Άγία Ραδεγούνδη βασίλισσα Γαλλίας, ἱδρύτρια Μονῆς Τιμίου Σταυροῦ στό Poitiers. Ημέρα Μνήμης: 13 Αυγούστου.
Η Αγία Ραδεγούνδη γεννήθηκε στην Ερφούρτη γύρω στο 520, κόρη του Βερθάριου, ο οποίος ήταν ένας από τους τρεις βασιλιάδες της γερμανικής γης της Θουριγγίας. Ο θείος της Ερμενεφρέδος, σφετερίστηκε το βασίλειο του Βερθάριου και τον σκότωσε σε μια μάχη. Έπειτα πήρε την Ραδεγούνδη στο σπίτι του. Μετά σε συνεργασία με τον Φράγκο Βασιλιά Θευδέριχος Α' ή Θεοδώριχος Α', ο Ερμενεφρέδος νίκησε και τον άλλο αδερφό του (Baderic). Ωστόσο, έχοντας συντρίψει τους αδελφούς του, απέκτησε τον έλεγχο της Θουριγγίας. Έπειτα αρνήθηκε τη συμφωνία του με τον Θευδέριχος για να μοιραστεί μαζί του την κυριαρχία.
Το 531, ο Θευδέριχος επέστρεψε στη Θουριγγία με τον αδελφό του Χλωτάριο Α'. Μαζί νίκησαν τον Ερμενεφρέδο και κατέκτησαν το βασίλειό του. Ο Χλωτάριος τότε ανάμεσα στα λάφυρά του πήρε και την Ραδεγούνδη της οποίας ανέλαβε την προστασία, φέρνοντάς την στη Σουασόν που ήταν το παλάτι του. Κατόπιν την έστειλε στη βασιλική έπαυλη του Ατίς στο Βερμαντουά στην Πικαρδία (βορειοδυτική Γαλλία) για να ολοκληρώσει τις σπουδές της μέχρι να ενηλικιωθεί. Απέκτησε σημαντική μόρφωση για την εποχή της και υψηλή φιλολογική παιδεία, μέχρι το 540 που την κάλεσε πίσω ο Χλωτάριος για να την νυμφευθεί αφού είχε χηρέψει μετά από αρκετούς γάμους. Η Ραδεγούνδη η οποία από μικρή ήθελε να αφιερωθεί στον Θεό, υπέκυψε στο θέλημα του Θεού και διήγε πλέον μέσα στο παλάτι ασκητική ζωή, ώστε να λένε στον Βασιλιά ότι δεν παντρεύτηκε βασίλισσα αλλά καλόγρια. Ήταν δε διαβόητη για την ομορφιά της, αλλά έγινε περισσότερο γνωστή για την αγαθή και φιλεύσπλαχνη καρδιά της και τις πολλές ελεημοσύνες της.
Ο αδελφός της Ραδεγούνδης ήταν ο τελευταίος άντρας της βασιλικής οικογένειας της Θουριγγίας. Ο Χλωτάριος, καταστέλλοντας ένα στασιαστικό κίνημα εναντίον του, τον δολοφόνησε το 555 στην Θουριγγία. Η Ραδεγούνδη βρήκε τότε την ευκαιρία, να εγκαταλείψει το παλάτι μετά από αυτό και ζήτησε την προστασία της Εκκλησίας. Κατάφερε να πείσει τον επίσκοπο της Noυαγιόν, Άγιο Μεδάρδο να την κείρει μοναχή, ο οποίος τελικά την χειροτόνησε διακόνισσα. Αφού πέρασε πολλές περιπέτειες από τον πρώην σύζυγό της ο οποίος συνέχισε να την διεκδικεί, ίδρυσε κατόπιν το μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού στο Πικτάβιο (σημερινό Poitiers) γύρω στο 560. Οι αδιάκοπες προσευχές της και η συνεχής νηστεία της, της χάρισαν την περιπόθητη ελευθερία της και την ίδρυση της μονής από τον ίδιο τον σύζυγό της. Εκεί σε ιδιαίτερο εξωτερικό χώρο είχε και την φροντίδα των ασθενών και των λεπρών. Δεν έτρωγε τίποτα παρά μόνο όσπρια και πράσινα λαχανικά: ούτε φρούτα ούτε ψάρια ούτε αυγά. Απέφυγε την ηγουμενεία και εγκατέστησε ηγουμένη την Αγνή, η οποία ήταν αφοσιωμένη φίλη της από παλιά, με τα ίδια ιδανικά. Εισήγαγε στο μοναστήρι τον Κανόνα για τις Παρθένους του Αγίου Καισαρίου της Αρελάτης. Έτσι οι μοναχές έπρεπε να είναι σε θέση να διαβάζουν, να γράφουν και να αφιερώνουν αρκετές ώρες της ημέρας στην ανάγνωση των γραφών και την αντιγραφή χειρογράφων, καθώς και σε παραδοσιακά διακονήματα όπως η ύφανση και το κέντημα. Αυτός ο κανόνας τηρούσε σε αυστηρό εγκλεισμό τις παρθένους, σε σημείο που οι μοναχές του Τιμίου Σταυρού δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν αργότερα την κηδεία της Ραδεγούνδης.
Ζώντας μια άκρως ασκητική βιωτή με μεγάλη ταπείνωση και υπηρετώντας στις πλέον ευτελείς εργασίες του κοινοβίου, απέκτησε το χάρισμα των ιαμάτων. Εκτός από τις θεραπείες των σωματικών ασθενειών ήταν και παράδειγμα οσιότητας για τις διακόσιες μοναχές που συναθροίστηκαν στο μοναστήρι της. Η φήμη της ξεπέρασε τα τείχη της μονής και της πόλης και προκάλεσε τον φθόνο του τοπικού επισκόπου Μαροβίου.
Η μονή της φημιζόταν για το τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού που έλαβε η Ραδεγούνδη από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστίνο τον Β'. Παρόλο που ο επίσκοπος Μαρόβιος αρνήθηκε να το εγκαταστήσει στο μοναστήρι, κατόπιν αιτήματος της Ραδεγούνδης, ο βασιλιάς Σιγιβέρτος έστειλε τον Ευφρόνιο επίσκοπο της Τουρώνης στο Πικτάβιο (Πουατιέ), για να πραγματοποιήσει και να εορτάσει την εγκατάσταση του κειμηλίου στην Μονή του Τιμίου Σταυρού. Ο Βενάντιος Φορτουνάτος συνέθεσε μια σειρά από ύμνους, για την περίσταση, που θεωρούνται από τους σημαντικότερους χριστιανικούς ύμνους που γράφτηκαν ποτέ (λατινικά) για την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.
Μετά από μια ζωή πολλών θλίψεων από την παιδική ακόμη ηλικία και πλήρη αγώνων πνευματικών και αγαθών έργων, η Ραδεγούνδη κοιμήθηκε στις 13 Αυγούστου του 587. Λίγες μέρες πριν, είχε δεί σε όραμα τα κάλλη του Παραδείσου και άκουσε κάποιον να την καλεί να τα απολαύσει. Το πρόσωπό της έλαμψε και φάνηκε πάνω του μια υπερκόσμια ομορφιά ώστε ο άγιος Γρηγόριος Τουρώνης που την κήδεψε, να ομολογεί ότι τα κρίνα και τα ρόδα με τα οποία είχαν στολίσει το σκήνωμά της οι μοναχές που την θρηνούσαν απαρηγόρητα, ωχριούσαν μπροστά στο κάλλος της μορφής της.
Ετάφη έξω από τα τείχη της μονής από τον άγιο και πάνω από τον τάφο της χτίστηκε λίγο αργότερα μεγαλοπρεπής ναός λόγω των πολλών της θαυμάτων.
2ος βίος.
Η Αγία Ραδεγούνδη (13 Αύγουστου 587), κόρη του βασιλιά της Θουριγγίας, συνελήφθη καί φυλακίσθηκε από τόν Βασιλιά των Φράγκων Χλωτάριο Α’ καί υποχρεώθηκε διά τής βίας να τόν παντρευτεί. Αργότερα βρήκε καταφύγιο στόν Άγιο Μεδάρδο, Επίσκοπο Σουασόν (τιμάται 8 Ιουνίου +545), έγινε μοναχή καί ίδρυσε τη μονή του Τιμίου Σταυρού στο Πουατιέ πού βρισκόταν κάτω από τήν καθοδήγηση του Αγίου Καισαρίου τής Αρλ (468/470 – τιμάται 27 Αυγούστου +542).
Συχνά ο άνθρωπος του Θεού, ως αληθινός φύλακας του εαυτού του καί του ποιμνίου του, έκανε μακρινά ταξίδια, είτε γιά τήν ωφέλεια του λαού του, είτε γιά τήν δική του σωτηρία. Κάποτε, καθώς πήγαινε νά προσευχηθεί στον τάφο του Αγίου Ιλαρίωνα, (Αγιος Ίλάριος, Επίσκοπος Πουατιέ, θεολόγος καί πνευματικός πατέρας του Αγίου Μαρτίνου τής Τούρ, τιμάται 3 Ίανουαρίου +368.) απομακρύνθηκε γιά νά επισκεφτεί την αγία βασίλισσα Ράντεγκουντ. Οι δύο τους, όπως συμβαίνει με τούς οικιστές του παραδείσου, συζητούσαν γιά ουράνια πράγματα, όταν τό λάδι πού έτρεχε σταγόνα - σταγόνα μπροστά από τό τεμάχιο του τιμίου Ξύλου έγινε τόσο άφθονο μέ τήν άφιξη του επισκόπου, ώστε, στό διάστημα λιγότερο της μιας ώρας, έτρεξε περισσότερο από μισό κιλό. «Ο Σταυρός του Κυρίου, ο οποίος είχε ανακαλυφθεί από την Αυτοκράτειρα Ελένη στήν Ιερουσαλήμ, τιμάται κάθε Τετάρτη και Παρασκευή τής εβδομάδος.
‘Η βασίλισσα Ράντεγκουντ, τήν οποία θα απορούσε κανείς να συγκρίνει μέ τήν Ελένη, τόσο στήν αξία όσο και στήν πίστη, ζήτησε τεμάχιο αυτού του Σταυρού, τό οποίο τοποθέτησε με αφοσίωση στήν μονή του Πουατιέ, πού είχε ιδρυθεί μέ δικές της προσπάθειες. Κατόπιν έστειλε καί πάλι υπηρέτες στήν Ιερουσαλήμ και η οποία είναι πολύ πιο λεπτομερής, προστίθεται εδώ στό κείμενο του Όντο σέ ολόκληρη τήν Ανατολή, οι οποιοι περί ερχόμενοι τούς τάφους των άγιων, επέστρεψαν φέρνοντας μαζί τους λείψανα άγιων μαρτύρων και ομολογητών, τά οποία τοποθέτησε, μαζί μέ αυτό τό τίμιο ξύλο, σε ασημένια κασετίνα· καί αυτά τά λείψανα τελούσαν μεγάλο αριθμό θαυμάτων των όποιων εκείνη αξιώθηκε νά γίνει μάρτυς.
«Συχνά άκουγα πώς τό λάδι στίς κανδήλες πού έκαιγαν μπροστά από εκείνα τά άγια λείψανα άρχισε νά βράζει από μία θεία δύναμη, καί ότι ξεχείλιζε σέ τέτοιο βαθμό, πού, ένα δοχείο τοποθετημένο κάτω άπό αύτές, τίς περισσότερες φορές βρισκόταν γεμάτο. Μέ την ανοησία, όμως, ενός πνεύματος πού έχει σκληρυνθεί δέν μπορούσα να αποφασίσω ότι πρέπει να πιστέψω αυτό τό θαύμα, έως ότου η ίδια αυτή δύναμη, η όποια είχε φανερωθεί σε άλλους, να ενεργήσει καί στήν δική μου παρουσία καί να καταλήξει θριαμβεύοντας ενάντια στήν κτηνώδη μου αδιαφορία. Θα πω, λοιπόν, ότι είδα μέ τά ίδια μου τά μάτια.
Μπροστά από τήν λειψανοθήκη τής Αγίας Ράντεγκουντ μέ τόν πολύτιμο Σταυρό, είδα ότι υπήρχε μία κανδήλα πού ήταν αναμμένη. Παρατηρώντας ότι συχνά έτρεχαν από αυτήν σταγόνες λαδιού, πίστεψα ότι τό δοχείο ήταν ραγισμένο, πολύ περισσότερο διότι κάτω από αυτό ήταν τοποθετημένο ένα πιατάκι, μέσα στό όποιο κρατούσαν τό λάδι πού έτρεχε. Γυρίζοντας τότε πρός την ηγουμένη τής είπα: «Είστε τόσο απρόσεκτη, ώστε να μήν μπορείτε να τοποθετήσετε μία κανδήλα πού να είναι άθικτη, στήν όποια να καίγεται τό λάδι, στήν θέση αύτής πού είναι ραγισμένη καί από τήν όποια τρέχει τό λάδι»;
Έκείνη απάντησε: «Κύριέ μου, δέν είναι αυτό, αλλά η δύναμη του τιμίου σταυρού πού βλέπετε». Κατόπιν γυρίζοντας στόν εαυτό μου καί ενθυμούμενος τί είχα ακούσει πριν, κοίταξα τήν κανδήλα καί την είδα να βράζει μέ μεγάλα κύματα καί να ξεχειλίζει από τίς άκρες της, όπως ένα σκεύος πάνω από θερμή φλόγα φαινόμενο πού όπως νομίζω, για να πείσει καλύτερα τήν απιστία μου, αυξανόταν εν τούτοις ολοένα και περισσότερο, έτσι ώστε στό διάστημα μιας ώρας τό δοχείο, τό οποιο δεν περιείχε περισσότερα από 1136 γραμμάρια, να έχει ξεχειλίσει περίπου 568 γραμμάρια. Θαύμασα σιωπηλά, καί από εκείνη τήν στιγμή διεκήρυττα τήν χάρη τού πολυτίμου Σταυρού».
Όταν αυτή η ευλογημένη βασίλισσα βρέθηκε στό σημείο να κληθεί ενώπιον τού Βασιλέως του Ουρανού, ο Γρηγόριος, ο άνθρωπος του Θεού, έλαβε τήν είδηση ότι βρισκόταν στό τέλος της· άλλά αυτή είχε ήδη αναχωρήσει όταν εκείνος έσπευσε προς αυτήν, καί έθαψε τό άγιό της σώμα. Ταυτόχρονα ευλόγησε επίσημα τόν ναό πού ανεγέρθηκε επάνω από τόν τάφο της, φυλάσσοντας, όμως, γιά τόν επίσκοπο του τόπου, ο οποιος συνέβαινε τότε να απουσιάζει, την φροντίδα να κλείσει το φέρετρο.
3ος βίος.
Η Αγία Ραδεγούνδη ήταν πριγκίπισσα από τη Θουριγγία που ίδρυσε το "Αββαείο του Τιμίου Σταυρού" στο Πουατιέ. Η Ραδεγούνδη ήταν κόρη του βασιλέως των Θουριγγίων Μπερτάχαρ. Είναι Αγία προστάτιδα σε πολλές εκκλησίες στη Γαλλία, στην Αγγλία αντίστοιχα είναι προστάτιδα στο "Αββαείο του Ιησού" στο Κέιμπριτζ. Έγινε βασίλισσα των Φράγκων σαν η δεύτερη από τις έξι συζύγους ή ερωμένες του Βασιλέως των Φράγκων Χλωταρίου Α'.
Ο πατέρας της έπεσε σε μάχη εναντίον του αδελφού του Χερμάναφριντ που πήρε τη Ραδεγούνδη στο νοικοκυριό του, ο Χερμάναφριντ συμμάχησε με τον βασιλιά των Φράγκων Θευδέριχο Α' και νίκησε τον άλλο αδελφό του Μπαντέρικ. Αφού ανέκτησε ολόκληρη τη Θουριγγία από τους αδελφούς του ο Χερμάναφριντ αρνήθηκε να μοιράσει την εξουσία του με τον Θευδέριχο Α' που τον είχε βοηθήσει. Ο Θευδέριχος Α' επέστρεψε με τον μικρότερο ετεροθαλή αδελφό του Χλωτάριο Α', νίκησαν τον Χερμαναφριντ και κατέκτησαν το βασίλειο του. Ο Θευδέριχος Α' επέστρεψε στη Γαλατία με τη μικρή Ραδεγούνδη, την έστειλε σε βίλα στην Πικαρδία και μετά από μερικά χρόνια την πάντρεψε με τον Χλωτάριο Α' (540). Η Ραδεγούνδη ήταν μία από της 6 συζύγους ή ερωμένες του Χλωτάριου Α', οι άλλες 5 ήταν οι : Γκουντέρικ χήρα του μεγαλύτερου αδελφού του Χλωδόμηρου, Χουνσίνα, οι εξαδέλφες της Ραδεγούνδης Ινγούνδη και η αδελφή της Αρεγούνδη και η Βαλντράντα χήρα του μικρανεψιού του Θευδεβάλδου. Η Ραδεγούνδη δεν έκανε παιδιά με τον Χλωτάριο Α' και έμεινε γνωστή για τη γενναιοδωρία της.
Ο αδελφός της Ραδεγούνδης ήταν το τελευταίο μέλος της βασιλικής οικογένειας της Θουριγγίας που είχε επιζήσει. Ο Χλωτάριος Α' τον θανάτωσε, η Ραδεγούνδη ζήτησε την προστασία της εκκλησίας και από τον επίσκοπο του Νογιόν να τη χρίσει διακόνισσα. Ίδρυσε το μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού στο Πουατιέ και έμεινε γνωστή για τις θεραπευτικές της ικανότητες. Οι μοναχές υπό την κηδεμονία του Καισάρειου της Αρλ ήταν υποχρεωμένες να διαβάζουν και να γράφουν πολλές ώρες την ημέρα, διάβαζαν τις γραφές και αντέγραφαν τα χειρόγραφα. Οι κανόνες εφαρμόστηκαν στο Αβαείο του Τιμίου Σταυρού με τόσο μεγάλη αυστηρότητα που οι μοναχές δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν ούτε την κηδεία της Ραδεγούνδης. Το Αββαείο πήρε το όνομα του από τα τεμάχια του Τιμίου Σταυρού, τα έδωσε στη Ραδεγούνδη ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστίνος Β'. Ο επίσκοπος του Πουατιέ αρνήθηκε να τα τοποθετήσει στο Αββαείο, ύστερα από αίτημα της Ραδεγούνδης ο βασιλιάς Σιγιβέρτος Α' έστειλε στο Πουατιέ τον Ευφρόνιο της Τουρ για να ολοκληρώσει την τελετή. Ο Βενάντιος Φορτουνάτος γιόρτασε το γεγονός με μία σειρά από ύμνους, ένας από αυτούς ο "Βεξίλλα Ρέτζις" (Vexilla Regis) είναι από τους πιο διάσημους ύμνους στη χριστιανοσύνη, ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή και την Κυριακή των Βαΐων.
Η Ραδεγούνδη είχε στενή φιλία με τον Άγιος Ιουνιανό του Μαίρ με τον οποίο ακούγεται ότι πέθανε την ίδια μέρα (13 Αυγούστου 587). Η Ραδεγούνδη έμεινε γνωστή για τον υπερβολικά ασκητικό της χαρακτήρα, πήρε το προσωνύμιο "ακραία ασκητική". Δεν έτρωγε κανένα ζωικό προϊόν, ούτε φρούτα, ούτε ψάρια, ούτε αυγά, μονάχα όσπρια και λαχανικά. Η Ραδεγούνδη απείχε επίσης από το κρασί, την μπύρα και το μέλι, τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή δεν έτρωγε τίποτα ούτε ψωμί, ούτε λάδι, ούτε αλάτι μονάχα νερό. Οι υπόλοιποι μοναχοί της ζητούσαν να εγκαταλείψει τον υπερβολικό ασκητισμό επειδή θα κάνει κακό στην υγεία της αλλά η ίδια τους αγνόησε. Έδεσε στον λαιμό της και τα χέρια της σιδερένια δακτυλίδια που έκοψαν τις σάρκες της και πίεσε το σώμα της με έναν καυτό μεταλλικό σταυρό.
Οι καλύτεροι φίλοι της Ραδεγούνδης ήταν ο Βενάντιος Φορτουνάτος και ο Άγιος Γρηγόριος Τουρώνης, οι τρεις φαίνεται ότι είχαν στενές σχέσεις μεταξύ τους. Η σχέση της με τον Βενάντιο Φορτουνάτο στηρίχτηκε στη φιλία, της αφιέρωσε δύο μεγάλα ποιήματα τα οποία πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς αποδίδουν στην ίδια. Άλλη μία βιογραφία για τη Ραδεγούνδη έγραψε μία μοναχή ύστερα από μία εξέγερση στο Αββαείο που την περιγράφει ο Γρηγόριος Τουρώνης. Στην κηδεία της Ραδεγούνδης τρεις ημέρες μετά τον θάνατο της παραβρέθηκαν ο Βενάντιος Φορτουνάτος και ο Γρηγόριος Τουρώνης, τάφηκε στην εκκλησία της Αγίας Ραδεγούνδης στο Πουατιέ που αφιερώθηκε στην ίδια. Τη δεκαετία του 1260 ένα πρόγραμμα διακόσμησης περιείχε πολλές εικόνες που σχετίζονται με τη ζωή της Αγίας Ραδεγούνδης, πολλές από αυτές της κατέστρεψαν αργότερα οι Ουγενότοι. Η Λίνα Εκενστέιν (1857 - 1931) στο βιβλίο της "Γυναίκες υπό τον Μοναχισμό" (1896) που αναφέρεται στην περίοδο 500 - 1500 περιγράφει την εξέγερση που ακολούθησε μετά τον θάνατο της Ραδεγούνδης που κράτησε δύο χρόνια. Οι μοναχοί στο αββαείο αρνήθηκαν να δεχτούν άλλη ηγουμένη διορισμένη από την Καθολική ιεραρχία.
Απεικονίζεται με "βασιλικά ενδύματα, στέμμα και σκήπτρο", κοντά της υπάρχουν "λύκοι και άγρια ζώα" που τα έχει δαμάσει η παρουσία της. Στην Αγία Ραδεγούνδη έχουν αφιερώσει πέντε ενοριακές εκκλησίες και ένα παρεκκλήσι στον παλαιό Καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου όπως επίσης εκκλησίες στο Γκλόστερ, στο Λίχφιλντ και τον Καθεδρικό ναό του Έξετερ. Το αββαείο της Αγίας Ραδεγούνδης κοντά στο Ντόβερ ιδρύθηκε προς τιμή της (1191), είναι επίσης προστάτιδα του Ιησουήτικου Κολεγίου του Κέιμπριτζ που ιδρύθηκε στη θέση που βρισκόταν τον 12ο αιώνα η μονή της Αγίας Μαρίας και της Αγίας Ραδεγούνδης. Το δημόσιο κτίριο της Αγίας Ραδεγούνδης στο Κέιμπριτζ πήρε το όνομα του προς τιμήν της, το ίδιο επίσης και το Κεντρικό και Συνεδριακό κέντρο στη νήσο Γουάιτ. Στη Γαλλία υπάρχουν πολλές τοποθεσίες με το όνομα "Αγία Ραδεγούνδη", στην Αυστρία υπάρχει κοινότητα στην Μπραουνάου αμ Ιν που βρίσκεται στα δυτικά της Ινφίρτελ, εκεί που ο ποταμός Σάλτσαχ σχηματίζει τα σύνορα με τη Βαυαρία. Τα ερείπια του κάστρου του Μίλμπουγκ στο χωριό Μίλμπουγκ στη Θουριγγία χρονολογούνται από το 704, τα θεμέλια του κάστρου είναι αφιερωμένα στην Αγία Ραδεγούνδη και είναι ορατά σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου