Άγιος Νεομάρτυς και Ομολογητής Ιωάννης του Σόνκαγιανραντα (Ίλομαντσι) της Φινλανδίας. Ημέρα Μνήμης: 8 Μαρτίου.
Ο Άγιος Μάρτυρας Ιωάννης, κατά κόσμον Ιβάν Βασίλιεβιτς Κάρχαπεε (Johannes Vasilinpoika Karhapää ή Ivan Vasilievich Karhapää), γεννήθηκε στις 13 Ιουλίου του 1884, σε ένα μικρό χωριό μεταξύ των πόλεων Γιόενσου και Ίλομαντσι ονόματι Σόνκαγιανραντα, στην τότε ενορία του Ίλομαντσι και σε οικογένεια αγροτών. Οι γονείς του ήταν ο Βασίλι και η Αναστασία, ενώ είχε τρία μικρότερα αδέλφια.
Ο Ιωάννης παντρεύτηκε δις, αφού η πρώτη του σύζυγος απεβίωσε πρόωρα, και απέκτησε ένα γιό, τον Άλεξι.
Ο Ιωάννης αφοσιώθηκε στην Ορθοδοξία από μικρή ηλικία. Η πίστη στο Χριστό και την Εκκλησία ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για τις μετέπειτα επιλογές του.
Αξιόλογος ρήτορας και με όμορφο παρουσιαστικό, γρήγορα άρχισε να ξεχωρίζει.
Η επιλογή της Ορθόδοξης πίστης στο ανεξάρτητο Δουκάτο της Φινλανδίας ήταν ένας δρόμος ανηφορικός και δύσβατος.
Η ταύτιση της Ορθοδοξίας με τη ρωσική απειλή ήταν διαρκής και έντονη.
Η νομοθετική αλλαγή του 1906 κατέστησε δυνατή την αλλαγή δόγματος, ενώ η Εκκλησία άρχισε να στηρίζει και να ενισχύει το Ορθόδοξο δόγμα.
Τότε ιδρύθηκε η Ορθόδοξη Αδελφότητα Νέων του Αγίου Σεργίου και Γερμανού, με επικεφαλής τον Ιωάννη.
Τότε ξεκίνησε να λειτουργεί δανειστική βιβλιοθήκη, αλλά και ορθόδοξο εκκλησιαστικό σχολείο με τη στήριξη του Αρχιεπισκόπου Βίιπουρι και Φινλανδίας Σεργίου (μετέπειτα Πατριάρχης Μόσχας).
Δύο χρόνια αργότερα άνοιξε ορθόδοξο σχολείο στο μέρος που γεννήθηκε, με τα Φινλανδικά ως κύρια γλώσσα διδασκαλίας.
Η λειτουργία του σχολείου ήταν εξαιρετικά επιτυχής και μέχρι το 1911 εξελίχθηκε σε τετρατάξιο σχολείο, ενώ δημιουργήθηκε και οικοτροφείο.
Το 1914 ο Ιωάννης διορίστηκε από τις Εκκλησιαστικές Αρχές του Βίιπουρι στη θέση του θεολόγου, με επικράτεια ευθύνης ολόκληρο το νομό του Κούοπιο.
Και ενώ το διδασκαλικό έργο του Ιωάννης είχε ήδη γίνει γνωστό και σεβαστό, άρχισαν να ακούγονται σχόλια και κριτικές για τη μη ευνοική στάση που κράτησε έναντι της ρωσικής εξουσίας.
Το 1914 παρουσιάστηκαν σοβαρές δυσκολίες στη λειτουργία του σχολείου, μετά τον ξαφνικό θάνατο του επί μακρόν Επισκόπου Κυπριανού.
Τον επόμενο χρόνο ωστόσο, μία δωρεά ύψους 10.000 ρουβλίων του ρώσου εμπόρου Νεστέροβ κατέστησε δυνατή την ανέγερση εκκλησίας, για τις ανάγκες του σχολείου.
Το φθινόπωρο του 1915 ολοκληρώθηκε η ανέγερση του ναού, προς τιμήν της Προφήτισσας Άννας και στα εγκαίνια του ναού παραβρέθηκε και ομάδα ατόμων από τη Μονή Βαλαάμ.
Η επίσημη Εκκλησία έκρινε τη δουλειά της ενορίας στο Σόνκαγιανραντα ως υπόδειγμα, αν και υπήρξαν αντιδράσεις από μία μερίδα ανθρώπων, θεωρώντας ότι υπογείως προωθούνταν οι προσπάθειες εκρωσισμού του πληθυσμού από το χωριό και την εκκλησία.
Η δυσφήμησή του συνεχιζόταν με αμείωτο ρυθμό, λαμβάνοντας υπόψη ότι ήταν ο μόνος που υποδέχθηκε τον μισητό Κυβερνήτη Φράντς Σέινιν.
Μετά τη φινλανδική ανεξαρτησία του 1917, κάποιοι τον κατηγόρησαν ως μπολσεβίκο, ενώ άλλοι ως στενό συνεργάτη του τσαρικού καθεστώτος.
Το 1917 κατηγορήθηκε από την εφημερίδα «Τα νέα της Καρέλιας» ως σκοτεινή δύναμη που πολεμάει την πατρίδα του, ενώ ακούστηκαν απίστευτα ψέματα και το όνομά του διασύρθηκε βάναυσα, εμπλέκοντας ακόμα και μέλη της οικογένειάς του.
Και ενώ αρχικά το ποίμνιο της Σόνκαγιανραντα τον στήριξε, το Πάσχα του 1917 εμφανίστηκε η πρώτη ρήξη μεταξύ των πιστών, αποδίδοντας κατηγορίες για αντεθνική δράση.
Μέχρι το φθινόπωρο του ίδιου έτους είχε απολέσει τη στήριξη της Εκκλησίας, αλλά και το αξίωμά του. Τότε ήταν και η εποχή έναρξης του φινλανδικού εμφυλίου πολέμου.
Το Μάρτιο του 1918 ο Ιωάννης και ο αδελφός του ο Γιάακο εκλήθησαν από τους «Λευκούς» (σ.σ. η μία πλευρά της εμφύλιας σύρραξης) για να δώσουν εξηγήσεις μετά τον εκκλησιασμό της Κυριακής.
Οι δύο άνδρες συνελήφθησαν βάσει εντάλματος και οδηγήθηκαν στο Γιόενσου, αφού πρώτα πέρασαν από την οικία του Ιωάννη, όπου ευλόγησε τη βαφτιστήρα του που δεν είχε ακόμα χρονίσει και πέρασε στο λαιμό της το σταυρό του.
Το ταξίδι συνεχίστηκε και στην πορεία συνενώθηκαν με μεγαλύτερη ομάδα αιχμαλώτων, μεταξύ των οποίων «Κόκκινοι», ρώσοι στρατιώτες που είχαν παραδοθεί και αιχμαλωτιστεί αλλά και διάφοροι άλλοι που θεωρούνταν ύποπτοι.
Σε κάποιο αγροτόσπιτο που σταμάτησαν ο Ιωάννης ανέφερε στην οικοδέσποινα ότι οι μέρες του ήταν μετρημένες.
Πράγματι, με το που έφτασαν στο Γιόενσου οι αιχμάλωτοι, μεταξύ αυτών και ο Ιωάννης με τον αδελφό του, οδηγήθηκαν στο υπόγειο του Δημαρχείου, όπου και εκτελέστηκαν χωρίς δίκη και (όπως συχνά γινόταν εκείνη την περίοδο) υπό την επήρρεια αλκοόλ το οποίο κατανάλωναν οι στρατιώτες στις δύσκολες συνθήκες του Εμφυλίου.
Ο Ιωάννης εκτελέστηκε σε ηλικία 33 ετών και σύμφωνα με την ημερομηνία που αναγράφεται στο μνήμα του στις 8 Μαρτίοτ. Ο Γιάακο απελευθερώθηκε μερικούς μήνες αργότερα.
Το σώμα του επεστράφη στη συζυγό του Άννα μετά από μήνες και αναγνωρίστηκε μόνο από τις μάλλινες κάλτσες που φορούσε.
Ετάφη στο κοιμητήριο Κόκονιεμι στο Ίλομαντσι και στην κηδεία του ήταν παρόντες όχι μόνο Ορθόδοξοι αλλά και Λουθηρανοί.
Η αρνητική φημολογία και η αμαύρωση του Ιωάννη συνεχίστηκε και μετά θάνατον, αφού δις έριξαν την ταφόπλακά του στη λίμνη, με αποτέλεσμα να καταστεί αναγκαίο να χτιστεί με τσιμέντο, προκειμένου να μην μπορεί να αφαιρεθεί.
Η εκκλησία της Προφήτισσας Άννα συνεχίζει να υπάρχει στο Γιόενσου, ωστόσο το κτήριο του σχολείου καταστράφηκε από πυρκαγιά τη δεκαετία του ’50.
Την ίδια δεκαετία εμφανίστηκε στο Γιάακο κάποιος άνδρας, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ήταν ένας από τους εκτελεστές του Ιωάννη και το έφερε βαρέως στη συνείδησή του.
Ο Γιάακο τον υποδέχτηκε και τον φιλοξένησε στο σπίτι του τη νύχτα.
Ο Άγιος Μάρτυρας και Ομολογητής Ιωάννηςς ενίσχυσε με τη δράση του την ανθρώπινη πίστη και το πολιτιστικό επίπεδο της Ορθοδοξίας και οδήγησε τους ανθρώπους στη σωτηρία.
Η ισχυρή του πίστη τον οδήγησε στην αποδοχή της θέλησης του Θεού και στην άρση του δικού του Σταυρού του Μαρτυρίου.
Ο μαρτυρικός του θάνατος μαρτυρά την υπεράσπιση της πίστης, αλλά και την εξιλέωση, στην οποία οδηγεί ο Σταυρός και η Ανάσταση.
Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανέγραψε τον Άγιο Μάρτυρα και Ομολογητή Ιωάννη στο Αγιολόγιον στις 29 Νοεμβρίου 2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου