Άγιος Δημήτριος Ντονσκόι (του Ντον), ο Μέγας Πρίγκιπας της Μοσχοβίας. Ημέρα Μνήμης: 19 Μαΐου.
Ο Άγιος Ντμίτρι Ιβάνοβιτς Ντονσκόι (12 Οκτωβρίου 1350 – 19 Μαΐου 1389) ήταν Μέγας Πρίγκιπας της Μοσχοβίας (από το 1359) και του Βλαντίμιρ (από το 1362), γιος του μεγάλου Δούκα Ιβάν Β΄ του Ερυθρού και της δεύτερης γυναίκας του πριγκίπισσας Αλεξάνδρας Ιβάνοβνας. Είχε τους γιους Βασίλη, Γιούρι, Αντρέα, Πέτρο και Κωνσταντίνο. Ο Ντονσκόι ήταν ο πρώτος Ρώσος ηγεμόνας που αμφισβήτησε ανοιχτά την εξουσία της Χρυσής Ορδής επί των ρωσικών ηγεμονιών, και με τη νίκη του στη Μάχη του Κουλίκοβο στον ποταμό Ντον (που του προσέδωσε και το προσωνύμιο Ντονσκόι) εξασφάλισε την ντε φάκτο ανεξαρτησία του Μεγάλου Πριγκιπάτου της Μοσχοβίας από τους Μογγόλους.
Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1359, κηδεμόνας του εννιάχρονου Ντμίτρι και πραγματικός κυβερνήτης του πριγκιπάτου της Μόσχας έγινε ο μητροπολίτης Αλέξιος, ένας πολύ έξυπνος άνδρας με ακέραιο χαρακτήρα και κύρος. Ο Ντμίτρι τον συμβουλευόταν, συνεχίζοντας την πολιτική της συνένωσης των ρωσικών περιφερειών γύρω από τη Μόσχα. Ήταν αναγκασμένος να κάνει διαρκή αγώνα ενάντια στους αντίζηλούς του πρίγκιπες για το μέγα πριγκιπάτο, όπως τον πρίγκιπα του Σούζνταλ και του Νίζνι Νόβγκοροντ, τον πρίγκιπα της Ρυαζάν και τον πρίγκιπα του Τβερ.
Εκείνη την εποχή το κράτος των Ρως αποτελούταν από ξεχωριστά πριγκιπάτα: του Βλαντίμιρ, της Μοσχοβίας, του Τβερ, του Σούζνταλ και της Ρυαζάν. Καθένας από τους ηγεμόνες των κρατών αυτών είχε τον τίτλο του «μεγάλου πρίγκιπα»
(Великий князь, (προφ. βελίκι κνιάζ, πιο σωστά αποδιδόμενο ως «μέγας ηγεμόνας»). Ο μέγας πρίγκιπας του Βλαντίμιρ ήταν ο πρεσβύτερος αυτών, επειδή το πριγκιπάτο του Βλαντίμιρ - Σούζνταλ, όπου ανήκε και η Μόσχα, ήταν το πιο δυναμικό κατά την προ - μογγολική περίοδο του κράτους των Ρως. Κατά συνέπεια οι υπόλοιποι μεγάλοι πρίγκιπες επιδίωκαν να σφετεριστούν το θρόνο του Βλαντίμιρ, με αποτέλεσμα συχνούς εμφύλιους πολέμους και εξοντώσεις.
Το 1361 ο Μογγόλος χαν της Χρυσής Ορδής παραχώρησε το μέγα πριγκιπάτο του Βλαντίμιρ στον πρίγκιπα του Σούζνταλ, τον Ντμίτρι Κονσταντίνοβιτς, απόγονο του πρίγκιπα Αντρέα, του μικρότερου αδερφού τού Αλεξάνδρου Νιέφσκι. Η Μόσχα όμως, της οποίας οι πρίγκιπες ήθελαν να κατοχυρώσουν τον τίτλο και τις κτήσεις του Μεγάλου Πριγκιπάτου του Βλαντίμιρ για τη δυναστεία τους, αρνήθηκαν να αποδεχτούν αυτή τη παραχώρηση. Ο Ντονσκόι κατέλαβε το Βλαντίμιρ, αναγκάζοντας το νεαρό Ντμίτρι Κονσταντίνοβιτς να καταφύγει στη Χρυσή Ορδή. Όταν όμως ο Ντονσκόι επέστρεψε στη Μόσχα, ο Ντμίτρι Κονσταντίνοβιτς κυρίευσε το Βλαντίμιρ. Η εξουσία του εκεί όμως κράτησε μόνο 12 ημέρες, καθώς ο Ντονσκόι εκστράτευσε και τον έδιωξε από το Βλαντίμιρ.
Την κατάσταση για τον Ντμίτρι Κονσταντίνοβιτς επιδείνωσε ο σφετερισμός, από μέρους του μικρότερου αδελφού του Μπορίς, του πριγκιπάτου του Νίζνι Νόβγκοροντ. Μην έχοντας επαρκή στρατιωτική δύναμη, ο Ντμίτρι Κονσταντίνοβιτς αναγκάστηκε να στραφεί για βοήθεια στη Μόσχα. Ο Ντονσκόι δέχτηκε να βοηθήσει στην επανάκτηση του Νίζνι Νόβγκοροντ, αλλά σε αντάλλαγμα υποχρέωσε τον Ντμίτρι Κονσταντίνοβιτς να παραιτηθεί κάθε αξίωσης επί του Βλαντίμιρ. Ο νέος χαν Αζίζ, θέλοντας να αποτρέψει την υπέρμετρη ενίσχυση της Μόσχας, έδωσε ξανά το Βλαντίμιρ στον Ντμίτρι Κονσταντίνοβιτς, αλλά αυτός προτίμησε να αρνηθεί χάριν της συμμαχίας με τον Ντονσκόι, η οποία οριστικοποιήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1366 με το γάμο του Ντονσκόι με τη πριγκίπισσα του Σούζνταλ, Ευδοξία Ντμίτριεβνα.
Ο ηττημένος Μογγόλος στρατηγός Μαμάι κείτεται στα πόδια του Ντονσκόι. Απόσπασμα μνημείου στο Νόβγκοροντ
Εν τω μεταξύ, το 1362 ο Ντονσκόι είχε νικήσει τον πρίγκιπα του Ροστόφ, Κωνσταντίνο.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1360, ο Ντονσκόι πήρε μια σειρά μέτρων που αποσκοπούσαν στη συγκέντρωση της διοικητικής και στρατιωτικής εξουσίας στα χέρια του. Το 1365, μια μεγάλη πυρκαγιά ξέσπασε στη Μόσχα, η οποία σε 2 ώρες κατέστρεψε το Κρεμλίνο και πολλές από τις ως επί το πλείστον κτισμένες με ξύλο συνοικίες της πόλης. Το 1367 ο Ντονσκόι άρχισε την οικοδόμηση του καινούργιου κρεμλίνου από λευκή πέτρα. Το 1368 ξέσπασε εμφύλια διαμάχη στο Τβερ μεταξύ του Βασίλι Μιχάηλοβιτς Κάσινσκι και του ανιψιού του Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς, εξαιτίας της περιφέρειας του μακαρίτη Σεμιόν Κονσταντίνοβιτς. Όταν ζήτησαν από τον Ντμίτρι Ιβάνοβιτς να μεσολαβήσει για τη λύση της φιλονικίας, αυτός υποστήριξε τον Βασίλι Μιχάηλοβιτς, ενώ ο Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς κατέφυγε στη Λιθουανία στον γαμπρό του, δούκα Αλγκίρντας.
Επωφελούμενοι της απουσίας του, ο Βασίλι και ο Ντονσκόι λεηλάτησαν την περιφέρειά του. Ο Μιχαήλ όμως, με τη βοήθεια της Λιθουανίας, κατέλαβε την πόλη Τβερ και έδιωξε τον θείο του. Οι σύμβουλοι του Ντμίτρι, φοβισμένοι από τις προθέσεις του Μιχαήλ, ο οποίος αυτοαποκλήθηκε Μέγας Πρίγκιπας του Τβερ και ήθελε να επανακτήσει την ανεξαρτησία του πριγκιπάτου του, τον προσκάλεσαν στην Μόσχα, όπου τον φυλάκισαν. Μόνο η άφιξη του πρεσβευτή του χάνου ανάγκασε τον Ντμίτρι Ντονσκόι να απελευθερώσει τον Μιχαήλ. Ο θυμωμένος Μιχαήλ ζήτησε ξανά τη βοήθεια του Αλγκίρντας, ο όποιος κινήθηκε κατά της Μόσχας με μεγάλη στρατιωτική δύναμη.
Το 21 Νοεμβρίου 1368, στον ποταμό Τόστνα κόντα στη Μόσχα, το μοσχοβιτικό στράτευμα ηττήθηκε από τους Λιθουανούς, η Μόσχα όμως άντεξε την επίθεση χάρις στα πέτρινα τείχη της. Ο λιθουανικός στρατός λεηλάτησε το Πριγκιπάτο της Μόσχας για τρεις ημέρες και κατόπιν αποσύρθηκε. Σε απάντηση ο Ντμίτρι εκστράτευσε κατά του Τβερ τον Αύγουστο του 1370. Ο Μιχαήλ δεν εμπιστευόταν τις δυνάμεις του ώστε να αντιμετωπίσει ανοιχτά το μοσχοβίτικο στρατό, και στράφηκε στη Λιθουανία. Αυτή τη φορά όμως ο Αλγκίρντας δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει, καθώς είχε εμπλακεί σε πόλεμο με τους Τεύτονες Ιππότες. Έτσι ο Μιχαήλ στράφηκε στους Μογγόλους της Χρυσής Ορδής. Στις αρχές του 1371 πήγε ο ίδιος στη Χρυσή Ορδή, και επέστρεψε με το Μογγόλο πρεσβευτή Σαριχοντζά. Οι μοσχοβίτες άρχοντες όμως προσκάλεσαν το Σαρχοτζά στη Μόσχα, όπου και τον εξαγόρασαν, με αποτέλεσμα τον Ιούλιο του 1371, ο Ντμίτρι Ιβάνοβιτς να ταξιδέψει στη Χρυσή Ορδή, όπου έλαβε τον τίτλο του μεγάλου πρίγκιπα καθώς και τον γιο του Μιχαήλ, ο οποίος ήταν όμηρος των Μογγόλων.
Η συνεννόηση με την Χρυσή Ορδή κατέστησε τον Ντμίτρι πιο ισχυρό από τον Αλγκίρντας, τον οποίο και νίκησε το 1373 σε μάχη κοντά στη Λιουμπούτσκ. Κατόπιν επετεύχθη μια συμφωνία ανακωχής, και η κόρη του Αλγκίρντας Ελένη παντρεύτηκε το θείο του Ντμίτρι, Βλαδίμηρο Αντρέγεβιτς Σερπουχοφσκόι. Το 1374-1375, οι σχέσεις Μοσχοβίας-Χρυσής Ορδής διαταράχτηκαν, και ο χαν μετέφερε το αξίωμα του μεγάλου πρίγιπα στο Τβερ. Ο Μιχαήλ του Τβερ ξεκίνησε πόλεμο το 1375. Ο Ντμίτρι συγκέντρωσε πλήθος συμμάχων: τους δούκες του Σούζνταλ-Νίζνι Νόβγκοροντ, της Σερπουχόφ, Γκοροντέτς, Ροστόφ, Γιαροσλάβλ, Μπελοζέρσκ, Κάσσιν, Σταροντούμπ, Ταρούσσα, Νοβοσίλσκ, Ομπολένσκ, Σμολένσκ, Μπριάνσκ και του Νόβγκοροντ. Ούτε η Λιθουανία, ούτε η Ορδή δεν συνέδραμαν τον Μιχαήλ, ο οποίος αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη. Στη συμφωνία ειρήνης που υπογράφτηκε στις 3 Σεπτεμβρίου, ο Μιχαήλ παραιτήθηκε των αξιώσεών του και υποχρεώθηκε να συνδράμει τον Ντμίτρι ενάντια στους Μογγόλους και τους Λιθουανούς.
Το 1376 η Μόσχα επεζήτησε να εδραιώσει την επιρροή της στην περιοχή Βολσκό-Κάμσκαγια (στη Βουλγαρία του Βόλγα) και άρχισε τις διαπραγματεύσεις με το Νόβγκοροντ για την εμπορική πολιτική. Άνοιξε τα σύνορά της για εμπορεύματα από το Νόβγκοροντ, έχοντας το Νόβγκοροντ ως σύμμαχό της εναντίον του Τβερ. Ο Μαμάι ήταν πολύ ανήσυχος για τις βλέψεις του πρίγκιπα της Μόσχας. Στη μάχη στον ποταμό Πιάνα το ρωσικό στράτευμα ηττήθηκε από τον δούκα της Ορδής Αράπσι. Τον επόμενο χρόνο ο Μαμάι έστειλε απόσπασμα να ληστέψει και να κάψει τη Μόσχα. Ο Ντμίτρι συνάντησε τους Μογγόλους στον ποταμό Βοζσά, όπου τους νίκησε για πρώτη φόρα σε περίοδο 150 χρόνων. Ο Μαμάι ετοίμαζε «την νέα μεγάλη εκστρατεία στην Ρωσία» ένα χρόνο. Προσέλαβε στο στρατό του και μισθοφόρους: γενοβέζους, τσερκέσους, αλάνους και γιάσους. Σύμμαχός του ήταν και ο λιθουανός δούκας Γιαγκάϊλο. Ο δούκας του Ριαζάν Ολέγκ έκανε μυστική συμφωνία με τον Γιαγκάϊλο, να μοιραστούν τη Μοσχοβία μεταξύ τους. Το καλοκαίρι του 1380 ο Μαμάι εκστράτευσε στη Ρωσία. Αποσπάσματα πολλών ρωσικών πριγκιπάτων συγκεντρώθηκαν στην Κολόμνα, όπου ήταν το επιτελείο του Ντμίτρι. Οι αντίπαλοι είχαν περίπου 100-120 χιλιάδες στρατιώτες. Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1380 στο Κουλίκοβο, στο μέρος όπου ο ποταμός Νεπριάντβα χύνεται στον Ντον, οι Ρώσοι και οι Μογγόλοι συναντήθηκαν για την οριστική μάχη. Τους Ρώσους στρατιώτες ευλόγησε ο Αγιος Σέργιος Ραντονέσκι. Ο Ντμίτρι έστειλε πρώτα τα δύο εκλεκτά παλικάρια του, τον Οσλιάμπλια και Περεσβέτ. Άρχισαν την μάχη ο Περεσβέτ και το πρωτοπαλίκαρο των Τατάρων Τσαλουμπέϊ. Στην αναμέτρηση σκοτώθηκαν και οι δύο. Μετά από τον θάνατό τους άρχισε μια σκληρότατη μάχη, που έληξε με την δραπέτευση του Μαμάι και την απόλυτη ήττα των Μογγόλων.
Ο Ντμίτρι τραυματίστηκε βαριά. Ο Γιαγκάϊλο επανήλθε, ο Ολέγκ δραπέτευσε στην Λιθουανία, αλλά γύρισε σύντομα και συμφιλιώθηκε. Για τη νίκη στο πεδίο του Κουλίκοβο ο Ντμίτρι πήρε το προσωνύμιο Ντονσκόι (από το όνομα του ποταμού Ντον).
Τα απομεινάρια του στρατευμάτος του Μαμάϊ εξοντώθηκαν από τον Τοχταμίς απόγονο του Τσένγκις Χαν, που έγινε χαν. Το 1381 ο Τοχταμίς πρόσταξε τον Ντμίτρι να ενταχθεί στην Ορδή, αλλά αυτός δεν υπάκουσε. Τότε ο Τοχταμίς εκστράτευσε στη Μόσχα το 1382. Ο δούκας του Ριαζάν του έδειξε το δρόμο για να σώσει το πριγκιπάτο του. Ο Ντμίτρι Ντονσκόι αναχώρησε στην Κοστρομά για να μαζέψει το στράτευμα, αλλα χωρίς επιτυχία: Τοχταμίς έκαψε την Μόσχα εντελώς και οι πολίτες της βρέθηκαν σκοτωμένοι ή αιχμαλωτισμένοι.
Επωφελούμενος από την αποδυνάμωση της Μόσχας, ο πρίγκιπας του Τβερ Μιχαήλ πήγε στον χαν της Χρυσής Ορδής για να λάβει τον τίτλο του μεγάλου πρίγκιπα (του συλλέκτη του φόρου της υποτέλειας). Ωστόσο ο Ντμίτρι τον πρόλαβε με την «πρεσβεία της συγχώρησης». Άφησε ως αιχμάλωτο το γιο του Βασίλι και ορκίστηκε να πληρώνει το φόρο.
Στη διάρκεια της τριαντάχρονης διοικήσεώς του ο Ντμίτρι κατόρθωσε να ενώσει τις ρωσικές περιφέρειες και να ηγηθεί της αντίστασης κατά της Χρυσής Ορδής. Η αντίληψη για την πολιτική ενότητα της Ρωσίας συνέπιπτε με την ιδέα της ισχυρής εξουσίας του μεγάλου πριγκιπάτου της Μόσχας, το οποίο επεκτάθηκε συμπεριλαμβάνοντας τις περιοχές Γκάλιτς, Μπελοόζερο, Ούγλιτς, Ντμίτροφ, Μεσσέρα, Κοστρομά, Τσούχλομα και άλλες. Το μεγάλο πριγκιπάτο του Βλαντίμιρ επίσης έγινε μέρος της Μοσχοβίας. Εκμεταλλευόμενος τις φιλικές σχέσεις που διατηρούσε με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ο Ντμίτρι επιζητούσε την ανεξαρτησία της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας από την Κωνσταντινούπολη.
Ο Ντμίτρι είχε 12 παιδιά (8 γιούς και 4 κόρες). Κληροδότησε το μεγάλο πριγκιπάτο του Βλαντίμιρ και της Μόσχας στο μεγαλύτερο γιο του Βασίλι Α’, πρώτη φορά χωρίς την επιδοκιμασία του χαν της Ορδής.
Ο Ντμίτρι απεβίωσε στις 19 Μαΐου 1389 και κηδεύτηκε στο Κρεμλίνο της Μόσχας, στο ναό του Αρχαγγέλου. Ανακηρύχθηκε άγιος το 1988. Το όνομά του με τον καιρό έγινε το σύμβολο της ρωσικής δόξας.
Ο Άγιος Ντμίτρι Ιβάνοβιτς Ντονσκόι (12 Οκτωβρίου 1350 – 19 Μαΐου 1389) ήταν Μέγας Πρίγκιπας της Μοσχοβίας (από το 1359) και του Βλαντίμιρ (από το 1362), γιος του μεγάλου Δούκα Ιβάν Β΄ του Ερυθρού και της δεύτερης γυναίκας του πριγκίπισσας Αλεξάνδρας Ιβάνοβνας. Είχε τους γιους Βασίλη, Γιούρι, Αντρέα, Πέτρο και Κωνσταντίνο. Ο Ντονσκόι ήταν ο πρώτος Ρώσος ηγεμόνας που αμφισβήτησε ανοιχτά την εξουσία της Χρυσής Ορδής επί των ρωσικών ηγεμονιών, και με τη νίκη του στη Μάχη του Κουλίκοβο στον ποταμό Ντον (που του προσέδωσε και το προσωνύμιο Ντονσκόι) εξασφάλισε την ντε φάκτο ανεξαρτησία του Μεγάλου Πριγκιπάτου της Μοσχοβίας από τους Μογγόλους.
Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1359, κηδεμόνας του εννιάχρονου Ντμίτρι και πραγματικός κυβερνήτης του πριγκιπάτου της Μόσχας έγινε ο μητροπολίτης Αλέξιος, ένας πολύ έξυπνος άνδρας με ακέραιο χαρακτήρα και κύρος. Ο Ντμίτρι τον συμβουλευόταν, συνεχίζοντας την πολιτική της συνένωσης των ρωσικών περιφερειών γύρω από τη Μόσχα. Ήταν αναγκασμένος να κάνει διαρκή αγώνα ενάντια στους αντίζηλούς του πρίγκιπες για το μέγα πριγκιπάτο, όπως τον πρίγκιπα του Σούζνταλ και του Νίζνι Νόβγκοροντ, τον πρίγκιπα της Ρυαζάν και τον πρίγκιπα του Τβερ.
Εκείνη την εποχή το κράτος των Ρως αποτελούταν από ξεχωριστά πριγκιπάτα: του Βλαντίμιρ, της Μοσχοβίας, του Τβερ, του Σούζνταλ και της Ρυαζάν. Καθένας από τους ηγεμόνες των κρατών αυτών είχε τον τίτλο του «μεγάλου πρίγκιπα»
(Великий князь, (προφ. βελίκι κνιάζ, πιο σωστά αποδιδόμενο ως «μέγας ηγεμόνας»). Ο μέγας πρίγκιπας του Βλαντίμιρ ήταν ο πρεσβύτερος αυτών, επειδή το πριγκιπάτο του Βλαντίμιρ - Σούζνταλ, όπου ανήκε και η Μόσχα, ήταν το πιο δυναμικό κατά την προ - μογγολική περίοδο του κράτους των Ρως. Κατά συνέπεια οι υπόλοιποι μεγάλοι πρίγκιπες επιδίωκαν να σφετεριστούν το θρόνο του Βλαντίμιρ, με αποτέλεσμα συχνούς εμφύλιους πολέμους και εξοντώσεις.
Το 1361 ο Μογγόλος χαν της Χρυσής Ορδής παραχώρησε το μέγα πριγκιπάτο του Βλαντίμιρ στον πρίγκιπα του Σούζνταλ, τον Ντμίτρι Κονσταντίνοβιτς, απόγονο του πρίγκιπα Αντρέα, του μικρότερου αδερφού τού Αλεξάνδρου Νιέφσκι. Η Μόσχα όμως, της οποίας οι πρίγκιπες ήθελαν να κατοχυρώσουν τον τίτλο και τις κτήσεις του Μεγάλου Πριγκιπάτου του Βλαντίμιρ για τη δυναστεία τους, αρνήθηκαν να αποδεχτούν αυτή τη παραχώρηση. Ο Ντονσκόι κατέλαβε το Βλαντίμιρ, αναγκάζοντας το νεαρό Ντμίτρι Κονσταντίνοβιτς να καταφύγει στη Χρυσή Ορδή. Όταν όμως ο Ντονσκόι επέστρεψε στη Μόσχα, ο Ντμίτρι Κονσταντίνοβιτς κυρίευσε το Βλαντίμιρ. Η εξουσία του εκεί όμως κράτησε μόνο 12 ημέρες, καθώς ο Ντονσκόι εκστράτευσε και τον έδιωξε από το Βλαντίμιρ.
Την κατάσταση για τον Ντμίτρι Κονσταντίνοβιτς επιδείνωσε ο σφετερισμός, από μέρους του μικρότερου αδελφού του Μπορίς, του πριγκιπάτου του Νίζνι Νόβγκοροντ. Μην έχοντας επαρκή στρατιωτική δύναμη, ο Ντμίτρι Κονσταντίνοβιτς αναγκάστηκε να στραφεί για βοήθεια στη Μόσχα. Ο Ντονσκόι δέχτηκε να βοηθήσει στην επανάκτηση του Νίζνι Νόβγκοροντ, αλλά σε αντάλλαγμα υποχρέωσε τον Ντμίτρι Κονσταντίνοβιτς να παραιτηθεί κάθε αξίωσης επί του Βλαντίμιρ. Ο νέος χαν Αζίζ, θέλοντας να αποτρέψει την υπέρμετρη ενίσχυση της Μόσχας, έδωσε ξανά το Βλαντίμιρ στον Ντμίτρι Κονσταντίνοβιτς, αλλά αυτός προτίμησε να αρνηθεί χάριν της συμμαχίας με τον Ντονσκόι, η οποία οριστικοποιήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1366 με το γάμο του Ντονσκόι με τη πριγκίπισσα του Σούζνταλ, Ευδοξία Ντμίτριεβνα.
Ο ηττημένος Μογγόλος στρατηγός Μαμάι κείτεται στα πόδια του Ντονσκόι. Απόσπασμα μνημείου στο Νόβγκοροντ
Εν τω μεταξύ, το 1362 ο Ντονσκόι είχε νικήσει τον πρίγκιπα του Ροστόφ, Κωνσταντίνο.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1360, ο Ντονσκόι πήρε μια σειρά μέτρων που αποσκοπούσαν στη συγκέντρωση της διοικητικής και στρατιωτικής εξουσίας στα χέρια του. Το 1365, μια μεγάλη πυρκαγιά ξέσπασε στη Μόσχα, η οποία σε 2 ώρες κατέστρεψε το Κρεμλίνο και πολλές από τις ως επί το πλείστον κτισμένες με ξύλο συνοικίες της πόλης. Το 1367 ο Ντονσκόι άρχισε την οικοδόμηση του καινούργιου κρεμλίνου από λευκή πέτρα. Το 1368 ξέσπασε εμφύλια διαμάχη στο Τβερ μεταξύ του Βασίλι Μιχάηλοβιτς Κάσινσκι και του ανιψιού του Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς, εξαιτίας της περιφέρειας του μακαρίτη Σεμιόν Κονσταντίνοβιτς. Όταν ζήτησαν από τον Ντμίτρι Ιβάνοβιτς να μεσολαβήσει για τη λύση της φιλονικίας, αυτός υποστήριξε τον Βασίλι Μιχάηλοβιτς, ενώ ο Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς κατέφυγε στη Λιθουανία στον γαμπρό του, δούκα Αλγκίρντας.
Επωφελούμενοι της απουσίας του, ο Βασίλι και ο Ντονσκόι λεηλάτησαν την περιφέρειά του. Ο Μιχαήλ όμως, με τη βοήθεια της Λιθουανίας, κατέλαβε την πόλη Τβερ και έδιωξε τον θείο του. Οι σύμβουλοι του Ντμίτρι, φοβισμένοι από τις προθέσεις του Μιχαήλ, ο οποίος αυτοαποκλήθηκε Μέγας Πρίγκιπας του Τβερ και ήθελε να επανακτήσει την ανεξαρτησία του πριγκιπάτου του, τον προσκάλεσαν στην Μόσχα, όπου τον φυλάκισαν. Μόνο η άφιξη του πρεσβευτή του χάνου ανάγκασε τον Ντμίτρι Ντονσκόι να απελευθερώσει τον Μιχαήλ. Ο θυμωμένος Μιχαήλ ζήτησε ξανά τη βοήθεια του Αλγκίρντας, ο όποιος κινήθηκε κατά της Μόσχας με μεγάλη στρατιωτική δύναμη.
Το 21 Νοεμβρίου 1368, στον ποταμό Τόστνα κόντα στη Μόσχα, το μοσχοβιτικό στράτευμα ηττήθηκε από τους Λιθουανούς, η Μόσχα όμως άντεξε την επίθεση χάρις στα πέτρινα τείχη της. Ο λιθουανικός στρατός λεηλάτησε το Πριγκιπάτο της Μόσχας για τρεις ημέρες και κατόπιν αποσύρθηκε. Σε απάντηση ο Ντμίτρι εκστράτευσε κατά του Τβερ τον Αύγουστο του 1370. Ο Μιχαήλ δεν εμπιστευόταν τις δυνάμεις του ώστε να αντιμετωπίσει ανοιχτά το μοσχοβίτικο στρατό, και στράφηκε στη Λιθουανία. Αυτή τη φορά όμως ο Αλγκίρντας δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει, καθώς είχε εμπλακεί σε πόλεμο με τους Τεύτονες Ιππότες. Έτσι ο Μιχαήλ στράφηκε στους Μογγόλους της Χρυσής Ορδής. Στις αρχές του 1371 πήγε ο ίδιος στη Χρυσή Ορδή, και επέστρεψε με το Μογγόλο πρεσβευτή Σαριχοντζά. Οι μοσχοβίτες άρχοντες όμως προσκάλεσαν το Σαρχοτζά στη Μόσχα, όπου και τον εξαγόρασαν, με αποτέλεσμα τον Ιούλιο του 1371, ο Ντμίτρι Ιβάνοβιτς να ταξιδέψει στη Χρυσή Ορδή, όπου έλαβε τον τίτλο του μεγάλου πρίγκιπα καθώς και τον γιο του Μιχαήλ, ο οποίος ήταν όμηρος των Μογγόλων.
Η συνεννόηση με την Χρυσή Ορδή κατέστησε τον Ντμίτρι πιο ισχυρό από τον Αλγκίρντας, τον οποίο και νίκησε το 1373 σε μάχη κοντά στη Λιουμπούτσκ. Κατόπιν επετεύχθη μια συμφωνία ανακωχής, και η κόρη του Αλγκίρντας Ελένη παντρεύτηκε το θείο του Ντμίτρι, Βλαδίμηρο Αντρέγεβιτς Σερπουχοφσκόι. Το 1374-1375, οι σχέσεις Μοσχοβίας-Χρυσής Ορδής διαταράχτηκαν, και ο χαν μετέφερε το αξίωμα του μεγάλου πρίγιπα στο Τβερ. Ο Μιχαήλ του Τβερ ξεκίνησε πόλεμο το 1375. Ο Ντμίτρι συγκέντρωσε πλήθος συμμάχων: τους δούκες του Σούζνταλ-Νίζνι Νόβγκοροντ, της Σερπουχόφ, Γκοροντέτς, Ροστόφ, Γιαροσλάβλ, Μπελοζέρσκ, Κάσσιν, Σταροντούμπ, Ταρούσσα, Νοβοσίλσκ, Ομπολένσκ, Σμολένσκ, Μπριάνσκ και του Νόβγκοροντ. Ούτε η Λιθουανία, ούτε η Ορδή δεν συνέδραμαν τον Μιχαήλ, ο οποίος αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη. Στη συμφωνία ειρήνης που υπογράφτηκε στις 3 Σεπτεμβρίου, ο Μιχαήλ παραιτήθηκε των αξιώσεών του και υποχρεώθηκε να συνδράμει τον Ντμίτρι ενάντια στους Μογγόλους και τους Λιθουανούς.
Το 1376 η Μόσχα επεζήτησε να εδραιώσει την επιρροή της στην περιοχή Βολσκό-Κάμσκαγια (στη Βουλγαρία του Βόλγα) και άρχισε τις διαπραγματεύσεις με το Νόβγκοροντ για την εμπορική πολιτική. Άνοιξε τα σύνορά της για εμπορεύματα από το Νόβγκοροντ, έχοντας το Νόβγκοροντ ως σύμμαχό της εναντίον του Τβερ. Ο Μαμάι ήταν πολύ ανήσυχος για τις βλέψεις του πρίγκιπα της Μόσχας. Στη μάχη στον ποταμό Πιάνα το ρωσικό στράτευμα ηττήθηκε από τον δούκα της Ορδής Αράπσι. Τον επόμενο χρόνο ο Μαμάι έστειλε απόσπασμα να ληστέψει και να κάψει τη Μόσχα. Ο Ντμίτρι συνάντησε τους Μογγόλους στον ποταμό Βοζσά, όπου τους νίκησε για πρώτη φόρα σε περίοδο 150 χρόνων. Ο Μαμάι ετοίμαζε «την νέα μεγάλη εκστρατεία στην Ρωσία» ένα χρόνο. Προσέλαβε στο στρατό του και μισθοφόρους: γενοβέζους, τσερκέσους, αλάνους και γιάσους. Σύμμαχός του ήταν και ο λιθουανός δούκας Γιαγκάϊλο. Ο δούκας του Ριαζάν Ολέγκ έκανε μυστική συμφωνία με τον Γιαγκάϊλο, να μοιραστούν τη Μοσχοβία μεταξύ τους. Το καλοκαίρι του 1380 ο Μαμάι εκστράτευσε στη Ρωσία. Αποσπάσματα πολλών ρωσικών πριγκιπάτων συγκεντρώθηκαν στην Κολόμνα, όπου ήταν το επιτελείο του Ντμίτρι. Οι αντίπαλοι είχαν περίπου 100-120 χιλιάδες στρατιώτες. Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1380 στο Κουλίκοβο, στο μέρος όπου ο ποταμός Νεπριάντβα χύνεται στον Ντον, οι Ρώσοι και οι Μογγόλοι συναντήθηκαν για την οριστική μάχη. Τους Ρώσους στρατιώτες ευλόγησε ο Αγιος Σέργιος Ραντονέσκι. Ο Ντμίτρι έστειλε πρώτα τα δύο εκλεκτά παλικάρια του, τον Οσλιάμπλια και Περεσβέτ. Άρχισαν την μάχη ο Περεσβέτ και το πρωτοπαλίκαρο των Τατάρων Τσαλουμπέϊ. Στην αναμέτρηση σκοτώθηκαν και οι δύο. Μετά από τον θάνατό τους άρχισε μια σκληρότατη μάχη, που έληξε με την δραπέτευση του Μαμάι και την απόλυτη ήττα των Μογγόλων.
Ο Ντμίτρι τραυματίστηκε βαριά. Ο Γιαγκάϊλο επανήλθε, ο Ολέγκ δραπέτευσε στην Λιθουανία, αλλά γύρισε σύντομα και συμφιλιώθηκε. Για τη νίκη στο πεδίο του Κουλίκοβο ο Ντμίτρι πήρε το προσωνύμιο Ντονσκόι (από το όνομα του ποταμού Ντον).
Τα απομεινάρια του στρατευμάτος του Μαμάϊ εξοντώθηκαν από τον Τοχταμίς απόγονο του Τσένγκις Χαν, που έγινε χαν. Το 1381 ο Τοχταμίς πρόσταξε τον Ντμίτρι να ενταχθεί στην Ορδή, αλλά αυτός δεν υπάκουσε. Τότε ο Τοχταμίς εκστράτευσε στη Μόσχα το 1382. Ο δούκας του Ριαζάν του έδειξε το δρόμο για να σώσει το πριγκιπάτο του. Ο Ντμίτρι Ντονσκόι αναχώρησε στην Κοστρομά για να μαζέψει το στράτευμα, αλλα χωρίς επιτυχία: Τοχταμίς έκαψε την Μόσχα εντελώς και οι πολίτες της βρέθηκαν σκοτωμένοι ή αιχμαλωτισμένοι.
Επωφελούμενος από την αποδυνάμωση της Μόσχας, ο πρίγκιπας του Τβερ Μιχαήλ πήγε στον χαν της Χρυσής Ορδής για να λάβει τον τίτλο του μεγάλου πρίγκιπα (του συλλέκτη του φόρου της υποτέλειας). Ωστόσο ο Ντμίτρι τον πρόλαβε με την «πρεσβεία της συγχώρησης». Άφησε ως αιχμάλωτο το γιο του Βασίλι και ορκίστηκε να πληρώνει το φόρο.
Στη διάρκεια της τριαντάχρονης διοικήσεώς του ο Ντμίτρι κατόρθωσε να ενώσει τις ρωσικές περιφέρειες και να ηγηθεί της αντίστασης κατά της Χρυσής Ορδής. Η αντίληψη για την πολιτική ενότητα της Ρωσίας συνέπιπτε με την ιδέα της ισχυρής εξουσίας του μεγάλου πριγκιπάτου της Μόσχας, το οποίο επεκτάθηκε συμπεριλαμβάνοντας τις περιοχές Γκάλιτς, Μπελοόζερο, Ούγλιτς, Ντμίτροφ, Μεσσέρα, Κοστρομά, Τσούχλομα και άλλες. Το μεγάλο πριγκιπάτο του Βλαντίμιρ επίσης έγινε μέρος της Μοσχοβίας. Εκμεταλλευόμενος τις φιλικές σχέσεις που διατηρούσε με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ο Ντμίτρι επιζητούσε την ανεξαρτησία της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας από την Κωνσταντινούπολη.
Ο Ντμίτρι είχε 12 παιδιά (8 γιούς και 4 κόρες). Κληροδότησε το μεγάλο πριγκιπάτο του Βλαντίμιρ και της Μόσχας στο μεγαλύτερο γιο του Βασίλι Α’, πρώτη φορά χωρίς την επιδοκιμασία του χαν της Ορδής.
Ο Ντμίτρι απεβίωσε στις 19 Μαΐου 1389 και κηδεύτηκε στο Κρεμλίνο της Μόσχας, στο ναό του Αρχαγγέλου. Ανακηρύχθηκε άγιος το 1988. Το όνομά του με τον καιρό έγινε το σύμβολο της ρωσικής δόξας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου