Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

Ἅγιος Οὐανδρεγίσιλος ἢ Βανδρίγιος, Ἡγούμενος ἐν Φοντενὲλ (Γαλλία). Ήμέρα Μνήμης: 22α Ἰουλίου.

Ἅγιος Οὐανδρεγίσιλος ἢ Βανδρίγιος, 
Ἡγούμενος ἐν Φοντενὲλ (Γαλλία). Ήμέρα Μνήμης: 22α Ἰουλίου.


῾Ο Ἅγιος Οὐανδρεγίσιλος ἢ Βανδρίγιος (St. Wandregisilus) γεννήθηκε στὴν περιοχὴ τοῦ Βερντὲν (Αὐστρασία), στὰ τέλη τοῦ Ϛ΄ αἰῶνος. 
Καταγόταν ἀπὸ οἰκογένεια, ἡ ὁποία εἶχε συγγένεια μὲ τὸν αὐλάρχη Πεπῖνο τοῦ Ἐριστάλ, πατέρα τοῦ Καρόλου Μαρτέλου.

Εἰσῆλθε νέος στὴν αὐλὴ τοῦ Βασιλέως Δαγοβέρτου Α΄ (623-629), ὁ ὁποῖος τοῦ χορήγησε τὸν τίτλο τοῦ κόμητος καὶ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν διαχείρισι τῶν βασιλικῶν κτημάτων. Ἐξεπλήρωνε μὲ ἀφοσίωσι τὰ καθήκοντά του, ἀλλὰ ποθοῦσε ἕναν βίο ἀφιερωμένο στὸν Θεό.

Συνεδέθη διὰ πνευματικῆς φιλίας μὲ ἄλλους ἀξιωματούχους, ὅπως τὸν θησαυροφύλακα Δεσιδέριο καὶ τὸν σφραγιδοφύλακα Νταντόν, οἱ 
ὁποῖοι ἀκολουθοῦσαν στὴν αὐλὴ βίο ἀσκητικῶν στερήσεων. 

Ὁ Οὐανδρεγίσιλος ἐνυμφεύθη ἀπὸ ὑποχρέωσι στοὺς γονεῖς του, ἀλλὰ συνεφώνησε μὲ τὴν σύζυγό του νὰ ζήσουν ἐν ἁγνείᾳ καὶ νὰ ἀποσυρθοῦν καὶ οἱ δύο σὲ Μοναστήρι.

Ἐκεῖνος ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ κτήματά του στὴν Λωραίνη, ὀνομαζόμενο Μονφωκὸν (Montfaucon), πλησίον τοῦ Ἁγίου Ἐρημίτου Βαλδερίκου (St. Balderic, Baldericus, Baudry, † Μνήμη: 16 Ὀκτωβρίου).

Ὅταν Πληροφορήθηκε τὴν ἀποσκίρτησί του ὁ Βασιλεὺς Δαγοβέρτος ἐκάλεσε τὸν Οὐανδρεγίσιλο, ὁ ὁποῖος ἐμφανίσθηκε στὸ παλάτι μὲ τὸ ἀσκητικὸ ἔνδυμα, ἀκτινοβολώντας ὡστόσο μίαν οὐράνια λάμψι, καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Βασιλέα τὴν ἄδεια νὰ ἐγκαταλείψη τὰ ἐγκόσμια.

Μετέβη τότε στὸν Ἰούρα γιὰ νὰ ἐγκατασταθῆ ἐκεῖ στὸ ἐρημητήριο, τὸ ὁποῖο εἶχε ἱδρύσει ὁ Ἅγιος Οὑρσικιανὸς ἢ Οὑρσανὸς ἢ Οὑρσίκιος (St. Ursan, Ursanne, Ursannus, Ursicin, Ursicinus, Hursannus, Ursitz, Oschanne, † Μνήμη: 20ὴ Δεκεμβρίου).

Ἀκολουθῶν τὴν παράδοσι τῶν ἰρλανδῶν Μοναχῶν καὶ τοῦ Ἁγίου Κολομβανοῦ († Μνήμη: 23η Νοεμβρίου), διῆγε ἐξαιρετικὰ αὐστηρὸ βίο, περνῶν ὅλες σχεδὸν τὶς νύκτες του ἐν ἀγρυπνίᾳ, ἀνυπόδητος, ἀπαγγέλων ψαλμούς· ὅταν δὲ τὸν κατέθλιβαν πειρασμοί, ἐπήγαινε καὶ ἔπεφτε σὲ μία παγωμένη λιμνούλα.

Ἐπιθυμῶν νὰ ἀφομοιώση βαθύτερα τὴν κληρονομία τοῦ Ἁγίου Κολομβανοῦ, μετέβη στὴν Μονὴ τοῦ Μπόμπιο, τὴν ὁποίαν εἶχε ἱδρύσει ὁ Ἅγιος στὴν Ἰταλία καὶ ἐκεῖ προώδευσε ἔτι περισσότερο μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς.

Στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς πρὸς τὴν Γαλατία, σταμάτησε στὴν Μονὴ τοῦ Ρομαινμουτιὲ (Romainmoûtier), ἡ ὁποία εἶχε ἀνακαινισθῆ ἀπὸ μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Κολομβανοῦ, καὶ ἐγκαταβίωσε ἐκεῖ δώδεκα ἔτη.

Εἰδοποιημένος ἀπὸ Ἄγγελο γιὰ τὴν ἀποστολή, τὴν ὁποίαν ἔπρεπε νὰ ἀναλάβη πρὸς σωτηρίαν πλήθους ψυχῶν, ἐγκατέλειψε τὸν Ἰούρα γιὰ τὴν Νευστρία. Στὴν Ρουὲν βρῆκε πάλι τὸν φίλο του Νταντόν, ὁ ὁποῖος εἶχε γίνει Ἐπίσκοπος μὲ τὸ ὄνομα Οὐὲν (Audoenus, † Μνήμη: 24η Αὐγούστου) καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ αὐτὸν Διάκονος.

Ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἱερωσύνη ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Ἁγίου Ὀμέρ, Ἐπισκόπου Τερουάννης († Μνήμη: 9η Σεπτεμβρίου, βλ. ἐδῶ), ἐβοήθησε τὸν Ἅγιο Οὐὲν στὸν εὐαγγελισμὸ τῆς Ἐπισκοπῆς του.

Λίγα χρόνια ἀργότερα (649), καθὼς ἡ καρδιά του παρέμεινε πάντα διψασμένη γιὰ τὴν συνομιλία μὲ τὸν Θεὸ στὴν ἡσυχία, ἔλαβε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό του νὰ ἐγκατασταθῆ στὸ ἑλῶδες λαγκάδι τοῦ Φοντενέλ, στὸ δάσος τοῦ Ζουμιὲζ (Jumièges), ἰδιοκτησία τοῦ ἀνηψιοῦ του Γκόντ, ὁ ὁποῖος εἶχε λάβει τὴν ἀπόφασι νὰ ἀπαρνηθῆ τὸν κόσμο.

Ὁ Οὐανδρεγίσιλος ἀνέλαβε μὲ ἀκάματο ζῆλο τὴν ἐκχέρσωσι τῆς περιοχῆς, μαζὶ μὲ τοὺς ὁλοένα περισσοτέρους μαθητές, οἱ ὁποῖοι συγκεντρώνονταν γύρω του, καὶ ἀνήγειραν ἐκεῖ τέσσερις Ναοὺς καὶ Κελλιά.

Δίδων τὸ παράδειγμα στὶς χειρωνακτικὲς ἐργασίες, ὁ Ὅσιος ἦταν πρῶτος καὶ στὴν προσευχὴ καὶ ἐδίδασκε τοὺς Μοναχούς του νὰ ἀνατείνουν πάντοτε πρὸς τὴν τελειότητα, λέγων: «Δὲν πρέπει νὰ λογαριάζουμε τὰ χρόνια, τὰ ὁποῖα περάσαμε στὸ Μοναστήρι, ἀλλὰ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα περάσαμε στὴν ἀνεπίληπτη ἄσκησι τῶν θείων ἐντολῶν. Ἡ ἀδελφικὴ ἀγάπη νὰ εἶναι ὁ δεσμός, ὁ ὁποῖος σᾶς ἑνώνει καὶ νὰ διακονεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.

Ὁ πολέμιός σας, ὁ διάβολος, ὅταν σᾶς ἰδῆ ἔτσι ἑνωμένους θὰ τραπῆ σὲ φυγή, γιατὶ δὲν δύναται νὰ πλησιάση ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον βλέπει ἑνωμένο, πνεύματι καὶ καρδίᾳ, μὲ ὅσους τὸν περιβάλλουν».

Ὁ Οὐανδρεγίσιλος ἄφηνε τὴν Μονὴ μόνο γιὰ νὰ κηρύξη στοὺς εἰδωλολάτρες τῆς περιοχῆς ἢ γιὰ νὰ ἱδρύση ἄλλα Μοναστήρια, τὰ ὁποῖα ἔγιναν πέντε τὸν ἀριθμό, ὠργανωμένα ὅπως τὸ Φοντενὲλ μὲ τὴν ἐναρμόνιση τῆς ἰρλανδικῆς παραδόσεως τοῦ Ἁγίου Κολομβανοῦ καὶ τοῦ Κανονισμοῦ τοῦ Ἁγίου Βενεδίκτου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρχίσει νὰ διαδίδεται στὴν Γαλλία.

Ἀφοῦ διοίκησε τὸ Μοναστήρι του ἐπὶ δεκαεννέα ἔτη, ὁ Ὅσιος Οὐανδρεγίσιλος, ὁ ὁποῖος συνεχῶς ἐθρηνοῦσε γιὰ τὴν ξενιτεία, στὴν ὁποία ζοῦσε ἐπὶ τῆς γῆς, ἀσθένησε καὶ ἦλθε σὲ ἔκστασι, κατὰ τὴν 
ὁποίαν εἶδε τὴν πύλη τῶν Οὐρανῶν ἀνοικτή, καὶ τὸν ἑτοιμασμένο γι᾿ αὐτόν, θρόνο τῆς δόξης.

Ὅταν ἦλθε πάλι εἰς ἑαυτόν, προέτρεψε τοὺς 
μαθητές του στὴν ἀμοιβαία ἀγάπη, ὥρισε τὸν διάδοχό του καὶ χαμογελῶν πρὸς τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν, ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ τὴν 22αν Ἰουλίου 688, παρουσίᾳ τοῦ Ἁγίου Οὐὲν καὶ τῶν τριακοσίων μαθητῶν του.

Πηγή:  Ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμος ἑνδέκατος - Ἰούλιος, ἐκδόσεις «Ἴνδικτος», σελ. 247-249, Ἀθήνα 2008.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου