Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Δικαία Ρεβέκκα η Τιμία. Ημέρα Μνήμης: Κυριακή των Προπατόρων.

Δικαία Ρεβέκκα η Τιμία. Ημέρα Μνήμης: Κυριακή των Προπατόρων.


Μνήμη τῆς δικαίας Ῥεβέκκας, γυναικὸς Ἰσαάκ.
Καὶ τὴν ἀρίστην τῶν γυναικῶν Ῥεβέκκαν, Ἄριστος εὗρεν ἀνδρῶν κοινὸν λέχους.

Η Ρεβέκκα ήταν κόρη του Βαθουήλ (Βεθουήλ) (Γένεση 22,23). Το όνομα της μητέρας της δεν αναφέρεται. Παππούς της ήταν ο Ναχώρ και γιαγιά της η Μελχά. Ήταν αδερφή του Λάβαν, γυναίκα του Ισαάκ (Γένεση 25,20) και μητέρα του Ιακώβ και του Ησαύ.

Η Ρεβέκκα αναφέρεται για πρώτη φορά στη γενεαλογία του Ναχώρ, αδερφού του Αβραάμ (Γένεση 22,20-24). Η αγαπημένη τροφός της Ρεβέκκας ήταν η Δεβώρα, η οποία την συνόδευσε στην Χαναάν (Γένεση 35,8).

Η Ρεβέκκα βρισκόταν στη Χαρράν, την πόλη του Ναχώρ, όταν ο Αβραάμ έστειλε το δούλο του Ελιέζερ να βρει νύφη για τον Ισαάκ. Ο Ελιέζερ αφού πήρε διάφορα δώρα, έφυγε για τη Μεσοποταμία, στην πόλη όπου κατοικούσε ο Ναχώρ, ο αδερφός του Αβραάμ.

Όταν έφτασε έξω από την πόλη, προς το βράδυ, άφησε τις καμήλες να ξεκουραστούν κοντά στο πηγάδι, όπου πήγαιναν οι γυναίκες για να πάρουν νερό. Κατόπιν προσευχήθηκε στον Κύριο να τον βοηθήσει στην εκλογή. Η κόρη που θα του έδινε νερό και θα πότιζε τις καμήλες του, αυτή θα ήταν η εκλεκτή που θα προόριζε ο Κύριος για τον Ισαάκ.

Δεν είχε ακόμα τελειώσει την προσευχή του, και να η Ρεβέκκα, η κόρη του Βαθουήλ, γιου της Μελχά και του Ναχώρ, ερχόταν με μια στάμνα στον ώμο. Η κόρη ήταν πολύ όμορφη στην εμφάνιση και κανένας άντρας δεν την είχε αγγίξει. Κατέβηκε στην πηγή, γέμισε τη στάμνα της και ξανανέβηκε.

Τότε έτρεξε ο δούλος να την συναντήσει και της είπε: «Άφησε με να πιω λίγο νερό απ' το σταμνί σου». Εκείνη απάντησε: «Πιες, κύριε μου». Και πρόθυμα κατέβασε το σταμνί που κρατούσε και του έδωσε να πιει. Όταν πια είχε πιει αρκετά, του είπε: «θα φέρω νερό και για τις καμήλες σου να πιουν, να ξεδιψάσουν». Έτρεξε και πήγε πίσω στην πηγή να πάρει νερό για όλες τις καμήλες.

Όταν ποτίστηκαν οι καμήλες, ο δούλος πήρε ένα χρυσό κρίκο για τη μύτη, βάρους μισού σίκλου, και δυο βραχιόλια για τα χέρια της κοπέλας, βάρους δέκα σίκλων χρυσού. Και τη ρώτησε, "Πες μου, ποιανού κόρη είσ' εσύ; Υπάρχει χώρος στο σπίτι του πατέρα σου για να διανυκτερεύσω απόψε;» Εκείνη απάντησε: «Εγώ είμαι κόρη του Βαθουήλ, του γιου που η Μελχά γέννησε στο Ναχώρ. Στο σπίτι μας υπάρχει και χορτάρι και άφθονο άχυρο. Υπάρχει ακόμα και χώρος για να περάσετε τη νύχτα».

Τότε ο άνθρωπος έπεσε στη γη και προσκύνησε τον Κύριο: «Ας είν'ευλογημένος ο Κύριος, ο Θεός του κυρίου μου του Αβραάμ, που δεν έπαψε να δείχνει την αγάπη του και την πιστότητα του στον κύριο μου. Κι εμένα ο Κύριος με οδήγησε κατευθείαν στο σπίτι του αδερφού του κυρίου μου».


Η Ρεβέκκα έτρεξε στο σπίτι της και ανάγγειλε όλα αυτά τα συμβάντα. Η Ρεβέκκα είχε έναν αδερφό, που ονομαζόταν Λάβαν. Μόλις αυτός άκουσε τα λόγια που της είχε πει ο άνθρωπος, έτρεξε να τον συναντήσει έξω από την πόλη κοντά στην πηγή, όπου στεκόταν ακόμη μαζί με τις καμήλες και περίμενε. Τον προσκάλεσε στο σπίτι και τον περιποιήθηκε.

Ο δούλος του Αβραάμ τους διηγήθηκε όλη την ιστορία, τι του είπε ο κύριός του, πως ξεκίνησε από τη Χαναάν, πως έφτασε στη Μεσοποταμία και τι επακολούθησε στην πηγή με τη Ρεβέκκα. Κατόπιν τους είπε αν δέχονται η Ρεβέκκα να παντρευτεί με τον Ισαάκ.

Ο Λάβαν και ο Βαθουήλ αποκρίθηκαν: «Από τον Κύριο προέρχεται αυτό το πράγμα! Εμείς δεν μπορούμε να σου πούμε ούτε ναι ούτε όχι. Να η Ρεβέκκα, είναι στη διάθεση σου. Πάρ' την και πήγαινε, κι ας γίνει σύζυγος του γιου του κυρίου σου, όπως το είπε ο Κύριος».

Όταν ο δούλος του Αβραάμ άκουσε αυτά τα λόγια, έπεσε στη γη και προσκύνησε τον Κύριο. Έπειτα έκανε πλούσια δώρα στη Ρεβέκκα, στον αδερφό της και στη μητέρα της.

Το πρωί, όταν σηκώθηκαν, ετοιμάστηκαν για το μακρύ ταξίδι. Οι γονείς και τα αδέρφια της Ρεβέκκας αφού της ευχήθηκαν και την ευλόγησαν, την άφησαν να φύγει. Κατόπιν ο δούλος του Αβραάμ,  πήρε τη Ρεβέκκα και τις δούλες της και ξεκίνησαν όλοι μαζί για τη Χαναάν.

Στο μεταξύ ο Ισαάκ είχε εγκατασταθεί στα νότια της Χαναάν. Ένα βράδυ κοίταξε μακριά και είδε κάτι καμήλες που πλησίαζαν. Όταν η Ρεβέκκα είδε τον Ισαάκ, ρώτησε το δούλο: «Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που έρχεται να μας συναντήσει;». Ο δούλος απάντησε: «Είναι ο κύριος μου». Τότε εκείνη πήρε το πέπλο και σκεπάστηκε. Ο δούλος διηγήθηκε στον Ισαάκ όλα όσα είχε γίνει. Τότε ο Ισαάκ οδήγησε τη Ρεβέκκα στη σκηνή της μητέρας του της Σάρρας, και την πήρε για γυναίκα του (Γένεση κεφ. 24).

Η Ρεβέκκα όμως ήταν στείρα και ο Ισαάκ προσευχήθηκε στον Κύριο γι' αυτό. Ο Κύριος άκουσε την προσευχή του και η Ρεβέκκα έμεινε έγκυος με δίδυμα στην κοιλιά της. Αυτός που βγήκε πρώτος ήταν εντελώς κόκκινος και τριχωτός σαν μανδύας, και τον ονόμασαν Ησαύ. Μετά βγήκε ο αδερφός του, που με το χέρι του κρατούσε τη φτέρνα του Ησαύ, και τον ονόμασαν Ιακώβ.

Ο Ησαύ έγινε εξαίρετος κυνηγός, άνθρωπος της υπαίθρου, ενώ ο Ιακώβ ήταν ήσυχος άνθρωπος, που του άρεσε να μένει στη σκηνή. Ο Ισαάκ αγαπούσε τον Ησαύ, γιατί του άρεσαν τα φαγητά του κυνηγιού ενώ η Ρεβέκκα αγαπούσε τον Ιακώβ (Γένεση 25,20-28).

Εκείνη την εποχή στη χώρα έπεσε πείνα. Ο Ισαάκ και η Ρεβέκκα πήγαν και εγκαταστάθηκαν στα Γέραρα. Όταν οι άνθρωποι του τόπου τον ρωτούσαν για τη γυναίκα του, ο Ισαάκ έλεγε ότι ήταν αδερφή του, γιατί φοβόταν μήπως, αν έλεγε πως ήταν γυναίκα του, τον σκότωναν επειδή η Ρεβέκκα ήταν όμορφη. Όταν ο Αβιμέλεχ, ο βασιλιάς του τόπου, έμαθε την αλήθεια, έδωσε σε όλο το λαό τη διαταγή, πως όποιος πειράξει τον Ισαάκ και τη γυναίκα του θα θανατωθεί.

Επειδή οι κάτοικοι του τόπου φθόνησαν τον Ισαάκ για τα αγαθά του, Αβιμέλεχ ζήτησε τότε από τον Ισαάκ να φύγει από την περιοχή τους. Έτσι ο Ισαάκ και η Ρεβέκκα έφυγαν από 'κει και εγκαταστάθηκαν κοντά στην κοιλάδα των Γεράρων (Γένεση 26,1-25).

Έτσι τα χρόνια είχαν περάσει και ο Ισαάκ είχε πια γεράσει. Τα μάτια του είχαν εξασθενήσει τόσο που δεν έβλεπε καθόλου. Μια μέρα κάλεσε τον Ησαύ, το μεγαλύτερο γιο του να πάει στην εξοχή και να του φέρει κυνήγι, να του ετοιμάσει ένα νόστιμο φαγητό, όπως του αρέσει, και  να τον ευλογήσει πριν πεθάνει.


Η Ρεβέκκα άκουσε αυτά που έλεγε ο Ισαάκ στο γιο του τον Ησαύ. Όταν λοιπόν αυτός βγήκε στην εξοχή να κυνηγήσει και να φέρει το κυνήγι στον πατέρα του, εκείνη είπε στο γιο της τον Ιακώβ: «Πήγαινε στο κοπάδι και φέρε δυο καλά κατσικάκια. Εγώ θα τα μαγειρέψω για τον πατέρα σου πολύ νόστιμα, όπως του αρέσουν. Εσύ θα του τα πας, και θα τα φάει, για να σε ευλογήσει πριν πεθάνει».

Ο Ιακώβ της είπε: «Ναι, αλλά ο αδερφός μου ο Ησαύ είναι τριχωτός, ενώ εγώ δεν είμαι. Ίσως ο πατέρας μου με ψηλαφίσει και καταλάβει ότι τον κοροϊδεύω, έτσι θα προκαλέσω κατάρα εναντίον μου αντί για ευλογία».

Αλλά η μητέρα του του είπε: «Η κατάρα πάνω μου, παιδί μου! Μόνο άκουσε αυτά που σου λέω και πήγαινε να μου φέρεις τα κατσίκια».

Ο Ιακώβ πήγε, τα πήρε και τα έφερε στη μητέρα του. Εκείνη του έκανε ένα πολύ νόστιμο φαγητό, όπως το ήθελε ο πατέρας του. Μετά πήρε από τα ρούχα του Ησαύ, του μεγαλύτερου γιου της, τα πιο καλά που υπήρχαν στο σπίτι και έντυσε τον Ιακώβ. Με το δέρμα των κατσικιών κάλυψε τα χέρια του και τον άτριχο λαιμό του και του έβαλε στα χέρια το νόστιμο φαγητό, που είχε ετοιμάσει, καθώς και το ψωμί.

Ο Ιακώβ τα πήγε στον πατέρα του και κατάφερε να του πάρει την ευλογία. Μόλις ο Ισαάκ τέλειωσε την ευλογία του προς τον Ιακώβ, γύρισε ο αδερφός του ο Ησαύ από το κυνήγι. Ετοίμασε κι αυτός ένα νόστιμο φαγητό και το πήγε στον πατέρα του. Ο Ισαάκ παρόλο που κατάλαβε την απάτη, δεν πήρε πίσω την ευλογία που έδωσε στον Ιακώβ.


Έτσι ο Ησαύ μίσησε τον Ιακώβ και η Ρεβέκκα προκειμένου να γλιτώσει τον Ιακώβ από την οργή του αδερφού του, τον έστειλε στη Χαρράν, στον αδελφό της το Λάβαν στη Μεσοποταμία, μέχρι να ξεθυμάνει ο θυμός του (Γένεση 27,1-46 και 28,1-9).

Η Ρεβέκκα από τότε δεν ξαναείδε τον Ιακώβ. Μετά από 20 χρόνια που ο Ιακώβ επέστρεψε στη Χαναάν, βρήκε τη μητέρα του νεκρή στον οικογενειακό τάφο, που ήταν μέσα σε σπηλιά στον αγρό Μαχπελά (Γένεση 49,31). Η Ρεβέκκα εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Αγία την Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου