῞Αγιοι Μάρτυρες Περπέτουα, Σάτυρος, Σατορνῖλος, Ρεουκᾶτος, Σεκοῦνδος καὶ Φηλικιτάτη τῆς θεραπαινίδας. Ήμέρα Μνήμης: 1η Φεβρουαρίου.
Στα χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Οὐαλεριανοῦ καὶ τοῦ Γαλιηνοῦ ἔγινε διωγμός, κατὰ τὸν ὁποῖο μαρτύρησαν οἱ ἅγιοι Σάτυρος, Σατορνῖλος, Ρεουκάτος, Σεκοῦνδος Περπετούα, Φηλικιτάτη.
I. Στὴν πόλη τῶν Θουρβιτανῶν τὴ μικρότερη συνελήφθησαν κάποιοι νεαροὶ ποὺ κατηχοῦνταν· ὁ Ρεουκάτος καὶ ἡ Φηλικιτάτη, ποὺ ἦταν δοῦλοι στὸ ἴδιο σπίτι, καὶ ὁ Σατορνῖλος καὶ ὁ Σεκοῦνδος· ἀνάμεσά τους ἦταν καὶ ἡ Οὐιβία (Βιβία) Περπετούα, ἡ ὁποία εἶχε γεννηθεῖ ἀπὸ οἰκογένεια εὐγενῶν, εἶχε ἀνατραφεῖ μὲ πολυτέλεια καὶ εἶχε τελέσει ἕναν ἐξαιρετικὸ γάμο. Αὐτὴ εἶχε πατέρα καὶ μητέρα καὶ δύο ἀδελφούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας ἦταν ἐπίσης κατηχούμενος· εἶχε κι ἕνα παιδί, ποὺ θήλαζε ἀκόμα ἀπὸ τὸ στῆθος της. ῾Η Οὐιβία Περπετούα ἦταν εἴκοσι δύο χρονῶν. Αὐτὴ διηγήθηκε ἐδῶ ὅλη τὴν πορεία τοῦ μαρτυρίου της, ὅπως μᾶς τὰ παρέδωσε καὶ ἀπὸ τὸ νοῦ της καὶ μὲ τὸ χέρι της γράφοντάς τα, μιλώντας ὡς ἑξῆς:
II. «῞Οταν ἀκόμη, εἶπε, βρισκόμασταν προφυλακισμένοι, ὁ πατέρας μου προσπαθοῦσε μὲ λόγια, ὅπως τοῦ ὑπαγόρευε ἡ εὐσπλαχνία του, νὰ μὲ πείσει νὰ ἀποφύγω τὴν ὁμολογία ποὺ βρισκόταν μπροστά μου. Κι ἐγὼ εἶπα πρὸς αὐτόν: "Πατέρα, βλέπεις ἐδῶ πέρα κάποιο σκεῦος ἢ κάτι ἄλλο τέτοιο;". ᾿Εκεῖνος ἀπάντησε: "Βλέπω". Τότε ἐγὼ εἶπα: "Μήπως εἶναι σωστὸ νὰ τὸ ὀνομάζουμε κάπως ἀλλιῶς ἀπὸ ὅ,τι εἶναι; Οὔτε κι ἐγὼ μπορῶ νὰ ὀνομαστῶ κάτι ἄλλο παρὰ αὐτὸ ποὺ εἶμαι, δηλαδὴ χριστιανή". Τότε ὁ πατέρας μου ταραγμένος ἀπὸ αὐτὸ τὸ λόγο ἔπεσε πάνω μου καὶ θέλησε νὰ μοῦ βγάλει τὰ μάτια. ῎Επειτα μόνο βγάζοντας κραυγὴ βγῆκε ἔξω νικημένος μαζὶ μὲ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου. Τότε γιὰ λίγες μέρες αὐτὸς ἔφυγε καὶ εὐχαρίστησα τὸν Κύριο, καθὼς ἔνιωσα τὴν ἀπουσία του. Αὐτὲς τὶς ἡμέρες βαφτιστήκαμε. Καὶ μένα τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιο μοῦ ὑπαγόρευσε νὰ μὴ ζητήσω τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ βαπτίσματος παρὰ νὰ μοῦ δοθεῖ ὑπομονὴ στὸ σῶμα. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες μᾶς ἔβαλαν στὴ φυλακὴ καὶ παραξενεύτηκα, γιατὶ ποτὲ μέχρι τότε δὲν εἶχα δεῖ τέτοιο σκοτάδι. ῎Αχ, φοβερὴ μέρα καὶ ὑπερβολικὴ ζέστη. ᾿Εκεῖ ὑπῆρχε πλῆθος ἀνθρώπων καὶ φυσικὰ πάμπολλες ψευδεῖς κατηγορίες ἀπὸ στρατιῶτες. Καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ εἶχα καὶ τὴν ταλαιπωρία τοῦ μωροῦ. Τότε ὁ Τέρτιος καὶ ὁ Πομπόνιος, εὐλογημένοι διάκονοι ποὺ μᾶς διακονοῦσαν, πληρώνοντας κατάφεραν ὥστε νὰ μεταφερθοῦμε σὲ ἕνα πιὸ ἢσυχο μέρος τῆς φυλακῆς. ᾿Εκεῖ πήραμε μιὰ ἀνάσα καὶ ὁ καθένας ποὺ ἐρχόταν κοιτοῦσε λίγο τὸν ἑαυτό του ἀναπαυόμενος· καὶ μοῦ ἔφερναν τὸ μωρὸ καὶ τοῦ ἔδινα γάλα, γιατὶ εἶχε ἤδη μαραζώσει ἀπὸ τὸν καύσωνα. Μιλοῦσα πρὸς τὴ μητέρα, ἐνθάρρυνα τὸν ἀδελφό μου, κρατοῦσα τὸ μωρό· καὶ ἔλιωνα νὰ τοὺς βλέπω νὰ λυποῦνται γιὰ μένα. ῎Ετσι περίλυπη ἔμεινα γιὰ πάρα πολλὲς μέρες, ὥσπου ζήτησα νὰ μείνει καὶ τὸ μωρὸ μαζί μου στὴ φυλακή· κι ἐκεῖνο πῆρε τ᾿ ἀπάνω του καὶ ἐγὼ ἀνακουφίσθηκα ἀπὸ τὴ στενοχώρια καὶ τὸν πόνο καὶ νὰ ποὺ ἡ φυλακὴ ἔγινε γιὰ
μένα ἀνάκτορο, ὥστε νὰ θέλω νὰ εἶμαι ἐκεῖ περισσότερο ἀπὸ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ.
III. Τότε μοῦ εἶπε ὁ ἀδελφός μου: "Κυρία ἀδελφή, ἤδη ἀξιώθηκες πολλὰ καὶ ἔχεις φτάσει σὲ τέτοια μέτρα ὥστε ἂν ἴσως ζητοῦσες ὀπτασία, θὰ τὴ λάμβανες, γιὰ νὰ σοῦ δειχθεῖ ἂν θὰ πάρεις ἀναβολὴ ἢ πρόκειται νὰ πάθεις". Κι ἐγὼ ποὺ γνώριζα νὰ συνομιλῶ μὲ τὸν Θεό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχα βέβαια τόσες εὐεργεσίες, γεμάτη πίστη τοῦ τὸ ὑποσχέθηκα λέγοντας "θὰ σοῦ πῶ αὔριο". Ζήτησα λοιπὸν καὶ μοῦ δείχθηκε αὐτό: εἶδα χάλκινη σκάλα μεγάλου μήκους, ποὺ ἔφτανε ὡς τὸν οὐρανό. ῏Ηταν τόσο στενὴ ὥστε κανεὶς νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὴν ἀνεβεῖ παρὰ ἕνας μόνος. ᾿Απὸ τὰ δύο μέρη τῆς σκάλας ἦταν μπηγμένα κάθε εἶδους ξίφη, δόρατα, ἄγκιστρα, μαχαίρια, σοῦβλες, γιὰ νὰ πετσοκόβεται ἀπὸ τὰ ἀκόντια καθένας ποὺ
ἀνέβαινε ἀπρόσεχτα καὶ δὲν κοίταζε ψηλά. Κάτω ἀπὸ αὐτὴ τὴ σκάλα ὑπῆρχε ἕνα τεράστιο φίδι, ποὺ ἔστηνε ἐνέδρα σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀνέβαιναν τρομάζοντάς τους, γιὰ νὰ μὴν τολμοῦν νὰ ἀνεβαίνουν. ᾿Ανέβηκε ὁ Σάτυρος, ποὺ παρέδωσε ἀργότερα ἑκούσια τὸν ἑαυτό του γιὰ χάρη μας (ἄλλωστε ἤμασταν δικό του οἰκοδόμημα), ἀλλὰ ὅταν μᾶς συνέλαβαν ἀπουσίαζε. Καθὼς λοιπὸν πλησίαζε πρὸς τὴν κορυφὴ τῆς σκάλας, γύρισε καὶ εἶπε: "Περπετούα, σὲ περιμένω· ἀλλὰ πρόσεχε μὴ σὲ δαγκώσει τὸ φίδι". Καὶ εἶπα: "Δὲ θὰ μὲ πειράξει, χάρη στὸ ὄνομα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ". Καὶ κάτω ἀπ᾿ τὴν σκάλα, σὰν νὰ μὲ φοβόταν, ἔβγαλε λίγο τὸ κεφάλι (τὸ φίδι). Καὶ ὅταν ἀνέβηκα στὸ πρῶτο σκαλοπάτι, τοῦ πάτησα τὸ κεφάλι. Καὶ εἶδα ἐκεῖ ἕναν πολὺ μεγάλο κῆπο καὶ στὴ μέση τοῦ κήπου νὰ κάθεται ἕνας σεβάσμιος γέροντας τεράστιος, ποὺ ἄρμεγε τὰ πρόβατα κι ἔμοιαζε μὲ βοσκό. Γύρω ἀπὸ αὐτὸν ἔστεκαν πολλὲς χιλιάδες ἀνθρώπων μὲ λευκὰ ἐνδύματα. Σήκωσε τὸ κεφάλι του, μὲ εἶδε καὶ εἶπε: "Καλωσῆρθες, παιδί μου". Καὶ μὲ κάλεσε κοντὰ καὶ μοῦ ἔδωσε προσφάγι· τὸ πῆρα ἑνώνοντας τὰ χέρια μου καὶ ἔφαγα καὶ ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι εἶπαν: "Αμήν". Καὶ ἀπὸ τὸν ἦχο αὐτῆς τῆς φωνῆς ξύπνησα κι ἔνιωθα ἀκόμα σὰν νὰ εἶχα μασήσει κάτι γλυκό. ᾿Αμέσως τὸ διηγήθηκα στὸν ἀδελφό· καταλάβαμε ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ μαρτυρήσω. Καὶ ἀπὸ τότε ἄρχισα νὰ μὴν ἔχω καμιὰ προσδοκία σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.
IV. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες μάθαμε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ περάσουμε ἀπὸ ἀκρόαση. ῎Εφτασε καὶ ὁ πατέρας μου ἀπὸ τὴν πόλη, μαραμένος ἀπ᾿ τὴν ἀδημονία καὶ ἀνέβηκε πρὸς ἐμένα προσπαθώντας νὰ μὲ καταβάλει λέγοντας: "Κόρη μου, λυπήσου τὰ ἄσπρα μου μαλλιά· λυπήσου τὸν πατέρα σου, ἂν εἶμαι ἄξιος νὰ ὀνομαστῶ πατέρας σου· θυμήσου ὅτι μὲ αὐτὰ τὰ χέρια σὲ σήκωνα ψηλὰ στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας σου καὶ σοῦ εἶχα ἀδυναμία περισσότερη ἀπ᾿ ὅ,τι στοὺς ἀδελφούς σου· κοίτα τὴ μητέρα σου καὶ τὴ θεία σου, δὲς τὸ γιό σου ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ζεῖ μαζί σου. ῎Ασε τὰ πείσματα καὶ μὴ μᾶς καταστρέψεις ὅλους· γιατὶ κανεὶς ἀπὸ μᾶς δὲ θὰ μιλήσει μὲ παρρησία, ἂν σοῦ συμβεῖ κάτι". Αὐτὰ ἔλεγε σὰν πατέρας κατὰ τὴ συμπάθεια ποὺ δείχνουν οἱ γονεῖς καὶ καταφιλοῦσε τὰ χέρια μου καὶ ἔπεφτε μπροστὰ στὰ πόδια μου καὶ δακρύζοντας δὲ μὲ ἀποκαλοῦσε πιὰ θυγατέρα μὰ κυρία. ᾿Εγὼ πάλι πονοῦσα γιὰ τὴ στάση τοῦ πατέρα μου, γιατὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς συγγενεῖς μου μόνο αὐτὸς δὲ χαιρόταν γιὰ τὸ μαρτύριό μου. Τὸν παρηγόρησα λοιπὸν λέγοντας: "Στὸ βῆμα ἐκεῖνο θὰ γίνει αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ Κύριος· νὰ ξέρεις ὅτι δὲ θὰ βρισκόμαστε στὴ δική μας ἐξουσία ἀλλὰ στὴν ἐξουσία τοῦ Θεοῦ". Καὶ ἀποχωρίστηκε ἀπὸ μένα ἀγωνιώντας.
V. Τὴν ἡμέρα ποὺ ὁρίστηκε μᾶς ἅρπαξαν γιὰ νὰ μᾶς ἐξετάσουν. ῞Οταν φτάσαμε στὴν ἀγορά, κυκλοφόρησε ἀμέσως ἡ φήμη στὰ
γύρω μέρη καὶ ἔτρεξε πάρα πολὺς ὄχλος. ῞Οταν ἀνεβήκαμε λοιπὸν στὸ βῆμα, οἱ ὑπόλοιποι κατὰ τὴν ἐξέταση ὁμολόγησαν. Στὴ συνέχεια θὰ ἐξεταζόμουν ἐγώ. Παρουσιάστηκε τότε ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὸ παιδί μου ὁ πατέρας μου καὶ τραβώντας με πρὸς αὐτὸν εἶπε: "Λυπήσου τὸ μωρὸ καὶ κάνε θυσία στοὺς θεούς". Καὶ κάποιος ῾Ιλαριανὸς ἐπίτροπος, ποὺ εἶχε λάβει τότε τὴν ἐξουσία νὰ θανατώνει, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἀνθύπατου Μινούκιου ᾿Οππιανοῦ, μοῦ λέει: "Λυπήσου τὰ ἄσπρα μαλλιὰ τοῦ πατέρα σου, λυπήσου τὴ νηπιακὴ ἡλικία τοῦ παιδιοῦ· κάνε θυσία γιὰ τὴ σωτηρία τῶν αὐτοκρατόρων". Μὰ ἐγὼ ἀποκρίθηκα: "Δὲ θυσιάζω". Καὶ εἶπε ὁ ῾Ιλαριανός: "Εἶσαι χριστιανή;". Καὶ εἶπα: "Εἶμαι χριστιανή". Καὶ καθὼς προσπαθοῦσε ὁ πατέρας μου νὰ μὲ ρίξει ἀπὸ τὴν ὁμολογία, μὲ διαταγὴ τοῦ ῾Ιλαριανοῦ πετάχτηκε ἔξω· ἐπιπλέον κάποιος ἀπὸ τοὺς φρουροὺς τὸν χτύπησε μὲ τὸ ραβδί. Πόνεσα πάρα πολὺ καὶ λυπήθηκα τὰ γηρατειά του. Τότε μᾶς καταδικάζει ὅλους στὰ θηρία καὶ κατεβήκαμε μὲ χαρὰ στὴ φυλακή. ᾿Επειδὴ ὅμως θήλαζα τὸ παιδὶ καὶ εἶχε συνηθίσει νὰ μένει μαζί μου στὴ φυλακή, στέλνω στὸν πατέρα μου τὸν διάκονο Πομπόνιο ζητώντας τὸ μωρό. ᾿Αλλὰ ὁ πατέρας δὲν τὸ ἔδωσε. ᾿Αλλ᾿ ὅμως, ὅπως ὁ Θεὸς οἰκονόμησε, οὔτε τὸ παιδὶ ἐπιθύμησε ἀπὸ τότε μαστούς, οὔτε καὶ σὲ μένα παρουσιάστηκε κάποια φλεγμονή· ἴσως γιὰ νὰ μὴν καταπονηθῶ ἀπὸ τὴ φροντίδα τοῦ παιδιοῦ ἢ ἀπὸ τὸν πόνο τῶν μαστῶν.
VI. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες, ἐνῶ ὅλοι προσευχόμασταν, ξαφνικὰ στὰ μισὰ τῆς προσευχῆς ἔβγαλα φωνὴ καὶ εἶπα τὸ ὄνομα τοῦ Δεινοκράτη. Καὶ ἔμεινα κατάπληκτη, γιατὶ δὲν τὸν εἶχα θυμηθεῖ ποτὲ παρὰ μόνο τότε· πόνεσα καθὼς θυμήθηκα τὸ θάνατό του. ῞Ομως ἀμέσως ἔνιωσα ὅτι ἀξιώθηκα νὰ κάνω δέηση γι᾿ αὐτὸν καὶ ἄρχισα νὰ προσεύχομαι πρὸς τὸν Κύριο πάρα πολὺ μὲ στεναγμούς. Αὐτόματα ἐκείνη τὴ νύχτα μοῦ φανερώθηκε τὸ ἑξῆς: Βλέπω τὸ Δεινοκράτη νὰ βγαίνει ἀπὸ τόπο σκοτεινό, ὅπου βρίσκονταν κι ἄλλοι πολλοὶ ποὺ ἔσκαγαν ἀπὸ ζέστη καὶ διψοῦσαν, νὰ ἔχει βρώμικο ροῦχο καὶ νὰ εἶναι χλωμός· καὶ τὸ τραῦμα ἦταν στὸ πρόσωπό του, ποὺ εἶχε ἀκόμα ὅταν πέθανε. Αὐτός, λοιπόν, ὁ Δεινοκράτης, ποὺ ἦταν καὶ ἀδελφός μου κατὰ σάρκα, εἶχε πεθάνει ἑφτὰ χρονῶν ἔχοντας ἀρρωστήσει καὶ ἔχοντας σαπίσει τὸ πρόσωπό του ἀπὸ διαβρωτικὸ ἀπόστημα, ἔτσι ποὺ ὁ θάνατός του ἦταν ἀπεχθὴς σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. ῎Εβλεπα, λοιπόν, μεγάλη ἀπόσταση ἀνάμεσα σὲ αὐτὸν καὶ σὲ μένα, ὥστε δὲν μπορούσαμε νὰ προσεγγίσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Στὸν τόπο ἐκεῖνο ποὺ ἦταν ὁ ἀδελφός μου ὑπῆρχε μία κολυμβήθρα γεμάτη νερό, ἀλλὰ ἡ κρηπίδα της ἦταν πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ παιδιοῦ. ῾Ο Δεινοκράτης τεντωνόταν πρὸς αὐτὴ ἐπιθυμώντας νὰ πιεῖ. Κι ἐγὼ πονοῦσα, γιατὶ ἐνῶ ἡ κολυμβήθρα ἦταν γεμάτη νερό, τὸ παιδὶ δὲν μποροῦσε νὰ πιεῖ ἐξαιτίας τοῦ ὕψους της. Τότε ξύπνησα· κατάλαβα ὅτι ὁ ἀδελφός μου ὑπέφερε. Εἶχα ὡστόσο τὴν πεποίθηση ὅτι μποροῦσα νὰ τὸν βοηθήσω κατὰ τὶς ἐνδιάμεσες ἡμέρες ποὺ μᾶς ὁδήγησαν κάτω στὴν ἄλλη φυλακή, αὐτὴ τοῦ χιλίαρχου, γιατὶ ἐκεῖ κοντὰ βρισκόταν ἡ παλαίστρα, ὅπου θὰ θηριομαχούσαμε. Θὰ γινόταν μάλιστα γιορτὴ γιὰ τὰ γενέθλια τοῦ Καίσαρα. Τελικὰ προσευχήθηκα μέρα καὶ νύχτα ἔντονα καὶ μὲ στεναγμοὺς καὶ ἀξίωσα νὰ μοῦ χαρισθεῖ αὐτός.
VII. Καὶ ἀμέσως τὸ βράδυ ποὺ μείναμε ἁλυσοδεμένοι μοῦ φανερώθηκε τὸ ἑξῆς: Βλέπω στὸν τόπο ποὺ εἶχα δεῖ τὸ Δεινοκράτη νὰ εἶναι καθαρὸς στὸ σῶμα καὶ καλοντυμένος καὶ νὰ δροσίζεται· καὶ ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὸ τραῦμα βλέπω οὐλή· καὶ ἡ κρηπίδα τῆς κολυμβήθρας εἶχε κατεβεῖ ὡς τὸν ἀφαλό του. ᾿Απὸ αὐτὴ ἔρρεε ἀσταμάτητα νερό. ᾿Επάνω ἀπὸ τὴν κρηπίδα ὑπῆρχε γεμάτο ἕνα χρυσὸ ἀγγεῖο. ῾Ο Δεινοκράτης πλησίασε καὶ ἄρχισε νὰ πίνει ἀπὸ αὐτὸ καὶ τὸ ἀγγεῖο δὲν ἄδειαζε. ῞Οταν χόρτασε, ἄρχισε νὰ παίζει καὶ χαιρόταν ὅπως τὰ νήπια. Τότε ξύπνησα καὶ κατάλαβα ὅτι μετατέθηκε ἀπὸ
τὶς τιμωρίες.
VIII. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες κάποιος στρατιώτης μὲ τὸ ὄνομα Πούδης, ὁ προϊστάμενος τῆς φυλακῆς, ἄρχισε μὲ πολὺ ζῆλο νὰ μᾶς ἀποδίδει τιμὲς καὶ νὰ δοξάζει τὸ Θεὸ κατανοώντας ὅτι γύρω ἀπὸ μᾶς ὑπῆρχε μεγάλη δύναμη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἐμπόδιζε πολλοὺς νὰ ἔρθουν πρὸς ἐμᾶς γιὰ νὰ ἀλληλοπαρηγορηθοῦμε. ῎Εφτασε, λοιπόν,
ἡ μέρα τῶν ἐπιδείξεων καὶ ἔρχεται πρὸς ἐμένα ὁ πατέρας μου μαραμένος ἀπὸ τὴν ἀκηδία καὶ ἄρχισε νὰ μαδάει τὸ πηγοῦνι του καὶ νὰ πέφτει κάτω καὶ μπρούμυτα πεσμένος νὰ κακολογεῖ καὶ νὰ καταριέται τὰ χρόνια του καὶ νὰ λέει τέτοια λόγια ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ταρακουνήσουν ὅλη τὴ γῆ. Κι ἐγὼ πενθοῦσα γιὰ τὰ ταλαίπωρα γηρατειά του.
IX. Μιὰ μέρα πρὶν ἀπὸ τὴ θηριομαχία βλέπω ἕνα τέτοιο ὅραμα: ῾Ο Πομπόνιος ὁ διάκονος ἦρθε, λέει, κοντὰ στὴν πόρτα τῆς φυλακῆς καὶ χτύπησε δυνατά. Βγῆκα ἔξω καὶ τοῦ ἄνοιξα· ἦταν ντυμένος μὲ ἕνα λαμπρὸ ἔνδυμα καὶ φοροῦσε ζώνη καὶ εἶχε καὶ χρωματιστὰ παπούτσια. Μοῦ λέει: "Σὲ περιμένω, ἔλα". Καὶ κράτησε τὰ χέρια μου καὶ πορευτήκαμε μέσα ἀπὸ δύσκολους καὶ ἀνάποδους τόπους. Μόλις φτάσαμε στὸ ἀμφιθέατρο, μὲ ἔβαλε μὲς στὴ μέση καὶ μοῦ λέει: "Μὴ φοβηθεῖς, εἶμαι ἐδῶ μαζὶ σου κακοπαθώντας μὲ σένα". Καὶ ἔφυγε. Καὶ νά, βλέπω πάρα πολὺ κόσμο νὰ παρακολουθεῖ τὸ θέαμα προσηλωμένος. Κι ἐγὼ ποὺ γνώριζα ὅτι εἶχα καταδικαστεῖ στὰ θηρία, ἀποροῦσα ποὺ δὲ μοῦ ἔκαναν ἐπίθεση. ᾿Εναντίον μου ἦρθε ἕνας ἄσχημος Αἰγύπτιος μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες του, γιὰ νὰ πολεμήσει μαζί μου. Κοντά μου ἔρχεται ἕνας πανέμορφος νέος, ποὺ ἄστραφτε ἀπὸ ὀμορφιὰ καὶ ἄλλοι μαζί του ὡραῖοι νέοι, γιὰ νὰ μὲ ὑπηρετοῦν καὶ νὰ μὲ φροντίζουν. Καὶ ξεντύθηκα, καὶ ἔγινα ἄντρας. Καὶ ἄρχισαν αὐτοὶ ποὺ μὲ πρόσεχαν νὰ μὲ ἀλείφουν μὲ λάδι, ὅπως συνηθίζεται στοὺς ἀγῶνες· ἀπέναντι βλέπω ἐκεῖνον τὸν Αἰγύπτιο νὰ κυλιέται μὲς στὴ σκόνη. Βγῆκε τότε ἕνας ἄντρας τεράστιου μεγέθους, ποὺ ξεπερνοῦσε τὴν κορυφὴ τοῦ ἀμφιθεάτρου, φοροῦσε ροῦχο μὲ πορφύρα ποὺ κρεμόταν ἀπὸ τοὺς ὤμους ἀλλὰ καὶ μπροστὰ στὸ στῆθος· εἶχε καὶ παπούτσια στολισμένα ἀπὸ χρυσὸ καὶ ἀσῆμι καὶ κρατοῦσε ραβδὶ σὰν κάποιος ποὺ δίνει τὰ βραβεῖα ἢ προστατεύει τοὺς μονομάχους. Κρατοῦσε ἐπίσης χλωρὰ κλαδιὰ μὲ χρυσὰ μῆλα. Ζήτησε νὰ γίνει ἡσυχία καὶ εἶπε: "Αὐτὸς ὁ Αἰγύπτιος, ἂν τὴ νικήσει, θὰ τὴ σκοτώσει μὲ μαχαῖρι· αὐτὴ ὅμως, ἂν τὸν νικήσει, θὰ πάρει αὐτὸ τὸ κλαδί ". Καὶ ἀπομακρύνθηκε. ᾿Εκεῖνος ἤθελε νὰ κρατήσει τὰ πόδια μου κι ἐγὼ χτυποῦσα μὲ κλωτσιὲς τὸ πρόσωπό του. Ξαφνικὰ σηκώθηκα στὸν ἀέρα καὶ ἄρχισα νὰ τὸν χτυπάω σὰν νὰ μὴν πατοῦσα στὴ γῆ. Βλέποντας ὅμως ὅτι ἀκόμα δὲν τὸν κέρδιζα, σταύρωσα τὰ χέρια μου πλέκοντας τὰ δάχτυλα, τὸν ἔπιασα ἀπὸ τὸ κεφάλι, τὸν ἔριξα μπρούμητα καὶ τοῦ πάτησα τὸ κεφάλι. ῞Ολος ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ κραυγάζει καὶ οἱ φροντιστές μου καμάρωναν. Πλησίασα τὸ βραβευτὴ καὶ πῆρα τὸ κλαδί. Μὲ ἀγκάλιασε φιλώντας με καὶ εἶπε: "Εἰρήνη σὲ σένα, κόρη μου". Καὶ ἀμέσως ἄρχισα νὰ βαδίζω μὲ δόξα πρὸς μία πύλη ποὺ ὀνομαζόταν Ζωτική. Καὶ ξύπνησα. Τότε συνειδητοποίησα ὅτι ἡ μάχη ποὺ μὲ περίμενε δὲ θὰ ἦταν πρὸς θηρία ἀλλὰ πρὸς τὸ διάβολο καὶ κατάλαβα ὅτι θὰ τὸν νικήσω. Αὐτὰ ἔγραψα μέχρι μιὰ μέρα πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόδοση τῶν τιμῶν. ῞Οσα θὰ γίνουν στὸ ἀμφιθέατρο, ἂς τὰ συγγράψει ὅποιος θέλει».
X. ᾿Αλλὰ καὶ ὁ μακαριστὸς Σάτυρος συγγράφοντας ἀπὸ μόνος του καὶ ὁ ἴδιος τὴ δική του ὀπτασία φανέρωσε τέτοια πράγματα λέγοντας: «῎Ημασταν ἤδη, λέει, σὰν νὰ εἶχαμε μαρτυρήσει καὶ σὰν νὰ εἴχαμε βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, μᾶς βάσταζαν τέσσερις ἄγγελοι πηγαίνοντάς μας πρὸς τὴν ἀνατολὴ καὶ τὰ χέρια μας πιὰ δὲν ἄγγιζαν. Προχωρούσαμε, λοιπόν, πρὸς τὰ ψηλότερα, ὅμως ὄχι ἀνάσκελα παρὰ σὰν νὰ περπατούσαμε κανονικὰ μᾶς πήγαιναν. Καὶ μάλιστα, ὅταν βγήκαμε ἀπὸ τὸν πρῶτο κόσμο εἴδαμε λαμπρότατο φῶς. Εἶπα στὴν Περπετούα (ἦταν δίπλα μου): "Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ἀκριβῶς ποὺ μᾶς ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος· ἐκπληρώθηκε σὲ μᾶς ἡ ὑπόσχεση". ᾿Ενῶ αἰωρούμασταν πιασμένοι ἀπὸ τοὺς τέσσερις ἀγγέλους, ἐμφανίστηκε ἕνα μεγάλο στάδιο, ποὺ ἦταν ἀκριβῶς σὰν κῆπος καὶ εἶχε τριανταφυλλιὲς καὶ κάθε εἶδος λουλουδιῶν. Τὸ ὕψος τῶν δέντρων ἔφτανε τὸ ὕψος κυπαρισσιῶν καὶ τὰ φύλλα τους ἔπεφταν ἀκατάπαυστα. Οἱ τέσσερις ἄγγελοι ἦταν μαζί μας σὲ αὐτὸν τὸν κῆπο, ὁ ἕνας πιὸ ἔνδοξος ἀπὸ τὸν ἄλλο, ἐμεῖς καὶ αὐτοὶ ποὺ μᾶς μετέφεραν. ᾿Επειδὴ ἐμεῖς φοβηθήκαμε καὶ ἀπορήσαμε, μᾶς ἄφησαν κάτω καὶ σηκώθηκαν. Παίρνοντας τὸ δρόμο διασχίσαμε τὸ χῶρο αὐτὸ τῶν ἀγώνων μὲ τὰ πόδια. ᾿Εκεῖ βρήκαμε τὸν ᾿Ιουκοῦνδο καὶ τὸν ᾿Αρτάξιο, ποὺ τοὺς κρέμασαν ζωντανοὺς σ᾿ αὐτὸ τὸ διωγμό, εἴδαμε καὶ τὸ μάρτυρα Κόϊντο, ποὺ πέθανε στὴ φυλακή. Ψάχναμε καὶ τοὺς ὑπόλοιπους, ποῦ νὰ εἶναι ἄραγε. Καὶ μᾶς εἶπαν οἱ ἄγγελοι: "᾿Ελᾶτε πρῶτα μέσα γιὰ νὰ ἀγκαλιάσετε καὶ νὰ φιλήσετε τὸν Κύριο".
XI. ῎Ετσι, φτάσαμε κοντὰ στὸν τόπο ἐκεῖνο ποὺ ἔχει τοίχους, οἱ ὁποῖοι μοιάζουν νὰ ἔχουν χτιστεῖ ἀπὸ φῶς· καὶ πρὶν νὰ μποῦμε
ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ τόπου ἐκείνου, οἱ τέσσερις ἄγγελοι μᾶς ἔντυσαν μὲ λευκὲς στολές. Καὶ μπήκαμε καὶ ἀκούσαμε μία φωνὴ ἑνωμένη κάποιων ποὺ ἔλεγαν: "῞Αγιος, ῞Αγιος, ῞Αγιος", ἀκατάπαυστα. Εἴδαμε, λοιπόν, στὸ μέσο ἐκείνου τοῦ τόπου νὰ κάθεται κάποιος ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἡλικιωμένο ἄνθρωπο· αὐτοῦ οἱ τρίχες ἦταν ὅμοιες μὲ τὸ χιόνι, μὰ τὸ πρόσωπό του ἦταν νεανικό, τὰ πόδια του δὲν τὰ εἴδαμε. Τέσσερις πρεσβύτεροι ἦταν στὰ δεξιά του καὶ τέσσερις στὰ ἀριστερά του καὶ πίσω ἀπὸ τοὺς τέσσερις πολλοὶ πρεσβύτεροι. Μὲ θαυμασμὸ μπήκαμε καὶ σταθήκαμε ἐνώπιον τοῦ θρόνου, οἱ τέσσερις ἄγγελοι μᾶς σήκωσαν καὶ τὸν φιλήσαμε καὶ μὲ τὸ χέρι του κράτησε τὰ πρόσωπά μας. Οἱ ὑπόλοιποι πρεσβύτεροι εἶπαν πρὸς ἐμᾶς: "῍Ας σηκωθοῦμε καὶ ἂς προσευχηθοῦμε". Καὶ ἀφοῦ εἰρηνεύσαμε, οἱ πρεσβύτεροι μᾶς ἀπέστειλαν λέγοντας: "Πηγαίνετε καὶ νὰ χαίρεστε". Εἶπα στὴν Περπετούα: "῎Εχεις αὐτὸ ποὺ ἤθελες". Καὶ εἶπε: "Εὐχαριστῶ τὸ Θεὸ καὶ εὔχομαι, ὅπως γεννήθηκα σωματικῶς μὲ χαρά, περισσότερο νὰ χαρῶ τώρα".
XII. Βγήκαμε καὶ εἴδαμε μπροστὰ στὴν πόρτα τὸν ἐπίσκοπο ᾿Οπτάτο καὶ τὸν πρεσβύτερο ᾿Ασπάσιο χωρισμένους πρὸς τὰ ἀριστερὰ καὶ περίλυπους. Καὶ πέφτοντας στὰ πόδια μας μᾶς εἶπαν: "Συμφιλιῶστε μας μεταξύ μας, γιατὶ βγήκατε καὶ μᾶς ἀφήσατε ἔτσι". Καὶ
εἴπαμε πρὸς αὐτούς: "᾿Εσὺ δὲν εἶσαι ὁ δικός μας Πάπας καὶ ἐσὺ πρεσβύτερος; Γιατὶ πέσατε ἔτσι μπροστὰ στὰ δικά μας τὰ πόδια;"
Τοὺς σπλαγχνιστήκαμε καὶ τοὺς ἀγκαλιάσαμε. ῾Η Περπετούα ἄρχισε νὰ συνομιλεῖ μὲ αὐτοὺς στὰ ἑλληνικὰ καὶ φύγαμε μαζί τους γιὰ τὸν κῆπο κάτω ἀπὸ τὶς τριανταφυλλιές. Καθὼς αὐτοὶ μιλοῦσαν μαζί μας, οἱ ἄγγελοι εἶπαν πρὸς αὐτούς: "᾿Αφῆστε αὐτοὺς νὰ ἀπολαύσουν τὴν ἀναψυχὴ καὶ ἂν ἔχετε διχοστασίες μεταξύ σας, νὰ συγχωρέσετε ἐσεῖς ὁ ἕνας τὸν ἄλλο". Καὶ τοὺς ἐπέπληξαν καὶ εἶπαν στὸν ᾿Οπτάτο: "Νὰ ἐπαναφέρεις στὸν ἴσιο δρόμο τὸ λαό σου, γιατὶ ἔρχονται σὲ σένα ὅλοι μαζὶ μὲ τέτοιο τρόπο σὰν νὰ γυρίζουν ἀπὸ ἱπποδρομίες καὶ καβγαδίζοντας γι᾿ αὐτές". Καὶ νιώθαμε ὅτι αὐτοὶ ἤθελαν νὰ κλείσουν τὶς πόρτες. Καὶ ἀρχίσαμε νὰ ἀναγνωρίζουμε ἐκεῖ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ἀλλὰ καὶ τοὺς μάρτυρες. Καὶ ὅλοι τρεφόμασταν ἀπὸ μία ἀνεκδιήγητη εὐωδία, ποὺ δὲν τὴ χορταίναμε. Καὶ ἀμέσως ξύπνησα χαρούμενος».
XIII. Τὰ ὁράματα αὐτὰ τῶν μαρτύρων Σατύρου καὶ Περπετούας, τὰ ὁποῖα οἱ ἴδιοι συνέγραψαν, γρήγορα ἐπιβεβαιώθηκαν. ᾿Αλλὰ καὶ τὸν Σεκοῦνδο σύντομα ὁ Θεὸς τὸν μετέθεσε ἀπὸ τὸν κόσμο· στὴ φυλακὴ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιώθηκε νὰ τὸν καλέσει ὁ Θεὸς γλιτώνοντας πάντως τὴ θηριομαχία. ῾Ωστόσο τὸ ξίφος διαπέρασε τὸ σῶμα του ἀλλὰ ὄχι καὶ τὴν ψυχή του.
XIV. ᾿Αλλὰ καὶ στὴ Φηλικιτάτη δόθηκε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μὲ τέτοιο τρόπο: ᾿Εκείνη, ἐπειδὴ συνέλαβε καὶ ἦταν ἔγκυος ὀχτὼ μηνῶν, ὀδυρόταν πάρα πολὺ (διότι δὲν ἐπιτρέπεται σὲ ἐγκυμονοῦσα νὰ θηριομαχεῖ ἢ νὰ τιμωρεῖται), μήπως τὸ ἀθῶο αἷμα της χυθεῖ ἀργότερα μαζὶ μὲ ἄλλα ἀνόσια. ᾿Αλλὰ καὶ οἱ συμμάρτυρές της ἦταν περίλυποι, ἐπειδὴ δὲν ἤθελαν νὰ ἐγκαταλείψουν μία τόσο καλὴ συνοδοιπόρο στὸ δρόμο τῆς ἴδιας ἐλπίδας. Τρεῖς μέρες, λοιπόν, πρὶν τὸ πάθος τους ἑνώθηκαν μὲ κοινὸ στεναγμὸ καὶ προσευχήθηκαν πρὸς τὸν Κύριο. Καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν προσευχὴ τὴν ἔπιασαν οἱ πόνοι τῆς γέννας, ποὺ ἦταν πιὸ δύσκολοι, ὅπως συμβαίνει στὸν ὄγδοο μήνα. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ τοκετοῦ ὑπέφερε καὶ πονοῦσε. Κάποιος ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες ποὺ τὴν παρατηροῦσαν τῆς εἶπε: «῍Αν τώρα πονᾶς ἔτσι, τί ἔχεις νὰ πάθεις ὅταν ριχτεῖς στὰ θηρία, τὰ ὁποῖα δὲν ὑπολόγισες, ὅταν περιφρόνησες τὶς θυσίες καὶ δὲ θέλησες νὰ θυσιάσεις;» Καὶ ἐκείνη ἀποκρίθηκε: «Τώρα ἐγὼ παθαίνω αὐτὸ ποὺ παθαίνω. ᾿Εκεῖ ὅμως ἄλλος θὰ εἶναι ᾿Εκεῖνος ποὺ θὰ πάσχει γιὰ μένα μέσα μου, γιατὶ ἐγὼ πάσχω γιὰ χάρη Του». Γέννησε κορίτσι, τὸ ὁποῖο πῆρε μαζί της μία ἀπὸ τὶς ἀδελφὲς καὶ τὸ μεγάλωσε σὰν
κόρη της.
XV. Σὲ μένα, λοιπόν, ἂν καὶ εἶμαι ἀνάξιος, ἐπέτρεψε τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα νὰ καταγράψω τὰ γεγονότα ποὺ ἀκολούθησαν μετὰ τοὺς
τιμητικοὺς ἀγῶνες. ῾Ωστόσο, ἀκολουθώντας τὴν προτροπὴ τῆς μακαριστῆς Περπετούας, ἐκπληρώνω αὐτὸ ποὺ μὲ πρόσταξε νὰ κάνω. Καθὼς περνοῦσαν περισσότερες μέρες, αὐτοὶ ἦταν ἀκόμα στὴ φυλακή. ῾Η μεγαλόφρων καὶ ἀνδρεία πράγματι Περπετούα, ἐπειδὴ ὁ χιλίαρχος τοὺς συμπεριφερόταν πιὸ βάναυσα, καθὼς κάποιοι τὸν διαβεβαίωσαν - μάταια βέβαια - ὅτι πρέπει νὰ φοβᾶται μήπως βγοῦν κρυφὰ ἔξω ἀπὸ τὴ φυλακὴ μὲ μαγικὰ κόλπα, μίλησε ἐνώπιόν του λέγοντας: «Γιατὶ δὲ μᾶς ἀφήνεις νὰ ἀναλάβουμε τὶς δυνάμεις μας, ἀφοῦ εἴμαστε οἱ ὀνομαστοὶ κατάδικοι ποὺ πρόκειται νὰ καταβροχθισθοῦμε στὰ γενέθλια τοῦ Καίσαρα; ῎Αλλωστε πρὸς δόξαν σου δὲν εἶναι ἂν προσέλθουμε δυναμωμένοι;» Μὲ αὐτὰ ἔφριξε καὶ μαλάκωσε ὁ χιλίαρχος καὶ πρόσταξε νὰ τοὺς συμπεριφέρονται πιὸ ἀνθρώπινα, ἔτσι ὥστε καὶ ὁ ἀδελφός της καὶ κάποιοι ἄλλοι νὰ μπορέσουν νὰ μποῦν καὶ νὰ ξεκουραστοῦν μαζί τους. Τότε πίστεψε καὶ αὐτὸς ὁ
ἀρχηγὸς τῆς φυλακῆς.
XVI. ᾿Αλλὰ καὶ μία ἡμέρα πρίν, ποὺ συνηθίζεται νὰ γίνεται ἐκεῖνο τὸ τελευταῖο δεῖπνο, τὸ ὁποῖο ὀνομάζουν ἐλεύθερο, τὸ ὁποῖο ὅμως γι᾿ αὐτοὺς δὲν ἀποτελοῦσε ἐλεύθερο δεῖπνο ἀλλὰ ἀγάπη, μὲ τὸ θάρρος ποὺ τοὺς διέκρινε μιλοῦσαν πρὸς τὸ λαὸ ποὺ στεκόταν ἐκεῖ προειδοποιώντας τους μὲ πολλὴ παρρησία γιὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ ὁμολογῶντας τὴ μακαριότητα τοῦ δικοῦ τους μαρτυρίου. Καταγελοῦσαν τὴν περιέργεια τῶν περαστικῶν καὶ ὁ Σάτυρος ἔλεγε: «῾Η αὐριανὴ ἡμέρα δὲ σᾶς εἶναι ἀρκετή; Γιατὶ κοιτᾶτε μὲ εὐχαρίστηση αὐτοὺς ποῦ μισεῖτε; Σήμερα φίλοι, αὔριο ἐχθροί. ῾Ωστόσο παρατηρῆστε προσεκτικὰ τὰ πρόσωπά μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀναγνωρίσετε ἐκείνη τὴν ἡμέρα (τῆς Δευτέρας Παρουσίας)». ῎Ετσι ὅλοι ἔφευγαν ἀπὸ ἐκεῖ κατάπληκτοι· ἀπὸ αὐτοὺς πάρα πολλοὶ πίστευσαν.
XVII. ᾿Ανέτειλε ἡ μέρα τῆς νίκης τους καὶ βγῆκαν ἀπὸ τὴ φυλακὴ πρὸς τὸ στάδιο σὰν νὰ πήγαιναν στὸν οὐρανό, χαρούμενοι καὶ
γελαστοί, λιγάκι τρέμοντας, περισσότερο ἀπὸ χαρὰ παρὰ ἀπὸ φόβο. ῾Η Περπετούα ἀκολουθοῦσε βαδίζοντας ἢρεμα σὰν ἀρχόντισσα τοῦ Χριστοῦ μὲ ἐγρήγορση στὸ βλέμμα ἀντικρούοντας μὲ τὴ ματιά της τὰ βλέμματα ὅλων. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ Φηλικιτάτη χαρούμενη γιὰ τὸν ὑγιῆ τοκετὸ ποὺ τῆς ἐπέτρεψε νὰ θηριομαχήσει, ἀπὸ αἷμα σὲ αἷμα,
ἀπ᾿ τὴ μαμμὴ στὴ μονομαχία, ἔμελλε νὰ λουστεῖ μετὰ τὸν τοκετὸ σὲ δεύτερο βάφτισμα, δηλαδὴ στὸ ἴδιο της τὸ αἷμα. ῞Οταν πλησίασαν στὸ στάδιο, τοὺς ὑποχρέωναν νὰ ντυθοῦν, οἱ ἄντρες σὰν ἱερεῖς τοῦ Κρόνου καὶ οἱ γυναῖκες τῆς Δήμητρας· ἀλλὰ ἡ εὐγενέστατη ἐκείνη Περπετούα ἀγωνίστηκε μὲ παρρησία ὡς τὸ τέλος. ῎Ελεγε λοιπόν: «Γι᾿ αὐτὸ φτάσαμε ἑκούσια ὡς ἐδῶ, γιὰ νὰ μὴν ἡττηθεῖ ἡ
ἐλευθερία μας· γι᾿ αὐτὸ παραδώσαμε τὴ ζωή μας, γιὰ νὰ μὴν πράξουμε τίποτα τέτοιο· αὐτὸ συμφωνήσαμε μαζί σας». ᾿Αναγνώρισε ἡ
ἀδικία τὸ δίκιο καὶ ἐπέτρεψε ἔπειτα ὁ χιλίαρχος νὰ μποῦνε ἔτσι ὅπως ἦταν. Καὶ ἡ Περπετούα ἔψαλλε πατώντας ἤδη τὴν κεφαλὴ τοῦ Αἰγύπτιου. ῾Ο Ρεουκάτος πάλι καὶ ὁ Σατορνῖλος καὶ ὁ Σάτυρος μιλοῦσαν πρὸς τὸν ὄχλο ποὺ παρακολουθοῦσε. Καὶ περνώντας μπροστὰ ἀπὸ τὸν ῾Ιλαριανὸ μὲ χειρονομίες καὶ νεύματα εἶπαν: «᾿Εσὺ ἐμᾶς καὶ σένα ὁ Θεός». Μ᾿ αὐτὰ ἐξαγριώθηκε ὁ ὄχλος καὶ φώναξε νὰ τοὺς μαστιγώσουν· οἱ ἅγιοι ὅμως χάρηκαν ποὺ ὑπέμειναν κάτι ἀπὸ
τὰ πάθη τοῦ Κυρίου.
XVIII. ᾿Αλλὰ Αὐτὸς ποὺ εἶπε «Αἰτεῖσθε καὶ λήψεσθε» (πβ. Μτθ. 7, 7) ἔδωσε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ζήτησαν ἐκείνη τὴ δόξα ποὺ ἐπιθύμησε καθένας ἀπ᾿ αὐτούς. Δηλαδή, ἂν ποτὲ συζητοῦσαν μεταξύ τους γιὰ τὴν ἐπιθυμία του μαρτυρίου, ὁ Σατορνῖλος π.χ. ἔλεγε ὅτι αὐτὸς ἤθελε νὰ ριχτεῖ σὲ ὅλα τὰ θηρία, γιὰ νὰ λάβει ἐνδοξότερο στέφανο. Στὴν ἀρχή, λοιπόν, τοῦ θεάματος αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν Ρεουκάτο ὑπέμεινε τὴ λεοπάρδαλη· ἀλλὰ καὶ ὕστερα κατασπαράχθηκε πάνω στὴ γέφυρα ἀπὸ ἀρκούδα. ῾Ο Σάτυρος πάλι τίποτε ἄλλο δὲν ἀπεχθανόταν παρὰ τὴν ἀρκούδα καὶ ποθοῦσε νὰ τελειωθεῖ μὲ ἕνα δάγκωμα λεοπάρδαλης. Τελικά, σύρθηκε μόνο δεμένος μὲ σχοινὶ κάτω ἀπὸ ἀγριόχοιρο, ἐνῶ ὁ θηριοδαμαστὴς ποὺ τὸν ἔβαλε κάτω ἀπὸ τὸν ἀγριόχοιρο τραυματίστηκε ἀπὸ τὸ θηρίο τόσο ὥστε νὰ πεθάνει μία μέρα μετὰ τοὺς ἀγῶνες. ᾿Αλλὰ παρόλο ποὺ δέθηκε γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ ἀρκούδα, πάλι ὑγιὴς παρέμεινε, γιατὶ ἡ ἀρκούδα δὲ θέλησε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ κλουβί της.
XIX. Γιὰ τὶς μακάριες ὅμως κοπέλες ὁ διάβολος ἑτοίμασε ἀγριότατη δάμαλη ἐκφράζοντας μέσα ἀπὸ τὸ θηρίο τὸ φθόνο του πρὸς τὴ γυναικεία τους φύση. Τότε, λοιπόν, τὶς γύμνωσαν, τὶς ἔβαλαν μέσα σὲ δίχτυα καὶ τὶς παρουσίασαν. ῾Ο ὄχλος ὅμως ἔδειξε ἀποστροφὴ βλέποντας τὴ μιὰ τρυφερὴ κόρη καὶ τὴν ἄλλη ἀκόμα νὰ στάζει γάλα ἀπὸ τοὺς μαστοὺς ἀπὸ τὴν πρόσφατη λοχεία. Γι᾿ αὐτὸ τὶς πῆραν πάλι καὶ τὶς ἔντυσαν· ὅταν, λοιπόν, ξαναμπῆκαν πρώτη ἡ Περπετούα χτυπήθηκε ἀπὸ τὰ κέρατα τῆς δαμάλεως κι ἔπεσε πρὸς τὰ πίσω. Τότε ἀνακάθησε, μάζεψε τὸ χιτώνα ἀπὸ τὴν πλευρά της καὶ σκέπασε τὸ μηρό της, γιατὶ αἰσθάνθηκε περισσότερο τὴν ντροπὴ παρὰ τὸν πόνο. Καὶ ψάχνοντας μιὰ πόρπη ἔδεσε τὰ μαλλιά της· γιατὶ πίστευε ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ βλέπουν τὴ μάρτυρα μὲ ἀνακατεμμένα τὰ μαλλιά της γιὰ νὰ μὴ νομίζουν ὅτι πενθεῖ γιὰ ἐκεῖνο ποὺ ἡ ἴδια θεωροῦσε τιμή της. Καὶ πιάνοντας τὸ χέρι τῆς Φηλικιτάτης στάθηκαν ὄρθιες μαζί. ῞Οταν καταλάγιασε ἡ σκληρότητα τοῦ ὄχλου,
τὶς ἀνέβασαν στὴ Ζωτικὴ πύλη. ᾿Εκεῖ τὴν Περπετούα τὴν κράτησε ἕνας κατηχούμενος μὲ τὸ ὄνομα Ρούστικος· αὐτὴ σὰν νὰ ξυπνοῦσε ἀπὸ ὕπνο (γιατὶ βρισκόταν σὲ ἔκσταση μὲ τὴ χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος), κοίταξε γύρω της καὶ πρὸς κατάπληξη ὅλων εἶπε: «Πότε θὰ μᾶς ρίξουν σ᾿ αὐτὴ τὴ δάμαλη ποὺ λένε;». Καὶ ὅταν ἄκουσε ὅτι εἶχε ἤδη βγεῖ ἐναντίον της, δὲν τὸ πίστεψε μέχρι ποὺ εἶδε τὰ σημάδια τῆς πληγῆς στὸ σῶμα της. Φώναξε τὸν ἀδελφό της, ποὺ ἦταν κι αὐτὸς κατηχούμενος, καὶ τοὺς παρακαλοῦσε νὰ παραμείνουν πιστοὶ καὶ νὰ ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ νὰ μὴ σκανδαλιστοῦν ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ μαρτύρια.
XX. Σὲ ἄλλη πύλη ὁ Σάτυρος μιλοῦσε μὲ τὸ στρατιώτη Πούδη λέγοντας: «῞Οπως τὸ εἶχα προειπεῖ οὔτε ἕνα θηρίο δὲ μὲ ἄγγιξε μέχρι τώρα. Καὶ νὰ τώρα, γιὰ νὰ πιστέψεις μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, προσέρχομαι καὶ τελειώνω μὲ ἕνα δάγκωμα λεοπάρδαλης». Καὶ ἀμέσως στὸ τέλος τοῦ θεάματος ἔριξαν σὲ αὐτὸν λεοπάρδαλη καὶ μὲ ἕνα δάγκωμα χύθηκε τόσο αἷμα, ὥστε νὰ θεωρηθεῖ μαρτύριο δεύτερου βαπτισμοῦ· ἔτσι ἔλεγε καὶ ὁ ὄχλος κραυγάζοντας: «῾Ωραῖα λούσθηκες, ὡραῖα λούσθηκες». Κι ὅμως ἦταν ζωντανὸς αὐτὸς ποὺ εἶχε λουστεῖ μὲ τέτοιο τρόπο. Τότε εἶπε στὸ στρατιώτη Πούδη: «Νὰ ἔχεις ὑγεία καὶ νὰ θυμᾶσαι τὴν πίστη καὶ ἐμένα· καὶ αὐτὰ τὰ πράγματα πιὸ πολὺ νὰ σὲ στερεώσουν παρὰ νὰ σὲ ταράξουν». Τότε ζήτησε ἀπὸ αὐτὸν δαχτυλίδι, τὸ βούτηξε στὸ ἴδιο του τὸ αἷμα καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε, ἀφήνοντας ἔτσι ὡς μακάρια κληρονομιὰ τὴν ἀνάμνηση καὶ παρακαταθήκη τέτοιου αἵματος. Μετὰ ἀπὸ αὐτά, λοιπόν, καὶ ἐνῶ ἀκόμη ἀνέπνεε, τὸν πῆραν μαζὶ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους γιὰ νὰ σφαγιασθοῦν στὸ συνηθισμένο μέρος. ῾Ο ὄχλος ὅμως ζήτησε νὰ μεταφερθοῦν στὸ μέσο, γιὰ νὰ δοῦν τὸ ξίφος νὰ διαπερνᾶ τὰ ἅγια σώματα. Τότε οἱ μακάριοι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ θέλησή τους σηκώθηκαν, γιατὶ θεωροῦσαν ντροπὴ νὰ ἔχουν λίγους μάρτυρες στὸ μακάριο θάνατό τους. ῎Ετσι, λοιπόν, ἀφοῦ ἦλθαν ἐκεῖ ποὺ ἤθελε ὁ ὄχλος, πρῶτα φιλήθηκαν μεταξύ τους, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸ μαρτύριο κατὰ τὸ εἰωθὸς στὴν πίστη τους. Καὶ μετὰ μὲ χαρὰ ὑπέμειναν τὴν ποινὴ τοῦ ξίφους. Πολὺ περισσότερο ὁ Σάτυρος, ποὺ ἀνέβηκε πρῶτος ἐκείνη τὴ σκάλα, πρῶτος καὶ τὸ πνεῦμα παρέδωσε λέγοντας ὅτι περιμένει καὶ τὴν Περπετούα. Τὴν Περπετούα ὅμως, γιὰ νὰ γευθεῖ κι αὐτὴ τὸν πόνο, ἀκουμπώντας την κάποιος στὰ κόκκαλα τὴν ἔκανε νὰ οὐρλιάξει· τότε ἐκείνη ἁρπάζοντας τὸ δεξὶ χέρι ἑνὸς ἄπειρου μονομάχου τὸ ἔφερε στὸ λαιμό της. ῎Ισως αὐτὴ ἡ γυναίκα, ποὺ τὴ φοβόταν τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα, νὰ μὴν ἦταν δυνατὸ νὰ φονευθεῖ ἂν δὲν τὸ ἤθελε καὶ ἡ ἴδια. ᾿Ανδρειότατοι καὶ μακαριότατοι μάρτυρες καὶ ἐκλεκτοὶ στρατιῶτες, ποὺ κληθήκατε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Πῶς νὰ σᾶς δοξολογήσουμε ἢ νὰ σᾶς μακαρίσουμε, γενναιότατοι στρατιῶτες; Πρὸς οἰκοδομὴ τῆς ᾿Εκκλησίας ὀφείλει νὰ διαβάζεται ἐξίσου μὲ τὶς παλιὲς γραφὲς ἡ ἐνάρετη πολιτεία τῶν μακαρίων μαρτύρων, διὰ τῶν ὁποίων δοξάζουμε τὸν Πατέρα τῶν αἰώνων καὶ ταυτόχρονα τὸν μονογενῆ του Υἱό, τὸν Κύριό μας ᾿Ιησοῦ Χριστό, καὶ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα στοὺς ῾Οποίους ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Θείας πίστεως, ἔγνως τὸν πλοῦτον, καὶ κατέλιπες, εἰδώλων πλάνην, Περπετούα θεολήπτῳ φρονήματι· καὶ σὺν πεντάδι Μαρτύρων ἀθλήσασα, μαρτυρικῆς ἠξιώθης λαμπρότητος· μεθ’ ὧν πρέσβευε, Κυρίῳ τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Μαρτύρων χορείαν τὴν ἑξαστέλεχον, Περπετούαν Ῥευκᾶτον καὶ θεῖον Σάτυρον, Σατορνῖνον τὸν κλεινὸν Σεκοῦνδον ἔνδοξον, Φιλικητάτην τὴν σεμνήν, ὡς ἀστέρας φαεινούς, τῆς πίστεως τῆς ἁγίας, καὶ πρέσβεις πρὸς τὴν Τριάδα, ἡμῶν συμφώνως εὐφημήσωμεν.
Κοντάκιον.
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Καταλιποῦσα τοῦ πατρός σου τὴν πλάνην, θεογνωσίας τῷ φωτὶ κατηυγάσθεις, καὶ μυστηρίου ἤνυσας τὸ στάδιον, Περπετούα ἔνδοξε, σὺν Μαρτύρων πεντάδι· μεθ’ ὧν ἀεὶ πρέσβευε, τῇ Ἁγία Τριάδι, ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς, ἐπιτελούντων, τὴν πάνσεπτον μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Περπετούα Μάρτυς Χριστοῦ, ἡ ἄθλοις ἁγίοις, καθελοῦσα τὸν δυσμενῆ· χαίροις ἡ Κυρίῳ, πρεσβεύουσα ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν προσιόντων, τῇ προστασίᾳ σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου