Όσιος Νείλος ο Νέος, του Ρουσιανίτου. Ημέρα Μνήμης: 26 Σεπτεμβρίου.
Είναι από τους πλέον γνωστούς Καλαβρούς αγίους, όχι μόνο λόγω της ιδιότητός του ως κτίτορος της διάσημης μονής της Κρυπτοφέρρης, αλλά και γιατί ο βίος του είναι ένα από τα αριστουργήματα της νότιο-ιταλικής αγιολογίας.
Γεννήθηκε στο Ροσσάνο το 909 μ.Χ, από οικογένεια ευγενικής βυζαντινής καταγωγής. Ήταν παντρεμένος και είχε μια κόρη. Τριακονταετής ων αποφάσισε να εγκαταλείψει τον κόσμο και να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή στο περιβόητο όρος Μερκούριο, κοντά στους οσίους Ζαχαρία τον «Αγγελικό», Ιωάννη τον Μέγα και Φαντίνο τον Νέο. Για ένα διάστημα κατέφυγε στο μοναστήρι του αγίου Ναζαρίου για να γλιτώσει από τις αντιδράσεις του διοικητή του Ροσσάνο και της οικογενείας του, που δεν συμφωνούσαν με την επιλογή του αυτή. Εκεί, ενδύεται το μοναχικό σχήμα και λαμβάνει το μοναχικό όνομα Νείλος. Εργόχειρό του, η αντιγραφή χειρογράφων και διακρινόταν για το ζήλο και την άσκησή του. Επιζητώντας περισσότερη ησυχία, αφού επέστρεψε για ένα διάστημα στο Μερκούριον, έχοντας λαβει τις ευλογίες των Πατέρων έζησε στο σπήλαιο του Αγίου Μιχαήλ ως ερημίτης. Εκεί έμεινε για 10 χρόνια (942 – 952), όπου και δέχθηκε τους πρώτους μαθητές του: το Στέφανο, το Γεώργιο και τον Πρόκλο. Ο Όσιος, λόγω των συχνών επιδρομών των Σαρακηνών που λεηλατούσαν την περιοχή εκείνη, αναγκάστηκε με τη μικρή του συνοδεία να καταφύγει σ’ ένα δικό του κτήμα κοντά στο Ροσσάνο, όπου υπήρχε μια εκκλησία του αγίου Ανδριανού, κτήμα το οποίο και μετέτρεψε σε μοναστήρι. Σύντομα η αδελφότητα αυξήθηκε σε 12 άτομα, ενώ μετά από 25 χρόνια παραμονής στον Άγιο Ανδριανό έφτανε να αριθμεί τους 60 μοναχούς.
Εδώ, η φήμη του Οσίου, λόγω των χαρισμάτων της προφητείας, των ιάσεων και των δακρύων που του είχαν δοθεί, έγινε τόσο γνωστή που έφτασε μέχρι τη Βασιλεύουσα. Ο Όσιος για να αποφύγει τα πλήθη των επισκεπτών που ερχόταν για να τον δουν και να πάρουν την ευχή του, αλλά και επειδή προείδε την κατάληψη και καταστροφή της Καλαβρίας από τους Άραβες, εγκαταλείπει την πατρίδα του και μαζί με πολλούς μαθητές του έρχεται στην Καπούα της Καμπανίας. Εκεί, εγκαθίσταται στο Μοναστήρι του Βαλλελούκιου, το οποίο του παρεχωρήθη από τους Βενεδικτίνους μοναχούς του όρους Κασσίνο (Montecassino). Μετά από παραμονή 15 ετών στο Βαλλελούκιον, ο Όσιος αναχωρεί με τη συνοδεία του και έρχεται στο Σέρπερι της Γαΐτας, όπου συναντά στο Γερμανό αυτοκράτορα Όθωνα Γ΄, όπου και παραμένει για 10 έτη περίπου ιδρύοντας μονή. Το 1004 μ.Χ φεύγει από το Σέρπερι μαζί με μερικούς μαθητές του για τη Ρώμη και φιλοξενείται στο ελληνικό μοναστήρι της Αγίας Αγάθης στο Τουσκουλάνο . Εν τω μεταξύ, ήρθαν και οι υπόλοιποι αδελφοί από το Σέρπερι και αρχίζουν να αναγείρουν το μοναστήρι της Κρυπτοφέρρης, το οποίο ο Όσιος δεν πρόλαβε να δει ολοκληρωμένο. Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1004 σε ηλικία 95 ετών παρέδωσε στον Κύριο την αγία ψυχή του, για να αναπαυθεί από τους κόπους της πολυτάραχης ζωής του. Το Βίο και την ακολουθία του συνέταξε ο μαθητής του, Όσιος Βαρθολομαίος ο Νέος, ενώ το ιερό σκήνωμά του δεν είναι γνωστό σε ποιο σημείο της μονής της Κρυπτοφέρρης είναι θαμμένο.
Είναι από τους πλέον γνωστούς Καλαβρούς αγίους, όχι μόνο λόγω της ιδιότητός του ως κτίτορος της διάσημης μονής της Κρυπτοφέρρης, αλλά και γιατί ο βίος του είναι ένα από τα αριστουργήματα της νότιο-ιταλικής αγιολογίας.
Γεννήθηκε στο Ροσσάνο το 909 μ.Χ, από οικογένεια ευγενικής βυζαντινής καταγωγής. Ήταν παντρεμένος και είχε μια κόρη. Τριακονταετής ων αποφάσισε να εγκαταλείψει τον κόσμο και να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή στο περιβόητο όρος Μερκούριο, κοντά στους οσίους Ζαχαρία τον «Αγγελικό», Ιωάννη τον Μέγα και Φαντίνο τον Νέο. Για ένα διάστημα κατέφυγε στο μοναστήρι του αγίου Ναζαρίου για να γλιτώσει από τις αντιδράσεις του διοικητή του Ροσσάνο και της οικογενείας του, που δεν συμφωνούσαν με την επιλογή του αυτή. Εκεί, ενδύεται το μοναχικό σχήμα και λαμβάνει το μοναχικό όνομα Νείλος. Εργόχειρό του, η αντιγραφή χειρογράφων και διακρινόταν για το ζήλο και την άσκησή του. Επιζητώντας περισσότερη ησυχία, αφού επέστρεψε για ένα διάστημα στο Μερκούριον, έχοντας λαβει τις ευλογίες των Πατέρων έζησε στο σπήλαιο του Αγίου Μιχαήλ ως ερημίτης. Εκεί έμεινε για 10 χρόνια (942 – 952), όπου και δέχθηκε τους πρώτους μαθητές του: το Στέφανο, το Γεώργιο και τον Πρόκλο. Ο Όσιος, λόγω των συχνών επιδρομών των Σαρακηνών που λεηλατούσαν την περιοχή εκείνη, αναγκάστηκε με τη μικρή του συνοδεία να καταφύγει σ’ ένα δικό του κτήμα κοντά στο Ροσσάνο, όπου υπήρχε μια εκκλησία του αγίου Ανδριανού, κτήμα το οποίο και μετέτρεψε σε μοναστήρι. Σύντομα η αδελφότητα αυξήθηκε σε 12 άτομα, ενώ μετά από 25 χρόνια παραμονής στον Άγιο Ανδριανό έφτανε να αριθμεί τους 60 μοναχούς.
Εδώ, η φήμη του Οσίου, λόγω των χαρισμάτων της προφητείας, των ιάσεων και των δακρύων που του είχαν δοθεί, έγινε τόσο γνωστή που έφτασε μέχρι τη Βασιλεύουσα. Ο Όσιος για να αποφύγει τα πλήθη των επισκεπτών που ερχόταν για να τον δουν και να πάρουν την ευχή του, αλλά και επειδή προείδε την κατάληψη και καταστροφή της Καλαβρίας από τους Άραβες, εγκαταλείπει την πατρίδα του και μαζί με πολλούς μαθητές του έρχεται στην Καπούα της Καμπανίας. Εκεί, εγκαθίσταται στο Μοναστήρι του Βαλλελούκιου, το οποίο του παρεχωρήθη από τους Βενεδικτίνους μοναχούς του όρους Κασσίνο (Montecassino). Μετά από παραμονή 15 ετών στο Βαλλελούκιον, ο Όσιος αναχωρεί με τη συνοδεία του και έρχεται στο Σέρπερι της Γαΐτας, όπου συναντά στο Γερμανό αυτοκράτορα Όθωνα Γ΄, όπου και παραμένει για 10 έτη περίπου ιδρύοντας μονή. Το 1004 μ.Χ φεύγει από το Σέρπερι μαζί με μερικούς μαθητές του για τη Ρώμη και φιλοξενείται στο ελληνικό μοναστήρι της Αγίας Αγάθης στο Τουσκουλάνο . Εν τω μεταξύ, ήρθαν και οι υπόλοιποι αδελφοί από το Σέρπερι και αρχίζουν να αναγείρουν το μοναστήρι της Κρυπτοφέρρης, το οποίο ο Όσιος δεν πρόλαβε να δει ολοκληρωμένο. Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1004 σε ηλικία 95 ετών παρέδωσε στον Κύριο την αγία ψυχή του, για να αναπαυθεί από τους κόπους της πολυτάραχης ζωής του. Το Βίο και την ακολουθία του συνέταξε ο μαθητής του, Όσιος Βαρθολομαίος ο Νέος, ενώ το ιερό σκήνωμά του δεν είναι γνωστό σε ποιο σημείο της μονής της Κρυπτοφέρρης είναι θαμμένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου