Άγιος Παρθενομάρτυς Βασίλειος, ο εν Μαγγαζεία μαρτυρήσας. Ημέρα Μνήμης: 23 Μαρτίου και 10 Μαΐου ανακομιδή Ιερών Λειψάνων. Προστάτης κατά της Ομοφυλοφιλίας.
Ο Άγιος Βασίλειος γεννήθηκε το 1587 στην αρχαία πόλη του Γιαροσλάβλ. Το Γιαροσλάβλ ήταν ένα σημαντικό λιμάνι επί του ποταμού Βόλγα. Ο πατέρας του Βασίλη, Θεόδωρος, ήταν ένας φτωχός έμπορος και η οικογένειά του συχνά δεν είχε παρά ελάχιστο φαγητό.
Από μικρό παιδί, ο Άγιος Βασίλειος συνήθιζε να πηγαίνει στην εκκλησία κάθε φορά που ευκαιρούσε. Αγαπούσε τον οίκο του Θεού και ήθελε να βρίσκεται εκεί πέρα περισσότερο από κάθε άλλο μέρος.
Εκείνα τα χρόνια, όταν ένα αγόρι γινόταν δώδεκα χρονών, μπορούσε να γίνει παραγιός. Ο παραγιός εργαζόταν για μια επιχείρηση χωρίς να πληρώνεται, απλά για να μάθει τη δουλειά. Το αφεντικό πλήρωνε αρχικά στον πατέρα του αγοριού ένα ποσό και μετά πρόσφερε στο αγόρι φαγητό κι ένα κρεβάτι για να κοιμάται.
Επειδή η οικογένεια του Βασιλείου ήταν πολύ φτωχή, συμφώνησε να πάει για παραγιός. Ο Άγιος έγινε παραγιός ενός εμπόρου στη σιβηρική πόλη Μαγγαζεία (Мангазе́я, Mangazeya).
Η Σιβηρία ήταν πολύ επικίνδυνο μέρος, γεμάτο άγρια ζώα, πολεμόχαρες φυλές ιθαγενών και άνομους ανθρώπους. Το ταξίδι για την Μαγγαζεία ήταν μακρύ, δύσκολο και γεμάτο κινδύνους. Όταν ο Άγιος Βασίλειος έφτασε εκεί με ασφάλεια, έτρεξε στην εκκλησία για να ευχαριστήσει το Θεό που τον προστάτεψε στο δρόμο. Έπειτα, πήγε στο γραφείο του εμπόρου, ο οποίος του ανέθεσε τη δουλειά του υπαλλήλου. Ο Άγιος Βασίλειος ήταν πολύ καλός και προσεκτικός εργάτης. Σύντομα τού δόθηκε μια πιο υπέυθυνη θέση στην επιχείρηση.
Δυστυχώς, εκείνα τα χρόνια, η Σιβηρία ήταν μια χώρα των συνόρων και δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου γυναίκες εκεί. Εξ'αιτίας αυτού του γεγονότος, κάποιοι άνδρες με κτηνώδη πάθη έκαναν αρσενοκοιτικές πράξεις με νεαρούς άνδρες και παιδιά. Το αφεντικό του Αγίου Βασιλείου ήταν από αυτούς τους διεστραμμένους άνδρες. Γρήγορα, μετά την άφιξη του Αγίου Βασιλείου στη Μαγγαζεία, το αφεντικό του προσπάθησε να δελεάσει το νεαρό προς τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Χρησιμοποίησε την κολακεία, πρόσφερε χρήματα στον Βασίλειο και, τελικά, κατέφυγε σε απειλές και τιμωρίες.
Ο Άγιος Βασίλειος συνέχισε απλά να νηστεύει και να προσεύχεται και να ζητά από το Θεό να τον βοηθήσει να παραμείνει αγνός.
Το αφεντικό άρχισε να μισεί τον Βασίλειο. Είχε θυμώσει που δεν υπέκυπτε στην πορνική του επιθυμία και μισούσε την ευσεβή, προσευχητική ζωή του Βασιλείου. Ιδιαιτέρως μισούσε το Βασίλειο για τον πράο και ταπεινό του χαρακτήρα. Όσο όμως κι αν δίωκε και κακομεταχειριζόταν το αθώο αγόρι, ο Άγιος Βασίλειος συνέχιζε να εκτελεί όλα τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του με πίστη και ειλικρίνεια.
Τελικά, οι διωγμοί και οι συκοφαντίες έφτασαν σε φρικτό σημείο. Κατά τη διάρκεια του Όρθρου του Πάσχα, διαρρήκτες έκλεψαν το εμπορικό κατάστημα στο οποίο εργαζόταν ο Βασίλειος. Το αφεντικό ανακάλυψε την κλοπή, πήγε στον κυβερνήτη και ανήγγειλε την κλοπή. Όμως, τότε συνέβη μια φοβερή πράξη: τόσο μισούσε ο έμπορος το Βασίλειο και τόσο δυνατό ήταν το κακό μέσα του, ώστε κατηγόρησε επίσημα το αθώο παιδί ότι είναι ο κλέφτης.
Έτσι, την ημέρα της Ένδοξης Αναστάσεως του Χριστού, όταν η Αγία μας Εκκλησία καλεί όλους τους ανθρώπους στην ειρήνη και την αγάπη, αυτός ο αθώος, θεοφοβούμενος νέος προδόθηκε από έναν ψευδομάρτυρα, όπως ακριβώς είχε προδοθεί ο Χριστός από ψευδομάρτυρες. Ο κυβερνήτης δεν ερεύνησε καν τις κατηγορίες. Έστειλε χωροφύλακες να πιάσουν τον Άγιο Βασίλειο και να τον σύρουν έξω από την εκκλησία. Ο κυβερνήτης και το αφεντικό του Βασιλείου άρχισαν να τυραννούν το αγόρι για να του αποσπάσουν την ομολογία. Παρ’όλα τα άγρια βασανιστήρια, ο μακάριος απαντούσε μόνο με πραότητα: «Είμαι αθώος».
Ο πόνος των βασανιστηρίων έγινε τόσο αφόρητος που ο νέος λιποθύμησε, αλλά, όταν συνήλθε, και πάλι επανέλαβε ήσυχα: «Είμαι αθώος».
Η πράα, ταπεινή, χριστοειδής υπομονή και ειρηνική απόκριση του νεαρού Αγίου εξόργισε τον κακό έμπορο ακόμη περισσότερο. Τελικά, ξέσπασε σε δαιμονική οργή και χτύπησε τον αθώο παρθένο στο κεφάλι με μια βαριά αρμαθιά κλειδιά. Ο Άγιος Βασίλειος έπεσε στο έδαφος, αναστέναξε βαθιά και άφησε την αγνή του ψυχή στα χέρια του Κυρίου, στην ημέρα της Λαμπροφόρου Αναστάσεως του Χριστού του έτους 1600, σε ηλικία 13 ετών.
Για να κρύψει το φρικτό του έγκλημα, ο Κυβερνήτης Πούσκιν και ο τρελαμένος από το πάθος έμπορος έβαλαν το σώμα του Αγίου μάρτυρος σε ένα πρόχειρο φέρετρο και το βύθισαν σε ένα κοντινό βάλτο, δένοντας πάνω του πέτρες για να βυθιστεί.
Οι φήμες του βάρβαρου φόνου κυκλοφόρησαν στην πόλη της Μαγγαζείας αμέσως μετά το περιστατικό, αλλά ο Θεός επέλεξε να κρύψει τα Ιερά Λείψανα του Αγίου Του για 52 χρόνια.
Το 1652, κατά τη θητεία του στρατιωτικού διοικητή Ιγνάτιου Στεφάνοβιτς Κορσάκωφ, ο Θεός θέλησε να αποκαλύψει τη δόξα του Παρθενομάρτυρός Του. Εκείνη τη χρονιά, πολλά θαυμαστά γεγονότα άρχισαν να συμβαίνει στην ευρύτερη περιοχή της Μαγγαζείας. Πολλοί ευλαβείς άνθρωποι είδαν σε όνειρο να τους εμφανίζεται ένας αγένειος νέος και πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν από αυτό το Άγιο παιδί. Ένα παράξενο φως εμφανίστηκε πάνω από το βάλτο και αόρατες φωνές ακούστηκαν να ψέλνουν τριγύρω.
Τότε, το φέρετρο του Αγίου ανέβηκε σιγά-σιγά στην επιφάνεια της λάσπης. Ένας ευλαβής τοξότης, ο Στέφανος Σιργιάεφ, παρατήρησε το φέρετρο αλλά δεν έκανε κάτι. Ο Άγιος Βασίλειος εμφανίστηκε στον ύπνο του και του είπε να ανοίξει το φέρετρο και του διηγήθηκε όλη την ιστορία του μαρτυρίου του.
Έβγαλαν το φέρετρο από το βάλτο και το άνοιξαν. Μέσα βρήκαν τα Ιερά Λείψανα του Αγίου, πλήρη και άφθαρτα. Τότε έχτισαν ένα παρεκκλήσι στον τόπο εκείνο και τοποθέτησαν τα λείψανα του Αγίου, ενώ πολλοί άνθρωποι θεραπεύτηκαν με τις πρεσβείες του νεαρού μάρτυρος. Το 1670, τα Ιερά Λείψανα μεταφέρθηκαν στο καθολικό της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος στο Τουραχάνσκ.
Κατά την κομμουνιστική περίοδο, τα Ιερά Λείψανα χάθηκαν και ξαναβρέθηκαν το 1997. Από τότε έχουν συνδεθεί με πολλά θαύματα.
Άγιε παρθενομάρτυρα του Χριστού Βασίλειε, πρέσβευε υπέρ ημών!
Ο Άγιος Βασίλειος γεννήθηκε το 1587 στην αρχαία πόλη του Γιαροσλάβλ. Το Γιαροσλάβλ ήταν ένα σημαντικό λιμάνι επί του ποταμού Βόλγα. Ο πατέρας του Βασίλη, Θεόδωρος, ήταν ένας φτωχός έμπορος και η οικογένειά του συχνά δεν είχε παρά ελάχιστο φαγητό.
Από μικρό παιδί, ο Άγιος Βασίλειος συνήθιζε να πηγαίνει στην εκκλησία κάθε φορά που ευκαιρούσε. Αγαπούσε τον οίκο του Θεού και ήθελε να βρίσκεται εκεί πέρα περισσότερο από κάθε άλλο μέρος.
Εκείνα τα χρόνια, όταν ένα αγόρι γινόταν δώδεκα χρονών, μπορούσε να γίνει παραγιός. Ο παραγιός εργαζόταν για μια επιχείρηση χωρίς να πληρώνεται, απλά για να μάθει τη δουλειά. Το αφεντικό πλήρωνε αρχικά στον πατέρα του αγοριού ένα ποσό και μετά πρόσφερε στο αγόρι φαγητό κι ένα κρεβάτι για να κοιμάται.
Επειδή η οικογένεια του Βασιλείου ήταν πολύ φτωχή, συμφώνησε να πάει για παραγιός. Ο Άγιος έγινε παραγιός ενός εμπόρου στη σιβηρική πόλη Μαγγαζεία (Мангазе́я, Mangazeya).
Η Σιβηρία ήταν πολύ επικίνδυνο μέρος, γεμάτο άγρια ζώα, πολεμόχαρες φυλές ιθαγενών και άνομους ανθρώπους. Το ταξίδι για την Μαγγαζεία ήταν μακρύ, δύσκολο και γεμάτο κινδύνους. Όταν ο Άγιος Βασίλειος έφτασε εκεί με ασφάλεια, έτρεξε στην εκκλησία για να ευχαριστήσει το Θεό που τον προστάτεψε στο δρόμο. Έπειτα, πήγε στο γραφείο του εμπόρου, ο οποίος του ανέθεσε τη δουλειά του υπαλλήλου. Ο Άγιος Βασίλειος ήταν πολύ καλός και προσεκτικός εργάτης. Σύντομα τού δόθηκε μια πιο υπέυθυνη θέση στην επιχείρηση.
Δυστυχώς, εκείνα τα χρόνια, η Σιβηρία ήταν μια χώρα των συνόρων και δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου γυναίκες εκεί. Εξ'αιτίας αυτού του γεγονότος, κάποιοι άνδρες με κτηνώδη πάθη έκαναν αρσενοκοιτικές πράξεις με νεαρούς άνδρες και παιδιά. Το αφεντικό του Αγίου Βασιλείου ήταν από αυτούς τους διεστραμμένους άνδρες. Γρήγορα, μετά την άφιξη του Αγίου Βασιλείου στη Μαγγαζεία, το αφεντικό του προσπάθησε να δελεάσει το νεαρό προς τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Χρησιμοποίησε την κολακεία, πρόσφερε χρήματα στον Βασίλειο και, τελικά, κατέφυγε σε απειλές και τιμωρίες.
Ο Άγιος Βασίλειος συνέχισε απλά να νηστεύει και να προσεύχεται και να ζητά από το Θεό να τον βοηθήσει να παραμείνει αγνός.
Το αφεντικό άρχισε να μισεί τον Βασίλειο. Είχε θυμώσει που δεν υπέκυπτε στην πορνική του επιθυμία και μισούσε την ευσεβή, προσευχητική ζωή του Βασιλείου. Ιδιαιτέρως μισούσε το Βασίλειο για τον πράο και ταπεινό του χαρακτήρα. Όσο όμως κι αν δίωκε και κακομεταχειριζόταν το αθώο αγόρι, ο Άγιος Βασίλειος συνέχιζε να εκτελεί όλα τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του με πίστη και ειλικρίνεια.
Τελικά, οι διωγμοί και οι συκοφαντίες έφτασαν σε φρικτό σημείο. Κατά τη διάρκεια του Όρθρου του Πάσχα, διαρρήκτες έκλεψαν το εμπορικό κατάστημα στο οποίο εργαζόταν ο Βασίλειος. Το αφεντικό ανακάλυψε την κλοπή, πήγε στον κυβερνήτη και ανήγγειλε την κλοπή. Όμως, τότε συνέβη μια φοβερή πράξη: τόσο μισούσε ο έμπορος το Βασίλειο και τόσο δυνατό ήταν το κακό μέσα του, ώστε κατηγόρησε επίσημα το αθώο παιδί ότι είναι ο κλέφτης.
Έτσι, την ημέρα της Ένδοξης Αναστάσεως του Χριστού, όταν η Αγία μας Εκκλησία καλεί όλους τους ανθρώπους στην ειρήνη και την αγάπη, αυτός ο αθώος, θεοφοβούμενος νέος προδόθηκε από έναν ψευδομάρτυρα, όπως ακριβώς είχε προδοθεί ο Χριστός από ψευδομάρτυρες. Ο κυβερνήτης δεν ερεύνησε καν τις κατηγορίες. Έστειλε χωροφύλακες να πιάσουν τον Άγιο Βασίλειο και να τον σύρουν έξω από την εκκλησία. Ο κυβερνήτης και το αφεντικό του Βασιλείου άρχισαν να τυραννούν το αγόρι για να του αποσπάσουν την ομολογία. Παρ’όλα τα άγρια βασανιστήρια, ο μακάριος απαντούσε μόνο με πραότητα: «Είμαι αθώος».
Ο πόνος των βασανιστηρίων έγινε τόσο αφόρητος που ο νέος λιποθύμησε, αλλά, όταν συνήλθε, και πάλι επανέλαβε ήσυχα: «Είμαι αθώος».
Η πράα, ταπεινή, χριστοειδής υπομονή και ειρηνική απόκριση του νεαρού Αγίου εξόργισε τον κακό έμπορο ακόμη περισσότερο. Τελικά, ξέσπασε σε δαιμονική οργή και χτύπησε τον αθώο παρθένο στο κεφάλι με μια βαριά αρμαθιά κλειδιά. Ο Άγιος Βασίλειος έπεσε στο έδαφος, αναστέναξε βαθιά και άφησε την αγνή του ψυχή στα χέρια του Κυρίου, στην ημέρα της Λαμπροφόρου Αναστάσεως του Χριστού του έτους 1600, σε ηλικία 13 ετών.
Για να κρύψει το φρικτό του έγκλημα, ο Κυβερνήτης Πούσκιν και ο τρελαμένος από το πάθος έμπορος έβαλαν το σώμα του Αγίου μάρτυρος σε ένα πρόχειρο φέρετρο και το βύθισαν σε ένα κοντινό βάλτο, δένοντας πάνω του πέτρες για να βυθιστεί.
Οι φήμες του βάρβαρου φόνου κυκλοφόρησαν στην πόλη της Μαγγαζείας αμέσως μετά το περιστατικό, αλλά ο Θεός επέλεξε να κρύψει τα Ιερά Λείψανα του Αγίου Του για 52 χρόνια.
Το 1652, κατά τη θητεία του στρατιωτικού διοικητή Ιγνάτιου Στεφάνοβιτς Κορσάκωφ, ο Θεός θέλησε να αποκαλύψει τη δόξα του Παρθενομάρτυρός Του. Εκείνη τη χρονιά, πολλά θαυμαστά γεγονότα άρχισαν να συμβαίνει στην ευρύτερη περιοχή της Μαγγαζείας. Πολλοί ευλαβείς άνθρωποι είδαν σε όνειρο να τους εμφανίζεται ένας αγένειος νέος και πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν από αυτό το Άγιο παιδί. Ένα παράξενο φως εμφανίστηκε πάνω από το βάλτο και αόρατες φωνές ακούστηκαν να ψέλνουν τριγύρω.
Τότε, το φέρετρο του Αγίου ανέβηκε σιγά-σιγά στην επιφάνεια της λάσπης. Ένας ευλαβής τοξότης, ο Στέφανος Σιργιάεφ, παρατήρησε το φέρετρο αλλά δεν έκανε κάτι. Ο Άγιος Βασίλειος εμφανίστηκε στον ύπνο του και του είπε να ανοίξει το φέρετρο και του διηγήθηκε όλη την ιστορία του μαρτυρίου του.
Έβγαλαν το φέρετρο από το βάλτο και το άνοιξαν. Μέσα βρήκαν τα Ιερά Λείψανα του Αγίου, πλήρη και άφθαρτα. Τότε έχτισαν ένα παρεκκλήσι στον τόπο εκείνο και τοποθέτησαν τα λείψανα του Αγίου, ενώ πολλοί άνθρωποι θεραπεύτηκαν με τις πρεσβείες του νεαρού μάρτυρος. Το 1670, τα Ιερά Λείψανα μεταφέρθηκαν στο καθολικό της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος στο Τουραχάνσκ.
Κατά την κομμουνιστική περίοδο, τα Ιερά Λείψανα χάθηκαν και ξαναβρέθηκαν το 1997. Από τότε έχουν συνδεθεί με πολλά θαύματα.
Άγιε παρθενομάρτυρα του Χριστού Βασίλειε, πρέσβευε υπέρ ημών!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου