Τρίτη 26 Μαΐου 2020

Όσιος Βασιλίσκος της Σιβηρίας. Ημέρα Μνήμης: 29 Δεκεμβρίου/11 Ιανουαρίου.

Όσιος Βασιλίσκος της Σιβηρίας. Ημέρα Μνήμης: 29 Δεκεμβρίου/11 Ιανουαρίου.


Ο μοναχός της Σιβηρίας και Άγιος γέροντας, γεννήθηκε περίπου το 1740. Πέθανε στην πόλη Τουρινσκ στις 29 Δεκεμβρίου 1824 και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Τορίνο.

Το περιστατικό πού σάς διηγούμαι τώρα τού συνέβη μια φορά. Όπως καθόταν έχοντας τη συνήθη προσοχή του στήν προσευχή, στη συνέχεια κατάλαβε ό ίδιος πώς κάτι αλλάζει, και ώς εκ τούτου ήταν ακόμα πιο προσεχτικός. Προσπάθησε πολύ ν’αναγκάσει τον εαυτό του ν’ αγωνιστεί κι ό νους του διευρύνθηκε, ένιωθε να φλέγεται από μια θεϊκή επιθυμία γιά τον Κύριο. Και τότε βρέθηκε σε αμηχανία, γιατί δεν ήξερε πώς να ονομάσει αύτή τήν ενέργεια της αγάπης πού ένιωθε γιά τον Κύριο στήν καρδιά του, μέσα του, καθώς και σ’ όλο του το σώμα, λόγω της αγαλλίασης, της γλυκύτητας και της παραμυθίας πού ένιωθε, καθώς και της ανείπωτης αγάπης του γιά το Θεό. Κι από μια τέτοια αίσθηση πού τον είχε κυριεύσει, ήταν προσηλωμένος στον Κύριο κι αισθάνθηκε τον εαυτό του εντελώς αλλοιωμένο, φωτεινό, γιατί τον είχε αγκαλιάσει το φως πού φαινόταν ότι προερχόταν από το σώμα Του. Καθώς όμως έβγαινε από το σώμα δεν μπορούσε να το περιγράφει, γιατί από τη μεγάλη χαρά του γιά το Θεό, πού τον περιέβαλε, έβλεπε τον εαυτό του να υψώνεται στον αέρα, και ό ίδιος να τον παρακολουθεί έξω από το σώμα με συγκεντρωμένο το νου του και με εγρήγορση. Εκείνη τη στιγμή ήταν τόσο νηφάλιος, ώστε αναρωτήθηκε πώς μπορούσε να παρακολουθεί το σώμα του από τον αέρα. Σίγουρα έβλεπε το σώμα του νεκρό, χωρίς τήν ψυχή του πού βρισκόταν σε απόσταση. Έβλεπε γιά αρκετό χρονικό διάστημα τον εαυτό του στον αέρα και μέσα του κυριαρχούσαν ζωηρά αισθήματα γιά το Θεό - Αγάπη, ευγνωμοσύνη και ελπίδα στήν καλοσύνη Του.

Ήταν τόσο θαυμαστά αυτά πού έβλεπε, ώστε δεν μπορούσε να μού τα εξηγήσει, μού είπε μόνο: “Τα αισθήματα αυτά παράγονται μόνα τους και το ένα νικά το άλλο, γι’ αυτό ήμουν καθηλωμένος και φλεγόμενος από Αγάπη γιά το Χριστό, καθώς κι από ευγνωμοσύνη πρός το Θεό και ένιωθα ανέκφραστη και ακατάληπτη γλυκύτητα”. Με τήν επίδραση των ισχυρών αυτών αισθημάτων έπεσε σε λήθη και όταν συνήλθε κάπως άρχισε να προβληματίζεται γιά το πώς είχε αφήσει το σώμα του. Ή καρδιά του θλιβόταν και έπασχε από εσωτερικό πόνο• γιατί αναχώρησε αύτή ή μεγάλη και ακατάληπτη Αγάπη και γλυκύτητα πού τον εξύψωσε πρός το Θεό; Και με τις σκέψεις αυτές ένιωσε ότι ή καρδιά του φλεγόταν πάλι από Αγάπη γιά το Θεό, όπως πριν πού έβλεπε τον εαυτό του φωτεινό στο ύπαιθρο, έξω από το σώμα του. Και όπως φαίνεται από τα παραπάνω, όλες αυτές οι ενέργειες που περιγράφηκαν πρωί-γουμένως τις είδε και τις ένιωσε με καθαρότητα και νηφαλιότητα, με πλήρη επίγνωση του νου και με εγρήγορση.

Τις ενέργειες πού είχε αργότερα και συγκεκριμένα πριν από το θάνατό του, κυρίως μάλιστα κατά τήν ώρα της αναχώρησης του, εγώ ό αμαρτωλός δεν αξιώθηκα ν’ ακούσω ή να δώ, επειδή είχα ακούσια χωριστεί άπ’ αυτόν γιά διάφορους λόγους. Ό Θεός όμως με πληροφόρησε μέσω του αγρότη πού τον υπηρέτησε μετά από μένα. Εκείνος μου είπε ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας νόσου του ό γέροντας θυμήθηκε πολλές φορές έμενα τον ανάξιο. Πριν από το τέλος του ήταν σα να στεκόταν μπροστά σε δικαστήριο. Ό ίδιος βέβαια δε φαινόταν θλιμμένος ούτε σε απόγνωση, αλλά περίμενε ήρεμα, ελπίζοντας στο έλεος του Θεού. Κοιμήθηκε με τήν προσευχή στο στόμα και αναχώρησε γιά τον Κύριο πού είχε υπηρετήσει από τα νεανικά του χρόνια ως το θάνατό του με Αγάπη, ταπεινότητα και απλότητα ψυχής.

Όταν διηγήθηκαν στον όσιο Ιγνάτιο Μπριαντσανίνωφ το φαινόμενο αυτό, ό μεγάλος όσιος το θεώρησε αληθινό. Αλλά κι ό άγιος Μακάριος ό Μέγας γράφει κάπου πώς ή ψυχή μπορεί κατά τη διάρκεια της προσευχής να «έξέλθη εκ του σώματος».

Κάποτε έγινε το έξης: Προσευχόταν καθιστάς αρκετή ώρα κι ύστερα θέλησε να σηκωθεί, γιά να επισκεφτεί το μαθητή του. Ξαφνικά όμως ένιωσε μια ασυνήθιστη κι εξαιρετικά έντονη ηδονή, μια κίνηση σ’ όλο του το σώμα και κυρίως στήν καρδιά του. ’Ένιωσε τήν προσευχή μέσα του ασυνήθιστα ευδιάκριτη, πολύ καθαρή κι άρχισε να επικεντρώνει τήν προσοχή του εκεί. Και τότε άρχισε να αισθάνεται ακόμα περισσότερη ηδονή στήν καρδιά του, σε κάθε προφορά των λόγων «Κύριε Ιησού Χριστέ...». Το παρατηρούσε με έκπληξη αυτό, ένιωθε μέσα του παραμυθία κι ή ηδονή γινόταν όλο και πιο έντονη, εξελισσόταν σε μια φλεγόμενη Αγάπη γιά το Θεό. Σκεφτόταν με τί θά μπορούσε να παρομοιάσει τήν ηδονή αύτή, μα δεν έβρισκε κάτι γιά να τη συγκρίνει. Μού έλεγε πώς ήταν κάτι σαν τήν ψίχα τού καρυδιού, πού όταν τήν δαγκώνεις, ή ψίχα θραύεται και ή γεύση της διαχέεται. Τήν ’ίδια ώρα πού ή ηδονή αύτή απλωνόταν κι ή καρδιά πλάταινε, ήταν σα να ’ρχιζε να βλέπει ένα φως, που απλωνόταν ολόγυρα. Και τότε ή καρδιά πλάταινε ακόμα περισσότερο. Ή περίεργη αύτή ενέργεια τού έφερνε τόση αγαλλίαση, πού τον οδηγούσε σε μια λήθη. Δεν καταλάβαινε όμως πώς έμπαινε στήν καρδιά του το φώς αυτό. Γιατί ή καρδιά του ήταν πάρα πολύ πλατυσμένη.

Μερικές φορές πού ήταν καθισμένος και προσευχόταν, τον έπαιρνε ό ύπνος κι ή προσευχή κρυβόταν. Μόλις ξυπνούσε όμως διαπίστωνε πώς ή προσευχή δούλευε πάλι με τη συνηθισμένη της ηδονή.

Άλλοτε πάλι ένιωθε πώς ή προσευχή ξαφνικά σταματούσε να ενεργεί κι ή καρδιά του ησύχαζε. Ήταν τόσο ήρεμος τότε, ώστε ένιωθε σα να μην υπήρχε ή καρδιά του, δεν άκουγε ούτε τούς χτύπους της. Βλέποντας έτσι με το νου του τήν καρδιά ήθελε να ξεκινήσει το έργο της προσευχής, μα ή προσευχή δε δούλευε. Δεν εμφανιζόταν, δεν τήν ένιωθε, μα τον κατέκλυζε ή ηδονή.

Μετά από κάποιο διάστημα δήλωσε πάλι σε μένα τον αμαρτωλό: «Τώρα ή προσευχή μου έχει αλλάξει, είναι διαφορετική μέσα μου. Στήν αρχή, πριν απ’ αυτόν τον καιρό, εργαζόταν μέσα μου με περισσότερη γλυκύτητα. Τώρα, με το πού αυξάνεται ή γλυκύτητα, αρχίζει το ρίγος». Τον ρώτησα ποιο ένιωθε πώς είναι ανώτερο και μου απάντησε: «Εκείνο πού είναι ασύγκριτα πιο ευδιάκριτο και πιο κινητικό, είναι το ρίγος, αν και χωρίς δάκρυα. Ή άφατη ηδονή όμως συνεχίζεται ακόμα και μετά την παύση τού ρίγους. Κι ή καρδιά είναι σα να λιπαίνεται από την ηδονή, σαν με κάποιο είδος λαδιού ή μύρου. Και τότε κατακλύζομαι ολόκληρος από άρωμα και νιώθω μια ανέκφραστη αίσθηση μεγάλης αγάπης γιά τον Κύριό μας Ιησού Χριστό».

Μια φορά έτυχε να είμαι μαζί του στην κατοικία ενός θεόπνευστου πατέρα, τού οποίου το όνομα μού έδωσε εντολή να κρατήσω μυστικό, γιατί αυτό απαίτησε ό εν λόγω πατέρας γιά όσο χρόνο ήταν στή ζωή. Τώρα όμως μπορώ να το αποκαλύψω: αύτός ήταν ό πατέρας Βασίλειος, ιδρυτής τού μοναστηριού της Λευκής ’Όχθης. Με τήν Αγάπη και τήν επιφοίτηση τού Αγίου Πνεύματος πού κατοικούσε μέσα του, ό γέροντας Βασίλειος είπε πολλά γιά τη σωτηρία των ψυχών μας, αναφέροντας έμμεσα πολλά και γιά τον εαυτό του, όπως: «Γνωρίζω έναν άνθρωπο πού έχει τη θεϊκή αύτή Αγάπη και υποφέρει τόσο πολύ γιά τον Κύριο και Θεό, ώστε να νομίζει πώς μαράθηκε ολότελα σε μια στιγμή κι ή ψυχή του είχε σχεδόν χωριστεί από το σώμα».

Δεν μπορούσε να κρύψει περισσότερα, λέγοντας ότι κατά τη διάρκεια της μεγάλης προσευχής του, είδε τον εαυτό του ν’  αρπάζεται πρός το Θεό και να στέκεται στον αέρα, περίπου τόσο ψηλά από τη γη όσο είναι ένα χέρι μέχρι τον αγκώνα. Όταν ό θεάρεστος αυτός αβάς άκουσε ότι ό γέροντας μου κάνει την προσευχή του εξαιρετικά ήσυχα, δηλαδή χωρίς βιασύνη, διατύπωσε αμφιβολίες γι’ αυτό κι άρχισε να διδάσκει ευγενικά τη συνήθεια να προφέρει κανείς τα λόγια της προσευχής πιο γρήγορα, λέγοντας πώς μ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο δε θά υπάρξουν παρεμβολές από μάταιες σκέψεις, αλλά κι αν μάς πλησιάζουν τέτοιες παρεμβολές, θά εκβάλλονται από το νου μας και θά εξαφανίζονται χωρίς ν’ αφήνουν ούτε τα ’ίχνη τους.

Έπειτα έβαλε το χέρι του πάνω στήν καρδιά του γέροντά μου, ώστε να αισθανθεί τούς κτύπους και τις κινήσεις της καρδιάς τήν ώρα πού έλεγε τις λέξεις της προσευχής: «Κύριε Ιησού Χριστέ ...». Δεν μπόρεσε όμως ν’ αντιληφτεί τίποτα. Τότε έδωσε εντολή στο γέροντά μου να ξεκινήσει τήν προσευχή σύμφωνα με τη συνήθειά του κι αμέσως ή γλυκύτητα της Χάριτος πλημμύριζε τήν καρδιά, πού άρχισε να ριγά και να χτυπά τόσο δυνατά, ώστε ό γέροντας εκείνος το άντιλήφθηκε και δόξασε το Θεό γι’ αυτό και είπε στο γέροντά μου: «Είσαι εύλογημένος και καλός, πάτερ, άγωνίσου και λειτούργησε με τον τρόπο πού ό Κύριος σέ έχει φωτίσει». Σέ μένα άποκάλυψε μυστικά ότι ό γέροντάς μου είχε προχωρήσει πολύ στήν προσευχή και είχε φτάσει στήν ειρήνη των λογισμών. Μου είπε έπίσης πώς είμαι μακάριος πού έχω τέτοιο γέροντα, πατέρα και δάσκαλο πνευματικό, πού διαθέτει τη σοφία της ταπείνωσης. Με συμβούλεψε όμως κατά κάποιο τρόπο να λέω πιο συχνά και νοερά τα λόγια της ευχής: «Κύριε Ιησού Χριστέ ...», ως ότου μετά από πολλή προσπάθεια αποκτήσω τη χάρη της καθαρής προσευχής.

Κάποτε, ενώ λαγοκοιμόταν η τον έπαιρνε κανονικά ό ύπνος, ή προσευχή εργαζόταν μέσα του παρακλητικά, δηλαδή προφέρονταν καθαρά τα λόγια της προσευχής μέσα στην καρδιά του.

Άλλοτε πάλι συνομιλούσε με άλλους γιά κάτι σπουδαίο ή έτρωγε και έπινε, καθόταν ή βάδιζε κι ή προσευχή εργαζόταν μόνη της στήν καρδιά του παραμυθητικά.

Όταν κάποτε ρώτησα το γέροντα πώς πηγαίνει ή προσευχή, μου απάντησε αποκαλυπτικά: Τώρα ή προσευχή εργάζεται πάντα στήν καρδιά μου.

Αφού δέχτηκε το χάρισμα της προσευχής από το Θεό, μια φορά θέλησε να δοκιμάσει τον εαυτό του και προσευχόταν συνέχεια επί δώδεκα ώρες με σφρίγος και χαρά, χωρίς διακοπή, χωρίς να σηκωθεί. Κι όχι μόνο δεν ένιωσε κάποιο βάρος, κούραση ή ακηδία, άλλ’ ή ηδονή της προσευχής συνεχιζόταν κι ίσως να κρατούσε ακόμα περισσότερο, αν δεν τον είχε διακόψει ή άφιξή μου. Και τότε είδα το πρόσωπό του αλλοιωμένο από συντριβή κι αγαλλίαση.

Κάποτε ή ευφρόσυνη ηδονή κι ή παραμυθία από τη φλόγα της αγάπης τού Θεού πού ένιωθε στήν καρδιά του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ξαφνιαζόταν κι απορούσε με τί λόγια να το έκφράσει ή να το παρομοιάσει αυτό, γι’ αυτό και δεν το φανέρωνε ούτε σε μένα τον ανάξιο.

Μερικές φορές ένιωθε τόσο γεμάτος από τήν Αγάπη του Χριστού και συνεπαρμένος από τήν ηδονή της δυνατής αυτής ενέργειας, ώστε αισθανόταν κατά κάποιο τρόπο φυσικά τον Κύριο Χριστό στήν καρδιά του ως νήπιο. Κι από τη νοερή αυτή θεωρία ένιωθε να τον καταλαμβάνει μια ευφρόσυνη συντριβή, κατάνυξη και παραμυθία.

Πηγή: Όσιος Βασιλίσκος της Σιβηρίας - Πέτρος Μπότσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου