Άγιος Μάρτυς Σάλβα και οι Εκατό Χιλιάδες Μάρτυρες των εκ Γεωργίας. Ημέρα Μνήμης: 17 Ιουνίου.
Ένδοξος στρατηλάτης.
Ο Άγιος Μάρτυς του Χριστού Σάλβα καταγόταν από γενιά πριγκιπική. Ήταν στολισμένος με πολλές αρετές, ξεχώριζε όμως για τη μεγάλη του ανδρεία. Γι’αυτό η Αγία βασίλισσα Θάμαρ (Ταμάρα) η Μεγάλη (1184 -1212/τιμάται 1η Μαΐου) τον ονόμασε στρατηγό και τον διόρισε κυβερνήτη της επαρχίας Αχαλτσίχε, με έδρα την ομώνυμη πόλη. Ως συγκυβερνήτης της επαρχίας διόρισε τον αδελφό του Ιωάννη, ξακουστό κι εκείνον για τη δράση του.
Όπως μας πληροφορούν οι ιστορικοί της εποχής, ο Άγιος Σάλβα ήταν αρχηγός των γεωργιανών δυνάμεων στον πόλεμο εναντίον του Σελτζούκου σουλτάνου Ρουκναλντίν, με επιτελείς τον αδελφό του Ιωάννη και τον πρίγκιπα Ζαχαρία Μχαργρντζέλι. Με τη στρατηγική του ικανότητα, το 1203 οδήγησε το στρατό του σε θριαμβευτική νίκη στο Μπασιάνι, χάρη στην οποία η Γεωργία γνώρισε πολύχρονη και αδιατάρακτη ειρήνη. Μετά την αποβίωση της Μεγάλης Θάμαρ, το 1212, στο θρόνο ανέβηκε ο γιος της Γεώργιος, που κοιμήθηκε πολύ νέος, σε ηλικία μόλις 29 χρόνων, το 1223. Επειδή τα παιδιά του ήταν ανήλικα, τη διακυβέρνηση του βασιλείου ανέλαβε η αδελφή του Ρουσουντάν (+1247).
Στον καιρό της Ρουσουντάν, που δεν είχε τη διοικητική ικανότητα και τα άλλα χαρίσματα της μητέρας της, στα δημόσια αξιώματα, πολιτικά και στρατιωτικά, αναρριχήθηκαν ανίκανοι αυλοκόλακες. Έτσι το κράτος άρχισε να παρακμάζει. Μόνο στα νοτιοδυτικά της χώρας, στην επαρχία Αχαλτσίχε, οι αδελφοί Σάλβα και Ιωάννης ασκούσαν διοίκηση συνετή.
Περσική εισβολή.
Την εποχή εκείνη ο σάχης της Περσίας Ντζαλαλαλντίν (1220 - 1231) αναγκάστηκε από τα ακάθεκτα μογγολικά στίφη του Τζένγκις Χάν ν’αφήσει το βασίλειό του και να μετακινηθεί προς την Αρμενία μαζί με την οικογένειά του, τους θησαυρούς του, πλήθος λαού και μεγάλο στράτευμα. Αφού λεηλάτησε και ερήμωσε τις νοτιοανατολικές περιοχές της Αρμενίας, επιτέθηκε στις πλούσιες πόλεις Ντβίν και Ανή, που τις διοικούσε η πριγκιπική οικογένεια των Μχαργρντζέλι. Μόνο όταν οι δυο αυτές πόλεις παραδόθηκαν στο ξίφος και τη φωτιά, το 1225, η βασίλισσα Ρουσουντάν αποφάσισε να στείλει εναντίον των εισβολέων στρατό υπό την αρχηγία του αταμπέκ* Ιωάννη Μχαργρντζέλι, ανθρώπου αλαζονικού και ασυνείδητου, που με την προδοτική στάση του, όπως θα δούμε παρακάτω, έγινε αίτιος της ήττας των Γεωργιανών.
Ήττα και αιχμαλωσία.
Οι γεωργιανές δυνάμεις έφτασαν στην περιοχή Γάρνισι, κοντά στα εδάφη της Αρμενίας, όπου και στρατοπέδευσαν. Οι Πέρσες βρίσκονταν ήδη εκεί. Ο αταμπέκ Ιωάννης χώρισε τη δύναμή του σε τμήματα, παρατάσσοντάς τα σε θέση μάχης. Ο Σάλβα και ο αδελφός του ήταν διοικητής και υποδιοικητής αντίστοιχα της προφυλακής, του τμήματος που θα ριχνόταν πρώτο στον αγώνα. Και πραγματικά, μόλις δόθηκε το σύνθημα, οι άνδρες του τροπαιοφόρου μάρτυρα όρμησαν σαν λιοντάρια εναντίον των εχθρών.
Μια σκληρή και φονική αναμέτρηση άρχισε. Ο Σάλβα και ο αδελφός του πολεμούσαν ηρωικά στην πρώτη γραμμή. Η νίκη έγερνε προς την πλευρά των Γεωργιανών. Απροσδόκητα όμως η προδοτική στάση του αταμπέκ μετέβαλε το θρίαμβο σε όλεθρο. Τί έκανε δηλαδή ο αρχιστράτηγος;
Ενώ έπρεπε, σύμφωνα με τον προκαθορισμένο σχεδιασμό, λίγο μετά την επίθεση του Σάλβα εναντίον των εχθρικών δυνάμεων, να ρίξει κι εκείνος τον κύριο όγκο του στρατεύματός του στη μάχη, έμεινε αδρανής σε απόσταση, παρακολουθώντας σαν απλός θεατής τον αγώνα. Με απεσταλμένους του ο Σάλβα ζήτησε τρεις φορές ενισχύσεις, γιατί έβλεπε ότι με τους λίγους στρατιώτες του δεν θα μπορούσε να επιβάλλεται για πολύ ακόμα στον πολυάριθμο στρατό των Περσών. Μα ο αταμπέκ άκουγε ψυχρά τους απεσταλμένους και δεν έκανε καμιάν ενέργεια. Η στάση αυτή του αρχιστράτηγου αποτελεί αίνιγμα για τους ιστορικούς. Μερικοί την αποδίδουν σε δειλία, άλλοι σε φθόνο για την αντρειοσύνη του Σάλβα και άλλοι σε πρόθεση εκδικήσεως της βασίλισσας Ρουσουντάν, με την οποία ο αταμπέκ είχε προσωπικές διαφορές. Το γεγονός, πάντως, είναι ότι στην πιο κρίσιμη ώρα της μάχης ο Σάλβα και ο αδελφός του Ιωάννης έμειναν αβοήθητοι. Αναπόφευκτα, λοιπόν, παρά την αρχική επιτυχία τους, λύγισαν κάτω από την αριθμητική υπεροχή των εχθρών.
Οι δύο ήρωες, απορώντας για την ακατανόητη αδράνεια του αρχηγού τους, προτίμησαν να πέσουν ένδοξα στο πεδίο της τιμής, παρά να υποχωρήσουν και να τραπούν σε άδοξη φυγή. Οι γραμμές των ανδρών τους είχαν πια αραιώσει. Η μάχη ήταν άνιση. Κάθε Γεωργιανός στρατιώτης, κυκλωμένος από Πέρσες, πολεμούσε απεγνωσμένα, πριν κατατρυπηθεί από τα περσικά ξίφη.
Την ώρα που ο Ιωάννης έπεφτε νεκρός, το πληγωμένο άλογο του Σάλβα έριξε κάτω τον καβαλάρη του. Ο πολέμαρχος βρέθηκε καταγής δίχως περικεφαλαία και με το ξίφος σπασμένο. Οι Πέρσες όρμησαν επάνω του και τον αιχμαλώτισαν. Όσοι Γεωργιανοί είχαν απομείνει ζωντανοί, ακέφαλοι πια, υποχώρησαν άτακτα.
Μήτε τούτη την ύστατη ώρα έκανε τίποτα ο αταμπέκ. Απλά πρόσταξε τον υπόλοιπο στρατό ν’ακολουθήσει τους άνδρες του Σάλβα στην υποχώρηση.
Η προέλαση των περσικών στρατευμάτων, μετά τη νίκη τους, ήταν ραγδαία. Ερημώνοντας στο πέρασμά τους τη χώρα, κατευθύνθηκαν προς την Τιφλίδα.
«Δεν απαρνιέμαι το Χριστό!».
Στο μεταξύ ο γενναίος Σάλβα οδηγήθηκε στον περσικό καταυλισμό και παρουσιάστηκε στο σάχη. Εκείνος, έχοντας ακούσει για την πριγκιπική καταγωγή και την εξαιρετική ανδρεία του, όχι μόνο τον δέχτηκε με φιλοφροσύνη και τιμή, αλλά και του παραχώρησε μιαν έπαυλη σ’ένα ποταμίσιο νησάκι, στην πόλη Αρνταμπάνι, για να ζήσει μ’όλες τις ανέσεις.
Αφού πέρασε ένας χρόνος, ο σάχης κάλεσε τον Σάλβα και του ζήτησε ορθά κοφτά ν’αλλαξοπιστήσει.
- Αν γίνεις μουσουλμάνος, θα σε προωθήσω σε υψηλά αξιώματα και θα σου χαρίσω πλούτη αμύθητα, του υποσχέθηκε.
- Μη μου ζητάς, βασιλιά, ν’αφήσω την πίστη μου. Ούτε να το ακούσω δεν μπορώ. Και όλα, όσα μου τάζεις τα περιφρονώ, αν πρέπει γι’αυτά ν’αρνηθώ το Θεό των προγόνων και της πατρίδας μου, τον αληθινό Θεό και δημιουργό του κόσμου. Για το Χριστό όλα τα απαρνιέμαι, για τίποτα όμως δεν απαρνιέμαι το Χριστό. Ο σάχης άναψε από την οργή. Ένα του νεύμα έφτανε, για να στείλει τον ατρόμητο ομολογητή του Κυρίου στο θάνατο. Μα συγκρατήθηκε, ελπίζοντας ότι τελικά θα κατάφερνε να τον λυγίσει.
- Σάλβα, τον συμβούλεψε με προσποιητή ευμένεια, λυπήσου την αντρειοσύνη και την αρχοντιά σου. Σκέψου τα φρικτά μαρτύρια και τον πικρό θάνατο που σε περιμένουν, αν δεν αποκηρύξεις το Χριστό σου. Σκέψου και τ’αγαθά που θ’αποκτήσεις, αν ομολογήσεις το ισλάμ. Για το καλό σου, λοιπόν, δέξου την αληθινή μας πίστη και παράτα την πλάνη σου.
Ο Σάλβα δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σώπαινε και χαμογελούσε για κάμποση ώρα. Ύστερα είπε ήρεμα κα σταθερά:
- Μάθε μια για πάντα, σάχη Ντζαλαλαλντίν, ότι ομολογώ μόνο την πίστη στην αδιαίρετη και ομοούσια Τριάδα, καμιάν άλλη. Και κατάλαβε πως ούτε τα γήινα αγαθά με σαγηνεύουν ούτε τα μαρτύρια με φοβίζουν. Μου υπόσχεσαι δόξα; Μονάχα την ουράνια δόξα ποθώ, κοντά στον πανένδοξο Θεό μου. Μου υπόσχεσαι θησαυρούς; Μονάχα ένα θησαυρό ζητώ, την αιώνια μακαριότητα της βασιλείας των ουρανών. Κάνε μου, λοιπόν, ότι θέλεις. Έχεις εξουσία πάνω στο σώμα μου, αλλά δεν έχεις εξουσία πάνω στην ψυχή μου. Θα με βασανίσεις; Θα με ρίξεις στη φωτιά; Αλλά μέσα μου καίει μια πιο δυνατή φωτιά, αναμμένη από τον Θεάνθρωπο Χριστό. Είμαι έτοιμος για όλα.
Μαρτύριο.
Έξαλλος ο σάχης από την ανένδοτη στάση του Σάλβα, πρόσταξε να τον γυμνώσουν και να τον ξυλοκοπήσουν άγρια.
Οι δήμιοι τον άρπαξαν, του ξέσκισαν τα ρούχα και τον άφησαν ολόγυμνο. Ύστερα άρχισαν να τον χτυπούν ανελέητα με χοντρά ξύλα, να τον κλωτσούν και να τον σέρνουν στη γη.
Ο μάρτυρας, υπομένοντας τα χτυπήματα χωρίς το παραμικρό βογγητό, για να ενθαρρύνει τον εαυτό του μονολογούσε:
- Σάλβα! Να χαίρεσαι, γιατί μαζί με τα ρούχα έβγαλες από πάνω σου και «τον παλαιόν άνθρωπον, τον φθειρόμενον κατά τας επιθυμίας της απάτης».
Ο αναμάρτητος Θεός, Σάλβα, γυμνώθηκε, χτυπήθηκε και πέθανε πάνω στο σταυρό για χάρη σου. Ας πεθάνεις τώρα κι εσύ, ο αμαρτωλός, για χάρη Του, κερδίζοντας έτσι την ατελεύτητη ζωή. Τόσοι κακούργοι αψηφούν το θάνατο για κέρδος υλικό και φθαρτό εσύ δεν θα τον αψηφήσεις για κέρδος πνευματικό και άφθαρτο; Για τους επίγειους βασιλιάδες, που σε τιμούσαν πρόσκαιρα, ήσουνα πρόθυμος να θυσιάσεις τη ζωή σου για τον ουράνιο Βασιλιά, που θα σε τιμήσει αιώνια, δεν θα τη θυσιάσεις;
Σε λίγο όμως ο αθλητής του Χριστού δεν μπορούσε να ψελλίσει ούτε λέξη. Τα κόκαλά του έσπαζαν κάτω από τα άγρια χτυπήματα των δημίων. Ήταν πια μισοπεθαμένος, όταν ο Ντζαλαλαλντίν πρόσταξε να τον ρίξουν σ’ένα βρώμικο μπουντρούμι. Εκεί κλεισμένος, στα μέσα του 1227, ο μακάριος Σάλβα άφησε την τελευταία του πνοή και παρέδωσε την αγιασμένη του ψυχή στο Θεό, αφού με γενναιότητα φύλαξε την πίστη του ως το τέλος.
Άλωση της Τιφλίδας.
Ο περσικός στρατός πλησίαζε ήδη στην Τιφλίδα. Μπροστά στον κίνδυνο, η βασίλισσα Ρουσουντάν εγκατέλειψε την πόλη και κατέφυγε στο οχυρό Ιστιμεράντ, στην κεντρική Κάρτλη, αφήνοντας για την υπεράσπιση της πρωτεύουσας ισχυρή φρουρά υπό τη διοίκηση του Μέμνονα Μποτσοντζένι.
Ο Ντζαλαλαλντίν, με μια γρήγορη κυκλωτική κίνηση, πολιόρκησε την Τιφλίδα απ’όλες τις πλευρές. Ωστόσο, λόγω της ηρωικής άμυνας των υπερασπιστών της, δεν μπορούσε να την κυριέψει, παρά τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του. Και αναμφίβολα η πόλη θα είχε μείνει απόρθητη, αν δεν βοηθούσαν τον εχθρό οι Πέρσες κάτοικοί της. Τί έγινε, δηλαδή;
Στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τιφλίδας ζούσαν από χρόνια πολλοί Πέρσες, που ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο. Κάποιοι απ’αυτούς, λοιπόν, ήρθαν σε μυστική συνεννόηση με τον Ντζαλαλαλντίν και συμφώνησαν μαζί του ν’ ανοίξουν σε προκαθορισμένη μέρα και ώρα τη νοτιοανατολική πύλη του τείχους, τη λεγόμενη Γαντζίς – Κάρι. Από την πύλη εκείνη θα έμπαιναν οι στρατιώτες στην πόλη και θα την κυρίευαν. Το σχέδιό τους στεφανώθηκε από απόλυτη επιτυχία. Έτσι, ένα πρωί, έκπληκτοι και έντρομοι οι κάτοικοι της πρωτεύουσας είδαν τους δρόμους γεμάτους πάνοπλους Πέρσες πολεμιστές. Η φρουρά της πόλης, πάντως, με επικεφαλής το Μέμνονα, έπεσε πάνω τους χωρίς να χάσει καιρό. Οδομαχίες απερίγραπτης σκληρότητας άρχισαν. Οι αντίπαλοι πολεμούσαν λυσσαλέα σώμα με σώμα. Η απελπισμένη μαχητικότητα των Γεωργιανών ήταν απίστευτη.
Ο Μέμνων με το σπαθί του θέριζε τα κεφάλια των εχθρών. Σε μια στιγμή όμως, από την πολλή ορμή, του έφυγε το κράνος. Τότε κάποιος από τους Πέρσες της Τιφλίδας πέταξε στο ακάλυπτο κεφάλι του ένα ακόντιο και τον σκότωσε.
Οι Γεωργιανοί, χάνοντας τον ανδρείο αρχηγό τους, έχασαν και το ηθικό τους. Σάστισαν και λιγοψύχησαν. Έτσι οι εχθροί δεν άργησαν να τους διαλύσουν για να παραδώσουν ύστερα την πόλη στη φωτιά και το ξίφος. Αναρίθμητοι χριστιανοί άνδρες, γυναίκες και παιδιά σφάχτηκαν, ενώ εκατό χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν. Όλα τα κτίρια λεηλατήθηκαν και όλοι οι ναοί βεβηλώθηκαν, πριν πυρποληθούν και ερειπωθούν. Μέσα σ’ελάχιστο χρόνο εκεί όπου κάποτε απλωνόταν μια ωραία και ζωντανή πόλη, δεν υπήρχαν παρά χαλάσματα, καπνοί και πτώματα. Ό,τι είχε μείνει από την Ιερουσαλήμ μετά την καταστροφή της από τους Ρωμαίους, το 70 μ. Χ., έμεινε και τώρα από την Τιφλίδα.
Το οχυρό Νισσάν, ωστόσο, πάνω από την πόλη, βρισκόταν ακόμα στα χέρια των Γεωργιανών και είχε ισχυρή φρουρά. Η βασίλισσα, που στο μεταξύ είχε πάει από το Ιστιμεράντ στην Κουταΐς, όταν έμαθε τη συμφορά που βρήκε την πρωτεύουσά της, με τον Μπότσο Μποτσονζένι, αδελφό του νεκρού Μέμνονα, έστειλε διαταγή στη φρουρά του Νισσάν να εγκαταλείψει το οχυρό. Έτσι δεν άργησε να πέσει κι αυτό στα χέρια των εχθρών.
Ο Ντζαλαλαλντίν, κύριος πια όλης της πόλης, πρόσταξε να βγάλουν τον τρούλο από τον καθεδρικό ναό της Αγίας Σιών και στη θέση εκείνου να στήσουν τη σκηνή του. Όταν η προσταγή του εκτελέστηκε, ανέβηκε εκεί, για ν’αγναντέψει με ικανοποίηση τα ερείπια της πανέμορφης κάποτε Τιφλίδας.
Εκατό χιλιάδες μάρτυρες.
Μα ο θρίαμβός του δεν θα ήταν ολοκληρωτικός, έτσι νόμιζε, αν δεν άλλαζε την πίστη όλων των χριστιανών αιχμαλώτων του. Και τί κάνει;
Πρώτα διατάζει να βγάλουν από το τέμπλο του καθεδρικού ναού τις εικόνες του Κυρίου και της Θεοτόκου και να τις τοποθετήσουν στη μέση μιας γέφυρας, που ενώνει τις όχθες του ποταμού Κύρου. Ύστερα παρατάσσει στρατιώτες με γυμνά σπαθιά στις δυο πλευρές της γέφυρας. Και τέλος, βάζει έναν βροντόφωνο ντελάλη να αναγγείλει στους αιχμαλώτους, που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί, την απόφασή του:
- Ο μεγάλος βασιλιάς μας σας προστάζει ν’αρνηθείτε το Χριστό σας και να δεχθείτε την πίστη μας. Για ν’ αποδείξετε τη μεταστροφή σας, θα πρέπει να φτύσετε και να ποδοπατήσετε αυτές εδώ τις εικόνες. Αν υπακούσετε, θα ελευθερωθείτε αμέσως και θ’αμειφθείτε με πλούσια δώρα. Αν, απεναντίας, παρακούσετε, θα σφαχθείτε από τα κοφτερά σπαθιά, που βλέπετε στα χέρια των στρατιωτών, και θα ριχθείτε στο ποτάμι.
Ο Ντζαλαλαλντίν ήταν βέβαιος ότι θα συμμορφώνονταν με το πρόσταγμά του, για να μη χάσουν τη ζωή τους. Mα έπεσε έξω. Δεν ήξερε πως η πίστη του γεωργιανού λαού στο Χριστό ήταν τόσο δυνατή, που δεν νικιόταν ούτε από το θάνατο. Έτσι, σαν άκουσαν τον ντελάλη οι εκατό χιλιάδες αιχμάλωτοι χριστιανοί, άνδρες, γυναίκες, γέροι, νέοι, επίσκοποι, ιερείς και μοναχοί, ομόψυχα και ολόψυχα αποφάσισαν να προσφέρουν τα σώματά τους «θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ» (Ρωμ. 12,1). Χαίρονταν, μάλιστα, τόσο γιατί θα ομολογούσαν την πίστη τους μπροστά στους βαρβάρους, επισφραγίζοντας την ομολογία με το αίμα τους, όσο και γιατί θα γλύτωναν σύντομα από τα πρόσκαιρα βάσανα, κερδίζοντας με το θείο έλεος τα αιώνια αγαθά της ουράνιας βασιλείας.
Η απάντησή τους στο σάχη ήταν ξεκάθαρη:
- Εμείς, με τη χάρη του Κυρίου, είμαστε χριστιανοί. Αυτή την άγια πίστη διδαχθήκαμε και παραλάβαμε από τους προγόνους μας. Ομολογούμε, λοιπόν, μπροστά σας, ότι πιστεύουμε στον Τριαδικό Θεό. Τώρα, βέβαια, επειδή αθετήσαμε τις εντολές Του και περιφρονήσαμε το νόμο Του, δίκαια παραχώρησε την καταστροφή της πατρίδος μας και την αιχμαλώτισή μας από σας, τους άπιστους εχθρούς μας. Ό,τι κι αν πάθουμε όμως, δεν θ’αρνηθούμε τον αληθινό Θεό μας και δεν θ’ατιμάσουμε τις σεπτές εικόνες Του. Για την κάθαρσή μας από τις αμαρτίες, που διαπράξαμε στην παρούσα ζωή, είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε μαρτυρικά. Μη νομίσετε, άθεοι, πως είτε ο φόβος του θανάτου είτε τα πλούσια δώρα σας μπορούν να μας χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού. Ούτε ένας από μας δεν θα Τον απαρνηθεί! Ούτε ένας από μας δεν θα φτύσει και δεν θα ποδοπατήσει τις ιερές εικόνες! Να τα κεφάλια μας! Κόψτε τα, για ν’αντικρίσουν το θείο πρόσωπο του Κυρίου. Και σηκώνοντας τα χέρια στον ουρανό, τελείωσαν με μια σύντομη προσευχή:
- Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού! Ελέησέ μας, δυνάμωσέ μας και δέξου στα χέρια Σου τις ψυχές μας.
Οι στρατιώτες άρχισαν να τους οδηγούν μπροστά στις εικόνες. Ένας ένας, πλησιάζοντας, αντί να τις φτύσει, τις προσκυνούσε με σεβασμό. Την ίδια στιγμή του έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μαζί με το σώμα στα νερά του ποταμού Κύρου, που κυλούσε κάτω από τη γέφυρα. Μ’αυτόν τον τρόπο θανατώθηκαν μέσα σε μια μέρα και οι εκατό χιλιάδες αιχμάλωτοι Γεωργιανοί!
Ένας γέροντας…
Αναφέρουν για ένα ασπρομάλλη γέροντα, πως, όταν πλησίασε στις εικόνες και παρακινήθηκε από τους Πέρσες να τις φτύσει, έπεσε στα γόνατα και είπε:
- Μα πώς είναι δυνατό να φτύσω τις ιερές εικόνες του Κυρίου μου και της πανάχραντης Μητέρας Του; Να ξεραθεί το λαρύγγι μου, αν κάνω αυτό που μου ζητούν οι άπιστοι. Θεέ μου, συγχώρεσε με! Παναγία μου, πάρε με στην αγκαλιά σου!
Μ’αυτά τα λόγια έπεσε πάνω στην εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου και ξεψύχησε. Οι σκληροί δήμιοι, ωστόσο, αποκεφάλισαν ακόμα και το νεκρό γεροντικό του σώμα, πριν το πετάξου στο ποτάμι.
…κι ένας νέος.
Σαν ήρθε η σειρά ενός πανέμορφου νέου, ακόμα και οι θηριόψυχοι Πέρσες λυπήθηκαν τη λεβεντιά του. Προσπαθούσαν, λοιπόν, πολλή ώρα να τον πείσουν ότι έπρεπε να υπακούσει, έστω και φαινομενικά, στην προσταγή του σάχη.
-Να! Του είπαν σε μια στιγμή. Μη φτύσεις τις εικόνες. Φτύσε δίπλα τους. Αυτό φτάνει για να σώσεις τη ζωή σου. Και πραγματικά ο νέος, σαστισμένος, έφτυσε αριστερά από τις εικόνες. Αμέσως οι Πέρσες, χειροκροτώντας και αλαλάζοντας, τον πήραν παράμερα και άρχισαν να τον αγκαλιάζουν, να τον χαϊδεύουν και να τον συγχαίρουν. Μα ξάφνου εκείνος, σαν να συνήλθε από μια παραζάλη, ξεφώνισε!
- Θεέ μου! Τί έκανα; Είναι δυνατό να μη μαρτυρήσω μαζί με τους αδελφούς μου; Είναι δυνατό να Σ’απαρνηθώ και ν’ακολουθήσω τον καταραμένο Μωάμεθ Μονάχα εγώ θα γλυτώσω το θάνατο μ’αυτόν τον επαίσχυντο τρόπο; Όχι! Δεν θα χωριστώ από τους άλλους χριστιανούς. Έρχομαι κοντά Σου, Κύριε!
Με μιαν απότομη κίνηση, ξέφυγε από τα χέρια των Περσών, έτρεξε στις ιερές εικόνες, έπεσε γονατιστός μπροστά τους και, κλαίγοντας πικρά, κραύγασε:
- Βασίλισσα των ουρανών! Πάρε με, τον άσωτο γιο, κάτω από τη σκέπη σου!
Την ίδια στιγμή παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό. Οι δήμιοι αποκεφάλισαν το νεκρό σώμα του και το πέταξαν στα γοργά νερά του ποταμού, όπως είχαν κάνει πρωτύτερα με το σώμα του γέροντα. Έτσι, ούτε ένας από τους εκατό χιλιάδες Γεωργιανούς αιχμαλώτους δεν αρνήθηκε τον Κύριο. Όλοι σφαγιάστηκαν θεληματικά, σαν πρόβατα πιστά στον καλό τους Ποιμένα.
Τα επακόλουθα.
Όπως αναφέρει ένας χρονογράφος της εποχής, μπορούσε κανείς να περάσει από τη μια όχθη του ποταμού στην άλλη χωρίς να βρέξει τα πόδια του, πατώντας πάνω στα σώματα των αγίων μαρτύρων. Τα νερά, μάλιστα, ήταν κόκκινα από το χριστιανικό αίμα για δυο ολόκληρες εβδομάδες.
Ο αιμοβόρος Ντζαλαλαλντίν παρακολούθησε το μαρτύριο των αιχμαλώτων από τον τρούλλο του καθεδρικού ναού της Αγίας Σιών, όπου είχε στήσει τη σκηνή του. Όταν όμως θανατώθηκε και ο τελευταίος μάρτυρας, αργά το βράδυ, ουράνιο φως με τη μορφή στύλου κατέβηκε πάνω από τη γέφυρα, καταυγάζοντας όλη την περιοχή, ενώ ταυτόχρονα ένας δυνατός σεισμός γκρέμισε τη σκηνή του σάχη από την κορυφή του ναού.
Από τότε η γέφυρα εκείνη ονομάστηκε «Γέφυρα των Αγίων Εκατό Χιλιάδων Μαρτύρων της Τιφλίδας» ή «Γέφυρα του Μαρτυρίου».
Σημείωση:
*Αταμπέκ: Αξίωμα των Σελτζούκων (ατά = πατέρας, μπέκ = πρίγκιπας), που δήλωνε τον παιδαγωγό και σύμβουλο του διαδόχου του θρόνου πριν από την ενηλικίωσή του. Το αξίωμα αυτό υιοθετήθηκε από διάφορα βασίλεια (Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν, Μογγολία κ.ά.).
Πηγή: Οι Άγιοι της Γεωργίας, Έκδοσις Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 2004.
Ένδοξος στρατηλάτης.
Ο Άγιος Μάρτυς του Χριστού Σάλβα καταγόταν από γενιά πριγκιπική. Ήταν στολισμένος με πολλές αρετές, ξεχώριζε όμως για τη μεγάλη του ανδρεία. Γι’αυτό η Αγία βασίλισσα Θάμαρ (Ταμάρα) η Μεγάλη (1184 -1212/τιμάται 1η Μαΐου) τον ονόμασε στρατηγό και τον διόρισε κυβερνήτη της επαρχίας Αχαλτσίχε, με έδρα την ομώνυμη πόλη. Ως συγκυβερνήτης της επαρχίας διόρισε τον αδελφό του Ιωάννη, ξακουστό κι εκείνον για τη δράση του.
Όπως μας πληροφορούν οι ιστορικοί της εποχής, ο Άγιος Σάλβα ήταν αρχηγός των γεωργιανών δυνάμεων στον πόλεμο εναντίον του Σελτζούκου σουλτάνου Ρουκναλντίν, με επιτελείς τον αδελφό του Ιωάννη και τον πρίγκιπα Ζαχαρία Μχαργρντζέλι. Με τη στρατηγική του ικανότητα, το 1203 οδήγησε το στρατό του σε θριαμβευτική νίκη στο Μπασιάνι, χάρη στην οποία η Γεωργία γνώρισε πολύχρονη και αδιατάρακτη ειρήνη. Μετά την αποβίωση της Μεγάλης Θάμαρ, το 1212, στο θρόνο ανέβηκε ο γιος της Γεώργιος, που κοιμήθηκε πολύ νέος, σε ηλικία μόλις 29 χρόνων, το 1223. Επειδή τα παιδιά του ήταν ανήλικα, τη διακυβέρνηση του βασιλείου ανέλαβε η αδελφή του Ρουσουντάν (+1247).
Στον καιρό της Ρουσουντάν, που δεν είχε τη διοικητική ικανότητα και τα άλλα χαρίσματα της μητέρας της, στα δημόσια αξιώματα, πολιτικά και στρατιωτικά, αναρριχήθηκαν ανίκανοι αυλοκόλακες. Έτσι το κράτος άρχισε να παρακμάζει. Μόνο στα νοτιοδυτικά της χώρας, στην επαρχία Αχαλτσίχε, οι αδελφοί Σάλβα και Ιωάννης ασκούσαν διοίκηση συνετή.
Περσική εισβολή.
Την εποχή εκείνη ο σάχης της Περσίας Ντζαλαλαλντίν (1220 - 1231) αναγκάστηκε από τα ακάθεκτα μογγολικά στίφη του Τζένγκις Χάν ν’αφήσει το βασίλειό του και να μετακινηθεί προς την Αρμενία μαζί με την οικογένειά του, τους θησαυρούς του, πλήθος λαού και μεγάλο στράτευμα. Αφού λεηλάτησε και ερήμωσε τις νοτιοανατολικές περιοχές της Αρμενίας, επιτέθηκε στις πλούσιες πόλεις Ντβίν και Ανή, που τις διοικούσε η πριγκιπική οικογένεια των Μχαργρντζέλι. Μόνο όταν οι δυο αυτές πόλεις παραδόθηκαν στο ξίφος και τη φωτιά, το 1225, η βασίλισσα Ρουσουντάν αποφάσισε να στείλει εναντίον των εισβολέων στρατό υπό την αρχηγία του αταμπέκ* Ιωάννη Μχαργρντζέλι, ανθρώπου αλαζονικού και ασυνείδητου, που με την προδοτική στάση του, όπως θα δούμε παρακάτω, έγινε αίτιος της ήττας των Γεωργιανών.
Ήττα και αιχμαλωσία.
Οι γεωργιανές δυνάμεις έφτασαν στην περιοχή Γάρνισι, κοντά στα εδάφη της Αρμενίας, όπου και στρατοπέδευσαν. Οι Πέρσες βρίσκονταν ήδη εκεί. Ο αταμπέκ Ιωάννης χώρισε τη δύναμή του σε τμήματα, παρατάσσοντάς τα σε θέση μάχης. Ο Σάλβα και ο αδελφός του ήταν διοικητής και υποδιοικητής αντίστοιχα της προφυλακής, του τμήματος που θα ριχνόταν πρώτο στον αγώνα. Και πραγματικά, μόλις δόθηκε το σύνθημα, οι άνδρες του τροπαιοφόρου μάρτυρα όρμησαν σαν λιοντάρια εναντίον των εχθρών.
Μια σκληρή και φονική αναμέτρηση άρχισε. Ο Σάλβα και ο αδελφός του πολεμούσαν ηρωικά στην πρώτη γραμμή. Η νίκη έγερνε προς την πλευρά των Γεωργιανών. Απροσδόκητα όμως η προδοτική στάση του αταμπέκ μετέβαλε το θρίαμβο σε όλεθρο. Τί έκανε δηλαδή ο αρχιστράτηγος;
Ενώ έπρεπε, σύμφωνα με τον προκαθορισμένο σχεδιασμό, λίγο μετά την επίθεση του Σάλβα εναντίον των εχθρικών δυνάμεων, να ρίξει κι εκείνος τον κύριο όγκο του στρατεύματός του στη μάχη, έμεινε αδρανής σε απόσταση, παρακολουθώντας σαν απλός θεατής τον αγώνα. Με απεσταλμένους του ο Σάλβα ζήτησε τρεις φορές ενισχύσεις, γιατί έβλεπε ότι με τους λίγους στρατιώτες του δεν θα μπορούσε να επιβάλλεται για πολύ ακόμα στον πολυάριθμο στρατό των Περσών. Μα ο αταμπέκ άκουγε ψυχρά τους απεσταλμένους και δεν έκανε καμιάν ενέργεια. Η στάση αυτή του αρχιστράτηγου αποτελεί αίνιγμα για τους ιστορικούς. Μερικοί την αποδίδουν σε δειλία, άλλοι σε φθόνο για την αντρειοσύνη του Σάλβα και άλλοι σε πρόθεση εκδικήσεως της βασίλισσας Ρουσουντάν, με την οποία ο αταμπέκ είχε προσωπικές διαφορές. Το γεγονός, πάντως, είναι ότι στην πιο κρίσιμη ώρα της μάχης ο Σάλβα και ο αδελφός του Ιωάννης έμειναν αβοήθητοι. Αναπόφευκτα, λοιπόν, παρά την αρχική επιτυχία τους, λύγισαν κάτω από την αριθμητική υπεροχή των εχθρών.
Οι δύο ήρωες, απορώντας για την ακατανόητη αδράνεια του αρχηγού τους, προτίμησαν να πέσουν ένδοξα στο πεδίο της τιμής, παρά να υποχωρήσουν και να τραπούν σε άδοξη φυγή. Οι γραμμές των ανδρών τους είχαν πια αραιώσει. Η μάχη ήταν άνιση. Κάθε Γεωργιανός στρατιώτης, κυκλωμένος από Πέρσες, πολεμούσε απεγνωσμένα, πριν κατατρυπηθεί από τα περσικά ξίφη.
Την ώρα που ο Ιωάννης έπεφτε νεκρός, το πληγωμένο άλογο του Σάλβα έριξε κάτω τον καβαλάρη του. Ο πολέμαρχος βρέθηκε καταγής δίχως περικεφαλαία και με το ξίφος σπασμένο. Οι Πέρσες όρμησαν επάνω του και τον αιχμαλώτισαν. Όσοι Γεωργιανοί είχαν απομείνει ζωντανοί, ακέφαλοι πια, υποχώρησαν άτακτα.
Μήτε τούτη την ύστατη ώρα έκανε τίποτα ο αταμπέκ. Απλά πρόσταξε τον υπόλοιπο στρατό ν’ακολουθήσει τους άνδρες του Σάλβα στην υποχώρηση.
Η προέλαση των περσικών στρατευμάτων, μετά τη νίκη τους, ήταν ραγδαία. Ερημώνοντας στο πέρασμά τους τη χώρα, κατευθύνθηκαν προς την Τιφλίδα.
«Δεν απαρνιέμαι το Χριστό!».
Στο μεταξύ ο γενναίος Σάλβα οδηγήθηκε στον περσικό καταυλισμό και παρουσιάστηκε στο σάχη. Εκείνος, έχοντας ακούσει για την πριγκιπική καταγωγή και την εξαιρετική ανδρεία του, όχι μόνο τον δέχτηκε με φιλοφροσύνη και τιμή, αλλά και του παραχώρησε μιαν έπαυλη σ’ένα ποταμίσιο νησάκι, στην πόλη Αρνταμπάνι, για να ζήσει μ’όλες τις ανέσεις.
Αφού πέρασε ένας χρόνος, ο σάχης κάλεσε τον Σάλβα και του ζήτησε ορθά κοφτά ν’αλλαξοπιστήσει.
- Αν γίνεις μουσουλμάνος, θα σε προωθήσω σε υψηλά αξιώματα και θα σου χαρίσω πλούτη αμύθητα, του υποσχέθηκε.
- Μη μου ζητάς, βασιλιά, ν’αφήσω την πίστη μου. Ούτε να το ακούσω δεν μπορώ. Και όλα, όσα μου τάζεις τα περιφρονώ, αν πρέπει γι’αυτά ν’αρνηθώ το Θεό των προγόνων και της πατρίδας μου, τον αληθινό Θεό και δημιουργό του κόσμου. Για το Χριστό όλα τα απαρνιέμαι, για τίποτα όμως δεν απαρνιέμαι το Χριστό. Ο σάχης άναψε από την οργή. Ένα του νεύμα έφτανε, για να στείλει τον ατρόμητο ομολογητή του Κυρίου στο θάνατο. Μα συγκρατήθηκε, ελπίζοντας ότι τελικά θα κατάφερνε να τον λυγίσει.
- Σάλβα, τον συμβούλεψε με προσποιητή ευμένεια, λυπήσου την αντρειοσύνη και την αρχοντιά σου. Σκέψου τα φρικτά μαρτύρια και τον πικρό θάνατο που σε περιμένουν, αν δεν αποκηρύξεις το Χριστό σου. Σκέψου και τ’αγαθά που θ’αποκτήσεις, αν ομολογήσεις το ισλάμ. Για το καλό σου, λοιπόν, δέξου την αληθινή μας πίστη και παράτα την πλάνη σου.
Ο Σάλβα δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σώπαινε και χαμογελούσε για κάμποση ώρα. Ύστερα είπε ήρεμα κα σταθερά:
- Μάθε μια για πάντα, σάχη Ντζαλαλαλντίν, ότι ομολογώ μόνο την πίστη στην αδιαίρετη και ομοούσια Τριάδα, καμιάν άλλη. Και κατάλαβε πως ούτε τα γήινα αγαθά με σαγηνεύουν ούτε τα μαρτύρια με φοβίζουν. Μου υπόσχεσαι δόξα; Μονάχα την ουράνια δόξα ποθώ, κοντά στον πανένδοξο Θεό μου. Μου υπόσχεσαι θησαυρούς; Μονάχα ένα θησαυρό ζητώ, την αιώνια μακαριότητα της βασιλείας των ουρανών. Κάνε μου, λοιπόν, ότι θέλεις. Έχεις εξουσία πάνω στο σώμα μου, αλλά δεν έχεις εξουσία πάνω στην ψυχή μου. Θα με βασανίσεις; Θα με ρίξεις στη φωτιά; Αλλά μέσα μου καίει μια πιο δυνατή φωτιά, αναμμένη από τον Θεάνθρωπο Χριστό. Είμαι έτοιμος για όλα.
Μαρτύριο.
Έξαλλος ο σάχης από την ανένδοτη στάση του Σάλβα, πρόσταξε να τον γυμνώσουν και να τον ξυλοκοπήσουν άγρια.
Οι δήμιοι τον άρπαξαν, του ξέσκισαν τα ρούχα και τον άφησαν ολόγυμνο. Ύστερα άρχισαν να τον χτυπούν ανελέητα με χοντρά ξύλα, να τον κλωτσούν και να τον σέρνουν στη γη.
Ο μάρτυρας, υπομένοντας τα χτυπήματα χωρίς το παραμικρό βογγητό, για να ενθαρρύνει τον εαυτό του μονολογούσε:
- Σάλβα! Να χαίρεσαι, γιατί μαζί με τα ρούχα έβγαλες από πάνω σου και «τον παλαιόν άνθρωπον, τον φθειρόμενον κατά τας επιθυμίας της απάτης».
Ο αναμάρτητος Θεός, Σάλβα, γυμνώθηκε, χτυπήθηκε και πέθανε πάνω στο σταυρό για χάρη σου. Ας πεθάνεις τώρα κι εσύ, ο αμαρτωλός, για χάρη Του, κερδίζοντας έτσι την ατελεύτητη ζωή. Τόσοι κακούργοι αψηφούν το θάνατο για κέρδος υλικό και φθαρτό εσύ δεν θα τον αψηφήσεις για κέρδος πνευματικό και άφθαρτο; Για τους επίγειους βασιλιάδες, που σε τιμούσαν πρόσκαιρα, ήσουνα πρόθυμος να θυσιάσεις τη ζωή σου για τον ουράνιο Βασιλιά, που θα σε τιμήσει αιώνια, δεν θα τη θυσιάσεις;
Σε λίγο όμως ο αθλητής του Χριστού δεν μπορούσε να ψελλίσει ούτε λέξη. Τα κόκαλά του έσπαζαν κάτω από τα άγρια χτυπήματα των δημίων. Ήταν πια μισοπεθαμένος, όταν ο Ντζαλαλαλντίν πρόσταξε να τον ρίξουν σ’ένα βρώμικο μπουντρούμι. Εκεί κλεισμένος, στα μέσα του 1227, ο μακάριος Σάλβα άφησε την τελευταία του πνοή και παρέδωσε την αγιασμένη του ψυχή στο Θεό, αφού με γενναιότητα φύλαξε την πίστη του ως το τέλος.
Άλωση της Τιφλίδας.
Ο περσικός στρατός πλησίαζε ήδη στην Τιφλίδα. Μπροστά στον κίνδυνο, η βασίλισσα Ρουσουντάν εγκατέλειψε την πόλη και κατέφυγε στο οχυρό Ιστιμεράντ, στην κεντρική Κάρτλη, αφήνοντας για την υπεράσπιση της πρωτεύουσας ισχυρή φρουρά υπό τη διοίκηση του Μέμνονα Μποτσοντζένι.
Ο Ντζαλαλαλντίν, με μια γρήγορη κυκλωτική κίνηση, πολιόρκησε την Τιφλίδα απ’όλες τις πλευρές. Ωστόσο, λόγω της ηρωικής άμυνας των υπερασπιστών της, δεν μπορούσε να την κυριέψει, παρά τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του. Και αναμφίβολα η πόλη θα είχε μείνει απόρθητη, αν δεν βοηθούσαν τον εχθρό οι Πέρσες κάτοικοί της. Τί έγινε, δηλαδή;
Στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τιφλίδας ζούσαν από χρόνια πολλοί Πέρσες, που ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο. Κάποιοι απ’αυτούς, λοιπόν, ήρθαν σε μυστική συνεννόηση με τον Ντζαλαλαλντίν και συμφώνησαν μαζί του ν’ ανοίξουν σε προκαθορισμένη μέρα και ώρα τη νοτιοανατολική πύλη του τείχους, τη λεγόμενη Γαντζίς – Κάρι. Από την πύλη εκείνη θα έμπαιναν οι στρατιώτες στην πόλη και θα την κυρίευαν. Το σχέδιό τους στεφανώθηκε από απόλυτη επιτυχία. Έτσι, ένα πρωί, έκπληκτοι και έντρομοι οι κάτοικοι της πρωτεύουσας είδαν τους δρόμους γεμάτους πάνοπλους Πέρσες πολεμιστές. Η φρουρά της πόλης, πάντως, με επικεφαλής το Μέμνονα, έπεσε πάνω τους χωρίς να χάσει καιρό. Οδομαχίες απερίγραπτης σκληρότητας άρχισαν. Οι αντίπαλοι πολεμούσαν λυσσαλέα σώμα με σώμα. Η απελπισμένη μαχητικότητα των Γεωργιανών ήταν απίστευτη.
Ο Μέμνων με το σπαθί του θέριζε τα κεφάλια των εχθρών. Σε μια στιγμή όμως, από την πολλή ορμή, του έφυγε το κράνος. Τότε κάποιος από τους Πέρσες της Τιφλίδας πέταξε στο ακάλυπτο κεφάλι του ένα ακόντιο και τον σκότωσε.
Οι Γεωργιανοί, χάνοντας τον ανδρείο αρχηγό τους, έχασαν και το ηθικό τους. Σάστισαν και λιγοψύχησαν. Έτσι οι εχθροί δεν άργησαν να τους διαλύσουν για να παραδώσουν ύστερα την πόλη στη φωτιά και το ξίφος. Αναρίθμητοι χριστιανοί άνδρες, γυναίκες και παιδιά σφάχτηκαν, ενώ εκατό χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν. Όλα τα κτίρια λεηλατήθηκαν και όλοι οι ναοί βεβηλώθηκαν, πριν πυρποληθούν και ερειπωθούν. Μέσα σ’ελάχιστο χρόνο εκεί όπου κάποτε απλωνόταν μια ωραία και ζωντανή πόλη, δεν υπήρχαν παρά χαλάσματα, καπνοί και πτώματα. Ό,τι είχε μείνει από την Ιερουσαλήμ μετά την καταστροφή της από τους Ρωμαίους, το 70 μ. Χ., έμεινε και τώρα από την Τιφλίδα.
Το οχυρό Νισσάν, ωστόσο, πάνω από την πόλη, βρισκόταν ακόμα στα χέρια των Γεωργιανών και είχε ισχυρή φρουρά. Η βασίλισσα, που στο μεταξύ είχε πάει από το Ιστιμεράντ στην Κουταΐς, όταν έμαθε τη συμφορά που βρήκε την πρωτεύουσά της, με τον Μπότσο Μποτσονζένι, αδελφό του νεκρού Μέμνονα, έστειλε διαταγή στη φρουρά του Νισσάν να εγκαταλείψει το οχυρό. Έτσι δεν άργησε να πέσει κι αυτό στα χέρια των εχθρών.
Ο Ντζαλαλαλντίν, κύριος πια όλης της πόλης, πρόσταξε να βγάλουν τον τρούλο από τον καθεδρικό ναό της Αγίας Σιών και στη θέση εκείνου να στήσουν τη σκηνή του. Όταν η προσταγή του εκτελέστηκε, ανέβηκε εκεί, για ν’αγναντέψει με ικανοποίηση τα ερείπια της πανέμορφης κάποτε Τιφλίδας.
Εκατό χιλιάδες μάρτυρες.
Μα ο θρίαμβός του δεν θα ήταν ολοκληρωτικός, έτσι νόμιζε, αν δεν άλλαζε την πίστη όλων των χριστιανών αιχμαλώτων του. Και τί κάνει;
Πρώτα διατάζει να βγάλουν από το τέμπλο του καθεδρικού ναού τις εικόνες του Κυρίου και της Θεοτόκου και να τις τοποθετήσουν στη μέση μιας γέφυρας, που ενώνει τις όχθες του ποταμού Κύρου. Ύστερα παρατάσσει στρατιώτες με γυμνά σπαθιά στις δυο πλευρές της γέφυρας. Και τέλος, βάζει έναν βροντόφωνο ντελάλη να αναγγείλει στους αιχμαλώτους, που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί, την απόφασή του:
- Ο μεγάλος βασιλιάς μας σας προστάζει ν’αρνηθείτε το Χριστό σας και να δεχθείτε την πίστη μας. Για ν’ αποδείξετε τη μεταστροφή σας, θα πρέπει να φτύσετε και να ποδοπατήσετε αυτές εδώ τις εικόνες. Αν υπακούσετε, θα ελευθερωθείτε αμέσως και θ’αμειφθείτε με πλούσια δώρα. Αν, απεναντίας, παρακούσετε, θα σφαχθείτε από τα κοφτερά σπαθιά, που βλέπετε στα χέρια των στρατιωτών, και θα ριχθείτε στο ποτάμι.
Ο Ντζαλαλαλντίν ήταν βέβαιος ότι θα συμμορφώνονταν με το πρόσταγμά του, για να μη χάσουν τη ζωή τους. Mα έπεσε έξω. Δεν ήξερε πως η πίστη του γεωργιανού λαού στο Χριστό ήταν τόσο δυνατή, που δεν νικιόταν ούτε από το θάνατο. Έτσι, σαν άκουσαν τον ντελάλη οι εκατό χιλιάδες αιχμάλωτοι χριστιανοί, άνδρες, γυναίκες, γέροι, νέοι, επίσκοποι, ιερείς και μοναχοί, ομόψυχα και ολόψυχα αποφάσισαν να προσφέρουν τα σώματά τους «θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ» (Ρωμ. 12,1). Χαίρονταν, μάλιστα, τόσο γιατί θα ομολογούσαν την πίστη τους μπροστά στους βαρβάρους, επισφραγίζοντας την ομολογία με το αίμα τους, όσο και γιατί θα γλύτωναν σύντομα από τα πρόσκαιρα βάσανα, κερδίζοντας με το θείο έλεος τα αιώνια αγαθά της ουράνιας βασιλείας.
Η απάντησή τους στο σάχη ήταν ξεκάθαρη:
- Εμείς, με τη χάρη του Κυρίου, είμαστε χριστιανοί. Αυτή την άγια πίστη διδαχθήκαμε και παραλάβαμε από τους προγόνους μας. Ομολογούμε, λοιπόν, μπροστά σας, ότι πιστεύουμε στον Τριαδικό Θεό. Τώρα, βέβαια, επειδή αθετήσαμε τις εντολές Του και περιφρονήσαμε το νόμο Του, δίκαια παραχώρησε την καταστροφή της πατρίδος μας και την αιχμαλώτισή μας από σας, τους άπιστους εχθρούς μας. Ό,τι κι αν πάθουμε όμως, δεν θ’αρνηθούμε τον αληθινό Θεό μας και δεν θ’ατιμάσουμε τις σεπτές εικόνες Του. Για την κάθαρσή μας από τις αμαρτίες, που διαπράξαμε στην παρούσα ζωή, είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε μαρτυρικά. Μη νομίσετε, άθεοι, πως είτε ο φόβος του θανάτου είτε τα πλούσια δώρα σας μπορούν να μας χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού. Ούτε ένας από μας δεν θα Τον απαρνηθεί! Ούτε ένας από μας δεν θα φτύσει και δεν θα ποδοπατήσει τις ιερές εικόνες! Να τα κεφάλια μας! Κόψτε τα, για ν’αντικρίσουν το θείο πρόσωπο του Κυρίου. Και σηκώνοντας τα χέρια στον ουρανό, τελείωσαν με μια σύντομη προσευχή:
- Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού! Ελέησέ μας, δυνάμωσέ μας και δέξου στα χέρια Σου τις ψυχές μας.
Οι στρατιώτες άρχισαν να τους οδηγούν μπροστά στις εικόνες. Ένας ένας, πλησιάζοντας, αντί να τις φτύσει, τις προσκυνούσε με σεβασμό. Την ίδια στιγμή του έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μαζί με το σώμα στα νερά του ποταμού Κύρου, που κυλούσε κάτω από τη γέφυρα. Μ’αυτόν τον τρόπο θανατώθηκαν μέσα σε μια μέρα και οι εκατό χιλιάδες αιχμάλωτοι Γεωργιανοί!
Ένας γέροντας…
Αναφέρουν για ένα ασπρομάλλη γέροντα, πως, όταν πλησίασε στις εικόνες και παρακινήθηκε από τους Πέρσες να τις φτύσει, έπεσε στα γόνατα και είπε:
- Μα πώς είναι δυνατό να φτύσω τις ιερές εικόνες του Κυρίου μου και της πανάχραντης Μητέρας Του; Να ξεραθεί το λαρύγγι μου, αν κάνω αυτό που μου ζητούν οι άπιστοι. Θεέ μου, συγχώρεσε με! Παναγία μου, πάρε με στην αγκαλιά σου!
Μ’αυτά τα λόγια έπεσε πάνω στην εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου και ξεψύχησε. Οι σκληροί δήμιοι, ωστόσο, αποκεφάλισαν ακόμα και το νεκρό γεροντικό του σώμα, πριν το πετάξου στο ποτάμι.
…κι ένας νέος.
Σαν ήρθε η σειρά ενός πανέμορφου νέου, ακόμα και οι θηριόψυχοι Πέρσες λυπήθηκαν τη λεβεντιά του. Προσπαθούσαν, λοιπόν, πολλή ώρα να τον πείσουν ότι έπρεπε να υπακούσει, έστω και φαινομενικά, στην προσταγή του σάχη.
-Να! Του είπαν σε μια στιγμή. Μη φτύσεις τις εικόνες. Φτύσε δίπλα τους. Αυτό φτάνει για να σώσεις τη ζωή σου. Και πραγματικά ο νέος, σαστισμένος, έφτυσε αριστερά από τις εικόνες. Αμέσως οι Πέρσες, χειροκροτώντας και αλαλάζοντας, τον πήραν παράμερα και άρχισαν να τον αγκαλιάζουν, να τον χαϊδεύουν και να τον συγχαίρουν. Μα ξάφνου εκείνος, σαν να συνήλθε από μια παραζάλη, ξεφώνισε!
- Θεέ μου! Τί έκανα; Είναι δυνατό να μη μαρτυρήσω μαζί με τους αδελφούς μου; Είναι δυνατό να Σ’απαρνηθώ και ν’ακολουθήσω τον καταραμένο Μωάμεθ Μονάχα εγώ θα γλυτώσω το θάνατο μ’αυτόν τον επαίσχυντο τρόπο; Όχι! Δεν θα χωριστώ από τους άλλους χριστιανούς. Έρχομαι κοντά Σου, Κύριε!
Με μιαν απότομη κίνηση, ξέφυγε από τα χέρια των Περσών, έτρεξε στις ιερές εικόνες, έπεσε γονατιστός μπροστά τους και, κλαίγοντας πικρά, κραύγασε:
- Βασίλισσα των ουρανών! Πάρε με, τον άσωτο γιο, κάτω από τη σκέπη σου!
Την ίδια στιγμή παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό. Οι δήμιοι αποκεφάλισαν το νεκρό σώμα του και το πέταξαν στα γοργά νερά του ποταμού, όπως είχαν κάνει πρωτύτερα με το σώμα του γέροντα. Έτσι, ούτε ένας από τους εκατό χιλιάδες Γεωργιανούς αιχμαλώτους δεν αρνήθηκε τον Κύριο. Όλοι σφαγιάστηκαν θεληματικά, σαν πρόβατα πιστά στον καλό τους Ποιμένα.
Τα επακόλουθα.
Όπως αναφέρει ένας χρονογράφος της εποχής, μπορούσε κανείς να περάσει από τη μια όχθη του ποταμού στην άλλη χωρίς να βρέξει τα πόδια του, πατώντας πάνω στα σώματα των αγίων μαρτύρων. Τα νερά, μάλιστα, ήταν κόκκινα από το χριστιανικό αίμα για δυο ολόκληρες εβδομάδες.
Ο αιμοβόρος Ντζαλαλαλντίν παρακολούθησε το μαρτύριο των αιχμαλώτων από τον τρούλλο του καθεδρικού ναού της Αγίας Σιών, όπου είχε στήσει τη σκηνή του. Όταν όμως θανατώθηκε και ο τελευταίος μάρτυρας, αργά το βράδυ, ουράνιο φως με τη μορφή στύλου κατέβηκε πάνω από τη γέφυρα, καταυγάζοντας όλη την περιοχή, ενώ ταυτόχρονα ένας δυνατός σεισμός γκρέμισε τη σκηνή του σάχη από την κορυφή του ναού.
Από τότε η γέφυρα εκείνη ονομάστηκε «Γέφυρα των Αγίων Εκατό Χιλιάδων Μαρτύρων της Τιφλίδας» ή «Γέφυρα του Μαρτυρίου».
Σημείωση:
*Αταμπέκ: Αξίωμα των Σελτζούκων (ατά = πατέρας, μπέκ = πρίγκιπας), που δήλωνε τον παιδαγωγό και σύμβουλο του διαδόχου του θρόνου πριν από την ενηλικίωσή του. Το αξίωμα αυτό υιοθετήθηκε από διάφορα βασίλεια (Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν, Μογγολία κ.ά.).
Πηγή: Οι Άγιοι της Γεωργίας, Έκδοσις Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 2004.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου