Ὅσιος Θεόδωρος ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς ἀπὸ τὴν Γεωργία.
Σε ἕνα χωριὸ τῆς Ἰβηρίας (σημερινὴ ἀνατολικὴ Γεωργία), ζοῦσε ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος ὀνόματι Θεόδωρος τὸν ὁποῖο ὅλοι θεωροῦσαν παλαβό, ἄν ὄχι τρελό. Ἄν καὶ δὲν ἦταν προβληματικός, δὲν πήγαινε ποτὲ στὴν έκκλησία. Μιὰ μέρα, στὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κατὰ τὴν ὁποία πλήθη πιστῶν συρρέουν στὶς ἐκκλησίες γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Πανάγιο Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ὁ Θεόδωρος σκέφτηκε: «Σήμερα θὰ πάω στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ δῶ, ἔστω καὶ μία φορὰ στὴ ζωή μου, τὶ κάνουν ἐκεῖ». Πῆγε λοιπόν, προσκύνησε τὸν Σταυρὸ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πιστούς, παρακολούθησε τὴν Θεία Λειτουργία καὶ συγκλονίστηκε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι».
Μετὰ τὴν ἀπόλυση, ἐπισκέφθηκε ἕνα γνωστό του καὶ τὸν ρώτησε νὰ τοῦ ἐξηγήσει τὶ σημαίνουν αὐτὰ τὰ λόγια. Ἐκεῖνος, ἀστειευόμενος, τοῦ ἀπάντησε: «Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ πᾶς στὸ δάσος, νὰ κόψεις ἕνα δέντρο, νὰ φτιάξεις ἕνα Σταυρό, νὰ τὸν κουβαλήσεις καὶ νὰ περπατήσεις πρὸς τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Ὁ Θεόδωρος πράγματι πῆγε στὸ δάσος καὶ ἔφτιαξε ἕνα μεγάλο Σταυρό, τόσο βαρὺ ποὺ μόλις καὶ μετὰ βίας μποροῦσε νὰ τὸν κουβαλήσει. Ξεκίνησε λοιπὸν νὰ περπατάει, ρωτώντας κάθε περαστικό: «Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ;»
Ἡ ἐρώτηση του αὐτὴ ἔκανε τοὺς ἀνθρώπους νὰ νομίζουν ὅτι εἶχαν μπλέξει μὲ παλαβὸ καὶ τοῦ ἀπαντοῦσαν εἰρωνικά: «Προχώρα πιὸ γρήγορα! Αὐτὸς ὁ δρόμος ὁδηγεῖ κατευθείαν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Ἔτσι λοιπόν, ὁ Θεόδωρος ἐπιτάχυνε τὸν βηματισμό του...
Περιπλανήθηκε γιὰ πολλὲς ἡμέρες, ξεχνώντας νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ. Τελικά, ἔφτασε στὰ σύνορα μεταξὺ Ἰβηρίας καὶ Τουρκίας. Στὸ σημεῖο αὐτό, εἶδε ἀπὸ μακριὰ ἕνα μοναστήρι καὶ εἶπε μέσα του χαρούμενος: «Δόξα τῷ Θεῷ! Αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ!» Ὅταν ἔφτασε στὸ μοναστήρι καὶ ἔκανε τὴν συνηθισμένη του ἐρώτηση, οἱ μοναχοὶ κατάλαβαν τὴν σαλότητά του καὶ τοῦ ἀπάντησαν: «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἀκόμα ἐδῶ, ἀλλὰ εἶναι πολὺ κοντά, πάρα πολὺ κοντά. Ξεκουράσου γιὰ λίγο καὶ ἴσως ἔρθουν καὶ ἄλλοι ταξιδιῶτες νὰ σὲ συνοδεύσουν, διότι τὸ τελευταῖο κομμάτι τοῦ δρόμου πρὸς τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο».
Ὁ ἁπλοϊκὸς Θεόδωρος δέχτηκε τὴν προσφορά τους καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸν νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας τοῦ μοναστηριοῦ ὅπου ἄφησε τὸν Σταυρό του, ὥστε νὰ εἶναι πάντα κοντά του.. Ὁ Ἡγούμενος ποὺ εἶχε ἀντιληφθεῖ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἁπλότητά του, τοῦ ἀνέθεσε τὴ φροντίδα τοῦ κήπου. Ὁ Θεόδωρος ἐκτελοῦσε τὰ καθήκοντά του μὲ μεγάλο ζῆλο καὶ εὐλάβεια.
Μιὰ μέρα, κοιτάζοντας τὸν Ἐσταυρωμένο, μὲ βαθιὰ συντριβὴ καρδίας ρώτησε τὸν Ἡγούμενο: «Πάτερ, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σηκώνει τὸν Σταυρό του ὅπως ἐγώ; Γιατί εἶναι καρφωμένος πάνω στὸν Σταυρό του;» Ὁ Ἡγούμενος τοῦ ἀπάντησε: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριός μας ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς» καὶ τοῦ διηγήθηκε τὴ ζωὴ τοῦ Κυρίου. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμή, λόγῳ τῆς ὁμοιότητας τῆς ζωῆς τους, ὁ Θεόδωρος ἔνιωσε ἀδελφικὴ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἄρχισε νὰ τοῦ μιλάει μὲ οἰκειότητα.
Μιὰ ἄλλη μέρα, ὅταν τοῦ ἔφεραν φαγητό, ὁ ὅσιος Θεόδωρος σκέφτηκε: «Ἄραγε ὁ ἀδελφός μου ὁ Χριστὸς ἔτρωγε ὅπως ἐγὼ ὅταν ἦταν στὴ γῆ; Θὰ τοῦ ζητήσω ἄν θέλει νὰ μοιραστεῖ τὸ φτωχό μου φαγητό». Καθὼς σκεφτόταν αὐτά, ἄνοιξε ξαφνικὰ ἡ πόρτα καὶ ἕνα ἐκτυφλωτικὸ φῶς ξεχύθηκε στὴν ἐκκλησία. Ἡ Εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου ζωντάνεψε καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἐμφανίστηκε γεμάτος δόξα καὶ ὀμορφιά! Ὁ Χριστὸς μίλησε στὸν Θεόδωρο μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Ὅταν ἤμουν στὴ γῆ ἔφαγα καὶ ἤπια, ἀλλὰ τώρα δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ τροφή. Σύντομα, τὸ ἴδιο θὰ συμβεῖ καὶ σὲ σένα. Εἶμαι ὁ Υἱὸς ἑνὸς πλούσιου Πατέρα. Θὰ πάω σύντομα σὲ Αὐτὸν καὶ θὰ σὲ πάρω μαζί μου. Θὰ σοῦ δείξω τὴ Δόξα Του καὶ θὰ εἶσαι μαζί Μου αἰώνια!»
Ἐν τῷ μεταξύ, ὅταν εἶδαν τὴν ξαφνικὴ φωταγώγιση τοῦ ναοῦ, ὁ Ἡγούμενος μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφότητα ἔτρεξαν πρὸς τὰ κεῖ. Νόμιζαν ὅτι ὁ σαλὸς Θεόδωρος εἶχε βάλει φωτιά. Ὅταν ὅμως ἔφτασαν στὴν ἐκκλησία, εἶδαν τὸ θαυμάσιο φῶς καὶ ἄκουσαν τὴ γλυκιὰ καὶ ἤρεμη συνομιλία τοῦ ἀγνώστου ἀνδρὸς μὲ τὸν Θεόδωρο. Ὁ ὅσιος ἀπέφυγε νὰ ἀπαντήσει στὶς ἐρωτήσεις τους γιὰ τὸ τὶ εἶχε συμβεῖ, προσποιούμενος ἄγνοια. Τελικά, ὁ Θεόδωρος διηγήθηκε στὸν Ἡγούμενο τὴν ἀποκάλυψη. Μὲ μεγάλη κατάπληξη ὁ Ἡγούμενος ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ὁσίου καὶ τὸν παρακάλεσε: «Ἀληθῶς εἶσαι ἀδελφὸς τοῦ Χριστοῦ. Ὦ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, εὔχου νὰ μὲ πάρει καὶ μένα μαζί σου στὸν Οἶκο τοῦ πατρός Του!»
Ἐκείνη τὴ νύχτα, μὲ τὴ συνήθη ἁπλότητα καὶ τόλμη του, ὁ Θεόδωρος προσευχήθηκε γιὰ τὸν Ἡγούμενο. Ὁ Χριστὸς τοῦ ἐμφανίστηκε ξανὰ καὶ εἶπε: «Ὁ Ἡγούμενος πρέπει νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του». Ὅταν ὁ Ἡγούμενος ἔμαθε τὴν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, μὲ δάκρυα παρακάλεσε τὸν Θεόδωρο: «Προσευχήσου στὸν Χριστὸ ποὺ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς, νὰ μὲ ἐλεήσει πρὸς χάριν τῆς Ὑπεραγίας Μητρός Του, ἄν καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος τοῦ Οἴκου τοῦ Πατρός Του». Ὁ ὅσιος προσευχήθηκε καὶ πάλι στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ὁ ὁποῖος ἀπάντησε: «Πρὸς χάριν τῆς Μητρός Μου, σὲ σαράντα ἡμέρες θὰ πάρω τὸν Ἡγούμενο μαζί σου στὸν Οἶκο τοῦ Πατρός Μου». Μετὰ ἀπὸ αὐτό, ὁ Ἡγούμενος καὶ ὁ Θεόδωρος πέρασαν τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες τους προσευχόμενοι. Ὅταν παρῆλθαν οἱ σαράντα ἡμέρες, καὶ οἱ δύο ἐκοιμήθησαν ἐν Κυρίῳ ἐνῷ προσηύχοντο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου