λαθών είδωλον ηγκαλισμένος. Φεύ! οία πάσχω και λέγω τε και γράφω. Οικών Αθήνας ουκ Αθήνας που βλέπω, κόνιν δε λυπράν και κενήν μακαρίαν. Πού νυν τα σεμνά, τλημονεστάτη πόλις; Ως φρούδα πάντα και κατάλληλα μύθοις, δίκαι, δικασταί, βήματα, ψήφοι, νόμοι, δημηγορίαι ( τε ) πειθανάγκη ρητόρων, βουλαί, πανηγύρεις τε και στρατηγίαι των πεζομάχων άμα και των ναυμάχων, η παντοδαπή Μούσα, των λόγων κράτος. Όλωλε σύμπαν των Αθηνών το κλέος˙ γνώρισμα δ’αυτών ουδ’αμυδρόν τις ίδη. Συγγνωστός ουκούν, είπερ ουκ έχων βλέπειν των Αθηναιων την αοίδημον πόλιν, ίνδαλμα ταύτης γράφειν.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
​Ἀρετῇ διαπρέψας καὶ ἁγιότητι, ποιμαντικῇν ἐπιστήμῃ καὶ ἀκραιφνεῖ βιοτῇ Ἀθηναίων στυλοβάτης ἐχρημάτισας, ὦ Χωνιᾶτα Μιχαήλ, ἱεράρχα κραταιὲ καὶ ἄριστε ποιμενάρχα· διὸ καὶ εἴληφας χάριν ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύειν πάντοτε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀθηνῶν ἱεράρχην τὸν λογιώτατον καὶ συμπαθῆ ὡς ἀγώνων συμμεριστὴν τοῦ λαοῦ καὶ αὐτοῦ τῆς ἀγωνίας ὕμνοις μέλψωμεν νῦν, Χωνιάτην Μιχαήλ, τῆς σοφίας ποταμὸν καὶ κρήνην εὐρυμαθείας, αὐτοῦ λιτὰς τὰς ἀόκνους πρὸς τὸν Σωτῆρα ἐκδεχόμενοι.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὸν ἱεράρχην Ἀθηνῶν λαμπρῶς ὑμνήσωμεν τὸν λογιώτατον, φιλάνθρωπον, διδάσκαλον, κουφιστὴν τῶν ἐν ἀνάγκαις καὶ ἀσκουμένων ἐν σπηλαίοις ζηλωτήν, ὡς βάθρον πίστεως, Μιχαὴλ τὸν Χωνιάτην, ὕμνοις πρέπουσι πίστει ψάλλοντες· Χαίροις, πάτερ θειότατε.

Μεγαλυνάριον
Τῆς θεοσοφίας καθηγητὴν, Χωνιάτην θεῖον, ὑπερένδοξον Μιχαήλ, τὸν τῆς Μεσογαίας φρουρόν καὶ πολιοῦχον ὡς σύναυλον ἀγγέλων ἐγκωμιάσωμεν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου