῞Αγιος ῎Εϊνταν τοῦ Λιντισφὰρν τῆς Βρετανίας. Ήμέρα Μνήμη: 31 Αὐγούστου.
Κάνει ἐντύπωση σὲ πολλοὺς ὁ λόγος τοῦ Μοναχοῦ ᾿Αγαπίου Λάνδου στὸ βιβλίο του «῾Αμαρτωλῶν Σωτηρία», ὅτι: «Εἰς τὰς ἀρχάς, ὁποὺ ἐδέχθη τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ ἡ Βρεττανία, ἦσαν εἰς αὐτὴν περίσσα εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι».
῾Υπάρχουν ἀναφορὲς πὼς ὁ Χριστιανισμὸς κηρύχθηκε στὴν Βρετανία τὸν 1ο αἰῶνα, ἀπὸ τὸν ἅγιο ᾿Ιωσὴφ τὸν ᾿Αριμαθαίας καὶ τὸν ἅγιο ᾿Αριστόβουλο μὲ τὴν συνοδεία τοῦ Οὐαλλοῦ Μπρὰν τοῦ Εὐλογημένου, ὁ ὁποῖος διδάχθηκε τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο, μὲ τὸν ὁποῖο ἦσαν μαζὶ στὴ φυλακὴ τῆς Ρώμης.
Οἱ Βρετανοὶ διατήρησαν τὴν πίστη ἀνόθευτη μέχρι τὸ 1066, ὅταν οἱ Νορμανδοί, ὑπὸ τὸν Γουλιέλμο τὸν Κατακτητή, εἰσέβαλαν στὴν Βρεττανία καὶ ἐπέβαλαν στὸν λαὸ κάθε μέρους ποὺ κατακτοῦσαν τὰ Ρωμαιοκαθολικὰ δόγματα.
Κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία, λοιπόν, ὑπῆρξαν πολλοὶ οἱ ὁποῖοι ἀκολούθησαν τὸ Εὐαγγέλιο πιστά, ζοῦσαν μέσα στὴν ᾿Εκκλησία καὶ εἶναι ἀναγνωρισμένοι ἀπὸ αὐτὴ ὡς ῞Αγιοι.
῞Ενας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν τοῦ Λίντισφαρν, τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ εἶναι ὑπόδειγμα αὐθεντικοῦ χριστιανικοῦ καὶ ἱεραποστολικοῦ βίου.
῾Ο ἅγιος ῎Εϊνταν
῾Ο ἅγιος ῎Εϊνταν (Aidan) ἦταν ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος καὶ ἡγούμενος στὸ Λίντισφαρν (Lindisfarne).
Τὸ Λίντισφαρν εἶναι ἕνα μικρὸ νησὶ στὴν ἀκτὴ τῆς βόρειας ᾿Αγγλίας μεταξὺ τῶν σημερινῶν Μπέρουϊκ-ον-Τγουϊντ (Berwick-on-Tweed) καὶ Μπαμπούργ (Bamburgh).
῾Ο ῞Αγιος γεννήθηκε στὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. στὴν ᾿Ιρλανδία. ῎Εγινε Μοναχὸς στὸ νησὶ ᾿Αϊόνα (Iona), ὅπου ὁ ἅγιος Κολούμβα (Columba of Iona, 9 ᾿Ιουνίου) εἶχε ἱδρύσει τὸ μοναστήρι του νωρίτερα.
῞Οταν ὁ βασιλιὰς ἅγιος ῎Οσβαλντ (Oswald, 5 Αὐγούστου) τῆς Νορθαμβρίας (Northumbria) ζήτησε νὰ τοῦ στείλουν ἕναν ἐπίσκοπο γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐκχριστιανίσει τοὺς παγανιστὲς ὑπηκόους του, ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος καὶ πῆγε στὴ Νορθαμβρία τὸ ἔτος 635 μ.Χ. ῾Η ἕδρα του ἦταν τὸ Λίντισφαρν, ὅπου ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο πρῶτα. ῞Ιδρυσε πολλὲς ᾿Ενορίες καὶ ἕνα Μοναστήρι στὸ Μέλροουζ (Melrose), κοντὰ στὸ Λίντισφαρν. Μεταξὺ τῶν πολλῶν πνευματικῶν καρπῶν του ἦταν καὶ ἡ ῾Αγία ῞Ιλδα τοῦ Γουίτμπυ (Hilda of Whitby, 17 Νοεμβρίου) καὶ ὁ ῞Αγιος Κυθβέρτος (Cuthbert, 20 Μαρτίου).
῾Ο ὅσιος Βέτης/Βέδης (Bede, 27 Μαΐου) περιγράφει τὸν ἅγιο ῎Εϊνταν ὡς ἕνα ἄξιο πνευματικὸ ὁδηγὸ καὶ δάσκαλο, μὲ φλογερὴ ἀγάπη καὶ καλοσύνη, συνοδευόμενη μὲ ταπείνωση, ζῆλο καὶ εὐγένεια.
Στὸν βίο τοῦ ἁγίου ῎Εϊνταν διακρίνομε μία αὐθεντικὴ χριστιανικὴ πνευματικότητα, δηλαδὴ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ συνοδευόμενη μὲ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ἰδιαιτέρως μάλιστα πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους.
῾Η ἱεραποστολικὴ ὁμάδα τοῦ ἁγίου ῎Εϊνταν στὴν Νορθαμβρία ἦταν αὐτὴ ποὺ ὁδήγησε τοὺς ᾿Αγγλοσάξονες στὸ Χριστιανισμό. Στὸ Λίντισφαρν σήμερα ὑπάρχει ἕνα ἄγαλμα τοῦ ἁγίου ῎Εϊνταν, ὁ ὁποῖος κρατάει ἕνα λυχνάρι, ποὺ συμβολίζει τὴν πίστη, τὴν ὁποία δίδαξε σὲ αὐτὸ τὸ μέρος τῆς ᾿Αγγλίας.
῾Η χειροτονία
῞Οταν ὁ βασιλιὰς ῎Οσβαλντ ἀνέβηκε στὸν θρόνο, ἦταν ἀποφασισμένος ὅτι ὅλος ὁ λαός, ὁ ὁποῖος ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του, ἔπρεπε νὰ λάβει τὴν χάρη τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ.
῾Ο ῎Οσβαλντ καὶ οἱ ἄντρες του εἶχαν ἤδη γίνει χριστιανοί, ἀφοῦ, ὅταν ἦταν ἐξόριστοι στὴν ᾿Ιρλανδία, εἶχαν βαπτισθεῖ ἀπὸ ᾿Ιρλανδοὺς ἱεραποστόλους. ῞Οταν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία ζήτησε ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ᾿Ιρλανδοὺς Γέροντες νὰ στείλουν ἕναν ἐπίσκοπο γιὰ νὰ διδάξει τὰ προτερήματα τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἀγγλικὸ λαό του στὴν ἀληθινὴ πίστη. ῾Η ἐπιθυμία του ἐκπληρώθηκε ἀμέσως. Οἱ Γέροντες ἔστειλαν τὸν ἐπίσκοπο ῎Εϊνταν, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξαιρετικὴ καλοσύνη, εὐλάβεια, ἐγκράτεια καὶ ἦταν πλήρως ἀφιερωμένος στὸ Θεό.
῞Οταν ὁ ᾿Επίσκοπος ἔφθασε, ὁ βασιλιὰς τοῦ ἔδωσε, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία του, τὸ νησὶ τοῦ Λίντισφαρν γιὰ ἐπισκοπική του ἕδρα. Αὐτὸ τὸ μέρος, ἐπειδὴ ἡ παλίρροια ἀνεβοκατεβαίνει δυὸ φορὲς τὴν ἡμέρα, περικυκλώνεται ἀπὸ τὰ κύματα τῆς θάλασσας καὶ εἶναι σὰν νησί, καί, ὅταν ἡ ἀκτὴ εἶναι ξερή, δυὸ φορὲς τὴν ἡμέρα πάλι ἑνώνεται μὲ τὴν στεριά.
῾Ο βασιλιὰς ταπεινὰ καὶ μὲ εὐχαρίστηση ἄκουγε τὴ συμβουλὴ τοῦ ᾿Επισκόπου γιὰ ὅλα τὰ θέματα, καὶ εὐσυνείδητα προσπαθοῦσε νὰ θεμελιώσουν καὶ νὰ ἐπεκτείνουν τὴν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὸ βασίλειό του.
Πράγματι, ἦταν ὄμορφο νὰ βλέπει κανεὶς τὸν βασιλιὰ νὰ εἶναι ὁ διερμηνέας τῶν οὐρανίων λόγων πρὸς τὸν λαό του, ὅταν ὁ ᾿Επίσκοπος ῎Εϊνταν κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο. Κι αὐτὸ ἐπειδὴ ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν δὲν γνώριζε τὴν ἀγγλικὴ γλώσσα καλά, ἐνῶ ὁ βασιλιὰς εἶχε μάθει τέλεια τὴν ἰρλανδικὴ γλώσσα, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μακρᾶς ἐξορίας του ἐκεῖ.
῾Η ἀρετὴ τῆς διακρίσεως
῞Οταν ὁ βασιλιὰς ῎Οσβαλντ ζήτησε νὰ τοῦ στείλουν κάποιον ἐπίσκοπο, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει αὐτὸν καὶ τὸν λαό του, πρῶτα τοῦ ἔστειλαν κάποιον ἄλλον μὲ αὐστηρότερο πνεῦμα. Αὐτὸς κήρυξε στὸν ἀγγλικὸ λαό, ἀλλὰ χωρὶς ἐπιτυχία. ῞Οταν ἀντιλήφθηκε ὅτι δὲν ἔχουν τὴν διάθεση νὰ τὸν ἀκούσουν, ἐπέστρεψε στὴ χώρα του.
Σὲ μιὰ σύναξη εἶπε στοὺς Γέροντές του ὅτι δὲν εἶχε καμμιὰ πρόοδο μὲ τὸ νὰ διδάσκει στοὺς ἀνθρώπους ὅπου τὸν εἶχαν στείλει, ἐξαἰτίας τῆς ἀνυπακοῆς, τῆς ξεροκεφαλιᾶς καὶ τῆς βαρβαρότητάς τους.
῞Ομως, οἱ Γέροντες ἀγωνιοῦσαν νὰ δώσουν τὴ βοήθεια ποὺ ὁ λαὸς ἐκεῖνος εἶχε ζητήσει. Εἶχαν μεγάλη λύπη γιὰ τὸ ὅτι ὁ δάσκαλος ποὺ ἔστειλαν δὲν ἔγινε δεκτός. Συζήτησαν γιὰ πολλὲς ὧρες, καὶ ξαφνικὰ ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν εἶπε πρὸς τὸν ἐπίσκοπο ἐκεῖνον:
«᾿Αδελφέ, χωρὶς λόγο ἤσουν αὐστηρὸς πρὸς τοὺς ἀδιάφορους ἀκροατές σου. Δὲν τοὺς πρόσφερες πρῶτα τὸ λόγο τῆς ἁπλῆς διδασκαλίας, ὅπως καὶ ὁ ᾿Απόστολος προτείνει (Αʹ Κορ. γʹ 2), ὥστε ἔτσι μὲ ἀργὸ ρυθμὸ καὶ σταδιακά, καθὼς θὰ δυναμώνουν μὲ τὴν τροφὴ τῆς πίστεως τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνουν ἱκανοὶ νὰ δεχθοῦν τὴ βαθύτερη διδασκαλία καὶ νὰ ἐκπληρώσουν τὴν ἀνώτερη ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ».
Τότε ὅλα τὰ βλέμματα στράφηκαν πρὸς αὐτόν, καὶ ὅσοι ἦταν παρόντες συλλογίσθηκαν μὲ μεγάλη προσοχὴ αὐτὰ ποὺ εἶπε. Μετά, ὅλοι συμφώνησαν ὅτι ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν ἦταν ἄξιος νὰ γίνει ἐπίσκοπος. Αὐτὸς ἦταν ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ μποροῦσε νὰ διδάξει ἐκείνους τοὺς ἄπιστους, ἐφ᾿ ὅσον εἶχε ἀποδείξει τὸν ἑαυτό του ὡς προικισμένο μὲ τὴν χάρη τῆς διακρίσεως, τὴν μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν.
Καθὼς περνοῦσε ὁ καιρός, ἡ ἐξαιρετική του προσωπικότητα ἀνέπτυξε πολλὲς ἀρετές, ἀλλ᾿ αὐτὲς ποὺ κυρίως τὸν χαρακτήριζαν ἦταν ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ διάκριση, ἀρετὲς τὶς ὁποῖες καὶ οἱ Γέροντες εἶχαν πρῶτα παρατηρήσει σὲ αὐτόν. Διδασκαλία μέσῳ τοῦ παραδείγματος.
῾Ο ἅγιος ῎Εϊνταν δίδαξε στὸν ἀγγλικὸ λαὸ πολλὰ ὠφέλιμα πράγματα γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς τους. Πάνω ἀπὸ ὅλα τοὺς ἔδωσε τὸ παράδειγμα τῆς ἐγκρατείας καὶ τοῦ αὐτοελέγχου. Τὸ σπουδαιότερο ἦταν ὅτι δὲν τοὺς δίδασκε ἄλλο τρόπο ζωῆς ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ὁ ἴδιος ζοῦσε μὲ τοὺς ἀδελφούς του.
῾Ο ἅγιος ῎Εϊνταν ποτὲ δὲν ἔψαξε, ἀλλὰ καὶ οὔτε νοιαζόταν γιὰ ἐπίγειους θησαυρούς. ᾿Αντίθετα, χαιρόταν νὰ δίνει σὲ ὁποιονδήποτε φτωχὸ ἄνθρωπο τὰ δῶρα, τὰ ὁποῖα εἶχε λάβει ἀπὸ βασιλιάδες καὶ πλούσιους τοῦ κόσμου αὐτοῦ.
Συνήθιζε νὰ ταξιδεύει ὁπουδήποτε, σὲ πόλεις καὶ σὲ χωριὰ μὲ τὰ πόδια, καὶ ὄχι πάνω σὲ ἄλογο, ἐκτὸς ἂν ἦταν ἀναγκασμένος νὰ κάνει κάτι τέτοιο ἐξ αἰτίας κάποιας ἐπείγουσας ἀνάγκης. Πήγαινε μὲ τὰ πόδια, ὥστε κάθε φορὰ ποὺ ἔβλεπε ἀνθρώπους φτωχοὺς ἢ πλουσίους, νὰ μπορεῖ νὰ τοὺς πλησιάσει κατ᾿ εὐθείαν, χωρὶς νὰ χρειαστεῖ νὰ σταματήσει καὶ νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ ἄλογο. ῍Αν αὐτοὶ ἦταν ἤδη πιστοί, τότε τοὺς δυνάμωνε στὴν πίστη, ἐνθαρρύνοντάς τους μὲ λόγια καὶ ἔργα νὰ ἐξασκοῦν τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν ἀγαθοεργία.
῾Η ζωὴ τοῦ ἁγίου ῎Εϊνταν, σὲ σύγκριση μὲ τὴ σημερινή μας ἀκηδία, βρίσκεται σὲ μεγάλη ἀντίθεση. ῞Οσοι τὸν συνόδευαν, εἴτε κληρικοὶ εἴτε λαϊκοί, ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀπασχολημένοι μὲ προσευχὴ καὶ κάποια μορφὴ μελέτης. Δηλαδή, ἔπρεπε νὰ ἀπασχολοῦνται μὲ τὴν ῾Αγία Γραφὴ ἢ μὲ τὸ νὰ μαθαίνουν τοὺς Ψαλμούς.
῍Αν ποτὲ συνέβαινε, ποὺ σπάνια γινόταν, νὰ εἶναι καλεσμένος ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν σὲ συμπόσιο μὲ τὸν βασιλιά, πήγαινε μαζὶ μὲ ἕνα ἢ δύο ἀπὸ τοὺς κληρικούς του. ᾿Αφοῦ ἔτρωγε λίγο φαγητό, ἔφευγε βιαστικὰ εἴτε γιὰ νὰ μελετήσει ἢ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.
Οὔτε ὁ σεβασμός, ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ φόβος τὸν σταματοῦσαν νὰ παραμείνει σιωπηλὸς μπροστὰ στὶς ἁμαρτίες τῶν πλουσίων, τοὺς ὁποίους διόρθωνε μὲ μία αὐστηρὴ παρατήρηση.
Ποτὲ δὲν ἔδωσε λεφτὰ στοὺς ἰσχυροὺς τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μόνο τροφή, ὅταν τοὺς φιλοξενοῦσε. Μοίραζε τὰ δῶρα, τὰ ὁποῖα λάμβανε ἀπὸ πλούσιους σὲ φτωχούς, γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν, ὅπως εἴπαμε, ἢ τὰ ἔδινε γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση αὐτῶν ποὺ εἶχαν ἄδικα πουληθεῖ ὡς σκλάβοι.
῾Η ἀρετὴ τῆς εὐσπλαγχνίας
Κατά τὴ διάρκεια τῆς ἐπισκοπικῆς του θητείας ἕνας Μερκιανὸς (Mercian) ἐχθρικὸς στρατός, ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Πένδα (Penda), ἀπάνθρωπα λεηλατοῦσε ὁλόκληρο τὸ βασίλειο τῆς Νορθαμβρίας.
᾿Αφοῦ ὁ Πένδα ἔφθασε στὴ βασιλικὴ πόλη, ἡ ὁποία εἶχε τὸ ὄνομα μιᾶς πρώην βασίλισσας, τῆς Μπὲμπ (Bebe [Bamburgh]), καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν κατακτήσει μὲ ἐπίθεση ἢ μὲ πολιορκία, προσπάθησε νὰ τὴν πυρπολήσει. Κατεδάφισε ὅλη τὴν ὀχύρωση στὴν περιοχὴ τῆς πόλεως καὶ ἔφερε μαζί του πολλὰ δοκάρια, καδρόνια σκεπῶν, τοίχους κατασκευασμένους μὲ κλαδιὰ καὶ ἀχυρένιες στέγες. Τὰ μάζεψε ὅλα αὐτὰ σὲ ἕνα τεράστιο ὕψος γύρω ἀπὸ αὐτὴ τὴν μεριὰ τῆς πόλεως, τὴν ὁποίαν κοίταζε.
Τότε ὁ ἐπίσκοπος ῎Εϊνταν ἔμενε στὸ νησὶ Φάρν, λιγότερο ἀπὸ δυὸ μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη. Συχνὰ ἀποσυρόταν ἐκεῖ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ μόνος καὶ μὲ ἡσυχία. ῞Οταν ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν εἶδε τὶς φλόγες καὶ τὸν καπνό, ποὺ ἐρχόταν ἐξ αἰτίας τῶν ἀνέμων πάνω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ τὰ χέρια του στὸν οὐρανό, καὶ εἶπε μὲ δάκρυα: «῏Ω Κύριε, δὲς πόσο κακὸ κάνει ὁ Πένδα!».
Μόλις εἶπε αὐτὲς τὶς λέξεις, οἱ ἄνεμοι ἔφυγαν ἀπὸ τὴν πόλη καὶ οἱ φλόγες στράφηκαν πρὸς τοὺς ἐμπρηστές. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς νὰ πληγωθοῦν, ἐνῶ ὅλοι τους εἶχαν τρομοκρατηθεῖ τόσο πολύ, ποὺ σταμάτησαν νὰ κάνουν ἄλλες προσπάθειες νὰ κατακτήσουν τὴν πόλη, ἀντιλαμβανόμενοι ὅτι αὐτὴ ἦταν κάτω ἀπὸ θεία προστασία.
῾Η κοίμηση
Ἦλθε ἡ στιγμή, ποὺ ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν ἔπρεπε νὰ ἀναχωρήσει γιὰ τοὺς οὐρανούς.
Αὐτὸς ζοῦσε μέσα στὴν περιοχὴ κάποιας βασιλικῆς κατοικίας, ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη, ὅταν τὸν κατέλαβε ἡ ἀσθένεια. ᾿Εκεῖ εἶχε μία ἐκκλησία καὶ ἕνα κελλί, ὅπου πολὺ συχνὰ ἔμενε καθὼς ταξίδευε σὲ γειτονικὲς περιοχὲς γιὰ νὰ κηρύξει.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀρρώστιας του, οἱ ἀκόλουθοί του ἔστησαν μία σκηνή, ἐνσωματωμένη στὸν τοῖχο τῆς ἐκκλησίας, ποὺ κοίταζε πρὸς τὴ δύση. ῾Ο ἅγιος ῎Εϊνταν ἀνέπνευσε γιὰ τελευταία φορά, καθὼς εἶχε γείρει πρὸς τὸ ἀντιτείχισμα, ποὺ στήριζε τὴν ἐκκλησία ἐξωτερικά.
Κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ στὶς 31 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 651 μ.Χ., κατὰ τὸν 17ο χρόνο τῆς ἐπισκοπικῆς του θητείας.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ τὸ σῶμα του μεταφέρθηκε στὸ νησὶ τοῦ Λίντισφαρν καὶ θάφτηκε στὸ νεκροταφεῖο τῆς ᾿Αδελφότητας. ᾿Αργότερα, ὅταν μία μεγαλύτερη ἐκκλησία χτίσθηκε καὶ ἀφιερώθηκε στὸν πιὸ εὐλογημένο ἀπὸ ὅλους τοὺς ᾿Αποστόλους, στὸν ᾿Απόστολο Παῦλο, τὰ Λείψανα τοῦ ἁγίου ῎Εϊνταν μεταφέρθηκαν καὶ θάφτηκαν στὴ δεξιὰ μεριὰ τοῦ ἱεροῦ Βήματος, μὲ τὴν τιμὴ ποὺ ἁρμόζει σὲ ἕνα θαυμαστὸ ἐπίσκοπο.
῾Η μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 31 Αὐγούστου.
Τὸ ὅραμα
Τὴν ἴδια ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ ἁγίου ῎Εϊνταν, ἕνας ἄλλος δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἅγιος Κυθβέρτος, ὅταν ἦταν ἀκόμα λαϊκός, ἔτυχε νὰ χάσει τὸ κοπάδι, τὸ ὁποῖο εἶχε ὑπ᾿ εὐθύνη του. ῎Ετσι μὲ μερικοὺς ἄλλους βοσκοὺς πῆγαν πρὸς τοὺς λόγγους ψάχνοντας γιὰ τὰ χαμένα πρόβατά τους.
Μία ἀπὸ τὶς νύχτες αὐτές, ποὺ οἱ ἄλλοι εἶχαν ἀποκοιμηθεῖ, αὐτὸς ἐκτελοῦσε καθήκοντα φρουροῦ. Τότε, καθὼς προσευχόταν, εἶδε ξαφνικὰ μία λάμψη νὰ ξεχωρίζει στὸ σκοτάδι, καὶ χοροὺς οὐρανίων δυνάμεων νὰ κατευθύνονται πρὸς τὴ γῆ, νὰ ἁρπάζουν γρήγορα μία ἐντυπωσιακὰ λαμπρὴ ψυχὴ καὶ νὰ ἐπιστρέφουν στὸν οὐρανό.
Τότε εἶπε ὁ Κυθβέρτος:
«Τὶ κακόμοιροι εἴμαστε, ποὺ παραδοθήκαμε στὸν ὕπνο καὶ στὴν ἀργία, ὥστε νὰ μὴ δοῦμε ποτὲ τὴν δόξα αὐτῶν, ποὺ βλέπουν τὸν Χριστὸ ἀσταμάτητα! Μετὰ ἀπὸ μία τέτοια μικρὴ ἀγρυπνία, τὶ θαυμάσια εἶδα! ῾Η θύρα τοῦ Παραδείσου ἄνοιξε καὶ μία ὁμάδα ᾿Αγγέλων ὁδήγησε τὸ πνεῦμα ἑνὸς ἁγίου ἀνθρώπου πρὸς στὸν οὐρανό. ᾿Ενῶ ἐμεῖς εἴμαστε σὲ βαθύτατο σκοτάδι, αὐτὸς ἔχει τὴν εὐτυχία νὰ κοιτάζει αἰωνίως στὰ μέρη τοῦ Παραδείσου καὶ τοῦ αἰωνίου Βασιλιᾶ. Πρέπει νὰ ἦταν κάποιος ἅγιος κληρικὸς ἢ κάποιος λαϊκὸς μεγάλης πνευματικότητας, γιὰ νὰ εἶναι περικυκλωμένος ἀπὸ τόσο φῶς καὶ νὰ ὁδηγήθηκε μὲ τόση τιμὴ ἀπὸ συνοδεία ᾿Αγγέλων».
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα ἔμαθαν πὼς ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν, ὁ ἐπίσκοπος τοῦ Λίντισφαρν, ἕνας ἄνθρωπος ἀξιοθαύμαστης ἁγιότητος, πέρασε πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, κατὰ τὴν ὥρα τοῦ ὁράματός του.
Τότε καὶ ὁ Κυθβέρτος ἔδωσε τὰ πρόβατα πίσω στοὺς ἰδιοκτῆτες τους καὶ ἀποφάσισε νὰ γίνει Μοναχός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου