Προτυπώσεις της Παναγίας στην Παλαιά Διαθήκη και Προφητείες.
Η Υπεραγία Θεοτόκος προφητεύθηκε αιώνες πριν γεννηθεί. Γι' αυτό η ζωή της βρίσκεται στο κέντρο των αιώνων και αποτελεί «το περιήχημα της προφητικής αγγελίας, την οπτασία των προφητικών οραματισμών, το κέντρο της μεσσιανικής προσδοκίας». Απειράριθμες είναι οι παλαιοδιαθηκικές προτυπώσεις, που αναφέρονται στην «απείρανδρον Μητέρα του Εμμανουήλ». Στο παρόν άρθρο θα παρουσιάσουμε τις αντιπροσωπευτικότερες θεομητορικές παλαιοδιαθηκικές προφητείες.
ΠΕΝΤΑΤΕΥΧΟΣ
Στο πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής, την Γένεση, συναντούμε τον πρώτο συμβολισμό. Η Εδέμ προτυπώνει τη νοητή Εδέμ, που είναι η Παναγία, στους κόλπους της οποίας κατοικεί ο νέος Αδάμ, ο Χριστός.
Μετά την παράβαση των πρωτοπλάστων Αδάμ και Εύας, ο Χριστός, ως ο άσαρκος Λόγος, διαλέγεται με τους παραβάτες και λέγει στον αρχέκακο όφι, τον διάβολο: «Και έχθραν θήσω αναμέσον σου και αναμέσον της γυναικός και αναμέσον του σπέρματός σου και αναμέσον του σπέρματος αυτής. Και αυτός σου τηρήσει την κεφαλήν και συ τηρήσεις αυτού την πτέρναν». Δηλ. «Έχθρα θα βάλω ανάμεσα σ' εσένα και στη γυναίκα, κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της. Εκείνος θα σου συντρίψει το κεφάλι κι εσύ θα του πληγώσεις τη φτέρνα». Η γυναίκα, της οποίας το σπέρµα θα συντρίψει την κεφαλή του φιδιού, του διαβόλου, είναι η Παρθένος Μαρία και το σπέρµα της ο Χριστός. Πρόκειται για το γνωστό "πρωτευαγγέλιο".
Η Υπεραγία Θεοτόκος προφητεύθηκε αιώνες πριν γεννηθεί. Γι' αυτό η ζωή της βρίσκεται στο κέντρο των αιώνων και αποτελεί «το περιήχημα της προφητικής αγγελίας, την οπτασία των προφητικών οραματισμών, το κέντρο της μεσσιανικής προσδοκίας». Απειράριθμες είναι οι παλαιοδιαθηκικές προτυπώσεις, που αναφέρονται στην «απείρανδρον Μητέρα του Εμμανουήλ». Στο παρόν άρθρο θα παρουσιάσουμε τις αντιπροσωπευτικότερες θεομητορικές παλαιοδιαθηκικές προφητείες.
ΠΕΝΤΑΤΕΥΧΟΣ
Στο πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής, την Γένεση, συναντούμε τον πρώτο συμβολισμό. Η Εδέμ προτυπώνει τη νοητή Εδέμ, που είναι η Παναγία, στους κόλπους της οποίας κατοικεί ο νέος Αδάμ, ο Χριστός.
Μετά την παράβαση των πρωτοπλάστων Αδάμ και Εύας, ο Χριστός, ως ο άσαρκος Λόγος, διαλέγεται με τους παραβάτες και λέγει στον αρχέκακο όφι, τον διάβολο: «Και έχθραν θήσω αναμέσον σου και αναμέσον της γυναικός και αναμέσον του σπέρματός σου και αναμέσον του σπέρματος αυτής. Και αυτός σου τηρήσει την κεφαλήν και συ τηρήσεις αυτού την πτέρναν». Δηλ. «Έχθρα θα βάλω ανάμεσα σ' εσένα και στη γυναίκα, κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της. Εκείνος θα σου συντρίψει το κεφάλι κι εσύ θα του πληγώσεις τη φτέρνα». Η γυναίκα, της οποίας το σπέρµα θα συντρίψει την κεφαλή του φιδιού, του διαβόλου, είναι η Παρθένος Μαρία και το σπέρµα της ο Χριστός. Πρόκειται για το γνωστό "πρωτευαγγέλιο".
Η βάτος η καιομένη και μη καταφλεγομένη, την οποία είδε ο προφήτης Μωϋσής στο όρος Χωρήβ, αποτελεί προεικόνιση της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία ως άλλη βάτος ακατάφλεκτη κράτησε μέσα της «το καταναλίσκον πυρ της Θεότητος», χωρίς να καταστραφεί η παρθενία της. «Καταβάς όψομαι το όραμα το μέγα τούτο. Τί ότι η βάτος καίεται και ου κατακαίεται»;
Η Κυρία Θεοτόκος αποκαλείται από τον ίδιο τον Θεό γη αγία : «Μωυσή, Μωυσή, μη εγγίσης ώδε. Λύσον το υπόδημα εκ των ποδών σου. Ο γαρ τόπος, εν ω έστηκας, γη αγία εστί». Και ο προφήτης Δαυίδ την αποκαλεί γη : «Και εξουδένωσαν γην επιθυμητήν». Και αλλού : «Αλήθεια εκ της γης ανέτειλε και δικαιοσύνη εκ του Ουρανού διέκυψεν». Αλήθεια μεν την Παναγία ονομάζει ο προφήτης, εξαιτίας της αληθινής παρθενίας της, επειδή και προ τόκου και εν τόκω και μετά τόκον ήταν αληθώς παρθένος. Δικαιοσύνη δε τον Χριστό ονομάζει, επειδή είναι δικαιοκρίτης. Την μεν Παρθένο Μαριάμ την ονομάζει γη, επειδή καταγόταν από τη γη ως άνθρωπος, τον δε Χριστό «εκ του Ουρανού», διότι καταγόταν από τους Ουρανούς, όχι ως άνθρωπος, αλλ'ως Θεός.
Οι πλάκες του Δεκαλόγου, που ήταν γραμμένες με το δάκτυλο του Θεού, παραπέμπουν στην Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία είναι ο πνευματικός τόμος, πάνω στον οποίο καταγράφηκε το πρόσωπο και το έργο του Χριστού.
Η ολόφωτη νεφέλη και ο πύρινος στύλος, που φώτιζαν τους Ισραηλίτες ημέρα και νύκτα «δείξαι αυτοίς την οδόν» προς τη γη της επαγγελίας, προεικονίζουν την Υπεραγία Θεοτόκο.
Η Κιβωτός του Νώε συμβολίζει την Παρθένο, η οποία φυλάσσει στα σπλάχνα της την απαρχή της Καινής κτίσεως. Κιβωτός ονομάζεται η Παρθένος και από τον προφήτη Δαυίδ : «Ανάστηθι, Κύριε, εις την ανάπαυσίν σου, συ και η κιβωτός του αγιάσματός σου».
Η σκηνή του πατριάρχου Αβραάμ είναι σύμβολο της Θεοτόκου, στην οποία κατεσκήνωσε ο Λόγος του Θεού.
Η κλίμαξ, την οποία είδε ο πατριάρχης Ιακώβ να ενώνει τον ουρανό με τη γη, προτυπώνει τη Θεοτόκο, η οποία ως μυστική κλίμαξ ένωσε τον ουρανό με τη γη. Διά μέσου αυτής ο Θεός κατέβηκε στη γη, για να ανεβάσει «εις την άνω ζωήν το ανθρώπινον». Ο Ιακώβ, επίσης, αποκάλεσε την Πάναγνο Τόπο, λέγοντας : «Ως φοβερός ο τόπος ούτος»! Το ίδιο και ο προφήτης Ιεζεκιήλ : «Και ανέλαβον πνεύμα και ήκουσα καθόπισθέν μου φωνής σεισμού μεγάλου, λεγούσης˙ Ευλογημένη η δόξα Κυρίου εκ του τόπου τούτου». Και ο προφητάναξ Δαυίδ : «Ου δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω».
Η χρυσή στάμνα, που περιείχε το μάννα[3], προεικονίζει τη Θεοτόκο, η οποία ως άλλη χρυσή στάμνα έφερε μέσα της τον Ιησού, που είναι «ο άρτος της ζωής, ο εκ του ουρανού καταβάς».
Η επτάφωτη λυχνία, που έκαιε στη σκηνή του μαρτυρίου και στο ναό του Σολομώντα, προτυπώνει τη Θεοτόκο, από την οποία έλαμψε ο Χριστός, «το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Φαεινή λυχνία είναι η Θεοτόκος, «η μητέρα του φωτός». Η λυχνία προτυπώνει την τέλεια καθαρότητα και αγνότητα της Παρθένου. Το ίδιο υπονοεί και η εγκωμιαστική φράση του Άσματος των Ασμάτων : «ιδού ει καλή... όλη καλή ει, η πλησίον μου, και μώμος ουκ έστιν εν σοί. Ανάστα η πλησίον μου και ελθέ πρός με». Στο ίδιο κείμενο η μοναδική τέλεια περιστερά και εκλεκτή της μητέρας της είναι η Παρθένος Μαρία, που κατέκτησε την τελείωση και έγινε αιώνιο πρότυπο προς μίμηση.
Η ράβδος του Ααρών, που βλάστησε, προκαταγγέλει τη Θεοτόκο, που φύτρωσε από τη ρίζα του γενεαλογικού δένδρου του Ιεσσαί. Ράβδο, επίσης, την αποκαλεί και ο προφήτης Ησαΐας : «Εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί». Η Κυρία Θεοτόκος, κατά τον αυτόν προφήτη, λέγεται ρίζα : «Και έσται η ρίζα του Ιεσσαί και ο ανιστάμενος εξ αυτής άρχειν εθνών».
ΨΑΛΜΟΙ
Ο προφητάναξ Δαυίδ αποκαλεί την Παναγία Σιών : «Ήξει εκ Σιών ο ρυόμενος και αποστρέψει ασεβείας από Ιακώβ». Και αλλού : «Εξελέξατο Κύριος την Σιών, ηρετίσατο αυτήν εις κατοικίαν εαυτώ». Η Παναγία λέγεται ελαία, κατά την μαρτυρία του ιδίου προφήτου, ο οποίος μιλά ως εκ προσώπου της Παναγίας : «Εγώ δε, ωσεί ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού, ήλπισα επί το έλεος αυτού». Επίσης, η Παρθένος ονομάζεται Μήτηρ, κατά τον αυτόν προφήτη : «Μήτηρ Σιών ερεί άνθρωπος». Λέγεται, επιπροσθέτως, Βασίλισσα : «Παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου, ἐν ἰματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη πεποικιλμένη (Ψαλμ. μδ΄ 10)», Θυγάτηρ : «Άκουσον θύγατερ και ίδε και κλίνον το ους σου και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του Πατρός σου». Θυγάτηρ την ονομάζει και ο Σολομών στις Παροιμίες του : «Πολλαί θυγατέρες εποίησαν δύναμιν, συ δε υπέρκεισαι και υπερήρας πάσας». Αλλοίωσις : «Αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου», Ημέρα και Νυξ : «Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν», Ουρανός : «Εξ ουρανού επέβλεψεν ο Κύριος» και «Ο ουρανός του ουρανού τω Κυρίω, την δε γην έδωκε τοις υιοίς των ανθρώπων», Ανατολή : «Αι βασιλείαι της γης, άσατε τω Θεώ, ψάλατε τω Κυρίω τω επιβεβηκότι επί τον ουρανόν του ουρανού κατά ανατολάς», Δύση : «Οδοποιήσατε τω επιβεβηκότι επί δυσμών», Ήλιος : «Εν τω ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού», Πόλη : «Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου η πόλις του Θεού» και «του ποταμού τα ορμήματα ευφραίνουσι την πόλιν του Θεού».
Η Παναγία είναι, επίσης η «κόρη του βασιλέως», η κεκοσμημένη με θείες και ανθρώπινες αρετές, γι' αυτό και είναι η μόνη, που μπορεί να γίνει κατοικία του Θεού.
Σύμφωνα με το Άσμα Ασμάτων, η Θεοτόκος λέγεται Φορείο, δηλ. βαστακτήριο : «Φορείον εποίησεν εαυτώ ο βασιλεύς Σολομών από ξύλων του λιβάνου», Κλίνη : «Ιδού η κλίνη Σολομών, εξήκοντα δυνατοί κύκλω από δυνατών Ισραήλ», Νύμφη : «Δεύρο από λιβάνου Νύμφη», Αδελφή : «Τι εκωλύθησαν οι οφθαλμοί σου αδελφή μου νύμφη»; Κήπος και Πηγή : «Κήπος κεκλεισμένος και πηγή εσφραγισμένη».
ΠΡΟΦΗΤΕΣ
Ο προφήτης Αββακούμ την χαρακτηρίζει Θαιμάν : «ο Θεός από Θαιμάν ήξει» και Όρος : «Και ο άγιος εξ όρους κατασκίου δασέως». Όρος, επίσης, την αποκαλεί ο προφήτης Δανιήλ, απευθυνόμενος προς τον Ναβουχοδονόσορα : «Εθεώρεις, βασιλεύ, ότι ετμήθη λίθος εξ όρους άνευ χειρός»; Αλλά, και ο προφήτης Δαυίδ : «Το όρος, ο ευδόκησεν ο Θεός κατοικείν εν αυτώ».
Η προφητεία του μεγολοφωνοτάτου προφήτου Ησαΐου, «Ιδού η Παρθένος, εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστι μεθερμηνευόμενον μεθ΄ημών ο Θεός», αναφέρεται στη Θεοτόκο, που συνέλαβε και γέννησε τον Χριστό. Επίσης, η Υπεραγία Θεοτόκος χαρακτηρίζεται από τον ίδιο προφήτη ως «θρόνος υψηλός και επηρμένος» : «είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου», καθώς και «ανθρακοφόρος λαβίς». Ο πέμπτος Ευαγγελιστής, προφήτης Ησαΐας, την αποκαλεί, επίσης, Βιβλίο : «Και έσται μετά τα ρήματα ταύτα, ως οι λόγοι του βιβλίου του εσφραγισμένου», Τόμο : «Και είπε Κύριος προς με˙ Λάβε σεαυτώ τόμον καινόν», Λαβίδα : «Και απεστάλη προς με εν των Σεραφίμ και είχεν εν τη χειρί αυτού λαβίδα και εν αυτή άνθραξ», Προφήτη : «Και προσήλθον προς την προφήτιν και εν γαστρί έλαβε» και Νεφέλη : «Ιδού Κύριος κάθηται επί νεφέλης κούφης και ήξει εις Αίγυπτον».
Θεομητορική προτύπωση αποτελεί, επίσης, και ο πόκος του Γεδεών. Όπως δηλ. ο πόκος δέχθηκε μόνον αυτός τη νυχτερινή δρόσο, έτσι και η Παναγία δέχθηκε τη δρόσο της ενεργείας του Θεού, με την οποία έσβησε η πλάνη, στην οποία είχε περιπέσει μεταπτωτικά η ανθρωπότητα. Και ο προφητάναξ Δαυίδ λέγει : «Καταβήσεται ως υετός επί πόκον και ωσεί σταγών η στάζουσα επί την γην».
Η προφητεία του προφήτου Ιεζεκιήλ για την «κατά ανατολάς κεκλεισμένην πύλην» προτυπώνει την παρθενική μήτρα, από την οποία θα διέλθει μόνον ο Χριστός και έκτοτε θα παραμείνει για πάντα «κεκλεισμένη». Εδώ γίνεται λόγος για το αειπάρθενο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η Θεοτόκος υπήρξε παρθένος «προ τόκου, εν τόκω και μετά τόκον». «Η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται, ου μη διέλθη τις δι'αυτής». Το ίδιο υπονοείται και με τις φράσεις «κήπος κεκλεισμένος, πηγή εσφραγισμένη». Ο ίδιος προφήτης την αποκαλεί Κεφαλή : «Και ιδού χειρ εκτεταμένη προς με και εν αυτή κεφαλή», Όραση : «Είδον όρασιν πυρός και το φέγγος αυτού κύκλω, ως όρασις τόξου», «Αύτη η όρασις ομοιώματος δόξης Κυρίου», Ήλεκτρο: «Και είδον ως όψιν ηλέκτρου, όρασιν πυρός», Πλίνθο : «Υιέ ανθρώπου, λάβε σεαυτόν πλίνθον καινόν».
Προεικόνιση του Θεομητορικού μυστηρίου αποτελούν οι Τρεις Παίδες «εν καμίνω». Όπως τους Τρεις Παίδες διέσωσε από τη φωτιά «ο τόκος της Θεοτόκου», ο οποίος μετέτρεψε τη φλόγα της καμίνου σε δρόσο, κατά παρόμοιο τρόπο και η παρθενική μήτρα της Θεοτόκου, αν και δέχθηκε το πυρ της Θεότητος, έμεινε άφθαρτη και αλώβητη.
Τέλος, η προφητική ρήση του βιβλίου του προφήτου Δανιήλ, «εθεώρεις έως ου ετμήθη λίθος εξ όρους άνευ χειρών», αναφέρεται στην Υπεραγία Θεοτόκο. Το βουνό, από το οποίο είδε ο Ναβουχοδονόσωρ να κόβεται το λιθάρι χωρίς χέρι ανθρώπου, προτυπώνει την Παναγία, η οποία ως όρος αλάξευτο έδωσε την καθαρή σάρκα της, για να γεννηθεί ο Θεάνθρωπος. Η Θεοτόκος γέννησε τον Σωτήρα του κόσμου, χωρίς να υποστεί οποιαδήποτε ρήξη. Τόσον η σύλληψη όσον και η κύηση υπήρξε άφθορη.
Ὡς παλαιοδιαθηκικὲς θεομητορικὲς προτυπώσεις ἢ προεικονίσεις ὁρίζονται γεγονότα ἢ ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἔχουν ἑρμηνευθεῖ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς τύποι τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ ρόλου της στὸ βασικὸ γεγονὸς τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας, τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου.
Σὲ αὐτὴ τὴν κατηγορία ἀνήκουν π.χ. ἡ Κλῖμαξ τοῦ ὁράματος τοῦ Ἰακὼβ (Γεν. 28, 10-22), ἡ φλεγομένη Βάτος ποὺ εἶδε ὁ Μωϋσῆς στὸ Χωρὴβ (Ἐξ. 3, 2-6), ἡ κεκλεισμένη Πύλη ἀπὸ τὸ σχετικὸ ὅραμα τοῦ Ἰεζεκιὴλ (Ἰεζ. 44, 1-3) κ.ἄ.
Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα ποὺ ἔχουν ἑρμηνευθεῖ ὡς προτυπώσεις ἐμφανίζει χαρακτηριστικὰ ποὺ παραπέμπουν σὲ ἀντίστοιχες ἰδιότητες τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ γεγονότος τῆς ὑπερλόγου γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἑρμηνευτικὴ λογική, ἡ Κλῖμαξ π.χ. τοῦ Ἰακὼβ ποὺ ἐκτεινόταν ἀπὸ τὴν γῆ ὡς τὸν οὐρανὸ εἶναι τύπος τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία μὲ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἕνωσε τὰ ἐπίγεια μὲ τὰ ἐπουράνια. Ἡ φλεγομένη καὶ μὴ καιομένη Βάτος, πάλι, συμβολίζει τὸ ἀδιάφθορο τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου. Ὅπως δηλαδὴ ἡ Βάτος, παρότι φλεγόταν, δὲν κάηκε, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος, ἂν καὶ γέννησε, παρέμεινε Παρθένος.
Ἡ παρουσία τῶν θεομητορικῶν προεικονίσεων εἶναι ἔντονη καὶ ἐκτείνεται σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς καὶ παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὴν πατερικὴ γραμματεία, τὴν ὑμνογραφία, τὴ λατρεία καὶ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποίησαν εὐρέως τὶς προεικονίσεις τῆς Θεοτόκου στὰ ἔργα τους. Πολὺ σημαντικὲς σχετικὲς ἀναφορὲς κάνουν οἱ Πατέρες ποὺ προασπίστηκαν τὴν τιμὴ τῶν εἰκόνων ἔναντι τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρετικῆς προκλήσεως, ὅπως π.χ. ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (675 περ.-750 περ.), σὲ μιὰ περίοδο ποὺ εἶναι κατανοητὴ ἡ κρισιμότης τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου στὸν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἀγώνα, ἀφοῦ ἀκριβῶς στὴν πραγματικότητα τῆς δι' αὐτῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου βάσιζαν οἱ Πατέρες τὴν δυνατότητα ἀπεικονίσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ συνακολούθως τῆς ἰδίας τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων.
Παραθέτουμε ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Εἰς τὴν κοίμησιν τῆς ἁγίας θεοτόκου λόγος πρῶτος: «Σὲ (ἐνν. Θεοτόκε) βάτος προέγραψε, πλάκες θεόγραφοι προεχάραξαν, νόμου κιβωτὸς προϊστόρησε, στάμνος χρυσῆ καὶ λυχνία καὶ τράπεζα καὶ ῥάβδος Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα ἐμφανῶς προετύπωσαν».
Ἕνα ἄλλο κεντρικὸ σημεῖο τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀναδεικνυόταν μὲ τὴν ἑρμηνεία καὶ χρήση τῶν παλαιοδιαθηκικῶν τύπων ἦταν καὶ ἡ ἑνότητα τῶν δύο Διαθηκῶν, ἡ ὁποία πολλάκις εἶχε ἀμφισβητηθεῖ ἀπὸ κατὰ καιροὺς αἱρετικούς.
Στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἀναφορὲς στὶς θεομητορικὲς προτυπώσεις εἶναι ἐπίσης πολυάριθμες. Πολλὲς χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις ἀπαντοῦν π.χ. στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, ὁ ὁποῖος κατεξοχὴν σχετίζεται μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Παραθέτουμε ἐνδεικτικῶς ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Γ΄ Οἶκο: «Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός˙ χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν».
Ἡ σύνδεση διαφόρων παλαιοδιαθηκικῶν θεμάτων μὲ τὴν Θεοτόκο ἐκφράζεται μὲ σαφήνεια καὶ στὴ λατρεία μὲ τὴ χρήση ἀποσπασμάτων τῶν σχετικῶν διηγήσεων ὡς ἀναγνωσμάτων στοὺς Ἑσπερινοὺς τῶν μεγάλων θεομητορικῶν ἑορτῶν, δηλαδὴ τοῦ Γενεσίου, τῶν Εἰσοδίων, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Τὸ ἀπόσπασμα π.χ. τὸ σχετικὸ μὲ τὴν Κλίμακα τοῦ Ἰακώβ, ποὺ προαναφέραμε, διαβάζεται σὲ ὅλες τὶς θεομητορικὲς ἑορτές, πλὴν αὐτῆς τῶν Εἰσοδίων.
Τὰ ἀναγνώσματα αὐτὰ συνδυάζονται μὲ ἀντίστοιχες ἀναφορὲς σὲ θεομητορικὲς προτυπώσεις τόσο στὰ τροπάρια τῶν ἀκολουθιῶν τῶν ἑορτῶν ὅσο καὶ στὰ πατερικὰ ἔργα ποὺ ἀναφέρονται στὸ περιεχόμενο καὶ τὴ σημασία τῶν θεομητορικῶν αὐτῶν ἑορτῶν. Προκύπτει ἔτσι ἕνα σύνολο μὲ ἐσωτερικὴ ἑνότητα καὶ ἑνιαῖο τρόπο διαχειρήσεως τῶν θεμάτων αὐτῶν, τῶν σχετικῶν μὲ τὴ Θεοτόκο, ἀποτέλεσμα τῆς κοινῆς θεολογικῆς καὶ ἑρμηνευτικῆς τους προσέγγισης.
Τὸ περιγραφὲν σύνολο ἀποτέλεσε τὴν πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἄντλησε ἡ εἰκονογραφία. Τὸ ἤδη διαμορφωμένο πλούσιο θεολογικὸ ὑπόβαθρο ἀναφορικὰ μὲ τὰ θέματα αὐτὰ ὑπῆρξε τὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἔγινε ἡ μεταφορὰ τῶν θεμάτων αὐτῶν στὴν τέχνη, καὶ ταυτοχρόνως πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἑρμηνευτικὸ κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο αὐτὰ προσεγγίζονται, ὥστε νὰ ἑρμηνεύονται σωστὰ καὶ μὲ πληρότητα.
Ἡ παρουσία καὶ χρήση τῶν θεμάτων τῶν παλαιοδιαθηκικῶν θεομητορικῶν προτυπώσεων στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐνδεικτικὴ γιὰ ἀνάλογα παραδείγματα ἄλλων θεμάτων. Τὰ στοιχεῖα ποὺ συνάγονται ἀπὸ αὐτή, πέραν τῆς δεδομένης τιμῆς πρὸς τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, ἀναδεικνύουν κυρίως τὴ στενὴ σχέση τῆς τέχνης μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία καὶ τὴν ὑμνογραφία. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ μόνο μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθῆ καὶ νὰ γίνη κατανοητή, ὡς πνευματικὸ μέγεθος καὶ ὄχι ὡς αὐθύπαρκτο ἀνθρώπινο, ἄρα πεπερασμένο, δημιούργημα.
Ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει ὁ Φώτης Κόντογλου: «Ἡ βυζαντινὴ ζωγραφικὴ μεταμορφώνει τὸν κόσμο ποὺ ζωγραφίζει ἀπὸ ὑλικὸν σὲ πνευματικὸν καί, μὲ τὰ ἔργα της, δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ συγκινήσει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀναπλάσει, νὰ κάνει πνευματικὸ κάθε αἴσθημά του».
ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Συνήθως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουµε µόνο ἱστορία. Μόνο ὁ Χριστός καί ἡ παναγία µητέρα Του ἔχουν προϊστορία. ∆ηλαδή, πρίν γεννηθοῦν γινότα ἀναφορά σ’ αὐτούς καί στό ἔργο πού θά ἐπιτελοῦσαν ὅταν θά ἔρχονταν στή ζωή αὐτή. Γι’ Αὐτούς µίλησαν οἱ Προφῆτες, ἀλλά καί στή ζωή τῶν Ἑβραίων, καί κυρίως στή λατρευτική τους ζωή, πολλά πράγµατα συµβόλιζαν τό Χριστό καί τήν Παρθένο Μαρία πού θά γινόταν Μητέρα Του.
Ἐπειδή ἐδῶ τό θέµα µας εἶναι ἡ Παρθένος, θά µᾶς ἀπασχολήσουν οἱ προτυπώσεις πού ἀναφέρονται σ’ Αὐτήν. Ὅπως φαίνεται ἀπό τά πράγµατα, ἡ Παναγία µας ἦταν περιεχόµενο ἀλλά καί κορυφή τῆς Παλαιᾶς ∆ιαθήκης.
Ἔτσι στό πρῶτο βιβλίο τῆς Γραφῆς, συναντοῦµε τόν πρῶτο συµβολισµό. Μετά τήν παράβαση τοῦ Ἀδάµ, ὁ Κύριος διαλέγεται µέ τούς παραβάτες καί ἰδού τί λέγει στό φίδι: « Καί ἔχθραν θήσω ἀναµέσον σου καί ἀναµέσον τῆς γυναικός,καί ἀναµέσον τοῦ σπέρµατός σου καί ἀναµέσον τοῦ σπέρµατος αὐτῆς, καί αὐτός σού τηρήσει τήν κεφαλήν, καί τηρήσεις αὐτοῦ τήν πτέρναν».
Ἡ γυναῖκα τῆς ὁποίας τό σπέρµα θά συντρίψει τήν κεφαλή τοῦ φιδιοῦ, τοῦ διαβόλου, εἶναι ἡ Παρθένος Μαρία καί τό σπέρµα της ὁ Χριστός. Ἡ Παρθένος συµβολίζεται, σάν κλίµακα πού φθάνει µέχρι τόν οὐρανό. Λέγει ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ: «Καί ἐνυπνιάσθην καί ἰδού κλῖµαξ ἐστιριγµένη ἐν τῆ γῆ, ἧς ἡ κεφαλή ἀφικνεῖτο εἰς τόν οὐρανόν, καί οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινον καί κατέβαινον ἐπ’ αὐτῆς».
Σάν βάτος πού καιγόταν καί δέν κατακαίγοταν. Ο Μωϋσῆς ἔβλεπε τή βάτο νά καίεται χωρίς νά καταστρέφεται.« καί ὁρᾶ ὅτι ἡ βάτος καίεται πυρί καί ἡ βάτος οὐ κατεκαίετο»
Σάν στάµνα:« Καί εἶπεν Μωϋσῆς πρός τόν Ἀαρών:λάβε στάµνον χρυσοῦν καί βάλε εἰς αὐτόν πλῆρες τό γοµόρ τοῦ µάννα καί ἀποθήσεις αὐτό ἐναντίον τοῦ Θεοῦ εἰς διατήρησιν εἰς τάς γενεάς ἡµῶν». Ἡ χρυσή στάµνα τήν Παναγία συµβόλιζε.
Σάν πύλη: Ἡ Παρθένος παροµοιάζεται ἀπό τόν προφήτη Ἰεζεκιήλ σάν πύλη ἀπ’ ὅπου θά περάσει µόνον ὁ Κύριος καί κανένας ἄλλος καί θά µείνει κλειστή, δηλαδή, θά µείνει παρθένος αἰώνια. « Καί εἶπεν Κύριος πρός µε. Ἡ πύλη αὕτη κεκλεισµένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται καί οὐδείς µή διέλθει δι’ αὐτῆς, ὅτι Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ εἰσελεύσεται δι’ αὐτῆς καί ἔσται κεκλεισµένη».
Καί ὁ ∆ανιήλ ὁ Προφήτης τήν Παρθένο Μαρία ἐννοοῦσε, ὅταν ἔβλεπε ἕνα µεγάλο ὄρος ἀπό τό ὁποῖο κόπηκε, χωρίς ἀνθρώπινο χέρι, ἕνας λίθος πού σύντριψε ὅλες τίς βασιλεῖες.
Ὁ Νικόλαος ὁ Καβάσιλας γιά τό θέµα αὐτό λέγει τά ἑξῆς:« Κι ἄν ὑπῆρχε κάτι πραγµατικά σεβαστό, ὅπως ἡ Σκηνή, ἡ Κιβωτός καί τά ἱερά στρατόπεδα τοῦ Μωϋσῆ καί ὅλα ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα ὑπερηφανεύοντο οἱ Ἑβραῖοι, πέραν ἀπό τά ὀνόµατά τους τό θαῦµα τῆς Παρθένου ἐσυµβόλιζαν.» Ὅλα ὅσα ἐγίνονταν στήν Παλαιά ∆ιαθήκη προετοίµαζαν τό λαό γιά τό σωτήριο γεγονός τῆς ἔλευσης τοῦ Μεσσία καί συνεπῶς ἡ Παρθένος δέν ἔλειπε ἀπό τά γεγονότα καί σύµβολα τῆς ἐποχῆς.
Ἀκόµα καί αὐτός ὁ ναός τῶν Ἱεροσολύµων καί τά Ἅγια τῶν Ἁγίων τήν Παρθένο προεικόνιζαν. Καταλήγοµε µέ τόν ἅγιο ∆αµασκηνό πού λέγει: «ἡ Παρθένος εἶναι ἡ κορυφή καί τό τέλος τῆς Π. ∆ιαθήκης καί σ’ αὐτήν ἀναφέρονται ὅλες οἱ προεικονίσεις καί προτυπώσεις καί προφητεῖες».
Γιατί ὅµως ὅλες αὐτές οἱ προτυπώσεις, οἱ συµβολισµοί καί οἱ προφητεῖες γιά τήν Παρθένο Μαρία; Ἔγινε ὅλη αὐτή ἡ προσπάθεια, γιά νά καταλάβει ὁ αἰχµάλωτος στήν ἁµαρτία κόσµος, ὅτι ὁ Θεός θά τηρήσει τήν ὑπόσχεση Του γιά σωτηρία, πού εἶχε δώσει στόν Ἀδάµ καί τήν Εὔα. Ἤθελε ὁ πανάγαθος Θεός νά δώσει στό γένος τῶν ἀνθρώπων τήν ἐλπίδα γιά σωτηρία, νά µήν ἀπαγοητευτοῦν, ἀλλά καί νά συµβάλουν καί οἱ ἄνθρωποι µέ τή δική τους προθυµία στήν ἐλευθερία τους ἀπό τά δεσµᾶ τοῦ διαβόλου ὑπακούοντας στίς ὑποδείξεις τοῦ Θεοῦ τους πού ἦταν ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν Του.
Ὅλα ἐκεῖνα τά θαυµαστά πού συνέβαιναν στή Παλαιά ∆ιαθήκη καί συµβόλιζαν τήν Παρθένο, προέρχονταν ἀπό τή σοφία, τήν παντογνωσία καί τήν παντοδυναµία τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος σάν παντογνώστης γνώριζε ὅτι ὁ κόσµος θά κατέληγε στήν ἁµαρτία καί στή δυστυχία, ἐνῶ τόν ἔπλασε γιά τήν εὐτυχία. Γι’ αὐτό προγνωρίζοντας τήν Παρθένο, ὅτι θά εἶναι ὁ µοναδικός ἄνθρωπος στόν ὁποῖο θά µποροῦσε νά βασιστεῖ γιά τήν ἀνάπλαση τοῦ κόσµου, τή διάλεξε,τή σηµάδεψε καί τήν προήγγειλε µέ διάφορους συµβολισµούς τούς ὁποίους εἴδαµε πιό πίσω.
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν τῶν συµβολισµῶν καί παροµοιώσεων πού ἀναφέραµε φαίνεται πώς ἡ Παρθένος Μαρία εἶχε σπουδαία προϊστορία καί ξεχωριστή θέση στό σκηνικό τοῦ κόσµου καί ἡ ἀνωτερότητά της ξεπερνᾶ καί τίς ἀγγελικές δυνάµεις
Η Υπεραγία Θεοτόκος, «η αιτία της των πάντων θεώσεως», προφητεύθηκε αιώνες πριν γεννηθεί. Γι’ αυτό η ζωή της βρίσκεται στο κέντρο των αιώνων και αποτελεί «το περιήχημα της προφητικής αγγελίας, την οπτασία των προφητικών οραματισμών, το κέντρο της μεσσιανικής προσδοκίας». Απειράριθμες είναι οι παλιοδιαθηκικές προτυπώσεις που αναφέρονται στην «απείρανδρον Μητέρα του Εμμανουήλ». Δικαιολογημένα ο ιερός υμνογράφος μας προτρέπει: «Προφητικώς την Παρθένον ανευφημήσωμεν, στάμνον χρυσήν του μάννα, ακατάφλεκτον βάτον, και τράπεζαν και θρόνον, λυχνίαν χρυσήν, το λαμπάδιον έχουσαν, και αλατόμητον όρος και κιβωτόν αγιάσματος και πύχην Θεού». Στο παρόν άρθρο θα παρουσιάσουμε τις αντιπροσωπευτικότερες θεομητορικές παλαιοδιαθηκικές προφητείες.
• Η προφητεία του Ιεζεκιήλ για την «κατά ανατολάς κεκλεισμένην πύλην» προτυπώνει την παρθενική μήτρα, από την οποία θα διέλθει μόνον ο Χριστός και έκτοτε θα παραμείνει για πάντα «κεκλεισμένη». Εδώ γίνεται λόγος για το αειπάρθενο της Υπεραγίας θεοτόκου. Η Θεοτόκος υπήρξε παρθένος «προ του τόκου, εν τω τόκω και μετά τον τόκον». Όπως παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός «ο τεχθείς εξ αυτής την αυτής παρθενίαν εφύλαξεν άτρωτον, μόνος διελθών δι’ αυτής και κεκλεισμένην τηρήσας αυτήν».
• Η επτάφωτη λυχνία, που έκαιε στη σκηνή του μαρτυρίου και στο ναό του Σολομώντα, προτυπώνει τη Θεοτόκο, από την οποία έλαμψε ο Χριστός, «το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Φαεινή λυχνία είναι η Θεοτόκος, «η μητέρα του φωτός». Την Κυριακή του Αντίπασχα ή του Θωμά η Εκκλησία μας ψέλνει: «Σέ την φαεινήν λαμπάδα και Μητέρα του Φωτός». Η λυχνία προτυπώνει την τέλεια καθαρότητα και αγνότητα της Παρθένου.
• Η χρυσή στάμνα, που περιείχε το μάννα, προεικονίζει τη Θεοτόκο, η οποία ως άλλη χρυσή στάμνα έφερε μέσα της τον Ιησού, που είναι «ο άρτος της ζωής, ο εκ του ουρανού καταβάς». «Ο «Παλαιός Ισραήλ», αν και έφαγε το μάννα, πέθανε. Όμως ο «νέος Ισραήλ», τα φωτόμορφα τέκνα της εκκλησίας, κοινωνώντας σώματος και αίματος Χριστού δεν αποθνήσκουν, αφού η Θεία Ευχαριστία είναι κατά τον Θεοφόρο Ιγνάτιο «φάρμακον αθανασίας και αντίδοτον του μη αποθανείν».
• Η κλίμαξ, την οποία είδε ο Ιακώβ να ενώνει τον ουρανό με τη γη, προτυπώνει τη Θεοτόκο, η οποία ως μυστική κλίμαξ ένωσε τον ουρανό με τη γη. Διά μέσου αυτής ο Θεός κατέβηκε στη γη για να ανεβάσει «εις την άνω ζωήν το ανθρώπινον». Δικαιολογημένα, ο ποιητής της Ακαθίστου Ακολουθίας την αποκαλεί: «Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε, δι’ ής κατέβη ο Θεός, χαίρε, γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν».
• Η βάτος η καιομένη και μη καταφλεγομένη, την οποία είδε ο Μωϋσής στο όρος Χωρήβ, αποτελεί προεικόνιση της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία ως άλλη βάτος ακατάφλεκτη κράτησε μέσα της «το καταναλίσκον πυρ της Θεότητος» χωρίς να καταστραφεί η παρθενία της. Αναφερόμενος στο γεγονός της φλεγομένης βάτου, ο Ανδρέας Κρήτης παρατηρεί: «Μωσής πρώτος βάτον ιδών σε προέλεγε, Διαβάς όψομαι το όραμα το μέγα τούτο».
• Η ολόφωτη νεφέλη και ο πύρινος στύλος που φώτιζαν τους Ισραηλίτες ημέρα και νύκτα «δείξαι αυτοίς την οδόν» προς τη γη της επαγγελίας προεικονίζουν την Υπεραγία θεοτόκο. Αυτή ως «νεφέλη ολόφωτος» επισκιάζει «τους πιστούς απαύσεως» και ως πύρινος στύλος οδηγεί τον νέο Ισραήλ «εις την άνω ζωήν», στο φωτεινό ενδιαίτημα της Θείας βασιλείας.
• Για τους Πατέρες της εκκλησίας θεομητορική προτύπωση αποτελεί ο πόκος του Γεδεών. Όπως δηλ. ο πόκος δέχθηκε μόνον αυτός τη νυχτερινή δρόσο, έτσι και η Παναγία δέχθηκε τη δρόσο της ενεργείας του Θεού, με την οποία έσβησε η πλάνη, στην οποία είχε περιπέσει μεταπτωτικά η ανθρωπότητα.
• Προεικόνιση του θεομητορικού μυστηρίου αποτελούν οι Τρεις Παίδες «εν τη καμίνω». Όπως τους Τρεις Παίδες διέσωσε από τη φωτιά «ο τόκος της Θεοτόκου», ο οποίος μετέτρεψε τη φλόγα της καμίνου σε δρόσο, κατά παρόμοιο τρόπο και η παρθενική μήτρα της Θεοτόκου, αν και δέχθηκε το πυρ της θεότητος, έμεινε άφθαρτη και αλώβητη.
• Οι πλάκες του Δεκαλόγου, που ήταν γραμμένες με το δάκτυλο του Θεού, παραπέμπουν στην Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία είναι ο πνευματικός τόμος πάνω στον οποίο καταγράφηκε το πρόσωπο και το έργο του Χριστού. Σ’ αυτόν τον τόμο οι πιστοί διακρίνουν το άρρητο μυστήριο της Θείας του Σωτήρος Ενανθρωπήσεως με όλες τις σωτηριολογικές συνέπειες για τον άνθρωπο και την ιστορική πραγματικότητα. Δικαιολογημένα στην ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου ψέλνουμε: «Χαίρε ο τόμος εν ώ δακτύλω εγγέγραπται Πατρός ο Λόγος Αγνή».
• Η προφητική ρήση του βιβλίου του Δανιήλ «εθεώρεις έως ου ετμήθη λίθος εξ όρους άνευ χειρών» αναφέρεται στην Υπεραγία Θεοτόκο. Το βουνό, από το οποίο είδε ο Ναβουχοδονόσωρ να κόβεται το λιθάρι χωρίς χέρι ανθρώπου, προτυπώνει την Παναγία, η οποία ως όρος αλάξευτο έδωσε την καθαρή σάρκα της για να γεννηθεί ο Θεάνθρωπος. Αναφερόμενος στο περιστατικό αυτό ο Γερμανός Κων/λεως γράφει: «Χαίροις, το εκ Θεού πιότατον και κατάσκιον όρος, εν ώ λογικός αμνός εκτραφείς τας ημών αμαρτίας και τας νόσους εβάστασεν, εξού ο αχειρότμητος λίθος κυλισθείς, βωμούς ειδωλικούς συνέθλασεν και εις κεφαλήν γωνίας εν οφθαλμοίς ημών θαυμαστούμενος γέγονε». Η Θεοτόκος γέννησε το Σωτήρα του κόσμου, χωρίς να υποστεί οποιαδήποτε ρήξη. Τόσον η σύλληψη όσον και η κύηση υπήρξεν άφθορη.
• Η ράβδος του Ααρών, που βλάστησε, προκαταγγέλει τη Θεοτόκο, που φύτρωσε από τη ρίζα του γεννεαλογικού δένδρου του Ιεσσαί. Δικαιολογημένα, στον κανόνα των Χριστουγέννων ψέλνουμε: «Ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί και άνθος εξ αυτής Χριστέ, εκ της Παρθένου ανεβλάστησας». Στον δε κανόνα της ακαθίστου ακολουθίας διαβάζουμε: «η ράβδος η μυστική, άνθος το αμάραντον η εξανθήσασα».
Πέραν αυτών υπάρχουν και άλλες προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης που αναφέρονται στη Θεοτόκο. Η Κιβωτός του Νώε συμβολίζει την Παρθένο, η οποία φυλάσσει στα σπλάχνα της την απαρχή της Καινής κτίσεως. Η προφητεία του Ησαΐου «Ιδού η Παρθένος, εν γαστρί έξει…», αναφέρεται στη Θεοτόκο, που συνέλαβε και γέννησε το Χριστό. Η σκηνή του Αβραάμ είναι σύμβολο της θεοτόκου, στην οποία κατεσκήνωσε ο Λόγος του Θεού.
Η Εδέμ προτυπώνει τη νοητή Εδέμ, που είναι η Παναγία, στους κόλπους της οποίας κατοικεί ο νέος Αδάμ, ο Χριστός.
Δικαιολογημένα, ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, εγκωμιάζοντας τη Θεοτόκο ως επιβεβαίωση και επισφράγισμα της Παλαιάς Διαθήκης, γράφει: «Χαίροις, η νόμου μεσίτις και χάριτος, το παλαιάς και νέας των διαθηκών επισφράγισμα, το πάσης προφητείας εκφανέστατον πλήρωμα, η ακροστοιχίς της θεοπνεύστου των Γραφών αληθείας».
Η Υπεραγία Θεοτόκος, που αξιώθηκε να γίνει Μητέρα του Θεού με την προσωπική της αρετή και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν είναι μονάχα το κέντρο της μεσσιανικής προσδοκίας, αλλά και το κέντρο της ελπίδας και της προσδοκίας των πιστών. Είναι πολλές οι θλίψεις, οι συμφορές του βίου και οι πειρασμοί που κυκλώνουν τον άνθρωπον «ωσεί μέλισσαι κηρίον», ώστε να αναζητά την «κραταιάν σκέπην» της Θεοτόκου. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εκτιμά ότι ο ανθρώπινος βίος θα ήταν αβίωτος, εάν οι πιστοί δεν είχαν την Παναγία «συνόμιλόν τους και μόνην επί γης καταλελειμμένην παρηγορίαν». Η Θεοτόκος ως Μητέρα του Θεού έχει «άπειρον την προς τον Θεόν παρρησίαν», γι’ αυτό «ουδείς προστρέχων προς Αυτήν κατησχυμμένος απ’ αυτής εκπορεύεται,, αλλ’ αιτείται την χάριν και λαμβάνει το δώρημα προς το συμφέρον της αιτήσεως».
Η Παλαιά Διαθήκη προτυπώνει τα μεγάλα και θαυμαστά γεγονότα που έμελλε να ακολουθήσουν την ιστορία του Ισραήλ. Προφητεύει την έλευση του Μεσσία στον κόσμο και παιδαγωγεί «εις Χριστόν». Με αυτήν την έννοια ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη αποτελεί προτύπωση της Καινής και προάγγελο της μεγάλης καθόδου του Θεού. Γι’ αυτό και η Παναγία είναι κατά την πατερική διασκαλία η επιβεβαίωση και το επισφράγισμα της Παλαιάς Διαθήκης.
Όλοι οι προφητικοί οραματισμοί εκπληρώνονται στην Καινή Διαθήκη με την ολοκλήρωση του μυστηρίου της θείας ενανθρωπήσεως. Οι προφητείες εκείνες ενέπνευσαν τους ευαγγελιστές, τους αποστολικούς και εκκλησιαστικούς Πατέρες και υμνογράφους που διανθίζουν τα κείμενα, τους θεολογικούς και εγκωμιαστικούς λόγους και ύμνους τους με καθετί που αναφέρεται στο πρόσωπο της Παρθένου.
Στη διαδρομή της ιστορίας του εβραϊκού λαοί επισημαίνουμε προφητείες που επαγγέλλονται τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους και την αποκάλυψη των θείων μυστηρίων «διά της Παρθένου». Υπάρχουν επίσης πολυάριθμοι συμβολισμοί που προτυπώνουν με θαυμαστή ακρίβεια τις αρετές και τα πνευματικά χαρίσματα της Παναγίας, αποδίδοντας συγκεκριμένες πτυχές και χαρακτηριστικά της προσωπικότητας της μητέρας του Μεσσία και Θεού. Στην πρώτη κατηγορία προμηνύεται κυρίως η ενανθρώπηση και η θέση της Παρθένου σ’ αυτήν. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις πιό σημαντικές προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης.
Η ράβδος του Ααρών που βλάστησε εικονίζει την Θεοτόκο, και το άνθος της τον Χριστό. Η κιβωτός του Νώε συμβολίζει την Παρθένο που φυλάσσει στα σπλάχνα της την απαρχή της καινής κτίσεως. Ο προφήτης Ησαΐας προφήτευσε άμεσα και με σαφήνεια τη σύλληψη και γέννηση του Χριστού, διακηρύσσοντας: «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται Υιόν» . Η σκηνή του Αβραάμ είναι σύμβολο της Θεοτόκου, όπου κατασκήνωσε ο Λόγος του Θεού. Η Παναγία, ως πόκος του Γεδεών, δέχθηκε τον υετό και τις σταγόνες της θείας ενέργειας. Η χρυσή στάμνα που εμπεριέχει το μάννα συμβολίζει τη μητρότητα της Θεοτόκου και το μάννα ειδικότερα τον άρτο της ζωής, τον Χριστό. Οι πλάκες του Δεκάλογου παραπέμπουν στην Παναγία που ως μητέρα του Θεού συνιστά πνευματική Βίβλο που ενσαρκώνει όλο το σωτηριολογικό έργο του Ιησού. Η κάμινος των Χαλδαίων προτυπώνει επίσης την Παναγία που έφερε μέσα της τη φωτιά, τον Χριστό, που δεν καίει, αλλά δροσίζει.
Υπάρχουν πολλοί ακόμη εξίσου σημαντικοί θεομητορικοί συμβολισμοί και προτυπώσεις στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Έτσι η Εδέμ προτυπώνει τη νοητή Εδέμ , που είναι πάλι η Παναγία, όπου κατοικεί ο νέος Αδάμ, ο Χριστός. Ακόμη η Θεοτόκος είναι η ολόφωτη νεφέλη και ο πύρινος στύλος που καθοδηγούν ημέρα και νύχτα τους πιστούς στη γη της επαγγελίας, στη βασιλεία του Θεού. Η κλίμακα του Ιακώβ που ένωσε τη γη με τον ουρανό εξεικονίζει την Θεοτόκο.
Από αυτήν κατέβηκε ο Θεός, για να ανυψώσει στους ουρανούς τον άνθρωπο. Η Παναγία είναι «όρος αλάξευτον» από το οποίο προήλθε ο λίθος, ο Χριστός. Είναι η επτάφωτη λυχνία της Σκηνής του Μαρτυρίου. Αυτή εκπέμπει το φως, τον Χριστό, που καθοδηγεί τον κόσμο. Είναι «κόρη του βασιλέως», κοσμημένη με θείες και ανθρώπινες αρετές, γι’ αυτό και είναι η μόνη που μπορεί να γίνει κατοικία του Θεού.
Σε ορισμένες προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης προβάλλονται συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που παραπέμπουν εμφανέστατα σε αρετές και χαρίσματα της Παναγίας. Η «κατ’ ανατολάς πύλη», για παράδειγμα, προτυπώνει την παρθενική μήτρα, από όπου θα διέλθει μόνον ο Χριστός και έκτοτε θα παραμείνει για πάντα «κεκλεισμένη» . Εδώ γίνεται αναφορά στο αειπάρθενο της Θεοτόκου, το ίδιο και στις φράσεις «κήπος κεκλεισμένος, πηγή εσφραγισμένη». Η λυχνία η καθαρά, που αναφέρθηκε πιό πάνω, προτυπώνει επίσης την τέλεια καθαρότητα και αγνότητα της Παρθένου· το ίδιο και η εγκωμιαστική φράση του Άσματος: «ιδού ει καλή… όλη καλή ει, η πλησίον μου, και μώμος ουκ εστίν εν σοί». Στο ίδιο κείμενο η μοναδική τέλεια περιστερά και εκλεκτή της μητέρας της είναι η Παρθένος Μαρία, που κατέκτησε την τελείωση και έγινε αιώνιο πρότυπο προς μίμηση. Επιπλέον η βάτος που φλέγεται, αλλά δεν κατακαίγεται αποτελεί προτύπωση της Παναγίας που ενώ δέχθηκε το πυρ της θεότητας διατηρήθηκε άθικτη και απρόσβλητη. Το ίδιο ισχύει και για τους «τρείς παίδας εν καμίνω».
Η εικόνα αυτή είναι ιδιαίτερα προσφιλής στους Πατέρες και Υμνογράφους της Εκκλησίας, γιατί παρουσιάζει και τον Υιό του Θεού ως τέταρτο μέσα στη φωτιά. Αναφερόμενος στο γεγονός της φλεγόμενης βάτου, ο Ανδρέας Κρήτης παρατηρεί: «Μωσής πρώτος βάτον ιδών σε προέλεγε· Διαβάς όψομαι το όραμα το μέγα τούτο». Ο ίδιος εγκωμιάζοντας την Θεοτόκο γράφει: «Χαίροις, η νόμου μεσίτις και χάριτος· το παλαιάς και νέας των διαθηκών επισφράγισμα· το πάσης προφητείας εκφανέστατον πλήρωμα· η ακροστοιχίς της θεοπνεύστου των Γραφών αληθείας»
Σε όλους αυτούς τους τύπους και συμβολισμούς της Παλαιάς Διαθήκης, όπως και στο ίδιο το πρόσωπο της Παναγίας, είναι προφανής η υπέρβαση των νόμων της φύσεως και της φυσικής τάξεως. Η Θεοτόκος, ως δοχείο πλέον της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, νικά τη φυσική νομοτέλεια και γίνεται η αιτία της εισόδου του ανθρώπινου γένους στη σφαίρα της χάριτος. Αυτό σημαίνει ότι η Παναγία ενσαρκώνει την ελευθερία από τη δουλεία της φύσεως. Έτσι γίνεται πρότυπο ελευθερίας για τους Χριστιανούς.
Η Κυρία Θεοτόκος αποκαλείται από τον ίδιο τον Θεό γη αγία : «Μωυσή, Μωυσή, μη εγγίσης ώδε. Λύσον το υπόδημα εκ των ποδών σου. Ο γαρ τόπος, εν ω έστηκας, γη αγία εστί». Και ο προφήτης Δαυίδ την αποκαλεί γη : «Και εξουδένωσαν γην επιθυμητήν». Και αλλού : «Αλήθεια εκ της γης ανέτειλε και δικαιοσύνη εκ του Ουρανού διέκυψεν». Αλήθεια μεν την Παναγία ονομάζει ο προφήτης, εξαιτίας της αληθινής παρθενίας της, επειδή και προ τόκου και εν τόκω και μετά τόκον ήταν αληθώς παρθένος. Δικαιοσύνη δε τον Χριστό ονομάζει, επειδή είναι δικαιοκρίτης. Την μεν Παρθένο Μαριάμ την ονομάζει γη, επειδή καταγόταν από τη γη ως άνθρωπος, τον δε Χριστό «εκ του Ουρανού», διότι καταγόταν από τους Ουρανούς, όχι ως άνθρωπος, αλλ'ως Θεός.
Οι πλάκες του Δεκαλόγου, που ήταν γραμμένες με το δάκτυλο του Θεού, παραπέμπουν στην Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία είναι ο πνευματικός τόμος, πάνω στον οποίο καταγράφηκε το πρόσωπο και το έργο του Χριστού.
Η ολόφωτη νεφέλη και ο πύρινος στύλος, που φώτιζαν τους Ισραηλίτες ημέρα και νύκτα «δείξαι αυτοίς την οδόν» προς τη γη της επαγγελίας, προεικονίζουν την Υπεραγία Θεοτόκο.
Η Κιβωτός του Νώε συμβολίζει την Παρθένο, η οποία φυλάσσει στα σπλάχνα της την απαρχή της Καινής κτίσεως. Κιβωτός ονομάζεται η Παρθένος και από τον προφήτη Δαυίδ : «Ανάστηθι, Κύριε, εις την ανάπαυσίν σου, συ και η κιβωτός του αγιάσματός σου».
Η σκηνή του πατριάρχου Αβραάμ είναι σύμβολο της Θεοτόκου, στην οποία κατεσκήνωσε ο Λόγος του Θεού.
Η κλίμαξ, την οποία είδε ο πατριάρχης Ιακώβ να ενώνει τον ουρανό με τη γη, προτυπώνει τη Θεοτόκο, η οποία ως μυστική κλίμαξ ένωσε τον ουρανό με τη γη. Διά μέσου αυτής ο Θεός κατέβηκε στη γη, για να ανεβάσει «εις την άνω ζωήν το ανθρώπινον». Ο Ιακώβ, επίσης, αποκάλεσε την Πάναγνο Τόπο, λέγοντας : «Ως φοβερός ο τόπος ούτος»! Το ίδιο και ο προφήτης Ιεζεκιήλ : «Και ανέλαβον πνεύμα και ήκουσα καθόπισθέν μου φωνής σεισμού μεγάλου, λεγούσης˙ Ευλογημένη η δόξα Κυρίου εκ του τόπου τούτου». Και ο προφητάναξ Δαυίδ : «Ου δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω».
Η χρυσή στάμνα, που περιείχε το μάννα[3], προεικονίζει τη Θεοτόκο, η οποία ως άλλη χρυσή στάμνα έφερε μέσα της τον Ιησού, που είναι «ο άρτος της ζωής, ο εκ του ουρανού καταβάς».
Η επτάφωτη λυχνία, που έκαιε στη σκηνή του μαρτυρίου και στο ναό του Σολομώντα, προτυπώνει τη Θεοτόκο, από την οποία έλαμψε ο Χριστός, «το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Φαεινή λυχνία είναι η Θεοτόκος, «η μητέρα του φωτός». Η λυχνία προτυπώνει την τέλεια καθαρότητα και αγνότητα της Παρθένου. Το ίδιο υπονοεί και η εγκωμιαστική φράση του Άσματος των Ασμάτων : «ιδού ει καλή... όλη καλή ει, η πλησίον μου, και μώμος ουκ έστιν εν σοί. Ανάστα η πλησίον μου και ελθέ πρός με». Στο ίδιο κείμενο η μοναδική τέλεια περιστερά και εκλεκτή της μητέρας της είναι η Παρθένος Μαρία, που κατέκτησε την τελείωση και έγινε αιώνιο πρότυπο προς μίμηση.
Η ράβδος του Ααρών, που βλάστησε, προκαταγγέλει τη Θεοτόκο, που φύτρωσε από τη ρίζα του γενεαλογικού δένδρου του Ιεσσαί. Ράβδο, επίσης, την αποκαλεί και ο προφήτης Ησαΐας : «Εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί». Η Κυρία Θεοτόκος, κατά τον αυτόν προφήτη, λέγεται ρίζα : «Και έσται η ρίζα του Ιεσσαί και ο ανιστάμενος εξ αυτής άρχειν εθνών».
ΨΑΛΜΟΙ
Ο προφητάναξ Δαυίδ αποκαλεί την Παναγία Σιών : «Ήξει εκ Σιών ο ρυόμενος και αποστρέψει ασεβείας από Ιακώβ». Και αλλού : «Εξελέξατο Κύριος την Σιών, ηρετίσατο αυτήν εις κατοικίαν εαυτώ». Η Παναγία λέγεται ελαία, κατά την μαρτυρία του ιδίου προφήτου, ο οποίος μιλά ως εκ προσώπου της Παναγίας : «Εγώ δε, ωσεί ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού, ήλπισα επί το έλεος αυτού». Επίσης, η Παρθένος ονομάζεται Μήτηρ, κατά τον αυτόν προφήτη : «Μήτηρ Σιών ερεί άνθρωπος». Λέγεται, επιπροσθέτως, Βασίλισσα : «Παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου, ἐν ἰματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη πεποικιλμένη (Ψαλμ. μδ΄ 10)», Θυγάτηρ : «Άκουσον θύγατερ και ίδε και κλίνον το ους σου και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του Πατρός σου». Θυγάτηρ την ονομάζει και ο Σολομών στις Παροιμίες του : «Πολλαί θυγατέρες εποίησαν δύναμιν, συ δε υπέρκεισαι και υπερήρας πάσας». Αλλοίωσις : «Αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου», Ημέρα και Νυξ : «Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν», Ουρανός : «Εξ ουρανού επέβλεψεν ο Κύριος» και «Ο ουρανός του ουρανού τω Κυρίω, την δε γην έδωκε τοις υιοίς των ανθρώπων», Ανατολή : «Αι βασιλείαι της γης, άσατε τω Θεώ, ψάλατε τω Κυρίω τω επιβεβηκότι επί τον ουρανόν του ουρανού κατά ανατολάς», Δύση : «Οδοποιήσατε τω επιβεβηκότι επί δυσμών», Ήλιος : «Εν τω ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού», Πόλη : «Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου η πόλις του Θεού» και «του ποταμού τα ορμήματα ευφραίνουσι την πόλιν του Θεού».
Η Παναγία είναι, επίσης η «κόρη του βασιλέως», η κεκοσμημένη με θείες και ανθρώπινες αρετές, γι' αυτό και είναι η μόνη, που μπορεί να γίνει κατοικία του Θεού.
Σύμφωνα με το Άσμα Ασμάτων, η Θεοτόκος λέγεται Φορείο, δηλ. βαστακτήριο : «Φορείον εποίησεν εαυτώ ο βασιλεύς Σολομών από ξύλων του λιβάνου», Κλίνη : «Ιδού η κλίνη Σολομών, εξήκοντα δυνατοί κύκλω από δυνατών Ισραήλ», Νύμφη : «Δεύρο από λιβάνου Νύμφη», Αδελφή : «Τι εκωλύθησαν οι οφθαλμοί σου αδελφή μου νύμφη»; Κήπος και Πηγή : «Κήπος κεκλεισμένος και πηγή εσφραγισμένη».
ΠΡΟΦΗΤΕΣ
Ο προφήτης Αββακούμ την χαρακτηρίζει Θαιμάν : «ο Θεός από Θαιμάν ήξει» και Όρος : «Και ο άγιος εξ όρους κατασκίου δασέως». Όρος, επίσης, την αποκαλεί ο προφήτης Δανιήλ, απευθυνόμενος προς τον Ναβουχοδονόσορα : «Εθεώρεις, βασιλεύ, ότι ετμήθη λίθος εξ όρους άνευ χειρός»; Αλλά, και ο προφήτης Δαυίδ : «Το όρος, ο ευδόκησεν ο Θεός κατοικείν εν αυτώ».
Η προφητεία του μεγολοφωνοτάτου προφήτου Ησαΐου, «Ιδού η Παρθένος, εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστι μεθερμηνευόμενον μεθ΄ημών ο Θεός», αναφέρεται στη Θεοτόκο, που συνέλαβε και γέννησε τον Χριστό. Επίσης, η Υπεραγία Θεοτόκος χαρακτηρίζεται από τον ίδιο προφήτη ως «θρόνος υψηλός και επηρμένος» : «είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου», καθώς και «ανθρακοφόρος λαβίς». Ο πέμπτος Ευαγγελιστής, προφήτης Ησαΐας, την αποκαλεί, επίσης, Βιβλίο : «Και έσται μετά τα ρήματα ταύτα, ως οι λόγοι του βιβλίου του εσφραγισμένου», Τόμο : «Και είπε Κύριος προς με˙ Λάβε σεαυτώ τόμον καινόν», Λαβίδα : «Και απεστάλη προς με εν των Σεραφίμ και είχεν εν τη χειρί αυτού λαβίδα και εν αυτή άνθραξ», Προφήτη : «Και προσήλθον προς την προφήτιν και εν γαστρί έλαβε» και Νεφέλη : «Ιδού Κύριος κάθηται επί νεφέλης κούφης και ήξει εις Αίγυπτον».
Θεομητορική προτύπωση αποτελεί, επίσης, και ο πόκος του Γεδεών. Όπως δηλ. ο πόκος δέχθηκε μόνον αυτός τη νυχτερινή δρόσο, έτσι και η Παναγία δέχθηκε τη δρόσο της ενεργείας του Θεού, με την οποία έσβησε η πλάνη, στην οποία είχε περιπέσει μεταπτωτικά η ανθρωπότητα. Και ο προφητάναξ Δαυίδ λέγει : «Καταβήσεται ως υετός επί πόκον και ωσεί σταγών η στάζουσα επί την γην».
Η προφητεία του προφήτου Ιεζεκιήλ για την «κατά ανατολάς κεκλεισμένην πύλην» προτυπώνει την παρθενική μήτρα, από την οποία θα διέλθει μόνον ο Χριστός και έκτοτε θα παραμείνει για πάντα «κεκλεισμένη». Εδώ γίνεται λόγος για το αειπάρθενο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η Θεοτόκος υπήρξε παρθένος «προ τόκου, εν τόκω και μετά τόκον». «Η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται, ου μη διέλθη τις δι'αυτής». Το ίδιο υπονοείται και με τις φράσεις «κήπος κεκλεισμένος, πηγή εσφραγισμένη». Ο ίδιος προφήτης την αποκαλεί Κεφαλή : «Και ιδού χειρ εκτεταμένη προς με και εν αυτή κεφαλή», Όραση : «Είδον όρασιν πυρός και το φέγγος αυτού κύκλω, ως όρασις τόξου», «Αύτη η όρασις ομοιώματος δόξης Κυρίου», Ήλεκτρο: «Και είδον ως όψιν ηλέκτρου, όρασιν πυρός», Πλίνθο : «Υιέ ανθρώπου, λάβε σεαυτόν πλίνθον καινόν».
Προεικόνιση του Θεομητορικού μυστηρίου αποτελούν οι Τρεις Παίδες «εν καμίνω». Όπως τους Τρεις Παίδες διέσωσε από τη φωτιά «ο τόκος της Θεοτόκου», ο οποίος μετέτρεψε τη φλόγα της καμίνου σε δρόσο, κατά παρόμοιο τρόπο και η παρθενική μήτρα της Θεοτόκου, αν και δέχθηκε το πυρ της Θεότητος, έμεινε άφθαρτη και αλώβητη.
Τέλος, η προφητική ρήση του βιβλίου του προφήτου Δανιήλ, «εθεώρεις έως ου ετμήθη λίθος εξ όρους άνευ χειρών», αναφέρεται στην Υπεραγία Θεοτόκο. Το βουνό, από το οποίο είδε ο Ναβουχοδονόσωρ να κόβεται το λιθάρι χωρίς χέρι ανθρώπου, προτυπώνει την Παναγία, η οποία ως όρος αλάξευτο έδωσε την καθαρή σάρκα της, για να γεννηθεί ο Θεάνθρωπος. Η Θεοτόκος γέννησε τον Σωτήρα του κόσμου, χωρίς να υποστεί οποιαδήποτε ρήξη. Τόσον η σύλληψη όσον και η κύηση υπήρξε άφθορη.
Ὡς παλαιοδιαθηκικὲς θεομητορικὲς προτυπώσεις ἢ προεικονίσεις ὁρίζονται γεγονότα ἢ ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἔχουν ἑρμηνευθεῖ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς τύποι τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ ρόλου της στὸ βασικὸ γεγονὸς τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας, τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου.
Σὲ αὐτὴ τὴν κατηγορία ἀνήκουν π.χ. ἡ Κλῖμαξ τοῦ ὁράματος τοῦ Ἰακὼβ (Γεν. 28, 10-22), ἡ φλεγομένη Βάτος ποὺ εἶδε ὁ Μωϋσῆς στὸ Χωρὴβ (Ἐξ. 3, 2-6), ἡ κεκλεισμένη Πύλη ἀπὸ τὸ σχετικὸ ὅραμα τοῦ Ἰεζεκιὴλ (Ἰεζ. 44, 1-3) κ.ἄ.
Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα ποὺ ἔχουν ἑρμηνευθεῖ ὡς προτυπώσεις ἐμφανίζει χαρακτηριστικὰ ποὺ παραπέμπουν σὲ ἀντίστοιχες ἰδιότητες τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ γεγονότος τῆς ὑπερλόγου γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἑρμηνευτικὴ λογική, ἡ Κλῖμαξ π.χ. τοῦ Ἰακὼβ ποὺ ἐκτεινόταν ἀπὸ τὴν γῆ ὡς τὸν οὐρανὸ εἶναι τύπος τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία μὲ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἕνωσε τὰ ἐπίγεια μὲ τὰ ἐπουράνια. Ἡ φλεγομένη καὶ μὴ καιομένη Βάτος, πάλι, συμβολίζει τὸ ἀδιάφθορο τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου. Ὅπως δηλαδὴ ἡ Βάτος, παρότι φλεγόταν, δὲν κάηκε, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος, ἂν καὶ γέννησε, παρέμεινε Παρθένος.
Ἡ παρουσία τῶν θεομητορικῶν προεικονίσεων εἶναι ἔντονη καὶ ἐκτείνεται σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς καὶ παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὴν πατερικὴ γραμματεία, τὴν ὑμνογραφία, τὴ λατρεία καὶ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποίησαν εὐρέως τὶς προεικονίσεις τῆς Θεοτόκου στὰ ἔργα τους. Πολὺ σημαντικὲς σχετικὲς ἀναφορὲς κάνουν οἱ Πατέρες ποὺ προασπίστηκαν τὴν τιμὴ τῶν εἰκόνων ἔναντι τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρετικῆς προκλήσεως, ὅπως π.χ. ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (675 περ.-750 περ.), σὲ μιὰ περίοδο ποὺ εἶναι κατανοητὴ ἡ κρισιμότης τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου στὸν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἀγώνα, ἀφοῦ ἀκριβῶς στὴν πραγματικότητα τῆς δι' αὐτῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου βάσιζαν οἱ Πατέρες τὴν δυνατότητα ἀπεικονίσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ συνακολούθως τῆς ἰδίας τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων.
Παραθέτουμε ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Εἰς τὴν κοίμησιν τῆς ἁγίας θεοτόκου λόγος πρῶτος: «Σὲ (ἐνν. Θεοτόκε) βάτος προέγραψε, πλάκες θεόγραφοι προεχάραξαν, νόμου κιβωτὸς προϊστόρησε, στάμνος χρυσῆ καὶ λυχνία καὶ τράπεζα καὶ ῥάβδος Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα ἐμφανῶς προετύπωσαν».
Ἕνα ἄλλο κεντρικὸ σημεῖο τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀναδεικνυόταν μὲ τὴν ἑρμηνεία καὶ χρήση τῶν παλαιοδιαθηκικῶν τύπων ἦταν καὶ ἡ ἑνότητα τῶν δύο Διαθηκῶν, ἡ ὁποία πολλάκις εἶχε ἀμφισβητηθεῖ ἀπὸ κατὰ καιροὺς αἱρετικούς.
Στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἀναφορὲς στὶς θεομητορικὲς προτυπώσεις εἶναι ἐπίσης πολυάριθμες. Πολλὲς χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις ἀπαντοῦν π.χ. στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, ὁ ὁποῖος κατεξοχὴν σχετίζεται μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Παραθέτουμε ἐνδεικτικῶς ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Γ΄ Οἶκο: «Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός˙ χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν».
Ἡ σύνδεση διαφόρων παλαιοδιαθηκικῶν θεμάτων μὲ τὴν Θεοτόκο ἐκφράζεται μὲ σαφήνεια καὶ στὴ λατρεία μὲ τὴ χρήση ἀποσπασμάτων τῶν σχετικῶν διηγήσεων ὡς ἀναγνωσμάτων στοὺς Ἑσπερινοὺς τῶν μεγάλων θεομητορικῶν ἑορτῶν, δηλαδὴ τοῦ Γενεσίου, τῶν Εἰσοδίων, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Τὸ ἀπόσπασμα π.χ. τὸ σχετικὸ μὲ τὴν Κλίμακα τοῦ Ἰακώβ, ποὺ προαναφέραμε, διαβάζεται σὲ ὅλες τὶς θεομητορικὲς ἑορτές, πλὴν αὐτῆς τῶν Εἰσοδίων.
Τὰ ἀναγνώσματα αὐτὰ συνδυάζονται μὲ ἀντίστοιχες ἀναφορὲς σὲ θεομητορικὲς προτυπώσεις τόσο στὰ τροπάρια τῶν ἀκολουθιῶν τῶν ἑορτῶν ὅσο καὶ στὰ πατερικὰ ἔργα ποὺ ἀναφέρονται στὸ περιεχόμενο καὶ τὴ σημασία τῶν θεομητορικῶν αὐτῶν ἑορτῶν. Προκύπτει ἔτσι ἕνα σύνολο μὲ ἐσωτερικὴ ἑνότητα καὶ ἑνιαῖο τρόπο διαχειρήσεως τῶν θεμάτων αὐτῶν, τῶν σχετικῶν μὲ τὴ Θεοτόκο, ἀποτέλεσμα τῆς κοινῆς θεολογικῆς καὶ ἑρμηνευτικῆς τους προσέγγισης.
Τὸ περιγραφὲν σύνολο ἀποτέλεσε τὴν πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἄντλησε ἡ εἰκονογραφία. Τὸ ἤδη διαμορφωμένο πλούσιο θεολογικὸ ὑπόβαθρο ἀναφορικὰ μὲ τὰ θέματα αὐτὰ ὑπῆρξε τὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἔγινε ἡ μεταφορὰ τῶν θεμάτων αὐτῶν στὴν τέχνη, καὶ ταυτοχρόνως πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἑρμηνευτικὸ κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο αὐτὰ προσεγγίζονται, ὥστε νὰ ἑρμηνεύονται σωστὰ καὶ μὲ πληρότητα.
Ἡ παρουσία καὶ χρήση τῶν θεμάτων τῶν παλαιοδιαθηκικῶν θεομητορικῶν προτυπώσεων στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐνδεικτικὴ γιὰ ἀνάλογα παραδείγματα ἄλλων θεμάτων. Τὰ στοιχεῖα ποὺ συνάγονται ἀπὸ αὐτή, πέραν τῆς δεδομένης τιμῆς πρὸς τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, ἀναδεικνύουν κυρίως τὴ στενὴ σχέση τῆς τέχνης μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία καὶ τὴν ὑμνογραφία. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ μόνο μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθῆ καὶ νὰ γίνη κατανοητή, ὡς πνευματικὸ μέγεθος καὶ ὄχι ὡς αὐθύπαρκτο ἀνθρώπινο, ἄρα πεπερασμένο, δημιούργημα.
Ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει ὁ Φώτης Κόντογλου: «Ἡ βυζαντινὴ ζωγραφικὴ μεταμορφώνει τὸν κόσμο ποὺ ζωγραφίζει ἀπὸ ὑλικὸν σὲ πνευματικὸν καί, μὲ τὰ ἔργα της, δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ συγκινήσει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀναπλάσει, νὰ κάνει πνευματικὸ κάθε αἴσθημά του».
ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Συνήθως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουµε µόνο ἱστορία. Μόνο ὁ Χριστός καί ἡ παναγία µητέρα Του ἔχουν προϊστορία. ∆ηλαδή, πρίν γεννηθοῦν γινότα ἀναφορά σ’ αὐτούς καί στό ἔργο πού θά ἐπιτελοῦσαν ὅταν θά ἔρχονταν στή ζωή αὐτή. Γι’ Αὐτούς µίλησαν οἱ Προφῆτες, ἀλλά καί στή ζωή τῶν Ἑβραίων, καί κυρίως στή λατρευτική τους ζωή, πολλά πράγµατα συµβόλιζαν τό Χριστό καί τήν Παρθένο Μαρία πού θά γινόταν Μητέρα Του.
Ἐπειδή ἐδῶ τό θέµα µας εἶναι ἡ Παρθένος, θά µᾶς ἀπασχολήσουν οἱ προτυπώσεις πού ἀναφέρονται σ’ Αὐτήν. Ὅπως φαίνεται ἀπό τά πράγµατα, ἡ Παναγία µας ἦταν περιεχόµενο ἀλλά καί κορυφή τῆς Παλαιᾶς ∆ιαθήκης.
Ἔτσι στό πρῶτο βιβλίο τῆς Γραφῆς, συναντοῦµε τόν πρῶτο συµβολισµό. Μετά τήν παράβαση τοῦ Ἀδάµ, ὁ Κύριος διαλέγεται µέ τούς παραβάτες καί ἰδού τί λέγει στό φίδι: « Καί ἔχθραν θήσω ἀναµέσον σου καί ἀναµέσον τῆς γυναικός,καί ἀναµέσον τοῦ σπέρµατός σου καί ἀναµέσον τοῦ σπέρµατος αὐτῆς, καί αὐτός σού τηρήσει τήν κεφαλήν, καί τηρήσεις αὐτοῦ τήν πτέρναν».
Ἡ γυναῖκα τῆς ὁποίας τό σπέρµα θά συντρίψει τήν κεφαλή τοῦ φιδιοῦ, τοῦ διαβόλου, εἶναι ἡ Παρθένος Μαρία καί τό σπέρµα της ὁ Χριστός. Ἡ Παρθένος συµβολίζεται, σάν κλίµακα πού φθάνει µέχρι τόν οὐρανό. Λέγει ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ: «Καί ἐνυπνιάσθην καί ἰδού κλῖµαξ ἐστιριγµένη ἐν τῆ γῆ, ἧς ἡ κεφαλή ἀφικνεῖτο εἰς τόν οὐρανόν, καί οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινον καί κατέβαινον ἐπ’ αὐτῆς».
Σάν βάτος πού καιγόταν καί δέν κατακαίγοταν. Ο Μωϋσῆς ἔβλεπε τή βάτο νά καίεται χωρίς νά καταστρέφεται.« καί ὁρᾶ ὅτι ἡ βάτος καίεται πυρί καί ἡ βάτος οὐ κατεκαίετο»
Σάν στάµνα:« Καί εἶπεν Μωϋσῆς πρός τόν Ἀαρών:λάβε στάµνον χρυσοῦν καί βάλε εἰς αὐτόν πλῆρες τό γοµόρ τοῦ µάννα καί ἀποθήσεις αὐτό ἐναντίον τοῦ Θεοῦ εἰς διατήρησιν εἰς τάς γενεάς ἡµῶν». Ἡ χρυσή στάµνα τήν Παναγία συµβόλιζε.
Σάν πύλη: Ἡ Παρθένος παροµοιάζεται ἀπό τόν προφήτη Ἰεζεκιήλ σάν πύλη ἀπ’ ὅπου θά περάσει µόνον ὁ Κύριος καί κανένας ἄλλος καί θά µείνει κλειστή, δηλαδή, θά µείνει παρθένος αἰώνια. « Καί εἶπεν Κύριος πρός µε. Ἡ πύλη αὕτη κεκλεισµένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται καί οὐδείς µή διέλθει δι’ αὐτῆς, ὅτι Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ εἰσελεύσεται δι’ αὐτῆς καί ἔσται κεκλεισµένη».
Καί ὁ ∆ανιήλ ὁ Προφήτης τήν Παρθένο Μαρία ἐννοοῦσε, ὅταν ἔβλεπε ἕνα µεγάλο ὄρος ἀπό τό ὁποῖο κόπηκε, χωρίς ἀνθρώπινο χέρι, ἕνας λίθος πού σύντριψε ὅλες τίς βασιλεῖες.
Ὁ Νικόλαος ὁ Καβάσιλας γιά τό θέµα αὐτό λέγει τά ἑξῆς:« Κι ἄν ὑπῆρχε κάτι πραγµατικά σεβαστό, ὅπως ἡ Σκηνή, ἡ Κιβωτός καί τά ἱερά στρατόπεδα τοῦ Μωϋσῆ καί ὅλα ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα ὑπερηφανεύοντο οἱ Ἑβραῖοι, πέραν ἀπό τά ὀνόµατά τους τό θαῦµα τῆς Παρθένου ἐσυµβόλιζαν.» Ὅλα ὅσα ἐγίνονταν στήν Παλαιά ∆ιαθήκη προετοίµαζαν τό λαό γιά τό σωτήριο γεγονός τῆς ἔλευσης τοῦ Μεσσία καί συνεπῶς ἡ Παρθένος δέν ἔλειπε ἀπό τά γεγονότα καί σύµβολα τῆς ἐποχῆς.
Ἀκόµα καί αὐτός ὁ ναός τῶν Ἱεροσολύµων καί τά Ἅγια τῶν Ἁγίων τήν Παρθένο προεικόνιζαν. Καταλήγοµε µέ τόν ἅγιο ∆αµασκηνό πού λέγει: «ἡ Παρθένος εἶναι ἡ κορυφή καί τό τέλος τῆς Π. ∆ιαθήκης καί σ’ αὐτήν ἀναφέρονται ὅλες οἱ προεικονίσεις καί προτυπώσεις καί προφητεῖες».
Γιατί ὅµως ὅλες αὐτές οἱ προτυπώσεις, οἱ συµβολισµοί καί οἱ προφητεῖες γιά τήν Παρθένο Μαρία; Ἔγινε ὅλη αὐτή ἡ προσπάθεια, γιά νά καταλάβει ὁ αἰχµάλωτος στήν ἁµαρτία κόσµος, ὅτι ὁ Θεός θά τηρήσει τήν ὑπόσχεση Του γιά σωτηρία, πού εἶχε δώσει στόν Ἀδάµ καί τήν Εὔα. Ἤθελε ὁ πανάγαθος Θεός νά δώσει στό γένος τῶν ἀνθρώπων τήν ἐλπίδα γιά σωτηρία, νά µήν ἀπαγοητευτοῦν, ἀλλά καί νά συµβάλουν καί οἱ ἄνθρωποι µέ τή δική τους προθυµία στήν ἐλευθερία τους ἀπό τά δεσµᾶ τοῦ διαβόλου ὑπακούοντας στίς ὑποδείξεις τοῦ Θεοῦ τους πού ἦταν ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν Του.
Ὅλα ἐκεῖνα τά θαυµαστά πού συνέβαιναν στή Παλαιά ∆ιαθήκη καί συµβόλιζαν τήν Παρθένο, προέρχονταν ἀπό τή σοφία, τήν παντογνωσία καί τήν παντοδυναµία τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος σάν παντογνώστης γνώριζε ὅτι ὁ κόσµος θά κατέληγε στήν ἁµαρτία καί στή δυστυχία, ἐνῶ τόν ἔπλασε γιά τήν εὐτυχία. Γι’ αὐτό προγνωρίζοντας τήν Παρθένο, ὅτι θά εἶναι ὁ µοναδικός ἄνθρωπος στόν ὁποῖο θά µποροῦσε νά βασιστεῖ γιά τήν ἀνάπλαση τοῦ κόσµου, τή διάλεξε,τή σηµάδεψε καί τήν προήγγειλε µέ διάφορους συµβολισµούς τούς ὁποίους εἴδαµε πιό πίσω.
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν τῶν συµβολισµῶν καί παροµοιώσεων πού ἀναφέραµε φαίνεται πώς ἡ Παρθένος Μαρία εἶχε σπουδαία προϊστορία καί ξεχωριστή θέση στό σκηνικό τοῦ κόσµου καί ἡ ἀνωτερότητά της ξεπερνᾶ καί τίς ἀγγελικές δυνάµεις
Η Υπεραγία Θεοτόκος, «η αιτία της των πάντων θεώσεως», προφητεύθηκε αιώνες πριν γεννηθεί. Γι’ αυτό η ζωή της βρίσκεται στο κέντρο των αιώνων και αποτελεί «το περιήχημα της προφητικής αγγελίας, την οπτασία των προφητικών οραματισμών, το κέντρο της μεσσιανικής προσδοκίας». Απειράριθμες είναι οι παλιοδιαθηκικές προτυπώσεις που αναφέρονται στην «απείρανδρον Μητέρα του Εμμανουήλ». Δικαιολογημένα ο ιερός υμνογράφος μας προτρέπει: «Προφητικώς την Παρθένον ανευφημήσωμεν, στάμνον χρυσήν του μάννα, ακατάφλεκτον βάτον, και τράπεζαν και θρόνον, λυχνίαν χρυσήν, το λαμπάδιον έχουσαν, και αλατόμητον όρος και κιβωτόν αγιάσματος και πύχην Θεού». Στο παρόν άρθρο θα παρουσιάσουμε τις αντιπροσωπευτικότερες θεομητορικές παλαιοδιαθηκικές προφητείες.
• Η προφητεία του Ιεζεκιήλ για την «κατά ανατολάς κεκλεισμένην πύλην» προτυπώνει την παρθενική μήτρα, από την οποία θα διέλθει μόνον ο Χριστός και έκτοτε θα παραμείνει για πάντα «κεκλεισμένη». Εδώ γίνεται λόγος για το αειπάρθενο της Υπεραγίας θεοτόκου. Η Θεοτόκος υπήρξε παρθένος «προ του τόκου, εν τω τόκω και μετά τον τόκον». Όπως παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός «ο τεχθείς εξ αυτής την αυτής παρθενίαν εφύλαξεν άτρωτον, μόνος διελθών δι’ αυτής και κεκλεισμένην τηρήσας αυτήν».
• Η επτάφωτη λυχνία, που έκαιε στη σκηνή του μαρτυρίου και στο ναό του Σολομώντα, προτυπώνει τη Θεοτόκο, από την οποία έλαμψε ο Χριστός, «το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Φαεινή λυχνία είναι η Θεοτόκος, «η μητέρα του φωτός». Την Κυριακή του Αντίπασχα ή του Θωμά η Εκκλησία μας ψέλνει: «Σέ την φαεινήν λαμπάδα και Μητέρα του Φωτός». Η λυχνία προτυπώνει την τέλεια καθαρότητα και αγνότητα της Παρθένου.
• Η χρυσή στάμνα, που περιείχε το μάννα, προεικονίζει τη Θεοτόκο, η οποία ως άλλη χρυσή στάμνα έφερε μέσα της τον Ιησού, που είναι «ο άρτος της ζωής, ο εκ του ουρανού καταβάς». «Ο «Παλαιός Ισραήλ», αν και έφαγε το μάννα, πέθανε. Όμως ο «νέος Ισραήλ», τα φωτόμορφα τέκνα της εκκλησίας, κοινωνώντας σώματος και αίματος Χριστού δεν αποθνήσκουν, αφού η Θεία Ευχαριστία είναι κατά τον Θεοφόρο Ιγνάτιο «φάρμακον αθανασίας και αντίδοτον του μη αποθανείν».
• Η κλίμαξ, την οποία είδε ο Ιακώβ να ενώνει τον ουρανό με τη γη, προτυπώνει τη Θεοτόκο, η οποία ως μυστική κλίμαξ ένωσε τον ουρανό με τη γη. Διά μέσου αυτής ο Θεός κατέβηκε στη γη για να ανεβάσει «εις την άνω ζωήν το ανθρώπινον». Δικαιολογημένα, ο ποιητής της Ακαθίστου Ακολουθίας την αποκαλεί: «Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε, δι’ ής κατέβη ο Θεός, χαίρε, γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν».
• Η βάτος η καιομένη και μη καταφλεγομένη, την οποία είδε ο Μωϋσής στο όρος Χωρήβ, αποτελεί προεικόνιση της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία ως άλλη βάτος ακατάφλεκτη κράτησε μέσα της «το καταναλίσκον πυρ της Θεότητος» χωρίς να καταστραφεί η παρθενία της. Αναφερόμενος στο γεγονός της φλεγομένης βάτου, ο Ανδρέας Κρήτης παρατηρεί: «Μωσής πρώτος βάτον ιδών σε προέλεγε, Διαβάς όψομαι το όραμα το μέγα τούτο».
• Η ολόφωτη νεφέλη και ο πύρινος στύλος που φώτιζαν τους Ισραηλίτες ημέρα και νύκτα «δείξαι αυτοίς την οδόν» προς τη γη της επαγγελίας προεικονίζουν την Υπεραγία θεοτόκο. Αυτή ως «νεφέλη ολόφωτος» επισκιάζει «τους πιστούς απαύσεως» και ως πύρινος στύλος οδηγεί τον νέο Ισραήλ «εις την άνω ζωήν», στο φωτεινό ενδιαίτημα της Θείας βασιλείας.
• Για τους Πατέρες της εκκλησίας θεομητορική προτύπωση αποτελεί ο πόκος του Γεδεών. Όπως δηλ. ο πόκος δέχθηκε μόνον αυτός τη νυχτερινή δρόσο, έτσι και η Παναγία δέχθηκε τη δρόσο της ενεργείας του Θεού, με την οποία έσβησε η πλάνη, στην οποία είχε περιπέσει μεταπτωτικά η ανθρωπότητα.
• Προεικόνιση του θεομητορικού μυστηρίου αποτελούν οι Τρεις Παίδες «εν τη καμίνω». Όπως τους Τρεις Παίδες διέσωσε από τη φωτιά «ο τόκος της Θεοτόκου», ο οποίος μετέτρεψε τη φλόγα της καμίνου σε δρόσο, κατά παρόμοιο τρόπο και η παρθενική μήτρα της Θεοτόκου, αν και δέχθηκε το πυρ της θεότητος, έμεινε άφθαρτη και αλώβητη.
• Οι πλάκες του Δεκαλόγου, που ήταν γραμμένες με το δάκτυλο του Θεού, παραπέμπουν στην Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία είναι ο πνευματικός τόμος πάνω στον οποίο καταγράφηκε το πρόσωπο και το έργο του Χριστού. Σ’ αυτόν τον τόμο οι πιστοί διακρίνουν το άρρητο μυστήριο της Θείας του Σωτήρος Ενανθρωπήσεως με όλες τις σωτηριολογικές συνέπειες για τον άνθρωπο και την ιστορική πραγματικότητα. Δικαιολογημένα στην ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου ψέλνουμε: «Χαίρε ο τόμος εν ώ δακτύλω εγγέγραπται Πατρός ο Λόγος Αγνή».
• Η προφητική ρήση του βιβλίου του Δανιήλ «εθεώρεις έως ου ετμήθη λίθος εξ όρους άνευ χειρών» αναφέρεται στην Υπεραγία Θεοτόκο. Το βουνό, από το οποίο είδε ο Ναβουχοδονόσωρ να κόβεται το λιθάρι χωρίς χέρι ανθρώπου, προτυπώνει την Παναγία, η οποία ως όρος αλάξευτο έδωσε την καθαρή σάρκα της για να γεννηθεί ο Θεάνθρωπος. Αναφερόμενος στο περιστατικό αυτό ο Γερμανός Κων/λεως γράφει: «Χαίροις, το εκ Θεού πιότατον και κατάσκιον όρος, εν ώ λογικός αμνός εκτραφείς τας ημών αμαρτίας και τας νόσους εβάστασεν, εξού ο αχειρότμητος λίθος κυλισθείς, βωμούς ειδωλικούς συνέθλασεν και εις κεφαλήν γωνίας εν οφθαλμοίς ημών θαυμαστούμενος γέγονε». Η Θεοτόκος γέννησε το Σωτήρα του κόσμου, χωρίς να υποστεί οποιαδήποτε ρήξη. Τόσον η σύλληψη όσον και η κύηση υπήρξεν άφθορη.
• Η ράβδος του Ααρών, που βλάστησε, προκαταγγέλει τη Θεοτόκο, που φύτρωσε από τη ρίζα του γεννεαλογικού δένδρου του Ιεσσαί. Δικαιολογημένα, στον κανόνα των Χριστουγέννων ψέλνουμε: «Ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί και άνθος εξ αυτής Χριστέ, εκ της Παρθένου ανεβλάστησας». Στον δε κανόνα της ακαθίστου ακολουθίας διαβάζουμε: «η ράβδος η μυστική, άνθος το αμάραντον η εξανθήσασα».
Πέραν αυτών υπάρχουν και άλλες προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης που αναφέρονται στη Θεοτόκο. Η Κιβωτός του Νώε συμβολίζει την Παρθένο, η οποία φυλάσσει στα σπλάχνα της την απαρχή της Καινής κτίσεως. Η προφητεία του Ησαΐου «Ιδού η Παρθένος, εν γαστρί έξει…», αναφέρεται στη Θεοτόκο, που συνέλαβε και γέννησε το Χριστό. Η σκηνή του Αβραάμ είναι σύμβολο της θεοτόκου, στην οποία κατεσκήνωσε ο Λόγος του Θεού.
Η Εδέμ προτυπώνει τη νοητή Εδέμ, που είναι η Παναγία, στους κόλπους της οποίας κατοικεί ο νέος Αδάμ, ο Χριστός.
Δικαιολογημένα, ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, εγκωμιάζοντας τη Θεοτόκο ως επιβεβαίωση και επισφράγισμα της Παλαιάς Διαθήκης, γράφει: «Χαίροις, η νόμου μεσίτις και χάριτος, το παλαιάς και νέας των διαθηκών επισφράγισμα, το πάσης προφητείας εκφανέστατον πλήρωμα, η ακροστοιχίς της θεοπνεύστου των Γραφών αληθείας».
Η Υπεραγία Θεοτόκος, που αξιώθηκε να γίνει Μητέρα του Θεού με την προσωπική της αρετή και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν είναι μονάχα το κέντρο της μεσσιανικής προσδοκίας, αλλά και το κέντρο της ελπίδας και της προσδοκίας των πιστών. Είναι πολλές οι θλίψεις, οι συμφορές του βίου και οι πειρασμοί που κυκλώνουν τον άνθρωπον «ωσεί μέλισσαι κηρίον», ώστε να αναζητά την «κραταιάν σκέπην» της Θεοτόκου. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εκτιμά ότι ο ανθρώπινος βίος θα ήταν αβίωτος, εάν οι πιστοί δεν είχαν την Παναγία «συνόμιλόν τους και μόνην επί γης καταλελειμμένην παρηγορίαν». Η Θεοτόκος ως Μητέρα του Θεού έχει «άπειρον την προς τον Θεόν παρρησίαν», γι’ αυτό «ουδείς προστρέχων προς Αυτήν κατησχυμμένος απ’ αυτής εκπορεύεται,, αλλ’ αιτείται την χάριν και λαμβάνει το δώρημα προς το συμφέρον της αιτήσεως».
Η Παλαιά Διαθήκη προτυπώνει τα μεγάλα και θαυμαστά γεγονότα που έμελλε να ακολουθήσουν την ιστορία του Ισραήλ. Προφητεύει την έλευση του Μεσσία στον κόσμο και παιδαγωγεί «εις Χριστόν». Με αυτήν την έννοια ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη αποτελεί προτύπωση της Καινής και προάγγελο της μεγάλης καθόδου του Θεού. Γι’ αυτό και η Παναγία είναι κατά την πατερική διασκαλία η επιβεβαίωση και το επισφράγισμα της Παλαιάς Διαθήκης.
Όλοι οι προφητικοί οραματισμοί εκπληρώνονται στην Καινή Διαθήκη με την ολοκλήρωση του μυστηρίου της θείας ενανθρωπήσεως. Οι προφητείες εκείνες ενέπνευσαν τους ευαγγελιστές, τους αποστολικούς και εκκλησιαστικούς Πατέρες και υμνογράφους που διανθίζουν τα κείμενα, τους θεολογικούς και εγκωμιαστικούς λόγους και ύμνους τους με καθετί που αναφέρεται στο πρόσωπο της Παρθένου.
Στη διαδρομή της ιστορίας του εβραϊκού λαοί επισημαίνουμε προφητείες που επαγγέλλονται τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους και την αποκάλυψη των θείων μυστηρίων «διά της Παρθένου». Υπάρχουν επίσης πολυάριθμοι συμβολισμοί που προτυπώνουν με θαυμαστή ακρίβεια τις αρετές και τα πνευματικά χαρίσματα της Παναγίας, αποδίδοντας συγκεκριμένες πτυχές και χαρακτηριστικά της προσωπικότητας της μητέρας του Μεσσία και Θεού. Στην πρώτη κατηγορία προμηνύεται κυρίως η ενανθρώπηση και η θέση της Παρθένου σ’ αυτήν. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις πιό σημαντικές προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης.
Η ράβδος του Ααρών που βλάστησε εικονίζει την Θεοτόκο, και το άνθος της τον Χριστό. Η κιβωτός του Νώε συμβολίζει την Παρθένο που φυλάσσει στα σπλάχνα της την απαρχή της καινής κτίσεως. Ο προφήτης Ησαΐας προφήτευσε άμεσα και με σαφήνεια τη σύλληψη και γέννηση του Χριστού, διακηρύσσοντας: «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται Υιόν» . Η σκηνή του Αβραάμ είναι σύμβολο της Θεοτόκου, όπου κατασκήνωσε ο Λόγος του Θεού. Η Παναγία, ως πόκος του Γεδεών, δέχθηκε τον υετό και τις σταγόνες της θείας ενέργειας. Η χρυσή στάμνα που εμπεριέχει το μάννα συμβολίζει τη μητρότητα της Θεοτόκου και το μάννα ειδικότερα τον άρτο της ζωής, τον Χριστό. Οι πλάκες του Δεκάλογου παραπέμπουν στην Παναγία που ως μητέρα του Θεού συνιστά πνευματική Βίβλο που ενσαρκώνει όλο το σωτηριολογικό έργο του Ιησού. Η κάμινος των Χαλδαίων προτυπώνει επίσης την Παναγία που έφερε μέσα της τη φωτιά, τον Χριστό, που δεν καίει, αλλά δροσίζει.
Υπάρχουν πολλοί ακόμη εξίσου σημαντικοί θεομητορικοί συμβολισμοί και προτυπώσεις στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Έτσι η Εδέμ προτυπώνει τη νοητή Εδέμ , που είναι πάλι η Παναγία, όπου κατοικεί ο νέος Αδάμ, ο Χριστός. Ακόμη η Θεοτόκος είναι η ολόφωτη νεφέλη και ο πύρινος στύλος που καθοδηγούν ημέρα και νύχτα τους πιστούς στη γη της επαγγελίας, στη βασιλεία του Θεού. Η κλίμακα του Ιακώβ που ένωσε τη γη με τον ουρανό εξεικονίζει την Θεοτόκο.
Από αυτήν κατέβηκε ο Θεός, για να ανυψώσει στους ουρανούς τον άνθρωπο. Η Παναγία είναι «όρος αλάξευτον» από το οποίο προήλθε ο λίθος, ο Χριστός. Είναι η επτάφωτη λυχνία της Σκηνής του Μαρτυρίου. Αυτή εκπέμπει το φως, τον Χριστό, που καθοδηγεί τον κόσμο. Είναι «κόρη του βασιλέως», κοσμημένη με θείες και ανθρώπινες αρετές, γι’ αυτό και είναι η μόνη που μπορεί να γίνει κατοικία του Θεού.
Σε ορισμένες προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης προβάλλονται συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που παραπέμπουν εμφανέστατα σε αρετές και χαρίσματα της Παναγίας. Η «κατ’ ανατολάς πύλη», για παράδειγμα, προτυπώνει την παρθενική μήτρα, από όπου θα διέλθει μόνον ο Χριστός και έκτοτε θα παραμείνει για πάντα «κεκλεισμένη» . Εδώ γίνεται αναφορά στο αειπάρθενο της Θεοτόκου, το ίδιο και στις φράσεις «κήπος κεκλεισμένος, πηγή εσφραγισμένη». Η λυχνία η καθαρά, που αναφέρθηκε πιό πάνω, προτυπώνει επίσης την τέλεια καθαρότητα και αγνότητα της Παρθένου· το ίδιο και η εγκωμιαστική φράση του Άσματος: «ιδού ει καλή… όλη καλή ει, η πλησίον μου, και μώμος ουκ εστίν εν σοί». Στο ίδιο κείμενο η μοναδική τέλεια περιστερά και εκλεκτή της μητέρας της είναι η Παρθένος Μαρία, που κατέκτησε την τελείωση και έγινε αιώνιο πρότυπο προς μίμηση. Επιπλέον η βάτος που φλέγεται, αλλά δεν κατακαίγεται αποτελεί προτύπωση της Παναγίας που ενώ δέχθηκε το πυρ της θεότητας διατηρήθηκε άθικτη και απρόσβλητη. Το ίδιο ισχύει και για τους «τρείς παίδας εν καμίνω».
Η εικόνα αυτή είναι ιδιαίτερα προσφιλής στους Πατέρες και Υμνογράφους της Εκκλησίας, γιατί παρουσιάζει και τον Υιό του Θεού ως τέταρτο μέσα στη φωτιά. Αναφερόμενος στο γεγονός της φλεγόμενης βάτου, ο Ανδρέας Κρήτης παρατηρεί: «Μωσής πρώτος βάτον ιδών σε προέλεγε· Διαβάς όψομαι το όραμα το μέγα τούτο». Ο ίδιος εγκωμιάζοντας την Θεοτόκο γράφει: «Χαίροις, η νόμου μεσίτις και χάριτος· το παλαιάς και νέας των διαθηκών επισφράγισμα· το πάσης προφητείας εκφανέστατον πλήρωμα· η ακροστοιχίς της θεοπνεύστου των Γραφών αληθείας»
Σε όλους αυτούς τους τύπους και συμβολισμούς της Παλαιάς Διαθήκης, όπως και στο ίδιο το πρόσωπο της Παναγίας, είναι προφανής η υπέρβαση των νόμων της φύσεως και της φυσικής τάξεως. Η Θεοτόκος, ως δοχείο πλέον της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, νικά τη φυσική νομοτέλεια και γίνεται η αιτία της εισόδου του ανθρώπινου γένους στη σφαίρα της χάριτος. Αυτό σημαίνει ότι η Παναγία ενσαρκώνει την ελευθερία από τη δουλεία της φύσεως. Έτσι γίνεται πρότυπο ελευθερίας για τους Χριστιανούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου