Ὅσιος Μπάβων ἐν Γάνδῃ. Ήμέρα Μνήμης: 1η Ὀκτωβρίου.
Γόνος ἀρχοντικῆς οἰκογενείας τοῦ Βελγίου, ὁὍσιος Μπάβων ἐγεννήθη στὰ τέλη τοῦ 7ου αἰῶνος.
Ἔζησε στὴν νεότητά του βίον ἔκλυτον καὶ βίαιον, τὸν ὁποῖον παρὰ τὸν γάμον του μὲ τὴν εὐσεβῆ καὶ γλυκυτάτη θυγατέρα τοῦ Κόμητα Ἀδιγιόν, δὲν ἐννοοῦσε νὰ ἐκαταλείψη.
Ἡ θλῖψις μετὰ τὸν αἰφνίδιο θάνατο τῆς συζύγου του, τὸν ἐβοήθησε νὰ συνειδητοποιήση τὴν ἁμαρτία, μέσα στὴν ὁποίαν ἐζοῦσε. Προσέδραμε λοιπὸν εἰς τὸν Ἅγιο Ἀμάνδο τῆς Γάνδης (τιμάται 6 Φεβρουαρίου), καὶ τοῦ ἐζήτησε νὰ τὸν ὁδηγήση εἰς ὁδὸν μετανοίας. Ἐκάρη Μοναχὸς καὶ συνώδευε τὸν πνευματικό του Πατέρα στὶς ἀποστολικές του περιοδεῖες ἀνὰ τὴν Φλάνδρα, κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ὁποίων εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ παρατηρήση τὰ Τυπικὰ τῶν διαφόρων Μονῶν, ὅπου κατέλυαν.
Μερικὰ ἔτη ἀργότερα, ἐπέστρεψε στὴν Γάνδη καὶ ἐγκαταβίωσε ὡς ἐρημίτης ἐξαρτηματικὸς τῆς Μονῆς.
Κάποια ἡμέρα συνάντησε ἕναν πρώην του ὑπηρέτη, τὸν ὁποῖον εἶχε κακομεταχειρισθῆ. Ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ τοῦ ἐζήτησε συγγνώμην, παρακαλέσας νὰ τὸν ὁδηγήση στὴν φυλακή, ἀφοῦ πρῶτα τὸν δείρη μὲ ραβδί.
Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴν Μονή, ὑπέστη φρικτοὺς πειρασμοὺς ἀπὸ τοὺς δαίμονες... Γιὰ νὰ τοὺς ἀντισταθῆ ἐπέβαλε στὸν ἑαυτό του πλῆθος ἀσκητικῶν βασάνων γιὰ τὴν ἀπονέκρωσι τῆς σαρκός: ἔβαλε στὰ πόδια του ποδοκάκκη (ξύλινο ὄργανο βασανισμοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο δένονται τὰ πόδια τῶν καταδίκων γιὰ τιμωρία καὶ τῶν δούλων γιὰ νὰ μὴν ἀποδράσουν), ὅπως βάζουν στοὺς κακούργους, καὶ ὅταν μετέβαινε στὴν Ἐκκλησία φορτωνόταν μία πελώρια πέτρα. Ἐν συνεχείᾳ, ἀνοίχθηκε βαθειὰ σὲ ἕνα δάσος στὰ περίχωρα τῆς Γάνδης, ὅπου ἔζησε στὴν κουφάλα μιᾶς γέρικης πτελέας, προσευχόμενος νυχθημερὸν καὶ τρεφόμενος μὲ ἄγρια χόρτα.
Ὅταν τὸν ἀνεκάλυψαν, ὠθούμενος ἀπὸ τὸν φόβο τῆς φήμης καὶ τοῦ ἐπαίνου τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ὡς πλημμυρίδα προσήρχοντο νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν, ἔφυγε καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα ἄλλο ἄγριο δάσος, ὅπου κατασκεύασε ἕνα κελλὶ μὲ κλαδιὰ καὶ λάσπη.
Τὸ πνεῦμα του ἔτεινε συνεχῶς πρὸς τὸν οὐρανό, χωρὶς νὰ μεριμνᾶ καθόλου γιὰ τὴν σάρκα καὶ τὸν κόσμο. Συντόμως ὅμως τὸν ἀνεκάλυψαν πάλιν οἱ φιλόθεοι καὶ ἐκεῖνος, φοβούμενος τὴν φήμην καὶ τὸν ἔπαινον, ἐγκατέλειψε τὸ ἐρημητήριό του καὶ ἐζήτησε νὰ γίνη δεκτὸς στὴν Μονήν, τὴν ὁποίαν εἶχε ἱδρύσει ὁ Ἅγιος Ἀμάνδος στὴν Γάνδη.
Μερικὰ ἔτη ἀργότερα, ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα κελλί, τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ἔσκαψε στὸ χῶμα, τόσο χαμηλὸ καὶ στενό, ὥστε μόνο σκυμμένος ἐχωροῦσε μέσα· ἀπὸ ἐκεῖ ὅμως, ἡ ψυχή του πετοῦσε πρὸς τὸν Θεὸ κινούμενη ἀπὸ ἀκαταμάχητο θεῖο ἔρωτα.
Παρὰ τὶς θυελλώδεις ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων, ὁ Ἅγιος ἐπέμεινε στὴν ἄσκησί του, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψη τὴν ἑκούσια φυλάκισί του.
Μίαν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν μεγάλο πλῆθος λαοῦ εἶχε συγκεντρωθῆ ἔξωθι τοῦ κελλιοῦ του γιὰ νὰ ἀκούση τὶς συμβουλές του καὶ νὰ πάρη τὴν εὐλογία του, ἐφάνη ἕνας Σταυρὸς φωτεινός, ὁ ὁποῖος ἦλθε καὶ ἔστεψε τὸν Ἅγιο.
Τρία ἔτη ἀργότερα, εὑρισκόμενος στὸ Μοναστήρι, ὁ Ὅσιος Μπάβων ἐζήτησε νὰ ἔλθη ἕνας γηραιὸς Ἱερεύς, ὁ ὁποῖος διῆγε ἐρημιτικὸν βίον μακρυὰ ἀπὸ τὴν Μονή, γιὰ νὰ τοῦ συμπαρασταθῆ στὶς τελευταῖες του στιγμές.
Ἐμφανίσθηκε τότε μία στρατιὰ ἐπουρανίων Πνευμάτων γιὰ νὰ δεχθοῦν τὴν ψυχή του καὶ ὁ Ἅγιος Μπάβων, στρεφόμενος πρὸς τοὺς συμμοναστάς του εἶπε: «Χαῖρε, ἱερὰ Σύναξις τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ!... Ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος εἶναι παρών... Δεῦρο ψυχή μου ἔξω, ἵνα ἐνώπιον Αὐτοῦ παρασταθῇς!»... καὶ ἐκοιμήθη τὴν 1η Ὀκτωβρίου (654 ἢ 659).
Ἐμφανίσθηκε τότε στὴν Ἁγία Γερτρούδη τῆς Νιβέλλης ( τιμάται 17 Μαρτίου) καὶ τῆς ἐζήτησε νὰ στείλη στὴν Μονὴ ἕνα σάβανο γιὰ τὸν ἐνταφιασμό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου