Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Όσιος Άνθιμος ο Αρεθιώτης. Ημέρα Μνήμης: 25 Μαΐου.

Όσιος Άνθιμος ο Αρεθιώτης. Ημέρα Μνήμης: 25 Μαΐου.


Ο Όσιος Ιερομόναχος Άνθιμος Βρεττός γεννήθηκε περίπου το 1775 στην Ιθάκη και σε νεαρή ηλικία εισήλθε στη γνωστή Ιερά Μονή της Αρέθας (ή Ρέθα), στην επαρχία Βάλτου, όπου τότε ηγούμενος ήταν ο συμπατριώτης του, Ιερομόναχος Σεραφείμ.

Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης και με την ευλογία του Ηγουμένου του, ακολούθησε τα ελληνικά στρατεύματα φροντίζοντας τις ανάγκες των στρατιωτών και τιμήθηκε για την προσφορά του με το «Αργυρούν Μετάλλιον».

Επιστρέφοντας στη Μονή, διαδέχθηκε τον Σεραφείμ ως Ηγούμενος. Το 1833, όμως, όταν οι Βαυαροί κατάργησαν πολλά Ορθόδοξα Μοναστήρια, ο Άνθιμος, «πτωχός ὤν καί ἀκατάλυτος καί μή ἔχων ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ», αποσύρθηκε και ζούσε πλέον ως εφημέριος στην Λαγκάδα Βάλτου.

Το 1840, κατόπιν παρακλήσεως και πιέσεως των κατοίκων του Βάλτου, επέστρεψε στη Μονή «ἡ ὁποία ἦταν τελείως ἐγκαταλελειμμένη».

Αγωνίστηκε σκληρά για την ανακαίνισή της, χωρίς να αμελήσει τον προσωπικό του μοναχικό αγώνα για «τελείωσιν κατὰ Θεόν».

Με επιστολές του προς τον Δήμο και τη Μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας ζητούσε κάθε είδους βοήθεια, έως ότου, μετά από υπεράνθρωπες θυσίες του, η Ιερά Μονή της Παναγίας άρχισε να λειτουργεί εκ νέου.

Ο Άνθιμος υπηρέτησε ως Ηγούμενος της Μονής Αρέθας μέχρι το τέλος της ζωής του. Λέγεται πως του εμφανίσθηκε η Παναγία, συνομιλούσε μαζί του και τον καθοδηγούσε στην ηγουμενία του.

Εκοιμήθη το 1870 και φημίστηκε ως άγιος, σύμφωνα με τις τοπικές διηγήσεις θαυμαστών γεγονότων από τη ζωή του.

Στις 7 Σεπτεμβρίου 1963, έγινε ανεπίσημη ανακομιδή των ιερών του λειψάνων, τα οποία τοποθετήθηκαν πίσω από την κόγχη του ιερού και, κατά τις μαρτυρίες των παρισταμένων, ευωδίαζαν, σημείο της αγιότητός του.

Στις 25 Μαΐου 2013, παρουσία του Πρωτοσυγκέλλου π. Επιφανίου και πλήθους πιστών, τα λείψανά του τοποθετήθηκαν στο Παρεκκλήσιον των Αγίων Πάντων.

«Όστις όλον τον νόμον φυλάξη, σκανδαλισθή δε εις εν, γέγονεν πάντων ένοχος» (Ιακ. 2,10). Και η ζημία είναι ανυπολόγιστη· χάνεις την αιωνιότητα, δηλαδή τα πάντα. Αυτό συνέβη με τον νεανίσκο του Ευαγγελίου, και έτσι γίνεται με τόσους άλλους στην ζωή. Ο διάβολος δένει τους ανθρώπους με πολλά σκοινιά. Αλλ’ είτε μας έχει δέσει με ένα, είτε με εκατό, το γεγονός παραμένει ότι είμεθα δεμένοι. Έστω ότι ο αγώνας μας μάς απελευθερώνει από τα ενενήντα εννέα· εάν απομένει έστω και ένα σκοινί, παραμένουμε υπόδουλοι. Πρέπει να κοπεί και το εκατοστό. Και αυτό, όχι μόνοι μας, αλλά με την θεία βοήθεια. Και όταν πια κοπούν όλα, να λέμε κι εμείς, όπως ο ανώνυμος Όσιος Άνθιμος ο Αρεθιώτης, ο ασκητής της Ιεράς Μονής Παναγίας εν Ρέθα Βάλτου: «Δούλοι αχρείοι εσμέν» (Λουκ. 17,10), διότι την πάλη μας την στεφανώνει η ταπείνωσις.


Ο Όσιος Άνθιμος, τηρητής όντας όλων των εντολών του Κυρίου, ήτο ελεύθερος, και είχε παρρησίαν ενώπιον του Θεού. Ουδέν αγαθόν αίτημά του παρέμενε αναπάντητον. Ελεύθερος των παθών, αγωνιζόταν να διατηρήσει αυτήν την ελευθερίαν, σύμφωνα με την προτροπήν του Αποστόλου: «Τη ελευθερία ημάς Χριστός ηλευθέρωσε· στήκετε ουν και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε» (Γαλ. 5,1).


Όταν είχε ανάγκη ο αγγελικός ΌσιοςΆνθιμος, λάμβανε απαντήσεις εξ ουρανού. Κάποτε, εν τω καύσωνι του θέρους, εργαζόμενος, ο Θεός απέστειλε αετόν, όστις ίπτατο υπεράνω του, παρέχων σκιά. Όταν αι μέλισσαί του εχάθησαν και αι κυψέλαι έμειναν άδειες, προσευχήθηκε, και εντός τριών ημερών αι μέλισσαι επανήλθον. Όταν κλέπται εισήλθον εις τον κήπον του, παρελύθησαν υπό αοράτου θείου δυνάμεως, και δεν ηδύναντο να εξέλθουν· ήτο σαν να είχε σφραγιστεί το περιβόλι από το χέρι του Θεού.

Ο φιλάδελφος Όσιος δεν άφησε κανένα από τον Βάλτο αβοήθητον· φρόντιζε να στρώσει το πασχαλινό τραπέζι για όλους – ακόμη και για τους κλέφτες. Ένα Πάσχα, όπως συνήθιζε, διένειμε τα αρνιά και όρισε πού θα δοθεί το καθένα. Μία ομάδα κλεφτών, κρυμμένοι στα βουνά, ανέμεναν το δώρο του. Όταν οι βοσκοί χώριζαν τα αρνιά, διεπίστωσαν ότι εκείνο που προοριζόταν για τους κλέφτες έλειπε. Αργότερα, ο Όσιος τούς συνάντησε και τους εξήγησε ότι δεν υπήρχε άλλο να τους δώσει. Θλιμμένος, άρχισε να προσεύχεται. Και το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, οι κλέφτες είδαν το αρνί που τους ανήκε να κάθεται δίπλα τους· ο ουρανός τούς το είχε φέρει, για να μην στερηθούν και αυτοί την πασχαλινή ευλογία του Οσίου.

Αξιοσημείωτος ήτο και ο σεβασμός του Οσίου προς την ημέρα του Κυρίου, την Κυριακή. Κοντά στο μοναστήρι βρίσκεται το χωριό της Αγίας Τριάδος, όπου το μοναστήρι είχε χωράφια με σιτάρι. Όταν ήλθε η εποχή του θερισμού, οι κάτοικοι μαζεύτηκαν μια Κυριακή για να εργασθούν όλοι μαζί στον θερισμό του μοναστηριού, επειδή τις καθημερινές ασχολούνταν με τα δικά τους. Προσκάλεσαν τον Όσιο να δει το αποτέλεσμα. Όταν εκείνος αντίκρισε τη μεγάλη σωρεία σίτου, ερώτησε πότε πρόφθασαν να συγκεντρώσουν τόσο. Μαθαίνοντας ότι εργάστηκαν την Κυριακή, κατάλαβε ότι είχαν κινηθεί υπό πονηράν ενέργειαν, χωρίς ευλογία. Πλησίασε και έβαλε φωτιά στον θερισμό. Οι κάτοικοι εξανέστησαν· εθεώρησαν απαράδεκτη την πράξη του και επικαλέσθηκαν την Παναγία. Εκείνος, όμως, ήτο βέβαιος· τούς ζήτησε υπομονή. Και όταν η φωτιά έκαψε το ήμισυ του σωρού, ηκούσθη τρομερός κρότος. Τότε τους είπε: «Αυτόν ήθελα να κάψω· τον διάβολο που σας έπεισε να δουλέψετε την Κυριακή. Το μοναστήρι θα ζήσει και με λιγότερο σιτάρι. Τώρα όμως είδατε πού είχε κρυφτεί ο εχθρός· δεν θα τολμήσετε να ξαναβεβηλώσετε την ημέρα του Κυρίου».

Η καθαρότης της καρδίας του έδιδε εις την προσευχήν του δύναμιν μεγάλην και άμεσον πρόσβασιν εις τον Αναστάντα Χριστόν. Κατά την ηγουμενίαν του, το μοναστήρι εδέχθη απειλάς από Τούρκους στρατιώτες. Μία νύχτα καλοκαιρινήν, ήλθαν και του ανήγγειλαν ότι έχουν εντολή να πυρπολήσουν τη μονή. Ο Όσιος, ακλόνητος εις την πίστιν του, τους είπε:

– Εάν αύριον το πρωί ξυπνήσετε και δείτε μισόν μέτρο χιόνι, τι θα πράξετε;

Εκείνοι, θέλοντας να αναπαυθούν, απάντησαν ειρωνικά· ήτο αδιανόητον να χιονίσει καλοκαίρι στην περιοχή. Εδήλωσαν ότι αν συνέβαινε το αδύνατον, θα αποχωρούσαν χωρίς να εκτελέσουν την διαταγή.

Το πρωί – ω των θαυμασίων Σου, Κύριε! – είδαν χιόνι όχι μόνον να πέφτει, αλλά και να έχει φθάσει βαθύ. Έφυγαν έντρομοι· το μοναστήρι εσώθη διά της προσευχής του Οσίου.

Ο Όσιος Άνθιμος έζησε εν σιωπή και αφάνειᾳ, κατά την επιθυμία του. Η ταπείνωσίς του ήτο απύθμενος. Εζήτησε να ταφή έξωθεν του ναού, χωρίς κιγκλίδωμα, ώστε οι προσκυνηταί να περνούν επάνω από τον τάφο του. Παρέμεινε εν τω τάφω επί 143 έτη. Την ημέρα της ταφής του, καθώς και κατά τα δύο ανακομιδάς των ιερών του λειψάνων – η τελευταία το 2013 – ο ουρανός εβρέχετο σφοδρώς, μη επιτρέπων εις τους πιστούς να προσέλθουν. Όμως η βροχή εκείνη ήτο ως ουράνιον μύρον· σημείον της ευδοκίας του Θεού.

Την ημέρα της ανακομιδής των λειψάνων του (25 Μαΐου 2013), επετέλεσε δύο θαυμαστά σημεία:

Πρώτον: Ενώ η βροχή ήτο καταρρακτώδης, οι ιερείς που ελάμβανον μέρος στην ανακομιδή και το χώμα του τάφου έμειναν ανεπηρέαστα· ουδείς εβράχη· το χώμα παρέμεινε ξηρό. Όλοι οι παρόντες το επιβεβαίωσαν, μεταξύ των οποίων και ο Πρωτοσύγκελλος της Μητροπόλεως, π. Επιφάνιος. Άπαντες εδόξασαν τον Θεόν «τον θαυμαστόν εν τοις αγίοις Αυτού».

Δεύτερον: Η ευωδία των λειψάνων, κατά την εκταφήν και ακόμη περισσότερο την επομένη ημέρα, ήτο συγκλονιστική. Παρών ήτο και ο Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Κοσμάς, όστις μετά τον αγιασμόν εις παρεκκλήσιον της μονής, προσκύνησε τα ευωδιάζοντα λείψανα.

Ο Όσιος Άνθιμος, αναπαυόμενος μετά των Αγίων, έδωκεν αισθητήν την παρουσίαν και την ευαρέσκειάν του εις όλους· ιδιαιτέρως όταν οι πιστοί προσκύνησαν το λείψανον. Τόση ήτο η ευωδία, ώστε τους συνώδευσεν επί χιλιόμετρα κατά την έξοδον των εκ της Ιεράς Μονής Βάλτου.

Ο Γέροντας Άνθιμος ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός και πάντοτε επιθυμούσε να ωφελεί πνευματικά εκείνους με τους οποίους συνομιλούσε με πατρικά λόγια. Έτσι, έβγαινε από τη Μονή και μετέβαινε στην Αγία Τριάδα, στο Ξάγναντο, για την καθιερωμένη του αποστολή στους απλούς κατοίκους των γύρω χωριών.

Κατά το θέρος, που ο ήλιος έκαιγε, ο πτωχός μοναχός δεν φορούσε καπέλο για να προστατευθεί. Μα ο Θεός προνοούσε. Όλοι έβλεπαν πάνω από το κεφάλι του έναν μεγάλο αετό, ο οποίος τον επισκίαζε, και σταυροκοπιούνταν λέγοντας: «Άγιος εἶναι αὐτός!»

Στους κήπους της Μονής, ο Γέροντας εργαζόταν σκληρά για να εξασφαλίσει τα αναγκαία, τόσο για το Μοναστήρι όσο και για τη φιλοξενία και την ελεημοσύνη. Κάποτε, στο κτήμα της Μονής κάτω στο Μενίδι, που ήταν γεμάτο με αχλαδιές, συκιές και αμπέλια, κάποιοι άνθρωποι πήγαν κρυφά τη νύχτα, έκοψαν καρπούς και έφυγαν. Ο Όσιος το έθεσε σε προσευχή, διότι η θεία πρόνοια είχε ευλογήσει με μεγάλη σοδειά αυτό το κτήμα.

Ένα βράδυ, οι κλέφτες, αφού γέμισαν τους σάκους τους με φρούτα, ετοιμάζονταν να φύγουν, αλλά ο φράκτης υψώθηκε υπερφυσικά με την προσευχή του Γέροντος, ώστε να αποκαλυφθούν οι ένοχοι και να σταματήσει η κλοπή.

Το πρωί, ο Γέροντας πλησίασε με αγάπη και τους είπε:

«Γιατί θερίζετε ὅπου δέν σπείρατε; Δέν γνωρίζετε ὅτι ἡ θεία δικαιοσύνη θά φανερώσει τά ἔργα σας;»

Κατόπιν, τους έδωσε όλη τη λεία και τους άφησε να φύγουν, αφού πήραν το μάθημά τους. Έκτοτε δεν ξαναενόχλησαν τον Γέροντα και όλοι θαύμαζαν την αγιότητα του ανθρώπου και τη δύναμη της προσευχής του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου