Ὁσία Χρυσῆ ἐκ Συρίας καὶ Ἡγουμένη ἐν Παρισίοις. Ήμέρα Μνήμης: 4 Ὀκτωβρίου.
Η Ἁγία Χρυσῆ (St. Aurore ἢ Aure ἢ Aurea de
Paris) γεννήθηκε στὴν Συρία στὶς ἀρχὲς τοῦ Ζ' αἰῶνος, καὶ μετέβη στο Παρίσι γύρω στὸ 630. Ἀναφέρεται σὲ ἔργα δύο συγγραφέων: τοῦ Ἁγίου Οὐὲν (Ouen), στὸν Βίο τοῦ Ἁγίου Ἐλιγίου (τιμάται 1η Δεκεμβρίου), καὶ τοῦ Ἰωνᾶ τοῦ Μπόμπιο (Giona di Bobbio), στὸν Βίο τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου. Καὶ οἱ δύο συγγραφεῖς ἀναφέρουν, ὅτι ἡ καταγωγή της ἦταν ἀπὸ τὴν Συρία.
Ὁ Ἅγιος Ἐλίγιος, ἀφοῦ ἵδρυσε ἕνα Μοναστήρι στὴν Λιμόζ, ἀπεφάσισε νὰ μετατρέψη μία οἰκία του στὸ Ἲλ ντὲ λὰ Σιτὲ (Île de la Cité) στὸ Παρίσι, ὡς γυναικεία Μονή.
Τὸ 631 ἢ γύρω στὸ 633, ἵδρυσε ἐκεῖ Μονή, ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Μαρτιάλη (Saint-Martial (τιμάται 30ὴ Ἰουνίου) καὶ ἐζήτησε ἀπὸ τὴν Χρυσῆ νὰ γίνη ἡ πρώτη Ἡγουμένη αὐτῆς.
Οἱ Μοναχὲς εἶχαν δύο Ναούς: τὸν ἕνα στὴν πόλι, ἀφιερωμένον στὸν Ἅγιο Μαρτιάλη, ὅπου ἐψάλλοντο οἱ Ἀκολουθίες, τὸν ἄλλο στὴν ὕπαιθρο, στὴν δεξιὰ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Σηκουάνα, ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Παῦλο. Ὁ τελευταῖος, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο πλησίον τοῦ Κοιμητηρίου τῶν Μοναζουσῶν, ἦταν ἕνα μικρὸ παρεκκλήσι, τὸ ὁποῖο περιεβάλλετο ἀπὸ καλλιεργημένα χωράφια, ἐξ οὗ καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Παύλου τῶν Ἀγρῶν (Saint-Paul-des-Champs). Εὑρίσκετο
στὴν σημερινὴ ὁδὸ Ἁγίου Παύλου. Συντόμως ἡ
Μονὴ ἐσύναξε 300 Μοναχές, οἱ ὁποῖες ἀκολουθοῦσαν τὸ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Κολομβανοῦ.
Ἡ Ἡγουμένη παρέμεινε ἐπὶ κεφαλῆς τῆς Ἀδελφότητος ἐπὶ τριάντα τρία ἔτη. Τὸ 666, μία ἐπιδημία πανώλης κατέστρεψε τὴν πόλι τῶν Παρισίων. Ἡ Χρυσῆ ὑπέκυψε σὲ αυτὴν τὴν 4η Ὀκτωβρίου 666, καθὼς καὶ ἑκατὸν ἑξήντα Μοναχές. Ὅλα τὰ σκηνώματα μεταφέρθηκαν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Παύλου καὶ ἐτάφησαν στὸ παρακείμενο Κοιμητήριο.
Τὸ Σκήνωμα τῆς Ἁγίας ὑπεβλήθη σὲ διάφορες ἐκταφὲς καὶ μετακινήσεις μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου: ἀρχικὰ ἐτάφη στὸ παλαιὸ ἐνοριακὸ Κοιμητήριο τοῦ Ἁγίου Παύλου τῶν Ἀγρῶν καὶ ἀργότερα τοποθετήθηκε ἐντὸς τοῦ Ναοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ Κοιμητηρίου. Ἐν συνέχειᾳ, μεταφέρθηκε ἐπαλλήλως σὲ διαφόρους Ναοὺς μέχρι τὸ 1421, ὁπότε κατατέθηκε στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μαρτιάλη (νῦν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἐλιγίου).
Τέλος, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, τὸ 1792, τὰ ἅγια Λείψανα ἀφαιρέθηκαν καὶ διασκορπίσθηκαν. Σήμερα μόνο ὀλίγα ἀπὸ τὰ ἱερὰ Aὐτῆς Λείψανα ἔχουν παραμείνει στὴν Νορμανδία καὶ στὸ Παρίσι, σὲ ἕνα Παρεκκλήσι, τὸ ὁποῖο εὑρίσκεται στὴν ὁδὸ Pεΰγυ (rue de Reuilly) ἀφιερωμένο στὴν Ἁγία.
Ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τὰ Λείψανα τῆς Ἁγίας Χρυσῆς, φυλάσσονται τὰ ἱερὰ Λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἐλιγίου καὶ τοῦ Ἁγίου Οὐέν. Στὸν ἴδιο Ναὸ ὑπάρχει μία τοιχογραφία, ἡ ὁποία ἀπεικονίζει τὴν Ἁγία Χρυσῆ δεχομένη τὸ πέπλο ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἐλίγιο, σύμβολο τῆς ἀφιερώσεώς της στὸν Θεό.
Ἀπὸ τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας Χρυσῆς, ἀναφέρεται ὅτι ἐπέστρεψε στὴν ζωὴ μία γυναῖκα, προκειμένου νὰ ἀπελευθερώση ἕνα κλειδὶ ἀπὸ τὰ νεκρὰ χέρια τῆς κεκοιμημένης. Ἐπίσης, ἀνέσυρε μέσα ἀπὸ καυτὴ στάχτη καλοψημένα καρβέλια ἀπὸ ἕναν ἄδειο φοῦρνο. Καὶ μετὰ τὸν θάνατό της, ἰάτρεψε μία τυφλὴ γυναῖκα μὲ τὸ ἄγγιγμα τοῦ
κομμένου (καὶ πρόσφατα αἱμορραγοῦντος) χεριοῦ της.
Ἡ Μνήμη τῆς Ἁγίας Χρυσῆς τιμᾶται τὴν 4η Ὀκτωβρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου