Άγιος Γεώργιος ο εν Κρήνη Αττάλειας. Ημέρα Μνήμης: 25 Ιουνίου.
1ος Βίος.
Μαρτύρησε στην Κρήνη (Τσεσμέ) της Μ. Ασίας στις 25 Ιουνίου 1823.
Ο Άγιος προερχόταν από τουρκόφωνους ευλαβείς χριστιανούς γονείς της περιοχής της Αττάλειας, που είχαν και ιδιόκτητη εκκλησία προς τιμήν της Αγίας Αικατερίνης. Κάποια μέρα ενώ έπαιζε με άλλα παιδιά τον άρπαξε ο αγάς της περιοχής, τον πήρε σπίτι του και σαν μικρό παιδί που ήταν κατάφερε να τον εξισλαμίσει.
Για να τον κρατήσει μάλιστα κοντά του τον πάντρεψε αργότερα με την κόρη του. Οι γονείς του αγνοώντας τα συμβάντα θρηνούσαν την απώλειά του και όταν τέλος έμαθαν τη φρικτή είδηση οδύρονταν και ζητούσαν τρόπο να τον δουν έστω και από μακριά. Μη μπορώντας να τον πλησιάσουν παρεκάλεσαν κάποια γνωστή τους χριστιανή γυναίκα, ονόματι Μαρία, η οποία ήταν υπηρέτρια στο σπίτι του αγά, να θυμίσει στον νέο την καταγωγή του. Με φόβο λοιπόν η Μαρία τόλμησε να μιλήσει στον Γεώργιο για τους γονείς του, την καταγωγή του και τη θρησκεία του. Πράγματι ο λόγος της είχε αποτέλεσμα, καρποφόρησε αμέσως στην καρδιά του και ήθελε να φύγει αλλά πώς; Μηχανεύτηκαν το εξής, να προφασιστούν ότι ο μεν ένας θα πήγαινε για προσκύνημα στη Μέκκα, η δε άλλη στα Ιεροσόλυμα. Πράγματι συναντήθηκαν στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησαν με χαρά και ευλάβεια τους Αγίους Τόπους. Η Μαρία έγινε η πνευματική του μητέρα. Στη Μονή του Αγίου Σάββα εξομολογήθηκε ο Γεώργιος και επανεντάχθηκε στην Εκκλησία. Λούστηκε στον Ιορδάνη και αξιώθηκε των Αχράντων μυστηρίων. Στην Ιερουσαλήμ έμεινε δύο χρόνια παρακαλώντας συνεχώς τον Θεό για τελεία συγχώρεση. Αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Κρήνη της Μ. Ασίας, όπου ο Γεώργιος επαγγελόταν τον καφεπώλη και εκεί και νυμφεύτηκε.
Λόγω της Επανάστασης του 1821 γίνονταν μετακινήσεις του τουρκικού στρατού. Ο Άγιος, επειδή γνώριζε την τουρκική γλώσσα, έγινε ιπποκόμος στο Διοικητήριο. Κάποια μέρα διαδόθηκε πως θα περάσει από την Κρήνη ο πασάς της Αττάλειας. Η Μαρία και η σύζυγος του Αγίου Ελένη τον παρεκάλεσαν να φύγει για λίγο, μέχρι να περάσει ο πασάς. Ο Άγιος τις διαβεβαίωσε ότι δεν πρέπει να φοβούνται και ότι δεν πρόκειται να πάθει κανένα κακό, αντίθετα μάλιστα έχει να ωφεληθεί. Οι αγαθές γυναίκες δεν εννόησαν ότι εκείνος είχε αποφασίσει να μαρτυρήσει για τον Χριστό.
Όταν ήρθε ο αγάς ο Άγιος ως ιπποκόμος έτρεξε να τον υποδεχθεί, κράτησε το χαλινάρι του αλόγου και τον βοήθησε μάλιστα να αφιππεύσει. Εκείνος,όταν τον αναγνώρισε, με πολύ θυμό μάλωσε τον πασά της Κρήνης διότι είχε τον γαμπρό του σε τέτοια υποτιμητική θέση και διέταξε να τον φέρουν στο Διοικητήριο. Όταν παρουσιάστηκε μπροστά του τον ρώτησε : Γιατί Μεχμέτ έφυγες με δολιότητα από το σπίτι σου; Δε λυπήθηκες τη σύζυγό σου και το παιδί σου; Ο Άγιος του απάντησε : Κάνεις λάθος, δεν ονομάζομαι Μεχμέτ αλλά Γεώργιος και Χριστιανός θ’ αποθάνω. Άπιστε, του απάντησε με πολύ θυμό ο πασάς, δεν είσαι περιτετμημένος από μικρό παιδί, δεν είμαι εγώ που σε ανάθρεψα, σε έκαμα γιο μου, δε σου έδωκα την κόρη μου και τόσα άλλα καλά και τώρα μου λες ότι κάνω λάθος; Τότε ο Άγιος με πολύ θάρρος του απάντησε. Μάλιστα, κάνεις λάθος, διότι ούτε συ με γέννησες, ούτε εγώ σε γνώρισα για πατέρα, ούτε Μεχμέτης είμαι αλλά Γεώργιος Χριστιανός.
Ο πασάς θυμωμένος διέταξε να τον κλείσουν στη φυλακή και να τον δείρουν. Ο αξιωματικός που τον συνόδευε τον συμβούλευε ν’ ακολουθήσει τη γνώμη του πεθερού του και έχει ν’ απολαύσει πολλά αγαθά και πολύ πλούτο. Ο Άγιος όμως του απάντησε ότι όλα τα αγαθά δεν μπορούν να συγκριθούν με την αγία πίστη του Ιησού Χριστού.
Τον φυλάκισαν, τον έδειραν σκληρά και του έκλεισαν τα πόδια στο τιμωρητικό ξύλο. Ένας ευλαβέστατος ιερέας, ο Γρηγόριος, κατάφερε να φυλακιστούν και δύο Χριστιανοί,επειδή δήθεν όφειλαν χρήματα, για να συμπαρασταθούν στον μάρτυρα.
Οι βασανιστές άρχισαν με κολακείες και απειλές. Έπειτα ακολούθησαν τα βασανιστήρια, ένα πυρωμένο χάλκινο σκεύος στο κεφάλι ενώ περιέχυναν το σώμα του με ζεματιστό λάδι. Ο Άγιος τα δεχόταν όλα με πολλή υπομονή. Βλέποντας τη σταθερότητά του ο πασάς διέταξε τον απαγχονισμό του.
Με ένα χριστιανό που του έφερνε τροφή, του έστειλε ο ιερέας Γρηγόριος τα Άχραντα Μυστήρια μέσα σε μία σταφίδα και μετάλαβε όλος αγαλλίαση. Όλη τη νύχτα έμεινε άγρυπνος προσευχόμενος.
Το επόμενο πρωί τον έφεραν στο κέντρο της Κρήνης, όπου είχαν στήσει την αγχόνη. Εκεί τον ρώτησαν για τελευταία φορά αν αλλάζει γνώμη,προσφέροντάς του πολλά αξιώματα, τιμές και πλούτη. Ο Άγιος τους απάντησε : Το μόνο αξίωμα που επιθυμώ είναι να πάω μια ώρα γρηγορότερα στον Χριστό.
Τότε οι δήμιοι του πέρασαν τον βρόχο στον λαιμό και ο Άγιος στρέφοντας το πρόσωπο προς ανατολάς και προφέροντας Μνήσθητί μου, Κύριε, παρέδωσε το πνεύμα.
Σύμφωνα με τη συνήθεια το λείψανό του έμεινε κρεμασμένο και φρουρούμενο τρία μερόνυχτα. Κάθε νύχτα ουράνιο φως ερχόταν πάνω στο Άγιο λείψανο και ένας ιερέας ο οποίος το θυμιάτιζε. Όταν πήγαν να του μιλήσουν οι φύλακες αγαρηνοί ο ιερέας έγινε άφαντος μαζί με το φως. Οι φύλακες είπαν στους κυρίους τους ότι ο μάρτυρας και μετά θάνατον κρατά το πείσμα του, γιατί το πρόσωπό του που είναι στραμμένο προς ανατολάς δεν μπορούμε να το στρέψουμε αλλού, και ο Θεός οργίστηκε με μας και έριξε φωτιά να μας κάψει. Τότε διατάχθηκαν να τον κατεβάσουν κι αφού τον σύρουν στους δρόμους ν’ ανοιχτούν με βάρκα στη θάλασσα και να τον ρίξουν να τον φάνε τα ψάρια.
Ο Θεός,ο οποίος τιμά τους Αγίους Του, οικονόμησε τα πράγματα έτσι ώστε ν’ ανασυρθεί από κάποιο πλοίο και να μεταφερθεί στη Ρωσία, όπου έτυχε τιμητικής ταφής.
Ο Άγιος εμφανίζεται, σε όσους τον επικαλούνται, ως ναυτικός, ως «ο Άγιος Γεώργιος ο θαλασσινός».
2ος Βίος.
Ο Νεομάρτυρας Γεώργιος γεννήθηκε στα μέρη της Αττάλειας από γονείς πλούσιους και ευσεβείς. Νήπιο ακόμα, ο Γεώργιος, αρπάχτηκε από τον Αγά Προύσαλη, κατά τις συνηθισμένες αρπαγές χριστιανόπουλων από τους Τούρκους, εξισλαμίστηκε και ονομάστηκε Μεχμέτ.
Όταν ήλθε σε ηλικία γάμου, παντρεύτηκε την κόρη του Αγά αυτού. Με την προτροπή των θεοσεβών γονέων, μια χριστιανή υπηρέτρια του Γεωργίου, ονομαζόμενη Μαρία, αποκάλυψε σ' αυτόν για την καταγωγή του και τον τρόπο του εξισλαμισμού του. Με την πρόφαση ότι θα πήγαινε για προσκύνημα στη Μέκκα, ο Γεώργιος μαζί με τη Μαρία, ήλθε στους Αγίους Τόπους, όπου παρέμεινε για δυο χρόνια. Κατόπιν έφτασε στην πόλη Κρήνη της Μικράς Ασίας, όπου παντρεύτηκε την Ελένη Μαυρογιάννη.
Επιζητώντας το μαρτύριο ο Γεώργιος, πήγε στο Διοικητήριο και βοήθησε να κατέβει από το άλογο, ο διερχόμενος από την Κρήνη, πρώην πενθερός του, στον όποιο μετά από λίγο ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό.
Τότε οι Τούρκοι τον έριξαν στη φυλακή, όπου τον έδειραν σκληρά και έβαλαν στα πόδια του φάλαγγα, και στη συνέχεια πυρακτωμένο χάλκινο σκεύος στο κεφάλι του. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1823 μ.Χ., τον κρέμασαν στον τοίχο του σπιτιού του επισήμου Παντελάκη Φαρμάκη και τον απαγχόνισαν.
3ος Βίος.
Άγιος Γεώργιος ο εν Κρήνη Νεομάρτυρας. Ἕνας καφεπώλης Νεομάρτυρας!!!
Θά μιλήσουμε, ἀγαπητοί μου, γιά ἕνα νεομάρτυρα, πού ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τή μνήμη του στίς 25 Ἰουνίου.
Ὁ νεομάρτυς ὀνομάζεται Γεώργιος. Πατρίδα του ἦταν ἡ Ἀττάλεια τῆς Μ. Ἀσίας. Ἡ γλῶσσα πού μιλοῦσαν τότε οἱ περισσότεροι κάτοικοι τῆς Ἀτταλείας ἦταν ἡ τουρκική. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι ἦταν καί Τοῦρκοι. Γιατί ἡ γλῶσσα δέν εἶνε πάντοτε γνώρισμα θρησκείας καί πατρίδος. Στά μέρη τῆς Μ. “Ασίας, ὅπου κυριαρχοῦσαν οἱ Τοῦρκοι καί καταπίεζαν τόν ἑλληνικό πληθυσμό, λόγω τῆς πολυχρόνιας σκλαβιᾶς πολλοί εἶχαν ξεχάσει τήν ἑλληνική γλῶσσα καί μιλοῦσαν τήν τουρκική γλῶσσα. Ἡ γλῶσσα τους τουρκική, μά ἡ καρδιά τους χριστιανική καί ἑλληνική. Καί πόσο οἱ τουρκόφωνοι αὐτοί ἀγαποῦσαν τήν Ἑλλάδα καί λάτρευαν τό Χριστό, τό ἀπέδειξαν σέ τόσες τραγικές περιπτώσεις. Προτίμησαν τό θάνατο, παρά νά ἀρνηθοῦν τό Χριστό καί τήν Ἑλλάδα.
Τί νά σέ κάνω νά μιλᾶς καί νά γράφης θαυμάσια τά ἑλληνικά, ἀλλά νά εἶσαι ἄθεος καί ἄπιστος καί μέ ὅσα λες καί κάνεις νά θέλης νά γκρεμίσης θρησκεία καί πατρίδα;
Βέβαια καλό θά εἶνε, ὅλοι πού κατοικοῦν σ” αὐτό τό μέρος πού λέγεται Ἑλλάς νά μιλᾶνε τήν ὡραία ἑλληνική γλῶσσα, σύμφωνα μέ τή συμβουλή τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, πού ἄνοιγε παντοῦ σχολεῖα γιά νά μάθουν ἑλληνικά.
Στά μέρη τῆς Ἀτταλείας γεννήθηκε ὁ νεομάρτυς Γεώργιος.
Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι, πού διακρίνονταν γιά τήν εὐσέβεια τους. Ἔκτισαν μιά ὡραία Ἐκκλησία πρός τιμήν τῆς μεγαλομάρτυρος ἁγίας Αἰκατερίνης.Ὁ Γεώργιος ἦταν ἕνα χαριτωμένο ἀγοράκι, πού τό ἀγαποῦσαν πολύ οἱ γονείς του. “Αλλά, δυστυχῶς, τήν ἐποχή ἐκείνη τῆς τουρκοκρατίας οἱ χριστιανοί γονεῖς δέν ἐξουσίαζαν τά παιδιά τους. Τά ἐξουσίαζαν οἱ Τοῦρκοι. Ὅταν ἤθελαν, ἔπαιρναν μέ βία τά παιδιά ἀπό τήν ἀγκαλιά τῶν γονέων τους, τά περιέτεμναν καί τά ἔκαναν Τούρκους.
Αὐτά τά παιδιά γίνονταν οἱ περιβόητοι γενίτσαροι, πού σάν ἄγρια θηρία ἐπιτίθονταν κατά τῶν χριστιανῶν καί ἀποτελοῦσαν τή φοβερή στρατιωτική δύναμι τῶν Τούρκων. Οἱ ταλαίπωροι χριστιανοί γονεῖς ἔτρεμαν μήπως χάσουν τά παιδιά τους. Καί ὅσο μποροῦσαν τά ἔκρυβαν ἀπό τά μάτια τῶν Τούρκων. “Αλλά ὁ μικρός Γεώργιος μιά μέρα ξέφυγε ἀπό τήν ἐπίβλεψι τῶν γονέων του, ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό σπίτι του καί περιπλανιόταν στούς δρόμους τῆς Ἀτταλείας.
Ἔτυχε τότε νά περνάη ἀπό τό δρόμο ὁ Τοῦρκος διοικητής τῆς περιφερείας, ὁ ἀγᾶς, εἶδε τό χαριτωμένο αὐτό ἀγοράκι, τό ἅρπαξε καί τό ἔφερε στό σπίτι του.
Ἐκεῖ μέ κολακεῖες ὁ ἀγᾶς τό ἔκανε νά ἀρνηθῆ τή θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, νά δεχτῆ τήν περιτομή καί νά γίνη μωαμεθανός. Ἀπό Γεώργιος ἔγινε Μεχμέτης.
Οἱ γονεῖς του, πού δέν γνώριζαν τί συνέβη, νόμιζαν ὅτι ὁ μικρός εἶχε περιπλανηθῆ καί τόν ἀναζητοῦσαν νά τόν βροῦν. Μεγάλη ἦταν ἡ ἀγωνία τους.
Τέλος ἔμαθαν τή φρικτή εἴδησι, πώς ἔγινε Τοῦρκος. Πόσο ἔκλαψαν καί λυπήθηκαν!
Ζήτησαν τό παιδί τους, ἀλλά ὁ ἀγᾶς ὄχι μόνο δέν τό ἔδωσε, ἀλλά καί τοῦ ἔδωσε γιά γυναῖκα τήν κόρη του. Ἔτσι οἱ δυστυχισμένοι γονεῖς ἔχασαν κάθε ἐλπίδα καί ἔκλαιγαν τό χαμό του.
Στό σπίτι τοῦ ἀγᾶ ὑπηρετοῦσε μιά χριστιανή γυναῖκα. Το ὄνομά της Μαρία. Αὐτή ἦταν γνωστή στούς γονεῖς τοῦ Γεωργίου, οἱ ὁποίοι τήν παρακάλεσαν νά βρῆ κάποια εὐκαιρία καί νά ὑπενθυμίση στό Γεώργιο τήν καταγωγή του, ἴσως καί συγκινηθῆ.
Ἡ Μαρία βρῆκε εὐκαιρία, συζήτησε μέ τό Γεώργιο· τοῦ εἶπε, ὅτι οἱ γονεῖς του κλαῖνε καί θρηνοῦν γιά τό χαμό του. Τά λόγια αὐτά τῆς Μαρίας σάν ἐκλεκτός σπόρος ἔπεσαν στήν καρδιά τοῦ Γεωργίου καί ἔφεραν καρπό.
Ὁ Γεώργιος συγκινήθηκε καί ἀποφάσισε νά φύγη ἀπό τό σπίτι τοῦ ἀγᾶ. “Αλλά ἐπειδή ὁ ἀγᾶς ἦταν σκληρός ἄνθρωπος, φοβήθηκε μήπως ἐξαγριωθῆ καί κάνη κακό στούς γονεῖς του καί γενικά στούς χριστιανούς. Γι’ αὐτό ἔφυγε μέ τρόπο. Προσποιήθηκε, ὅτι θέλει νά πάη στή Μέκκα νά προσκύνηση, ὅπως ὅλοι οἱ μωαμεθανοί, τόν τάφο τοῦ Μωάμεθ.
Ὁ ἀγᾶς, ἀνύποπτος, τοῦ ἔδωσε τήν ἄδεια. “Αλλά ὁ Γεώργιος, ἀντί νά πάη στή Μέκκα, μαζί μέ τή χριστιανή Μαρία πῆγαν στά Ἱεροσόλυμα καί προσκύνησαν τά ἱερά προσκυνήματα. Ἔφθασε στήν ἱερά μονή τοῦ ἁγίου Σάββα, βρῆκε ἐκεῖ πνευματικό πατέρα, ἐξωμολογήθηκε τά ἁμαρτήματα του, πῆγε κατόπιν στόν Ἰορδάνη ποταμό, λούστηκε μέσα στά καθαρά νερά του, πῆρε θάρρος καί παρηγοριά καί ἀξιώθηκε ὕστερα ἀπό εἰλικρινή μετάνοια καί ἐξομολόγησι νά κοινωνήση τά ἄχραντα μυστήρια. Ἔτσι καί πάλι ἔγινε χριστιανός. Ἔμεινε στά Ἱεροσόλυμα δύο χρόνια. “Αλλά ἡ Μαρία, ἡ ὁποία τόν συνώδευε σάν πνευματική μητέρα, τόν συμβούλεψε ν” ἀλλάξουν τόπο, γιατί ὑπῆρχε φόβος ὁ ἀγᾶς νά τούς ἀναλύψη, καί τότε κι ἡ ἴδια θά κινδύνευε, ἐπειδή βοήθησε στή φυγή του. Ἔφυγαν λοιπόν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα καί ἦρθαν καί κατοίκησαν σέ μιά πόλι τῆς Μ. “Ασίας, στόν Τσεσμέ.
Ἐκεῖ ὁ Γεώργιος, γιά νά βγάζη τό καθημερινό του ψωμί, ἄνοιξε ἕνα μικρό κατάστημα καί ἔκανε τόν καφεπώλη.
Σέ λίγο, ὡς χριστιανός, ἦρθε σέ κανονικό γάμο μέ χριστιανή κόρη, τήν Ἑλένη.
Ζοῦσε ἥσυχη καί χριστιανική ζωή. “Αλλά τόν καιρό ἐκεῖνο ἔγινε ἡ ἐπανάστασις τοῦ 1821. Μεγάλη ἀναστάτωσις καί ταραχή ἔγινε. Οἱ Τοῦρκοι μέ τή βία ἐπιστράτευαν τούς χριστιανούς.
Ὁ Γεώργιος, ἐπειδή γνώριζε καλά τήν τουρκική γλῶσσα, προσελήφθη ὡς ἱπποκόμος στό διοικητήριο τῆς πόλεως. Κανείς δέν γνώριζε τήν ἱστορία του.“Αλλά ξαφνικά διαδόθηκε, ὅτι ἐρχόταν στόν Τσεσμέ ὁ ἀγᾶς διοικητής τῆς Ἀτταλείας, γιά νά περάση στήν ἀπέναντι Χίο, νά πνίξουν τήν ἐπανάστασι καί νά καταστρέψουν τό νησί (ὅπως καί τό κατέστρεψαν).
Οἱ χριστιανοί τῆς πόλεως μέ τήν εἴδησι, ὅτι ἔρχονται τουρκικά στρατεύματα, κρύφτηκαν σέ σπίτια συμπαθούντων ὀθωμανῶν.
Αὐτό συμβούλευαν καί τόν Γεώργιο νά κάνη. “Αλλά ἡ καρδιά του καιγόταν ἀπό τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου. Γι’ αὐτό, ὅταν ἦρθε ὁ ἀγᾶς τῆς Ἀτταλείας, ὁ Γεώργιος ἔτρεξε νά τόν ὑποδεχθῆ καί κράτησε τά χαλινάρια τοῦ ἀλόγου του γιά νά κατέβη.
Ὁ ἀγᾶς στήν ἀρχή δέν τόν γνώρισε. “Αλλά ὅταν τόν παρατήρησε προσεκτικά, τόν γνώρισε καί ἐπέπληξε τό διοικητή τοῦ Τσεσμέ, γιατί σέ μιά τέτοια περιφρονητική θέσι εἶχε βάλει τό γαμπρό του. Ὁ ἀγᾶς διέταξε νά φέρουν μπροστά του τόν Γεώργιο.
– Μεχμέτ, τοῦ λέει ὁ ἀγᾶς, γιατί μέ ἀπάτη ἔφυγες ἀπό τό σπίτι μου; Γιατί ἐγκατέλειψες τή γυναῖκα σου καί τό παιδί σου;
–Δέν εἶμαι Μεχμέτ, τοῦ ἀπαντᾶ, ὀνομάζομαι Γεώργιος καί χριστιανός θά πεθάνω!
Μάταια ὁ ἀγᾶς προσπάθησε νά τόν κερδίση. Ὁ Γεώργιος ἔμεινε ἀνένδοτος. Ὁ ἀγᾶς τότε ὠργίστηκε καί διέταξε νά τόν κλείσουν στή φυλακή καί νά τόν δείρουν δυνατά, μήπως ἀλλάξη γνώμη.
Στή φυλακή τόν ἐπισκέφθηκε ἕνας ἀνώτερος ἀξιωματικός, πού τόν συμβούλεψε ν” ἀρνηθῆ τό Χριστό καί νά γίνη πάλι Τοῦρκος, καί τότε θἄχη ὅλα τ” ἀγαθά.
Ἄρχισαν τά φρικτά βασανιστήριά του. “Αλλά ὁ Γεώργιος, παρ” ὅλους τούς πόνους πού αἰσθανόταν, παρέμενε ἀκλόνητος καί προκαλοῦσε τό θαυμασμό ὅλων.
Τέλος, στίς 25 “Ιουνίου τοῦ 1823, στήν πλατεῖα τού Τσεσμέ, μπροστά σέ χιλιάδες κόσμο, οἱ Τοῦρκοι ἀπαγχόνισαν τόν μάρτυρα. Τελευταῖες του λέξεις ἦταν: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Ἕνας καφεπώλης νεομάρτυρας. Ἀπόδειξις ὅτι κανένα ἐπάγγελμα, ὅταν ἀσκῆται μέ τιμιότητα, δέν ἐμποδίζει νά εἶνε κάποιος φλογερός χριστιανός.
4ος Βίος.
Απέναντι από την Χίο, στα μικρασιατικά παράλια, στην Κρήνη (σημ. Τσεσμέ) κάποιο Σάββατο του έτους 1823, στις 25 Ιουνίου, ο Νεομάρτυρας του Χριστού Γεώργιος από την Αττάλεια, παρέδιδε γαλήνια το πνεύμα του στον Κύριο Ιησού Χριστό.
Ο Νεομάρτυράς μας αυτός, ο Γεώργιος, που είναι από τους τελευταίους της Τουρκοκρατίας, γεννήθηκε στην περιοχή της Αττάλειας της Παμφυλίας της Μικράς Ασίας από εύπορους και πιστούς γονείς, οι οποίοι μάλιστα είχαν και ιδιόκτητη εκκλησία της αγίας Αικατερίνης. Τα ανέμελα παιδικά του χρόνια δεν τα χάρηκε για πολύ. Διότι κάποια ημέρα, καθώς έπαιζε με άλλα παιδιά μακριά από το σπίτι του, τον είδε ο πασάς της περιοχής, ο Προύσαλης, τον ξεχώρισε για την καλωσύνη του και τον άρπαξε για το αρχοντικό του. Παιδί έξυπνο, διακρινόταν πάντα για το σεμνό του ήθος μέσα στην οθωμανική οικογένεια. Δεν άργησε όμως να επηρεασθή από το αλλόθρησκο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσε. Το άπειρο παιδί το είλκυσαν και το έπεισαν και έγινε μουσουλμάνος. Του έδωσαν και νέο πλέον όνομα: «Μεχμέτης» και ο πασάς σύντομα τον ενύμφευσε με την κόρη του.
Οι πιστοί γονείς του Γεωργίου δεν ήξεραν τίποτε γι’ αυτόν. Αναζητούσαν επίμονα να μάθουν «τι συμβαίνει». Όταν έμαθαν μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα την είδησι για την θλιβερή αυτή εξέλιξι της ζωής του καλού τους παιδιού, στέναζαν και έκλαιγαν. Όχι τόσο, διότι το έχασαν από κοντά τους, αλλά επειδή είχε εγκαταλείψει την αγκαλιά της Εκκλησίας του Χριστού. Με χαρά όμως πληροφορήθηκαν ότι, στο πλουσιόσπιτο του πασά υπηρετούσε μία Χριστιανή γυναίκα, η Μαρία. Κατέφυγαν λοιπόν κρυφά σε αυτήν και την παρακάλεσαν να αφυπνίση τον αποστάτη υιό τους.
Η Μαρία έσπευσε να ξυπνήση την συνείδησι του νέου αυτού. Με λόγια στοργής του υπενθύμισε τις ρίζες του, την πίστι του και τον αβάστακτο πόνο των γονέων του. Η καρδιά του Γεωργίου τότε ράγισε. Η ψυχή του μπήκε σε πορεία μετανοίας. Και το σχέδιο καταστρώθηκε αμέσως. Ο ίδιος προσποιήθηκε, ότι επιθυμούσε να πάη για προσκύνημα στην Μέκκα, στην πραγματικότητα όμως θα πήγαινε στους Άγιους Τόπους. Αλλά και η Μαρία και αυτή θα έφευγε μόνη της για τον ίδιο προορισμό, την Αγία Γή και θα αντάμωναν εκεί. Η άδεια από τον πασά τους δόθηκε. Το σχέδιο φυγής ωλοκληρώθηκε. Έφθασαν στον προορισμό τους με επιτυχία και ασφάλεια. Με ιερή συγκίνησι ο αποστάτης Γεώργιος (Μεχμέτης) προσκύνησε τα θεοβάδιστα εκείνα άγια μέρη. Στην ιερά Μονή του Αγίου Σάββα εξωμολογήθηκε με συντριβή το αμάρτημά του. Δύο χρόνια παρέμεινε στους Αγίους Τόπους. Η πιστή Μαρία έγινε γι’ αυτόν πλέον «θετή μητέρα» του και πολύτιμος σύμβουλος.
Κάποτε ήρθαν προσκυνητές στην Αγία Γή ευσεβείς πιστοί από την Κρήνη της Μικρασίας. Τους παρεκάλεσαν λοιπόν να επιστρέψουν μαζί τους και έφθασαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Κρήνη. Ο Άγιος διάλεξε το ήσυχο επάγγελμα του καφεπώλη και νυμφεύθηκε την Ελένη Μαυρογιάννη.
Είχε πλέον ξεσπάσει η επανάσταση του 1821. Η Χίος απέναντι από την Κρήνη ήταν το νησί, που συγκέντρωνε το μίσος των Αγαρηνών. Εκεί κατά καιρούς στέλνονταν από τις οθωμανικές αρχές στίφη Ασιατών και Τούρκων, για να τιμωρούν παραδειγματικά τα κινήματα της επαναστάσεως των ραγιάδων Ελλήνων.
Τον Γεώργιο, επειδή ήξερε άριστα την τουρκική διάλεκτο, τον προσέλαβαν ιπποκόμο στο Διοικητήριο της Κρήνης την περίοδο του Σουλεϊμάν αγά.
Συνέβη δε εκείνες τις ημέρες να διέρχεται από την Κρήνη πορευόμενος για την Χίο ο πασάς της Αττάλειας, ο Προύσαλης, ο πρώην πεθερός του Γεωργίου. Η Μαρία και η Ελένη συμβούλευσαν τον Γεώργιο να απομακρυνθή για την ασφάλειά του.
Εκείνος όμως τους απάντησε, ότι ήθελε «κάτι να επωφεληθή από την περίστασι». Μία δύναμι εσωτερική τον παρακινούσε να ομολογήση στον πασά, ποιός ήταν και να ξεπλύνη το ανόμημα της αποστασίας του. Γι’ αυτό, όταν ο πασάς έφθασε στο διοικητήριο της Κρήνης, έτρεξε ο ιπποκόμος Γεώργιος, για να τον βοηθήση να αφιππεύση. Η αναγνώρισι δεν άργησε να γίνη. Έκπληκτος ο πασάς στρέφεται προς τον Γεώργιο και του λέει: «Γιατί έφυγες, Μεχμέτ, με απάτη και δολιότητα από το σπίτι σου αφήνοντας γυναίκα και παιδί; Εγώ δεν σε ανέθρεψα, δεν σε έκανα παιδί μου δίνοντάς σου για γυναίκα την κόρη μου και τόσα άλλα καλά;». Και τότε ο Γεώργιος θαρραλέα απάντησε: «Έχεις λάθος, πασά, ούτε εσύ με γέννησες, ούτε εγώ σε γνώρισα πατέρα, ούτε Μεχμέτης ονομάζομαι, αλλά είμαι Χριστιανός. Ονομάζομαι Γεώργιος και Χριστιανός θα αποθάνω». Ο πασάς της Αττάλειας ντροπιάσθηκε. Και γεμάτος οργή διέταξε να τον φυλακίσουν και να τον δείρουν χωρίς έλεος. Ένας Τούρκος με γλυκόλογα και υποσχέσεις προσπάθησε να τον μεταπείση να αρνηθή την πίστι του. Ο Γεώργιος όμως σταθερά και λιτά απαντούσε: «Όχι!, δεν αλλάζω γνώμη». Στην φυλακή τον ακινητοποίησαν δένοντάς του τα πόδια στο τιμωρητικό ξύλο, στον «ποδοκάκη». Και ο Άγιος δόξαζε τον Θεό, διότι αξιωνόταν για την αγάπη του να πάσχη. Ο δραστήριος ιερέας και ιεροκήρυκας της περιοχής Γρηγόριος θέλοντας να ενισχύση τον έγκλειστο Γεώργιο, παρεκίνησε τους δημογέροντες και φυλάκισαν δύο ευσεβείς Χριστιανούς με την πρόφασι, ότι χρωστούσαν χρήματα. Αυτοί όμως θα παρέμεναν φυλακισμένοι δίπλα του, για να ενισχύουν τον υποψήφιο μάρτυρα του Χριστού. Ο Γεώργιος παρέμεινε σταθερός στην απόφασί του.
Δέχθηκε μαρτύρια σαν και εκείνα των αγίων μαρτύρων της πρώτης Εκκλησίας. Του τοποθέτησαν στο κεφάλι πυρακτωμένο σκεύος, «αγγείο», και περιέλουσαν το σώμα του με καυτό λάδι. Ο Άγιος δόξαζε τον Θεό. Και απαντούσε στους δημίους του: «Όσα βάσανα και τιμωρίες μου βάζετε, τόσα βραβεία και στεφάνους μου ετοιμάζετε στην αιώνια ζωή».
Τελικά εκδόθηκε και η διαταγή: Ο περιφρονητής του Αλλάχ Γεώργιος να κρεμασθή, όπως οι κακούργοι. Ο μάρτυρας επιθυμούσε βαθιά να ενωθή με τον Χριστό, πριν αναχωρήση για τον ουρανό. Γι’ αυτό ευσεβείς Χριστιανοί του έφεραν κρυφά τα Άχραντα Μυστήρια και κοινώνησε με πολλή ευλάβεια. Την παραμονή του θανάτου του ο Γεώργιος ξαγρύπνησε προσευχόμενος και παρακαλώντας τον Θεό να τον αξιώση να «τελειώση καλά» τον δρόμο του μαρτυρίου.
Και την επόμενη ημέρα, Σάββατο 25 Ιουνίου 1823, ωδήγησαν τον μάρτυρα σε κεντρικό μέρος της Κρήνης, στην συνοικία Λαζούμη. Εκεί κάτω από την υψωμένη αγχόνη στον τοίχο της οικίας του ευγενούς Φαρμακέως Παντελάκη, οι αλλόθρησκοι προσπάθησαν για τελευταία φορά να κάμψουν το φρόνημα του Αγίου με νέες υποσχέσεις. Μάταια όμως. Ο μάρτυρας, αφού ύψωσε το βλέμμα του προς την Ανατολή, βύθισε την σκέψι του στον κόσμο του Παραδείσου και ψελλίζοντας την τελευταία του προσευχή: – «Μνήσθητί μου, Κύριε…», παρέδωσε με ειρήνη την ψυχή του στον Κύριο.
Τρεις συνεχόμενες νύχτες οι φύλακες Αγαρηνοί έβλεπαν το αιωρούμενο νεκρό σώμα του μάρτυρα πλημμυρισμένο από φως και έναν ιερέα όρθιο να το θυμιατίζη. Το θέαμα αυτό δημιούργησε νέα έκρηξι θυμού και οργής. Με νέα εντολή του Τούρκου δικαστή το σώμα το παρέλαβαν φανατισμένοι Εβραίοι, για να το σύρουν στους δρόμους της πόλεως. Και κατόπιν αργά τη νύχτα το καταπόντισαν στην θάλασσα στα ανοικτά του λιμανιού.
Το τίμιο λείψανο του μάρτυρα το περισυνέλεξε ο Ηλίας Σκλαβούνος, κυβερνήτης ενός πλοιαρίου. Το έφερε στην Ρωσία, όπου και κηδεύθηκε ο νεομάρτυρας Γεώργιος με τιμές.
Πηγή: Βενεδίκτου Ιερομονάχου Αγιορείτου, Συναξαριστής 19ου και 20ου αιώνα, Έκδοσις Συνοδίας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ιερά Καλύβη «Άγιος Σπυρίδων Α΄», Νέα Σκήτη Αγίου Όρους, 2013.
1ος Βίος.
Μαρτύρησε στην Κρήνη (Τσεσμέ) της Μ. Ασίας στις 25 Ιουνίου 1823.
Ο Άγιος προερχόταν από τουρκόφωνους ευλαβείς χριστιανούς γονείς της περιοχής της Αττάλειας, που είχαν και ιδιόκτητη εκκλησία προς τιμήν της Αγίας Αικατερίνης. Κάποια μέρα ενώ έπαιζε με άλλα παιδιά τον άρπαξε ο αγάς της περιοχής, τον πήρε σπίτι του και σαν μικρό παιδί που ήταν κατάφερε να τον εξισλαμίσει.
Για να τον κρατήσει μάλιστα κοντά του τον πάντρεψε αργότερα με την κόρη του. Οι γονείς του αγνοώντας τα συμβάντα θρηνούσαν την απώλειά του και όταν τέλος έμαθαν τη φρικτή είδηση οδύρονταν και ζητούσαν τρόπο να τον δουν έστω και από μακριά. Μη μπορώντας να τον πλησιάσουν παρεκάλεσαν κάποια γνωστή τους χριστιανή γυναίκα, ονόματι Μαρία, η οποία ήταν υπηρέτρια στο σπίτι του αγά, να θυμίσει στον νέο την καταγωγή του. Με φόβο λοιπόν η Μαρία τόλμησε να μιλήσει στον Γεώργιο για τους γονείς του, την καταγωγή του και τη θρησκεία του. Πράγματι ο λόγος της είχε αποτέλεσμα, καρποφόρησε αμέσως στην καρδιά του και ήθελε να φύγει αλλά πώς; Μηχανεύτηκαν το εξής, να προφασιστούν ότι ο μεν ένας θα πήγαινε για προσκύνημα στη Μέκκα, η δε άλλη στα Ιεροσόλυμα. Πράγματι συναντήθηκαν στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησαν με χαρά και ευλάβεια τους Αγίους Τόπους. Η Μαρία έγινε η πνευματική του μητέρα. Στη Μονή του Αγίου Σάββα εξομολογήθηκε ο Γεώργιος και επανεντάχθηκε στην Εκκλησία. Λούστηκε στον Ιορδάνη και αξιώθηκε των Αχράντων μυστηρίων. Στην Ιερουσαλήμ έμεινε δύο χρόνια παρακαλώντας συνεχώς τον Θεό για τελεία συγχώρεση. Αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Κρήνη της Μ. Ασίας, όπου ο Γεώργιος επαγγελόταν τον καφεπώλη και εκεί και νυμφεύτηκε.
Λόγω της Επανάστασης του 1821 γίνονταν μετακινήσεις του τουρκικού στρατού. Ο Άγιος, επειδή γνώριζε την τουρκική γλώσσα, έγινε ιπποκόμος στο Διοικητήριο. Κάποια μέρα διαδόθηκε πως θα περάσει από την Κρήνη ο πασάς της Αττάλειας. Η Μαρία και η σύζυγος του Αγίου Ελένη τον παρεκάλεσαν να φύγει για λίγο, μέχρι να περάσει ο πασάς. Ο Άγιος τις διαβεβαίωσε ότι δεν πρέπει να φοβούνται και ότι δεν πρόκειται να πάθει κανένα κακό, αντίθετα μάλιστα έχει να ωφεληθεί. Οι αγαθές γυναίκες δεν εννόησαν ότι εκείνος είχε αποφασίσει να μαρτυρήσει για τον Χριστό.
Όταν ήρθε ο αγάς ο Άγιος ως ιπποκόμος έτρεξε να τον υποδεχθεί, κράτησε το χαλινάρι του αλόγου και τον βοήθησε μάλιστα να αφιππεύσει. Εκείνος,όταν τον αναγνώρισε, με πολύ θυμό μάλωσε τον πασά της Κρήνης διότι είχε τον γαμπρό του σε τέτοια υποτιμητική θέση και διέταξε να τον φέρουν στο Διοικητήριο. Όταν παρουσιάστηκε μπροστά του τον ρώτησε : Γιατί Μεχμέτ έφυγες με δολιότητα από το σπίτι σου; Δε λυπήθηκες τη σύζυγό σου και το παιδί σου; Ο Άγιος του απάντησε : Κάνεις λάθος, δεν ονομάζομαι Μεχμέτ αλλά Γεώργιος και Χριστιανός θ’ αποθάνω. Άπιστε, του απάντησε με πολύ θυμό ο πασάς, δεν είσαι περιτετμημένος από μικρό παιδί, δεν είμαι εγώ που σε ανάθρεψα, σε έκαμα γιο μου, δε σου έδωκα την κόρη μου και τόσα άλλα καλά και τώρα μου λες ότι κάνω λάθος; Τότε ο Άγιος με πολύ θάρρος του απάντησε. Μάλιστα, κάνεις λάθος, διότι ούτε συ με γέννησες, ούτε εγώ σε γνώρισα για πατέρα, ούτε Μεχμέτης είμαι αλλά Γεώργιος Χριστιανός.
Ο πασάς θυμωμένος διέταξε να τον κλείσουν στη φυλακή και να τον δείρουν. Ο αξιωματικός που τον συνόδευε τον συμβούλευε ν’ ακολουθήσει τη γνώμη του πεθερού του και έχει ν’ απολαύσει πολλά αγαθά και πολύ πλούτο. Ο Άγιος όμως του απάντησε ότι όλα τα αγαθά δεν μπορούν να συγκριθούν με την αγία πίστη του Ιησού Χριστού.
Τον φυλάκισαν, τον έδειραν σκληρά και του έκλεισαν τα πόδια στο τιμωρητικό ξύλο. Ένας ευλαβέστατος ιερέας, ο Γρηγόριος, κατάφερε να φυλακιστούν και δύο Χριστιανοί,επειδή δήθεν όφειλαν χρήματα, για να συμπαρασταθούν στον μάρτυρα.
Οι βασανιστές άρχισαν με κολακείες και απειλές. Έπειτα ακολούθησαν τα βασανιστήρια, ένα πυρωμένο χάλκινο σκεύος στο κεφάλι ενώ περιέχυναν το σώμα του με ζεματιστό λάδι. Ο Άγιος τα δεχόταν όλα με πολλή υπομονή. Βλέποντας τη σταθερότητά του ο πασάς διέταξε τον απαγχονισμό του.
Με ένα χριστιανό που του έφερνε τροφή, του έστειλε ο ιερέας Γρηγόριος τα Άχραντα Μυστήρια μέσα σε μία σταφίδα και μετάλαβε όλος αγαλλίαση. Όλη τη νύχτα έμεινε άγρυπνος προσευχόμενος.
Το επόμενο πρωί τον έφεραν στο κέντρο της Κρήνης, όπου είχαν στήσει την αγχόνη. Εκεί τον ρώτησαν για τελευταία φορά αν αλλάζει γνώμη,προσφέροντάς του πολλά αξιώματα, τιμές και πλούτη. Ο Άγιος τους απάντησε : Το μόνο αξίωμα που επιθυμώ είναι να πάω μια ώρα γρηγορότερα στον Χριστό.
Τότε οι δήμιοι του πέρασαν τον βρόχο στον λαιμό και ο Άγιος στρέφοντας το πρόσωπο προς ανατολάς και προφέροντας Μνήσθητί μου, Κύριε, παρέδωσε το πνεύμα.
Σύμφωνα με τη συνήθεια το λείψανό του έμεινε κρεμασμένο και φρουρούμενο τρία μερόνυχτα. Κάθε νύχτα ουράνιο φως ερχόταν πάνω στο Άγιο λείψανο και ένας ιερέας ο οποίος το θυμιάτιζε. Όταν πήγαν να του μιλήσουν οι φύλακες αγαρηνοί ο ιερέας έγινε άφαντος μαζί με το φως. Οι φύλακες είπαν στους κυρίους τους ότι ο μάρτυρας και μετά θάνατον κρατά το πείσμα του, γιατί το πρόσωπό του που είναι στραμμένο προς ανατολάς δεν μπορούμε να το στρέψουμε αλλού, και ο Θεός οργίστηκε με μας και έριξε φωτιά να μας κάψει. Τότε διατάχθηκαν να τον κατεβάσουν κι αφού τον σύρουν στους δρόμους ν’ ανοιχτούν με βάρκα στη θάλασσα και να τον ρίξουν να τον φάνε τα ψάρια.
Ο Θεός,ο οποίος τιμά τους Αγίους Του, οικονόμησε τα πράγματα έτσι ώστε ν’ ανασυρθεί από κάποιο πλοίο και να μεταφερθεί στη Ρωσία, όπου έτυχε τιμητικής ταφής.
Ο Άγιος εμφανίζεται, σε όσους τον επικαλούνται, ως ναυτικός, ως «ο Άγιος Γεώργιος ο θαλασσινός».
2ος Βίος.
Ο Νεομάρτυρας Γεώργιος γεννήθηκε στα μέρη της Αττάλειας από γονείς πλούσιους και ευσεβείς. Νήπιο ακόμα, ο Γεώργιος, αρπάχτηκε από τον Αγά Προύσαλη, κατά τις συνηθισμένες αρπαγές χριστιανόπουλων από τους Τούρκους, εξισλαμίστηκε και ονομάστηκε Μεχμέτ.
Όταν ήλθε σε ηλικία γάμου, παντρεύτηκε την κόρη του Αγά αυτού. Με την προτροπή των θεοσεβών γονέων, μια χριστιανή υπηρέτρια του Γεωργίου, ονομαζόμενη Μαρία, αποκάλυψε σ' αυτόν για την καταγωγή του και τον τρόπο του εξισλαμισμού του. Με την πρόφαση ότι θα πήγαινε για προσκύνημα στη Μέκκα, ο Γεώργιος μαζί με τη Μαρία, ήλθε στους Αγίους Τόπους, όπου παρέμεινε για δυο χρόνια. Κατόπιν έφτασε στην πόλη Κρήνη της Μικράς Ασίας, όπου παντρεύτηκε την Ελένη Μαυρογιάννη.
Επιζητώντας το μαρτύριο ο Γεώργιος, πήγε στο Διοικητήριο και βοήθησε να κατέβει από το άλογο, ο διερχόμενος από την Κρήνη, πρώην πενθερός του, στον όποιο μετά από λίγο ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό.
Τότε οι Τούρκοι τον έριξαν στη φυλακή, όπου τον έδειραν σκληρά και έβαλαν στα πόδια του φάλαγγα, και στη συνέχεια πυρακτωμένο χάλκινο σκεύος στο κεφάλι του. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1823 μ.Χ., τον κρέμασαν στον τοίχο του σπιτιού του επισήμου Παντελάκη Φαρμάκη και τον απαγχόνισαν.
3ος Βίος.
Άγιος Γεώργιος ο εν Κρήνη Νεομάρτυρας. Ἕνας καφεπώλης Νεομάρτυρας!!!
Θά μιλήσουμε, ἀγαπητοί μου, γιά ἕνα νεομάρτυρα, πού ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τή μνήμη του στίς 25 Ἰουνίου.
Ὁ νεομάρτυς ὀνομάζεται Γεώργιος. Πατρίδα του ἦταν ἡ Ἀττάλεια τῆς Μ. Ἀσίας. Ἡ γλῶσσα πού μιλοῦσαν τότε οἱ περισσότεροι κάτοικοι τῆς Ἀτταλείας ἦταν ἡ τουρκική. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι ἦταν καί Τοῦρκοι. Γιατί ἡ γλῶσσα δέν εἶνε πάντοτε γνώρισμα θρησκείας καί πατρίδος. Στά μέρη τῆς Μ. “Ασίας, ὅπου κυριαρχοῦσαν οἱ Τοῦρκοι καί καταπίεζαν τόν ἑλληνικό πληθυσμό, λόγω τῆς πολυχρόνιας σκλαβιᾶς πολλοί εἶχαν ξεχάσει τήν ἑλληνική γλῶσσα καί μιλοῦσαν τήν τουρκική γλῶσσα. Ἡ γλῶσσα τους τουρκική, μά ἡ καρδιά τους χριστιανική καί ἑλληνική. Καί πόσο οἱ τουρκόφωνοι αὐτοί ἀγαποῦσαν τήν Ἑλλάδα καί λάτρευαν τό Χριστό, τό ἀπέδειξαν σέ τόσες τραγικές περιπτώσεις. Προτίμησαν τό θάνατο, παρά νά ἀρνηθοῦν τό Χριστό καί τήν Ἑλλάδα.
Τί νά σέ κάνω νά μιλᾶς καί νά γράφης θαυμάσια τά ἑλληνικά, ἀλλά νά εἶσαι ἄθεος καί ἄπιστος καί μέ ὅσα λες καί κάνεις νά θέλης νά γκρεμίσης θρησκεία καί πατρίδα;
Βέβαια καλό θά εἶνε, ὅλοι πού κατοικοῦν σ” αὐτό τό μέρος πού λέγεται Ἑλλάς νά μιλᾶνε τήν ὡραία ἑλληνική γλῶσσα, σύμφωνα μέ τή συμβουλή τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, πού ἄνοιγε παντοῦ σχολεῖα γιά νά μάθουν ἑλληνικά.
Στά μέρη τῆς Ἀτταλείας γεννήθηκε ὁ νεομάρτυς Γεώργιος.
Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι, πού διακρίνονταν γιά τήν εὐσέβεια τους. Ἔκτισαν μιά ὡραία Ἐκκλησία πρός τιμήν τῆς μεγαλομάρτυρος ἁγίας Αἰκατερίνης.Ὁ Γεώργιος ἦταν ἕνα χαριτωμένο ἀγοράκι, πού τό ἀγαποῦσαν πολύ οἱ γονείς του. “Αλλά, δυστυχῶς, τήν ἐποχή ἐκείνη τῆς τουρκοκρατίας οἱ χριστιανοί γονεῖς δέν ἐξουσίαζαν τά παιδιά τους. Τά ἐξουσίαζαν οἱ Τοῦρκοι. Ὅταν ἤθελαν, ἔπαιρναν μέ βία τά παιδιά ἀπό τήν ἀγκαλιά τῶν γονέων τους, τά περιέτεμναν καί τά ἔκαναν Τούρκους.
Αὐτά τά παιδιά γίνονταν οἱ περιβόητοι γενίτσαροι, πού σάν ἄγρια θηρία ἐπιτίθονταν κατά τῶν χριστιανῶν καί ἀποτελοῦσαν τή φοβερή στρατιωτική δύναμι τῶν Τούρκων. Οἱ ταλαίπωροι χριστιανοί γονεῖς ἔτρεμαν μήπως χάσουν τά παιδιά τους. Καί ὅσο μποροῦσαν τά ἔκρυβαν ἀπό τά μάτια τῶν Τούρκων. “Αλλά ὁ μικρός Γεώργιος μιά μέρα ξέφυγε ἀπό τήν ἐπίβλεψι τῶν γονέων του, ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό σπίτι του καί περιπλανιόταν στούς δρόμους τῆς Ἀτταλείας.
Ἔτυχε τότε νά περνάη ἀπό τό δρόμο ὁ Τοῦρκος διοικητής τῆς περιφερείας, ὁ ἀγᾶς, εἶδε τό χαριτωμένο αὐτό ἀγοράκι, τό ἅρπαξε καί τό ἔφερε στό σπίτι του.
Ἐκεῖ μέ κολακεῖες ὁ ἀγᾶς τό ἔκανε νά ἀρνηθῆ τή θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, νά δεχτῆ τήν περιτομή καί νά γίνη μωαμεθανός. Ἀπό Γεώργιος ἔγινε Μεχμέτης.
Οἱ γονεῖς του, πού δέν γνώριζαν τί συνέβη, νόμιζαν ὅτι ὁ μικρός εἶχε περιπλανηθῆ καί τόν ἀναζητοῦσαν νά τόν βροῦν. Μεγάλη ἦταν ἡ ἀγωνία τους.
Τέλος ἔμαθαν τή φρικτή εἴδησι, πώς ἔγινε Τοῦρκος. Πόσο ἔκλαψαν καί λυπήθηκαν!
Ζήτησαν τό παιδί τους, ἀλλά ὁ ἀγᾶς ὄχι μόνο δέν τό ἔδωσε, ἀλλά καί τοῦ ἔδωσε γιά γυναῖκα τήν κόρη του. Ἔτσι οἱ δυστυχισμένοι γονεῖς ἔχασαν κάθε ἐλπίδα καί ἔκλαιγαν τό χαμό του.
Στό σπίτι τοῦ ἀγᾶ ὑπηρετοῦσε μιά χριστιανή γυναῖκα. Το ὄνομά της Μαρία. Αὐτή ἦταν γνωστή στούς γονεῖς τοῦ Γεωργίου, οἱ ὁποίοι τήν παρακάλεσαν νά βρῆ κάποια εὐκαιρία καί νά ὑπενθυμίση στό Γεώργιο τήν καταγωγή του, ἴσως καί συγκινηθῆ.
Ἡ Μαρία βρῆκε εὐκαιρία, συζήτησε μέ τό Γεώργιο· τοῦ εἶπε, ὅτι οἱ γονεῖς του κλαῖνε καί θρηνοῦν γιά τό χαμό του. Τά λόγια αὐτά τῆς Μαρίας σάν ἐκλεκτός σπόρος ἔπεσαν στήν καρδιά τοῦ Γεωργίου καί ἔφεραν καρπό.
Ὁ Γεώργιος συγκινήθηκε καί ἀποφάσισε νά φύγη ἀπό τό σπίτι τοῦ ἀγᾶ. “Αλλά ἐπειδή ὁ ἀγᾶς ἦταν σκληρός ἄνθρωπος, φοβήθηκε μήπως ἐξαγριωθῆ καί κάνη κακό στούς γονεῖς του καί γενικά στούς χριστιανούς. Γι’ αὐτό ἔφυγε μέ τρόπο. Προσποιήθηκε, ὅτι θέλει νά πάη στή Μέκκα νά προσκύνηση, ὅπως ὅλοι οἱ μωαμεθανοί, τόν τάφο τοῦ Μωάμεθ.
Ὁ ἀγᾶς, ἀνύποπτος, τοῦ ἔδωσε τήν ἄδεια. “Αλλά ὁ Γεώργιος, ἀντί νά πάη στή Μέκκα, μαζί μέ τή χριστιανή Μαρία πῆγαν στά Ἱεροσόλυμα καί προσκύνησαν τά ἱερά προσκυνήματα. Ἔφθασε στήν ἱερά μονή τοῦ ἁγίου Σάββα, βρῆκε ἐκεῖ πνευματικό πατέρα, ἐξωμολογήθηκε τά ἁμαρτήματα του, πῆγε κατόπιν στόν Ἰορδάνη ποταμό, λούστηκε μέσα στά καθαρά νερά του, πῆρε θάρρος καί παρηγοριά καί ἀξιώθηκε ὕστερα ἀπό εἰλικρινή μετάνοια καί ἐξομολόγησι νά κοινωνήση τά ἄχραντα μυστήρια. Ἔτσι καί πάλι ἔγινε χριστιανός. Ἔμεινε στά Ἱεροσόλυμα δύο χρόνια. “Αλλά ἡ Μαρία, ἡ ὁποία τόν συνώδευε σάν πνευματική μητέρα, τόν συμβούλεψε ν” ἀλλάξουν τόπο, γιατί ὑπῆρχε φόβος ὁ ἀγᾶς νά τούς ἀναλύψη, καί τότε κι ἡ ἴδια θά κινδύνευε, ἐπειδή βοήθησε στή φυγή του. Ἔφυγαν λοιπόν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα καί ἦρθαν καί κατοίκησαν σέ μιά πόλι τῆς Μ. “Ασίας, στόν Τσεσμέ.
Ἐκεῖ ὁ Γεώργιος, γιά νά βγάζη τό καθημερινό του ψωμί, ἄνοιξε ἕνα μικρό κατάστημα καί ἔκανε τόν καφεπώλη.
Σέ λίγο, ὡς χριστιανός, ἦρθε σέ κανονικό γάμο μέ χριστιανή κόρη, τήν Ἑλένη.
Ζοῦσε ἥσυχη καί χριστιανική ζωή. “Αλλά τόν καιρό ἐκεῖνο ἔγινε ἡ ἐπανάστασις τοῦ 1821. Μεγάλη ἀναστάτωσις καί ταραχή ἔγινε. Οἱ Τοῦρκοι μέ τή βία ἐπιστράτευαν τούς χριστιανούς.
Ὁ Γεώργιος, ἐπειδή γνώριζε καλά τήν τουρκική γλῶσσα, προσελήφθη ὡς ἱπποκόμος στό διοικητήριο τῆς πόλεως. Κανείς δέν γνώριζε τήν ἱστορία του.“Αλλά ξαφνικά διαδόθηκε, ὅτι ἐρχόταν στόν Τσεσμέ ὁ ἀγᾶς διοικητής τῆς Ἀτταλείας, γιά νά περάση στήν ἀπέναντι Χίο, νά πνίξουν τήν ἐπανάστασι καί νά καταστρέψουν τό νησί (ὅπως καί τό κατέστρεψαν).
Οἱ χριστιανοί τῆς πόλεως μέ τήν εἴδησι, ὅτι ἔρχονται τουρκικά στρατεύματα, κρύφτηκαν σέ σπίτια συμπαθούντων ὀθωμανῶν.
Αὐτό συμβούλευαν καί τόν Γεώργιο νά κάνη. “Αλλά ἡ καρδιά του καιγόταν ἀπό τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου. Γι’ αὐτό, ὅταν ἦρθε ὁ ἀγᾶς τῆς Ἀτταλείας, ὁ Γεώργιος ἔτρεξε νά τόν ὑποδεχθῆ καί κράτησε τά χαλινάρια τοῦ ἀλόγου του γιά νά κατέβη.
Ὁ ἀγᾶς στήν ἀρχή δέν τόν γνώρισε. “Αλλά ὅταν τόν παρατήρησε προσεκτικά, τόν γνώρισε καί ἐπέπληξε τό διοικητή τοῦ Τσεσμέ, γιατί σέ μιά τέτοια περιφρονητική θέσι εἶχε βάλει τό γαμπρό του. Ὁ ἀγᾶς διέταξε νά φέρουν μπροστά του τόν Γεώργιο.
– Μεχμέτ, τοῦ λέει ὁ ἀγᾶς, γιατί μέ ἀπάτη ἔφυγες ἀπό τό σπίτι μου; Γιατί ἐγκατέλειψες τή γυναῖκα σου καί τό παιδί σου;
–Δέν εἶμαι Μεχμέτ, τοῦ ἀπαντᾶ, ὀνομάζομαι Γεώργιος καί χριστιανός θά πεθάνω!
Μάταια ὁ ἀγᾶς προσπάθησε νά τόν κερδίση. Ὁ Γεώργιος ἔμεινε ἀνένδοτος. Ὁ ἀγᾶς τότε ὠργίστηκε καί διέταξε νά τόν κλείσουν στή φυλακή καί νά τόν δείρουν δυνατά, μήπως ἀλλάξη γνώμη.
Στή φυλακή τόν ἐπισκέφθηκε ἕνας ἀνώτερος ἀξιωματικός, πού τόν συμβούλεψε ν” ἀρνηθῆ τό Χριστό καί νά γίνη πάλι Τοῦρκος, καί τότε θἄχη ὅλα τ” ἀγαθά.
Ἄρχισαν τά φρικτά βασανιστήριά του. “Αλλά ὁ Γεώργιος, παρ” ὅλους τούς πόνους πού αἰσθανόταν, παρέμενε ἀκλόνητος καί προκαλοῦσε τό θαυμασμό ὅλων.
Τέλος, στίς 25 “Ιουνίου τοῦ 1823, στήν πλατεῖα τού Τσεσμέ, μπροστά σέ χιλιάδες κόσμο, οἱ Τοῦρκοι ἀπαγχόνισαν τόν μάρτυρα. Τελευταῖες του λέξεις ἦταν: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Ἕνας καφεπώλης νεομάρτυρας. Ἀπόδειξις ὅτι κανένα ἐπάγγελμα, ὅταν ἀσκῆται μέ τιμιότητα, δέν ἐμποδίζει νά εἶνε κάποιος φλογερός χριστιανός.
4ος Βίος.
Απέναντι από την Χίο, στα μικρασιατικά παράλια, στην Κρήνη (σημ. Τσεσμέ) κάποιο Σάββατο του έτους 1823, στις 25 Ιουνίου, ο Νεομάρτυρας του Χριστού Γεώργιος από την Αττάλεια, παρέδιδε γαλήνια το πνεύμα του στον Κύριο Ιησού Χριστό.
Ο Νεομάρτυράς μας αυτός, ο Γεώργιος, που είναι από τους τελευταίους της Τουρκοκρατίας, γεννήθηκε στην περιοχή της Αττάλειας της Παμφυλίας της Μικράς Ασίας από εύπορους και πιστούς γονείς, οι οποίοι μάλιστα είχαν και ιδιόκτητη εκκλησία της αγίας Αικατερίνης. Τα ανέμελα παιδικά του χρόνια δεν τα χάρηκε για πολύ. Διότι κάποια ημέρα, καθώς έπαιζε με άλλα παιδιά μακριά από το σπίτι του, τον είδε ο πασάς της περιοχής, ο Προύσαλης, τον ξεχώρισε για την καλωσύνη του και τον άρπαξε για το αρχοντικό του. Παιδί έξυπνο, διακρινόταν πάντα για το σεμνό του ήθος μέσα στην οθωμανική οικογένεια. Δεν άργησε όμως να επηρεασθή από το αλλόθρησκο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσε. Το άπειρο παιδί το είλκυσαν και το έπεισαν και έγινε μουσουλμάνος. Του έδωσαν και νέο πλέον όνομα: «Μεχμέτης» και ο πασάς σύντομα τον ενύμφευσε με την κόρη του.
Οι πιστοί γονείς του Γεωργίου δεν ήξεραν τίποτε γι’ αυτόν. Αναζητούσαν επίμονα να μάθουν «τι συμβαίνει». Όταν έμαθαν μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα την είδησι για την θλιβερή αυτή εξέλιξι της ζωής του καλού τους παιδιού, στέναζαν και έκλαιγαν. Όχι τόσο, διότι το έχασαν από κοντά τους, αλλά επειδή είχε εγκαταλείψει την αγκαλιά της Εκκλησίας του Χριστού. Με χαρά όμως πληροφορήθηκαν ότι, στο πλουσιόσπιτο του πασά υπηρετούσε μία Χριστιανή γυναίκα, η Μαρία. Κατέφυγαν λοιπόν κρυφά σε αυτήν και την παρακάλεσαν να αφυπνίση τον αποστάτη υιό τους.
Η Μαρία έσπευσε να ξυπνήση την συνείδησι του νέου αυτού. Με λόγια στοργής του υπενθύμισε τις ρίζες του, την πίστι του και τον αβάστακτο πόνο των γονέων του. Η καρδιά του Γεωργίου τότε ράγισε. Η ψυχή του μπήκε σε πορεία μετανοίας. Και το σχέδιο καταστρώθηκε αμέσως. Ο ίδιος προσποιήθηκε, ότι επιθυμούσε να πάη για προσκύνημα στην Μέκκα, στην πραγματικότητα όμως θα πήγαινε στους Άγιους Τόπους. Αλλά και η Μαρία και αυτή θα έφευγε μόνη της για τον ίδιο προορισμό, την Αγία Γή και θα αντάμωναν εκεί. Η άδεια από τον πασά τους δόθηκε. Το σχέδιο φυγής ωλοκληρώθηκε. Έφθασαν στον προορισμό τους με επιτυχία και ασφάλεια. Με ιερή συγκίνησι ο αποστάτης Γεώργιος (Μεχμέτης) προσκύνησε τα θεοβάδιστα εκείνα άγια μέρη. Στην ιερά Μονή του Αγίου Σάββα εξωμολογήθηκε με συντριβή το αμάρτημά του. Δύο χρόνια παρέμεινε στους Αγίους Τόπους. Η πιστή Μαρία έγινε γι’ αυτόν πλέον «θετή μητέρα» του και πολύτιμος σύμβουλος.
Κάποτε ήρθαν προσκυνητές στην Αγία Γή ευσεβείς πιστοί από την Κρήνη της Μικρασίας. Τους παρεκάλεσαν λοιπόν να επιστρέψουν μαζί τους και έφθασαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Κρήνη. Ο Άγιος διάλεξε το ήσυχο επάγγελμα του καφεπώλη και νυμφεύθηκε την Ελένη Μαυρογιάννη.
Είχε πλέον ξεσπάσει η επανάσταση του 1821. Η Χίος απέναντι από την Κρήνη ήταν το νησί, που συγκέντρωνε το μίσος των Αγαρηνών. Εκεί κατά καιρούς στέλνονταν από τις οθωμανικές αρχές στίφη Ασιατών και Τούρκων, για να τιμωρούν παραδειγματικά τα κινήματα της επαναστάσεως των ραγιάδων Ελλήνων.
Τον Γεώργιο, επειδή ήξερε άριστα την τουρκική διάλεκτο, τον προσέλαβαν ιπποκόμο στο Διοικητήριο της Κρήνης την περίοδο του Σουλεϊμάν αγά.
Συνέβη δε εκείνες τις ημέρες να διέρχεται από την Κρήνη πορευόμενος για την Χίο ο πασάς της Αττάλειας, ο Προύσαλης, ο πρώην πεθερός του Γεωργίου. Η Μαρία και η Ελένη συμβούλευσαν τον Γεώργιο να απομακρυνθή για την ασφάλειά του.
Εκείνος όμως τους απάντησε, ότι ήθελε «κάτι να επωφεληθή από την περίστασι». Μία δύναμι εσωτερική τον παρακινούσε να ομολογήση στον πασά, ποιός ήταν και να ξεπλύνη το ανόμημα της αποστασίας του. Γι’ αυτό, όταν ο πασάς έφθασε στο διοικητήριο της Κρήνης, έτρεξε ο ιπποκόμος Γεώργιος, για να τον βοηθήση να αφιππεύση. Η αναγνώρισι δεν άργησε να γίνη. Έκπληκτος ο πασάς στρέφεται προς τον Γεώργιο και του λέει: «Γιατί έφυγες, Μεχμέτ, με απάτη και δολιότητα από το σπίτι σου αφήνοντας γυναίκα και παιδί; Εγώ δεν σε ανέθρεψα, δεν σε έκανα παιδί μου δίνοντάς σου για γυναίκα την κόρη μου και τόσα άλλα καλά;». Και τότε ο Γεώργιος θαρραλέα απάντησε: «Έχεις λάθος, πασά, ούτε εσύ με γέννησες, ούτε εγώ σε γνώρισα πατέρα, ούτε Μεχμέτης ονομάζομαι, αλλά είμαι Χριστιανός. Ονομάζομαι Γεώργιος και Χριστιανός θα αποθάνω». Ο πασάς της Αττάλειας ντροπιάσθηκε. Και γεμάτος οργή διέταξε να τον φυλακίσουν και να τον δείρουν χωρίς έλεος. Ένας Τούρκος με γλυκόλογα και υποσχέσεις προσπάθησε να τον μεταπείση να αρνηθή την πίστι του. Ο Γεώργιος όμως σταθερά και λιτά απαντούσε: «Όχι!, δεν αλλάζω γνώμη». Στην φυλακή τον ακινητοποίησαν δένοντάς του τα πόδια στο τιμωρητικό ξύλο, στον «ποδοκάκη». Και ο Άγιος δόξαζε τον Θεό, διότι αξιωνόταν για την αγάπη του να πάσχη. Ο δραστήριος ιερέας και ιεροκήρυκας της περιοχής Γρηγόριος θέλοντας να ενισχύση τον έγκλειστο Γεώργιο, παρεκίνησε τους δημογέροντες και φυλάκισαν δύο ευσεβείς Χριστιανούς με την πρόφασι, ότι χρωστούσαν χρήματα. Αυτοί όμως θα παρέμεναν φυλακισμένοι δίπλα του, για να ενισχύουν τον υποψήφιο μάρτυρα του Χριστού. Ο Γεώργιος παρέμεινε σταθερός στην απόφασί του.
Δέχθηκε μαρτύρια σαν και εκείνα των αγίων μαρτύρων της πρώτης Εκκλησίας. Του τοποθέτησαν στο κεφάλι πυρακτωμένο σκεύος, «αγγείο», και περιέλουσαν το σώμα του με καυτό λάδι. Ο Άγιος δόξαζε τον Θεό. Και απαντούσε στους δημίους του: «Όσα βάσανα και τιμωρίες μου βάζετε, τόσα βραβεία και στεφάνους μου ετοιμάζετε στην αιώνια ζωή».
Τελικά εκδόθηκε και η διαταγή: Ο περιφρονητής του Αλλάχ Γεώργιος να κρεμασθή, όπως οι κακούργοι. Ο μάρτυρας επιθυμούσε βαθιά να ενωθή με τον Χριστό, πριν αναχωρήση για τον ουρανό. Γι’ αυτό ευσεβείς Χριστιανοί του έφεραν κρυφά τα Άχραντα Μυστήρια και κοινώνησε με πολλή ευλάβεια. Την παραμονή του θανάτου του ο Γεώργιος ξαγρύπνησε προσευχόμενος και παρακαλώντας τον Θεό να τον αξιώση να «τελειώση καλά» τον δρόμο του μαρτυρίου.
Και την επόμενη ημέρα, Σάββατο 25 Ιουνίου 1823, ωδήγησαν τον μάρτυρα σε κεντρικό μέρος της Κρήνης, στην συνοικία Λαζούμη. Εκεί κάτω από την υψωμένη αγχόνη στον τοίχο της οικίας του ευγενούς Φαρμακέως Παντελάκη, οι αλλόθρησκοι προσπάθησαν για τελευταία φορά να κάμψουν το φρόνημα του Αγίου με νέες υποσχέσεις. Μάταια όμως. Ο μάρτυρας, αφού ύψωσε το βλέμμα του προς την Ανατολή, βύθισε την σκέψι του στον κόσμο του Παραδείσου και ψελλίζοντας την τελευταία του προσευχή: – «Μνήσθητί μου, Κύριε…», παρέδωσε με ειρήνη την ψυχή του στον Κύριο.
Τρεις συνεχόμενες νύχτες οι φύλακες Αγαρηνοί έβλεπαν το αιωρούμενο νεκρό σώμα του μάρτυρα πλημμυρισμένο από φως και έναν ιερέα όρθιο να το θυμιατίζη. Το θέαμα αυτό δημιούργησε νέα έκρηξι θυμού και οργής. Με νέα εντολή του Τούρκου δικαστή το σώμα το παρέλαβαν φανατισμένοι Εβραίοι, για να το σύρουν στους δρόμους της πόλεως. Και κατόπιν αργά τη νύχτα το καταπόντισαν στην θάλασσα στα ανοικτά του λιμανιού.
Το τίμιο λείψανο του μάρτυρα το περισυνέλεξε ο Ηλίας Σκλαβούνος, κυβερνήτης ενός πλοιαρίου. Το έφερε στην Ρωσία, όπου και κηδεύθηκε ο νεομάρτυρας Γεώργιος με τιμές.
Πηγή: Βενεδίκτου Ιερομονάχου Αγιορείτου, Συναξαριστής 19ου και 20ου αιώνα, Έκδοσις Συνοδίας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ιερά Καλύβη «Άγιος Σπυρίδων Α΄», Νέα Σκήτη Αγίου Όρους, 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου