Ο Άγιος των κομμουνιστικών φυλακών. Ο φιλόσοφος - Μάρτυρας Κωνσταντίν Οπρισάν. Ημέρα Μνήμης: 26 Ιουλίου.
Ο νέος μάρτυρας του Ιησού Κωνσταντίν Οπρισάν έζησε σε αυτή τη κοιλάδα του κλαθμωνος 37 χρόνια. Γεννήθηκε το 1921 στο Ονέστι – Μπακάου. Ήταν προικισμένος με ένα μεγάλο φιλοσοφικό και ποιητικό ταλέντο και μαθήτευσε στο Φράιμπουργκ κοντά στο μεγαλύτερο φιλόσοφο του 20ου αιώνα Μάρτιν Χαιντεγκέρ Συνελήφθη στο Κλούζ το 1948 μαζί με το άνθος της ρουμανικής νεολαίας, επειδή αγαπούσε το Χριστό και επιθυμούσε η πατρίδα του να είναι χριστιανική.
Άφησε τη καριέρα του, τα νιάτα του, τη γυναίκα του την οικογένεια και ότι σημαίνει εγκόσμια χαρά για να ενδυθεί την αιώνια δόξα του σταυρού στις κουμμουνιστικές φυλακές.
Εκοιμήθη εν Χριστώ στις 26 Ιουλίου 1958 στα μπουντρούμια της Ζιλάβα.
Το όνομα του είναι σύμβολο της χριστιανικής και ανθρώπινης αξιοπρέπειας για τη γενιά του για αυτό ο εχθρός της σωτηρίας τον πολέμησε δυνατά θέλοντας να χαθούν όσο πιο πολλές ψυχές. Στο Πιτέστι στη Γκέρλα στη Ζιλάβα ο Κωνσταντίν Οπρισάν υπέφερε φρικτά βασανιστήρια, αληθινές σελίδες του ρουμανικού μαρτυρολογίου.
Ο Άγιος των φυλακών Κωνσταντίν Οπρισάν. Μαρτυρίες για τον Κωνσταντίν Οπρισάν.
«Οταν μαλώναμε (στο κελί) εκείνος προσευχόνταν. Η προσευχή του ήταν αποτελεσματική. Εμεις ντρεπόμασταν επειδή ξέραμε ότι προσεύχονταν. Δεν προσευχόνταν με δυνατή φωνή, αλλά το έβλεπες στο αλλοιωμένο πρόσωπό του. Εμεις καταλαβαίναμε ότι προσεύχεται και σταματούσαμε τον καυγά. Ηταν σε άθλια κατάσταση επειδή τον είχαν βασανίσει στο Πιτέστι 3 χρόνια. Τον χτυπούσαν στο στήθος και στην πλάτη, του ειχαν καταστρέψει τα πνευμόνια. Αλλά εκείνος προσεύχονταν όλη μέρα. Ποτέ δεν είπε κάτι κακό για τους βασανιστές του, μόνο μιλούσε για το Χριστό (π. Γκεόργκε Κάλτσιου - Ντουμιτρεάσα)
...Ο Κωνσταντίν άρχισε να κάνει απόχρεμψη υγρών απο τα πνευμόνια. Έμεινα με την πλάτη κολλημένος στην πόρτα. Ο άνθρωπος πνιγόταν. Πρέπει να έβγαλε τουλάχιστον ένα λίτρο φλέγμα και αίμα από τα πνευμόνια. Ημουν έτοιμος να κάνω εμετό. Μόλις το κατάλαβε μου είπε «συγχώραμε». Εγώ ντράπηκα επειδή ήμουν φοιτητής της ιατρικής. Από τότε τον φρόντιζα όσο μπορούσα. (π.Γκεοργκε Καλτσιου - Ντουμιτρεάσα)
Δε μιλούσε πολύ. Κάθε μέρα μας μιλούσε μια - δυο ώρες, επειδή δε μπορούσε να μιλήσει πιο πολύ. Κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του ήταν μια λέξη αγιασμένη - μόνο για το Χριστό, την αγάπη, τη συγχώρεση.
«Ενστικτωδώς όλοι μαζεύτηκαν γύρω από τον Οπρισάν σαν να ήταν η τελευταία σανίδα σωτηρίας που έπρεπε να σωθεί. Ο Τσουρκάνου πλησίασε τον Οπρισάν θέλοντας να τον διαλύσει. Πλησιάζοντας τον τα δόντια του έτριζαν. Ο Οπρισάν τον κοίταζα χωρίς να ανοιγοκλείσει τα μάτια του. Από το μυαλό μου σαν αστραπή πέρασαν τα λόγια του Αρχάγγελου Μιχαήλ.
Ο Τουρκάνου έκανε σήμα στους συνεργάτες του, οι οποίοι πλησίασαν. Έπειτα είπε στον Οπρισάν: «Ξάπλωσε». Πολλοί έσκυψαν το κεφάλι τους, άλλοι έκλεισαν τα μάτια. Ο Πουσκάσου και ο Λιβίνσκι πέρασαν από τη μια και την άλλη πλευρά του Οπρισάν. Ο Τουρκάνου στηρίχθηκε στους ώμους του αι αφέθηκε με όλο το βάρος στο θώρακα του, μέχρι που έβγαλε όλο τον αέρα και μετά στο λαιμό του. Το θύμα φαινόταν να πεθαίνει από ασφυξία. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που άρχισε να τρέχει αίμα από τη άκρη του στόματος του, που έβγαινε από τα πνευμόνια. έπειτα ο Τσουρκάνου τον πάτησε άλλη μια φορά δυνατά στο στήθος και με τα δυο πόδια και με δαιμονική ικανοποίηση του είπε: «Σήκω! Έτσι θα πεθάνεις σιγά – σιγά σταγόνα – σταγόνα.» (Virgil Maxim “Im pentru crucea purtata”)
...Τον κοίταξα. Το πρόσωπό του ήταν εντελώς εξαντλημένο. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά αλλά έβλεπα πάνω τους κάτι σαν ομίχλη. Γύρισε τα μάτια του προς τα επάνω. Ήμουν τόσο τρομαγμένος που θα πέθαινε και ήμουν μόνος με εκείνον στο κελί. Έβαλα το χέρι μου επάνω του και είπα: «Κωνσταντίν, μην πεθάνεις, μην πεθάνεις. Έλα πίσω, έλα πίσω. Ούρλιαξα. Επέστρεψε. Τα μάτια του τώρα ήταν καθαρά. Δε ξέρω τι έγινε με τη ψυχή του αλλά στο πρόσωπό του είχε αποτυπωθεί ο τρόμος. Αισθάνθηκα ότι ήταν έτοιμος να μπει στον άλλο κόσμο και ότι εγώ τον γύρισα πίσω στο κελί. Έκλαιγε πολύ. Το πρόσωπό του είχε γίνει σαν ενός παιδιού. Ενός νεογέννητου παιδιού, που μόλις είχε βγει από την κοιλιά της μαμάς του. Ο Κωνσταντίν Οπρισάν έκλαιγε επειδή τον είχα αναγκάσει να γυρίσει πίσω. Μετά από λίγα λεπτά πέθανε. (π. Γκεόργκε Κάλτσιου - Ντουμιτρεάσα)
Είχε σπουδάσει φιλοσοφία. Στα 1946 -1947, ήταν ο καλύτερος γνώστης της φιλοσοφίας των υπαρξιακών φιλοσόφων. Ήταν καλύτερος και από τους καθηγητές του. Ήταν φοβερά έξυπνος, μια διάνοια, ενώ παράλληλα ήταν ηθικός και πολύ πιστός. Άλλωστε ήταν πρόεδρος των αδελφοτήτων του Σταυρού (σ.σ.αδελφότητες ορθοδόξων φοιτητών)
...Τον Κωνσταντίν Οπρισάν τον βασάνισαν σαν το Χριστό, εβδομάδες ολόκληρες, υποχρεώνοντας (με φριχτά βασανιστήρια σ.σ) ολους όσους συνεργάστηκαν μαζί του στις ορθόδοξες αδελφότητες και οι οποίοι τον θαύμαζαν απεριόριστα, να τον χτυπήσουν, να τον φτύσουν, να τον βασανίσουν, και να πουν γι'αυτόν ψέματα.
Μια φορά που μας είχαν βγάλει έξω, βγάζοντας το πουκάμισό του είδα ότι η πλάτη του ήταν γεμάτη ρίγες ,σαν μια ζέβρα, σαν να τον είχαν γδάρει, κάψει ή μαστιγώσει, ο Θεός ξέρει (Εουτζέν Ματζιρέσκου - ''Moara Dracilor, Edit, Fronde)
- Τι ψυχές! Τι χριστιανοί! Τωρα στέκονται στον Ουρανο και προσεύχονται για εμας τους χλιαρούς. Προσεύχονται να τους ακολουθήσουμε αν χρειαστεί, έστω, για αρχή, να μην αφήσουμε την προσευχή και να μη δίνουμε τόση σημασία στα εγκόσμια για να δέχθούμε το Χριστό χωρίς τον οποίο δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Για το Χριστό υβριστηκαν, ταπεινώθηκαν, χτυπήθηκαν κτηνωδώς, υπέφεραν από το κρύο, την πείνα, την υγρασία, την προδοσία, αντιστεκόμενοι σ'αυτούς που αναμόχλευσαν κάθε γωνιά της ψυχής τους στην προσπάθεια τους να διώξουν από εκεί το Χριστό με τη βία. Ευτυχώς δεν τα κατάφερναν πάντα!
Άγιοι Νέοι Μάρτυρες του Χριστού, πρεσβεύσατε υπερ ημών!
● Ο Κωνσταντίνος Οπρισάν στη φρίκη της φυλακής Ζιλάβα.
Στην Κασίμκα της φυλακής Ζιλάβας [1]: ο θάνατος του Κωνσταντίνου Οπρισάν.
Είχα την καλή τύχη να είμαι ένα από τα 16 πρόσωπα που η Ασφάλεια [η κομμουνιστική πολιτική αστυνομία] έφερε στη φυλακή Ζιλάβα…
Είχε κτισθεί στη Ζιλάβα ένα ειδικό ημικυλινδρικό κελλί, που βρισκόταν 7μ κάτω από τη γη. Δεν μπορείς να δεις τη Ζιλάβα, η φυλακή είναι όλη υπόγεια. Σ’αυτό τον κύλινδρο κτίσθηκαν τέσσερα κελλιά, χωρίς παράθυρα, με μια μόνο πόρτα. Το κελλί μας ήταν μικρό: δυο κρεβάτια δεξιά και δυο αριστερά, το βαρέλι με νερό και εκείνο για τις φυσικές ανάγκες. Χωρίς φυσικό φως, χωρίς αέρα. Ο αερισμός γινόταν μέσα σε τρεις τρύπες που ήταν κάτω, δίπλα στην πόρτα. Μέρα - νύχτα υπήρχε μόνο ένας ηλεκτρικός λαμπτήρας. Το νερό έτρεχε στους τοίχους, η υγρασία ήταν διαρκής, τα στρώματα μούχλιαζαν από κάτω μας. Οι συνθήκες ήταν σαφώς εξοντωτικές.
Μας έβαλαν ανά τέσσερεις σε κάθε κελλί. Εκεί που υπήρχε ενότητα, βαθιά πίστη και προσευχή, επιβίωσαν. Η Ασφάλεια μας έβαλε έτσι, ώστε σε κάθε κελλί να υπάρχει ένας καταστρεπτικός άνθρωπος, είτε ηθικά, είτε φυσικά. Σ’εμάς έβαλε τον Κωνσταντίνο Οπρισάν, του οποίου οι πνεύμονες ήταν κατεστραμμένοι από τη φυματίωση. Δυο φορές τη μέρα έβγαζε υγρό από τους πνέυμονες, αίμα κλπ. Ήταν φοβερό να τον βλέπεις. Στο δεύτερο κελλί βρίσκονταν δυο τρελλοί. Στo τρίτo, ένας ψυχικά ευμετάβλητος άνθρωπος. Στο κελλί με τους δυο τρελλούς πέθαναν όλοι. Εμείς αντέξαμε, γιατί συσπειρωθήκαμε γύρω από τον Κωνσταντίνο.
Αυτός ήταν ο στύλος στον οποίο στηριχτήκαμε όλοι. Ήταν στο κρεβάτι, φυσικά ήταν ξαπλωμένος, αλλά πνευματικά ήταν πολύ κάθετος. Είμαι πεπεισμένος ότι την παρουσία του εκεί την επέτρεψε ο Θεός για μας. Υπήρχαν άνθρωποι που μάζευαν δέκα γύρω τους, άλλοι μόνο δυο-τρεις. Στην πραγματικότητα αυτοί δεν έκαναν τίποτε. Εμείς τους αναζητούσαμε και διψούσαμε να ακούμε πράγματα, να ξέρουμε ότι υπήρχε και μια άλλη βεβαιότητα εκτός από εκείνη του εγκλήματος, της αμαρτίας και της απογνώσεως που βιώναμε. Χρειαζόμασταν ένα τέτοιο πράγμα. Ο Θεός μας αποκάλυψε ανθρώπους, οι οποίοι μας έσωσαν. Σ’εμάς, που βρισκόμασταν στην Κασίμκα μάς έστειλε τον Κωνσταντίνο Οπρισάν.
Την πρώτη ημέρα που μπήκα μέσα στο κελλί, ο Κωνσταντίνος άρχισε να βγάζει υγρό από τους πνεύμονες. Έμεινα καρφωμένος στην πόρτα από κατάπληξη, διότι δεν είχα δει ποτέ ένα τέτοιο πράγμα. Αυτός ο άνθρωπος πνιγόταν. Πιθανώς είχε βγάλει ένα λίτρο φλέγμα και αίμα από τους πνεύμονες και εγώ είχα αναγούλες. Ο Κωνσταντίνος Οπρισάν, παρατηρώντας το, μού είπε: «Να με συγχωρέσεις!»… Ντράπηκα τόσο πολύ! Αφού ήμουν φοιτητής Ιατρικής Σχολής, αποφάσισα να τον φροντίζω. Δεν μπορούσε να κινηθεί και εγώ έκανα όλα όσα χρειαζόταν, τού έδινα να φάει, τον έπλενα…
Αυτός ήταν άγιος άνθρωπος. Ήταν η πρώτη φορά που γνώριζα έναν τέτοιο άνθρωπο. Δεν μιλούσε πολύ. Μάς μιλούσε καθημερινώς, περίπου για μια-δυο ώρες, αλλά κάθε λόγος που έβγαινε από το στόμα του ήταν άγιος – μόνο για τον Χριστό, για την αγάπη, για την συγχώρηση. Έλεγε τις προσευχές του και, ακούγοντας πώς τις λέει, ξέροντας πόσο πάσχει, ήμασταν βαθιά συγκινημένοι.
● Η ψυχική ευγένεια του Κωνσταντίνου Οπρισάν στο μαρτύριο της φυλακής.
Εκτός από την ψυχική του ευγένεια, ο Κωνσταντίνος πάντοτε προσπαθούσε να μας φυλάξει, να μην βήχει πολύ, για να μη σκορπίσει βακίλους στην ατμόσφαιρα. Ήταν σαν ένας άγιος μαζί μας στο κελλί. Αισθανόμασταν την παρουσία του Αγίου Πνέυματος γύρω του… Και κατά τις τελευταίες του ημέρες, όταν δεν μπορούσε πια να μιλήσει, δεν έχασε την αγαθοσύνη του προς εμάς. Διαβάζαμε στα μάτια του την εσωτερική φώτιση και την αγάπη. Το πρόσωπό του ήταν σαν ένα ξεχείλισμα αγάπης.
Βρισκόταν σε μια τόσο σοβαρή φυσική κατάσταση, γιατί είχε βασανιστεί τρία χρόνια στο Πιτέστι. Τον είχαν χτυπήσει στο στήθος, στην πλάτη τόσο πολύ, ώστε τού είχαν καταστρέψει τους πνεύμονες [2]. Αλλά αυτός προσευχόταν όλη την ημέρα. Ποτέ δεν είπε κάτι κακό εναντίον εκείνων που τον είχαν βασανίσει· μάς μιλούσε μόνο για τον Χριστό.
Τότε δεν κατάλαβα πόσο σημαντικός ήταν ο Κωνσταντίνος Οπρισάν για μας. Αυτός ήταν η αιτία για την οποία ήμασταν ακόμη στην ζωή σ’εκείνο το κελλί.
Κατά τον πρώτο χρόνο γινόταν όλο και πιο αδύνατος. Αισθανόμουν ότι πλησιάζεται το τέλος της επιγείας του ζωής και ότι θα πεθάνει. Εμείς κάναμε τα πάντα, προσπαθώντας να τον σώσουμε ή τουλάχιστον να τού μακρύνουμε τη ζωή. Παραδείγματος χάριν, αφού δεν είχαμε φάρμακα, θυμήθηκα ότι η πενικιλίνη εξάγεται από τη μούχλα. Βάζαμε το βράδυ κομμάτια ψωμιού κάτω από το κρεβάτι στην υγρασία και μέχρι το πρωί η μούχλα έφτανε μέχρι δυο δάχτυλα πάχος. Παίρναμε αυτή την μούχλα, την διαλύαμε στο νερό, την βάζαμε σε μια γάζα, που την κρατούσαμε στη μύτη του για να αναπνέει μέσα από αυτή. Και είμαι πεπεισμένος ότι αυτή η νοσηλεία με μύκητα μούχλας μάκρυνε την ζωή του για μερικούς μήνες.
Μια φορά την εβδομάδα έπρεπε να ξυριστούμε. Μια ημέρα, ενώ ξυριζόμουν, ο Μάρκελλος, ο φοιτητής ο νεώτερος από μας, είδε πως ο Κωνσταντίνος ήταν έτοιμος να πεθάνει. Μού είπε:
– Να πας να κοιτάξεις τον Κωνσταντίνο! Πεθαίνει!
Κοίταξα σ’αυτόν. Το πρόσωπό του έδειχνε εντελώς εξαντλημένο. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά, αλλά σαν να είχε ένα κάλυμμα ομίχλης πάνω τους. Ήμουν τόσο τρομαγμένος, φοβήθηκα τόσο… Ένιωσα ότι θα πεθάνει και θα μείνω μόνος μου στο κελλί.
[1] Ζιλάβα σημαίνει υγρή. Η Ζιλάβα ήταν μια από τις κομμουνιστικές φυλακές με εξοντωτικό καθεστώς, δίπλα στο Βουκουρέστι, η οποία στις «καλές» της περιόδους στέγαζε χιλιάδες πολιτικούς κρατουμένους. Ήταν κτισμένη σε 7 - 10 μέτρα κάτω από τη γη, αυτό το γεγονος προκαλώντας μεγάλη υγρασία μέσα στην φυλακή. Υπήρχε συχνά νερό στο πάτωμα των κελλιών και στο διάδρομο και ο αέρας ήταν πολύ λιγοστός, αφού τα μικρά παράθυρα ήταν καρφωμένα και βαμμένα. Το φαγητό – μόνο 1000 θερμίδες καθημερινά.
Για μερικούς από τους πιο απειθείς πολιτικούς φυλακισμένους, καταδικασμένους πάλι το 1956 σε μια ραδιουργημένη δίκη, κτίσθηκε η Κασίμκα. Η Κασίμκα ήταν ο τόπος όπου εισερχόμενος, δεν εξερχόσουν πια. Σ’ένα από τα κελλιά της Κασίμκας βρίσκονταν ο Κωνσταντίνος Οπρισάν, ο Πατήρ Γεώργιος Κάλτσιου (τότε φοιτητής Ιατρικής Σχολής), ο Μάρκελλος Πετρισόρ και ο Ιωσίφ Ιωσίφ.
[2] «Ο Τσουρκάνου πλησίασε τον Οπρισάν, θέλοντας να τον σκίσει. Σταμάτησε στην μέση του δρόμου, τρίζοντας τα δόντια του. Οπρισάν κοίταξε σ’αυτόν χωρίς να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρα. Μού ήρθε στο νου τον λόγο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην διαμάχη με το Σατανά για το σώμα του Μωϋσή: Επιτιμήσαι σοι Κύριος, διάβολε!
Ο Τσουρκάνου έκανε ένα σημείο στους συνεργάτες του, που τον πλησίασαν. Ύστερα, έδωσε διαταγή στον Οπρισάν: Ξάπλωσε κατάγης!. Πολλοί έκλιναν τα κεφάλια, άλλοι έκλεισαν τα μάτια. Δεν ξέραμε τι θα γίνει. Ο Πουσκάσου και ο Λιβίνσκι παρατάχθηκαν ένας αριστερά και ένας δεξιά από τον Οπρισάν, που ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα με το πρόσωπο προς τα πάνω. Ο Τσουρκάνου, στηριζόμενος με τα χέρια στους ώμους των άλλων δύο, ανέβηκε στο στήθος του Οπρισάν. Αφήθηκε με όλο το βάρος του στον θώρακα αυτού, μέχρι βγήκε όλος ο αέρας, και μετά στο λαιμό, πνίγοντάς τόν. Καμιά φορά άμβλυνε την πίεση, ώστε κατά βραχέα διαλείμματα αναπνοής, το θύμα, εντελώς εξαντλημένο, φαινόταν να πεθάνει. Το μαρτύριο επανελάμβανε μέχρι το αίμα άρχιζε να ρέει από τους πνεύμονες στο στόμα σε ξεσπάσματα βήχα. Τότε, ο Τσουρκάνου πίεζε ακόμη μια φορά στον θώρακα με τα δυο πόδια, έχοντας ένα παρουσιαστικό διαβολικής ικανοποιήσεως και κατέβαινε: Σήκω! Έτσι θα πεθάνεις! Σιγά - σιγά! Σταγόνα με σταγόνα!» (γεγονός από τη φυλακή Γέρλα, διηγημένο από τον Βεργίλιο Μάξιμο στο βιβλίο του «Ύμνος σ΄ αυτούς που σηκώνουν τον Σταυρό τους»)
(εμπειρίες του Πατρός Γεωργίου Κάλτσιου, στο βιβλίο «Βίος του Πατρός Γεωργίου Κάλτσιου» – Κείμενα μεταφρασμένα για πρώτη φορά στα ελληνικά από Iερά Μονή Διακονέστι - Ρουμανία)
Ο νέος μάρτυρας του Ιησού Κωνσταντίν Οπρισάν έζησε σε αυτή τη κοιλάδα του κλαθμωνος 37 χρόνια. Γεννήθηκε το 1921 στο Ονέστι – Μπακάου. Ήταν προικισμένος με ένα μεγάλο φιλοσοφικό και ποιητικό ταλέντο και μαθήτευσε στο Φράιμπουργκ κοντά στο μεγαλύτερο φιλόσοφο του 20ου αιώνα Μάρτιν Χαιντεγκέρ Συνελήφθη στο Κλούζ το 1948 μαζί με το άνθος της ρουμανικής νεολαίας, επειδή αγαπούσε το Χριστό και επιθυμούσε η πατρίδα του να είναι χριστιανική.
Άφησε τη καριέρα του, τα νιάτα του, τη γυναίκα του την οικογένεια και ότι σημαίνει εγκόσμια χαρά για να ενδυθεί την αιώνια δόξα του σταυρού στις κουμμουνιστικές φυλακές.
Εκοιμήθη εν Χριστώ στις 26 Ιουλίου 1958 στα μπουντρούμια της Ζιλάβα.
Το όνομα του είναι σύμβολο της χριστιανικής και ανθρώπινης αξιοπρέπειας για τη γενιά του για αυτό ο εχθρός της σωτηρίας τον πολέμησε δυνατά θέλοντας να χαθούν όσο πιο πολλές ψυχές. Στο Πιτέστι στη Γκέρλα στη Ζιλάβα ο Κωνσταντίν Οπρισάν υπέφερε φρικτά βασανιστήρια, αληθινές σελίδες του ρουμανικού μαρτυρολογίου.
Ο Άγιος των φυλακών Κωνσταντίν Οπρισάν. Μαρτυρίες για τον Κωνσταντίν Οπρισάν.
«Οταν μαλώναμε (στο κελί) εκείνος προσευχόνταν. Η προσευχή του ήταν αποτελεσματική. Εμεις ντρεπόμασταν επειδή ξέραμε ότι προσεύχονταν. Δεν προσευχόνταν με δυνατή φωνή, αλλά το έβλεπες στο αλλοιωμένο πρόσωπό του. Εμεις καταλαβαίναμε ότι προσεύχεται και σταματούσαμε τον καυγά. Ηταν σε άθλια κατάσταση επειδή τον είχαν βασανίσει στο Πιτέστι 3 χρόνια. Τον χτυπούσαν στο στήθος και στην πλάτη, του ειχαν καταστρέψει τα πνευμόνια. Αλλά εκείνος προσεύχονταν όλη μέρα. Ποτέ δεν είπε κάτι κακό για τους βασανιστές του, μόνο μιλούσε για το Χριστό (π. Γκεόργκε Κάλτσιου - Ντουμιτρεάσα)
...Ο Κωνσταντίν άρχισε να κάνει απόχρεμψη υγρών απο τα πνευμόνια. Έμεινα με την πλάτη κολλημένος στην πόρτα. Ο άνθρωπος πνιγόταν. Πρέπει να έβγαλε τουλάχιστον ένα λίτρο φλέγμα και αίμα από τα πνευμόνια. Ημουν έτοιμος να κάνω εμετό. Μόλις το κατάλαβε μου είπε «συγχώραμε». Εγώ ντράπηκα επειδή ήμουν φοιτητής της ιατρικής. Από τότε τον φρόντιζα όσο μπορούσα. (π.Γκεοργκε Καλτσιου - Ντουμιτρεάσα)
Δε μιλούσε πολύ. Κάθε μέρα μας μιλούσε μια - δυο ώρες, επειδή δε μπορούσε να μιλήσει πιο πολύ. Κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του ήταν μια λέξη αγιασμένη - μόνο για το Χριστό, την αγάπη, τη συγχώρεση.
«Ενστικτωδώς όλοι μαζεύτηκαν γύρω από τον Οπρισάν σαν να ήταν η τελευταία σανίδα σωτηρίας που έπρεπε να σωθεί. Ο Τσουρκάνου πλησίασε τον Οπρισάν θέλοντας να τον διαλύσει. Πλησιάζοντας τον τα δόντια του έτριζαν. Ο Οπρισάν τον κοίταζα χωρίς να ανοιγοκλείσει τα μάτια του. Από το μυαλό μου σαν αστραπή πέρασαν τα λόγια του Αρχάγγελου Μιχαήλ.
Ο Τουρκάνου έκανε σήμα στους συνεργάτες του, οι οποίοι πλησίασαν. Έπειτα είπε στον Οπρισάν: «Ξάπλωσε». Πολλοί έσκυψαν το κεφάλι τους, άλλοι έκλεισαν τα μάτια. Ο Πουσκάσου και ο Λιβίνσκι πέρασαν από τη μια και την άλλη πλευρά του Οπρισάν. Ο Τουρκάνου στηρίχθηκε στους ώμους του αι αφέθηκε με όλο το βάρος στο θώρακα του, μέχρι που έβγαλε όλο τον αέρα και μετά στο λαιμό του. Το θύμα φαινόταν να πεθαίνει από ασφυξία. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που άρχισε να τρέχει αίμα από τη άκρη του στόματος του, που έβγαινε από τα πνευμόνια. έπειτα ο Τσουρκάνου τον πάτησε άλλη μια φορά δυνατά στο στήθος και με τα δυο πόδια και με δαιμονική ικανοποίηση του είπε: «Σήκω! Έτσι θα πεθάνεις σιγά – σιγά σταγόνα – σταγόνα.» (Virgil Maxim “Im pentru crucea purtata”)
...Τον κοίταξα. Το πρόσωπό του ήταν εντελώς εξαντλημένο. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά αλλά έβλεπα πάνω τους κάτι σαν ομίχλη. Γύρισε τα μάτια του προς τα επάνω. Ήμουν τόσο τρομαγμένος που θα πέθαινε και ήμουν μόνος με εκείνον στο κελί. Έβαλα το χέρι μου επάνω του και είπα: «Κωνσταντίν, μην πεθάνεις, μην πεθάνεις. Έλα πίσω, έλα πίσω. Ούρλιαξα. Επέστρεψε. Τα μάτια του τώρα ήταν καθαρά. Δε ξέρω τι έγινε με τη ψυχή του αλλά στο πρόσωπό του είχε αποτυπωθεί ο τρόμος. Αισθάνθηκα ότι ήταν έτοιμος να μπει στον άλλο κόσμο και ότι εγώ τον γύρισα πίσω στο κελί. Έκλαιγε πολύ. Το πρόσωπό του είχε γίνει σαν ενός παιδιού. Ενός νεογέννητου παιδιού, που μόλις είχε βγει από την κοιλιά της μαμάς του. Ο Κωνσταντίν Οπρισάν έκλαιγε επειδή τον είχα αναγκάσει να γυρίσει πίσω. Μετά από λίγα λεπτά πέθανε. (π. Γκεόργκε Κάλτσιου - Ντουμιτρεάσα)
Είχε σπουδάσει φιλοσοφία. Στα 1946 -1947, ήταν ο καλύτερος γνώστης της φιλοσοφίας των υπαρξιακών φιλοσόφων. Ήταν καλύτερος και από τους καθηγητές του. Ήταν φοβερά έξυπνος, μια διάνοια, ενώ παράλληλα ήταν ηθικός και πολύ πιστός. Άλλωστε ήταν πρόεδρος των αδελφοτήτων του Σταυρού (σ.σ.αδελφότητες ορθοδόξων φοιτητών)
...Τον Κωνσταντίν Οπρισάν τον βασάνισαν σαν το Χριστό, εβδομάδες ολόκληρες, υποχρεώνοντας (με φριχτά βασανιστήρια σ.σ) ολους όσους συνεργάστηκαν μαζί του στις ορθόδοξες αδελφότητες και οι οποίοι τον θαύμαζαν απεριόριστα, να τον χτυπήσουν, να τον φτύσουν, να τον βασανίσουν, και να πουν γι'αυτόν ψέματα.
Μια φορά που μας είχαν βγάλει έξω, βγάζοντας το πουκάμισό του είδα ότι η πλάτη του ήταν γεμάτη ρίγες ,σαν μια ζέβρα, σαν να τον είχαν γδάρει, κάψει ή μαστιγώσει, ο Θεός ξέρει (Εουτζέν Ματζιρέσκου - ''Moara Dracilor, Edit, Fronde)
- Τι ψυχές! Τι χριστιανοί! Τωρα στέκονται στον Ουρανο και προσεύχονται για εμας τους χλιαρούς. Προσεύχονται να τους ακολουθήσουμε αν χρειαστεί, έστω, για αρχή, να μην αφήσουμε την προσευχή και να μη δίνουμε τόση σημασία στα εγκόσμια για να δέχθούμε το Χριστό χωρίς τον οποίο δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Για το Χριστό υβριστηκαν, ταπεινώθηκαν, χτυπήθηκαν κτηνωδώς, υπέφεραν από το κρύο, την πείνα, την υγρασία, την προδοσία, αντιστεκόμενοι σ'αυτούς που αναμόχλευσαν κάθε γωνιά της ψυχής τους στην προσπάθεια τους να διώξουν από εκεί το Χριστό με τη βία. Ευτυχώς δεν τα κατάφερναν πάντα!
Άγιοι Νέοι Μάρτυρες του Χριστού, πρεσβεύσατε υπερ ημών!
● Ο Κωνσταντίνος Οπρισάν στη φρίκη της φυλακής Ζιλάβα.
Στην Κασίμκα της φυλακής Ζιλάβας [1]: ο θάνατος του Κωνσταντίνου Οπρισάν.
Είχα την καλή τύχη να είμαι ένα από τα 16 πρόσωπα που η Ασφάλεια [η κομμουνιστική πολιτική αστυνομία] έφερε στη φυλακή Ζιλάβα…
Είχε κτισθεί στη Ζιλάβα ένα ειδικό ημικυλινδρικό κελλί, που βρισκόταν 7μ κάτω από τη γη. Δεν μπορείς να δεις τη Ζιλάβα, η φυλακή είναι όλη υπόγεια. Σ’αυτό τον κύλινδρο κτίσθηκαν τέσσερα κελλιά, χωρίς παράθυρα, με μια μόνο πόρτα. Το κελλί μας ήταν μικρό: δυο κρεβάτια δεξιά και δυο αριστερά, το βαρέλι με νερό και εκείνο για τις φυσικές ανάγκες. Χωρίς φυσικό φως, χωρίς αέρα. Ο αερισμός γινόταν μέσα σε τρεις τρύπες που ήταν κάτω, δίπλα στην πόρτα. Μέρα - νύχτα υπήρχε μόνο ένας ηλεκτρικός λαμπτήρας. Το νερό έτρεχε στους τοίχους, η υγρασία ήταν διαρκής, τα στρώματα μούχλιαζαν από κάτω μας. Οι συνθήκες ήταν σαφώς εξοντωτικές.
Μας έβαλαν ανά τέσσερεις σε κάθε κελλί. Εκεί που υπήρχε ενότητα, βαθιά πίστη και προσευχή, επιβίωσαν. Η Ασφάλεια μας έβαλε έτσι, ώστε σε κάθε κελλί να υπάρχει ένας καταστρεπτικός άνθρωπος, είτε ηθικά, είτε φυσικά. Σ’εμάς έβαλε τον Κωνσταντίνο Οπρισάν, του οποίου οι πνεύμονες ήταν κατεστραμμένοι από τη φυματίωση. Δυο φορές τη μέρα έβγαζε υγρό από τους πνέυμονες, αίμα κλπ. Ήταν φοβερό να τον βλέπεις. Στο δεύτερο κελλί βρίσκονταν δυο τρελλοί. Στo τρίτo, ένας ψυχικά ευμετάβλητος άνθρωπος. Στο κελλί με τους δυο τρελλούς πέθαναν όλοι. Εμείς αντέξαμε, γιατί συσπειρωθήκαμε γύρω από τον Κωνσταντίνο.
Αυτός ήταν ο στύλος στον οποίο στηριχτήκαμε όλοι. Ήταν στο κρεβάτι, φυσικά ήταν ξαπλωμένος, αλλά πνευματικά ήταν πολύ κάθετος. Είμαι πεπεισμένος ότι την παρουσία του εκεί την επέτρεψε ο Θεός για μας. Υπήρχαν άνθρωποι που μάζευαν δέκα γύρω τους, άλλοι μόνο δυο-τρεις. Στην πραγματικότητα αυτοί δεν έκαναν τίποτε. Εμείς τους αναζητούσαμε και διψούσαμε να ακούμε πράγματα, να ξέρουμε ότι υπήρχε και μια άλλη βεβαιότητα εκτός από εκείνη του εγκλήματος, της αμαρτίας και της απογνώσεως που βιώναμε. Χρειαζόμασταν ένα τέτοιο πράγμα. Ο Θεός μας αποκάλυψε ανθρώπους, οι οποίοι μας έσωσαν. Σ’εμάς, που βρισκόμασταν στην Κασίμκα μάς έστειλε τον Κωνσταντίνο Οπρισάν.
Την πρώτη ημέρα που μπήκα μέσα στο κελλί, ο Κωνσταντίνος άρχισε να βγάζει υγρό από τους πνεύμονες. Έμεινα καρφωμένος στην πόρτα από κατάπληξη, διότι δεν είχα δει ποτέ ένα τέτοιο πράγμα. Αυτός ο άνθρωπος πνιγόταν. Πιθανώς είχε βγάλει ένα λίτρο φλέγμα και αίμα από τους πνεύμονες και εγώ είχα αναγούλες. Ο Κωνσταντίνος Οπρισάν, παρατηρώντας το, μού είπε: «Να με συγχωρέσεις!»… Ντράπηκα τόσο πολύ! Αφού ήμουν φοιτητής Ιατρικής Σχολής, αποφάσισα να τον φροντίζω. Δεν μπορούσε να κινηθεί και εγώ έκανα όλα όσα χρειαζόταν, τού έδινα να φάει, τον έπλενα…
Αυτός ήταν άγιος άνθρωπος. Ήταν η πρώτη φορά που γνώριζα έναν τέτοιο άνθρωπο. Δεν μιλούσε πολύ. Μάς μιλούσε καθημερινώς, περίπου για μια-δυο ώρες, αλλά κάθε λόγος που έβγαινε από το στόμα του ήταν άγιος – μόνο για τον Χριστό, για την αγάπη, για την συγχώρηση. Έλεγε τις προσευχές του και, ακούγοντας πώς τις λέει, ξέροντας πόσο πάσχει, ήμασταν βαθιά συγκινημένοι.
● Η ψυχική ευγένεια του Κωνσταντίνου Οπρισάν στο μαρτύριο της φυλακής.
Εκτός από την ψυχική του ευγένεια, ο Κωνσταντίνος πάντοτε προσπαθούσε να μας φυλάξει, να μην βήχει πολύ, για να μη σκορπίσει βακίλους στην ατμόσφαιρα. Ήταν σαν ένας άγιος μαζί μας στο κελλί. Αισθανόμασταν την παρουσία του Αγίου Πνέυματος γύρω του… Και κατά τις τελευταίες του ημέρες, όταν δεν μπορούσε πια να μιλήσει, δεν έχασε την αγαθοσύνη του προς εμάς. Διαβάζαμε στα μάτια του την εσωτερική φώτιση και την αγάπη. Το πρόσωπό του ήταν σαν ένα ξεχείλισμα αγάπης.
Βρισκόταν σε μια τόσο σοβαρή φυσική κατάσταση, γιατί είχε βασανιστεί τρία χρόνια στο Πιτέστι. Τον είχαν χτυπήσει στο στήθος, στην πλάτη τόσο πολύ, ώστε τού είχαν καταστρέψει τους πνεύμονες [2]. Αλλά αυτός προσευχόταν όλη την ημέρα. Ποτέ δεν είπε κάτι κακό εναντίον εκείνων που τον είχαν βασανίσει· μάς μιλούσε μόνο για τον Χριστό.
Τότε δεν κατάλαβα πόσο σημαντικός ήταν ο Κωνσταντίνος Οπρισάν για μας. Αυτός ήταν η αιτία για την οποία ήμασταν ακόμη στην ζωή σ’εκείνο το κελλί.
Κατά τον πρώτο χρόνο γινόταν όλο και πιο αδύνατος. Αισθανόμουν ότι πλησιάζεται το τέλος της επιγείας του ζωής και ότι θα πεθάνει. Εμείς κάναμε τα πάντα, προσπαθώντας να τον σώσουμε ή τουλάχιστον να τού μακρύνουμε τη ζωή. Παραδείγματος χάριν, αφού δεν είχαμε φάρμακα, θυμήθηκα ότι η πενικιλίνη εξάγεται από τη μούχλα. Βάζαμε το βράδυ κομμάτια ψωμιού κάτω από το κρεβάτι στην υγρασία και μέχρι το πρωί η μούχλα έφτανε μέχρι δυο δάχτυλα πάχος. Παίρναμε αυτή την μούχλα, την διαλύαμε στο νερό, την βάζαμε σε μια γάζα, που την κρατούσαμε στη μύτη του για να αναπνέει μέσα από αυτή. Και είμαι πεπεισμένος ότι αυτή η νοσηλεία με μύκητα μούχλας μάκρυνε την ζωή του για μερικούς μήνες.
Μια φορά την εβδομάδα έπρεπε να ξυριστούμε. Μια ημέρα, ενώ ξυριζόμουν, ο Μάρκελλος, ο φοιτητής ο νεώτερος από μας, είδε πως ο Κωνσταντίνος ήταν έτοιμος να πεθάνει. Μού είπε:
– Να πας να κοιτάξεις τον Κωνσταντίνο! Πεθαίνει!
Κοίταξα σ’αυτόν. Το πρόσωπό του έδειχνε εντελώς εξαντλημένο. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά, αλλά σαν να είχε ένα κάλυμμα ομίχλης πάνω τους. Ήμουν τόσο τρομαγμένος, φοβήθηκα τόσο… Ένιωσα ότι θα πεθάνει και θα μείνω μόνος μου στο κελλί.
[1] Ζιλάβα σημαίνει υγρή. Η Ζιλάβα ήταν μια από τις κομμουνιστικές φυλακές με εξοντωτικό καθεστώς, δίπλα στο Βουκουρέστι, η οποία στις «καλές» της περιόδους στέγαζε χιλιάδες πολιτικούς κρατουμένους. Ήταν κτισμένη σε 7 - 10 μέτρα κάτω από τη γη, αυτό το γεγονος προκαλώντας μεγάλη υγρασία μέσα στην φυλακή. Υπήρχε συχνά νερό στο πάτωμα των κελλιών και στο διάδρομο και ο αέρας ήταν πολύ λιγοστός, αφού τα μικρά παράθυρα ήταν καρφωμένα και βαμμένα. Το φαγητό – μόνο 1000 θερμίδες καθημερινά.
Για μερικούς από τους πιο απειθείς πολιτικούς φυλακισμένους, καταδικασμένους πάλι το 1956 σε μια ραδιουργημένη δίκη, κτίσθηκε η Κασίμκα. Η Κασίμκα ήταν ο τόπος όπου εισερχόμενος, δεν εξερχόσουν πια. Σ’ένα από τα κελλιά της Κασίμκας βρίσκονταν ο Κωνσταντίνος Οπρισάν, ο Πατήρ Γεώργιος Κάλτσιου (τότε φοιτητής Ιατρικής Σχολής), ο Μάρκελλος Πετρισόρ και ο Ιωσίφ Ιωσίφ.
[2] «Ο Τσουρκάνου πλησίασε τον Οπρισάν, θέλοντας να τον σκίσει. Σταμάτησε στην μέση του δρόμου, τρίζοντας τα δόντια του. Οπρισάν κοίταξε σ’αυτόν χωρίς να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρα. Μού ήρθε στο νου τον λόγο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην διαμάχη με το Σατανά για το σώμα του Μωϋσή: Επιτιμήσαι σοι Κύριος, διάβολε!
Ο Τσουρκάνου έκανε ένα σημείο στους συνεργάτες του, που τον πλησίασαν. Ύστερα, έδωσε διαταγή στον Οπρισάν: Ξάπλωσε κατάγης!. Πολλοί έκλιναν τα κεφάλια, άλλοι έκλεισαν τα μάτια. Δεν ξέραμε τι θα γίνει. Ο Πουσκάσου και ο Λιβίνσκι παρατάχθηκαν ένας αριστερά και ένας δεξιά από τον Οπρισάν, που ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα με το πρόσωπο προς τα πάνω. Ο Τσουρκάνου, στηριζόμενος με τα χέρια στους ώμους των άλλων δύο, ανέβηκε στο στήθος του Οπρισάν. Αφήθηκε με όλο το βάρος του στον θώρακα αυτού, μέχρι βγήκε όλος ο αέρας, και μετά στο λαιμό, πνίγοντάς τόν. Καμιά φορά άμβλυνε την πίεση, ώστε κατά βραχέα διαλείμματα αναπνοής, το θύμα, εντελώς εξαντλημένο, φαινόταν να πεθάνει. Το μαρτύριο επανελάμβανε μέχρι το αίμα άρχιζε να ρέει από τους πνεύμονες στο στόμα σε ξεσπάσματα βήχα. Τότε, ο Τσουρκάνου πίεζε ακόμη μια φορά στον θώρακα με τα δυο πόδια, έχοντας ένα παρουσιαστικό διαβολικής ικανοποιήσεως και κατέβαινε: Σήκω! Έτσι θα πεθάνεις! Σιγά - σιγά! Σταγόνα με σταγόνα!» (γεγονός από τη φυλακή Γέρλα, διηγημένο από τον Βεργίλιο Μάξιμο στο βιβλίο του «Ύμνος σ΄ αυτούς που σηκώνουν τον Σταυρό τους»)
(εμπειρίες του Πατρός Γεωργίου Κάλτσιου, στο βιβλίο «Βίος του Πατρός Γεωργίου Κάλτσιου» – Κείμενα μεταφρασμένα για πρώτη φορά στα ελληνικά από Iερά Μονή Διακονέστι - Ρουμανία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου