Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

Ἅγιος Ντεϊνιόλ (Δανιήλ), Ἐπίσκοπος Μπανγκὸρ (Οὐαλλίας) Ἡγούμενος καὶ Ὁμολογητὴς. Ήμέρα Μνήμης: 11 Σεπτεμβρίου.

Ἅγιος Ντεϊνιόλ (Δανιήλ), Ἐπίσκοπος Μπανγκὸρ (Οὐαλλίας) Ἡγούμενος καὶ Ὁμολογητὴς. Ήμέρα Μνήμης: 11 Σεπτεμβρίου.


῾Ο Ἅγιος Δανιὴλ (St. Deiniol), ὁ λαμπρὸς αὐτὸς ἀστὴρ τῆς Βρετανικῆς Ἐκκλησίας, διέλαμψε κατὰ τὸν 6ο αἰῶνα.

Ὁ μακάριος Δανιὴλ καταγόταν ἀπὸ εὐγενὲς γένος Βρετανῶν. Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τοὺς γονεῖς καὶ τὴν πατρίδα του μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ ζήση τὴν ζωὴν ἑνὸς Ἐρημίτου καὶ Μοναχοῦ, ἦλθε σὲ κάποιο βουνό, τὸ ὁποῖο σήμερα ὀνομάζεται Ὄρος τοῦ Δανιὴλ (Daniel’s Mount), πλησίον τοῦ Πέμπροκ (Pembroke), στὴν Ἐπισκοπὴ τῆς Μενεβίας (Diocese of Menevia), καθὼς θεωροῦσε ὅτι τὸ μέρος αὐτό, ἀπομακρυσμένο ἀπὸ τὸν θόρυβο τῶν ἀνθρώπων, ἦταν κατάλληλο γιὰ νὰ ἀπολαμβάνη τοὺς καρποὺς τῆς θείας ἡσυχίας, καὶ ἀπεφάσισε, ἂν ὁ Θεὸς τὸ ἐπέτρεπε, νὰ παραμείνη στὸ βουνὸ αὐτὸ γιὰ νὰ ὑπηρετήση τὸν Κύριό του.

Ὁ κύριος τοῦ τόπου τὸν δέχθηκε εὐγενικὰ καὶ τοῦ ἔδωσε ἀπὸ τὴν ἰδική του γῆ ὅση ἔκτασι θεωροῦσε ἀπαραίτητη γιὰ τὴν καθημερινή του 
συντήρησι, μαζὶ μὲ ζῶα καὶ ὑπηρέτες κατάλληλους γιὰ τὴν γεωργία, ἐνῶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κατασκευασθῆ μία ἀγροικία γιὰ τὴν κατοικία 
του, στὸ σημεῖο ὅπου εὑρίσκεται τώρα ἕνας Ναὸς θαυμαστῆς ὀμορφιᾶς καὶ μεγέθους, κτισμένος πρὸς τιμὴν καὶ στὸ ὄνομα τοῦ ἴδιου Ἁγίου.

Ἐκεῖ ὁ Δανιὴλ ὑπηρετοῦσε εὐλαβικὰ τὸν Παντοδύναμο Θεό, τὸν Δημιουργό του, μὲ νηστεῖες, προσευχὲς καὶ ἄλλα ἔργα εὐσεβείας.

Μετὰ ἀπὸ κάποιο διάστημα, ἡ Μητροπολιτικὴ Ἐκκλησία τοῦ Μπάνγκορ ἐχήρευσε λόγῳ τοῦ θανάτου τοῦ Ἐπισκόπου της, καὶ συναθροίσθηκαν οἱ ἐκλέκτορες τοῦ νέου Ἐπισκόπου στὴν ἐν λόγῳ Ἐκκλησία. Ἐπεκαλέσθησαν τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τοὺς ἀποκαλύφθηκε οὐρανόθεν, ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ στείλουν χωρὶς καθυστέρησι στὸ Πέμπροκ καὶ νὰ ὁρίσουν κάποιον Ἐρημίτην, ὁ ὁποῖος κατοικοῦσε σὲ ἕνα βουνὸ στὸ νότιο τμῆμα τοῦ Πέμπροκ, νὰ γίνη Ποιμὴν καὶ Ἐπίσκοπος τῆς Ἐπαρχίας τους. Ἡ οὐράνια ἀγγελία προσέθεσε, ὅτι ὀνομαζόταν Δανιήλ.

Ἀμέσως ἔστειλαν ἀγγελιοφόρους στὸ προαναφερθὲν μέρος. Ὅταν οἱ ἀγγελιοφόροι ἔφθασαν ἐκεῖ, βρῆκαν τὸν Ἐρημίτη στὸ ἀναφερθὲν μέρος, καί, ἀφοῦ πρῶτα τὸν ἐχαιρέτησαν, ἐρώτησαν αὐτόν: «Ποιό εἶναι τὸ ὄνομά σου;». Ἐκεῖνος ἀπήντησε ταπεινά: «Ὀνομάζομαι Δανιήλ, ἀλλὰ δὲν εἶμαι προφήτης». Τότε οἱ ἀγγελιοφόροι ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην καὶ τοῦ εἶπαν λεπτομερῶς τὸ ἀντικείμενο τοῦ ταξιδιοῦ καὶ τῆς ἀφίξεώς τους ἐκεῖ.

Ἐκεῖνος ὅμως, κατάπληκτος, τοὺς εἶπε: «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναζητῆτε ἐμένα ὡς ἐκλεγμένο Ἐπίσκοπο, ἀφοῦ δὲν ἔχω οὔτε στοιχειώδη παιδεία οὔτε καμμία γνῶσι τῶν γραμμάτων;». Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπήντησαν: «Εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ γίνη ἔτσι». Καὶ ἐκεῖνος, νικημένος ἀπὸ τὴν ἐπιμονή τους, καὶ μὴ θέλων νὰ παρακούση στὴν θεία πρόσκλησι, ἄφησε ὅλα ὅσα εἶχε καὶ τοὺς ἀκολούθησε, ἐπικαλούμενος τὸ Ὄνομα τοῦ Σωτῆρος, ἕως στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως Μπανγκόρ.

Ἀμέσως τότε ἤχησαν ὅλες οἱ καμπάνες τῆς πόλεως χωρὶς ἀνθρώπινο χέρι νὰ τοὺς κινῆ. Ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως ἄκουσαν τὶς καμπάνες, μετέβησαν στὸν Ναό. Ἀφοῦ ὅμως δὲν βρῆκαν κανένα νὰ κτυπάη τὶς καμπάνες, ἔλεγαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, ὅτι πρόκειται γιὰ θαῦμα τοῦ Κυρίου. Καὶ ἀμέσως, ἰδού, οἱ ἀγγελιοφόροι μὲ τὸν Δανιὴλ στέκονταν τώρα στὶς πύλες τοῦ Ναοῦ Ἐκκλησίας. Τότε οἱ Κληρικοὶ ὡδήγησαν τὸν Δανιὴλ στὸ Ἱερὸ καὶ ἔψαλαν μὲ τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ θέρμη Δοξολογία, εὐχαριστοῦντες τὸν Σωτῆρα γιὰ τὸ μέγα Του Ἔλεος. Καὶ ὅταν ὁ Ἅγιος Δανιὴλ ἀνέστη ἀπὸ τὴν προσευχή, εἶχε προικισθῆ μὲ ὅλες τὶς ἐκκλησιαστικὲς γνώσεις, ὥστε κανεὶς στὴν Βρετανία δὲν φαινόταν πλέον νὰ τοῦ μοιάζη σὲ γνώσεις καὶ γράμματα.

Μετὰ τὰ κατάλληλα χρονικὰ διαστήματα, ἀφοῦ προήχθη δεόντως σὲ ὅλες τὶς χαμηλότερες καὶ ὑψηλότερες τάξεις τοῦ Κλήρου, χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος μὲ μεγάλη τιμὴ καὶ ἐνθρονίζεται, πρὸς μεγάλη χαρὰ καὶ τοῦ λαοῦ. Καὶ ἐνδυθεὶς πλέον τὸν ἐπισκοπικὸ μανδύα, ἀκτινοβολεῖ μὲ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

Θὰ ἦταν ὅμως πολὺ μεγάλο ἔργο νὰ ἀπαριθμήσουμε ὅλα τὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα ὁ Κύριος εὐδόκησε νὰ ἐπιτελέση μέσῳ τῶν χαρισμάτων του, τόσο κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του ὅσο καὶ μετὰ τὴν κοίμησί του, διότι ἦσαν πάρα πολλά.


Μία νύκτα, ἐνῶ ὁ Ἅγιος κατοικοῦσε ἀκόμη στὸ βουνὸ τοῦ Πέμπροκ, δύο κακοποιοὶ ἦλθαν ἐκεῖ γιὰ νὰ κλέψουν τὰ βόδια, τὰ ὁποῖα εἶχαν δοθῆ στὸν Ἅγιο γιὰ νὰ ὀργώση τὴν γῆ του. Πῆραν τὰ ζῶα καὶ ἄρχισαν νὰ τὰ ἀπομακρύνουν. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἄνθρωπος ἤκουσε τὸν θόρυβο τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ζώων καὶ εἶδε ἀπὸ τὸ παράθυρό του τοὺς κλέπτες νὰ παίρνουν τὰ βόδια. Ἐξῆλθε καὶ ἐφώναξε: «Περιμένετε, περιμένετε μία στιγμή, στὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου». Ἐκεῖνοι ὅμως, στὸ ἄκουσμα τῆς φωνῆς του, ἔτρεξαν γρηγορώτερα. Τότε ὁ Ἅγιος Δανιήλ ἐσημείωσε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ πρὸς τὰ βόδια, γιὰ νὰ μὴν ὑποστῆ ζημιὰ γιὰ τὴν ἀξιέπαινη πρᾶξι του ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος τοῦ τὰ εἶχε δώσει, καὶ ἀμέσως οἱ κλέπτες μετεβλήθησαν ἐπὶ τόπου σὲ πέτρες, οἱ ὁποῖες στέκονται σὰν ἄνθρωποι, μέχρι σήμερα. Τὰ δὲ ζῶα ἐπέστρεψαν στὰ συνηθισμένα τους βοσκοτόπια.

Μία ἄλλη φορά, ὅταν ὁ Ἅγιος ἄνθρωπος δὲν εὕρισκε ζῶα γιὰ νὰ ὀργώση τὴν γῆ του, ἰδού, ἦρθαν ἀπὸ τὸ πλησίον δάσος Πένκοεντ (Pencoed) δύο μεγάλα ἐλάφια μέχρι τὸ μέρος ὅπου ἡ γῆ ἔπρεπε νὰ ὀργωθῆ, ὑπέβαλαν τοὺς λαιμούς τους στὸ ζυγό, σὰν ἥμερα ζῶα, καὶ εἵλκυαν τὸ ἄροτρο ὅλη τὴν ἡμέρα. Ὅταν τελείωσε ἡ ἐργασία τῆς ἡμέρας, ἐπέστρεψαν στὸ δάσος.

Κάποτε ὁ Ἅγιος μετέβη γιὰ προσκύνημα στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ τοὺς Τόπους τῆς Γεννήσεως καὶ τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου καὶ ἐπισκέφθηκε τὸν Πανάγιο Τάφο, στὸν ὁποῖο ἐκηδεύθη τὸ Σῶμα τοῦ Σωτῆρος, ἔφθασε στὸν Ἰορδάνη Ποταμό, τὸν ἠγιασμένο ἀπὸ τὸ Βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ἐγέμισε ἕνα φιαλίδιο ἀπὸ τὰ ὕδατα του Ποταμοῦ καὶ τὸ ἔφερε μαζί του ὀπίσω στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, πλησίον τοῦ Πέμπροκ, ὅπου εἶχε κτισθῆ ἡ κατοικία του, καὶ ὅπου ὑπῆρχε μεγάλη ἔλλειψις νεροῦ. Ἀφοῦ ἐπικαλέσθη τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἐστήριξε τὸ ραβδί του στὸ ἔδαφος, καὶ ἔχυσε ἐκεῖ τὸ νερό, τὸ ὁποῖο εἶχε φέρει ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἀμέσως τὸ ραβδὶ ἐμεγάλωσε σὲ ἕνα πολὺ ὄμορφο δέντρο, καὶ μία πηγὴ γλυκυτάτου ὕδατος ἀναπήδησε στὸ σημεῖο, ἱκανὴ νὰ θεραπεύση διάφορες ἀσθένειες.

Μία γυναίκα ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Κέρβυ (Caerwy), στὴν Ἐπισκοπὴ τῆς Μενεβίας, ἦταν ὑπερβολικὰ πρησμένη καὶ καμμία συμβουλὴ τῶν ἰατρῶν δὲν ἦταν ἱκανὴ νὰ τὴν ἀνακουφίση. Τελικὰ ἦλθε στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Δανιὴλ καὶ ἐν συνεχείᾳ στὴν προαναφερθεῖσα πηγή. Ἐπικαλουμένη τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου, ἤπιε ἀπὸ τὸ νερό της γιὰ νὰ ἀνακτήση τὴν ὑγεία της καί, πρὶν ἀναχωρήση, ἦλθε στὴν πόρτα τοῦ Ναοῦ. Ἐκεῖ ἡ γυναίκα ἔβγαλε ἀπὸ τὸ στόμα της, ἐνώπιον πολλῶν παρευρισκομένων, τρία φρικτὰ τετράποδα σκουλήκια, καὶ ἰατρεύθη ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη.

Ἐπίσης, ἡ σύζυγος κάποιου ἀνδρὸς ἀπὸ τὴν Ὀξφόρδη, ὁ ὁποῖος ἦταν γιὰ πολὺ καιρὸ τυφλή, ἀφοῦ προειδοποιήθη σὲ ὄνειρα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Δανιήλ, ἢ μᾶλλον, θεία ἀποκάλυψι, ὡδηγήθηκε στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου καὶ πέρασε τὴν νύκτα ἐκεῖ σὲ κατανυκτικὲς προσευχές, μαζὶ μὲ ἕναν τυφλὸ ἐφημέριο καὶ πολλοὺς ἄλλους. Καὶ ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς ἀνέκτησε τὴν ἴδια νύκτα τὴν ὅρασί του, μὲ τὶς πρεσβεῖες του Θαυματουργοῦ Ἁγίου καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ζῆ καὶ βασιλεύει σὺν τῶ Πατρὶ καὶ τῶ Ἁγίῳ Πνεύματι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ὑπάρχει ἕνας λατινικὸς Βίος τοῦ Ἁγίου Ντεϊνιόλ ἢ Δανιήλ, ἀλλὰ δὲν ἔχει δημοσιευθῆ ποτέ. Μόνο ἕνα ἀντίγραφό του εἶναι γνωστό, τὸ ὁποῖο εὑρίσκεται στὸ χειρόγραφο Peniarth MS 226, καὶ μετεγράφη ἀπὸ ἕνα «ἀρχαῖο» χειρόγραφο ἀπὸ τὸν Sir Thomas Williams, τοῦ Trefriw, τὸ 1602. Ἔχει τίτλο «Legenda nove lectionum de S. Daniele Ep’o Bangoriens».

Ἕνα ποίημα, γραμμένο τὸ 1527, ἀπὸ τὸν Sir David Trevor, ἐφημέριο τοῦ Llanallgo, τοῦ ὁποίου ὑπάρχει ἀντίγραφο στὸ χειρόγραφο Cardiff MS, 7, δίνει ἐπίσης μερικὲς λεπτομέρειες.

Σὲ ἕτερες συναξαριακὲς πηγές, ὁ Ἅγιος Δανιὴλ ἀναφέρεται ὅτι διετέλεσε Ἡγούμενος καὶ κτήτωρ τῶν Ἱερῶν Μονῶν Μπάγκορ Φὼρ (Bangor Fawr) καὶ Μπάγκορ Ἴσκοντ (Bagor Iscoed), ἀναφέρεται ἐπίσης ὡς συνασκητὴς τοῦ Ἁγίου Δαβὶδ (τιμάται 1η Μαρτίου) καὶ τοῦ Ἁγίου Δουβρικίου (St. Dyfrig, τιμάται 14 Νοεμβρίου).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου