῾Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος (ἢ Λεΐρ, κατὰ ἀρχαίαν παράδοσιν), γεννήθηκε στὸ Τορνάκο
(σημ. Τουρναὶ) τοῦ Βελγίου τὸ 454 (ἢ 456).
Ὁ πατέρας του Εἰρηναῖος (Serenus) καὶ ἡ
μητέρα του Λευκὴ (Blanda) ἦσαν εὐγενεῖς καὶ πλούσιοι.
Ὁ προπάππος του Εἰρηναῖος, ἕνας ἐκ τῶν
πρώτων κατοίκων τοῦ Τορνάκου, οἱ ὁποῖοι
ἀσπάσθηκαν τὸν Χριστιανισμὸ στὸ κήρυγμα τοῦ Ἁγίου Πιὰτ (τιμάται 1η Ὀκτωβρίου), ἐδώρησε ἕνα κτῆμα, στὸ ὁποῖο ἀνεγέρθη ὁ πρῶτος Ναὸς τῆς Παναγίας μας καὶ μαρτύρησε μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἱεραπόστολο Πιάτ.
Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος εἶχε προικισθῆ ἀπὸ
τὸν Θεὸ μὲ πολλὰ χαρίσματα καὶ προώδευσε
θαυμαστῶς τὴν θύραθεν παιδεία καὶ στὴν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἀνατράφηκε στὴν Αὐλὴ τοῦ Χιλδέριχου († 481), Βασιλέως τῶν Σαλίων Φράγκων, ἕδρα τοῦ ὁποίου ἦταν τὸ Τορνάκο. Ἐκεῖ συναναστράφηκε μὲ τὸν Χλωδοβῖκο (Κλόβι Α', υἱὸ τοῦ Χιλδέριχου καὶ διάδοχο αὐτοῦ, 481-511) καὶ μὲ τὸν Ἅγιο Μεδάρδο (τιμάται 8η Ἰουνίου), ὁ ὁποῖος τοῦ προεφήτευσε, ὅτι θὰ ἐγίνετο κάποτε Ἐπίσκοπος Τορνάκου.
Ἡ πρόρρησις αὐτὴ ἐκπληρώθηκε τὸ 486 ὅταν ὁ Ἐλευθέριος σὲ ἡλικία περίπου 30 ἐτῶν ἐξελέγη, προκειμένου νὰ διαδεχθῆ τὸν Ἐπίσκοπο Θεόδωρο καὶ χειροτονήθηκε ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Ρεμιγίου (τιμάται 13 Ἰανουαρίου).
Ἤδη ὅμως, πρὸ τῆς κοιμήσεως τοῦ Θεοδώρου, οἱ βιαιοπραγίες τῶν εἰδωλολατρῶν κατὰ τῶν Χριστιανῶν εἶχαν ἀναγκάσει τοὺς πλείστους τῶν πιστῶν τοῦ Τορνάκου καὶ ἰδίως τὶς σημαίνουσες οἰκογένειες, νὰ καταφύγουν στὸ χωριὸ Μπλαντέν, 4 περίπου χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πόλι, ὅπου οἱ γονεῖς τοῦ Ἐλευθερίου εἶχαν κτήματα.
Οἱ Χριστιανοὶ τοῦ Τορνάκου εἶχαν πολὺ ἐκπέσει ἀπὸ τὸν πρώτο τους ζῆλο, μετὰ τὴν κοίμησι τοῦ Ἁγίου Πιάτ, ἡ πίστις αὐτῶν
ὅλο καὶ ἔσβηνε, λόγῳ τῆς συναναστροφῆς καὶ τῆς βίας τῶν εἰδωλολατρῶν, ἢ τῶν ἀταξιῶν τῶν Φράγκων Βασιλέων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀκόμη εἰδωλολάτρες.
Τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου ἦσαν περίοδος διαταραχῶν καὶ δοκιμασιῶν. Τὸ ποίμνιό του ἀνεμειγνύετο
μὲ τοὺς Φράγκους εἰδωλολάτρες τῆς χώρας καὶ μὲ ποικίλους αἱρετικούς, κυρίως Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι διέδιδαν στὸν λαὸ διδαχὲς ἀντίθετες πρὸς τὸ δόγμα τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος ἔδωσε μεγάλους ποιμαντικοὺς καὶ ἀπολογητικοὺς ἀγῶνες. Ἀπέσπασε πολλοὺς Φράγκους ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ ὑπεράσπισε διὰ τοῦ κηρύγματος καὶ διὰ συγγραμμάτων τὸ Μυστήριο τῆς Ἐνσαρκώσεως ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Ὁ ζῆλος του νὰ κερδίζη ψυχὲς γιὰ τὸν Χριστό μας τὸν ὤθησε νὰ εἰσέλθη ἀρκετὲς φορὲς κρυφίως στὴν πόλι τοῦ Τορνάκου γιὰ νὰ κηρύξη τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἡ δὲ θεία Πρόνοια ἐπέτρεψε ἕνα γεγονός,
τὸ ὁποῖο ἄνοιξε πάλι τὶς πύλες τῆς γενέτειράς του στὸν Ἀρχιερέα καὶ τοὺς λοιποὺς ἐξόριστους Χριστιανούς.
Ἡ θυγάτηρ τοῦ Διοικητοῦ τοῦ Τορνάκου, εἰδωλολάτρις ὡς ὁ πατέρας της, εἶχε ἐρωτευθῆ κρυφίως τὸν νέο καὶ ἐνάρετο Ἐλευθέριο, προτοῦ νὰ ἐξορισθῆ μὲ τὴν οἰκογένειά του. Δὲν εἶχε ἐκμυστηρευθῆ ποτὲ τὸ αἴσθημα αὐτό, ἀλλὰ ἀπεφάσισε μία ἡμέρα νὰ μεταβῆ στὸ Μπλαντὲν νὰ τοῦ τὸ φανερώση.
Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπληροφόρησε τὸ δοῦλον τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἐπικείμενο κίνδυνο. Μόλις λοιπὸν ἦλθε ἐνώπιόν του ἡ νέα εἰδωλολάτρις, τῆς εἶπε ὁ Ἅγιος: «Ἀθλία, δὲν ἄκουσες, ὅτι ὅταν ὁ σατανᾶς ἐτόλμησε νὰ πειράξη τὸν Κύριό μας, Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: “Ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ... Οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου”. Κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Σωτῆρος μου καὶ ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος σὲ διατάζω νὰ ὑπάγης ὀπίσω καὶ νὰ μὴν ἐπανέλθης στὸν τόπο αὐτό». Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν, ἡ νεάνιδα ἔπεσε ὡς κεραυνόπληκτος καὶ ἐξεψύχησε.
Ὁ Διοικητής, ἀπεγνωσμένος ἐκ τοῦ τόσο ἀπροόπτου αὐτοῦ θανάτου, ἀλλὰ καὶ ἀναγνωρίζων τὴν δύναμι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἐλευθερίου, ὑποσχέθηκε νὰ ἀσπασθῆ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ, ἂν ὁ Ἅγιος χάριζε πάλι τὴν ζωὴ στὴν θυγατέρα του.
Ὁ Ἐπίσκοπος δέχθηκε νὰ προσευχηθῆ γιὰ τὴν νεάνιδα καὶ παρεκάλεσε ταπεινῶς τὸν Χριστό μας νὰ τελέση τὸ θαῦμα αὐτό, ὥστε νὰ ἔλθουν εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας τόσοι δυστυχεῖς εἰδωλολάτρες. Ἀφοῦ ἔμεινε μερικὲς ἡμέρες νηστεύων καὶ προσευχόμενος, προσῆλθε στὸν τόπο, ὅπου εἶχε ταφῆ τὸ σῶμα της καὶ διέταξε νὰ σηκώσουν τὴν πλάκα. Ἔπειτα ἐκάλεσε τρὶς τὴν νεάνιδα προστάζων αὐτὴ νὰ ἔγερθη ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀναστάντος ἐκ νεκρῶν. Ἡ νεάδιδα ἐξῆλθε ἐκ τοῦ μνήματος ἐνώπιον πάντων καὶ ἐζήτησε τὸ Ἅγιο Βάπτισμα.
Παρὰ τὸ ἔκλαμπρον αὐτὸ θαῦμα, ὁ πατέρας της συνέχιζε ἀκόμη νὰ ἀνθίσταται στὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, φοβούμενος ἴσως τοὺς ἄλλους εἰδωλολάτρες. Τότε μία αἰφνίδιος ἐπιδημία ἐθέρισε τὸν λαό. Οἱ τετυφλωμένοι εἰδωλολάτρες ἀπέδωσαν τὴν οὐράνιον παίδευσιν σὲ τεχνάσματα τοῦ Ἐλευθερίου, τὸν ὁποῖον ὠνόμασαν μάγο καὶ ἀπεφάσισαν νὰ θανατώσουν αὐτόν.
Ὅταν ἐνύκτωσε, ἕνα στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα ἀπήγαγε τὸν Ἐπίσκοπο καὶ τὸν ἔφερε ἐνώπιον τοῦ Διοικητοῦ, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ τὸν μαστιγώσουν μὲ βέργες καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴν φυλακή.
Ἐκεῖ ὅμως, Ἄγγελος Κυρίου τὸν ἐπισκέφθηκε, τὸν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὶς ἀλυσίδες, ἄνοιξε τὴν πύλη τῆς φυλακῆς καὶ τὸν ὡδήγησε στὸ Μπλαντέν.
Ἡ ἀξιοθαύμαστη ὑπομονὴ καὶ οἱ προσευχὲς τοῦ Ἁγίου Ὁμολογητοῦ εἵλκυσαν τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Κυρίου στὸν ἄτακτο αὐτὸ λαό: ὁ Διοικητής, αἰφνιδίως ἀλλοιωμένος ὑπὸ τῆς Θείας Χάριτος, προσῆλθε αὐτοπροσώπως καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ ἐπιστρέψη στὸ Τορνάκο.
Ὁ Ἅγιος ἐχάρη λίαν καὶ ἐπέστρεψε στὴν πόλι. Ἐβάπτισε στὶς ἑπόμενες ἡμέρες 11.000 εἰδωλολάτρες! Ἡ λαμπρὰ ἡμέρα τῆς ἐπιστροφῆς του στὴν ἕδρα του (26η Δεκεμβρίου 496) καθιερώθη ὡς Πανήγυρις, ἡ ὁποία τελεῖται ἐτησίως μέχρι σήμερον.
Ἡ μεταστροφὴ τοῦ Χλωδοβίκου, ὁ ὁποῖος εἶχε διαδεχθῆ τὸν Χιλδέριχο, καὶ ἡ βάπτισις αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Ρεμιγίου, ἡ ὁποία συνέπεσε μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, ὡς καὶ ἡ θεραπεία ἑνὸς τυφλοῦ ὀνόματι Μαντηλίου, πολλαπλασίασαν τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ λαοῦ καὶ τὶς μεταστροφὲς στὴν πίστι.
Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος διοίκησε πλέον τὴν Ἐπισκοπή του εἰρηνικά. Μετέβη τρεῖς φορὲς στὴν Ρώμη γιὰ νὰ συμβουλευθῆ τὸν Πάπα γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι τῶν κακοδοξιῶν στὴν Ἐκκλησία του.
Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν τρίτη
ἐπίσκεψί του στὴν Ρώμη, ἔφερε ἅγια
Λείψανα τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος
Στεφάνου καὶ τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.
Ὁ Κλῆρος καὶ ὁ Λαὸς ἐξῆλθον εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ καὶ ἤδη κατέβαιναν ἀπὸ τὸ λεγόμενο Ἅγιο Λόφο (σημ. Λόφος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου), ὅταν ἐμφανίσθηκε ὁ Ἅγιος βαστάζων τὰ πολύτιμα Λείψανα. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ δύο φωτεινὰ στεφάνια τὸν περιεκύκλωσαν. Μὲ ἐπιφωνήσεις χαρᾶς καὶ θαυμασμοῦ ὁ λαὸς τὸν προϋπήντησε καὶ τὸν ἠκολούθησε ἐν Λιτανείᾳ πρὸς τὸν Ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς. Καθ᾿ ὁδὸν πλῆθος ἀσθενῶν καὶ ἀναπήρων ἰατρεύθησαν καὶ ἕνας ἄλαλος πολὺ γνωστὸς στοὺς κατοίκους τῆς πόλεως ἀνέκτησε θαυμαστῶς τὴν φωνή του.
Ὁ Βασιλεὺς Χλωδοβῖκος, ἱδρυτὴς τῆς Φραγκικῆς Μοναρχίας καὶ Μονοκράτορας τῆς Γαλατίας, διακρίθηκε γιὰ τὶς ἐπιτυχίες του στοὺς πολέμους καὶ γιὰ τὴν προστασία, τὴν ὁποία παρεῖχε στὴν Ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ ἀμαύρωσε τὴν μνήμη του μὲ τὶς βιαιοπραγίες καὶ τὶς δολιότητές του.
Μία ἡμέρα, μόλις ἔφθασε στὸ Τουρνάκο, ἦλθε στὴν Ἐκκλησία νὰ εὐχαριστήση τὸν Θεὸ γιὰ τὶς νίκες του. Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος τὸν ἀνέμενε στὰ πρόθυρα τοῦ Ναοῦ: «Κύριε Βασιλεῦ, γνωρίζω γιὰ ποιὸν λόγο προσήλθατε σὲ μένα». Ἔκπληκτος, ὁ Χλωδοβῖκος διαμαρτυρήθηκε, ὅτι δὲν εἶχε τίποτε τὸ ἰδιαίτερο νὰ πῆ στὸν Ἐπίσκοπο. «Μὴν τὸ λέτε, Βασιλεῦ», ἀπάντησε ὁ Ἀρχιερεύς, «ἔχετε ἁμαρτήσει καὶ δὲν τολμᾶτε νὰ τὸ ὁμολογήσετε».
Τότε ὁ νικητὴς συγκλονίσθηκε, ἐδάκρυσε,
ὡμολόγησε τὶς ἁμαρτίες του καὶ παρεκάλεσε τὸν Ἅγιο νὰ τελέση τὴν Θεία Λειτουργία
καὶ νὰ παρακαλέση τὸν Θεὸ νὰ συγχωρήση τὰ ἐγκλήματά του.
Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος ἔμεινε ὅλη τὴν νύκτα
προσευχόμενος ἔνδακρυς. Τὸ πρωῒ ἐτέλεσε
τὴν Θεία Λειτουργία ὑπὲρ τοῦ συντετριμμένου Βασιλέως. Τὴν ὥρα κατὰ τὴν ὁποίαν ἑτοιμάζε το νὰ κοινωνήση τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, φῶς λαμπρότατον ἐχύθη στὸν Ναὸ καὶ Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίσθηκε: «Ἐλευθέριε, δοῦλε τοῦ Θεοῦ, ἀκούσθηκαν οἱ προσευχές σου». Ταυτοχρόνως τοῦ παρέδωσε ἕνα χειρόγραφο, στὸ ὁποῖο ἦταν ἐγγεγραμμένη ἡ ἄφεσις τῶν ἀκατανόμαστων ἁμαρτιῶν τοῦ Βασιλέως.
Ὁ Χλωδοβῖκος, ἀφοῦ ἔλαβε συγχώρησι ἀπὸ τὴν θεία Εὐσπλαγχνία, ἀνέπεμψε εὐχαριστίες στὸν Θεὸ καὶ στὸν Ἅγιο Ἀρχιερέα καὶ ἔκανε
μεγάλες δωρεὲς στὴν Ἐκκλησία τοῦ Τορνάκου.
Γιὰ νὰ ξεριζώση τελείως τὶς αἱρετικὲς δοξασίες, οἱ ὁποῖες ἔπλητταν τὴν Ἐπαρχία του, ὁ Ἅγιος συνεκάλεσε τὸ ἔτος 520 τοπικὴ Σύνοδο, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐξεφώνησε μία Ὁμολογία Πίστεως περὶ τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σώζεται καὶ μέχρι σήμερα.
Τὸν ζῆλο του αὐτὸν γιὰ τὴν διαφύλαξι τῆς Παρακαταθήκης καὶ τὴν καθαρότητα τῆς Πίστεως ἐπλήρωσε ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος μὲ τὸ
αἷμα του: μία ἡμέρα, ὅπως ἐξήρχετο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Θεοτόκου, τοῦ ἐπιτέθηκε μία συμμορία αἱρετικῶν Ἀρειανῶν, οἱ ὁποῖοι
τὸν ἐξυλοκόπησαν ἀνελέητα. Ὁ Ἅγιος ἐπέζησε μόνο ὀλίγες ἡμέρες καὶ ἐκοιμήθη τὴν 20ὴ Φεβρουαρίου 531.
Ὁ περίφημος φίλος τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, ὁ Ἅγιος Μεδάρδος, Ἐπίσκοπος Νοβιομάγου (σημ. Νουαγιόν), ἔσπευσε στὸ Τορνάκο,
ὅταν ἐπληροφορήθη τὴν ἐπίθεσι κατὰ τοὺ Ἁγίου Ἀρχιερέως. Ἔκλαυσε μεγάλως ἐπὶ τοῦ σκηνώματος τοῦ Ἁγίου καὶ ἐφρόντισε νὰ γίνη μετὰ πάσης τιμῆς ὁ ἐνταφιασμὸς Αὐτοῦ.
Ὁ ἴδιος προΐστατο τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας, εὐχαριστῶν τὸν Θεόν, τὸν ἀξιώσαντα τὸν Ἅγιο Ἐλευθέριο
νὰ εἰσέλθη στὰ σκηνώματα τῆς δόξης Αὐτοῦ.
Μετὰ τὸ πέρας τῆς Τελετῆς, τὸ ἱερὸ σκήνωμα κατετέθη στὸν Ναὸ τοῦ Μπλαντέν, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸ τέλος τοῦ 9ου αἰῶνος.
Μία εὐσεβὴς πιστή, κάτοικος τοῦ Ρουμπέ, εἶδε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη μία ὀπτασία, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος τῆς παρήγγειλε νὰ ἐπισκεφθῆ ἐκ μέρους του τὸν Εἱδήλωνα, Ἐπίσκοπο Τορνάκου καὶ Νοβιομάγου, καὶ νὰ τοῦ ζητήση νὰ τελέση τὴν ἐκταφὴ τῶν Λειψάνων του καὶ νὰ τὰ μεταφέρη στὸ Τορντάκο.
Ὁ Ἀρχιερεὺς καὶ ὁ Κλῆρος ἔσπευσαν νὰ ἐκπληρώσουν τὸ θεῖο πρόσταγμα. Τὸ 1247, τὰ ἱερὰ Λείψανα τοῦ Ἁγίου Ὁμολογητοῦ μετεφέρθησαν σὲ νέα λειψανοθήκη, ἡ ὁποία ὑπάρχει μέχρι σήμερα.
Κατὰ τοὺς ἐμφυλίους θρησκευτικοὺς πολέμους τοῦ 16ου αἰῶνος, ὁ Κλῆρος τοῦ Τορνάκου ἔστειλε αὐτὰ στὸ Ντουαὶ γιὰ νὰ τὰ προστατεύση ἀπὸ ἱεροσυλία. Καὶ πάλι, κατὰ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάστασι, διεφυλάχθησαν σὲ μία οἰκία τοῦ Τορνάκου (πλέον Τουρναί). Τὸ 1801, ἐπεστράφησαν πανηγυρικῶς στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τῆς πόλεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου