Αγία Οσιομάρτυς Σουσανίκ, Βασίλισσα της Γεωργίας. Ημέρα Μνήμης: 28 Αυγούστου και 17 Οκτωβρίου.
Η ευσεβής Σουσανίκ (ή Σωσσάνα, που στην εβραϊκή, περσική, γεωργιανή και αρμένικη γλώσσα, σημαίνει λευκό κρίνο), έζησε τον 5ο αιώνα. Μεγάλωσε και ανατράφηκε σε βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια της Αρμενίας. Είχε την ατυχία να συνάψει γάμο με τον ασεβή ηγεμόνα της Νότιας Kartli, Βάσκεν Πιταχσί. Θλιβόταν για την ασέβεια του συζύγου της, αλλά σήκωνε υπομονετικά τον σταυρό της. Μαζί του απέκτησε 3 υιούς και μία θυγατέρα.
Ο Βάσκεν αρνήθηκε τον Χριστό. Επειδή ήρθε σε αντίθεση με τον βασιλιά της Κάρτλης (Kartli), τον Βαχτάνγκ Γκοργκοσάλι τον Α’* (Vakhtang Α’ Gorgasali), πήγε στον σάχη της Περσίας Φαρούζ, και του ανήγγειλε την αφοσίωση του και ασπάσθηκε την θρησκεία των Περσών, το ζωροαστρισμό, την πυρολατρία. Για χάρη της συμμαχίας παντρεύτηκε με την κόρη του σάχη, και υποσχέθηκε να φέρει στη νέα πίστη την πρώτη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Μαθαίνοντας η Σουσανίκ την απόφαση του συζύγου της, κλείστηκε σε ένα καλυβάκι κοντά στον ναό, και βυθίσθηκε σε βαθύ πένθος.
Σημειώνει ο πατήρ Ιάκωβος: Η είδηση μας έθλιψε πολύ. Έτρεξα στη βασίλισσα. Την βρήκα πικραμένη και της είπα:
- Κυρία, έχεις να κάνεις μεγάλο αγώνα. Θα παλέψεις με τις πανουργίες του εχθρού, για να διαφυλάξεις την πίστη σου. Ανδρίζου λοιπόν, και υπόμενε.
Και η Αγία απήντησε:
- Γνωρίζω ότι με περιμένει μεγάλη δοκιμασία. Είμαι όμως έτοιμη για όλα. Είμαι αδύναμη και αμαρτωλή. Ελπίζω όμως στην βοήθεια του Θεού… Αφού περιφρόνησε τον Θεό, τον περιφρονώ και εγώ. Δεν θα επιστρέψω κοντά του, έστω και αν με θανατώσει.
Ο εξωμότης σύζυγός της προσπάθησε να την πείσει να αρνηθεί το Χριστό, λύσσαξε όμως κυριολεκτικά από την στάση της βασίλισσας.
Κάποια μέρα άρχισε να ξεφώνιζει σαν δαιμονισμένος να την ποδοπατά, να την σέρνει από τα μαλλιά και να την χτυπά στο κεφάλι με τις γροθιές και με ένα σίδερο. Το ένα μάτι της Αγίας αχρηστεύθηκε.
Βλέποντας ο Τζότζικ την μανία του αδελφού του, μπήκε στην μέση και ελευθέρωσε την Αγία σαν πρόβατο από αιμοβόρο λύκο, λέγοντάς του: - Φτάνει πιά.
Οι πληγές από τα κτυπήματα ήταν αθεράπευτες. Ήταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Ο βασιλιάς έδωσε εντολή να μην επιτρέψουν σε κανέναν να την δει.
Όταν έφθασε η Μεγάλη Εβδομάδα, ο διάβολος κυρίευσε πάλι την καρδιά του. Πήγε στην Εκκλησία την έβγαλε έξω και διέταξε να την σύρουν πάνω στην γη μέχρι το παλάτι. Ο δρόμος ήταν γεμάτος αγκάθια. Εκεί διέταξε να της δώσουν 300 ραβδισμούς. Η πολύαθλη Σουσανίκη, την ώρα του μαρτυρίου, δεν έβγαλε αναστεναγμό ούτε παραπονέθηκε.
Μανιασμένος διέταξε να την δέσουν, να της βάλουν αλυσίδα στον λαιμό, να την φυλακίσουν στο κάστρο και να την παιδεύουν. Κρυφά πήγε να την δει ο π. Ιάκωβος, ο πνευματικός της, και μπαίνοντας, είδε την αμνάδα του Θεού να ακτινοβολή με θαυμαστό τρόπο.
Με την νηστεία, την αγρυπνία και την προσευχή, η Αγία Σουσανίκη προόδευε διαρκώς στην πνευματική ζωή. Η αγιότητά της έγινε γνωστή σε όλη την Γεωργία. Έτρεχαν από παντού για να της ζητήσουν βοήθεια. Η προσευχή της έκανε τις άτεκνες πολύτεκνες, θεράπευε τους αρρώστους, έδινε φως στους τυφλούς.
Η μακαρία είχε αποστηθίσει όλους τους ψαλμούς, και υμνούσε ημέρα και νύκτα τον Ύψιστο. Κάποτε έμαθε ότι τα παιδιά της αρνήθηκαν τον Χριστό. Άρχισε τότε να κλαίει και να οδύρεται, λέγοντας:
- Κύριε και Θεέ μου. Εσύ μου έδωσες τα παιδιά μου. Τώρα όμως δεν είναι πιά δικά μου. Γενηθήτω το θέλημά Σου. Ελευθέρωσέ με από τις παγίδες του εχθρού.
Η Μάρτυς έζησε 6 χρόνια σε φρικτές συνθήκες, σε ένα μπουντρούμι με βασανιστήρια δοξάζοντας τον Θεό. Ο πνευματικός της πατήρ Ιάκωβος, θλιβόταν πολύ για την κατάστασή της.
Την επισκέφθηκε πολύς λαός, επίσημοι και απλοικοί άνθρωποι. Όλοι ζητούσαν τις πρεσβείες της, όλοι ικέτευαν να τους αφήσει να βγάλουν τις αλυσίδες από τα πόδια της. Εκείνη δεν ήθελε. Πίστευε πως δεν άξιζε τέτοια τιμή. Τελικά, υπεχώρησε. Κάποιος ιερεύς έβγαλε τις αλυσίδες και τις έδωσε στους πιστούς. Τότε εκείνη είπε:
- Ο Θεός, ας πλουτίσει με όλα τα αγαθά Του όσους συμμερίσθηκαν το μαρτύριο και τις θλίψεις μου, τώρα, πορεύομαι προς την αιωνιότητα. Ελπίζω ότι για τις θλίψεις που δοκίμασα, θα μου χαρίσει ο Κύριος την χαρά· για τον εξευτελισμό και την ταπείνωση, την δόξα και την τιμή στους ουρανούς.
Ο λαός αποχαιρέτησε την μαρτυρική βασίλισσα. Η επιθυμητή ώρα για την Αγία είχε φθάσει. Κάλεσε τον επίσκοπο Φώτιο και μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων.
Στο έβδομο έτος της φυλάκισης κοιμήθηκε στη φυλακή ειρηνικά, παραδίδοντας την αγία ψυχή της στα χέρια του Θεού στις 17 Οκτωβρίου του 475 μ. Χ. την ημέρα των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού εξ Αραβίας.
Ο ευσεβέστατος βασιλιάς της Ιβηρίας Βαχτάνγ Γούργ Ασλάν, το 482 έπιασε αιχμάλωτο τον Βαρσκεν και τον κρέμασε. Προς τιμήν της Μάρτυρος έκτισε ναό στην Τσουρτάγ, όπου μετέφερε και έθαψε με επισημότητα το άγιο λείψανό της.
Όταν οι Αρμένιοι χωρίσθηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία, ο ναός της Τσουρτάγ περιήλθε στην δικαιοδοσία τους. Ο αρχιεπίσκοπος Κυρίων Α’ ή ο Σαμουήλ Δ’ ( 582-591), μετέφερε το ιερό σκήνωμα της Μάρτυρος το 578 ή 586 μ. Χ., στην Τιφλίδα και το τοποθέτησε στο περίβολο του ναού της Παναγίας Μετέχσκ όπου το σημερινό ομώνυμο φρούριο στην νότια πλευρά του Αγίου Βήματος.
Ο εορτασμός της κοιμήσεως της Αγίας, άγνωστο για ποια αιτία, μετεφέρθη από την 17η Οκτωβρίου στην 28η Αυγούστου. Ίσως να είχε γίνει την ημέρα εκείνη η ανακομιδή των αγίων λειψάνων της.
*Βαχτάνγκ Γκοργκοσάλι ο Α’ (Vakhtang Α’ Gorgasali) ήταν βασιλιάς της Κάρτλι, περιοχής που αποτελεί σήμερα ομώνυμο νομό της Γεωργίας. Η περίοδος εξουσίας του χρονολογείται τον 5ο αιώνα μ.Χ., από το 452 ως το 502. Το παρατσούκλι του “Γκοργκασάλι” (περσ. λύκοκέφαλος), προήλθε από ένα μύθο, ο οποίος περιγράφει το κράνος του Βαχτάνγκ με μια εικόνα λύκου. Η μνημη του εορταζεται απο την Εκκλησια στις 30 Νοεμβρίου .
Απολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως
Θείας πίστεως, ομολογίαν, κατεκόσμησας την Εκκλησίαν, Σουσανίκη Μαρτύρων ομότροπη, όθεν στερρώς τω συζύγω αντέστησες, ξύλο ειρκτή υπομείνας και βάσανα, Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις, Μάρτυς πάγκαλε, Σουσανίκ, βασιλίς ολβία, η εν όψεσι σου λαού ίδιον ορώσα Χριστόν, δι’ Ον προθύμως εξέχεας αιμάτων θείων σου ρεύματα.
Η ευσεβής Σουσανίκ (ή Σωσσάνα, που στην εβραϊκή, περσική, γεωργιανή και αρμένικη γλώσσα, σημαίνει λευκό κρίνο), έζησε τον 5ο αιώνα. Μεγάλωσε και ανατράφηκε σε βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια της Αρμενίας. Είχε την ατυχία να συνάψει γάμο με τον ασεβή ηγεμόνα της Νότιας Kartli, Βάσκεν Πιταχσί. Θλιβόταν για την ασέβεια του συζύγου της, αλλά σήκωνε υπομονετικά τον σταυρό της. Μαζί του απέκτησε 3 υιούς και μία θυγατέρα.
Ο Βάσκεν αρνήθηκε τον Χριστό. Επειδή ήρθε σε αντίθεση με τον βασιλιά της Κάρτλης (Kartli), τον Βαχτάνγκ Γκοργκοσάλι τον Α’* (Vakhtang Α’ Gorgasali), πήγε στον σάχη της Περσίας Φαρούζ, και του ανήγγειλε την αφοσίωση του και ασπάσθηκε την θρησκεία των Περσών, το ζωροαστρισμό, την πυρολατρία. Για χάρη της συμμαχίας παντρεύτηκε με την κόρη του σάχη, και υποσχέθηκε να φέρει στη νέα πίστη την πρώτη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Μαθαίνοντας η Σουσανίκ την απόφαση του συζύγου της, κλείστηκε σε ένα καλυβάκι κοντά στον ναό, και βυθίσθηκε σε βαθύ πένθος.
Σημειώνει ο πατήρ Ιάκωβος: Η είδηση μας έθλιψε πολύ. Έτρεξα στη βασίλισσα. Την βρήκα πικραμένη και της είπα:
- Κυρία, έχεις να κάνεις μεγάλο αγώνα. Θα παλέψεις με τις πανουργίες του εχθρού, για να διαφυλάξεις την πίστη σου. Ανδρίζου λοιπόν, και υπόμενε.
Και η Αγία απήντησε:
- Γνωρίζω ότι με περιμένει μεγάλη δοκιμασία. Είμαι όμως έτοιμη για όλα. Είμαι αδύναμη και αμαρτωλή. Ελπίζω όμως στην βοήθεια του Θεού… Αφού περιφρόνησε τον Θεό, τον περιφρονώ και εγώ. Δεν θα επιστρέψω κοντά του, έστω και αν με θανατώσει.
Ο εξωμότης σύζυγός της προσπάθησε να την πείσει να αρνηθεί το Χριστό, λύσσαξε όμως κυριολεκτικά από την στάση της βασίλισσας.
Κάποια μέρα άρχισε να ξεφώνιζει σαν δαιμονισμένος να την ποδοπατά, να την σέρνει από τα μαλλιά και να την χτυπά στο κεφάλι με τις γροθιές και με ένα σίδερο. Το ένα μάτι της Αγίας αχρηστεύθηκε.
Βλέποντας ο Τζότζικ την μανία του αδελφού του, μπήκε στην μέση και ελευθέρωσε την Αγία σαν πρόβατο από αιμοβόρο λύκο, λέγοντάς του: - Φτάνει πιά.
Οι πληγές από τα κτυπήματα ήταν αθεράπευτες. Ήταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Ο βασιλιάς έδωσε εντολή να μην επιτρέψουν σε κανέναν να την δει.
Όταν έφθασε η Μεγάλη Εβδομάδα, ο διάβολος κυρίευσε πάλι την καρδιά του. Πήγε στην Εκκλησία την έβγαλε έξω και διέταξε να την σύρουν πάνω στην γη μέχρι το παλάτι. Ο δρόμος ήταν γεμάτος αγκάθια. Εκεί διέταξε να της δώσουν 300 ραβδισμούς. Η πολύαθλη Σουσανίκη, την ώρα του μαρτυρίου, δεν έβγαλε αναστεναγμό ούτε παραπονέθηκε.
Μανιασμένος διέταξε να την δέσουν, να της βάλουν αλυσίδα στον λαιμό, να την φυλακίσουν στο κάστρο και να την παιδεύουν. Κρυφά πήγε να την δει ο π. Ιάκωβος, ο πνευματικός της, και μπαίνοντας, είδε την αμνάδα του Θεού να ακτινοβολή με θαυμαστό τρόπο.
Με την νηστεία, την αγρυπνία και την προσευχή, η Αγία Σουσανίκη προόδευε διαρκώς στην πνευματική ζωή. Η αγιότητά της έγινε γνωστή σε όλη την Γεωργία. Έτρεχαν από παντού για να της ζητήσουν βοήθεια. Η προσευχή της έκανε τις άτεκνες πολύτεκνες, θεράπευε τους αρρώστους, έδινε φως στους τυφλούς.
Η μακαρία είχε αποστηθίσει όλους τους ψαλμούς, και υμνούσε ημέρα και νύκτα τον Ύψιστο. Κάποτε έμαθε ότι τα παιδιά της αρνήθηκαν τον Χριστό. Άρχισε τότε να κλαίει και να οδύρεται, λέγοντας:
- Κύριε και Θεέ μου. Εσύ μου έδωσες τα παιδιά μου. Τώρα όμως δεν είναι πιά δικά μου. Γενηθήτω το θέλημά Σου. Ελευθέρωσέ με από τις παγίδες του εχθρού.
Η Μάρτυς έζησε 6 χρόνια σε φρικτές συνθήκες, σε ένα μπουντρούμι με βασανιστήρια δοξάζοντας τον Θεό. Ο πνευματικός της πατήρ Ιάκωβος, θλιβόταν πολύ για την κατάστασή της.
Την επισκέφθηκε πολύς λαός, επίσημοι και απλοικοί άνθρωποι. Όλοι ζητούσαν τις πρεσβείες της, όλοι ικέτευαν να τους αφήσει να βγάλουν τις αλυσίδες από τα πόδια της. Εκείνη δεν ήθελε. Πίστευε πως δεν άξιζε τέτοια τιμή. Τελικά, υπεχώρησε. Κάποιος ιερεύς έβγαλε τις αλυσίδες και τις έδωσε στους πιστούς. Τότε εκείνη είπε:
- Ο Θεός, ας πλουτίσει με όλα τα αγαθά Του όσους συμμερίσθηκαν το μαρτύριο και τις θλίψεις μου, τώρα, πορεύομαι προς την αιωνιότητα. Ελπίζω ότι για τις θλίψεις που δοκίμασα, θα μου χαρίσει ο Κύριος την χαρά· για τον εξευτελισμό και την ταπείνωση, την δόξα και την τιμή στους ουρανούς.
Ο λαός αποχαιρέτησε την μαρτυρική βασίλισσα. Η επιθυμητή ώρα για την Αγία είχε φθάσει. Κάλεσε τον επίσκοπο Φώτιο και μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων.
Στο έβδομο έτος της φυλάκισης κοιμήθηκε στη φυλακή ειρηνικά, παραδίδοντας την αγία ψυχή της στα χέρια του Θεού στις 17 Οκτωβρίου του 475 μ. Χ. την ημέρα των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού εξ Αραβίας.
Ο ευσεβέστατος βασιλιάς της Ιβηρίας Βαχτάνγ Γούργ Ασλάν, το 482 έπιασε αιχμάλωτο τον Βαρσκεν και τον κρέμασε. Προς τιμήν της Μάρτυρος έκτισε ναό στην Τσουρτάγ, όπου μετέφερε και έθαψε με επισημότητα το άγιο λείψανό της.
Όταν οι Αρμένιοι χωρίσθηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία, ο ναός της Τσουρτάγ περιήλθε στην δικαιοδοσία τους. Ο αρχιεπίσκοπος Κυρίων Α’ ή ο Σαμουήλ Δ’ ( 582-591), μετέφερε το ιερό σκήνωμα της Μάρτυρος το 578 ή 586 μ. Χ., στην Τιφλίδα και το τοποθέτησε στο περίβολο του ναού της Παναγίας Μετέχσκ όπου το σημερινό ομώνυμο φρούριο στην νότια πλευρά του Αγίου Βήματος.
Ο εορτασμός της κοιμήσεως της Αγίας, άγνωστο για ποια αιτία, μετεφέρθη από την 17η Οκτωβρίου στην 28η Αυγούστου. Ίσως να είχε γίνει την ημέρα εκείνη η ανακομιδή των αγίων λειψάνων της.
*Βαχτάνγκ Γκοργκοσάλι ο Α’ (Vakhtang Α’ Gorgasali) ήταν βασιλιάς της Κάρτλι, περιοχής που αποτελεί σήμερα ομώνυμο νομό της Γεωργίας. Η περίοδος εξουσίας του χρονολογείται τον 5ο αιώνα μ.Χ., από το 452 ως το 502. Το παρατσούκλι του “Γκοργκασάλι” (περσ. λύκοκέφαλος), προήλθε από ένα μύθο, ο οποίος περιγράφει το κράνος του Βαχτάνγκ με μια εικόνα λύκου. Η μνημη του εορταζεται απο την Εκκλησια στις 30 Νοεμβρίου .
Απολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως
Θείας πίστεως, ομολογίαν, κατεκόσμησας την Εκκλησίαν, Σουσανίκη Μαρτύρων ομότροπη, όθεν στερρώς τω συζύγω αντέστησες, ξύλο ειρκτή υπομείνας και βάσανα, Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις, Μάρτυς πάγκαλε, Σουσανίκ, βασιλίς ολβία, η εν όψεσι σου λαού ίδιον ορώσα Χριστόν, δι’ Ον προθύμως εξέχεας αιμάτων θείων σου ρεύματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου