Άγιος Μάρτυς Αιμιλιανός, ο εν Δοροστόλω. Ημέρα Μνήμης: 18 Ιουλίου.
Αἰμιλιανὸς εἰς πυρὰν βεβλημένος,
Χριστῷ παραστάς, τέρπεται σὺν Ἀγγέλοις.
Ὀγδοάτῃ δεκάτῃ φλογὶ Αἰμιλιανὸς ἐβλήθη.
Aιμιλιανός ανθράκων βληθείς μέσον.
Oν Hσαΐας είδεν άνθρακα βλέπει.
Oγδοάτη δεκάτη καύσαν πυρί Aιμιλιανόν.
Όταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης ανέλαβε την αυτοκρατορική εξουσία (361), περιφρονώντας ό,τι καλό είχε παραλάβει από τον Άγιο Κωνσταντίνο το Μέγα, καθώς και από τη χριστιανική του παιδεία, ανέτρεψε τη δημόσια τάξη με την τυραννία του και καθύβρισε τον Θεό καταγινόμενος με όλα τα μέσα να επαναφέρει τη λατρεία των ειδώλων. Απέστειλε αξιωματούχους πιστούς στην υπόθεσή του σε διάφορες επαρχίες για να εξαναγκάσουν τον λαό να συμμορφωθεί.
Ο Καπιτωλίνος, βικάριος της Θράκης, μετέβη για τον σκοπό αυτό στο Δορόστολο (σημερινή Σιλίστρια της Βουλγαρίας), πρωτεύουσα της Σκυθίας. Μόλις εγκαταστάθηκε στο δικαστήριο απηύθυνε απειλές θανάτωσης όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και σε εκείνους που θα επέφευγαν να τους καταγγείλουν. Οι παρευρισκόμενοι τρομοκρατημένοι φώναξαν ότι δεν υπήρχαν χριστιανοί στην πόλη τους και ότι όλοι οι κάτοικοι θυσίαζαν στους θεούς του αυτοκράτορα. Ικανοποιημένος και περιχαρής ο Καπιτωλίνος πήρε τότε μέρος σε μεγάλο συμπόσιο οργανωμένο προς τιμήν του.
Ενώ όλοι διασκέδαζαν θορυβωδώς, ένας νέος και ευγενής χριστιανός, ο Αιμιλιανός, μη υποφέροντας άλλο την προσβολή απέναντι στον Αληθινό Θεό και ποθώντας να λάβει το τρόπαιο του μαρτυρίου, μπήκε στο ναό εφοδιασμένος με ένα σφυρί. Συνέτριψε όλα τα είδωλα, ανέτρεψε τους λυχνοστάτες και τους βωμούς, πάνω στους οποίους είχαν αποτεθεί οι προσφορές, έχυσε στη γη το κρασί για τις σπονδές και έφυγε απαρατήρητος.
Όταν οι υπηρέτες ειδοποίησαν τον Καπιτωλίνο, αυτός έγινε έξαλλος και διέταξε να γίνουν ανακρίσεις για να βρεθεί πάση θυσία ο ένοχος. Οι στρατιώτες, μη βρίσκοντας κανέναν και φοβούμενοι να παρουσιασθούν στον τύραννο με άδεια χέρια, έπιασαν έναν χωρικό που γύριζε από το χωράφι και τον έσυραν στο πραιτώριο χτυπώντας τον με βέργες. Μπροστά στο θέαμα αυτό και μη υποφέροντας να τιμωρείται στη θέση του ένας αθώος, ο Αιμιλιανός πήγε να παραδοθεί, δηλώνοντας μεγαλοφώνος ότι εκείνος ήταν ο δράστης.
Έκπληκτοι και διστακτικοί στην αρχή, οι στρατιώτες τον οδήγησαν στον Καπιτωλίνο. Με όψη σκυθρωπή και αίμα στα μάτια, ο δικαστής του ζήτησε να πει ποιος είναι και να αποκαλύψει ποιος τον παρακίνησε να προβεί σε τέτοια ενέργεια.
Ο Αιμιλιανός, αφού δήλωσε ότι ήταν ταυτοχρόνως ελεύθερος και δούλος - δούλος του Θεού και ελεύθερος απέναντι στα είδωλα - πρόσθεσε: «Είναι η αγάπη του Θεού και ο ζήλος μου να υποφέρω για τον Χριστό, όπως και η απέχθεια που μου προκαλεί η θέα αυτών των άψυχων ξοάνων που με έπεισαν και μου έδωσαν τη δύναμη να καταστρέψω αυτό που αποτελεί όνειδος για το ανθρώπινο γένος. Γιατί τίποτε δεν υποβιβάζει τόσο πολύ εμάς που έχουμε το δώρο του λογικού, όσο το να λατρεύουμε τα άλογα όντα και να προσκυνούμε τα έργα των χειρών μας, απορρίπτοντας την τιμή που οφείλουμε στον μόνο Θεό και Δημιουργό μας».
«Άσε τις ρητορείες! Εσύ είσαι που διέπραξες αυτή την ιεροσυλία;» ρώτησε ο δικαστής. Ο Αιμιλιανός απάντησε ότι ήταν υπερήφανος για την πράξη αυτή, την οποία θεωρούσε την πλέον ευγενή και ευσεβή της ζωής του. Ο Καπιτωλίνος πρόσταξε να τον γυμνώσουν και να τον μαστιγώσουν άγρια, αφού τον ξάπλωσαν στη γη• και καθώς ο Άγιος συνέχισε να εμπαίζει την ειδωλολατρία, τον γύρισαν από την άλλη και τον χτύπησαν στο στήθος.
Μαθαίνοντας μετά την ανάκριση ότι ο Αιμιλιανός ήταν γιος του έπαρχου της πόλεως Σαββατιανού, ο Καπιτωλίνος δήλωσε ότι η ευγενής καταγωγή του δεν αποτελούσε καμία δικαιολογία και δεν θα τον γλύτωνε από την τιμωρία. Ο Άγιος αρνήθηκε εξάλλου να αθωωθεί ή να χρησιμοποιήσει προς υπεράσπισή του οποιοδήποτε ελαφρυντικό• ζήτησε απεναντίας να τιμωρηθεί όσο το δυνατόν πιο αυστηρά για να μη στερηθεί τον καλλίνικο στέφανο. Ο Καπιτωλίνος εξοργισμένος τον καταδίκασε τότε να θανατωθεί ατην πυρά και επέβαλε στον πατέρα του, λόγω αμέλειας, βαρύ πρόστιμο σε χρυσό.
Οι στρατιώτες πήραν αμέσως τον Άγιο και το οδήγησαν έξω από την πόλη, στις όχθες του Δούναβη, όπου είχε ήδη ετοιμαστεί η πυρά. Όταν τον έριξαν μέσα, οι φλόγες απομακρύνθηκαν από το σώμα του και στράφηκαν κατά των δημίων που απανθρακώθηκαν, ενώ ο Άγιος Αιμιλιανός έψαλλε αίνους στον Θεό, όπως οι Άγιοι Τρεις Παίδες στην κάμινο της Βαβυλώνος. Έκανε το σημείο του Σταυρού και, αφού εναπόθεσε την ψυχή του στον Θεό, εκοιμήθη ειρηνικά για να γίνει δεκτός στην χορεία των ανδρείων αθλητών της ευσεβείας.
Η σύζυγος του Καπιτωλίνου, που ήταν κρυφά χριστιανή, ζήτησε από τον άνδρα της να πάρει το σκήνωμα του Αγίου Μάρτυρος και το παρέδωσε σε ευσεβείς χριστιανούς για να το κηδεύσουν στην Γιζίδινα, τρία στάδια απόσταση από το Δορόστολο.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος ενδέκατος, Ιούλιος, σελίδα 189. Ίνδικτος, Αθήναι 2008.
* * *
Στις 18 Ιουλίου η Εκκλησία του Χριστού εορτάζει την μνήμη του αγίου μάρτυρος Αιμιλιανού που μαρτύρησε στον διωγμό του βασιλέως Ιουλιανού του Παραβάτου (361-363).
Από Μαρτυρολόγια πού διατηρούνται στην Λατινική καί Ελληνική γλώσσα, μαθαίνουμε ότι ήταν στρατιώτης καί ότι προερχόταν από ευσεβή οικογένεια. Ό πατέρας του ώνομαζόταν Σαββατιανός καί έξεπλήρωνε την υπηρεσία του με τέλειο τρόπο.
Εκείνο τον καιρό ήλθε στο Δορύστολο ό έπαρχος Καπιτωλΐνος, «άνθρωπος απατεώνας καί σκοτεινός στον νου, πού ακόμη επιθυμούσε να χύση αίμα με μεγάλο ζήλο για τα είδωλα», για να βλέπη κατά πόσον είναι ζηλωτές ενώπιον των θεών οι κάτοικοι αυτής της πόλεως. Αφού προσέφερε θυσία σ' όλους τούς θεούς καί διεπίστωσε ότι ό λαός του Δορυστόλου προσκυνεί τους θεούς καί τους προσφέρει θυσίες με μεγάλες τιμές, γέμισε από χαρά καί διέταξε να προσκληθούν για συμπόσιο όλοι οι υπάλληλοι του.
Ενώ αυτοί διεσκέδαζαν μαζί με τον Καπιτωλΐνο, ό μακάριος Αιμιλιανός, βλέποντας τον καιρό κατάλληλο για ν' απόκτηση το στεφάνι της άνω ζωής, επειδή πίστευε ότι ό Χριστιανός, όχι μόνο μπροστά στον Θεό καί στους αγγέλους Του, αλλά καί μπροστά στους ανθρώπους πρέπει να δείχνη την ιδιότητα του αυτή, ντύθηκε όπως πάντοτε, ως γενναίος στρατιώτης του Χρίστου με τον θώρακα της πίστεως, τον Τίμιο Σταυρό, καί εισήλθε στον ναό των ειδώλων. Κρατώντας στα χέρια του ένα σκεπάρνι, γκρέμισε όλα τα είδωλα καί τους βωμούς τα όποια εύρίσκοντο έκεΐ. "Εσπασε τα κηροπήγια καί έχυσε τίς σπονδές κάτω στο έδαφος. Κατόπιν άνεχώρησε χωρίς να γίνη αντιληπτός από κανέναν.
Άκούοντας ό Καπιτωλΐνος αυτά, ταράχθηκε πολύ καί ώργισμένος είπε προς αυτούς πού του έφεραν το μήνυμα «Γρήγορα, πηγαίνετε να αναζητήσετε καί να εΰρετε τον ένοχο, τον όποιο να μου φέρετε εδώ για να τον θανατώσω οποιοσδήποτε καί να είναι αυτός».
Εξερχόμενοι οι υπηρέτες του συνήντησαν κάποιο χωρικό, πού ερχόταν από το βουνό. Τον συνέλαβαν, τον έκτύπησαν καί τον ώδήγησαν στο παλάτι του Καπιτωλίνου. Βλέποντας ό μακάριος Αιμιλιανός αυτά, είπε στον εαυτό του: «Εάν θα κρύψω το γεγονός αυτό καί δεν θ' αποκαλυφθώ, ή σωτηρία μου θα χαθή, επειδή μ' έπλησίασε Αυτός πού με κάλεσε δια του θανάτου μου στην αθάνατη Βασιλεία Του καί δεν Τον άκουσα». Καί σκεπτόμενος αυτά μπήκε στο μέσον. Εμποδίζοντας τους υπηρέτες να κτυπούν τον αθώο χωρικό, τους είπε: «Αφήστε τον αυτόν, σας παρακαλώ, αφήστε τον, διότι δεν έσφαλε σε τίποτε, αλλά εγώ θα σας πω τί έκανα»
Άφοϋ συνέλαβαν αυτόν οι στρατιώτες Βαλεριανός καί Μαξέντιος, τον έφεραν με όνειδισμούς στο παλάτι του Καπιτωλίνου. Αυτός στεκόταν τότε στον θρόνο του καί τους ερώτησε: «Για ποιο έργο είναι ένοχος αυτός ό άνθρωπος»;
Αφού του είπαν ότι αυτός είναι πού γκρέμισε τα είδωλα καί βεβήλωσε τίς θυσίες πού είχαν τοποθετηθή επάνω στους βωμούς, ό Καπιτωλΐνος ώργίσθηκε καί ρώτησε τον Μάρτυρα:
- Πώς ονομάζεσαι;
Ό γενναίος αθλητής του Χριστού απήντησε" εάν με ρωτάς για το συνηθισμένο μου όνομα, ονομάζομαι Αιμιλιανός" εάν όμως ζητείς το τέλειο όνομα μου, πίστευσέ με ότι ονομάζομαι Χριστιανός.
Ό Καπιτωλΐνος τον έρωτα καί πάλι. Λέγε μου, δυστυχισμένε άνθρωπε, ποιος σε πλάνησε για να πας με τέτοιο τρόπο καί να όνειδίσης τους αθανάτους θεούς;
- Ό "Αγιος του είπε: Ό Θεός καί ή ψυχή μου με διέταξαν να πατήσω με τα πόδια μου αυτούς τους άψυχους θεούς σας για να φανή σ' όλους ότι είναι πέτρες χωρίς ψυχή, μουγγοί καί κωφοί. Να γνωρίζης λοιπόν, ότι δεν τους έπρόσβαλα ό Θεός δημιούργησε τα πάντα, ενώ οι θεοί σου, πού δεν έχουν κάνει τίποτε, πρέπει να χαθούν.
- Ό Καπιτωλΐνος τον έρωτα; Εσύ είσαι πού γκρέμισες τον βωμό;
Ό Αγιος του άπαντα προσβλητικά με τα λόγια της Γραφής: «"Ομοιοι αύτοίς γένοιντο καί πάντες οί πεποιθότες έπ' αύτοΐς» (Ψαλμ. 113, 16).
Τότε ώργισμένος ό Καπιτωλΐνος διέταξε τους δούλους του τα εξής: «Να τον ξεγυμνώσετε καί να τον ξαπλώσετε στην γη για να μάθη να όμιλή έτσι στον αντιπρόσωπο του βασιλέως».
Άφοϋ τον εξάπλωσαν, ό Καπιτωλΐνος συνεχίζει να τον έρωτα:
Πες μου, λοιπόν, ποιος σε έπλάνησε για να φερθής τόσο παράνομα στους θεούς μας;
-Ό "Αγιος του είπε με πολλή παρρησία.Σου είπα καί πάλι τώρα σου λέγω ότι ό Θεός καί ή ψυχή μου με προέτρεψαν να εξαφανίσω τίς ακάθαρτες θυσίες σου.
-Τότε ό Καπιτωλΐνος διέταξε τους υπηρέτες του: «Συλλάβετέ τον καί κτυπήστε τον δυνατά, για να μάθη ότι ή άνομη πίστις του δεν μπορεί να τον βοηθήση καί ελευθέρωση από τα χέρια μου». "Οταν τον κτυπούσαν άγρια, ό έπαρχος επανέλαβε. «Λέγε, δυστυχισμένε, ποιος σε έπλάνησε να τα κάνης αυτά;» Ό ατρόμητος Αιμιλιανός ώμολόγησε για άλλη μία φορά: «Σού είπα ότι κανείς άλλος εκτός μόνο ό Θεός καί ή ψυχή μου με προέτρεψαν να κατακερματίσω τους ακάθαρτους θεούς σου καί να ρίξω στην γη τίς μυσαρές θυσίες σας».
Ό Καπιτωλΐνος τότε απεφάσισε τα εξής πεισματικά" «Βλέπετε με πόση υπερηφάνεια μας ομιλεί! Τώρα γυρίστε τον από την άλλη πλευρά καί κτυπήστε τον στο στήθος, για να μάθουν όλοι αυτοί πού δεν υποτάσσονται στους νόμους του βασιλέως, ότι θα παιδεύωνται παρόμοια».
Λοιπόν, αφού τον κτύπησαν αρκετή ώρα με βούνευρα καί με μεγάλη σκληρότητα, ό έπαρχος τους είπε: «Αφήστε τον τώρα». Εκείνοι έπαυσαν να τον κτυπούν. Απευθύνεται ξανά στον Μάρτυρα καί τον έρωτα: «Δούλος είσαι ή ελεύθερος;» Ό "Αγιος του απήντησε: «Είμαι δοϋλος του Ίησοΰ Χρίστου καί γυιός του Σαββατιανού, νομάρχου αυτής της πόλεως».
Τότε ό Καπιτωλΐνος έδειξε πραότητα, αλλά με δολιότητα του είπε: «Ώ Αιμιλιανέ, τίποτε δεν υπάρχει άπ' αυτά πού πιστεύεις ότι θα κληρονομήσης. Δεν υπάρχει εδώ Εκείνος στον Όποιον πιστεύει ότι είναι ή σωτηρία των ανθρώπων καί, σύμφωνα με τους νόμους μας, είσαι ένοχος διότι καθύβρισες καί κατέστρεψες τους μεγάλους θεούς. Σέ τί θα σε ώφελήση το μεγάλο ανάστημα του σώματος σου; Βέβαια, κατεφρόνησες τα βάσανα για να φανής σ' όλους άξιώτερος, αλλά, για να μη σκεφθούν καί άλλοι τα ίδια πράγματα καί πλανηθούν, έχοντας εσένα ως παράδειγμα, τώρα μόνος εσύ θα ριφθής μέσα στίς φλόγες ενός φούρνου. Ενώ ό πατέρας σου θα πλήρωση στην εξουσία μία ποσότητα χρυσού, διότι δεν ενδιαφέρθηκε να σε σώση».
Οι υπηρέτες έπιασαν τότε τον μακάριο αθλητή του Χρίστου καί τον ώδήγησαν έξω από την πόλι, κοντά στίς όχθες του ποταμού Δούναβη. Έκεΐ είχε έτοιμασθή φωτιά, οπού καί θα έπαιρνε το στεφάνι της δόξης για την γενναιότητα του. Ό θαρραλέος Μάρτυς είπε στους υπηρέτες, όταν έφθασαν: «Αφήστε με λίγο να προσευχηθώ στον Θεό μου».
Άφοϋ προσευχήθηκε, αυτοί τον έριξαν στην φωτιά νομίζοντας ότι θα γίνη αμέσως στάχτη. Άλλα ή φωτιά γνωρίζοντας την αγνότητα του Μάρτυρος, δεν τον έκαυσε, αλλά τον έφύλαξε ακέραιο καί ανέπαφο, ενώ αντιθέτως, τους υπηρέτες του Καπιτωλίνου πού έστέκοντο έκεΐ κοντά, τους άρπαξε ή φωτιά καί τους έκαυσε όλους. Βλέποντας ό δοξασμένος από τον Θεό Μάρτυς ότή φωτιά δεν τον ήγγισε, ευχαρίστησε τον Θεό καί στρεφόμενος προς ανατολάς, έκαμε το σημείο του Σταυρού καί υψώνοντας την ματιά του προς τον ουρανό είπε τα έξης: «Κύριε Ίησοϋ Χριστέ, δέξαι την ψυχή μου». Καί λέγοντας αυτή την προσευχή, έκοιμήθη εν ειρήνη.
Η γυναίκα του έπαρχου Καπιτωλίνου, ή οποία ήταν κρυπτοχριστιανή, παρακινούμενη από πολλούς Χριστιανούς συμπολίτες της, έζήτησε το σώμα του Μάρτυρος, το όποιον, όπως είπαμε, δεν εϊχε πειράξει ή φωτιά καθόλου. Το πήραν οί Χριστιανοί καί, άψοϋ το άλειψαν με διάφορα μυρωδικά, το έθαψαν, όπως πρέπει σε αγίους Μάρτυρες με ψαλμούς καί ύμνους σ' ένα τόπο πού λέγεται Γκεντίνα, πού απέχει από το Δορύστολο τρία στάδια.
Ό άγιος Αιμιλιανός μαρτύρησε στίς 18 Ιουλίου του 362, περίπου τρεις ημέρες μετά την σύλληψη του. Αυτή ή χρονολογία πού αναφέρεται σε μερικά κείμενα εκείνου του καιρού, παρέμεινε καί ή εορταστική ήμερα της μνήμης του Μάρτυρος στα συναξάρια της Όρθοδόξου Εκκλησίας μας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς προσφορὰ καὶ ὁλοκάρπωμα θεῖον, διὰ πυρὸς προσενέχθεις τῷ Δεσπότῃ, τοὶς ὄμβροις τῶν χαρίτων σου εὐφραίνεις νῦν ἠμᾶς, πῦρ γὰρ τὸ οὐράνιον, τὴ ψυχὴ περιφερών, ὥσπερ αὔραν ἔφερες, τὴν κατάφλεξιν Μάρτυς. Ἀλλὰ μὴ παύση πάντοτε φρουρείν, τοὺς σὲ τιμώντας, Αἰμιλιανὲ ἔνδοξε.
Αἰμιλιανὸς εἰς πυρὰν βεβλημένος,
Χριστῷ παραστάς, τέρπεται σὺν Ἀγγέλοις.
Ὀγδοάτῃ δεκάτῃ φλογὶ Αἰμιλιανὸς ἐβλήθη.
Aιμιλιανός ανθράκων βληθείς μέσον.
Oν Hσαΐας είδεν άνθρακα βλέπει.
Oγδοάτη δεκάτη καύσαν πυρί Aιμιλιανόν.
Όταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης ανέλαβε την αυτοκρατορική εξουσία (361), περιφρονώντας ό,τι καλό είχε παραλάβει από τον Άγιο Κωνσταντίνο το Μέγα, καθώς και από τη χριστιανική του παιδεία, ανέτρεψε τη δημόσια τάξη με την τυραννία του και καθύβρισε τον Θεό καταγινόμενος με όλα τα μέσα να επαναφέρει τη λατρεία των ειδώλων. Απέστειλε αξιωματούχους πιστούς στην υπόθεσή του σε διάφορες επαρχίες για να εξαναγκάσουν τον λαό να συμμορφωθεί.
Ο Καπιτωλίνος, βικάριος της Θράκης, μετέβη για τον σκοπό αυτό στο Δορόστολο (σημερινή Σιλίστρια της Βουλγαρίας), πρωτεύουσα της Σκυθίας. Μόλις εγκαταστάθηκε στο δικαστήριο απηύθυνε απειλές θανάτωσης όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και σε εκείνους που θα επέφευγαν να τους καταγγείλουν. Οι παρευρισκόμενοι τρομοκρατημένοι φώναξαν ότι δεν υπήρχαν χριστιανοί στην πόλη τους και ότι όλοι οι κάτοικοι θυσίαζαν στους θεούς του αυτοκράτορα. Ικανοποιημένος και περιχαρής ο Καπιτωλίνος πήρε τότε μέρος σε μεγάλο συμπόσιο οργανωμένο προς τιμήν του.
Ενώ όλοι διασκέδαζαν θορυβωδώς, ένας νέος και ευγενής χριστιανός, ο Αιμιλιανός, μη υποφέροντας άλλο την προσβολή απέναντι στον Αληθινό Θεό και ποθώντας να λάβει το τρόπαιο του μαρτυρίου, μπήκε στο ναό εφοδιασμένος με ένα σφυρί. Συνέτριψε όλα τα είδωλα, ανέτρεψε τους λυχνοστάτες και τους βωμούς, πάνω στους οποίους είχαν αποτεθεί οι προσφορές, έχυσε στη γη το κρασί για τις σπονδές και έφυγε απαρατήρητος.
Όταν οι υπηρέτες ειδοποίησαν τον Καπιτωλίνο, αυτός έγινε έξαλλος και διέταξε να γίνουν ανακρίσεις για να βρεθεί πάση θυσία ο ένοχος. Οι στρατιώτες, μη βρίσκοντας κανέναν και φοβούμενοι να παρουσιασθούν στον τύραννο με άδεια χέρια, έπιασαν έναν χωρικό που γύριζε από το χωράφι και τον έσυραν στο πραιτώριο χτυπώντας τον με βέργες. Μπροστά στο θέαμα αυτό και μη υποφέροντας να τιμωρείται στη θέση του ένας αθώος, ο Αιμιλιανός πήγε να παραδοθεί, δηλώνοντας μεγαλοφώνος ότι εκείνος ήταν ο δράστης.
Έκπληκτοι και διστακτικοί στην αρχή, οι στρατιώτες τον οδήγησαν στον Καπιτωλίνο. Με όψη σκυθρωπή και αίμα στα μάτια, ο δικαστής του ζήτησε να πει ποιος είναι και να αποκαλύψει ποιος τον παρακίνησε να προβεί σε τέτοια ενέργεια.
Ο Αιμιλιανός, αφού δήλωσε ότι ήταν ταυτοχρόνως ελεύθερος και δούλος - δούλος του Θεού και ελεύθερος απέναντι στα είδωλα - πρόσθεσε: «Είναι η αγάπη του Θεού και ο ζήλος μου να υποφέρω για τον Χριστό, όπως και η απέχθεια που μου προκαλεί η θέα αυτών των άψυχων ξοάνων που με έπεισαν και μου έδωσαν τη δύναμη να καταστρέψω αυτό που αποτελεί όνειδος για το ανθρώπινο γένος. Γιατί τίποτε δεν υποβιβάζει τόσο πολύ εμάς που έχουμε το δώρο του λογικού, όσο το να λατρεύουμε τα άλογα όντα και να προσκυνούμε τα έργα των χειρών μας, απορρίπτοντας την τιμή που οφείλουμε στον μόνο Θεό και Δημιουργό μας».
«Άσε τις ρητορείες! Εσύ είσαι που διέπραξες αυτή την ιεροσυλία;» ρώτησε ο δικαστής. Ο Αιμιλιανός απάντησε ότι ήταν υπερήφανος για την πράξη αυτή, την οποία θεωρούσε την πλέον ευγενή και ευσεβή της ζωής του. Ο Καπιτωλίνος πρόσταξε να τον γυμνώσουν και να τον μαστιγώσουν άγρια, αφού τον ξάπλωσαν στη γη• και καθώς ο Άγιος συνέχισε να εμπαίζει την ειδωλολατρία, τον γύρισαν από την άλλη και τον χτύπησαν στο στήθος.
Μαθαίνοντας μετά την ανάκριση ότι ο Αιμιλιανός ήταν γιος του έπαρχου της πόλεως Σαββατιανού, ο Καπιτωλίνος δήλωσε ότι η ευγενής καταγωγή του δεν αποτελούσε καμία δικαιολογία και δεν θα τον γλύτωνε από την τιμωρία. Ο Άγιος αρνήθηκε εξάλλου να αθωωθεί ή να χρησιμοποιήσει προς υπεράσπισή του οποιοδήποτε ελαφρυντικό• ζήτησε απεναντίας να τιμωρηθεί όσο το δυνατόν πιο αυστηρά για να μη στερηθεί τον καλλίνικο στέφανο. Ο Καπιτωλίνος εξοργισμένος τον καταδίκασε τότε να θανατωθεί ατην πυρά και επέβαλε στον πατέρα του, λόγω αμέλειας, βαρύ πρόστιμο σε χρυσό.
Οι στρατιώτες πήραν αμέσως τον Άγιο και το οδήγησαν έξω από την πόλη, στις όχθες του Δούναβη, όπου είχε ήδη ετοιμαστεί η πυρά. Όταν τον έριξαν μέσα, οι φλόγες απομακρύνθηκαν από το σώμα του και στράφηκαν κατά των δημίων που απανθρακώθηκαν, ενώ ο Άγιος Αιμιλιανός έψαλλε αίνους στον Θεό, όπως οι Άγιοι Τρεις Παίδες στην κάμινο της Βαβυλώνος. Έκανε το σημείο του Σταυρού και, αφού εναπόθεσε την ψυχή του στον Θεό, εκοιμήθη ειρηνικά για να γίνει δεκτός στην χορεία των ανδρείων αθλητών της ευσεβείας.
Η σύζυγος του Καπιτωλίνου, που ήταν κρυφά χριστιανή, ζήτησε από τον άνδρα της να πάρει το σκήνωμα του Αγίου Μάρτυρος και το παρέδωσε σε ευσεβείς χριστιανούς για να το κηδεύσουν στην Γιζίδινα, τρία στάδια απόσταση από το Δορόστολο.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος ενδέκατος, Ιούλιος, σελίδα 189. Ίνδικτος, Αθήναι 2008.
* * *
Στις 18 Ιουλίου η Εκκλησία του Χριστού εορτάζει την μνήμη του αγίου μάρτυρος Αιμιλιανού που μαρτύρησε στον διωγμό του βασιλέως Ιουλιανού του Παραβάτου (361-363).
Από Μαρτυρολόγια πού διατηρούνται στην Λατινική καί Ελληνική γλώσσα, μαθαίνουμε ότι ήταν στρατιώτης καί ότι προερχόταν από ευσεβή οικογένεια. Ό πατέρας του ώνομαζόταν Σαββατιανός καί έξεπλήρωνε την υπηρεσία του με τέλειο τρόπο.
Εκείνο τον καιρό ήλθε στο Δορύστολο ό έπαρχος Καπιτωλΐνος, «άνθρωπος απατεώνας καί σκοτεινός στον νου, πού ακόμη επιθυμούσε να χύση αίμα με μεγάλο ζήλο για τα είδωλα», για να βλέπη κατά πόσον είναι ζηλωτές ενώπιον των θεών οι κάτοικοι αυτής της πόλεως. Αφού προσέφερε θυσία σ' όλους τούς θεούς καί διεπίστωσε ότι ό λαός του Δορυστόλου προσκυνεί τους θεούς καί τους προσφέρει θυσίες με μεγάλες τιμές, γέμισε από χαρά καί διέταξε να προσκληθούν για συμπόσιο όλοι οι υπάλληλοι του.
Ενώ αυτοί διεσκέδαζαν μαζί με τον Καπιτωλΐνο, ό μακάριος Αιμιλιανός, βλέποντας τον καιρό κατάλληλο για ν' απόκτηση το στεφάνι της άνω ζωής, επειδή πίστευε ότι ό Χριστιανός, όχι μόνο μπροστά στον Θεό καί στους αγγέλους Του, αλλά καί μπροστά στους ανθρώπους πρέπει να δείχνη την ιδιότητα του αυτή, ντύθηκε όπως πάντοτε, ως γενναίος στρατιώτης του Χρίστου με τον θώρακα της πίστεως, τον Τίμιο Σταυρό, καί εισήλθε στον ναό των ειδώλων. Κρατώντας στα χέρια του ένα σκεπάρνι, γκρέμισε όλα τα είδωλα καί τους βωμούς τα όποια εύρίσκοντο έκεΐ. "Εσπασε τα κηροπήγια καί έχυσε τίς σπονδές κάτω στο έδαφος. Κατόπιν άνεχώρησε χωρίς να γίνη αντιληπτός από κανέναν.
Άκούοντας ό Καπιτωλΐνος αυτά, ταράχθηκε πολύ καί ώργισμένος είπε προς αυτούς πού του έφεραν το μήνυμα «Γρήγορα, πηγαίνετε να αναζητήσετε καί να εΰρετε τον ένοχο, τον όποιο να μου φέρετε εδώ για να τον θανατώσω οποιοσδήποτε καί να είναι αυτός».
Εξερχόμενοι οι υπηρέτες του συνήντησαν κάποιο χωρικό, πού ερχόταν από το βουνό. Τον συνέλαβαν, τον έκτύπησαν καί τον ώδήγησαν στο παλάτι του Καπιτωλίνου. Βλέποντας ό μακάριος Αιμιλιανός αυτά, είπε στον εαυτό του: «Εάν θα κρύψω το γεγονός αυτό καί δεν θ' αποκαλυφθώ, ή σωτηρία μου θα χαθή, επειδή μ' έπλησίασε Αυτός πού με κάλεσε δια του θανάτου μου στην αθάνατη Βασιλεία Του καί δεν Τον άκουσα». Καί σκεπτόμενος αυτά μπήκε στο μέσον. Εμποδίζοντας τους υπηρέτες να κτυπούν τον αθώο χωρικό, τους είπε: «Αφήστε τον αυτόν, σας παρακαλώ, αφήστε τον, διότι δεν έσφαλε σε τίποτε, αλλά εγώ θα σας πω τί έκανα»
Άφοϋ συνέλαβαν αυτόν οι στρατιώτες Βαλεριανός καί Μαξέντιος, τον έφεραν με όνειδισμούς στο παλάτι του Καπιτωλίνου. Αυτός στεκόταν τότε στον θρόνο του καί τους ερώτησε: «Για ποιο έργο είναι ένοχος αυτός ό άνθρωπος»;
Αφού του είπαν ότι αυτός είναι πού γκρέμισε τα είδωλα καί βεβήλωσε τίς θυσίες πού είχαν τοποθετηθή επάνω στους βωμούς, ό Καπιτωλΐνος ώργίσθηκε καί ρώτησε τον Μάρτυρα:
- Πώς ονομάζεσαι;
Ό γενναίος αθλητής του Χριστού απήντησε" εάν με ρωτάς για το συνηθισμένο μου όνομα, ονομάζομαι Αιμιλιανός" εάν όμως ζητείς το τέλειο όνομα μου, πίστευσέ με ότι ονομάζομαι Χριστιανός.
Ό Καπιτωλΐνος τον έρωτα καί πάλι. Λέγε μου, δυστυχισμένε άνθρωπε, ποιος σε πλάνησε για να πας με τέτοιο τρόπο καί να όνειδίσης τους αθανάτους θεούς;
- Ό "Αγιος του είπε: Ό Θεός καί ή ψυχή μου με διέταξαν να πατήσω με τα πόδια μου αυτούς τους άψυχους θεούς σας για να φανή σ' όλους ότι είναι πέτρες χωρίς ψυχή, μουγγοί καί κωφοί. Να γνωρίζης λοιπόν, ότι δεν τους έπρόσβαλα ό Θεός δημιούργησε τα πάντα, ενώ οι θεοί σου, πού δεν έχουν κάνει τίποτε, πρέπει να χαθούν.
- Ό Καπιτωλΐνος τον έρωτα; Εσύ είσαι πού γκρέμισες τον βωμό;
Ό Αγιος του άπαντα προσβλητικά με τα λόγια της Γραφής: «"Ομοιοι αύτοίς γένοιντο καί πάντες οί πεποιθότες έπ' αύτοΐς» (Ψαλμ. 113, 16).
Τότε ώργισμένος ό Καπιτωλΐνος διέταξε τους δούλους του τα εξής: «Να τον ξεγυμνώσετε καί να τον ξαπλώσετε στην γη για να μάθη να όμιλή έτσι στον αντιπρόσωπο του βασιλέως».
Άφοϋ τον εξάπλωσαν, ό Καπιτωλΐνος συνεχίζει να τον έρωτα:
Πες μου, λοιπόν, ποιος σε έπλάνησε για να φερθής τόσο παράνομα στους θεούς μας;
-Ό "Αγιος του είπε με πολλή παρρησία.Σου είπα καί πάλι τώρα σου λέγω ότι ό Θεός καί ή ψυχή μου με προέτρεψαν να εξαφανίσω τίς ακάθαρτες θυσίες σου.
-Τότε ό Καπιτωλΐνος διέταξε τους υπηρέτες του: «Συλλάβετέ τον καί κτυπήστε τον δυνατά, για να μάθη ότι ή άνομη πίστις του δεν μπορεί να τον βοηθήση καί ελευθέρωση από τα χέρια μου». "Οταν τον κτυπούσαν άγρια, ό έπαρχος επανέλαβε. «Λέγε, δυστυχισμένε, ποιος σε έπλάνησε να τα κάνης αυτά;» Ό ατρόμητος Αιμιλιανός ώμολόγησε για άλλη μία φορά: «Σού είπα ότι κανείς άλλος εκτός μόνο ό Θεός καί ή ψυχή μου με προέτρεψαν να κατακερματίσω τους ακάθαρτους θεούς σου καί να ρίξω στην γη τίς μυσαρές θυσίες σας».
Ό Καπιτωλΐνος τότε απεφάσισε τα εξής πεισματικά" «Βλέπετε με πόση υπερηφάνεια μας ομιλεί! Τώρα γυρίστε τον από την άλλη πλευρά καί κτυπήστε τον στο στήθος, για να μάθουν όλοι αυτοί πού δεν υποτάσσονται στους νόμους του βασιλέως, ότι θα παιδεύωνται παρόμοια».
Λοιπόν, αφού τον κτύπησαν αρκετή ώρα με βούνευρα καί με μεγάλη σκληρότητα, ό έπαρχος τους είπε: «Αφήστε τον τώρα». Εκείνοι έπαυσαν να τον κτυπούν. Απευθύνεται ξανά στον Μάρτυρα καί τον έρωτα: «Δούλος είσαι ή ελεύθερος;» Ό "Αγιος του απήντησε: «Είμαι δοϋλος του Ίησοΰ Χρίστου καί γυιός του Σαββατιανού, νομάρχου αυτής της πόλεως».
Τότε ό Καπιτωλΐνος έδειξε πραότητα, αλλά με δολιότητα του είπε: «Ώ Αιμιλιανέ, τίποτε δεν υπάρχει άπ' αυτά πού πιστεύεις ότι θα κληρονομήσης. Δεν υπάρχει εδώ Εκείνος στον Όποιον πιστεύει ότι είναι ή σωτηρία των ανθρώπων καί, σύμφωνα με τους νόμους μας, είσαι ένοχος διότι καθύβρισες καί κατέστρεψες τους μεγάλους θεούς. Σέ τί θα σε ώφελήση το μεγάλο ανάστημα του σώματος σου; Βέβαια, κατεφρόνησες τα βάσανα για να φανής σ' όλους άξιώτερος, αλλά, για να μη σκεφθούν καί άλλοι τα ίδια πράγματα καί πλανηθούν, έχοντας εσένα ως παράδειγμα, τώρα μόνος εσύ θα ριφθής μέσα στίς φλόγες ενός φούρνου. Ενώ ό πατέρας σου θα πλήρωση στην εξουσία μία ποσότητα χρυσού, διότι δεν ενδιαφέρθηκε να σε σώση».
Οι υπηρέτες έπιασαν τότε τον μακάριο αθλητή του Χρίστου καί τον ώδήγησαν έξω από την πόλι, κοντά στίς όχθες του ποταμού Δούναβη. Έκεΐ είχε έτοιμασθή φωτιά, οπού καί θα έπαιρνε το στεφάνι της δόξης για την γενναιότητα του. Ό θαρραλέος Μάρτυς είπε στους υπηρέτες, όταν έφθασαν: «Αφήστε με λίγο να προσευχηθώ στον Θεό μου».
Άφοϋ προσευχήθηκε, αυτοί τον έριξαν στην φωτιά νομίζοντας ότι θα γίνη αμέσως στάχτη. Άλλα ή φωτιά γνωρίζοντας την αγνότητα του Μάρτυρος, δεν τον έκαυσε, αλλά τον έφύλαξε ακέραιο καί ανέπαφο, ενώ αντιθέτως, τους υπηρέτες του Καπιτωλίνου πού έστέκοντο έκεΐ κοντά, τους άρπαξε ή φωτιά καί τους έκαυσε όλους. Βλέποντας ό δοξασμένος από τον Θεό Μάρτυς ότή φωτιά δεν τον ήγγισε, ευχαρίστησε τον Θεό καί στρεφόμενος προς ανατολάς, έκαμε το σημείο του Σταυρού καί υψώνοντας την ματιά του προς τον ουρανό είπε τα έξης: «Κύριε Ίησοϋ Χριστέ, δέξαι την ψυχή μου». Καί λέγοντας αυτή την προσευχή, έκοιμήθη εν ειρήνη.
Η γυναίκα του έπαρχου Καπιτωλίνου, ή οποία ήταν κρυπτοχριστιανή, παρακινούμενη από πολλούς Χριστιανούς συμπολίτες της, έζήτησε το σώμα του Μάρτυρος, το όποιον, όπως είπαμε, δεν εϊχε πειράξει ή φωτιά καθόλου. Το πήραν οί Χριστιανοί καί, άψοϋ το άλειψαν με διάφορα μυρωδικά, το έθαψαν, όπως πρέπει σε αγίους Μάρτυρες με ψαλμούς καί ύμνους σ' ένα τόπο πού λέγεται Γκεντίνα, πού απέχει από το Δορύστολο τρία στάδια.
Ό άγιος Αιμιλιανός μαρτύρησε στίς 18 Ιουλίου του 362, περίπου τρεις ημέρες μετά την σύλληψη του. Αυτή ή χρονολογία πού αναφέρεται σε μερικά κείμενα εκείνου του καιρού, παρέμεινε καί ή εορταστική ήμερα της μνήμης του Μάρτυρος στα συναξάρια της Όρθοδόξου Εκκλησίας μας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς προσφορὰ καὶ ὁλοκάρπωμα θεῖον, διὰ πυρὸς προσενέχθεις τῷ Δεσπότῃ, τοὶς ὄμβροις τῶν χαρίτων σου εὐφραίνεις νῦν ἠμᾶς, πῦρ γὰρ τὸ οὐράνιον, τὴ ψυχὴ περιφερών, ὥσπερ αὔραν ἔφερες, τὴν κατάφλεξιν Μάρτυς. Ἀλλὰ μὴ παύση πάντοτε φρουρείν, τοὺς σὲ τιμώντας, Αἰμιλιανὲ ἔνδοξε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου