Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἐμμέραμνος, Ἐπίσκοπος Ρατισβόνης (Βαυαρία). Ήμέρα Μνήμης: 22 Σεπτεμβρίου.

Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἐμμέραμνος, Ἐπίσκοπος Ρατισβόνης (Βαυαρία). Ήμέρα Μνήμης: 22 Σεπτεμβρίου.


῾Ο βίος τοῦ Ἁγίου Ἐμμεράμνου (St. Emmeram, 
Emeram(n)us, Emmeran, Emmerano, Emeran, 
Heimrammi, Haimeran ἢ Heimeran), ἐγράφη ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἄρμπεο τοῦ Φράϊζινγκ (Arbeo 
von Freising) μὲ προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Βιργιλίου, Ἐπισκόπου Σάλτσμπουργκ († Μνήμη: 27η Νοεμβρίου), γύρω στὸ ἔτος 770, συντάχθηκε δὲ 
ἀπὸ προφορικὲς παραδόσεις.

Ὁ Ἅγιος Ἐμμέραμνος γεννήθηκε στὸ Πουατιὲ 
(Poitiers) τῆς Ἀκουϊτανίας (σημ. Γαλλία). Σύμφωνα μὲ τὸ ὄνομά του, τὸ ὁποῖο σημαίνει «τοπικὸ κοράκι», ἦταν γερμανικῆς καταγωγῆς. Καὶ πράγματι, ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Ἐμμεράμνου κατέληξε νὰ εἶναι μία ζωντανὴ ἀναπαράστασις τοῦ νυκτικόρακος – « ὡμοιώθην πελεκᾶνι ἐρημικῷ, ἐγενήθην ὡσεὶ νυκτικόραξ ἐν οἰκοπέδῳ» (Ψαλμ. ρα΄ 7), ὅπου κάθεται στὴν στέγη, ἐγκαταλελειμμένο ἀπὸ ὅλους, ἀλλὰ καὶ μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ Ὁποῖος ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τοὺς Μαθητές Του.

Ὁ Ἅγιος Ἐμμέραμνος ἦταν ψηλὸς καὶ ἑλκυστικὸς στὴν ἐμφάνισι. Λόγῳ τῆς μεγάλης εὐσεβείας του, τῆς εὐγλωττίας καὶ τῆς ἀσκήσεως ὅλων τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τοῦ Πουατιέ.

Τελοῦσε καθημερινὰ τὴν Θεία Λειτουργία, ἔλεγε καθημερινὰ ἀπὸ μνήμης ὁλόκληρο τὸ Ψαλτήρι καὶ ἔκανε συνέχεια περιοδεῖες στὴν Ἐπισκοπή του, κηρύττων τὸ Eὐαγγέλιο καὶ νουθετῶν καταλλήλως τὰ πνευματικά του τέκνα γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους.

Ὅλα ὅσα ἐδίδασκε τὰ ἐπιβεβαίωνε μὲ τὸ ἰδικό 
του παράδειγμα. Εἶχε μεγάλη ἐλευθερία νὰ συναλλάσσεται μὲ ὅλους, εἶχε εὐρύτητα πνεύματος καὶ πάντα προσπαθοῦσε νὰ οἰκοδομήση τὶς καρδιὲς τῶν πνευματικῶν του τέκνων.

Ἀναζητοῦσε τοὺς ἁμαρτωλοὺς στὶς οἰκίες τους καὶ τοὺς ἔφερνε σὲ μετάνοια μὲ τὶς συμβουλές του. Πλούσιοι καὶ πτωχοί, σοφοὶ καὶ ἁπλοῖ συνέρρεαν πλησίον του γιὰ πνευματικὲς συμβουλὲς καὶ ὑλικὴ ὑποστήριξι. Ὁ Ἐμμέραμνος διακρίθηκε ἰδιαίτερα γιὰ τὴν φιλανθρωπία του: στὶς πεζοπορίες του ἔδινε ὅ,τι εἶχε ἐπάνω του σὲ ἀπόρους, ὥστε συχνὰ ἐπέστρεφε στὸ κατάλυμά του μόνο μὲ τὸ ρᾶσο του.

Στὴν Βαυαρία.

Ὁ Ἅγιος ἤκουσε ἀπὸ τοὺς Ἀβάρους, ὅτι ἡ Παννονία, ἡ ὁποία εὑρίσκετο στὰ ἀνατολικὰ σύνορα τοῦ τότε Φραγκικοῦ Βασιλείου (Καρπάθια πεδιάδα), ζοῦσε ἀκόμη στὸν παγανισμό. Ἐπιθυμῶν νὰ κηρύξη τὸ Eὐαγγέλιο ἐκεῖ, καὶ νὰ δώση ἀκόμη καὶ τὴν ζωή του γιὰ τὸν Χριστό, ἂν ἦταν θέλημα Θεοῦ, ζήτησε στὴν προσευχή του τὴν συγκατάθεσι τοῦ Θεοῦ καὶ ἀφοῦ τὴν ἔλαβε, ὥρισε διάδοχο γιὰ τὰ καθήκοντά του, ἄφησε τὰ ὑπάρχοντά του καὶ ἄρχισε μὲ ὀλίγους συντρόφους τὸ ταξίδι.

Ἔφθασε στὴν Pατισβόνη (Pέγκενσμπουργκ) περίπου τὸ ἔτος 649, ὅπου ἐβασίλευε ὁ Δούκας Θεόδωρος, ὁ ὁποῖος τὸν ὑποδέχθηκε εὐγενικά. Ὅταν ὅμως ἄκουσε, ὅτι ὁ Ἐμμέραμνος ἦταν καθ᾿ ὁδὸν πρὸς τοὺς Ἀβάρους, δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἀφήση νὰ προχωρήση περισσότερο γιατὶ ἦταν ἐχθρός τους. Ἀντίθετα, ὁ Δούκας ἐξέτασε τὴν βοήθεια, τὴν ὁποίαν ὁ Ἐπίσκοπος Ἐμμέραμνος θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρη στοὺς ἰδικούς του ὑπηκόους μὲ τὸ παράδειγμα καὶ τὶς διδασκαλίες του, γιατὶ ἂν καὶ ὁ Χριστιανισμὸς εἶχε ἐπίσημα καθιερωθῆ στὴν Βαυαρία, ἡ εἰδωλολατρία καὶ ἡ δεισιδαιμονία δὲν εἶχαν ἀκόμη ξεπερασθῆ. Ἔτσι οἱ κάτοικοι ποὺ ἔπιναν ἀπὸ ἕνα δισκοπότηρο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔπιναν μέχρι τώρα πρὸς εὐλογία τῶν θεῶν, τώρα θὰ ἔπιναν πρὸς εὐλογία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του.

Συνειδητοποιῶν ὅτι ὁ Δούκας δὲν θὰ τὸν ἄφηνε 
νὰ προχωρήση πρὸς τοὺς Ἀβάρους, ὁ Ἐπίσκοπος Ἐμμέραμνος ἀπεφάσισε, μὲ θεϊκὴ φώτησι, νὰ παραμείνη στὴν Βαυαρία καὶ νὰ ἐργασθῆ ἐπιμελῶς γιὰ νὰ ἐξαλείψη τὴν εἰδωλολατρία. Ἐπὶ τρία ἔτη ἐργάσθηκε ἀκούραστα σὲ πόλεις, κωμοπόλεις καὶ χωριά, κηρύττων ἐπίμονα τὸ Eὐαγγέλιο. Μόνο τὸν χειμῶνα ἔμενε στὸ Pέγκενσμπουργκ, ὅπου τελοῦσε τὰ μυστήρια στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἔξω τῆς πόλεως.

Ὅταν ἐνεφανίζετο ὁ ἀνοιξιάτικος ἥλιος καὶ ἔκανε τὰ μονοπάτια βατά, ἔπαιρνε τὸ ραβδί του καὶ περιπλανιόταν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἄλτμουλ (Altmühl), τοῦ Λάμπερ (Laber) καὶ τοῦ Νὰμπ (Naab), μετέβαινε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, ἀπὸ καλύβα σὲ καλύβα, μέσα στὰ πιὸ πυκνὰ δάση, κηρύττων τὸ Eὐαγγέλιο, καταρρίπτων τὰ εἴδωλα καὶ φυτεύων τὸ σημεῖον τῆς ἀπολυτρώσεως.

Σπανίως περνοῦσε κάποιος ἀπὸ δίπλα του χωρὶς 
νὰ τοῦ μιλήση. Ἀμέτρητες μεταστροφὲς ἦταν ὁ καρπὸς τῶν ἀποστολικῶν του κόπων.

Μετὰ ἀπὸ τρία ἔτη ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν πληροφορία τοῦ ἐπικειμένου θανάτου του. Ζήτησε λοιπὸν ἀπὸ τὸν Δοῦκα τὴν ἀπελευθέρωσί του, νὰ πραγματοποιήση ἕνα προσκύνημα στὴν Pώμη, νὰ προσευχηθῆ στοὺς Τάφους τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Μαρτύρων καὶ νὰ προετοιμασθῆ γιὰ τὴν ἐκδημία του. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔλεγε ἀπὸ ταπεινοφροσύνη, γιατὶ ἐγνώριζε ἤδη, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τὸν τιμοῦσε νὰ μαρτυρήση γιὰ Aὐτόν.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὡμίλησε εἰλικρινὰ μὲ τὸν Ἱερέα τοῦ Γουόλφλετ (Wolflete) πρὶν τὴν ἀναχώρησί του. Τοῦ παρήγγειλε νὰ μὴν θεωρήση, ὅτι διέπραξε πραγματικὰ τὸ ἔγκλημα, γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ μαρτυρήση, ὅταν θὰ τὸν δῆ νὰ πεθαίνη μὲ φρικτὸ θάνατο...

Τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἐμμεράμνου.

Πρὶν ἀπὸ τὴν ἀναχώρησί του, ἡ θυγατέρα τοῦ Δοῦκα Θεόδου, Οὔτα, καὶ ὁ φίλος της Σιγκιμπάλδος, υἱὸς δικαστοῦ, ἔπεσαν στὰ πό-
δια τοῦ Ἐπισκόπου καὶ ὡμολόγησαν, ὅτι εἶχαν σαρκικὴ σχέσι καὶ ὅτι ἡ Οὔτα ἔμεινε ἔγκυος. Μὲ μεγάλο φόβο γιὰ τὴν ζωή τους, τοῦ ζήτησαν συμβουλὲς γιὰ τὸ πῶς νὰ ἀποφύγουν τὴν ὀργὴ τοῦ Δοῦκα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο περίμεναν μόνο θάνατο.

Ὁ Ἐπίσκοπος Ἐμμέραμνος ἐπέπληξε αὐστηρὰ καὶ τοὺς δύο γιατὶ ἐφοβοῦντο τόσο πολὺ τὶς ἐπίγειες τιμωρίες, οἱ ὁποῖες εἶναι παροδικές, καὶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὶς αἰώνιες τιμωρίες. Ἔδωσε καὶ στοὺς δύο τὸν κατάλληλο κανόνα μετανοίας, καὶ εἶπε στὴν Πριγκίπισσα, ὅτι θὰ ρίξη τὸ ἔγκλημα ἐπάνω του.

Ἀμέσως μετά, μὲ τὴν συμμετοχὴ ὁλοκλήρου τῆς Aὐλῆς, ὁ Ἐπίσκοπος ἀποχαιρετήθηκε μὲ κάθε εὐλάβεια.

Καθὼς ὁ Ἅγιος Ἐμμέραμνος ὥδευε πρὸς τὴν 
Pώμη, ἡ κατάστασις τῆς Οὔτα ἄρχισε νὰ γίνεται ἀντιληπτή. Ὅταν ἐρωτήθηκε ἀπὸ τὸν ἀγανακτισμένο Δοῦκα ποιὸς ἦταν ὁ πατέρας τοῦ 
ἀναμενομένου παιδιοῦ, ἡ Οὔτα ἀπάντησε (σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Ἁγίου), ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος τὴν ἀποπλάνησε.

Μὲ δυσκολία οἱ παρευρισκόμενοι κατάφεραν νὰ ἐμποδίσουν τὸν ἐξαγριωμένο Δοῦκα ἀπὸ τὸ νὰ θανατώση τὴν θυγατέρα του μὲ τὸ σπαθί του. Τῆς ἔδωσε μία μικρὴ περιουσία καὶ τὴν ἔστειλε στὴν 
Ἰταλία, ὅπου τελείωσε τὴν ζωή της μὲ πένθος καὶ μετάνοια. Ὁ Σιγκιμπάλδος λέγεται, ὅτι τράπηκε σὲ φυγὴ σύντομα καὶ εἶχε θλιβερὸ τέλος. Ἀλλὰ ὁ ἀδελφὸς τῆς Οὔτα, Λάμπερτ, ὡρκίσθηκε ἐκδίκησι 
ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, τὸν ὑποτιθέμενο ἀποπλανητὴ τῆς ἀδερφῆς του. Ἔσπευσε πίσω του μὲ μία ὁμάδα ἐνόπλων καὶ τὸν συνάντησε στὸ Χέλφεντορφ, ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ Μόναχο, ὅπου ἀναπαυόταν μὲ τοὺς δύο συντρόφους του, τοὺς Ἱερεῖς Βιτάλιο (Vitalis) καὶ Γουόλφλετ (Wolflete), οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἤδη ἔλθει ἀπὸ τὴν Γαλλία.

Ὁ Ἐμμέραμνος προσευχόμενος ἐντὸς μιᾶς οἰκίας, ἐνώπιον Λειψάνων καὶ λαμπάδων, ἐδιάβαζε τὴν Ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν. Στὸν ἦχο τῶν καλπασμάτων, ὁ ὁποῖος πλησίαζε, ὁ Ἐμμέραμνος ἀπευθύνθηκε στοὺς παρευρισκόμενους, λέγων ὅτι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν ἦσαν ἀναμενόμενοι.

Στὴν θέα τοῦ Ἐπισκόπου, ὁ Λάμπερτ ἔγινε ἀμέσως ἔξαλλος. Ἀπὸ τὸ ἄλογο χαιρέτησε τὸν Ἅγιο μὲ τὰ λόγια: «Χαιρετίσματα, Ἐπίσκοπε καὶ κουνιάδε!». Ἄκουσε τὴν ἤρεμη ὑπεράσπισι τοῦ Ἐμμεράμνου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐπρότεινε νὰ πάη τὸ θέμα στὸν Ἐπίσκοπο Pώμης καὶ νὰ διευκρινισθῆ ἐκεῖ. Τότε τὸν ἐκτύπησε στὸ στῆθος μὲ τὸ ραβδί του καὶ διέταξε νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὰ ἐπισκοπικὰ ἄμφια.

Οἱ σύντροφοι τοῦ Ἐπισκόπου καὶ οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ὅταν εἶδαν τὶ συνέβαινε, τρομοκρατήθηκαν καὶ φοβούμενοι γιὰ τὴν ζωή 
τους κρύφθηκαν.

Ἀπεγύμνωσαν τὸν Ἐμμέραμνο, τὸν ἔδεσαν σὲ μία σκάλα καὶ τὸν ἔβαλαν σὲ ἕναν μεγάλο ὀγκόλιθο, ὁ ὁποῖος ἴσως ἐχρησίμευε κάποτε ὡς πέτρα θυσίας, ὅπου, σύμφωνα μὲ τὸ παλαιὸ γερμανικὸ τελετουργικό, ὅλα τὰ μέλη μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε ἁμαρτήσει, κατὰ τὴν γνώμη τῶν δικαστῶν του, ἔπρεπε νὰ κοποῦν ἕνα πρὸς ἕνα. Κάθε τόσο, ὅσο μποροῦσε, ὁ Ἐπίσκοπος Ἐμμέραμνος ἀπηύθυνε 
μία θερμὴ προσευχὴ στὸν Χριστό, ὅπως: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, μὲ ἐλύτρωσες μὲ τὸ πανάγιο Aἷμά Σου. Σὲ εὐχαριστῶ ἐκ βαθέων, διότι μὲ ἔφερες ἀπὸ ὅλες τὶς πολλὲς χῶρες σὲ αὐτήν, τῆς ὁποίας ἤθελες νὰ ἠγηθῆς. Γιὰ τὴν ἀγάπη Σου ἂς χυθῆ τὸ αἷμα, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀθῶο ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν ταύτην».

Δύο ἀπὸ τοὺς πέντε ὑπηρέτες, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ ἐκτελέσουν τὴν ἐντολὴ τοῦ Λάμπερτ φοβήθηκαν καί, μὲ χλωμὰ πρόσωπα, προσευχήθηκαν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδίας τους στὸν Χριστό μας νὰ τοὺς συγχωρήση γιὰ ὅσα εἶχαν ἐντολὴ νὰ κάνουν σὲ αὐτὸν τὸν ἀθῶο ἄνθρωπο, καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ἐμμέραμνος ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ τοὺς δώση σύμφωνα μὲ τὴν καρδία τους. Οἱ ἄλλοι τρεῖς ὑπηρέτες, ὅμως, ἔδειξαν τὴν μοχθηρία τῆς καρδίας τους. Πρῶτα ἔκοψαν τὰ δάκτυλα τῶν ποδιῶν τοῦ Ἁγίου, ἔπειτα τὰ δάκτυλα τῶν χεριῶν του, μετὰ καὶ τὰ δυό του πόδια καὶ τὰ δυό του χέρια.

Ὁ δὲ Ἅγιος Ἐμμέραμνος εὐχαριστοῦσε τὸν Θεόν, ὅτι ἐπέτρεψε νὰ ἀξιωθῆ ὅλων αὐτῶν τῶν βασανιστηρίων. Τότε τοῦ ἔκοψαν καὶ τὴν μύτη καὶ τὰ αὐτιά, ἐξώρυξαν τοὺς ὀφθαλμούς του καὶ τὸν εὐνούχισαν. Ὁ Ἐμμέραμνος συνέχισε νὰ εὐχαριστῆ τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχή του. Τελικά, ὁ Λάμπερτ ἔκοψε τὴν γλῶσσα τοῦ Ἁγίου καὶ ἄφησαν τὸν Μάρτυρα.

Ὅταν οἱ σύντροφοι τοῦ Ἁγίου ἦλθαν, ἐθρήνησαν τὸν Ἐπίσκοπό τους. Ὁ Ἐμμέραμνος ζήτησε λίγο νερό. Ὁ δὲ Βιτάλιος τοῦ ἀντέτεινε, πῶς ζητάει νερό, ἀφοῦ ἔμεινε χωρὶς ἄκρα, ἔπρεπε νὰ θελήση 
νὰ πεθάνη παρὰ νὰ ἀγωνίζεται νὰ ζήση ἄλλο. Ὁ Ἐμμέραμνος τοῦ ἀπήντησε, ὅτι ἔπρεπε νὰ παρατείνη κανεὶς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του γιὰ νὰ μετανοήση. Ὡς πρὸς τὰ ἀπερίσκεπτα λόγια του, προεῖπε στὸν Βιτάλιο, ὅτι στὸ μέλλον θὰ ἔβαζε ἕνα ποτὸ στὸ στόμα του μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ἔχανε τὸ μυαλό του, χωρὶς ὅμως νὰ βλάψη κανέναν, πρὸς παραδειγματισμὸ ὅλων.

Οἱ σύντροφοι τοῦ Ἁγίου Ἐμμεράμνου ἐκάλεσαν τότε τοὺς κατοίκους τῆς ὑπαίθρου, οἱ ὁποῖοι ἔδεσαν τὸν τραυματισμένο ἄνδρα καὶ τὸν ἔβαλαν σὲ ἕνα κάρο, τὸ ὁποῖο ἔσερναν βόδια, γιὰ νὰ τὸν μεταφέρουν 3 μὲ 4 ὧρες πίσω στὸ Ἄσχαϊμ, ὅπου ὑπῆρχε μία φάρμα τῶν Δουκῶν.

Πρὶν νὰ ξεκινήση τὸ ἅρμα τοῦ Ἁγίου, ἐμφανίσθηκαν ἔξαφνα δύο ἱππεῖς, μὲ θαυμάσια ἐμφάνισι, ὅπως δὲν εἶχαν δεῖ ποτὲ ἐδῶ. Ἐρώτησαν γιὰ τὸ ποῦ εὑρίσκονται τὰ μέλη τοῦ μαρτυρικοῦ ἀνδρός. Τοὺς ἔδειξαν ἕναν κράταιγο (φυλλοβόλο θάμνο) κάτω ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχαν τοποθετηθῆ τὰ κομμένα μέλη. Σύμφωνα μὲ τὶς ἰδέες τῆς ἐποχῆς, ὅσοι ἔχαναν τὰ ἄκρα τους δὲν θὰ ἔβλαπταν ἂν ἦταν καλυμμένοι μὲ χῶμα.

Μόλις οἱ δύο καβαλλάρηδες σήκωσαν τὰ μέλη, ἔγιναν ἄφαντοι. Τότε ἄνοιξαν τὰ μάτια τοῦ κόσμου, ὅτι ἡ ἐκτέλεσις τοῦ Ἐπισκόπου ἦταν τὸ μαρτύριο ἑνὸς ἀθώου. Ὡς ἐκ τούτου, πολλοὶ κάτοικοι τοῦ τόπου συνώδευσαν τὸν ἀκρωτηριασμένο Ἐπίσκοπο. Τὸ κάρο συνώδευαν καὶ γυναῖκες. Στὸ δρόμο, καθὼς ἐπλησίασαν πολὺ στὸ Ἰσὰρ (Isar), ὁ Ἐμμέραμνος ἐφώναξε καὶ ἔδωσε νὰ καταλάβουν, ὅτι εἶχε ἔλθει ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου του καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ τὸν σηκώσουν ἀπὸ τὸ κάρο. Τὸν ἐσήκωσαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κάρο καὶ τὸν ἐξάπλωσαν στὸ φρέσκο γρασίδι. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος παρέδωσε τὸ πνεῦμά του εἰς χεῖρας Θεοῦ.

Τὴν στιγμὴ τοῦ θανάτου του, ἕνα φῶς ἐξῆλθε τοῦ στόματός του, σὰν μία δυνατὴ δᾶδα, τὸ ὁποῖο ἀνέβαινε ψηλὰ στὸν οὐρανό. Οἱ αἰθέρες ἄνοιξαν καὶ ἡ λάμψις τοῦ οὐρανοῦ ἐφώτισε τὰ πρόσωπα 
ὅλων τῶν παρευρισκομένων σὰν ἀστραπή, καθὼς ὁ Μάρτυς ἀνερχόταν στὸν Παράδεισο. Φόβος καὶ τρόμος κατέλαβε ἅπαντας, καὶ μετὰ βίας ἐτόλμησαν ἔπειτα νὰ ἀγγίξουν τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου γιὰ νὰ τὸ σηκώσουν καὶ ἀποθέσουν πάλι στὸ κάρο.

Τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου ἐνταφιάσθηκε ἀρχικὰ στὸν πλησιέστερο Ναό, τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, στὸ Ἄσχαϊμ. Ὅταν ἀποκαλύφθηκε ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἐγκυμοσύνη τῆς Οὔτα, ὁ Λάμπερτ στάλθηκε στὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Ἀβάρων λόγῳ τῆς σκληρότητός του, ὅπου σύντομα χάθηκε. Ἡ Οὔτα στάλθηκε στὴν Ἰταλία σὲ ἕνα Μοναστήρι, ὁ Σιγκιμπάλδος εἶχε τραπῆ σὲ φυγὴ καὶ τοὺς τρεῖς ὑπηρέτες, οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχαν μὲ εὐχαρίστησι στὴν ἐκτέλεσι τοῦ Ἐμμεράμνου βρῆκε μεγάλη συμφορὰ καὶ ἀπέθαναν, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δύο ὑπηρέτες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταδικάσει τὸν ἑαυτό τους, ἐτελείωσαν εἰρηνικὰ τὴν ζωή τους. Τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἐμμέραμνος παρέδωσε τὸ πνεῦμά του, ξέσπασε μία καταιγίδα, ἡ ὁποία διήρκησε σαράντα ἡμέρες.

Μέσα ἀπὸ διάφορα ὁράματα, κάποιοι κάτοικοι τοῦ Pέγκενσμπουργκ συνειδητοποίησαν, ὅτι ἡ αἰτία τῆς καταιγίδος αὐτῆς ἦταν ὁ θάνατος τοῦ ἀθώου Ἐπισκόπου. Ἔτσι ἀποφασίσθηκε νὰ μετατεθοῦν μὲ τιμὲς τὰ ἱερὰ Λείψανα τοῦ Ἁγίου στὸ Pέγκενσμπουργκ. Τὸ σκήνωμα τοῦ Μάρτυρος μεταφέρθηκε ἀπὸ τὸ Ἄσχάϊμ στὸ Pέγκενσμπουργκ ἐπὶ ποταμοῦ.

Τὸ πλοῖο ἀπὸ μόνο του σταμάτησε στὸ ὕψος τοῦ Pέγκενσμπουργκ. Ὁ Δούκας, οἱ μεγιστᾶνες, ὁ Κλῆρος καὶ ὁ λαὸς παρέλαβαν τὸ ἅγιο Σκήνωμα μὲ μεγάλη ἐπισημότητα. Οἱ ἱερεῖς μετέφεραν αὐτὸ στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, σήμερα Ἁγίου Ἐμμεράμνου, ὅπου καὶ ἐτάφη. Τὴν στιγμὴ τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ Ἁγίου ὁ καιρὸς ἄλλαξε καὶ ἔγινε πάλι αἴθριος.

Σημεῖα.

Στὸ μέρος ὅπου παρέδωσε ὅ Ἅγιος Ἐμμέραμνος τὸ πνεῦμά του, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσι, διατηρήθηκε ἕνα ἰδιαίτερο κλῖμα: δὲν καλύπτοταν ποτὲ πλέον μὲ χιόνι, ἀλλὰ ὅλο τὸν χρόνο, ἀκόμη καὶ τὸν χειμῶνα, ὅταν ὅλη ἡ Γερμανία εἶναι καλυμμένη μὲ πολὺ χιόνι, ἐκεῖ διετηρεῖτο ἀνοιξιάτικη λαμπρότης καὶ ὀμορφιά.

Ἔτσι ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἐμμεράμνου διατηρήθηκε στοὺς ντόπιους κατοίκους, οἱ ὁποῖοι προηγουμένως θεωροῦσαν ὡρισμένα ἄλση καὶ δένδρα ἄξια λατρείας. Ἐκεῖ ἔκτισαν ἕνα Ναΰδριο, στὸ ὁποῖο πολλὲς προσευχὲς γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς εἰσακούσθησαν. Σήμερα ὑπάρχει ἐξωκκλήσι, ὅπου καὶ Λείψανα τοῦ Ἁγίου. Τὸ μέρος ὀνομάζεται Ἅγιος Ἐμμέραμνος (Sankt Emmeram).

Στὸ Χέλφεντορφ (Helfendorf), ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἐμμεράμνου διατηρήθηκε ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι ἡ πέτρα ἐπάνω στὴν ὁποία ἐμαρτύρησε ὁ Ἅγιος ἔκανε πολλὰ θαύματα. Ὅμως τὸ χωριὸ Χέλφεντορφ ἔμεινε ἔρημο γιὰ πολλὰ χρόνια, καθὼς οἱ κάτοικοί του σκορπίσθηκαν, διότι δὲν εἶχαν σταθῆ πλησίον τοῦ ἁγίου Ἐπισκόπου τὴν ὥρα τοῦ Μαρτυρίου του. Ἀργότερα, ἐπάνω ἀπὸ τὸν τόπο τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου κτίσθηκε ἕνας Ναός. Ἕνα ρέμα κυλάει ἀκριβῶς δίπλα στὴν Ἐκκλησία, τοῦ ὁποίου ἡ πηγὴ εὑρίσκεται πλησίον. Ἀπὸ τὴν πηγὴ αὐτὴ δόθηκε γιὰ τελευταία φορὰ νερὸ στὸν Ἅγιο Ἐμμέραμνο.

Ἐπὶ Ἐπισκόπου Γκάγουϊμπαλντ (Gawibald), τὰ ἱερὰ Λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἐμμεράμνου μεταφέρθηκαν στὸν μεγαλύτερο Ναὸ τοῦ ὁμωνύμου Μοναστηριοῦ, ὅπου ἀναπαύονται μέχρι σήμερα. Ἡ ἐπιγραφὴ στὸν σημερινὸ τάφο γράφει: «Ἐμμέραμνος, Ἐπίσκοπος Πουατιέ. Ἦλθε κηρύττων τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ στὴν γῆ τῆς Βαυαρίας, ὅπου ὑπέφερε στὸ Χέλφεντορφ γιὰ χάρι τοῦ Χριστοῦ στὶς 22 Σεπτεμβρίου 652 καὶ ἐτάφη ἐδῶ στὸ Ρέγκενσμπουργκ».

Τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἐμμεράμνου στὸ Pέγκενσμπουργκ ἔκλεισε τὸ 1803. Ὁ Πρίγκιπας τοῦ Θοὺρν καὶ Τάξις (Thurn and Taxis) μετέτρεψε αὐτὸ σὲ παλάτι. Ὁ Ναὸς τοῦ Μοναστηριοῦ ἔγινε ἐνοριακός. Σὲ ἕνα ἄνοιγμα τοῦ Τάφου τοῦ Ἁγίου 
Ἐμμεράμνου τὸν IΖ΄ αἰῶνα, βρέθηκαν τὰ Λείψανα τοῦ Ἁγίου ὅπως ἔπρεπε νὰ εἶναι, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσι τοῦ Μαρτυρίου του.

Θαύματα.

Ἡ παράδοσις ἀναφέρει γιὰ μία γυναίκα, ἡ ὁποία ζοῦσε μὲ ἕναν ἔγγαμο ἄνδρα, τοῦ ὁποίου ἡ σύζυγος ἦταν ἀσθενής. Ὅταν κάποτε μετέβησαν γιὰ προσκύνημαστὸν Ἅγιο Ἐμμέραμνο καὶ εὑρισκόταν μόλις 200 βήματα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἄρχισε ἔξαφνα νὰ τρέμη σὲ κάθε ἄκρο της, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τῆς ἦταν ἀδύνατον νὰ περπατήση οὔτε πρὸς τὰ ἐμπρὸς οὔτε πρὸς τὰ ὀπίσω. Μὲ μεγάλο φόβο ἐκάλεσε σὲ βοήθεια. Ἔτυχε νὰ περάση ἕνας Ἱερέας, ὁ ὁποῖος τὴν ὡδήγησε στὴν ἄκρη καὶ τὴν ἐρώτησε τὸν λόγο τῆς καταστάσεώς της.

Ἐξωμολογήθηκε τὸ ἔγκλημά της καὶ στὴν συνέχεια ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ μαρτύριο, εἰσῆλθε 
ἐλεύθερα στὸν Ναὸ καὶ προσεκύνησε τὰ ἅγια Λείψανα.

Μία ἄλλη φορά, μία ὑπηρέτρια ἔπεσε θῦμα μαγείας καὶ ἄρχισε νὰ νιώθη μία ἀνυπέρβλητη ἀποστροφὴ γιὰ κάθε φαγητό. Ἂν τῆς ἔβαζες μὲ δύναμι κάτι στὸ στόμα, θὰ τὸ ἔφτυνε ἀμέσως, ἀναμιγμένο μὲ αἷμα. Γιὰ ἕνα ἔτος ἔζησε ἔτσι, ἐνῶ ἔκανε τὴν ὑπηρεσία της ὡς συνήθως, καὶ μόνο ἡ ὠχρότητα τοῦ προσώπου της πρόδιδε τὴν κατάστασί της. Τότε, κάποιος φιλόθεος τῆς συνέστησε νὰ κάνη προσκύνημα στὸν Ἅγιο Ἐμμέραμνο. Καθὼς ἐπλησίαζαν στὸν Ναό, ὅπου ἀναπαύονται τὰ Λείψανα τοῦ Ἁγίου, ἡ ὑπηρέτρια ἔνιωσε μεγάλη πεῖνα καὶ ἐζήτησε ψωμί. Ἀφοῦ προσεκύνησε τὰ Λείψανα, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι θεραπευμένη.

Ἡ παράδοσις ἀναφέρει ἐπίσης γιὰ κάποιον εὐσεβῆ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μετέβαινε νὰ προσκυνήση τὰ Λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἐμμεράμνου. Στὸν δρόμο συνάντησε ληστές, οἱ ὁποῖοι τὸν συνέλαβαν καὶ τοῦ ἔκλεισαν τὸ στόμα, ὥστε νὰ μὴν μπορῆ πλέον νὰ μιλήση. Ἔπειτα τὸν μετήγαγαν στὴν Γαλλία, ὅπου τὸν ἐπούλησαν ὡς σκλάβο. Στὸ διάστημα αὐτό, ὁ ἄνδρας συχνὰ νήστευε καὶ προσευχόταν θερμὰ στὸν Θεὸ καὶ στὸν Ἅγιο Ἐμμέραμνο.

Ἕνα ἔτος ἀργότερα, πουλήθηκε στὴν βόρεια Γερμανία, στοὺς Γουέσερ (Weser), μία φυλὴ ἡ ὁποία ἦταν ἀκόμα παγανιστική. Ἐκεῖ ἐκέρδισε τὸν σεβασμὸ τοῦ τοπικοῦ Πρίγκιπος λόγῳ τῆς ἱκανότητός του στὴν κατασκευὴ οἰκιῶν καὶ 
ἄλλων χειρωνακτικῶν δεξιοτήτων.

Ὅταν κάποιος ἔγγαμος ἄνδρας ἀπέθανε, τὸν διέταξε ὁ Πρίγκιπας νὰ λάβη ὡς σύζυγο τὴν χήρα του. Ἐκεῖνος ὅμως ἀρνήθηκε, ἐπισημαίνων ὅτι ἦταν Χριστιανὸς καὶ ἤδη συζευγμένος, καὶ ὅτι ἡ σύζυγός του ἦταν ἀκόμη ζωντανὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ἐπετρεπόταν νὰ ἔλθη σὲ δεύτερο γάμο. Ὡστόσο, αὐτὸ ἑρμηνεύθηκε ὡς μυστικὸ σχέδιο ἀποδράσεως καὶ ἀπειλήθηκε νὰ πωληθῆ στοὺς πλέον ἄγριους Σάξονες, γιὰ νὰ μὴν χάσουν οἱ κύριοι του τὴν τιμὴ τῆς ἀγορᾶς του.

Τελικά, ὁ ἄνδρας ἐνέδωσε στὸν γάμο. Τὴν νύκτα τοῦ γάμου, ὡστόσο, προσπάθησε νὰ πείση τὴν νέα του σύζυγο νὰ προσποιηθῆ, ὅτι ἔκαναν ἕναν κανονικὸ ἔγγαμο βίο, ἀφοῦ, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, εἶχε ἤδη σύζυγο. Ἀλλὰ ἡ νέα του σύζυγος δὲν συμφωνοῦσε καθόλου. Τότε τῆς ἐξήγησε ὅτι, σύμφωνα μὲ τὸ χριστιανικὸ ἔθιμο, ἔπρεπε νὰ περιμένουν τοὐλάχιστον τρεῖς ἡμέρες πρὶν νὰ συνέλθουν. Σὲ αὐτὸ τὸ διάστημα ὁ ἄνδρας αὔξησε τὶς προσευχές του καὶ ἐνήστευε.

Τὸ ἑπόμενο βράδυ, ὁ Ἅγιος Ἐμμέραμνος τοῦ ἐμφανίσθηκε σὲ ὄνειρο καὶ τὸν διέταξε νὰ πάρη τὸ ψωμί, τὸ ὁποῖο ἦταν στὸν ἐπάνω ὄροφο καὶ 
νὰ ἐπιστρέψη ἀμέσως στὴν Βαυαρία. Πρὸς ἔκπληξίν του, ὁ ἄνδρας βρῆκε τὸ ψωμὶ ἐκεῖ ὅπου τοῦ εἶχε ὑποδείξει ὁ Ἅγιος στὸ ὄνειρο καὶ ἔφυγε ἀνενόχλητος ἀπὸ τὸ σπίτι τὸ ἴδιο βράδυ. Μὲ τὴν βοήθεια αὐτοῦ τοῦ ψωμιοῦ ἐταξίδευσε γιὰ δεκατέσσερις ἡμέρες ἕως Βαυαρία καὶ ἔφθασε στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἐμμεράμνου στὸ Pέγκενσμπουργκ στὴν ἀρχὴ τῆς Θείας Λειτουργίας.

Ἀφοῦ παρακολούθησε τὴν Λειτουργία, ὡμίλησε ἐνώπιον τοῦ ἐκκλησιάσματος γιὰ τὴν ὀδύσσειά του καὶ ἐμοίρασε στοὺς πιστοὺς τὸ ὑπόλοιπο ψωμί του, καθὼς τοῦ εἶχε ἀπομείνει τὸ ἕνα τρίτο!...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου