Άγιος Ζιγεφρείδος της Σουηδίας. Ημέρα Μνήμης: 15 Φεβρουαρίου.
Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ζιγεφρείδος της Σουηδίας (Sigfridτου Växjö ή Sigfried της Σουηδίας ή Sigefrid του Wexiow ή Sigefrid, Sigfried, Siegfrid, Siegfried, Sigfridus, Sigurd), Δεύτερος Απόστολος του Βορρά (†1045) ήταν Βενεδικτίνος μοναχός και Επίσκοπος του Växjö της Σουηδίας. Εορτάζεται την 15η Φεβρουαρίου.
Λέγεται πως ο Ζιγεφρείδος γεννήθηκε στο Γκλάστονμπερυ της Αγγλίας στο δεύτερο ήμισυ του 10ου αιώνα. Επίσης λέγεται πως ο Άγιος Αλφέγος (Alphege) Αρχιεπίσκοπος της Καντερβουρίας τον είχε μεταστρέψει στην Ορθοδοξία. Ο Ζιγεφρείδος ήταν ένας εξαιρετικός Ιερέας στην Υόρκη, ο οποίος είχε σταλεί από τον θρυλικό Βασιλιά Μίλντρεντ να βοηθήσει στον εκχριστιανισμό της Σκανδιναβίας. Υπάρχει μια θεωρία πως ίσως επρόκειτο για τον Βασιλιά Έθελρεντ Β’, τον «Ανέτοιμο».
Με διαταγή του Βασιλιά της Νορβηγίας Όλαφ Α’ Τρύγκβασον, ο Ζιγεφρείδος έφθασε στην Νορβηγία το 995 μαζί με 2 Επισκόπους και τους 3 ανεψιούς του, οι οποίοι ήσαν Μοναχοί της Αδελφότητας του Cluny: ο Ούναμαν – Ιερέας, ο Σούναμαν – Διάκονος, και ο Ουίναμαν – Υποδιάκονος. Εκεί έγινε επίσκοπος της Αυλής για τον Νορβηγό Βασιλιά και ταξίδεψε στην νήσο Γκοντέϋ στο Σάλτενφιόρδεν μαζί του, προκειμένου να αντιμετωπίσουν ένα σθεναρό αντίπαλο του Χριστιανισμού, τον πασίγνωστο παγανιστή, «Ραούντ ο Δυνατός». Η κακοκαιρία εμπόδισε τον εντοπισμό της ξηράς, έτσι ο Ζιγεφρείδος πήρε τα λειτουργικά άμφιά του στην πλώρη του καραβιού, και, ανάβοντας κεριά και λιβάνι, τοποθέτησε ένα Σταυρό στην πρύμνη και ανέγνωσε μέσα από το Ιερό Ευαγγέλιο πριν ευλογήσει το πλοίο με Αγιασμό. Δόθηκε εντολή να μαζευτούν τα πανιά, και τα πλοία του βασιλιά εισήλθαν στο φιόρδ κωπηλατώντας, όπου συνέβη ένα θαύμα, διότι στο πέρασμά τους η θάλασσα ήταν γαλήνια, ενώ γύρω τους μαινόταν μια άγρια θύελλα.
Εξ'αιτίας της Μάχης της Σβόλντερ το 999-1000, ο Ζιγεφρείδος και οι ανεψιοί του αναχώρησαν για την Σουηδία το 1002, όπου ίδρυσαν 3 εκκλησίες στην περιοχή Βάστεργκοτλαντ (Δυτική Γοτθία). Η περιοχή αυτή ήδη εκχριστιανιζόταν από τον Επίσκοπο Όντινκαρ τον Πρεσβύτερο, ο οποίος είχε την βάση του στην πόλη Σκάρα.
Έτσι ο Ζιγεφρείδος και οι ανεψιοί του πήγαν ανατολικά, στην περιοχή Värend στην Småland για να συνεχίσουν τις ιεραποστολικές τους προσπάθειες, στήνοντας πρώτα ένα Σταυρό και μετά χτίζοντας ένα ξύλινο Ναό στις ακτές ης Λίμνης Växjö. Μετά από λίγο διάστημα, ένδεκα προεστοί της περιοχής σύντομα μετέβησαν στην Ορθόδοξη Πίστη και βαπτίσθηκαν σε μια πηγή κοντά στο όρος Οστράμπο.
Η επιρροή τους προξένησε μια σταθερή ροή προσκυνητών, οι οποίοι συνέρρεαν για να ακούσουν τον Λόγο του Θεού και να θαυμάσουν τα μεταξωτά άμφια του Ζιγεφρείδου, τα χρυσά και αργυρά σκεύη, και τα άλλα όμορφα αντικείμενα που είχε φέρει μαζί του από την Αγγλία.
Σύντομα η περιέργεια κυρίεψε τον Βασιλιά Όλοφ Σκέτκονουνγκ, και απέστειλε έναν έμπιστο σύμβουλο να ερευνήσει την υπόθεση. Σύμφωνα με τον σύμβουλο, όταν ο Ζιγεφρείδος σήκωσε τον Δίσκο κατά την Θεία Λειτουργία, το Πρόσφορο έγινε ένα μικρό Αγοράκι, το οποίο φίλησε, οπότε το όραμα αμέσως χάθηκε. Ξαφνιασμένος με αυτό, ο βασιλιάς έστειλε να του φέρουν αμέσως τον Άγιο Επίσκοπο, όμως καθ’οδόν ο Ζιγεφρείδος έκανε μια παράκαμψη στο Ούτβενγκστορπ, για να φωτίσει και να βαπτίσει τον κόσμο εκεί.
Το 1008, ο Ζιγεφρείδος βάπτισε την βασιλική οικογένεια σε μια πηγή κοντά στο χωριό Χουσαμπύ, κάνοντας τον Βασιλιά Όλοφ Σκέτκονουνγκ τον πρώτο Χριστιανό Βασιλιά της Σουηδίας, κάτι που σηματοδότησε την αρχή του εκχριστιανισμού της Σουηδίας. Ο Ζιγεφρείδος στην συνέχεια ταξίδεψε βόρεια, για να επανεγκαταστήσουν την Έδρα της Ουψάλας που είχε ιδρυθεί από τον Άγιο Άνσγκαρ (Ανσέριο), όμως ο παγανισμός ήταν πολύ ισχυρός στην περιοχή και αποχώρησε με αποτυχία. Στο διάστημα αυτό ο Άγγλος Επίσκοπος Γκότεμπαλντ εστάλη από την μεθοριακή πόλη Λουντ στην Σκάνια, όπου έχτισε τον πρώτο Ναό της, και όπου ορίσθηκε Επίσκοπος. Το 1014, ο Όλοφ Σκέτκονουνγκ βοήθησε τον Ζιγεφρείδο να ιδρύσει την Επισκοπή της Χουσαμπύ (αργότερα Σκάρα), η οποία έγινε Επισκοπή η οποία ανήκε στην Αρχιεπισκοπή Αμβούργου-Βρέμης.
Ο πρώτος επισκοπικός Επίσκοπος, ένας Γερμανός ονόματι Θούργκαουτ, χειροτονήθηκε από τον Ζιγεφρείδο. Τον καιρό εκείνο η επισκοπή αποτελείτο από τις «χώρες των Γότθων» ήτοι την "Västergötland" (Δυτική Γοτθία) και την "Östergötland" (Ανατολική Γοτθία), τμήμα από την Småland, και επίσης ένα κομμάτι από άλλες γειτονικές επαρχίες. Λέγεται πως ο Ζιγεφρείδος είχε χειροτονήσει σε επίσκοπο έναν εφημέριο για το ανατολικό ήμισυ της επισκοπής, στην πόλη Linköping της Ανατολικής Γοτθίας, και πως ο βασιλιάς Κανούτ είχε στείλει έναν Άγγλο επίσκοπο ονόματι Μπέρνχαρντ για την Έδρα της Σκάνια. Το 1028, ο Άγγλος ιεραπόστολος Ούλφριντ επιχείρησε μια τρίτη επανίδρυση του Χριστιανισμού στην Ουψάλα, αλλά εμαρτύρησε όταν αναθεμάτισε τον ειδωλολατρικό θεό Θωρ και επιτέθηκε εναντίον του ειδώλου του μέσα στον τοπικό ναό του.
Έχοντας εμπιστευθεί την διοίκηση της Växjö στον Ούναμαν και τα αδέλφια του, ο Ζιγεφρείδος έφυγε για να εξαπλώσει τον Χριστιανισμό στην Δανία. Όσο έλειπε όμως, ένας ντόπιος, άπληστος άρχοντας, ο Γκούνναρ Γκρέπε, συγκέντρωσε μια ομάδα παγανιστών για να δολοφονήσουν τα ανέψια του Ζιγεφρείδου και να λεηλατήσουν την εκκλησία στην Växjö. Όταν επέστρεψε από την αποστολή του ο Ζιγεφρείδος, βρήκε τα κεφάλια των ανεψιών του μέσα σε ένα κάδο καταποντισμένο με βάρη στον πυθμένα της λίμνης Helgasjön κοντά στον ναό. Τα κορμιά τους είχαν θαφτεί μέσα σε ένα δάσος βαθειά. Σύμφωνα με τον Ζιγεφρείδο, τα κεφάλια συνέχιζαν να έχουν ομιλία, και του είπαν τα ονόματα των δολοφόνων τους. Ο Ζιγεφρείδος εδόξασε τον Θεό που επέτρεψε τους Ούναμαν, Σούναμαν και Ουίναμαν να γίνουν μάρτυρες.
Σύντομα έμαθε ο βασιλιάς Όλοφ Σκέτκονουνγκ για το συμβάν στην Växjö και προσφέρθηκε να εκτελέσει τους δράστες, κάτι που δεν δέχθηκε ο Ζιγεφρείδος. Ο βασιλιάς επίσης προσφέρθηκε να αποσπάσει από εκείνους ένα «τίμημα ανθρώπου» (wergild), το οποίο επίσης δεν δέχθηκε ο Άγιος. Τελικά ο Ζιγεφρείδος ζήτησε προσοδοφόρα (καλή) γη, και του δωρήθηκαν τα κτήματα Χοφ και Τζούμπυ. Η θεμελίωση του Ναού παρέμεινε εξαιρετικά δύσκολη για τον ενδεή Επίσκοπο, όμως εν καιρώ ξαναέχτισε τον Ναό και τοποθέτησε μέσα του τα λείψανα των συγγενών του.
Στα γεράματά του ο Σιγεφρείδος είχε σημαντική απώλεια μνήμης: κάποια φορά ζήτησε να του ετοιμάσουν το λουτρό του σε ημέρα νηστείας, οπότε κατέβηκε μια φωνή που τον επέπληξε σχετικά. Εκείνος αμέσως απομακρύνθηκε από το λουτρό και μετανόησε.
Επισκέφθηκε την Βρέμη το 1030 και αναπαύθηκε εν Κυρίω το 1045. Τα λείψανά του τοποθετήθηκαν κάτω από την Αγία Τράπεζα του Ναού στην Växjö, και έκαναν πολλά θαύματα, μέχρι την διάλυση του προσκυνήματος μετά από την Σουηδική Μεταρρύθμιση. Το κληροδότημα του Ζιγεφρείδου συνεχίσθηκε κάτω από τους μαθητές του, τους Επισκόπους Δαυίδ και Εσκίλ, οι οποίοι αργότερα εμαρτύρησαν.
Πηγή: https://www.impantokratoros.gr/FC0E0499.el.aspx
Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ζιγεφρείδος της Σουηδίας (Sigfridτου Växjö ή Sigfried της Σουηδίας ή Sigefrid του Wexiow ή Sigefrid, Sigfried, Siegfrid, Siegfried, Sigfridus, Sigurd), Δεύτερος Απόστολος του Βορρά (†1045) ήταν Βενεδικτίνος μοναχός και Επίσκοπος του Växjö της Σουηδίας. Εορτάζεται την 15η Φεβρουαρίου.
Λέγεται πως ο Ζιγεφρείδος γεννήθηκε στο Γκλάστονμπερυ της Αγγλίας στο δεύτερο ήμισυ του 10ου αιώνα. Επίσης λέγεται πως ο Άγιος Αλφέγος (Alphege) Αρχιεπίσκοπος της Καντερβουρίας τον είχε μεταστρέψει στην Ορθοδοξία. Ο Ζιγεφρείδος ήταν ένας εξαιρετικός Ιερέας στην Υόρκη, ο οποίος είχε σταλεί από τον θρυλικό Βασιλιά Μίλντρεντ να βοηθήσει στον εκχριστιανισμό της Σκανδιναβίας. Υπάρχει μια θεωρία πως ίσως επρόκειτο για τον Βασιλιά Έθελρεντ Β’, τον «Ανέτοιμο».
Με διαταγή του Βασιλιά της Νορβηγίας Όλαφ Α’ Τρύγκβασον, ο Ζιγεφρείδος έφθασε στην Νορβηγία το 995 μαζί με 2 Επισκόπους και τους 3 ανεψιούς του, οι οποίοι ήσαν Μοναχοί της Αδελφότητας του Cluny: ο Ούναμαν – Ιερέας, ο Σούναμαν – Διάκονος, και ο Ουίναμαν – Υποδιάκονος. Εκεί έγινε επίσκοπος της Αυλής για τον Νορβηγό Βασιλιά και ταξίδεψε στην νήσο Γκοντέϋ στο Σάλτενφιόρδεν μαζί του, προκειμένου να αντιμετωπίσουν ένα σθεναρό αντίπαλο του Χριστιανισμού, τον πασίγνωστο παγανιστή, «Ραούντ ο Δυνατός». Η κακοκαιρία εμπόδισε τον εντοπισμό της ξηράς, έτσι ο Ζιγεφρείδος πήρε τα λειτουργικά άμφιά του στην πλώρη του καραβιού, και, ανάβοντας κεριά και λιβάνι, τοποθέτησε ένα Σταυρό στην πρύμνη και ανέγνωσε μέσα από το Ιερό Ευαγγέλιο πριν ευλογήσει το πλοίο με Αγιασμό. Δόθηκε εντολή να μαζευτούν τα πανιά, και τα πλοία του βασιλιά εισήλθαν στο φιόρδ κωπηλατώντας, όπου συνέβη ένα θαύμα, διότι στο πέρασμά τους η θάλασσα ήταν γαλήνια, ενώ γύρω τους μαινόταν μια άγρια θύελλα.
Εξ'αιτίας της Μάχης της Σβόλντερ το 999-1000, ο Ζιγεφρείδος και οι ανεψιοί του αναχώρησαν για την Σουηδία το 1002, όπου ίδρυσαν 3 εκκλησίες στην περιοχή Βάστεργκοτλαντ (Δυτική Γοτθία). Η περιοχή αυτή ήδη εκχριστιανιζόταν από τον Επίσκοπο Όντινκαρ τον Πρεσβύτερο, ο οποίος είχε την βάση του στην πόλη Σκάρα.
Έτσι ο Ζιγεφρείδος και οι ανεψιοί του πήγαν ανατολικά, στην περιοχή Värend στην Småland για να συνεχίσουν τις ιεραποστολικές τους προσπάθειες, στήνοντας πρώτα ένα Σταυρό και μετά χτίζοντας ένα ξύλινο Ναό στις ακτές ης Λίμνης Växjö. Μετά από λίγο διάστημα, ένδεκα προεστοί της περιοχής σύντομα μετέβησαν στην Ορθόδοξη Πίστη και βαπτίσθηκαν σε μια πηγή κοντά στο όρος Οστράμπο.
Η επιρροή τους προξένησε μια σταθερή ροή προσκυνητών, οι οποίοι συνέρρεαν για να ακούσουν τον Λόγο του Θεού και να θαυμάσουν τα μεταξωτά άμφια του Ζιγεφρείδου, τα χρυσά και αργυρά σκεύη, και τα άλλα όμορφα αντικείμενα που είχε φέρει μαζί του από την Αγγλία.
Σύντομα η περιέργεια κυρίεψε τον Βασιλιά Όλοφ Σκέτκονουνγκ, και απέστειλε έναν έμπιστο σύμβουλο να ερευνήσει την υπόθεση. Σύμφωνα με τον σύμβουλο, όταν ο Ζιγεφρείδος σήκωσε τον Δίσκο κατά την Θεία Λειτουργία, το Πρόσφορο έγινε ένα μικρό Αγοράκι, το οποίο φίλησε, οπότε το όραμα αμέσως χάθηκε. Ξαφνιασμένος με αυτό, ο βασιλιάς έστειλε να του φέρουν αμέσως τον Άγιο Επίσκοπο, όμως καθ’οδόν ο Ζιγεφρείδος έκανε μια παράκαμψη στο Ούτβενγκστορπ, για να φωτίσει και να βαπτίσει τον κόσμο εκεί.
Το 1008, ο Ζιγεφρείδος βάπτισε την βασιλική οικογένεια σε μια πηγή κοντά στο χωριό Χουσαμπύ, κάνοντας τον Βασιλιά Όλοφ Σκέτκονουνγκ τον πρώτο Χριστιανό Βασιλιά της Σουηδίας, κάτι που σηματοδότησε την αρχή του εκχριστιανισμού της Σουηδίας. Ο Ζιγεφρείδος στην συνέχεια ταξίδεψε βόρεια, για να επανεγκαταστήσουν την Έδρα της Ουψάλας που είχε ιδρυθεί από τον Άγιο Άνσγκαρ (Ανσέριο), όμως ο παγανισμός ήταν πολύ ισχυρός στην περιοχή και αποχώρησε με αποτυχία. Στο διάστημα αυτό ο Άγγλος Επίσκοπος Γκότεμπαλντ εστάλη από την μεθοριακή πόλη Λουντ στην Σκάνια, όπου έχτισε τον πρώτο Ναό της, και όπου ορίσθηκε Επίσκοπος. Το 1014, ο Όλοφ Σκέτκονουνγκ βοήθησε τον Ζιγεφρείδο να ιδρύσει την Επισκοπή της Χουσαμπύ (αργότερα Σκάρα), η οποία έγινε Επισκοπή η οποία ανήκε στην Αρχιεπισκοπή Αμβούργου-Βρέμης.
Ο πρώτος επισκοπικός Επίσκοπος, ένας Γερμανός ονόματι Θούργκαουτ, χειροτονήθηκε από τον Ζιγεφρείδο. Τον καιρό εκείνο η επισκοπή αποτελείτο από τις «χώρες των Γότθων» ήτοι την "Västergötland" (Δυτική Γοτθία) και την "Östergötland" (Ανατολική Γοτθία), τμήμα από την Småland, και επίσης ένα κομμάτι από άλλες γειτονικές επαρχίες. Λέγεται πως ο Ζιγεφρείδος είχε χειροτονήσει σε επίσκοπο έναν εφημέριο για το ανατολικό ήμισυ της επισκοπής, στην πόλη Linköping της Ανατολικής Γοτθίας, και πως ο βασιλιάς Κανούτ είχε στείλει έναν Άγγλο επίσκοπο ονόματι Μπέρνχαρντ για την Έδρα της Σκάνια. Το 1028, ο Άγγλος ιεραπόστολος Ούλφριντ επιχείρησε μια τρίτη επανίδρυση του Χριστιανισμού στην Ουψάλα, αλλά εμαρτύρησε όταν αναθεμάτισε τον ειδωλολατρικό θεό Θωρ και επιτέθηκε εναντίον του ειδώλου του μέσα στον τοπικό ναό του.
Έχοντας εμπιστευθεί την διοίκηση της Växjö στον Ούναμαν και τα αδέλφια του, ο Ζιγεφρείδος έφυγε για να εξαπλώσει τον Χριστιανισμό στην Δανία. Όσο έλειπε όμως, ένας ντόπιος, άπληστος άρχοντας, ο Γκούνναρ Γκρέπε, συγκέντρωσε μια ομάδα παγανιστών για να δολοφονήσουν τα ανέψια του Ζιγεφρείδου και να λεηλατήσουν την εκκλησία στην Växjö. Όταν επέστρεψε από την αποστολή του ο Ζιγεφρείδος, βρήκε τα κεφάλια των ανεψιών του μέσα σε ένα κάδο καταποντισμένο με βάρη στον πυθμένα της λίμνης Helgasjön κοντά στον ναό. Τα κορμιά τους είχαν θαφτεί μέσα σε ένα δάσος βαθειά. Σύμφωνα με τον Ζιγεφρείδο, τα κεφάλια συνέχιζαν να έχουν ομιλία, και του είπαν τα ονόματα των δολοφόνων τους. Ο Ζιγεφρείδος εδόξασε τον Θεό που επέτρεψε τους Ούναμαν, Σούναμαν και Ουίναμαν να γίνουν μάρτυρες.
Σύντομα έμαθε ο βασιλιάς Όλοφ Σκέτκονουνγκ για το συμβάν στην Växjö και προσφέρθηκε να εκτελέσει τους δράστες, κάτι που δεν δέχθηκε ο Ζιγεφρείδος. Ο βασιλιάς επίσης προσφέρθηκε να αποσπάσει από εκείνους ένα «τίμημα ανθρώπου» (wergild), το οποίο επίσης δεν δέχθηκε ο Άγιος. Τελικά ο Ζιγεφρείδος ζήτησε προσοδοφόρα (καλή) γη, και του δωρήθηκαν τα κτήματα Χοφ και Τζούμπυ. Η θεμελίωση του Ναού παρέμεινε εξαιρετικά δύσκολη για τον ενδεή Επίσκοπο, όμως εν καιρώ ξαναέχτισε τον Ναό και τοποθέτησε μέσα του τα λείψανα των συγγενών του.
Στα γεράματά του ο Σιγεφρείδος είχε σημαντική απώλεια μνήμης: κάποια φορά ζήτησε να του ετοιμάσουν το λουτρό του σε ημέρα νηστείας, οπότε κατέβηκε μια φωνή που τον επέπληξε σχετικά. Εκείνος αμέσως απομακρύνθηκε από το λουτρό και μετανόησε.
Επισκέφθηκε την Βρέμη το 1030 και αναπαύθηκε εν Κυρίω το 1045. Τα λείψανά του τοποθετήθηκαν κάτω από την Αγία Τράπεζα του Ναού στην Växjö, και έκαναν πολλά θαύματα, μέχρι την διάλυση του προσκυνήματος μετά από την Σουηδική Μεταρρύθμιση. Το κληροδότημα του Ζιγεφρείδου συνεχίσθηκε κάτω από τους μαθητές του, τους Επισκόπους Δαυίδ και Εσκίλ, οι οποίοι αργότερα εμαρτύρησαν.
Πηγή: https://www.impantokratoros.gr/FC0E0499.el.aspx
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου