Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

Όσιος Κορνήλιος ο Μαρμαρινός, ο Θαυματουργός. Ημέρα Μνήμης: 12 Νοεμβρίου.

Όσιος Κορνήλιος ο Μαρμαρινός, ο Θαυματουργός. Ημέρα Μνήμης: 12 Νοεμβρίου.


Μία χαριτωμένη βιβλική μορφή του περασμένου αιώνα ήταν και ο μακάριος Γέροντας Κορνήλιος, ο λάτρης και υμνητής της Θεοτόκου, ο λύχνος της προσευχής και της διακρίσεως. Ο Θεός τον κόσμησε με πλούσια υπερφυ­σικά χαρίσματα, για να ποιμάνει την αδελφότητά του και τον λαό του Θεού, ενώ μετά τον θάνατο του δώρισε την ιαματική χάρη με την προσκύνηση των μυροβόλων του λειψάνων.

Ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος, γιος του συμβολαιογράφου Δημητρίου Μαρμαρινού και της Ευανθίας Φλατσούση από τον Κάμπο της Χίου, γεννήθηκε στο χωριό Χαλκειός Χίου το 1885. Από τους ευκατάστατους και ευσεβείς γονείς του πήρε γνώσεις, πίστη και αρχές που τον ενίσχυσαν στην κλίση του προς την ζωή της αφιερώσεως και της διακονίας. Φοίτησε στο Ζωγράφειο Γυμνάσιο της Κωνσταντινουπόλεως (Γ΄ τάξη). Ήταν ένα παιδί ξεχωριστό από τα άλλα· διακρινόταν για την καθαρότητα της ζωής του, την καλή του διαγωγή, την φωτισμένη σκέψη, την μεγάλη του πίστη στον Θεό και τα ιδανικά της πατρίδας μας. Αγαπούσε τον εκκλησιασμό και τροφοδοτούσε το πνεύμα του με τις ιερές ακολουθίες, την κοινή προσευχή και την μετάληψη των Τιμίων Δώρων. Χάριν της επικοινωνίας του αυτής με τον Θεό καλλιεργούσε τις ευαγγελικές αρετές και απέφευγε τις ψυχοφθόρες για την ηλικία του παρέες.

 Κατά τα νεανικά του χρόνια ο θείος του τον πήρε μαζί του στην Αμερική να δουλέψει για να έχει μία καλύτερη οικονομική εξέλιξη στην ζωή του. Αυτό όμως τον κούραζε, καθώς ήταν υποχρεωμένος να δου­λεύει σε ένα αρκετά κοσμικό και εφάμαρτο περιβάλλον και να λέει πολλά ψέμματα και περιττά λόγια διαφη­μίζοντας την δουλειά του. Έτσι αρνήθηκε την κοσμική ζωή· κατάλαβε πλέον ότι του ταιριάζει μία ασκητική πρα­κτική που τον ανακούφιζε ψυχικά. Με μοναδικό του εφόδιο την αδιάλειπτη προ­σευχή απομακρύνθηκε σε μία ερημική τοποθεσία. Ξα­φνικά νυχτώθηκε εκεί, ενώ η γλυκειά φωνή της Παναγίας ήταν εκείνη που τον βοήθη­σε να γλυτώσει την ζωή του, αφού τον πρόσταξε να σταθεί εκεί που περπατούσε.

Όταν ξημέρωσε, είδε ότι λίγα μόλις βήματα παραδί­πλα ήταν ένας γκρεμός! Αμέσως ευχαρίστησε την Παναγία που τον φύλαξε υπό την σκέπη Της και της έταξε να κτίσει ένα Ναό στο όνομά Της.

Σε αυτή την ερημική τοποθεσία έμεινε επί 20 ημέρες προσευχό­μενος και εντελώς νηστικός. Τότε με αποκάλυψη η ίδια η Παναγία του είπε να γυρίσει στην Χίο και να γίνει μοναχός. Έτσι αυξήθηκε ο πόθος του και έβαλε πρόγραμμα να μονάσει. Πριν επιστρέψει στην Χίο, επισκέφθηκε το ιερό νησί της Τήνου, όπου προσκύνησε την Μεγαλόχαρη. Έμεινε εκεί τρεις ημέρες προσευχόμενος για να Την ευχαριστήσει. Τελικά του παρουσιάστηκε η Παναγία και του είπε: «Θα γίνει αυτό που ποθείς».

Επειδή ήταν μορφωμένος εγκυκλοπαιδικά και μιλούσε ξένες γλώσσες (ιδίως την Αγγλική), ο πατέρας του ήθελε να τον πάρει κοντά του να εργαστεί και να τον παντρέψει. Όμως εκείνος τα αρνήθηκε όλα για την αγάπη του Χριστού. Έφυγε κρυφά για την Σκήτη του Αγίου Μάρκου στο όρος Πενθόδου κοντά στα μυροβόλα λείψανα του θαυματουργού Οσίου Παρθενίου του Χίου († 8 Δεκεμ­βρίου 1883) και στον Γέροντα Γαβριήλ που τον ανέλαβε πνευμα­τικά. Ο Γέροντας Γαβριήλ δεν ήταν τυχαίος κληρικός και μοναχός. Στο μοναστήρι διακρινόταν για τον ανεπίληπτο βίο του, την πίστη στον Θεό, την προσήλωση στην Εκκλησία, την αγάπη για το Μονα­στήρι που διοικούσε και το χάρισμα της πνευματικής πατρότητας. Με αγάπη ανέλαβε τον νέο υποτακτικό για να τον καλλιεργήσει πνευματικά.

Αλλά και ο νεαρός Κωνσταντίνος αναδείχθηκε άξιος της εμπιστοσύνης του Γέροντά του. Έχοντας καλλιεργήσει όλες τις αρετές από τον κόσμο, σύντομα πρόκοψε πνευματικά. Αγαπούσε πολύ την προσευχή και τις ακολουθίες. Ήταν απλός και ταπεινός στην συμπεριφορά του, πρόθυμος και ακούραστος στο να εξυπηρετεί. Μα πάνω απ’ όλα ήταν γνήσιο παιδί της υπακοής. Τίποτε κρυφό ή ανευλόγητο δεν έκανε. Για όλα ενεργούσε μετά από ευλογία.

Κά­ποτε ζήτησε ευλογία να παραμείνει για λόγους ασκήσεως εσώκλειστος σε ένα κελλί. Ο Γέροντας Γαβριήλ του αρνήθηκε και εκείνος το αποδέχθηκε χωρίς στενοχώρια λέγοντας: «Η φωνή του Γέροντά μου είναι η φωνή του Χρίστου. Οφείλω να υπακούσω». Πάντοτε έκανε απερίεργη υπακοή, χωρίς να δίνει χώρο και χρόνο στους κακούς λογισμούς να αναπτυχθούν. Έγινε μοναχός στην Ιερά Σκήτη του Αγίου Μάρκου την 1η Ιανουαρίου 1923 με το όνομα «Κύριλλος». Ως μοναχός συνέχισε με υπακοή την εξάσκηση των αρετών.

Κοντά στην Μονή βρήκε κάποτε μία σπηλιά, στην οποία κατέ­φευγε κατόπιν ευλογίας για ολιγόωρη προσευχή και ανασύνταξη των πνευματικών του δυνάμεων. Μία ημέρα μετά από έμπυρη και κατανυκτική προσευχή ήλθε σε έκσταση και το πνεύμα του μετα­φέρθηκε στο χωριό του Χαλκειός και συγκεκριμένα στη βουνο­πλαγιά Λαζαρέτο, για την οποία από το όνομά της υποθέτουμε ότι πρέπει να ήταν παλαιότερα καταφύγιο λεπρών συνανθρώπων μας.

Είδε την Παναγία καθισμένη σε ένα βραχάκι και του είπε: «Εδώ θα κτίσεις το σπίτι μου». 
Άλλη φορά είδε την Παναγία στο ίδιο σημείο να δείχνει με το άχραντο χέρι Της τον τόπο αυτό όπου θα έκτιζε το μοναστήρι. Συγκινημένος εξομολογήθηκε το όραμα στον Γέροντα Γαβριήλ, ο οποίος του είπε να βάλει ως σκοπό της ζωής του να κάνει το θέλημα της Παναγίας. Αυτό και έπραξε.

Αγωνιζόταν πνευματικά με ένταση και περίμενε να του δείξει η Παναγία τί έπρεπε να κάνει. Ωστόσο είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη ο ενάρετος βίος του και γι’ αυτό πολλοί πήγαιναν να τον συναντή­σουν, για να πάρουν την ευχή του και να ακούσουν την θεοφώτιστη διδαχή του. Στα νησιά Χίο και Μυτιλήνη ο κόσμος τον αγαπούσε και τον εμπιστευόταν. Ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Κωνσταντίνος Κοϊδάκης τον κάλεσε στο χωριό Κουρνέλα Πλωμαρίου. Εκτιμώντας την προσωπικότητα και τα καλά λόγια που άκουγε γι’ αυτόν, τον χειροτόνησε διάκονο και ιερέα και τον μετονόμασε Κορνήλιο (από τις λέξεις Κουρνέλα και ήλιος), με την διάπυρη ευχή να λάμψει σαν τον ήλιο. Ως ιερέας ο Γέροντας Κορνήλιος αγαπήθηκε ακόμη περισσότερο, διότι ήταν ευλαβής και ευσυνείδητος. Οι ντόπιοι τον βοήθησαν να κτίσει ναό της Αγίας Ειρήνης στον τόπο όπου μετά από όραμα βρέθηκε η αγία εικόνα Της. Μετά την αποπεράτωση του έργου αυτού επέστρεψε στην Χίο.

Αμέσως ξεκίνησε το κτίσιμο του μοναστηριού της Παναγίας φωνάζοντας ολημερίς μέσα από την ψυχή του: «Γλυκειά μου Παναγία, βοήθησέ με»!

Το Μοναστηράκι του κτίσθηκε σε έκταση δέκα οργυιών που ανήκε στον Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Χαλκειούς και πουλήθηκε στον ίδιο στις 6 Μαΐου 1934 αντί του ποσού των εννεακοσίων δραχμών. Χρήματα δεν είχε βέβαια, διότι τα μοίραζε στους πιο φτωχούς από αυτόν. Επιβραβεύοντας την πίστη και την εμπιστοσύνη στο πρόσωπό Της, η Παναγία του έστελνε χρήματα και πρόσωπα για να τον βοηθήσουν στο θεάρεστο έργο του. Έτσι όχι μόνο έκτισε το Μοναστήρι, αλλά μάζεψε γύρω του γυναίκες που τον βοηθούσαν στις εργασίες και επιθυμούσαν να γίνουν μοναχές. Ο ίδιος δεν αγωνιούσε και δεν είχε άγχος για τίποτε. Προσευχόταν αδιάλειπτα στις γύρω σπηλιές και έτσι προσέλκυε την Χάρη του Θεού, την οποία είχε αμέριστη βοηθό του στο στήσιμο του Μοναστηριού. Η καθαρότητά του είχε ως αποτέλεσμα να ενοικήσει μέσα του η Χάρη του Θεού και να τον εμπλουτίσει με υπερφυσικά δώρα και χαρίσματα. Απέκτησε τις θείες ενέργειες της διορατικότητας και προορατικότητας, για να βοηθάει τις μοναχές και τα πνευματικά του παιδιά. Η μοναδική του επιδίωξη ήταν η ένωσή του με τον Θεό διά της «ευχής».

Πολλές φορές αποσυρόταν για τρεις ή περισσότερες ημέρες σε διάφορα εξωκκλήσια, χωρίς να ενημερώνει τις μοναχές. Αγαπημένο του εκκλησάκι ήταν του Μεγάλου Αντωνίου απέναντι από την Νέα Μονή όπου πήγαινε για να προσευχηθεί. Επίσης τακτικά έκανε το δρομολόγιο πεζός από το Μοναστήρι του την Αγία Σκέπη (έτσι το ονόμασε) ως τον Άγιο Μάρκο, φορτωμένος με ένα δισάκι πέτρες, που το πήγαινε και το έφερνε πίσω για να καταπονείται. Έτσι φορτωμένος και κατάκοπος ανέβαινε στο εξωκλήσι του προφήτη Ηλία πάνω από τον Δαφνώνα και παρέμενε άσιτος εν προσευχή για τρεις ημέρες. Εκεί προ 300 χρόνων οι κάτοικοι έχτισαν στα τέσσε­ρα σημεία του ορίζοντα τέσσερις ναούς του προφήτη Ηλία για να φύγει το θανατικό της πανούκλας που μάστιζε την περιοχή. Αυτό το συγκεκριμένο εξωκλήσι ήταν ένας από τους αγαπημένους τόπους απομόνωσης του Γέροντα. Λάτρευε την ασκητική ζωή. Το εσωτερικό του ένδυμα ήταν τρίχινο και η λιτή τροφή του ήταν χόρτα, μέλι και βρεγμένα όσπρια.

Ο διάβολος βέβαια δεν παρέλειπε να χρησιμοποιεί τα όργα­νά του και να ξεσηκώνει διάφορους πειρασμούς γύρω του. Όμως εκείνος έμενε ακλόνητος· είχε πίστη γρανιτένια, προσευχόταν, υπέμενε, σιωπούσε και είχε την ελπίδα του μόνο στην θεία δικαιοσύνη. Το πρόσωπό του ήταν πάντοτε λαμπερό και μαρτυρούσε την ουρά­νια γαλήνη που βασίλευε στην ψυχή του. Κάθε τι πικρό που γευ­όταν στην ζωή του αγωνιζόταν να το αντιπροσφέρει γλυκό στους συνανθρώπους του. Είχε ανάψει μέσα του η αποστολική φωτιά να μοιράζει αγάπη και ελπίδα σε όλους τους ανθρώπους. Σκεπτόταν να κάνει μία μεγάλη σαλότητα, λ.χ. να κατεβάσει τα ζωντανά της Μονής στην κεντρική πλατεία της πόλεως, για να προκαλέσει το ενδιαφέρον των ανθρώπων. Όχι για να προβάλει τον εαυτό του, αλλά για να μιλήσει στο πλήθος για την μετάνοια και τον ωκεανό της αγάπης του Θεού. Να φωνάξει σε όλους ότι «μεγαλύτερη συμ­φορά δεν υπάρχει από τον χωρισμό με τον Δημιουργό και οδυνη­ρότερο πράγμα από την απομάκρυνση του από Εκείνον».

Επειδή σε σύντομο χρονικό διάστημα ανέδειξε το Μοναστηράκι της Αγίας Σκέπης σε φάρο πνευματικό, ο Μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων Φωστίνης του έδωσε την επιμέλεια και της Ιεράς Νέας Μονής, για την ανακαίνιση της οποίας μόχθησε πολύ. Κατόρθωσε να εγκαταστήσει και εκεί γυναικεία αδελφότητα με 17 μοναχές υπό την Ηγουμένη Μαριάμ.

Εκείνο που χαρακτήρισε την διακονία του Γέροντα ήταν το χά­ρισμα της πνευματικής πατρότητας. Αναρίθμητοι Χριστιανοί της Χίου, της Μυτιλήνης και από άλλα μέρη ζητούσαν την πνευματική στήριξη και καθοδήγηση από τον Γέροντα.

Σχετικά ο Δικαίος της Σκήτης του Αγίου Ευαγγελιστού Μάρκου, Γέροντας Γαβριήλ [κατά κόσμον Γεώργιος Τσίτας (Κούτσας) από το χωριό Βαβύλοι], μας κατέθεσε τα εξής: «Ο αδιαλείπτως προσευχόμενος και κάτοχος της νοεράς ευχής Γέρων Κορνήλιος, ο όντως άνθρωπος του Θεού, ο ευλαβής λειτουργός, ο ενάρετος ιερομόναχος ήταν χαρισματούχος πνευματικός, έμπειρος καθοδηγητής και ιατρός ψυχών και σωμάτων με την δύναμη της προσευχής και την ενέργεια της πίστεώς του. Ήταν πολύ αυστηρός στα σαρκικά αμαρτήματα και κανόνιζε ιδιαιτέρως τους βλάσφημους και μέθυσους. Εν γένει ήταν άνθρωπος ταπεινός και υποχωρητικός, γεμάτος αγάπη και ανεξικακία. Πάντα έσβηνε τις αντιπάθειες και τα μίση, ξεπερνούσε υπομονετικά τις ύβρεις, τους διωγμούς και τις συκοφαντίες που υπέστη και πρώτος ζητούσε την αποκατάσταση της αγάπης. Επίσης για τους νέους (υποψηφίους κληρικούς και μη) επέμενε απαραιτήτως να πάνε στον στρατό να «ψηθούν» γιατί τότε έλεγε «καλείσαι Έλλην πολίτης». Τα ιδανικά της ψυχής του ήταν Χριστός και Ελλάδα».

Ο μακάριος Γέροντας ήταν ευλαβής λειτουργός του Υψίστου. Η κάθε Λειτουργία για εκείνον ήταν μία ξεχωριστή γιορτή γεμάτη θείες εμπειρίες. Ο Γέροντας κατά την διάρκειά της γινόταν πυρφό­ρος Άγγελος και ανέβαινε σε ύψη μυστικής θεωρίας, από όπου ήταν δύσκολο να επιστρέψει.
Η ιερή του εργασία δεν προσφερόταν από την αγία του ψυχή μηχανικά· ήταν ενσυνείδητη ανάβαση στο υπε­ρουράνιο θυσιαστήριο, μετοχή στην αγγελική λειτουργία, περιγραφή ουρανίων καταστάσεων.

Αναφέρεται ότι κάποτε έπεσε σε έκσταση, όπως ήταν γονατισμένος μπροστά στην Αγία Τράπεζα, και ξαφνικά πήρε η γενειάδα του φωτιά από το κεράκι που βαστούσε. Ο ίδιος προσευχόταν ατάραχος, κανείς δεν έτρεξε να σβήσει την φωτιά και να διακόψει την προσευχή του. Η φωτιά έσβησε μόνη της!…

Όταν έμπαινε στο Ιερό Βήμα, έπαυε να είναι παρών στον πα­ρόντα κόσμο. Οι μοναχές ξεκινούσαν το μεσονυκτικό στις 4.00 π.μ. Ο Γέροντας έπαιρνε καιρό, ντυνόταν τα ολόλευκα λιτά άμφιά του και άρχιζε την προσκομιδή μνημονεύοντας χιλιάδες ονόματα χρι­στιανών που είχαν ανάγκη στηρίξεως, παρηγοριάς, υγείας, φωτι­σμού, αναπαύσεως. Με ιδιαίτερη ευλάβεια άκουγε τον Όρθρο έχον­τας προσευχητική επικοινωνία με τους εορταζόμενους Αγίους.

Από δε το «Ευλογημένη η Βασιλεία» ανέβαινε σε ουράνιους κόσμους μυστικής θεωρίας. Η καρδιά του γινόταν καμίνι θείας αγάπης, τα μάτια του έτρεχαν αστείρευτα δάκρυα και ζούσε εκστατικές κατα­στάσεις. Αποτέλεσμα αυτών ήταν η Θεία Λειτουργία να τελειώνει περί τις 15.00 μ.μ. Όταν οι μοναχές του παραπονούνταν μεταφέροντας και τις διαμαρτυρίες του κόσμου, εκείνος με απλότητα τους υπεδείκνυε: «Να τους λέτε ότι το Πνεύμα του Θεού προστάζει “από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός, από φυλακής πρωίας ελπισάτω Ισραήλ επί τον Κύριον”»

Κάποτε ένας απλοϊκός χωρικός του φώναξε στην Θεία Λειτουργία: 
«Τελείωνε γρήγορα Κορνήλιε, θα χάσω το λεωφορείο».
Τότε ο Γέ­ροντας του απάντησε ατάραχος από την ωραία πύλη: 
«Το λεωφο­ρείο είναι ένα κουτί με τέσσερις ρόδες που σε πάει στην πόλη, ενώ η Θεία Λειτουργία είναι το όχημα που σε μεταφέρει στο ουράνιο στερέωμα πλησίον του Θεού!».

Κατά κανόνα ήταν ήρεμος όταν λειτουργούσε· κάποτε μία γυ­ναίκα κατά την διάρκεια της Λειτουργίας έριξε κάτω με θόρυβο ένα αναλόγιο. Τότε βγήκε από το ιερό ο Γέροντας και μάλωσε την μοναχή Θέκλα που δέχθηκε αδιαμαρτύρητα την παρατήρηση. Όταν έφθασε μετά από λίγο στο «τα Σά έκ των Σων…», δεν μπορούσε να κάνει την εκφώνηση. Βγήκε με το κεφάλι του σκυμμένο από την βόρεια θύρα του Ιερού και είπε στην μοναχή: «Συγχώρεσέ με, κόρη μου, γιατί εμποδίζομαι και δεν μπορώ να συνεχίσω την Λειτουργία!».

Είναι μαρτυρημένο από πολλούς ότι πάντοτε περίμενε κάποιο θείο σημείο για να προχωρήσει στην Θεία Λειτουργία· γι’ αυτό και αργούσε πολύ στην αναίμακτη θυσία. Συνήθως εμφανιζόταν ένα ουράνιο φως πάνω από την Αγία Τράπεζα και τότε προχωρούσε. Εκείνη λοιπόν την ημέρα το φως δεν ερχόταν, γι’ αυτό πήρε συγ­χώρηση και έτσι μπόρεσε να συνεχίσει την Θεία Λατρεία. 
Άλλοτε που διαμαρτύρονταν οι μοναχές για την πολύωρη ορθοστασία ο Γέροντας απαντούσε ρωτώντας: «Γιατί μας τα εδωσε ο Θεός τα πόδια;».

Μέσα στο ιερό ξεχνούσε τα πάντα· απομακρυνόταν από την ματαιότητα του κόσμου και ανέβαινε στα ουράνια σκηνώμα­τα. Ρουφούσε αχόρταγα την θεία Χάρη και μετά την σκόρπιζε στο εκκλησίασμα και σε όλους τους ανθρώπους που τον επισκέπτονταν. Ήταν αδύνατο να μην αντιληφθεί κάποιος που τον έβλεπε, την Χάρη που εξέπεμπε.

Στην ιερατική του διακονία είχε αμέριστη τη συμπαράσταση του ουράνιου κόσμου. Η Παναγία και οι Άγιοι του Θεού τον τόνωναν στο έργο του με θαυμαστές εμφανίσεις. Όπως είδαμε η Θεομήτωρ με τις εμφανίσεις Της του υπέδειξε πού και πώς θα κτίσει την επ’ ονόματί Της Μονή του. Η ίδια επίσης τον καθοδηγούσε και τον στή­ριζε σε όλη την πορεία της ζωής του και έδινε με τα θαύματά της υπόσταση στην προσευχή του, για να σώζονται οι άνθρωποι που τον ακολουθούσαν. Ο Άγιος Ραφαήλ και άλλοι Άγιοι συνομιλούσαν με τον Γέροντα μεταφέροντάς του την θέληση του Θεού για διάφορα θέματα και τον στήριζαν στις θλίψεις που τον έβρισκαν.

Κάποτε είχε δει τα τάγματα των Αγίων Πάντων, για τα οποία έλεγε ότι πλην των γνωστών Αγίων «είναι αμέτρητοι οι ανώνυμοι που αναπαύονται στα κοιμητήρια, είναι αναρίθμητοι οι αφανείς και οι άγνωστοι Άγιοι που γιορτάζουν την ημέρα των Αγίων Πάντων».

Ιδιαίτερα αναφέρεται ένα θαύμα που έζησε με τον Τίμιο Σταυρό: Κάποτε κατά την εορτή της Υψώσεως ξέχασε να βάλει τον Σταυρό στον δίσκο με τα λουλούδια. Και όμως ένας φωτεινός θείου φωτός Σταυρός ακτινοβολούσε επάνω στον δίσκο! Όταν οι λειτουργούμενοι πιστοί τον ρώτησαν, τί ήταν αυτός ο Σταυρός, εκείνος δήλωσε με έμφαση: «Πως να μην είναι φωτεινός ο Σταυρός του Χριστού, όταν σταυρώθηκε πάνω σ’ Αυτόν το Φως του Κόσμου;».

Η μοναχή Ευσεβία Κασσιώτου, αδελφή της Ιεράς Μο­νής Παναγίας Ελεούσης Ρότσο Καλύμνου, μας κατέθεσε για τον ενάρετο Γέροντα Κορνήλιο τα εξής:

«Ήταν καλοκαίρι του 1970. Βρισκόμουν μαζί με μία αδελφή στην Νέα Μονή Χίου για κάποια εργασία, για την περάτωση της οποίας χρειά­στηκε να καθίσωμε ένα διά­στημα εκεί. Το περιβάλλον της Μονής αυτής ήταν άκρως πνευματικό και δεχθήκαμε τις περιποιήσεις της Ηγουμένης Μαριάμ και των αδελφών της Μονής. Με ενθουσιασμό οι μοναχές μας μιλούσαν για τον Γέροντά τους Κορνήλιο που διέμενε με την ταπεινή αδελφότητά του στο κτιτορικό του έργο, την Μονή της Αγίας Σκέπης στο χωριό Χαλκειός. Εκείνο τον καιρό ήμασταν ιδιαιτέρως λυπημένες, διότι προ ολίγων μηνών, στις 16 Απριλίου 1970, είχε κοιμηθεί ο Άγιος Γέροντάς μας, Ιερομόναχος Αμφιλόχιος Μακρής. Έτσι μας γεννήθηκε η επιθυμία να γνωρίσουμε τον άγιο αυτό άνθρωπο, τον Γέροντα Κορνήλιο, να πάρουμε την ευχή του και να μας παρηγορήσει.

Πράγματι, οι καλές αδελφούλες της Νέας Μονής μας συνώδευσαν στην Μονή της Αγίας Σκέπης. Ξαφνικά στο προαύλιο της Αγίας Σκέπης συναντήσαμε τον υψηλόσωμο Γέροντα Κορνήλιο, μια βιβλική μορφή με ολοφώτεινο πρόσωπο. Προτού δώσουμε τον οφειλόμενο χαιρετισμό και πάρουμε την ευχή του μας είπε: «Μην στενοχωρείστε, κόρες μου, και μην θλίβεσθε. Ο Γέροντάς σας έχει παρρησία στον Θεό. Είναι ολοζώντανος δίπλα σας και παρακαλεί τον Θεό για σας. Όπως του λέγατε την εξομολόγησή σας όταν ήταν ζωντανός, έτσι και τώρα να του λέτε τα πάντα σαν να είστε ενώπιος ενωπίω. Εκείνος όλα τα ακούει και τα παρακολουθεί, και από εκεί που είναι πρεσβεύει και δέεται για σας και σας ενισχύει».

Με μεγάλη έκπληξη και χαρά ακούγαμε τα λόγια του, διότι απομάκρυνε από την καρδιά μας τα νέφη της λύπης. Ακολούθως μας φιλοξένησε πλουσιοπάροχα με ό,τι λιτό και απλό διέθετε στην Μονή του. Μάλιστα μας έφερε και κουρελού, για να ξα­πλώσουμε κάτω από τα πεύκα που είχε δροσιά και να αναπαυθούμε στην ευλογία της φύσεως.

Άλλη φορά πήγαμε στο Μοναστήρι του για να παρακολου­θήσουμε την Θεία Λειτουργία. Όταν ο Γέροντας βγήκε έξω να πάρει «καιρό», μας είπε: 
«Όταν προσκυνείτε τις εικόνες, να τις προσκυνείτε με ευλάβεια και δέος, διότι οι Άγιοι της πίστεώς μας είναι ολοζώντανοι και όταν προσκυνούμε τις εικόνες τους, μας ευλογούν. Είναι οι όντως φίλοι μας, που όταν τους φωνάζουμε, σπεύδουν να μας βοηθήσουν».

Συνέχισε με ευλάβεια και κατάνυξη το ιερό έργο της Λειτουργί­ας κατά την διάρκεια της οποίας το πρόσωπό του έδειχνε ολόλαμπρο, αλλοιωμένο από την Χάρη που έπαιρνε. Η Λειτουργία ήταν μία μοναδική εμπειρία και για εκείνον και για μας. Παρακολουθού­σαμε εκστατικές τον άνθρωπο του Θεού να ανέρχεται από θεωρίας εις θεωρίαν. Η Λειτουργία εκείνη διήρκησε 12 ολόκληρες ώρες. Ήταν τόσο μεγάλη η Χάρη που αισθανθήκαμε στην ψυχή μας, που εξήλθαμε από τον χρόνο και δεν καταλάβαμε, πως πέρασε τόση πολλή ώρα για μία καθημερινή Λειτουργία. Στην μνήμη μας χαράχθηκε έντονα η όλη αναστροφή με τον άγιο εκείνο κληρικό. Αφού η εργασία μας στην Ιερά Νέα Μονή περατώθηκε επιτυχώς, επιστρέψαμε χαρούμενες στην Μονή μας και ανανεωμένες ψυχικά χάρη στον Όσιο Γέροντα Κορνήλιο.

Μετά από λίγο καιρό ξαναβρεθήκαμε στην Χίο μαζί με την Γερόντισσα της Μονής μας. Μας καλοδέχθηκε, μας φιλοξένησε, μας οικοδόμησε πνευματικά. Μας έβαλε στο κελλί του, όπου είχε κρεμασμένο από το ταβάνι ένα χονδρό σχοινί με κόμπους· με αυτό δενόταν για να μην αποκοιμιέται την ώρα της προσευχής. Με δύναμη σώματος ακατάβλητη και πολλή προσευχή διατηρούσε ποίμνη αγελάδων για να συντηρούνται οι μοναχές και να δίνει ελεημοσύνη από τα προϊόντα τους στους πτωχούς χωρικούς. Με όλους τους τρόπους μας ωφέλησε και εκδήλωσε την επιθυμία του να έρθει στην Μονή μας στην Κά­λυμνο, αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος. Ήταν άγιος άνθρωπος. Είθε οι προσευχές του από τον ουρανό να μας συντροφεύουν».

Η πρόσφορα του Γέροντα Κορνηλίου στον γυναικείο μοναχισμό του νησιού είναι μεγάλη. 
Αναφέραμε ότι εργάστηκε για την επανδρωση με πολλές και καλές μοναχές  των Ιερών Μονών Νέας Μονής και Αγίας Σκέπης Χαλκείου.

Το ίδιο έπραξε και για την Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής Κουρνά, της οποίας Μονής το όνομα οφείλεται στην εφέστια εικόνα της Μονής των Δομινικανών μοναχών (κτίσμα του 15ου αι.), Μετά την αποχώρηση των Καθολικών τον 18ο αι., η Μονή έγινε ορθόδοξη και έτσι η ονομασία Κουρνά αποτελεί παραφθορά της λέξις CORONATA.

Το 1909 η Μονή έλαβε μεγάλη φήμη στο νησί γιατί το αγίασμα της Ζωοδόχου Πηγής που χορήγησε ο προσμονάριος μοναχός Μακάριος (αδελφός της Σκήτεως του Εύαγγελιστού Μάρκου του όρους Πενθόδου) στην βαριά άρρωστη θυγατέρα πλούσιου Τούρκου, της προσέφερε την θεραπεία.

Ήταν ακόμη τουρκοκρατούμενη η Χίος, όταν η κοπέλα οραματίστηκε μέσα στο βάθος τού υψηλού πυρετού μία όμορφη γυναίκα να την καλεί στην περιοχή της Μονής. Μετά το θαύμα αυτό, έμεινε έθος στους Χιώτες να προσκυνούν στην Μονή Κουρνά, να λούζονται στο άγιασμα και φεύγοντας να άφήνουν - όπως έπραξε η Τουρκόπουλα - επάνω στις παρακείμενες μυρσινιές ένα ρούχο τους με την πίστη ότι έτσι φεύγει, από πάνω τους ή αρρώστια ή το κακό πού τους βασανίζει.

Για δε την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Κουρνά, η μακαριστή Ηγούμενη Ευγενία Κλειδαρά της Ι.Μ. Άγ. Ραφαήλ σημείωνε: «η Εικόνα της Παναγίας ευωδιάζει λες και ξεχύνονται αγία μύρα!».

Ήλθε όμως και η στιγμή που ο Γέροντας Κορνήλιος θα αναχωρούσε για την ουράνια πατρίδα. Στις 12 Νοεμβρίου του 1975 η μακαρία του ψυχή ανήλθε στα σκηνώματα του ουρανού συνοδευόμενη από την Παναγία μας, την οποία έβλεπε τις τελευταίες στιγμές του στη γη να στέκεται δίπλα του.


Αξίζει να δούμε τις τελευταίες στιγμές της επίγειάς ζωής του οσίου αυτού ανδρός, όπως τις περιγράφει ο π. Δημήτριος Καββαδίας:

«Την παραμονή της κοιμήσεως του σηκώθηκε από το κρεβάτι του στις 10 το βράδυ, χτύπησε την καμπάνα για να αποχαιρετίσει το μοναστήρι και μπήκε στην Εκκλησία. Με ευλάβεια προσκύνησε όλες τις εικόνες και την Άγια Τράπεζα την οποία αγκάλιασε δακρυσμένος και έκανε την προσευχή του με αίσθημα ευχαριστίας και δοξολογίας, χύνοντας άφθονα δάκρυα. Στην μοναχή συνοδό του δήλωσε ότι κλαίει, γιατί αποχωρίζεται την εκκλησία και της συνέστησε προσοχή διότι: «η Εκκλησία ήταν γεμάτη αγγελούδια».

Λίγο αργότερα κάλεσε τις μοναχές και τους έδωσε την τελευταία νουθεσία για την αγάπη ως σύνδεσμο της τελειότητας. Βυθιζόταν σε ιερούς στοχασμούς και ψιθύριζε λόγια από τούς ψαλμούς τού Δαυίδ.

Ξαφνικά είπε: «’Αχ, τι ωραία! Τι ωραία πράγματα, η Παναγία, ο Χριστός, τι λουλούδια, τι ομορφιά… Πω. πω, πω, τι ωραία. Τι ωραία!».

Κάποια Μοναχή τον ρώτησε: «Γιατί κάνετε έτσι τα χέρια σας, Γέροντα;». Γέροντας: «Χαϊδεύω τα αγγελούδια. Βλέπεις Γερόντισσα την Παναγία»; 
«Όχι, δε την βλέπω».
«Τώρα ήλθε πιο κοντά μου και με καλεί να φύγουμε. Αγάπη να έχετε, να περνάτε ειρηνικά και αγαπημένα, εγώ θα σάς βλέπω να χαίρομαι, αύριο θα δείτε πολύ κόσμο εδώ. Στις 6 ή ώρα το πρωί φεύγω».

Όταν πήρε το μήνυμα της Παναγίας, άρχισε να ψιθυρίζει το ψαλμικό «ἡ ψυχή μου ἐν ταῖς χερσί Σου διά παντός καί τοῦ νόμου Σου οὐκ επελαθόμην». Τα επόμενα λόγια του ήταν: «Ανεβαίνω κόρη μου!»…

Δήλωσε μάλιστα την επιθυμία του να ταφεί στα κυπαρίσσια πού με τόσο κόπο είχε φυτέψει χρόνια πριν. Αναχώρησε για την ουράνια πατρίδα όταν η ώρα ήταν έξι το πρωί, όπως τού προείπε η Παναγία -«στις έξι το πρωί θα φύγουμε» - της 12ης Νοεμβρίου 1975, ημέρας πού η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, τις αρετές τού οποίου μιμούνταν ο Γέροντας.

Την εξόδιο ακολουθία τέλεσε ο Μητροπολίτης Χίου κυρός Χρυσόστομος Γιαλούρης. Την ώρα της ταφής τα κυπαρίσσια έσκυψαν και τον προσκύνησαν. Οι μοναχές και το πλήθος τού κόσμου θρήνησαν τον αποχωρισμό από τον θεοφόρο Γέροντα. Το ίδιο βράδυ επισκέφτηκε στον ύπνο της την Γερόντισσα και της είπε: «Δεν πέθανα, ζω και θα ζω εις τον αιώνα!».Η ανακομιδή των λειψάνων του ήταν μία έκπληξη για όλους. Τα οστά του ευωδίασαν και έδωσαν σημεία θαυματουργίας. Το ιδιαίτερα θαυμαστό γεγονός είναι ότι η άγια του κάρα φέρει επάνω μία κατακόκκινη κηλίδα, η οποία, όταν διαβάζεται παράκληση, ή γίνεται προσευχή στον Άγιο, απλώνεται και κοκκινίζει όλη η αγία του κορυφή.

Ο Γέροντας Κορνήλιος Μαρμαρινός, έζησε τον 20αι και ήταν ο κτίτορας της Μονής της Αγίας Σκέπης στο Χαλκειός της Χίου, ήταν απλός, ταπεινός με διορατικό και προορατικό χάρισμα.
Στις 12 Νοεμβρίου του 1975 η μακαρία του ψυχή ανήλθε στα σκηνώματα του ουρανού συνοδευόμενη από την Παναγία.

Επιπλέον βιογραφικά στοιχεία.

Ο 20ος αιώνας, αιώνας των δυο παγκοσμίων πολέμων, των ολοκληρωτισμών, του μηδενισμού και της αποστασίας, επαλήθευσε τον αποστολικό λόγο «οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις».

Πράγματι, κατά την διάρκειά του επρόκειτο η Χάρη του Θεού να αναδείξει πλήθος αγιασμένων μορφών, ανδρών και γυναικών, όχι μόνον τους ιδιατέρως γνωστούς, όπως ο Άγιος Νεκτάριος, ο Άγιος Πορφύριος, ο Άγιος Παΐσιος ή ο Άγιος Ιάκωβος και τόσοι ακόμα, αλλά και πολλούς που είτε παραμένουν εντελώς άγνωστοι, είτε δεν είναι ιδιαίτερα γνωστοί. Χωρίς βέβαια να συνυπολογίζουμε το νέφος των Μαρτύρων που αναδείχθηκαν στα παλαιά ολοκληρωτικά καθεστώτα, ή, επ’ εσχάτων των ημερών στη Συρία.

Ένας από του κρυφούς οσίους των ημερών μας υπήρξε και ο Γέροντας Κορνήλιος Μαρμαρινός, ο κτίτορας του Μοναστηριού της Αγίας Σκέπης στο Χαλκειός της αγιοτόκου Χίου. Όπως μας πληροφορεί ο Ιερομόναχος π. Δημήτριος Καββαδίας, ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος Μαρμαρινός γεννήθηκε στο χωριό Χαλκειός το 1885. Ήταν γιος του συμβολαιογράφου Δημητρίου Μαρμαρινού και της Ευανθίας Φλατσούση.

Οι γονείς του τον ανέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» μεριμνώντας παράλληλα και για την θύραθεν παιδεία του.

Φοίτησε στο Ζωγράφειο Γυμνάσιο της Κωνσταντινούπολης και διακρινόταν για την καθαρότητα του βίου του, την άμεμπτη διαγωγή, την διαυγή σκέψη του, τον πατριωτισμό του, αλλά κυρίως για τη μεγάλη του πίστη. Ήταν ιδιαίτερα φιλακόλουθος και προσεκτικός στις συναναστροφές του.

Κάποιος θείος του που εγκαταβίωνε στην Αμερική, τον έπεισε να τον ακολουθήσει, προκειμένου να εξασφαλίσει οικονομική άνεση.

Ωστόσο η εργασία σε ένα εντελώς κοσμικό περιβάλλον κούραζε ψυχικά τον ευλαβή Κωνσταντίνο, πολύ περισσότερο μάλιστα εξαιτίας του ότι ήταν αναγκασμένος να λέει πράγματα που δεν τα εννοούσε, προκειμένου να διαφημίσει τη δουλειά του.

Αναζητούσε καταφυγή στην μόνωση και την προσευχή. Κάποιο βράδυ αποσύρθηκε σε μια ερημική τοποθεσία για να επιδοθεί στην προσευχή. Ήταν νύχτα, το σκοτάδι βαθύ. Μόλις ξημέρωσε, ο νεαρός είδε ότι λίγα βήματα δίπλα του έχασκε ένας τεράστιος γκρεμός!

Αισθάνθηκε ότι η Παναγία τον είχε σώσει και αφού Την ευχαρίστησε, Της υποσχέθηκε να κτίσει έναν ναό στ΄ όνομά Της .

Όπως αναφέρει ο π. Δημήτριος Καββαδίας, ο νεαρός Κωνσταντίνος παρέμεινε επί 20 μέρες στην τοποθεσία εκείνη, εντελώς νηστικός και αδιαλείπτως προσευχόμενος. Και τότε η ίδια η Παναγία του απεκάλυψε ότι θα έπρεπε να γυρίσει στο νησί του και να γίνει μοναχός, κάτι που ήταν και δική του επιθυμία.

Επιστρέφοντας στην Χίο, πέρασε από την Τήνο, όπου προσκύνησε την Ευαγγελίστρια και παρέμεινε τρεις μέρες προσευχόμενος για να Την ευχαριστήσει. Και τότε Εκείνη του εμφανίστηκε και του είπε ότι ο πόθος του θα πραγματοποιείτο.

Όταν επέστρεψε στην γενέτειρά του, ο πατέρας του ήθελε να τον παντρέψει, αφού μάλιστα το μορφωτικό του επίπεδο και η γνώση ξένων γλωσσών, πρωτίστως της Αγγλικής, τον καθιστούσαν περιζήτητο ως γαμπρό.

Εκείνος όμως είχε πάρει τις αποφάσεις του. Έτσι, κάποια μέρα, αναχώρησε κρυφά για την Σκήτη του Αγίου Μάρκου στο όρος Πένθοδο, όπου βρίσκονταν και τα Ιερά Λείψανα του οσίου Παρθενίου του Χιώτη, του μεγάλου αυτού Οσίου, ο οποίος μεταξύ άλλων είχε προφητεύσει τον μεγάλο πολύνεκρο σεισμό του 1881 στη Χίο. Ο άξιος διάδοχός του Γέροντας Γαβριήλ, διέκρινε τις αρετές του νεαρού Κωνσταντίνου και τον ανέλαβε πνευματικά.

Ως δόκιμος ο Κωνσταντίνος, έχοντας ήδη εργασθεί τις αρετές όταν ήταν στον κόσμο, προέκοψε πολύ πνευματικά: απλός και ταπεινός, πρόθυμος σε κάθε διακόνημα και κυρίως τέκνο της άκρας υπακοής. Όταν κάποτε ο Γέροντάς του τού απαγόρευσε να παραμείνει εσώκλειστος σε ένα κελί για άσκηση, ο νεαρός δόκιμος υπάκουσε χωρίς κανέναν γογγυσμό ή λογισμό: «Η φωνή του Γέροντά μου είναι η φωνή του Χριστού. Οφείλω να υπακούσω», είπε χαρακτηριστικά.

Υψίστου: η κάθε Λειτουργία για εκείνον ήταν μία ξεχωριστή γιορτή γεμάτη θείες εμπειρίες. Κατά την διάρκεια της γινόταν πυρφόρος Άγγελος και ανέβαινε σε ύψη μυστικής θεωρίας από όπου ήταν δύσκολο να επιστρέψει.

Από δε το «Ευλογημένη η Βασιλεία» ανέβαινε σε ουράνιους κόσμους μυστικής θεωρίας, η καρδιά του γινόταν καμίνι θείας αγάπης, τα μάτια του έτρεχαν αστείρευτα δάκρυα και ζούσε εκστατικές καταστάσεις.

Αποτέλεσμα αυτών ήταν η Θεία Λειτουργία να τελειώνει περί τις 15.00 μ.μ. Όταν οι μοναχές τού παραπονούνταν μεταφέροντας και τις διαμαρτυρίες τού κόσμου, εκείνος με απλότητα τούς υπεδείκνυε: «Να τούς λέτε ότι το Πνεύμα τού Θεού προστάζει “ ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτός· ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας ἐλπισάτω ᾿Ισραὴλ ἐπὶ τὸν Κύριον.”».

Όπως εμφαντικά υπογραμμίζει ο π. Δημήτριος Καββαδίας, εκείνο πού χαρακτήρισε την διακονία του Γέροντα ήταν το χάρισμα της πνευματικής πατρότητος. Αναρίθμητοι Χριστιανοί από τη Χίο, της Μυτιλήνη και από αρκετά άλλα, ζητούσαν την πνευματική στήριξη και την καθοδήγησή του.

Ήταν άνθρωπος ταπεινός και υποχωρητικός, γεμάτος Αγάπη και ανεξικακία. Πάντα έσβηνε τις αντιπάθειες και τα μίση, ξεπερνούσε υπομονετικά τις ύβρεις, τούς διωγμούς και τις συκοφαντίες πού υπέστη και πρώτος ζητούσε την αποκατάσταση της αγάπης.

Ήλθε όμως και η στιγμή που ο Γέροντας Κορνήλιος θα αναχωρούσε για την ουράνια πατρίδα. Στις 12 Νοεμβρίου του 1975 η μακαρία του ψυχή ανήλθε στα σκηνώματα του ουρανού συνοδευόμενη από την Παναγία μας, την οποία έβλεπε τις τελευταίες στιγμές του στη γη να στέκεται δίπλα του.

Αξίζει να δούμε τις τελευταίες στιγμές της επίγειάς ζωής του οσίου αυτού ανδρός, όπως τις περιγράφει ο π. Δημήτριος Καββαδίας:

«Την παραμονή της κοιμήσεως του σηκώθηκε από το κρεβάτι του στις 10 το βράδυ, χτύπησε την καμπάνα για να αποχαιρετίσει το μοναστήρι και μπήκε στην Εκκλησία. Με ευλάβεια προσκύνησε όλες τις εικόνες και την Άγια Τράπεζα την οποία αγκάλιασε δακρυσμένος και έκανε την προσευχή του με αίσθημα ευχαριστίας και δοξολογίας, χύνοντας άφθονα δάκρυα. Στην μοναχή συνοδό του δήλωσε ότι κλαίει, γιατί αποχωρίζεται την εκκλησία και της συνέστησε προσοχή διότι: «η Εκκλησία ήταν γεμάτη αγγελούδια».

Λίγο αργότερα κάλεσε τις μονάχες και τους έδωσε την τελευταία νουθεσία για την αγάπη ως σύνδεσμο της τελειότητας. Βυθιζόταν σε ιερούς στοχασμούς και ψιθύριζε λόγια από τούς ψαλμούς τού Δαυίδ. Ξαφνικά είπε: «’Αχ, τι ωραία! Τι ωραία πράγματα, η Παναγία, ο Χριστός, τι λουλούδια, τι ομορφιά… Πω. πω, πω, τι ωραία. Τι ωραία!».

Κάποια Μοναχή τον ρώτησε: «Γιατί κάνετε έτσι τα χέρια σας, Γέροντα;». Γέροντας: «Χαϊδεύω τα αγγελούδια. Βλέπεις Γερόντισσα την Παναγία»; «Όχι, δε την βλέπω». «Τώρα ήλθε πιο κοντά μου και με καλεί να φύγουμε. Αγάπη να έχετε, να περνάτε ειρηνικά και αγαπημένα, εγώ θα σάς βλέπω να χαίρομαι, αύριο θα δείτε πολύ κόσμο εδώ. Στις 6 ή ώρα το πρωί φεύγω».
Όταν πήρε το μήνυμα της Παναγίας, άρχισε να ψιθυρίζει το ψαλμικό «ἡ ψυχή μου ἐν ταῖς χερσί Σου διὰ παντὸς καὶ τοῦ νόμου Σου οὐκ επελαθόμην». Τα επόμενα λόγια του ήταν: «Ανεβαίνω κόρη μου!»…

Την ώρα της ταφής, τα κυπαρίσσια έσκυψαν και τον προσκύνησαν.

Δήλωσε μάλιστα την επιθυμία του να ταφεί στα κυπαρίσσια πού με τόσο κόπο είχε φυτέψει χρόνια πριν. Αναχώρησε για την ουράνια πατρίδα όταν η ώρα ήταν έξι το πρωί, όπως τού προείπε η Παναγία -«στις έξι το πρωί θα φύγουμε»- της 12ης Νοεμβρίου 1975, ημέρας πού η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, τις αρετές τού οποίου μιμούνταν ο Γέροντας. Την εξόδιο ακολουθία τέλεσε ο Μητροπολίτης Χίου κυρός Χρυσόστομος Γιαλούρης. Την ώρα της ταφής τα κυπαρίσσια έσκυψαν και τον προσκύνησαν. Οι μοναχές και το πλήθος τού κόσμου θρήνησαν τον αποχωρισμό από τον θεοφόρο Γέροντα. Το ίδιο βράδυ επισκέφτηκε στον ύπνο της την Γερόντισσα και της είπε: «Δεν πέθανα, ζω και θα ζω εις τον αιώνα!».

Έταιρος βίος.

Στὴν ἐποχή μας ποὺ τὸ πνεῦμα ὑποτάσσεται στὴ σάρκα, ποὺ ἡ ἀγάπη καταψύχθηκε, ποὺ ἡ ἁγνότητα παραθεωρήθηκε, ποὺ ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσε, στὴν ἐποχὴ ὅπου κατὰ τὸν προφητάνακτα «πάντες ἐξέκλιναν ἅμα πάντες ἠχρειώθησαν» (Ψαλμ. 13, 3), ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε.

Ἀνέκαθεν εἶχε, ἔχει καὶ θὰ ἔχει τοὺς ἀνθρώπους του, ἀνθρώπους τῆς προσευχῆς, τῆς καθαρότητος, τοῦ ἀγωνιστικοῦ φρονήματος, τῆς ἱεραποστολῆς, τοῦ παραδειγματισμοῦ τῶν ἄλλων γιὰ ὁλοκλήρωση τῆς ἀρετῆς καὶ θέωση.

Δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι ἐκεῖ ποὺ ἡ κοπριὰ ἀναδίδει ἀφόρητη δυσοσμία φυτρώνουν τὰ ὡραιότερα καὶ εὐωδέστερα κρίνα. Ἐκεῖ ποὺ πλεονάζει ἡ ἁμαρτία περισσεύει ἡ χάρη.

Βλέπετε, ἄλλα προγραμματίζει ὁ ἄνθρωπος, ἄλλα θέλει ὁ Θεός.

Ὁ ἄνθρωπος ἐπεξεργάζεται τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Ὁ Θεὸς θέλει «πάντας σωθῆναι» (Β΄ Τιμοθ. γ΄ 7), θέλει ὅλους νὰ τοὺς καταστήσει οὐρανοπολίτες, κληρονόμους τῆς Βασιλείας Του.

Καὶ σήμερα, στὴ γενιά μας τὴν πονηρή, τὴ διεστραμένη καὶ διεφθαρμένη, στὶς ἡμέρες τῆς ἀποστασίας, τῆς διαφθορᾶς, τοῦ παραλογισμοῦ καὶ τῆς παρουσιάσεως τοῦ καλοῦ ὡς κακοῦ, τοῦ φυσιολογικοῦ ὡς ἀφύσικου καὶ τῆς ἁμαρτίας ὡς ἀρετῆς, ἔχει ὁ Θεὸς τοὺς ἐκλεκτούς του, γιὰ χάρη τῶν ὁποίων μᾶς σώζει ὅλους.

Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὁ ὅσιος Γέροντας Κορνήλιος, ὁ ἀσκητής, ὁ πνευματικὸς πατέρας, ὁ κτίτορας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ἁγίας Σκέπης στὸ Χαλκειό, ὁ ταπεινός, ἀφιλάργυρος, πνευματοφόρος, νηστευτής, διδάσκαλος, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ θερμουργὸ ἀγάπη, τὴν πραότητα, τὴν οὐράνια πνευματικὴ ἀκτινοβολία.

Ὁ ὅσιος Γέροντας Κορνήλιος ὑπῆρξε ἄνθρωπος τῶν ἡμερῶν μας, σύγχρονός μας, «ὁμοιοπαθὴς ἡμῖν» (Ἰάκ. ε΄ 17), ποὺ ἔζησε καὶ γνωρίζει τοὺς πόνους, τὶς ἀγωνίες, τὰ προβλήματα καὶ τοὺς πειρασμοὺς τῆς ἐποχῆς μας.

Ἔλαμψε σὰν φωτεινὸ ἀστέρι στὸ μυροβόλο νησὶ τῆς Χίου καὶ κατάφερε νὰ φωτίσει μὲ τὶς ἀκτῖνες τῆς θεάρεστης βιοτῆς του ὅλο τὸ χριστιανικὸ κόσμο.

Γεννήθηκε στὰ 1885 στὸ καμποχώρι τοῦ Χαλκειοῦ ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸ Δημήτρη καὶ τὴν Εὐανθία, ποὺ τοῦ ἔδωσαν στὸ ἅγιο βάπτισμα τὸ ὄνομα Κωνσταντῖνος.

Οἱ συνθῆκες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τῆς φτώχειας καὶ τῆς δυστυχίας τοῦ λαοῦ, ποὺ παρουσιάζει πολλὰ κοινὰ μὲ τὴν ἐποχή μας, τῆς ἠθικῆς καὶ οἰκονομικῆς σήψεως καὶ κρίσεως, τὸν ἀνάγκασαν νὰ μεταναστεύσει σὲ νεαρὴ ἡλικία στὴν Ἀμερική.

Σ’ αὐτήν, ὅμως, δὲν ἔνοιωσε ποτὲ μόνος, ἔνοιωσε τὸ ἄγρυπνο βλέμμα τοῦ Χριστοῦ μας νὰ τὸν προστατεύει, ἀφοῦ ὅπου κι ἂν πάει ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνος καὶ μπορεῖ νὰ ὁμολογεῖ μαζὶ μὲ τὸν Δαβίδ: «Ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανὸν σὺ ὑπάρχεις ἐκεῖ· ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην πάρει, ἐὰν κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει με καὶ καθέξει με ἡ δεξιά σου» (Ψαλμ. 138, 8 - 10).

Καὶ ὄχι μόνο τὸ ἄγρυπνο βλέμμα τοῦ Χριστοῦ μας, ἀλλὰ ὀφθαλμοφανῶς εἶδε καὶ τὴν Παναγία μας, ἡ ὁποία τὸν σταμάτησε μπροστὰ ἀπὸ ἕνα ἀπότομο γκρεμὸ καὶ τὸν σκέπασε μὲ τὴν Ἁγία της Σκέπη, γιὰ νὰ τὸν γλυτώσει ἀπὸ φρικτὸ θάνατο.

Τότε ἦταν ποὺ ὁ νεαρὸς ἀπόδημος ὑποσχέθηκε στὴν Παναγία μας νὰ κτίσει Ἐκκλησιὰ στὸ ὄνομά της.

Ἡ νοσταλγία τῆς πατρίδος καὶ ἡ φλόγα τῆς καρδιᾶς τοῦ νεαροῦ Χιώτη γιὰ ἀσκητικὰ ἀγωνίσματα τὸν ἔφερε πίσω στὴν πατρίδα, στὸ νησὶ τῆς Χίου.

Τὸ ὄρος τῆς Πενθόδου καὶ τὸ ἀσκητικώτατο Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Μάρκου τὸν δέχθηκε στὴν ἀγκαλιά του.

Ὁ ὅσιος Γέροντας Γαβριὴλ τὸν παρέλαβε μὲ χαρὰ καὶ τὸν κατέταξε στὸ ἀγγελικὸ τάγμα τῶν μοναχῶν.

Μιὰ κοντινὴ σπηλιὰ στὸ πίσω μέρος τοῦ βουνοῦ ἀνέπαυε τὸ νεαρὸ ἡσυχαστή, τὸν ὁμόζηλο τῆς ἀσκητικῆς ἀγωγῆς τοῦ κτίτορα τοῦ μοναστηριοῦ ὁσίου Παρθενίου, ποὺ προσευχόταν στὸ σπήλαιό του στὴν μεριὰ τοῦ Μοναστηριοῦ ποὺ βλέπει πρὸς τὴν πόλη τῆς Χίου καὶ τὴν πολύπαθη Ἐρυθραία μας, καὶ τοῦ Γέροντά του, τοῦ ὁσίου Γαβριήλ, ποὺ γιὰ ἡσυχασμὸ ἔκτισε τὸ μικρὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

Στὴ σπηλιὰ ὁ φλογερὸς μοναχὸς ἐπιδιδόταν στὴ νοερή, τὴν καρδιακὴ προσευχὴ καὶ στὶς θεῖες ἀναβάσεις του ἔνοιωθε τὴν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Χριστοῦ μας, νὰ τοῦ ὀμορφαίνει τὸ σκληρὸ ἀσκητικό του ἀγώνα, νὰ τοῦ σφογγίζει τοὺς ἱδρῶτες καὶ τὰ δάκρυα, νὰ τοῦ ἀπαλύνει τὴ σκληρότητα τῶν παλαισμάτων του κατὰ τοῦ ἀρχαίου πτερνιστή, τοῦ μισόκαλου δαίμονα καὶ νὰ τὸν ἐνισχύει στὴν ἐλάφρυνση τοῦ πόνου τῶν ἐμπερίστατων τοῦ νησιοῦ Χριστιανῶν.

Ἡ γλυκύτητα τῆς συναντήσεώς του μὲ τὸ Δεσπότη Χριστὸ τοῦ χάριζε πρωτόγνωρη εὐδαιμονία.

Μιὰ ἡμέρα ποὺ βρισκόταν σὲ μεγάλη κατάνυξη παρουσιάσθηκε στὸν ἀσκητή μας ἡ Παναγία μας καὶ τὸν παρότρυνε νὰ κτίσει Μοναστήρι στὴ θέση Λαζαρέτο τοῦ Χαλκειοῦ.

Ὁ ὅσιος Γέροντας Γαβριὴλ ἔδωσε πρόθυμα τὴν εὐχή του στὸν ὑποτακτικό του καὶ ὁ χαριτωμένος μοναχὸς ξεκίνησε τὸ πολύμοχθο ἔργο τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ Μοναστηριοῦ.

Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητος τοῦ ἰσάγγελου μοναχοῦ διαδόθηκε ὄχι μόνο στὴν Χίο, ἀλλὰ καὶ στὰ γύρω νησιά.

Μάλιστα ὁ Μητροπολίτης Πλωμαρίου Κωνσταντῖνος Κοϊδάκης λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψη τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς του τὸν χειροτόνησε Ἱερέα καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ὑπηρετήσει τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ στὸ χωριὸ Κουρνέλα τῆς ἐπισκοπικῆς του ἐπαρχίας.

Ἀργότερα ὁ θαυμαστὸς τοῦ Μητροπολίτου Χίου Παντελεήμονος στὴν ἄοκνη ἐργασία τοῦ ἀγαθοῦ λευΐτη Κορνήλιου τὸν ὤθησε στὴν ἡγουμενία τῆς παλαίφατης ἱστορικῆς Νέας Μονῆς, τὴν ὁποίαν αὐτὸς μὲ ἐπιμέλεια, ἔνθεο ζῆλο καὶ πολλὴ εὐλάβεια ἀνακαίνισε.

Τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἔδειχνε καὶ τὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ Γέροντα Κορνήλιου καὶ ἡ ἁπλότητα τῶν τρόπων του, ἡ διάκριση, τὸ ἀκατάκριτο τοῦ χαρακτῆρος του, ἡ σύντονη νυχθήμερη ἄσκηση καὶ ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ τὴν ἐγκατοίκηση σ’ αὐτὸν τοῦ Παναγίου καὶ Ζωαρχικοῦ Πνεύματος.

Ἔτσι, προικίσθηκε ὁ Γέροντας πλουσιοπάροχα μὲ διορατικὸ καὶ προορατικὸ χάρισμα.

Οἱ Λειτουργίες του βαστοῦσαν ὧρες πολλές, λόγω τῆς κατανύξεως ποὺ ὁ ἴδιος αἰσθανόταν θυσιάζοντας τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, «τὸν μελιζόμενον καὶ μὴ διαιρούμενον, τὸν ἐσθιόμενον καὶ μηδέποτε δαπανώμενον», ἀλλὰ καὶ τοῦ πλήθους τῶν ὀνομάτων «ζώντων καὶ τεθνεώτων», τὰ ὁποῖα μνημόνευε ὡς ἄλλος παπα – Νικόλας Πλανᾶς, χωρὶς νὰ φείδεται κόπου καὶ χρόνου.

Μία γριούλα ποὺ συνάντησα ἐγὼ προσωπικὰ στὸ Χαλκειὸ μοῦ ὁμολόγησε ὅτι ποτὲ δὲν πῆρε ἀντίδωρο ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Γέροντα Κορνήλιου, γιατὶ ἐκεῖνος τελείωνε τὶς Λειτουργίες τὶς ἀπογευματινὲς ὧρες καὶ ἡ ἴδια ἀναγκαζόταν νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ διεκπεραιώσει τὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ της.

Ἡ κατάνυξη ὅμως ποὺ αἰσθανόταν στὴν Ἐκκλησία, κατὰ τὶς Λειτουργίες τοῦ Γέροντα ἦταν μοναδική.

Ὁ Γέροντας Κορνήλιος ἦταν χαριτωμένος. Ἦταν ἀσκητικός, ἦταν ἱεροπρεπής, ἀλλὰ ἦταν καὶ φιλάνθρωπος.

Μεριμνοῦσε γιὰ ὅλους τοὺς φτωχούς, τοὺς πεινασμένους, τὰ ὀρφανά, τοὺς ἐμπερίστατους.

Γιὰ ὅλους ἦταν πραγματικὸς πατέρας καὶ γι’ αὐτὸν ἰσχύουν τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνης αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Β΄ Κορίνθ. θ΄ 9).

Ὅπως, ὅμως γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ἦλθε καὶ γιὰ τὸ Γέροντα Κορνήλιο ἡ ὥρα τῆς ἀναλύσεώς του, ἡ ὥρα ποὺ θὰ συναντοῦσε τὸ Δεσπότη Χριστό.

Στὶς 12 Νοεμβρίου τοῦ σωτηρίου ἔτους 1975 κοιμήθηκε τὸν ὕπνο τῶν δικαίων καὶ ἡ μακαρία του ψυχὴ ἀνῆλθε στὰ σκηνώματα τοῦ οὐρανοῦ συνοδευόμενη ἀπὸ τὴν Παναγία μας, τὴν ὁποία ἔβλεπε τὶς τελευταῖες στιγμές του στὴ γῆ νὰ στέκεται δίπλα του, ἕτοιμη νὰ συνοδεύσει τὴν ἁγνὴ ψυχή του στὸ θρόνο τοῦ Γιοῦ της, τοῦ Ψυχοσώστη Ἰησοῦ.

Τὸ τίμιο σκήνωμά του τάφηκε σὲ σημεῖο ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε ὑποδείξει κοντὰ στὰ εὐθυτενῆ κυπαρίσσια τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ἁγίας Σκέπης.

Ἀπὸ ἐκεῖ ἀνακομίσθηκαν γεμάτα θεϊκὴ εὐωδία καὶ κατατέθηκαν στὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ Ναοῦ τοῦ Μοναστηριοῦ του πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ.

Ἡ ἁγία του κάρα μὲ τὰ ματωμένα ποταμάκια καὶ τὴν ἄρρητη εὐωδία δείχνει τὴν εὐαρέσκεια τοῦ Χριστοῦ μας στοὺς σύγχρονους ἀγῶνες τοῦ μεγάλου τῆς Χίου ἀσκητοῦ, τοῦ Γέροντα Κορνήλιου, ποὺ ἔλεγε ὅτι, «μέσα μας ρέει αἷμα Χριστοῦ καὶ ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε ἀγάπη μεταξύ μας, ἀφοῦ εἴμαστε ἀδέλφια καὶ κληρονόμοι τῆς Βασιλείας Του».

Ἡ ὅλη θήκη τῶν ἱερῶν του λειψάνων ἔχει ἀναδειχθεῖ πηγὴ θαυμασίων και κρήνη ἰάσεων, θεραπεύουσα τὶς ἀσθένειες ὅλων τῶν εὐλαβῶν τοῦ Ὁσίου προσκυνητῶν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου