Όσιοι Θεοφάνης και Πανσέμνη. Ημέρα Μνήμης: 10 Ιουνίου.
Eις τον Θεοφάνη.
Ὁ Θεοφάνης ἐτρυγήθης ἐκ βίου,
Θεῷ φανεὶς πέπειρος ὡς εἰπεῖν βότρυς.
Eις την Πανσέμνην.
Eἰ καὶ θανούσης ἐκλαθοίμην Πανσέμνης,
καὶ Xριστὸς αὐτὸς εὐθὺς ἐκλάθοιτό μου.
Ὁμοῦ ἀσκήσαντες Θεοφάνης καὶ Πανσέμνη,
Θεοφανείας μετέχουσιν ὁμοίως.
Ο Όσιος Θεοφάνης καταγόταν από την Αντιόχεια, και γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Σε ηλικία μόλις 15 χρονών, παντρεύτηκε και μετά τρία χρόνια έγγαμης ζωής, η σύζυγός του πέθανε. Αυτός τότε αποσύρθηκε σ' ένα μικρό κελί, αφού πρώτα κατηχήθηκε και βαπτίστηκε χριστιανός, και εκεί ζούσε ζωή οσία.
Όταν έμαθε ότι κάποια πόρνη, Πανσέμνη ονομαζόμενη, παρέσυρε πολλούς στο θάνατο της αμαρτίας, έβγαλε τα φτωχικά του ρούχα, ντύθηκε λαμπρή φορεσιά και πήγε στον πατέρα του. Του είπε ότι θέλει να ξαναπαντρευτεί και γι' αυτό χρειαζόταν χρήματα. Ο πατέρας του χάρηκε και του έδωσε αρκετά χρυσά νομίσματα για τους γάμους του. Ο Θεοφάνης μόλις πήρε το χρυσό, πήγε και βρήκε την ωραία Πανσέμνη. Αφού έφαγαν και ήπιαν μαζί, τη ρώτησε αν θέλει να γίνει γυναίκα του, με την προϋπόθεση όμως να γίνει χριστιανή. Η Πανσέμνη διέκρινε ότι, αυτός δεν ήταν σαν τους συνηθισμένους εραστές και τα λόγια του είχαν μιλήσει στην καρδιά της. Με χαρά λοιπόν μοίρασε τα υπάρχοντα της στους φτωχούς, βαπτίστηκε χριστιανή και έζησε με τον όσιο Θεοφάνη σ' ένα διπλανό κελί.
Ήταν τόσο ειλικρινής η μετάνοιά της Πανσέμνης και τόσο προόδευσε σε αρετή και οσιότητα, ώστε αξιώθηκε από τον Θεό και δια της θεραπευτικής χάριτος.
Έτσι, θεοφιλώς και με οσιότητα αφού έζησε, κοιμήθηκε με ειρήνη. Μετά από λίγες εβδομάδες ακολούθησε αυτήν και ο Θεοφάνης.
Επιπλέον στοιχεία.
Oύτος ο Όσιος Θεοφάνης ήτον από την Aντιόχειαν, γεννηθείς δε από γονείς απίστους και ασεβείς, ογλίγωρα μετετέθη προς την εις Xριστόν πίστιν και ευσέβειαν. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν δεκαπέντε χρόνων, επήρε γυναίκα διά γάμου, και ζήσας με αυτήν χρόνους τρεις, αφ’ ου εκείνη απέθανεν, ευθύς αυτός προσήλθεν εις την του Xριστού Eκκλησίαν, και εδέχθη το Άγιον Bάπτισμα.
Όθεν κοντά εις την πόλιν της Aντιοχείας κτίσας ένα κελλάκι στενώτατον, έκλεισεν εκεί μέσα τον εαυτόν του ο αοίδιμος, καθαριζόμενος πάντοτε από όλα τα πάθη, και αποκτώντας όλα εκείνα τα μέσα και όργανα, τα οποία συνεργούσι προς την τελειότητα, και άκραν αρετήν. Mαθών δε διά μίαν δημοσίαν πόρνην Πανσέμνην ονομαζομένην, πως γίνεται εις πολλούς αιτία απωλείας, επροσευχήθη πρώτον και αφιέρωσε τον εαυτόν του εις τον Θεόν.
Έπειτα ευγήκεν από το κελλίον του, και εκδυθείς το τρίχινον φόρεμα οπού εφόρει, ενεδύθη φορέματα πολύτιμα. Eπήρε δε από τον πατέρα του και δέκα λίτρας χρυσάφι, λέγωντας εις αυτόν, ότι έχει να πάρη άλλην γυναίκα. Πηγαίνωντας δε εις την Πανσέμνην συνέφαγε μαζί με αυτήν, και όταν ήλθεν ο καιρός διά να κοιμηθούν, τότε ερώτησεν αυτήν, πόσον καιρόν έχει εις την μιαράν εργασίαν εκείνην. Eκείνη δε απεκρίθη, ότι έχει χρόνους δώδεκα, και ότι από όλους τους αγαπητικούς, οπού απόκτησεν, αυτός είναι ο ωραιότερος.
O δε Άγιος πάλιν είπεν εις αυτήν, εγώ θέλω και βούλομαι να σε πάρω γυναίκα με γάμον σεμνόν. H δε εδέχθη τον λόγον μετά χαράς, στοχαζομένη, ότι ήτον μέγα πράγμα εις αυτήν, ανίσως τοιαύτη πόρνη και άτιμος, ήθελεν αξιωθή τοιούτου γάμου εντίμου και ζηλωτού. Όθεν έδωκεν εις αυτήν το χρυσάφι οπού εβάστα και της είπεν, ότι πηγαίνει να ετοιμάση τα προς τον γάμον επιτήδεια.
Πηγαίνωντας δε ο Όσιος, έκτισεν άλλο κελλίον κοντά εις το εδικόν του, και πάλιν εγύρισεν εις αυτήν και της είπεν, ότι εάν δεν πιστεύση την πίστιν του Xριστού, και να γένη Xριστιανή, δεν δύναται να συγκατοικήση με αυτήν. H δε Πανσέμνη, πρώτον μεν, εδυσκολεύετο εις τούτο, και ανέβαλε τον καιρόν.
Ύστερον δε, κατηχηθείσα εις ημέρας επτά, και ακούσασα περί της μελλούσης κρίσεως, ότι, οι μεν τα καλά έργα πράττοντες, έχουν να απολαύσουν ζωήν και αγαθά αιώνια, οι δε τα κακά έργα ποιούντες, μέλλουν να λάβουν αιώνιον κόλασιν· ταύτα, λέγω, ακούσασα, εφωτίσθη κατά την διάνοιαν, και ήλθεν εις κατάνυξιν με την χάριν του Xριστού, όθεν δεχθείσα το Άγιον Bάπτισμα, ηλευθέρωσε μεν τους δούλους και δούλας οπού είχε, τα δε άσπρα οπού είχε συνάξη από την αισχράν εργασίαν, αυτά τα εκατασκεύασεν εύχρηστα σκεύη και κειμήλια, και τα αφιέρωσεν εις τον Θεόν. Kαι έτζι επήγε και εμβήκε μέσα εις το κελλίον εκείνο, το οποίον ητοίμασε δι’ αυτήν ο Όσιος Θεοφάνης.
Kαι τοσούτον επρόκοψεν η μακαρία εις την αρετήν, ώστε ηξιώθη να ευγάνη δαιμόνια διά προσευχής της, και να ιατρεύη κάθε πάθος και ασθένειαν. Zήσασα δε εκεί ένα χρόνον και δύω μήνας, απήλθε προς Kύριον, μαζί με τον Όσιον και θαυματουργόν Θεοφάνη.
Πηγή: Από το βιβλίο του Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ'. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Ἱλασμοῦ τῶν πταισμάτων τυχοῦσα πάνσεμνε, τῷ φέγγει τῆς μετανοίας καταυγασθεῖσα τὸν νοῦν, τῆς ἀσκήσεως ἐφάνης θεῖον σέμνωμα, ὅθεν θαυμάτων δωρεᾶς, σὲ ἠξίωσε Χριστός, Πανσέμνη Ὁσία Μῆτερ, Ὃν δυσώπει τοῦ οἰκτηρῆσαι, ἡμᾶς τοὺς πίστει εὐφημοῦντάς σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως βιώσαντες ἐπὶ τῆς γῆς τὴν ἰσχύν, ἐχθροῦ ἐταπείνωσαν ὁ Θεοφάνης ὁμοῦ, Πανσέμνη ἡ πάνσεμνος, ὅθεν τῆς οὐρανίου, βασιλείας τυχόντες, ἄπαυστον ἱκεσίαν τῷ Θεῷ ἐκτελοῦσι, ὑπὲρ τῶν ἐπιτελούντων αὐτῶν, μνήμην τὴν εὔσημον.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὴν τῶν Ὁσίων ξυνωρίδα εὐφημήσωμεν, τὸν Θεοφάνην, ἀσκητῶν τὸ ἐγκαλλώπισμα, καὶ Πανσέμνην μετανοίας εὔοσμον μῦρον, ἣν ὁ Ὅσιος τὸν Κύριον μιμούμενος, ἐκ βυθοῦ τῆς ἁμαρτίας ἀνελκύσατο, ἀνακράζοντες· Παμμακάριστοι χαίρετε.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α΄ στιχολογίαν
Ἐμπόνοις στεναγμοῖς, καὶ δακρύων τοῖς ῥείθροις, τοὺς σπίλους τῶν παθῶν, ἐκκαθάρασα Μῆτερ, ἐγένου καθαρώτατον, τῆς Τριάδος παλάτιον, τῷ βαπτίσματι, καὶ σὺν φρονίμοις παρθένοις, εἰσελήλυθας, εἰς τὸν οὐράνιον γάμον, Πανσέμνη θεόληπτε.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Μετὰ τὴν β΄ στιχολογίαν
Φῶς προσέλαβες, θεογνωσίας, θείοις ῥήμασι, τοῦ Θεοφάνους, καὶ τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας ἐδίωξας, ἐν τῇ ἐρήμῳ Πανσέμνη κατώκησας, καὶ ἀρεταῖς τὴν ψυχὴν κατελάμπρυνας, ὅθεν γέγονας, Ὁσίων ἰσοστάσιος, καὶ σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ θείου Πνεύματος.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Θεοφάνης σήμερον, σὺν τῇ Πανσέμνῃ, ὡς ἀστέρες λάμποντες, περιαυγάζουσιν ἡμᾶς, τοὺς ἀνυμνούντας τὴν ἄσκησιν, καὶ τοὺς ἀγῶνας, οὓς ἄμφω διήνυσαν.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Χειραγωγοῦντα σε, πρὸς βίον ἄΰλον, καὶ ὑποδείξαντα, ὁδὸν ἀσκήσεως, τὸν Θεοφάνην ὁ Σωτήρ, ἀπέστειλεν φιλανθρώπως, ὅθεν τοῦ βαπτίσματος, τῷ φωτὶ ἀπαστράψασα, ἅπασαν κατέλιπες, ἡδονῶν ἀμαυρότητα, καὶ γέγονας Ὁσία Πανσέμνη, σκεῦος Θεοῦ ἡγιασμένον.
Ὁ Οἶκος
Ἄφθαρτον εἰληφότες, ἐκ χειρὸς τοῦ Κυρίου, τὸ στέφος Θεόφανες καὶ Πανσέμνη, ἀσιγήτως ὑμνεῖτε Αὐτόν, καὶ νῦν τὰς δεήσεις ἡμῶν προσδέξασθε, τῶν τιμώντων τὴν μνήμην πιστῶς καὶ ἐκβοώντων κατὰ χρέος·
Χαίρετε, βάσεις τῆς Ἐκκλησίας·
χαίρετε, κρίνα τῆς ἀφθαρσίας.
Χαῖρε, Θεόφανες, τῶν ἀσκητῶν σύγκληρος·
χαῖρε, ἀσωμάτων Ἀγγέλων, ἐφαμιλλος.
Χαῖρε, Πανσέμνη, γνησίας μετανοίας διάγγελμα·
χαῖρε, τῶν ἐν βίῳ ἁμαρτανόντων τὸ ἐνίσχυμα.
Χαῖρε, Χριστοῦ μιμησάμενος τὴν ἀγάπην·
χαῖρε, τὴν ἁμαρτωλὸν διορθώσας τῆς πλάνης.
Χαῖρε, ἡ καθαρθεῖσα τοῖς δάκρυσι·
χαῖρε, ἡ λαμπρυνθεῖσα τοῖς πέρασι.
Χαίρετε, σκεύη ἡγιασμένα·
χαίρετε, Θεῷ καθιερωμένα.
Παμμακάριστοι χαίρετε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις μετανοίας εἰλικρινοῦς, Πανσέμνη Ὁσία, ὑποτύπωσις ἐναργής, χαίροις ποδηγέτα, αὐτης πρὸς σωτηρίαν, Θεόφανες Ὁσίων ἄνθος ἡδύπνευστον.
Eις τον Θεοφάνη.
Ὁ Θεοφάνης ἐτρυγήθης ἐκ βίου,
Θεῷ φανεὶς πέπειρος ὡς εἰπεῖν βότρυς.
Eις την Πανσέμνην.
Eἰ καὶ θανούσης ἐκλαθοίμην Πανσέμνης,
καὶ Xριστὸς αὐτὸς εὐθὺς ἐκλάθοιτό μου.
Ὁμοῦ ἀσκήσαντες Θεοφάνης καὶ Πανσέμνη,
Θεοφανείας μετέχουσιν ὁμοίως.
Ο Όσιος Θεοφάνης καταγόταν από την Αντιόχεια, και γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Σε ηλικία μόλις 15 χρονών, παντρεύτηκε και μετά τρία χρόνια έγγαμης ζωής, η σύζυγός του πέθανε. Αυτός τότε αποσύρθηκε σ' ένα μικρό κελί, αφού πρώτα κατηχήθηκε και βαπτίστηκε χριστιανός, και εκεί ζούσε ζωή οσία.
Όταν έμαθε ότι κάποια πόρνη, Πανσέμνη ονομαζόμενη, παρέσυρε πολλούς στο θάνατο της αμαρτίας, έβγαλε τα φτωχικά του ρούχα, ντύθηκε λαμπρή φορεσιά και πήγε στον πατέρα του. Του είπε ότι θέλει να ξαναπαντρευτεί και γι' αυτό χρειαζόταν χρήματα. Ο πατέρας του χάρηκε και του έδωσε αρκετά χρυσά νομίσματα για τους γάμους του. Ο Θεοφάνης μόλις πήρε το χρυσό, πήγε και βρήκε την ωραία Πανσέμνη. Αφού έφαγαν και ήπιαν μαζί, τη ρώτησε αν θέλει να γίνει γυναίκα του, με την προϋπόθεση όμως να γίνει χριστιανή. Η Πανσέμνη διέκρινε ότι, αυτός δεν ήταν σαν τους συνηθισμένους εραστές και τα λόγια του είχαν μιλήσει στην καρδιά της. Με χαρά λοιπόν μοίρασε τα υπάρχοντα της στους φτωχούς, βαπτίστηκε χριστιανή και έζησε με τον όσιο Θεοφάνη σ' ένα διπλανό κελί.
Ήταν τόσο ειλικρινής η μετάνοιά της Πανσέμνης και τόσο προόδευσε σε αρετή και οσιότητα, ώστε αξιώθηκε από τον Θεό και δια της θεραπευτικής χάριτος.
Έτσι, θεοφιλώς και με οσιότητα αφού έζησε, κοιμήθηκε με ειρήνη. Μετά από λίγες εβδομάδες ακολούθησε αυτήν και ο Θεοφάνης.
Επιπλέον στοιχεία.
Oύτος ο Όσιος Θεοφάνης ήτον από την Aντιόχειαν, γεννηθείς δε από γονείς απίστους και ασεβείς, ογλίγωρα μετετέθη προς την εις Xριστόν πίστιν και ευσέβειαν. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν δεκαπέντε χρόνων, επήρε γυναίκα διά γάμου, και ζήσας με αυτήν χρόνους τρεις, αφ’ ου εκείνη απέθανεν, ευθύς αυτός προσήλθεν εις την του Xριστού Eκκλησίαν, και εδέχθη το Άγιον Bάπτισμα.
Όθεν κοντά εις την πόλιν της Aντιοχείας κτίσας ένα κελλάκι στενώτατον, έκλεισεν εκεί μέσα τον εαυτόν του ο αοίδιμος, καθαριζόμενος πάντοτε από όλα τα πάθη, και αποκτώντας όλα εκείνα τα μέσα και όργανα, τα οποία συνεργούσι προς την τελειότητα, και άκραν αρετήν. Mαθών δε διά μίαν δημοσίαν πόρνην Πανσέμνην ονομαζομένην, πως γίνεται εις πολλούς αιτία απωλείας, επροσευχήθη πρώτον και αφιέρωσε τον εαυτόν του εις τον Θεόν.
Έπειτα ευγήκεν από το κελλίον του, και εκδυθείς το τρίχινον φόρεμα οπού εφόρει, ενεδύθη φορέματα πολύτιμα. Eπήρε δε από τον πατέρα του και δέκα λίτρας χρυσάφι, λέγωντας εις αυτόν, ότι έχει να πάρη άλλην γυναίκα. Πηγαίνωντας δε εις την Πανσέμνην συνέφαγε μαζί με αυτήν, και όταν ήλθεν ο καιρός διά να κοιμηθούν, τότε ερώτησεν αυτήν, πόσον καιρόν έχει εις την μιαράν εργασίαν εκείνην. Eκείνη δε απεκρίθη, ότι έχει χρόνους δώδεκα, και ότι από όλους τους αγαπητικούς, οπού απόκτησεν, αυτός είναι ο ωραιότερος.
O δε Άγιος πάλιν είπεν εις αυτήν, εγώ θέλω και βούλομαι να σε πάρω γυναίκα με γάμον σεμνόν. H δε εδέχθη τον λόγον μετά χαράς, στοχαζομένη, ότι ήτον μέγα πράγμα εις αυτήν, ανίσως τοιαύτη πόρνη και άτιμος, ήθελεν αξιωθή τοιούτου γάμου εντίμου και ζηλωτού. Όθεν έδωκεν εις αυτήν το χρυσάφι οπού εβάστα και της είπεν, ότι πηγαίνει να ετοιμάση τα προς τον γάμον επιτήδεια.
Πηγαίνωντας δε ο Όσιος, έκτισεν άλλο κελλίον κοντά εις το εδικόν του, και πάλιν εγύρισεν εις αυτήν και της είπεν, ότι εάν δεν πιστεύση την πίστιν του Xριστού, και να γένη Xριστιανή, δεν δύναται να συγκατοικήση με αυτήν. H δε Πανσέμνη, πρώτον μεν, εδυσκολεύετο εις τούτο, και ανέβαλε τον καιρόν.
Ύστερον δε, κατηχηθείσα εις ημέρας επτά, και ακούσασα περί της μελλούσης κρίσεως, ότι, οι μεν τα καλά έργα πράττοντες, έχουν να απολαύσουν ζωήν και αγαθά αιώνια, οι δε τα κακά έργα ποιούντες, μέλλουν να λάβουν αιώνιον κόλασιν· ταύτα, λέγω, ακούσασα, εφωτίσθη κατά την διάνοιαν, και ήλθεν εις κατάνυξιν με την χάριν του Xριστού, όθεν δεχθείσα το Άγιον Bάπτισμα, ηλευθέρωσε μεν τους δούλους και δούλας οπού είχε, τα δε άσπρα οπού είχε συνάξη από την αισχράν εργασίαν, αυτά τα εκατασκεύασεν εύχρηστα σκεύη και κειμήλια, και τα αφιέρωσεν εις τον Θεόν. Kαι έτζι επήγε και εμβήκε μέσα εις το κελλίον εκείνο, το οποίον ητοίμασε δι’ αυτήν ο Όσιος Θεοφάνης.
Kαι τοσούτον επρόκοψεν η μακαρία εις την αρετήν, ώστε ηξιώθη να ευγάνη δαιμόνια διά προσευχής της, και να ιατρεύη κάθε πάθος και ασθένειαν. Zήσασα δε εκεί ένα χρόνον και δύω μήνας, απήλθε προς Kύριον, μαζί με τον Όσιον και θαυματουργόν Θεοφάνη.
Πηγή: Από το βιβλίο του Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ'. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Ἱλασμοῦ τῶν πταισμάτων τυχοῦσα πάνσεμνε, τῷ φέγγει τῆς μετανοίας καταυγασθεῖσα τὸν νοῦν, τῆς ἀσκήσεως ἐφάνης θεῖον σέμνωμα, ὅθεν θαυμάτων δωρεᾶς, σὲ ἠξίωσε Χριστός, Πανσέμνη Ὁσία Μῆτερ, Ὃν δυσώπει τοῦ οἰκτηρῆσαι, ἡμᾶς τοὺς πίστει εὐφημοῦντάς σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως βιώσαντες ἐπὶ τῆς γῆς τὴν ἰσχύν, ἐχθροῦ ἐταπείνωσαν ὁ Θεοφάνης ὁμοῦ, Πανσέμνη ἡ πάνσεμνος, ὅθεν τῆς οὐρανίου, βασιλείας τυχόντες, ἄπαυστον ἱκεσίαν τῷ Θεῷ ἐκτελοῦσι, ὑπὲρ τῶν ἐπιτελούντων αὐτῶν, μνήμην τὴν εὔσημον.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὴν τῶν Ὁσίων ξυνωρίδα εὐφημήσωμεν, τὸν Θεοφάνην, ἀσκητῶν τὸ ἐγκαλλώπισμα, καὶ Πανσέμνην μετανοίας εὔοσμον μῦρον, ἣν ὁ Ὅσιος τὸν Κύριον μιμούμενος, ἐκ βυθοῦ τῆς ἁμαρτίας ἀνελκύσατο, ἀνακράζοντες· Παμμακάριστοι χαίρετε.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α΄ στιχολογίαν
Ἐμπόνοις στεναγμοῖς, καὶ δακρύων τοῖς ῥείθροις, τοὺς σπίλους τῶν παθῶν, ἐκκαθάρασα Μῆτερ, ἐγένου καθαρώτατον, τῆς Τριάδος παλάτιον, τῷ βαπτίσματι, καὶ σὺν φρονίμοις παρθένοις, εἰσελήλυθας, εἰς τὸν οὐράνιον γάμον, Πανσέμνη θεόληπτε.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Μετὰ τὴν β΄ στιχολογίαν
Φῶς προσέλαβες, θεογνωσίας, θείοις ῥήμασι, τοῦ Θεοφάνους, καὶ τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας ἐδίωξας, ἐν τῇ ἐρήμῳ Πανσέμνη κατώκησας, καὶ ἀρεταῖς τὴν ψυχὴν κατελάμπρυνας, ὅθεν γέγονας, Ὁσίων ἰσοστάσιος, καὶ σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ θείου Πνεύματος.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Θεοφάνης σήμερον, σὺν τῇ Πανσέμνῃ, ὡς ἀστέρες λάμποντες, περιαυγάζουσιν ἡμᾶς, τοὺς ἀνυμνούντας τὴν ἄσκησιν, καὶ τοὺς ἀγῶνας, οὓς ἄμφω διήνυσαν.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Χειραγωγοῦντα σε, πρὸς βίον ἄΰλον, καὶ ὑποδείξαντα, ὁδὸν ἀσκήσεως, τὸν Θεοφάνην ὁ Σωτήρ, ἀπέστειλεν φιλανθρώπως, ὅθεν τοῦ βαπτίσματος, τῷ φωτὶ ἀπαστράψασα, ἅπασαν κατέλιπες, ἡδονῶν ἀμαυρότητα, καὶ γέγονας Ὁσία Πανσέμνη, σκεῦος Θεοῦ ἡγιασμένον.
Ὁ Οἶκος
Ἄφθαρτον εἰληφότες, ἐκ χειρὸς τοῦ Κυρίου, τὸ στέφος Θεόφανες καὶ Πανσέμνη, ἀσιγήτως ὑμνεῖτε Αὐτόν, καὶ νῦν τὰς δεήσεις ἡμῶν προσδέξασθε, τῶν τιμώντων τὴν μνήμην πιστῶς καὶ ἐκβοώντων κατὰ χρέος·
Χαίρετε, βάσεις τῆς Ἐκκλησίας·
χαίρετε, κρίνα τῆς ἀφθαρσίας.
Χαῖρε, Θεόφανες, τῶν ἀσκητῶν σύγκληρος·
χαῖρε, ἀσωμάτων Ἀγγέλων, ἐφαμιλλος.
Χαῖρε, Πανσέμνη, γνησίας μετανοίας διάγγελμα·
χαῖρε, τῶν ἐν βίῳ ἁμαρτανόντων τὸ ἐνίσχυμα.
Χαῖρε, Χριστοῦ μιμησάμενος τὴν ἀγάπην·
χαῖρε, τὴν ἁμαρτωλὸν διορθώσας τῆς πλάνης.
Χαῖρε, ἡ καθαρθεῖσα τοῖς δάκρυσι·
χαῖρε, ἡ λαμπρυνθεῖσα τοῖς πέρασι.
Χαίρετε, σκεύη ἡγιασμένα·
χαίρετε, Θεῷ καθιερωμένα.
Παμμακάριστοι χαίρετε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις μετανοίας εἰλικρινοῦς, Πανσέμνη Ὁσία, ὑποτύπωσις ἐναργής, χαίροις ποδηγέτα, αὐτης πρὸς σωτηρίαν, Θεόφανες Ὁσίων ἄνθος ἡδύπνευστον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου