Σάββατο 8 Μαΐου 2021

Όσιος Γέρων Πέτρος (Πετράκης) ο Κατουνακιώτης. Ημέρα Μνήμης: 12 Ιουνίου.

Όσιος Γέρων Πέτρος (Πετράκης) ο Κατουνακιώτης. Ημέρα Μνήμης: 12 Ιουνίου.


O κατά κό­σμον Γεώργιος Λα­γι­ός γεννήθη­κε τό ἔ­τος 1891 στήν Λῆμνο. Φα­ί­νε­ται ὅτι νέος δέν βοηθήθηκε πνευ­μα­τι­κά γι᾿ αὐτό ἔπινε καί με­θοῦ­σε. Αὐ­τά γρά­φον­ται, ὅ­πως τά διέσωσαν πα­λαι­οί γνώριμοί του, γιά νά ἐξηγη­θοῦν καί νά κατανο­η­θοῦν κά­ποι­ες ἰδιαί­τε­ρες μο­να­χι­κές του ἀ­σκή­σεις. Ἀλ­λά ὁ κα­λός Θε­ός πού εἶ­δε τήν κα­λή του προαίρεση, ἔ­δω­σε μετάνοι­α φλο­γε­ρή στήν ἁπλή καί σπά­νια ψυ­χή του καί ἦρ­θε νά μονάση στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος τό ἔ­τος 1908 σέ ἡλικί­α 17 ἐ­τῶν.

Οἱ ἡ­συ­χα­στι­κές του ἀ­να­ζη­τή­σεις καί ἡ φή­μη τοῦ με­γά­λου ἡσυχαστοῦ, πα­πα-Δανιήλ Ἁγιοπε­τρί­του, ὡδή­γη­σαν τά βή­μα­τά του στήν πιό ἀπομονωμέ­νη καί ἡσυχα­στι­κή πε­ρι­ο­χή, στό Κελ­λί πού ἀσκήτευσε ὁ ἅ­γιος Πέτρος ὁ Ἀθω­νί­της, ὁ πρῶ­τος καί μεγαλύτερος Ἀθωνίτης ἡσυ­χα­στής. Ὑποτάχθηκε στόν παπα-Δα­νι­ήλ, τόν ὁποῖον προ­σπα­θοῦ­σε νά ἀκολουθῆ στο­ύς ἀγῶνες του καί νά τοῦ κά­νη κα­λή ὑ­πα­κοή.

Με­τά ἀ­πό παρατεταμένη δο­κι­μή ἔγι­νε μοναχός τό ἔ­τος 1926 μέ τό ὄ­νο­μα Πέτρος. Ἔμα­θε ἀ­πό τόν ἁγιασμέ­νο Γέροντά του τήν πρα­κτι­κή καλογερική καί μυήθηκε ἀπ᾿ αὐ­τόν στά μυστι­κά τῆς ἡ­συ­χί­ας, τῆς νή­ψε­ως, τοῦ ἐγκλει­σμοῦ καί τῆς ἀδια­λε­ί­πτου νο­ε­ρᾶς προσευχῆς, τά ὁ­ποῖ­α κρά­τη­σε μέ­χρι θα­νά­του.

Βι­ώ­νον­τας βα­θειά τήν με­τά­νοι­α γιά τά ἐν γνώσει καί ἀ­γνο­ί­ᾳ ἁμαρτή­μα­τα τῆς νεανικῆς του ζω­ῆς ζήτη­σε καί ἔ­λα­βε εὐλογί­α ἀ­πό τόν Γέροντά του ἐ­πί τρεῖς μῆ­νες νά μήν πι­ῆ νε­ρό, γιά νά συγ­χω­ρή­ση ὁ Θεός τίς οἰ­νο­πο­σί­ες του. Ἔ­τρω­γε φα­γη­τό καί χόρ­τα βέ­βαι­α, ἀλ­λά δέν ἤ­πι­ε νε­ρό ἐ­πί τρεῖς μῆνες!

Ἦ­ταν πρό­θυ­μος καί γενναῖ­ος στο­ύς ἀσκητικο­ύς ἀ­γῶ­νες καί μέ τήν με­γά­λη ἁπλότητα πού τόν διέκρι­νε ἔ­κα­νε τε­λε­ί­α ὑπακοή στόν Γέροντά του. Ἡ κα­λή ἀρχή, τό πνευ­μα­τι­κό θεμέλιο πού ἔ­θε­σε, προ­οι­μί­α­ζε καί τήν με­τέ­πει­τα φωτει­νή πο­ρε­ί­α του.

Ὅ­ταν ἐ­κοι­μή­θη ὁ πα­πα-Δα­νι­ήλ, πε­ρί­που τό 1929, γιά λί­γα χρό­νια ἔζη­σε μέ το­ύς παραδελφο­ύς του. Κάποιος ἀ­πό αὐ­το­ύς βγῆκε στόν κό­σμο. Οἱ ἄλ­λοι ἀ­πε­βί­ω­σαν καί φαίνεται ὅ­τι δυσκολευό­ταν μό­νος του. Ἦρθαν καί τά δύσκο­λα χρό­νια τῆς Κατο­χῆς καί τῆς πε­ί­νας· ἔ­τσι ἀ­ναγ­κά­στη­κε τό 1940 νά ἀ­φή­ση τό Κελ­λί τῆς με­τα­νο­ί­ας του καί νά πάρη ἕ­να ξηροκάλυβο στήν Μι­κρά Ἁ­γί­α Ἄννα. Βρί­σκε­ται πά­νω ἀ­πό τήν Κα­λύ­βη τοῦ Ἀπ. Θωμᾶ, χαμηλότε­ρα ἀ­πό τόν δρό­μο πού ὁδη­γεῖ στά Κα­του­νά­κια καί δέν φαίνε­ται γιατί εἶναι­ μέσα στόν βρά­χο. Ἔ­χει δύ­ο μι­κρά καί χαμη­λά κελ­λά­κια. Μία ἐσωτερική πόρ­τα ὁδηγεῖ στόν βρά­χο, ὅπου ὑ­πάρ­χει μί­α σπηλιά ἀρ­κε­τά εὐρύχωρη μέ ἕ­να ἄνοιγμα γιά φωτισμό. Ἐδῶ ἀπομονωνόταν ὁ Γέροντας γιά περισσότε­ρη ἡ­συ­χί­α.

Αὐ­τό ἦ­ταν τό πνευ­μα­τι­κό του ἐρ­γα­στή­ριο, ἡ πνευ­μα­τι­κή του κυ­ψέ­λη, τό «γλυ­κό Κα­το­ύ­νι του»,  πού γι᾿ αὐ­τόν ἦ­ταν ἐ­πί­γει­ος παράδεισος, ἀ­φοῦ γευ­ό­ταν τό μέ­λι τῆς ἡσυχίας καί τό μάν­να τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Γι᾿ αὐ­τό δέν τοῦ ἔ­κα­νε καρ­διά νά βγα­ί­νη ἀ­πό τό καλύβι του, νά συναναστρέφεται καί νά μι­λᾶ μέ ἄλ­λους. Ὁ μικρό­σω­μος, ἀ­γράμ­μα­τος καί φτω­χός «Πετράκης» ἦ­ταν ἡ­συ­χα­στής σέ μεγά­λα μέ­τρα. Εἶ­χε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἔ­βλε­πε συ­χνά τό Ἄ­κτι­στο Φῶς καί ζοῦ­σε ἀ­πό αὐ­τήν τήν ζωή πα­ρα­δει­σέ­νι­ες κατα­στά­σεις.

Δι­η­γή­θη­κε ὁ γέ­ρων Γε­ρά­σι­μος ὁ Ὑμνογράφος: «Γνώ­ρι­σα τόν γε­ρω-Πέ­τρο (Πετρά­κη) τόν Κατουνακιώτη. Ἦ­ταν ὄν­τως ἅ­γιος μο­να­χός. Ἔ­κα­νε πολ­λή προ­σευ­χή καί με­γά­λη ἄ­σκη­ση. Μία φο­ρά τήν ἑ­βδο­μά­δα μαγεί­ρευ­ε καί ἔ­τρω­γε κά­θε μέ­ρα ἀ­πό αὐ­τό. Μία φο­ρά ἦρ­θε στό Κελ­λί μας ἀλ­λοι­ω­μέ­νος στήν ὄψη· κλαί­γον­τας μοῦ εἶ­πε ὅ­τι τό βρά­δυ προ­σευ­χό­με­νος περικυκλώθηκε ἀ­πό λευ­κό ἄπλε­το φῶς καί γέ­μι­σε εὐ­ω­δί­α τό κελ­λί του. Ὁ ἴ­διος αἰσθάνθηκε ἀ­νέκ­φρα­στη μακαριότητα, γλυ­κύ­τη­τα καί εἰ­ρή­νη. Δέν γνώ­ρι­ζε ἄν βρι­σκό­ταν στό κελ­λί του. Ρωτοῦσε νά μά­θη τί εἶ­ναι αὐ­τό πού τοῦ συνέβη. Μοῦ εἶ­πε: ”Ἐσύ εἶ­σαι μορ­φω­μέ­νος, ξέ­ρεις γράμ­μα­τα, νά μοῦ πῆς μή­πως εἶ­ναι πλά­νη τοῦ Σα­τα­νᾶ, μή­πως εἶ­ναι τί­πο­τε κακό;”. Ὅ­λα ὅ­σα μοῦ ἔ­λε­γε ἦ­ταν τῆς χά­ρι­τος· κα­θώς τά δι­η­γεῖ­το εἶ­χε βγῆ ἐ­κτός ἑαυτοῦ καί σέ μί­α στιγμή ξαφ­νι­κά τό πρό­σω­πό του ἔλαμψε καί ἐ­γώ τἄ­χα­σα. Δέν μι­λοῦ­σα καί τόν ἄ­φη­σα νά λέ­η. Δέν τόν δι­έ­κο­ψα κα­θό­λου. Ἀπο­τύ­πω­να καί ἔ­λεγ­χα ὅ­σα ἔ­λε­γε. Δέν διέκρινα κα­νέ­να ση­μεῖ­ο πλά­νης. Ὕ­στε­ρα τοῦ εἶ­πα νά δο­ξά­ζη τόν Θε­όν πού ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά δῆ αὐ­τά, για­τί ὅλα εἶ­ναι ἀ­πό τόν Θεό καί δέν εἶναι πλά­νη. Φε­ύ­γον­τας μέ πα­ρα­κά­λε­σε νά μήν τά πῶ πουθε­νά καί νά πα­ρα­κα­λῶ τόν Θεό νά τόν ἐ­λε­ή­ση γιά νά μήν πλα­νη­θῆ. Ὁ γερω-Πέ­τρος ἦ­ταν τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς. Πο­λύ τα­πει­νός καί ἁ­πλός μο­να­χός».

Φα­ί­νε­ται πώς αὐ­τό τό γε­γο­νός τοῦ συ­νέ­βη τό­τε γιά πρώ­τη φο­ρά, για­τί στήν συ­νέ­χεια ζοῦσε πολ­λές τέτοι­ες κα­τα­στά­σεις, ὅ­πως ἀπεκά­λυ­ψε στόν γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σιο. Ἔ­βλε­πε συχνά τό Ἄ­κτι­στο Φῶς, εἶ­χε ἀείρ­ρο­α δά­κρυ­α πού συ­νώ­δευ­αν τήν ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή του καί εἶ­χε ξε­πε­ρά­σει τά τυ­πι­κά.

Τόν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος Γέ­ρον­τας ἄν κά­νη κανόνα καί ἀ­κο­λου­θί­α, καί ἀ­πάν­τη­σε: «Οὔ­τε κανόνα οὔ­τε ἀκολου­θί­α κά­νω. Μόλις δύ­σει ὁ ἥ­λιος τρώ­γω, κά­νω τό Ἀ­πό­δει­πνο καί κοιμᾶμαι δύ­ο ὧ­ρες. Ὅ­ταν ξυπνή­σω, καί ὅταν ἔ­χη ἤδη νυ­χτώ­σει, ἀρ­χί­ζω τά κομ­πο­σχο­ί­νια. Στό δεύτερο-τρί­το κομ­πο­σχο­ί­νι ἔρχονται τά δά­κρυ­α καί μέ­χρι τό πρωΐ δέν ξέ­ρω ποῦ βρίσκομαι. Τό κα­λο­κα­ί­ρι ἀρ­χί­ζω τήν ἀγρυπνί­α τό βρά­δυ καί ὅ­ταν βγῆ ὁ ἥ­λιος, τότε συνέρχομαι καί μπα­ί­νω μέ­σα». (Πιθανώτα­τα ἡρ­πά­ζε­το σέ θε­ω­ρί­α).

Γι᾿ αὐ­τό ζοῦ­σε ἔγ­κλει­στος καί δέν ἤ­θε­λε νά μι­λᾶ, «ἐγ­κο­πήν γλυ­κύ­τη­τος Θε­οῦ λα­βεῖν μή βου­λό­με­νος». Γιά  νά  μή  χά­ση τήν  ἐπικοινω­νί­α του  μέ τόν Θε­όν, ἀ­πέ­φευ­γε τίς συναναστροφές. «Ὁ ἀ­γα­πῶν τήν ὁμι­λί­αν τήν με­τά τοῦ Χρι­στοῦ ἀ­γα­πᾷ γε­νέ­σθαι μοναστικός». Τόν ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν οἱ πα­τέ­ρες καί χτυποῦσαν τήν ἐ­ξώ­πορ­τα, αὐ­τός ὅ­μως ἄνοι­γε λί­γο τό πα­ρα­θυ­ρά­κι καί ρω­τοῦ­σε ποιός εἶ­ναι καί τί θέ­λει. Ἄν τοῦ πή­γαι­ναν τρόφιμα, το­ύς ἔ­λε­γε νά τά ἀ­φή­σουν ἔ­ξω. Δέν ἔ­βγαι­νε νά τά πά­ρη μέ­χρι πού σά­πι­ζαν. Αὐ­τό τό ἔκα­νε γιά νά βλέ­πουν οἱ πα­τέ­ρες τά σαπισμέ­να τρό­φι­μα καί νά μήν τοῦ ξαναφέρνουν.

Τόν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος για­τί δέν βγα­ί­νει. «Ἅμα βγῶ ἔ­ξω, θά ποῦ­με λό­για πε­ρίσ­σια», ἀπάντησε. Ἦταν ἀκτή­μων. Μία-δύ­ο φο­ρές τόν χρό­νο ἔ­βγαι­νε γιά νά δώ­ση τό ἐρ­γό­χει­ρό του, τά κομ­πο­σχο­ί­νια,  καί νά προ­μη­θευ­τῆ τό πα­ξι­μά­δι του. Ἔ­κα­νε κά­θε μέ­ρα ἐ­νά­τη καί λάδι δέν ἔ­τρω­γε σχε­δόν ὅ­λο τόν χρό­νο. Ἡ συνη­θι­σμέ­νη τρο­φή του ἦ­ταν τσά­ϊ μέ παξιμάδι. Ἔ­κα­νε καί ἔ­κτα­κτα τρι­ή­με­ρα.

Ἔ­λε­γε στόν πα­πα-Δι­ο­νύ­σιο τόν Μικραγιαννα­νί­τη ὅ­ταν ἦ­ταν νέ­ο κα­λο­γέ­ρι: «Γιά νά με­ί­νης στήν ἔρη­μο, θά πρέ­πει νά εἶσαι κα­λός μά­γει­ρας. Θά μα­γει­ρε­ύ­εις φασόλια τήν Κυ­ρια­κή καί θά τρῶς μέ­χρι τήν Τρί­τη. Τήν Τε­τάρ­τη θά βά­λεις λί­γο νε­ρά­κι καί θά τά βρά­ζεις, τήν Πέμπτη θά βά­λεις λί­γη ντο­μα­τού­λα, τήν Παρα­σκευή λί­γο ἁ­λα­τά­κι καί νε­ρό, τό Σάββατο θά βά­λεις καί λί­γο χυ­λό ἀ­πό ἀ­λε­ύ­ρι, καί τήν Κυ­ρια­κή ἄλ­λο φα­γη­τό. Ἔ­τσι μέ ἕ­να φα­γη­τό περ­νᾶς ὅ­λη τήν ἑβδομάδα».

Κάποτε εἶ­χε χι­ο­νί­σει καί τόν ἔ­βλε­πε ὁ παπα-Δι­ο­νύ­σιος ἀ­πό ἀ­πέ­ναν­τι νά πη­γαι­νο­έρ­χε­ται ξυ­πό­λυ­τος πάνω στό χι­ό­νι. Ὕ­στε­ρα τόν ρώτη­σε για­τί τό ἔ­κα­νε αὐ­τό, καί τοῦ ἐκμυστηρεύτηκε ὅ­τι εἶ­χε σαρ­κι­κό πόλεμο καί βγῆ­κε ξυ­πό­λυ­τος στό χι­ό­νι γιά νά πο­λε­μή­ση τήν πύ­ρω­ση.

Ὁ γε­ρω-Πέτρος εἶ­χε χά­ρι­σμα νά βλέ­πη πράγμα­τα πού θά συνέβαιναν μελ­λον­τι­κά. Κάποια μέ­ρα πῆ­ρε πλη­ρο­φο­ρί­α καί πῆ­γε στόν τό­τε Γέροντα τῆς Κα­λύ­βης τοῦ Ἁ­γί­ου Χαραλάμπους στή Νέα Σκή­τη καί τοῦ εἶ­πε: «Γέροντα, ἔρ­χε­ται ὁ λύ­κος νά φά­η τό προβατά­κι σου, τό ξέ­ρεις; Τό κα­λο­γέ­ρι σου δέν πά­ει κα­λά. Τό πα­ρα­κο­λου­θεῖς; Πρό­σε­ξέ το, για­τί θά φύ­γει καί θά τά πε­τά­ξει». Ὄν­τως τό κα­λο­γέ­ρι ἦ­ταν πνιγ­μέ­νο στο­ύς λο­γι­σμο­ύς καί σχε­δί­α­ζε νά φύ­γη. Ὁ γε­ρω-Πέτρος ἀ­πό τήν Μι­κρά Ἁ­γί­α Ἄν­να τό ἔ­βλε­πε τό καλογέ­ρι. Δυ­στυ­χῶς πα­ρά τήν προ­σπά­θεια τοῦ Γέροντά του ἔ­φυ­γε στόν κό­σμο καί παν­τρε­ύ­τη­κε.

Ζοῦ­σε τε­λεί­ως ἀ­πε­ρί­σπα­στα. Ἀ­νέ­βαι­νε τά καλο­καί­ρια στόν Ἄ­θω­να μέ τήν πρό­φα­ση νά μα­ζεύ­η τσά­ϊ, ἀλ­λά στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἡσύχα­ζε καί ἐ­πε­δί­δε­το στή νο­ε­ρά καί ἀδιάλει­πτη προ­σευ­χή, καί στήν θεωρί­α. Προσπα­θοῦ­σε νά ζῆ στήν ἀ­φά­νεια, γι᾿ αὐ­τό δέν δι­α­σώ­ζον­ται πολ­λά στοι­χεῖ­α ἀ­πό τήν ζωή του. Ἀλλά, ὅ­πως λέ­νε οἱ Ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες, ἀρ­κεῖ πολ­λές φο­ρές καί ἕ­νας λό­γος, γιά νά φανερώση ὅ­λη τήν πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση καί τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ἐργασία τοῦ μο­να­χοῦ. Ἄν δο­κι­μά­ση κα­νε­ίς ἕ­να ρα­κο­πό­τη­ρο κρα­σί κατα­λα­βα­ί­νει ὅ­λη τήν ποι­ό­τη­τα τοῦ κρα­σιοῦ ἑ­νός με­γά­λου βα­ρε­λιοῦ. Καί ὁ γερω-Πέτρος, ἀπ᾿ τά λί­γα στοι­χεῖ­α πού ὑ­πάρ­χουν, φα­ί­νε­ται ὅ­τι ἦ­ταν προ­χω­ρη­μέ­νος στήν εὐ­χή. Ἦ­ταν μονα­χός τῆς εὐ­χῆς, τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς ἐρ­γα­σί­ας. Μο­να­χός βια­στής, πραγ­μα­τι­κός ἀ­σκη­τής πού συν­δύ­α­ζε πρά­ξη καί θε­ω­ρί­α.

 Ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες πού τόν γνώ­ρι­σαν ἐκφράζον­ται γι᾿ αὐ­τόν μέ τά κα­λύ­τε­ρα λό­για. «Ἦταν ὁ κα­λύ­τε­ρος τῆς πε­ρι­ο­χῆς», «πραγματι­κός μο­να­χός», «ἁ­γι­ώ­τα­το Γεροντάκι». Καί ὁ γε­ρω-Πα­ΐ­σιος ἔ­λε­γε ὅ­τι ἀπ᾿ ὅσους ἀ­σκη­τές γνώ­ρι­σε, ὁ γε­ρω-Πέτρος ἦ­ταν σέ ἀ­νώ­τε­ρα μέ­τρα, γι᾿ αὐ­τό ἤ­θε­λε νά γί­νη ὑπο­τα­κτι­κός του.

Ὁ πα­πα-Ἐ­φραίμ ὁ Κα­του­να­κι­ώ­της εἶ­χε πολ­λή εὐ­λά­βεια στόν γε­ρω-Πέ­τρο καί εἶ­πε γι᾿ αὐτόν: «Σοῦ ἄφη­νε μί­α γλυ­κύ­τη­τα μέ­σα σου, ὅ­ταν τόν συ­ναν­τοῦ­σες καί σέ μι­λοῦ­σε αὐ­τός ὁ ἄν­θρω­πος. Πο­τέ δέν φάνη­κε σέ ἀ­γρυ­πνί­ες καί πο­τέ δέν προ­ξέ­νη­σε σκάν­δα­λο. Μία ζω­ή στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί νά εἶ­ναι εἰρηνικός μέ ὅλους, με­γά­λο κα­τόρ­θω­μα».

Ὁ γε­ρω-Πέ­τρος, ὅ­ταν συ­ναν­τοῦ­σε Πα­τέ­ρες στόν δρό­μο, δέν ἔ­λε­γε τόν κα­θι­ε­ρω­μέ­νο χαιρε­τι­σμό «εὐλογεῖ­τε», ἀλ­λά τό ἑ­ξῆς βαθυστό­χα­στο: «Πα­τέ­ρες, φεύ­γου­με» (δηλαδή πεθαίνουμε).

Εἶ­χε με­γά­λη λε­πτό­τη­τα. Ἀ­πέ­φευ­γε νά διανυκτε­ρεύ­η σέ Κελ­λιά, γιά νά μήν ἐπιβαρύνη τούς πα­τέ­ρες, ἀλλά καί γιά νά μή χά­νη ὁ ἴ­διος τήν ἡ­συ­χί­α του καί πα­ρα­βαί­νη τό τυ­πι­κό του. Μία φο­ρά ὁ γερω-Ἰωακείμ ὁ Κα­ρυ­ώ­της ἀ­πό τήν Βα­το­πε­δι­νή Κα­λύ­βη τῆς Ἀναλήψεως τόν πί­ε­σε νά δι­α­νυ­κτε­ρεύ­ση στό Κελ­λί του, ἀλ­λά δέ δέ­χθη­κε. Ξε­κί­νη­σε μέ τά πόδια γιά τήν Δάφ­νη. Στόν δρό­μο νύ­χτω­σε, ἄρ­χι­σε νά βρέχη καί δι­α­νυ­κτέ­ρευ­σε σέ μί­α κου­φά­λα κα­στα­νιᾶς.

Ὅ­ταν προ­αι­σθάν­θη­κε ὅ­τι πλη­σι­ά­ζει ἡ κοίμησή του, ἔ­φυ­γε ἀ­πό τό Κελ­λά­κι του στήν Μικρά Ἁ­γί­α Ἄν­να καί πῆ­γε στήν με­τά­νοιά του, στόν Ἅ­γιο Πέτρο, ν᾿ ἀ­φή­ση τά κόκ­κα­λά του ἐ­κεῖ, ὅ­που ξε­κί­νη­σε τήν καλο­γε­ρι­κή του.Ἔ­ζη­σε ἐ­κεῖ με­ρι­κο­ύς μῆ­νες καί ἐ­κοι­μή­θη τό ἔ­τος 1958 τήν ἡ­μέ­ρα τῆς μνή­μης τοῦ ἁγίου Πέτρου τοῦ Ἀ­θω­νί­του τοῦ ὁ­πο­ί­ου εἶ­χε τό ὄνομα καί πρός τι­μήν τοῦ ὁ­πο­ί­ου ἐ­τι­μᾶ­το ὁ να­ός τῆς Κα­λύ­βης.Ὅ­ταν ἐ­κοι­μή­θη, τά μό­να πράγματα πού βρέ­θη­καν στό κελ­λί του ἦ­ταν λί­γο πα­ξι­μά­δι σ᾽ ἕ­να κα­λά­θι καί μι­σό μπουκάλι λά­δι γιά τό καν­τή­λι. Οὔ­τε κρεβ­βά­τι οὔ­τε στρῶ­μα εἶ­χε.

Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου