Οσία Μελάνη η Ρωμαία. Ημέρα Μνήμης: 31 Δεκεμβρίου.
Oυχ’ υλική σε χειρ Mελάνη και μέλαν,
Xριστός δε καν τέθνηκας εν ζώσι γράφει.
Πρώτη εν τριακοστή απήρε βίοιο Mελάνη.
Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία έζησε στα χρόνια πού βασιλιάς ήταν ο Ονώριος, δεύτερος γιος του Μεγάλου Θεοδοσίου. Οι γονείς της, ευγενείς και πλούσιοι, την πάντρεψαν σε μικρή ηλικία και απέκτησε δύο παιδιά.
Όμως μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Την μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δύο παιδιών της. Μετά από λίγο και εντελώς ξαφνικά, πέθανε ο σύζυγος της. Και για να γεμίσει το πικρό ποτήρι της λύπης, χάνει και τους γονείς της. Οι στιγμές δύσκολες. Ποιος θα την παρηγορήσει; Μα ποιος άλλος; Ο λόγος του Θεού, που λέει: «τη έλπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτεροϋντες» (Προς Ρωμαίους, ιθ' 12). Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα σας στα μέλλοντα αγαθά, να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας. Έτσι και η Μελάνη, αδιάφορη για τις κοσμικές απολαύσεις, αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό της κτήμα, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη και την προσευχή.
Εκεί επίσης καλλιγραφούσε Ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί. Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των φτωχών και ασθενών. Και αφού επισκέφθηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ, όπου και πέθανε από πλευρίτιδα. O δε Σ. Ευστρατιάδης γράφει τα εξής για την Άγια αυτή: «...Αυτή ην επί της βασιλείας Ονωρίου (395 - 423) Ρωμαία πλούσια και εκ γένους περιφανούς και ενδόξου. Συζευχθείσα παρά την θέλησιν αυτής, απεσύρθη μετά τον θάνατον του ανδρός και των δύο αυτής τέκνων εις εν προάστειον της Ρώμης, επιμελουμένη των πτωχών, υποδεχόμενη τους ξένους, επισκεπτόμενη τους εξόριστους και εν φυλακαίς και θεραπεύουσα τους νοσούντας. Μετά την εκποίησιν των κτημάτων αυτής και διανομήν των προσόντων εις μονάς και εκκλησίας, δια της Αφρικής και Αλεξανδρείας κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και ενεκλείσθη εις πενιχρόν κελλίον εκεί έκτισε και μονήν εις ην συνήγαγεν ενενήκοντα παρθένους, εξ ιδίων δια την διατροφήν αυτών δαπανώσα· μικρόν ασθενήσασα εκ πλευρίτιδας, μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων εκ των χειρών του επισκόπου Ελευθερουπόλεως και ανεπαύθη εν Κυρίω».
Η Αγία Μελάνη μάχεται τους αιρετικούς.
Διότι τότε δυστυχώς ήταν φυτρωμένη στο καλό σιτάρι η αίρεσης του δυσσεβούς Νεστορίου. Δυστυχώς σ’ αυτήν είχε παρασυρθεί πλήθος αμέτρητο.
Η Αγία έκαμε τέτοιο διάλογο με τους αιρετικούς, ώστε τους νίκησε με την σοφία των λόγων της. Διέλυσε τα σοφίσματά τους ή μάλλον τα φλυαρήματα τους, όπως διαλύεται ο ιστός πού υφαίνει η αράχνη.
Όθεν ο πονηρός διάβολος μη υποφέρων τέτοια αισχύνη, μετεμορφώθη σε άνθρωπο και εμφανίστηκε στην Μελανία και την φοβέρισε, ότι θα της κάμει όσα κακά μπορέσει.
Παρουσιάσθηκε, λοιπόν, στον Βασιλέα και στους άλλους άρχοντες του παλατιού και έλεγε όσα ψέματα μπορούσε για την Αγία, ώστε να μην την έχουν καθόλου σε υπόληψη. Έπειτα της προκάλεσε φοβερή ασθένεια.
Η Αγία όμως επικαλέσθηκε το όνομα του Χριστού και εξαφανίστηκε ο πειρασμός. Το θαύμα αυτό πολύ ωφέλησε, όσους το είδαν και θαύμασαν την αγιότητά της.
Συμπληρωματικά στοιχεία για την Αγία Μελάνη.
Η Αγία Μελάνη γεννήθηκε στη Ρώμη το 338 μ.Χ. Οι γονείς της ήταν εύποροι και επιφανείς. Ωστόσο ήταν ευσεβείς και πορεύονταν εν Χριστώ. Η Αγία από νεαρή ηλικία δεν επιθυμούσε το γάμο, αλλά οι γονείς της, που επιθυμούσαν να αποκτήσουν διάδοχο, την πάντρεψαν στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών με το δεκαεπτάχρονο Απελλιανό ή Πινιανό, όπως θα δούμε παρακάτω, γόνο επιφανούς οικογένειας.
Μετά το γάμο της η Αγία παρακαλούσε το σύζυγό της να την αφήσει να διατηρήσει την παρθενία της, δίνοντας ως αντάλλαγμα όλη την περιουσία της. Όμως ο Απελλιανός επιθυμούσε διάδοχο και έτσι λίγο αργότερα απέκτησαν θυγατέρα. Η Αγία Μελάνη και μετά από αυτό ζούσε ασκητική ζωή. Η άσκησή της τόσο σωματική, όσο και πνευματική, γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη.
Ξημέρωνε η γιορτή του Αγίου Λαυρεντίου και καθώς ο όρθρος έληγε, εκείνη συνέχιζε γονυκλινής την προσευχή που έκανε όλη τη νύχτα. Ούτε οι πόνοι της γέννας ήταν ικανοί να τη σταματήσουν. Τότε η Αγία γέννησε βιαίως ένα αγόρι που λίγο αργότερα
πέθανε. Όταν το έμαθε αυτό ο Απελλιανός θορυβήθηκε και η Αγία θεώρησε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να του ζητήσει να ζήσουν πνευματική ζωή. Ο δε θάνατος της κόρης τους που ακολούθησε, έπεισε τελικά τον Απελλιανό να συμπορευθεί πνευματικά με την Αγία Μελάνη.
Οι δύο νέοι σκέφτονταν να φύγουν από τη Ρώμη. Πράγματι μετά από θείο σημάδι, η Αγία Μελάνη σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών και ο Απελλιανός σε ηλικία είκοσι επτά ετών έφυγαν από τη Ρώμη. Εκεί άσκησαν σπουδαίο φιλανθρωπικό έργο, προσφέροντας χρήματα σε απόρους και κατατρεγμένους. Δώρισαν όλη την περιουσία τους κρατώντας μόνο την ελπίδα στο Θεό. Ο πονηρός όμως έκανε τη επέμβασή του, μέσω του αδερφού του Απελλιανού, Σευήρου, ο οποίος προσπάθησε να αποσπάσει την περιουσία του αδερφού του. Μάλιστα εξαγόρασε τους δούλους του Απελλιανού για να ψευδορκήσουν για την περιουσία. Ωστόσο η θεία χάρη τους έδινε δύναμη να συνεχίσουν. Η φήμη τους έφτασε μέχρι τη Βασίλισσα Βερίνα, η οποία ζήτησε να τους δει. Η Αγία Μελάνη ακολουθώντας το νόμο του Παύλου, όπου θέλει τις γυναίκες με καλυμμένο το κεφάλι, παρουσιάστηκε έτσι στη Βασίλισσα. Η Βασίλισσα θαύμασε το ήθος τους και τους έδωσε την υπόσχεση ότι θα αποκαταστήσει την αδικία εις βάρους τους από το Σευήρο. Και πράγματι έγιναν κύριοι της περιουσίας τους σε διάφορες περιοχές, όπως τη Σικελία, Ισπανία και Βρετανία, την οποία και μοίρασαν στους φτωχούς.
Όταν έφυγαν από τη Ρώμη, ο φιλάργυρος Έπαρχος άρπαξε όση περιουσία τους είχε απομείνει. Τότε η οργή του Θεού ξέσπασε πάνω του. Ο λαός τον δολοφόνησε και οι βάρβαροι λεηλάτησαν την περιοχή του. Πηγαίνοντας στην Καρχηδόνα, ο Θεός οδήγησε το πλοίο σε ένα νησί, όπου βάρβαροι κρατούσαν αιχμαλώτους τα γυναικόπαιδα ζητώντας λύτρα. Αφού τους ελευθέρωσαν, δίνοντας περισσότερα λύτρα από αυτά που ζητούσαν οι βάρβαροι πήγαν στην Καρχηδόνα. Εκεί στην πόλη Θαγαστή έφτιαξε δύο Μοναστήρια, για άνδρες και γυναίκες, όπου έζησε η Αγία Μελάνη με πραγματική εγκράτεια, υποταγή και αυστηρή νηστεία.
Η Αγία ήταν ταχυγράφος και καλλιγράφος, όταν κουραζόταν το χέρι της διάβαζε και όταν κουράζονταν τα μάτια της άκουγε λόγια ευάρεστα. Νουθετούσε τις αδερφές να προσεύχονται και να φροντίζουν όχι μόνο το σώμα, αλλά και την ψυχή, να έχουν θείο φόβο και σεβασμό. Κοιμόταν λίγο και διάβαζε την Αγία Γραφή ολόκληρη τρεις φορές το έτος. Έφτιαξε και μια κιβωτό ξύλινη και στενή στην οποία έμενε και από μια μικρή θυρίδα άφησε να βγαίνουν οι λόγοι της.
Η μητέρα της ήταν συνοδοιπόρος της και δόξαζε το Θεό που γέννησε τέτοια κόρη. Μετά από επτά χρόνια επισκέφθηκαν μαζί τα Ιεροσόλυμα. Εκεί η Αγία προσκύνησε τα Ιερά Προσκυνήματα και κάθε μέρα κλεινόταν στον Πανάγιο Τάφο προσευχόμενη, μέχρι τη δοξολογία. Με τα λίγα χρήματα που της είχαν απομείνει έκτισε κελί για τη γερόντισσα μητέρα της στο Όρος των Ελαιών.
Μετέβη και στην Αλεξάνδρεια και αφού συνάντησαν εξέχοντα πνευματικά πρόσωπα, πλήρεις αγαθών και εμπειριών επέστρεψαν στα Ιεροσόλυμα. Έμεινε κοντά στη μητέρα της στο Όρος των Ελαιών, μη δεχόμενη να δει κανέναν παρά μόνο τον Απελλιανό, τη μητέρα της και την ανιψιά της μια φορά την εβδομάδα. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα πέθανε η μητέρα της. Η φήμη της Αγίας έγινε γνωστή παντού και πολλές θέλησαν να φοιτήσουν στη μοναχική ζωή δίπλα της, όχι μόνο ευσεβείς αλλά και άνομες γυναίκες. Στη μοναχική της πορεία αρνιόταν να γίνει Ηγουμένη.
Λίγο αργότερα πεθαίνει ο Απελλιανός και τότε αποφάσισε η Αγία να φτιάξει ανδρικό Μοναστήρι. Παρά το γεγονός ότι δεν είχε χρήματα, αυτά βρέθηκαν από έναν πλούσιο άρχοντα και οικοδομήθηκε το Μοναστήρι. Μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη ύστερα από πρόσκληση του θείου της Βολοσιανού, Επάρχου στη Ρώμη. Εκεί, πριν επισκεφθεί τη Βασίλισσα Ευδοκία, έμεινε το βράδυ στον Ιερό Ναό της Αγίας Ευφημίας, όπου ένιωσε Θεία ευωδία και κατάλαβε ότι ήταν θέλημα Θεού η επίσκεψή της εκεί. Έμεινε σε κάποιον ευσεβή Χριστιανό, το Λούσο.
Ταυτόχρονα η Αγία πολέμησε την αίρεση του Νεστορίου, δηλαδή την άποψη ότι ο Χριστός ήταν κοινός άνθρωπος, μέσα στον οποίο είχε μπει ο Θεός Λόγος το 2ο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, και όχι ο ίδιος ο Θεός Λόγος, ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος, και επανέφερε την πίστη σε πολλούς. Ο πονηρός και πάλι θέλησε να την απειλήσει. Μεταμορφωμένος σε άνδρα με μαύρα ρούχα προσπάθησε να αλλάξει την ψυχή των πιστών και του βασιλιά. Απείλησε την Αγία με μαρτυρικό θάνατο. Η Αγία Μελάνη επικαλούνταν το όνομα του Κυρίου, του ανέφερε την παρουσία του πονηρού και τότε την έπιασαν δυνατοί πόνοι στο ισχίο. Έξι μέρες πονούσε η Αγία και την έβδομη σηκώθηκε ακούγοντας ότι ο θείος της πεθαίνει. Μετέβη αμέσως στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να τον βοηθήσει να βαπτιστεί πριν την κοίμησή του. Ο Βολοσιανός έκανε τεράστια προσπάθεια να μη χάσει την ψυχή του μέχρι να βαπτιστεί. Μετά τη βάπτισή του, κοιμήθηκε αφού κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και η Αγία έγινε καλά.
Μετά από αυτά τα γεγονότα η Αγία επιθύμησε την ησυχία των Αγίων Τόπων. Στα Ιεροσόλυμα της γεννήθηκε η επιθυμία να οικοδομήσει και άλλο Μοναστήρι εκεί όπου ο Κύριος μίλησε καθώς πορευόταν στο Θείο Πάθος. Εκεί έφτιαξε Εκκλησία. Η Αυτοκράτειρα Ευδοκία, η οποία είχε ακούσει τα λόγια της Αγίας στο Βυζάντιο, παρευρέθη στα εγκαίνια της Εκκλησίας. Και πάλι ο πονηρός παρουσιάστηκε, αυτή τη φορά προκαλώντας αφόρητους πόνους στο πόδι της Αυτοκράτειρας. Όμως η Αγία Μελάνη με την προσευχή της τη θεράπευσε. Η Αγία έκανε πολλά θαύματα.
Το θάνατό της τον προείδε. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους, πέρα της Ιερουσαλήμ, τη Βηθλεέμ και τη Γαλιλαία. Την ημέρα των Χριστουγέννων προσκύνησε το Άγιο σπήλαιο και είπε στην ανιψιά της ότι δεν θα περπατήσει ξανά μαζί της. Αφού πέρασε όλη τη νύχτα στο Άγιο σπήλαιο φτάνει στο Ιερό του Πρωτομάρτυρα Στέφανου και με το βιβλίο στο χέρι διάβαζε το μαρτύριό του. Έπειτα απευθύνθηκε στις αδελφές λέγοντάς τους ότι δεν θα την ακούσουν ξανά να διαβάζει.
Επειδή τις έβλεπε να στενοχωριούνται, τις νουθέτησε να διατηρήσουν τις ψυχές και τα σώματά τους αγνά και όταν νιώθουν απελπισμένες να βρίσκουν παρηγοριά κοντά στο Θεό. Μετά μπήκε στο Ιερό και προσευχήθηκε στον Κύριο. Οι πόνοι γίνονταν αφόρητοι, όμως συνέχισε να ψάλλει. Αφού έδωσε παραινέσεις και νουθεσίες στις αδελφές μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων. Κοντά της βρέθηκαν πολλοί κληρικοί, ο Αρχιερέας Ελευθερουπόλεως και πολύς κόσμος. Η Αγία Μελάνη κοιμήθηκε 31 Δεκεμβρίου, ημέρα Κυριακή. Η δε στάση του σώματός της πριν την ταφή δεν έγινε από ξένα χέρια, αλλά θαυμαστώς τα χέρια της τέθηκαν κατά σχήμα στο στήθος και τα πόδια της. Αφού έψαλαν τα δέοντα κατά την Ανατολή έθαψαν «την των ουρανών όντως άξιαν».
Η μνήμη της Οσίας Μελάνης της Ρωμαίας εορτάζεται την 31 Δεκεμβρίου. Συμψάλλεται η ακολουθία της την 30 Δεκεμβρίου μαζί με την εορτή της Αγίας Ανυσίας.
Συμπληρωματικά στοιχεία από την wikipedia.
Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία (Saint Melania the Younger - Αγία Μελάνη η Νέα) (περ. 383 Ρώμη, - 31 Δεκεμβρίου 439) είναι Χριστιανή αγία και Μητέρα της Ερήμου (ασκήτρια) που έζησε κατά τη βασιλεία του Αυτοκράτορα Ονώριου, γιου του Θεοδόσιου. Είναι η εγγονή από τη πλευρά του πατέρα της αγίας με το ίδιο όνομα, Αγίας Μελάνειας (Saint Melania the Elder - Αγία Μελάνη η Πρεσβύτερη).
Η γιορτή της Αγίας Μελάνης είναι στις 31 Δεκεμβρίου. Στην Ουκρανία, η Malanka ("Μέρα της Μελάνης") γιορτάζεται στις 13 Ιανουαρίου.
Η Αγία Μελάνη ήταν κόρη του Βαλέριου Πουμπλίκολα (Valerius Publicola) (γιου του Βαλέριου Μάξιμου Βασίλειου (Valerius Maximus Basilius) και της Οσίας Μελάνειας), και της γυναίκας του Αλμπίνας. Παντρεύτηκε ενάντια στη θέλησή της κατά την Ορθόδοξη παράδοση με τον ξάδελφό της από την πλευρά του πατέρα της, Βαλέριο Πινιανό (Valerius Pinianus), στην ηλικία των δεκατεσσάρων. Μετά τον πρόωρο θάνατο των δύο παιδιών της εκείνη και ο σύζυγός της ακολούθησαν των Χριστιανικό ασκητισμό ζώντας από κει και πέρα σε αγαμία. Μετά το θάνατο των γονέων της κληρονόμησε την περιουσία τους, και τη δώρισε σε εκκλησιαστικά ιδρύματα και στους φτωχούς μέσω ανώνυμων μεσολαβητών. Η Αγία Μελάνη και ο Πινιανός έφυγαν από τη Ρώμη το 408, ζώντας μοναστική ζωή κοντά στη Μεσσήνη (Ιταλία) για δύο χρόνια. Το 410 πήγαν στην Αφρική, όπου έγιναν φίλοι με τον Αυγουστίνο και αφιερώθηκαν σε ενάρετη ζωή και φιλανθρωπικά έργα. Μαζί ίδρυσαν μονή, όπου η Αγία Μελάνη έγινε Ηγουμένη, και μοναστήρι το οποίο ανέλαβε ο Πινιανός. Το 417 ταξίδεψαν στην Παλαιστίνη μέσω της Αλεξάνδρειας, όπου ζήσανε σε αναχωρητήριο κοντά στο Όρος των Ελαιών, όπου η Αγία Μελάνη ίδρυσε και δεύτερο μοναστήρι. Μετά το θάνατου του Πινιανού περίπου το 420, έχτισε μοναστήρι για άντρες και εκκλησία, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της.
Η Καθολική παράδοση παραδίδει ότι η Αγία Μελάνη κατείχε "τεράστιες εκτάσεις στη Σικελία" και επίσης γη στη Βρετανία. Παραπέρα, κτήματα στην Ιβηρία, Νουμιδία, Μαυριτανία, και Ιταλία. Ο Γερόντιος περιγράφει τα κτήματά της ως εξής: "Από τη μια μεριά ήταν η θάλασσα και από την άλλη το δάσος με μια ποικιλία ζώων και κυνηγιού, ώστε όταν έκανε μπάνιο στην πισίνα μπορούσε να δει τα πλοία να περνάνε και το κυνήγι στο δάσος από την άλλη…η έκταση, επίσης περιελάμβανε 60 μεγάλα σπίτια, το καθένα από το οποίο είχε 400 δουλοπάροικους."
Μια αναφορά στην αφιέρωση της Αγίας Μελάνης στην ασκητική ζωή υπάρχει σε ένα Βίο Αγίων που συνέθεσε ο Γερόντιος περίπου το 452.
Επίσης, υπάρχει μια αναφορά για τη ζωή της από το Παλλάδιο (θάνατος 431), ο οποίος μας πληροφορεί μεταξύ άλλων ότι συνέβαλε στην επανένταξη στη Ιερουσαλήμ που ζούσε Πνευματομάχων, και στην πάταξη του Μελετιανού σχίσματος.
Η Ορθόδοξη παράδοση είτε δεν αναφέρει καθόλου τον άντρα της στο βίο της, είτε αναφέρει το όνομά του ως Απελλιανός, και ότι ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας, και ακολούθησαν ασκητική ζωή μαζί μετά το θάνατο των παιδιών τους (με κάποιες παραλλαγές στην προηγούμενη ζωή τους). Επίσης αναφέρει ότι καλλιγραφούσε βιβλία.
Συμπληρωματικά στοιχεία για την Αγία Μελάνη.
Η Αγία Μελάνη γεννήθηκε στη Ρώμη το 338 μ.Χ. Οι γονείς της ήταν εύποροι και επιφανείς. Ωστόσο ήταν ευσεβείς και πορεύονταν εν Χριστώ. Η Αγία από νεαρή ηλικία δεν επιθυμούσε το γάμο, αλλά οι γονείς της, που επιθυμούσαν να αποκτήσουν διάδοχο, την πάντρεψαν στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών με το δεκαεπτάχρονο Απελλιανό ή Πινιανό, όπως θα δούμε παρακάτω, γόνο επιφανούς οικογένειας.
Μετά το γάμο της η Αγία παρακαλούσε το σύζυγό της να την αφήσει να διατηρήσει την παρθενία της, δίνοντας ως αντάλλαγμα όλη την περιουσία της. Όμως ο Απελλιανός επιθυμούσε διάδοχο και έτσι λίγο αργότερα απέκτησαν θυγατέρα. Η Αγία Μελάνη και μετά από αυτό ζούσε ασκητική ζωή. Η άσκησή της τόσο σωματική, όσο και πνευματική, γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη.
Ξημέρωνε η γιορτή του Αγίου Λαυρεντίου και καθώς ο όρθρος έληγε, εκείνη συνέχιζε γονυκλινής την προσευχή που έκανε όλη τη νύχτα. Ούτε οι πόνοι της γέννας ήταν ικανοί να τη σταματήσουν. Τότε η Αγία γέννησε βιαίως ένα αγόρι που λίγο αργότερα
πέθανε. Όταν το έμαθε αυτό ο Απελλιανός θορυβήθηκε και η Αγία θεώρησε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να του ζητήσει να ζήσουν πνευματική ζωή. Ο δε θάνατος της κόρης τους που ακολούθησε, έπεισε τελικά τον Απελλιανό να συμπορευθεί πνευματικά με την Αγία Μελάνη.
Οι δύο νέοι σκέφτονταν να φύγουν από τη Ρώμη. Πράγματι μετά από θείο σημάδι, η Αγία Μελάνη σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών και ο Απελλιανός σε ηλικία είκοσι επτά ετών έφυγαν από τη Ρώμη. Εκεί άσκησαν σπουδαίο φιλανθρωπικό έργο, προσφέροντας χρήματα σε απόρους και κατατρεγμένους. Δώρισαν όλη την περιουσία τους κρατώντας μόνο την ελπίδα στο Θεό. Ο πονηρός όμως έκανε τη επέμβασή του, μέσω του αδερφού του Απελλιανού, Σευήρου, ο οποίος προσπάθησε να αποσπάσει την περιουσία του αδερφού του. Μάλιστα εξαγόρασε τους δούλους του Απελλιανού για να ψευδορκήσουν για την περιουσία. Ωστόσο η θεία χάρη τους έδινε δύναμη να συνεχίσουν. Η φήμη τους έφτασε μέχρι τη Βασίλισσα Βερίνα, η οποία ζήτησε να τους δει. Η Αγία Μελάνη ακολουθώντας το νόμο του Παύλου, όπου θέλει τις γυναίκες με καλυμμένο το κεφάλι, παρουσιάστηκε έτσι στη Βασίλισσα. Η Βασίλισσα θαύμασε το ήθος τους και τους έδωσε την υπόσχεση ότι θα αποκαταστήσει την αδικία εις βάρους τους από το Σευήρο. Και πράγματι έγιναν κύριοι της περιουσίας τους σε διάφορες περιοχές, όπως τη Σικελία, Ισπανία και Βρετανία, την οποία και μοίρασαν στους φτωχούς.
Όταν έφυγαν από τη Ρώμη, ο φιλάργυρος Έπαρχος άρπαξε όση περιουσία τους είχε απομείνει. Τότε η οργή του Θεού ξέσπασε πάνω του. Ο λαός τον δολοφόνησε και οι βάρβαροι λεηλάτησαν την περιοχή του. Πηγαίνοντας στην Καρχηδόνα, ο Θεός οδήγησε το πλοίο σε ένα νησί, όπου βάρβαροι κρατούσαν αιχμαλώτους τα γυναικόπαιδα ζητώντας λύτρα. Αφού τους ελευθέρωσαν, δίνοντας περισσότερα λύτρα από αυτά που ζητούσαν οι βάρβαροι πήγαν στην Καρχηδόνα. Εκεί στην πόλη Θαγαστή έφτιαξε δύο Μοναστήρια, για άνδρες και γυναίκες, όπου έζησε η Αγία Μελάνη με πραγματική εγκράτεια, υποταγή και αυστηρή νηστεία.
Η Αγία ήταν ταχυγράφος και καλλιγράφος, όταν κουραζόταν το χέρι της διάβαζε και όταν κουράζονταν τα μάτια της άκουγε λόγια ευάρεστα. Νουθετούσε τις αδερφές να προσεύχονται και να φροντίζουν όχι μόνο το σώμα, αλλά και την ψυχή, να έχουν θείο φόβο και σεβασμό. Κοιμόταν λίγο και διάβαζε την Αγία Γραφή ολόκληρη τρεις φορές το έτος. Έφτιαξε και μια κιβωτό ξύλινη και στενή στην οποία έμενε και από μια μικρή θυρίδα άφησε να βγαίνουν οι λόγοι της.
Η μητέρα της ήταν συνοδοιπόρος της και δόξαζε το Θεό που γέννησε τέτοια κόρη. Μετά από επτά χρόνια επισκέφθηκαν μαζί τα Ιεροσόλυμα. Εκεί η Αγία προσκύνησε τα Ιερά Προσκυνήματα και κάθε μέρα κλεινόταν στον Πανάγιο Τάφο προσευχόμενη, μέχρι τη δοξολογία. Με τα λίγα χρήματα που της είχαν απομείνει έκτισε κελί για τη γερόντισσα μητέρα της στο Όρος των Ελαιών.
Μετέβη και στην Αλεξάνδρεια και αφού συνάντησαν εξέχοντα πνευματικά πρόσωπα, πλήρεις αγαθών και εμπειριών επέστρεψαν στα Ιεροσόλυμα. Έμεινε κοντά στη μητέρα της στο Όρος των Ελαιών, μη δεχόμενη να δει κανέναν παρά μόνο τον Απελλιανό, τη μητέρα της και την ανιψιά της μια φορά την εβδομάδα. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα πέθανε η μητέρα της. Η φήμη της Αγίας έγινε γνωστή παντού και πολλές θέλησαν να φοιτήσουν στη μοναχική ζωή δίπλα της, όχι μόνο ευσεβείς αλλά και άνομες γυναίκες. Στη μοναχική της πορεία αρνιόταν να γίνει Ηγουμένη.
Λίγο αργότερα πεθαίνει ο Απελλιανός και τότε αποφάσισε η Αγία να φτιάξει ανδρικό Μοναστήρι. Παρά το γεγονός ότι δεν είχε χρήματα, αυτά βρέθηκαν από έναν πλούσιο άρχοντα και οικοδομήθηκε το Μοναστήρι. Μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη ύστερα από πρόσκληση του θείου της Βολοσιανού, Επάρχου στη Ρώμη. Εκεί, πριν επισκεφθεί τη Βασίλισσα Ευδοκία, έμεινε το βράδυ στον Ιερό Ναό της Αγίας Ευφημίας, όπου ένιωσε Θεία ευωδία και κατάλαβε ότι ήταν θέλημα Θεού η επίσκεψή της εκεί. Έμεινε σε κάποιον ευσεβή Χριστιανό, το Λούσο.
Ταυτόχρονα η Αγία πολέμησε την αίρεση του Νεστορίου, δηλαδή την άποψη ότι ο Χριστός ήταν κοινός άνθρωπος, μέσα στον οποίο είχε μπει ο Θεός Λόγος το 2ο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, και όχι ο ίδιος ο Θεός Λόγος, ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος, και επανέφερε την πίστη σε πολλούς. Ο πονηρός και πάλι θέλησε να την απειλήσει. Μεταμορφωμένος σε άνδρα με μαύρα ρούχα προσπάθησε να αλλάξει την ψυχή των πιστών και του βασιλιά. Απείλησε την Αγία με μαρτυρικό θάνατο. Η Αγία Μελάνη επικαλούνταν το όνομα του Κυρίου, του ανέφερε την παρουσία του πονηρού και τότε την έπιασαν δυνατοί πόνοι στο ισχίο. Έξι μέρες πονούσε η Αγία και την έβδομη σηκώθηκε ακούγοντας ότι ο θείος της πεθαίνει. Μετέβη αμέσως στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να τον βοηθήσει να βαπτιστεί πριν την κοίμησή του. Ο Βολοσιανός έκανε τεράστια προσπάθεια να μη χάσει την ψυχή του μέχρι να βαπτιστεί. Μετά τη βάπτισή του, κοιμήθηκε αφού κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και η Αγία έγινε καλά.
Μετά από αυτά τα γεγονότα η Αγία επιθύμησε την ησυχία των Αγίων Τόπων. Στα Ιεροσόλυμα της γεννήθηκε η επιθυμία να οικοδομήσει και άλλο Μοναστήρι εκεί όπου ο Κύριος μίλησε καθώς πορευόταν στο Θείο Πάθος. Εκεί έφτιαξε Εκκλησία. Η Αυτοκράτειρα Ευδοκία, η οποία είχε ακούσει τα λόγια της Αγίας στο Βυζάντιο, παρευρέθη στα εγκαίνια της Εκκλησίας. Και πάλι ο πονηρός παρουσιάστηκε, αυτή τη φορά προκαλώντας αφόρητους πόνους στο πόδι της Αυτοκράτειρας. Όμως η Αγία Μελάνη με την προσευχή της τη θεράπευσε. Η Αγία έκανε πολλά θαύματα.
Το θάνατό της τον προείδε. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους, πέρα της Ιερουσαλήμ, τη Βηθλεέμ και τη Γαλιλαία. Την ημέρα των Χριστουγέννων προσκύνησε το Άγιο σπήλαιο και είπε στην ανιψιά της ότι δεν θα περπατήσει ξανά μαζί της. Αφού πέρασε όλη τη νύχτα στο Άγιο σπήλαιο φτάνει στο Ιερό του Πρωτομάρτυρα Στέφανου και με το βιβλίο στο χέρι διάβαζε το μαρτύριό του. Έπειτα απευθύνθηκε στις αδελφές λέγοντάς τους ότι δεν θα την ακούσουν ξανά να διαβάζει.
Επειδή τις έβλεπε να στενοχωριούνται, τις νουθέτησε να διατηρήσουν τις ψυχές και τα σώματά τους αγνά και όταν νιώθουν απελπισμένες να βρίσκουν παρηγοριά κοντά στο Θεό. Μετά μπήκε στο Ιερό και προσευχήθηκε στον Κύριο. Οι πόνοι γίνονταν αφόρητοι, όμως συνέχισε να ψάλλει. Αφού έδωσε παραινέσεις και νουθεσίες στις αδελφές μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων. Κοντά της βρέθηκαν πολλοί κληρικοί, ο Αρχιερέας Ελευθερουπόλεως και πολύς κόσμος. Η Αγία Μελάνη κοιμήθηκε 31 Δεκεμβρίου, ημέρα Κυριακή. Η δε στάση του σώματός της πριν την ταφή δεν έγινε από ξένα χέρια, αλλά θαυμαστώς τα χέρια της τέθηκαν κατά σχήμα στο στήθος και τα πόδια της. Αφού έψαλαν τα δέοντα κατά την Ανατολή έθαψαν «την των ουρανών όντως άξιαν».
Η μνήμη της Οσίας Μελάνης της Ρωμαίας εορτάζεται την 31 Δεκεμβρίου. Συμψάλλεται η ακολουθία της την 30 Δεκεμβρίου μαζί με την εορτή της Αγίας Ανυσίας.
Συμπληρωματικά στοιχεία από την wikipedia.
Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία (Saint Melania the Younger - Αγία Μελάνη η Νέα) (περ. 383 Ρώμη, - 31 Δεκεμβρίου 439) είναι Χριστιανή αγία και Μητέρα της Ερήμου (ασκήτρια) που έζησε κατά τη βασιλεία του Αυτοκράτορα Ονώριου, γιου του Θεοδόσιου. Είναι η εγγονή από τη πλευρά του πατέρα της αγίας με το ίδιο όνομα, Αγίας Μελάνειας (Saint Melania the Elder - Αγία Μελάνη η Πρεσβύτερη).
Η γιορτή της Αγίας Μελάνης είναι στις 31 Δεκεμβρίου. Στην Ουκρανία, η Malanka ("Μέρα της Μελάνης") γιορτάζεται στις 13 Ιανουαρίου.
Η Αγία Μελάνη ήταν κόρη του Βαλέριου Πουμπλίκολα (Valerius Publicola) (γιου του Βαλέριου Μάξιμου Βασίλειου (Valerius Maximus Basilius) και της Οσίας Μελάνειας), και της γυναίκας του Αλμπίνας. Παντρεύτηκε ενάντια στη θέλησή της κατά την Ορθόδοξη παράδοση με τον ξάδελφό της από την πλευρά του πατέρα της, Βαλέριο Πινιανό (Valerius Pinianus), στην ηλικία των δεκατεσσάρων. Μετά τον πρόωρο θάνατο των δύο παιδιών της εκείνη και ο σύζυγός της ακολούθησαν των Χριστιανικό ασκητισμό ζώντας από κει και πέρα σε αγαμία. Μετά το θάνατο των γονέων της κληρονόμησε την περιουσία τους, και τη δώρισε σε εκκλησιαστικά ιδρύματα και στους φτωχούς μέσω ανώνυμων μεσολαβητών. Η Αγία Μελάνη και ο Πινιανός έφυγαν από τη Ρώμη το 408, ζώντας μοναστική ζωή κοντά στη Μεσσήνη (Ιταλία) για δύο χρόνια. Το 410 πήγαν στην Αφρική, όπου έγιναν φίλοι με τον Αυγουστίνο και αφιερώθηκαν σε ενάρετη ζωή και φιλανθρωπικά έργα. Μαζί ίδρυσαν μονή, όπου η Αγία Μελάνη έγινε Ηγουμένη, και μοναστήρι το οποίο ανέλαβε ο Πινιανός. Το 417 ταξίδεψαν στην Παλαιστίνη μέσω της Αλεξάνδρειας, όπου ζήσανε σε αναχωρητήριο κοντά στο Όρος των Ελαιών, όπου η Αγία Μελάνη ίδρυσε και δεύτερο μοναστήρι. Μετά το θάνατου του Πινιανού περίπου το 420, έχτισε μοναστήρι για άντρες και εκκλησία, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της.
Η Καθολική παράδοση παραδίδει ότι η Αγία Μελάνη κατείχε "τεράστιες εκτάσεις στη Σικελία" και επίσης γη στη Βρετανία. Παραπέρα, κτήματα στην Ιβηρία, Νουμιδία, Μαυριτανία, και Ιταλία. Ο Γερόντιος περιγράφει τα κτήματά της ως εξής: "Από τη μια μεριά ήταν η θάλασσα και από την άλλη το δάσος με μια ποικιλία ζώων και κυνηγιού, ώστε όταν έκανε μπάνιο στην πισίνα μπορούσε να δει τα πλοία να περνάνε και το κυνήγι στο δάσος από την άλλη…η έκταση, επίσης περιελάμβανε 60 μεγάλα σπίτια, το καθένα από το οποίο είχε 400 δουλοπάροικους."
Μια αναφορά στην αφιέρωση της Αγίας Μελάνης στην ασκητική ζωή υπάρχει σε ένα Βίο Αγίων που συνέθεσε ο Γερόντιος περίπου το 452.
Επίσης, υπάρχει μια αναφορά για τη ζωή της από το Παλλάδιο (θάνατος 431), ο οποίος μας πληροφορεί μεταξύ άλλων ότι συνέβαλε στην επανένταξη στη Ιερουσαλήμ που ζούσε Πνευματομάχων, και στην πάταξη του Μελετιανού σχίσματος.
Η Ορθόδοξη παράδοση είτε δεν αναφέρει καθόλου τον άντρα της στο βίο της, είτε αναφέρει το όνομά του ως Απελλιανός, και ότι ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας, και ακολούθησαν ασκητική ζωή μαζί μετά το θάνατο των παιδιών τους (με κάποιες παραλλαγές στην προηγούμενη ζωή τους). Επίσης αναφέρει ότι καλλιγραφούσε βιβλία.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ΄
Ἐν σοὶ μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ’ εἰκόνα, λαβοῦσα γὰρ τὸ σταυρὸ ἠκολούθησας τὸ Χριστὸ καὶ πράττουσα ἐδίδασκες. Ὑπερορᾶν μὲν σαρκὸς παρέρχεται γάρ, ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου, διὸ καὶ μετ’ ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Μελάνη, τὸ πνεῦμα σου.
Κοντάκιον
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Καταυγασθείσα την ψυχήν φρυκτωρίαις, του αναλάμψαντος ημίν εκ Παρθένου, εν αρεταίς διέλαμψας Πανεύφημε, πλούτον γάρ σκορπίσασα, επί γην εφθαρμένον, εναπεθησαύρισας, τον ουράνιον πλούτον, και εν ασκήσει έλαμψας φαιδρώς, Όθεν Μελάνη, σε πόθω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου