Άγιος Νεόφυτος ο Παιδομάρτυς στη Νίκαια της Βιθυνίας. Ημέρα Μνήμης: 21 Ιανουαρίου.
Ἕνα ἀγοράκι χάρισε ὁ Θεός στό ζευγάρι τῶν εὐσεβῶν συζύγων Θεοδώρου καί Φλωρεντίας πού κατοικοῦσαν στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, στά βόρεια τῆς Μ. Ἀσίας, ἀπέναντι ἀπ᾽ τήν Κων/πολι. Ἦταν ἡ ἐποχή πού ἀκόμα συνεχιζόταν οἱ διωγμοί τῶν Χριστιανῶν ἀπ᾽ τό σκληρότατο χριστιανομάχο αὐτοκράτορα Διοκλητιανό, στά τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰ.
Οἱ γονεῖς του ἔδωσαν στό παιδί τους Χριστιανική ἀνατροφή μέ θερμό ζῆλο καί, ἐπειδή τύχαινε νά εἶναι καί εὐκατάστατοι, τό ἔστειλαν καί στό σχολεῖο γιά νά μάθη γράμματα μαζί μέ τ᾽ ἄλλαπ αιδιά. Ὁ μικρός Νεόφυτος, ἀπ᾽ τά πρῶτα παιδικά του χρόνια, ἔδειξε μιά διαγωγή ἀγγέλου περισσότερο, παρά ἀνθρώπου. Τήν τροφή του καί ὅ,τι καλό εἶχε ἀπ᾽ τούς γονεῖς του τό μοιραζόταν μέ τά φτωχά παιδιά πού συναναστρέφονταν καί συμπαθοῦσε μέ θέρμη. Πίστευε μέ μιά πρόωρη ὡριμότητα ὅτι ὅλα τά καλά μᾶς τά δίνει ὁ Θεός καί γι᾽ αὐτό εἶναι δίκαιο καί φυσικό νά τά μοιραζόμαστε μέ τούς ἀδελφούς μας.
Οἱ βιογράφοι του μᾶς παραδίδουν πολύ ἀσυνήθιστα θαύματα πού ἔκανε ὁ μικρός ἐννεαετής Νεόφυτος. Κάποτε πού, μαζί μέ τούς φτωχούς μικρούς φίλους του βρέθηκε σέ δυσκολία ἀπό ἔλλειψι τροφῆς καί νεροῦ, στάθηκε στήν πόρτα τοῦ ναοῦ καί προσευχήθηκε μέ πίστι. Ὕστερα, χτύπησε μέ τό δάχτυλό του μιά πέτρα καί ἀμέσως ἐκείνη ἀνέβλυσε ἄφθονο νερό καί γάλα, ὥστε νά πιοῦν καί νά χορτάσουν πολλοί ἄνθρωποι.
Ἀκόμα, ἔχουμε μαρτυρίες ὅτι ἕνα λευκό περιστέρι βρισκόταν πάντα κοντά στό μικρό Νεόφυτο, μέ φτερά στολισμένα μέ ἄργυρο στίς ἄκρες τους καί τό πίσω μέρος τῆς κεφαλῆς του τό στόλιζε χρυσός. Γιά πρώτη φορά τό εἶδε ἡ μητέρα τοῦ Νεοφύτου, Φλωρεντία, στόν ὕπνο της καί θαύμαζε γιά τά μεγαλειώδη καί παράξενα πού συμβαίνουν στό σπίτι τους· προσευχήθηκε, ὅμως, στό Θεό νά τῆς ἀποκαλύψη τό νόημα τοῦ ὀνείρου της. Καί ὁ Θεός τήν ἄκουσε καί εἶδε ξυπνητή πλέον μέ τά μάτια της τό ἐπαργυρωμένο κι ἐπιχρυσωμένο περιστέρι νά μπαίνη στό σπίτι τους καί νά κατευθύνεται στό κρεββάτι τοῦ Νεόφυτου, ὅπου καί κάθησε πάνω σ᾽ αὐτό! Ἡ μητέρα τοῦ Νεόφυτου κατάλαβε ὅτι δέν εἶναι φυσικό περιστέρι ἀλλά κάτι τό ἱερό καί οὐράνιο· γι᾽ αὐτό τό ρώτησε γιατί κάθησε πάνω στήν κλίνη τοῦ παιδιοῦ της. Καί τό περιστέρι ἀπάντησε μέ ἀνθρώπινη λαλιά ὅτι τό στέλνει τό Ἅγ. Πνεῦμα νά σκεπάζη καί νά φρουρῆ τήν κλίνη τοῦ Νεοφύτου, διώχνοντας κάθε κακό ἀπ᾽ τό παιδί της.
Ἡ Φλωρεντία, ἀκούγοντας τήν ἀνθρώπινη ὁμιλία ἀπ᾽ τό περιστέρι, ἀπ᾽ τή μεγάλη ἔκπληξι καί ταραχή ἔπεσε κάτω καί πέθανε. Ὅταν τή βρῆκαν οἱ γείτονες καί οἱ συγγενεῖς της πεθαμένη, τήν ἑτοίμασαν γιά νά τήν κηδέψουν. Ὁ σύζυγός της ἔτυχε νά λείπη καί ὁ μικρός Νεόφυτος, πού ἦταν ὁ μόνος ἤρεμος μέσα στό γενικό πένθος, ζήτησε νά καθυστερήσουν τήν κηδεία τῆς μητέρας του μέχρι νά ἔρθη καί ὁ πατέρας. Τόν πατέρα εἰδοποίησε γιά τό θάνατο τῆς συζύγου του κάποιος ἄρχοντας τῆς Συγκλήτου πού ὀνομαζόταν Λειβάδιος. Ὁ Θεόδωρος, μόλις πῆρε τή θλιβέρη εἴδησι ἄρχισε νά τρέχη πρός τήν πόλι. Στήν εἴσοδο τῆς κατοικίας του τόν ὑποδέχτηκε ὁ μικρός Νεόφυτος καί τοῦ εἶπε νά μή λυπᾶται γιά τό θάνατο τῆς μητέρας του, γιατί αὐτός, ὁ μικρός γυιός τους, μπορεῖ νά τήν ἀναστήση. Καί πράγματι, γυρίζοντας πρός τή νεκρή μητέρα του τήν πιάνει ἀπ᾽ τό χέρι καί τῆς λέει:
—Σήκω τώρα, μητέρα, γιατί ὅσο ἤθελε ὁ Κύριος κοιμήθηκες.
Καί ἀμέσως ἡ Φλωρεντία ἄνοιξε τά μάτια, σηκώθηκε καί βλέποντας μπροστά της τό σύζυγό της Θεόδωρο ἄρχισε νά τοῦ διηγῆται τό ὅραμα πού τήν εἶχε καταπλήξει. Ἐκείνη τήν ὥρα ὅλοι μέσα στό σπίτι εἶδαν πάλι τήν περιστερά νά μπαίνη στό δωμάτιο τοῦ παιδιοῦ καί νά κάθεται πάνω στήν κλίνη του. Κι ἀπό κεῖ μέ ἀνθρώπινη λαλιά ἀπευθύνθηκε στό μικρό Νεόφυτο καί τοῦ παράγγειλε ν᾽ ἀφήση τό σπίτι του καί τούς συγγενεῖς του καί ν᾽ ἀναζητήση τήν ἀληθινή ζωή τήν αἰώνιο.
Ὁ Νεόφυτος ἦταν μόλις ἔντεκα ἐτῶν καί σάν ἄλλος Ἀβραάμ δέχτηκε τήν κλήσι τοῦ Θεοῦ νά μεταναστεύση. Γι᾽ αὐτό, κατευθύνθηκε στό κοντινό ὄρος Ὄλυμπο, πού εἶχε ἐρημιές κατάλληλες γιά ἀσκητές. Ἐκεῖ τόν ὁδηγοῦσε πάλι ἡ περιστερά καί τόν πέρασε πρῶτα ἀπό πολλά κελλιά ἀσκητῶν πού ἀσκήτευαν σ᾽ αὐτό τό ὄρος κι ἀπ᾽ αὐτούς ἄκουσε ὁ μικρός Νεόφυτος πολλές σωτήριες συμβουλές γιά τόν ἀγῶνα πού ἐρχόταν νά κάνη καί ὁ ἴδιος σάν ἕνας μικρός ἀσκητής. Ὕστερα, τόν ὁδήγησε σ᾽ ἕνα τόπο ψηλά στό βουνό καί τοῦ ὑπέδειξε γιά κατοικία ἕνα σπήλαιο. Μπαίνοντας, ὅμως, σ᾽ αὐτό τό σπήλαιο ὁ Νεόφυτος, βρῆκε νά τό κατοικῆ ἕνα μεγάλο λιοντάρι. Ἥσυχα, τότε, καί ἄφοβα κάλεσε τό λιοντάρι νά βγῆ ἀπ᾽ τό σπήλαιο καί νά τοῦ τό παραχωρήση. Καί τό λιοντάρι ὑπάκουσε, ἔσκυψε τό κεφάλι καί βγῆκε.
Μέσα σ᾽ αὐτό τό σπήλαιο ὁ Νεόφυτος ἔζησε ἕνα χρόνο μέ προσευχές καί ἄλλες ἀσκήσεις πνευματικές καί τρεφόταν ἀπό ἕνα ἄγγελο πού τοῦ ἔφερνε ψωμί καί νερό. Μ᾽ αὐτή τή ζωή βρῆκε μεγάλη ἀγαλλίασι καί ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς του τό παιδί καί γι᾽ αὐτό λυπήθηκε ὅταν, μετά ἀπό ἕνα χρόνο, ἐμφανίστηκε πάλι ὁ ἄγγελος καί τόν πρόσταξε ν᾽ ἀφήση τό σπήλαιο. Τοῦ παράγγειλε νά γυρίση στούς γονεῖς του γιά νά τούς γηροκομήση καί νά τούς θρέψη.
Ὁ Νεόφυτος, δωδεκαετής πλέον, ἐπέστρεψε στούς γονεῖς του καί, ὅταν μετά ἀπό λίγο πέθαναν στά χέρια του, μοίρασε τήν περιουσία του στούς φτωχούς καί ξαναγύρισε στό ἀγαπημένο του σπήλαιο γιά νά συνεχίση τήν ἄσκησί του.
Ἐκεῖ ζοῦσε πραγματικά σάν ἄγγελος, ἀλλά ἦταν ἡ ἐποχή πού οἱ δυό συναυτοκράτορες, Διοκλητιανός καί Μαξιμιανός, ἔκαναν φοβερούς διωγμούς κατά τῶν Χριστιανῶν καί πολλοί μαρτυροῦσαν μέ φρικτά βασανιστήρια, ὁμολογῶντας τήν πίστι τους στόν ἀληθινό Θεό. Ὅταν ὁ Νεόφυτος εἶχε φτάσει στό δέκατο πέμπτο ἔτος τῆς ἡλικίας του ἦρθε πάλι ὁ ἄγγελος καί τοῦ ἔφερε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά κατέβη ἀπ᾽ τό βουνό καί νά παρουσιαστῆ στόν ἡγεμόνα τῆς Νίκαιας γιά νά μαρτυρήση τήν πίστι του. Ὁ Νεόφυτος, μέ τό θάρρος τῆς πίστεως, κατευθύνθηκε στό στάδιο ὅπου ὁ ἡγεμόνας Μάξιμος ἔφερνε τούς Χριστιανούς γιά νά θυσιάσουν στά εἴδωλα. Ἐκεῖ, κατέπληξε ὅλους ὅσοι κάθονταν μαζί μέ τόν ἡγεμόνα στό στάδιο μέ τό θάρρος του καί μάλιστα μέ τό νεαρό τῆς ἡλικίας του. Καί ὁ Μάξιμος, πού νόμισε ὅτι ὁ μικρός Νεόφυτος εἶχε ἔρθει γιά νά θυσιάση στά εἴδωλα, ἄκουγε μέ ἔκπληξι τόν ἔλεγχο τοῦ μάρτυρα πού κήρυττε τό Χριστό ὡς μόνο ἀληθινό Θεό καί τούς εἰδωλολάτρες τούς χαρακτήριζε τυφλούς καί μωρούς. Ἡ ἔκπληξι τοῦ ἡγεμόνα γρήγορα ἔγινε ἀγανάκτησι καί ὀργή· γι᾽ αὐτό ἄρχισε νά ἀπειλῆ τό μάρτυρα μέ φοβερές τιμωρίες, ἄν δέν θυσίαζε στά εἴδωλα. Ὁ Νεόφυτος, ὅμως, μέ θάρρος τοῦ ἀπάντησε:
—Δέν σοῦ φτάνει, Μάξιμε, ἡ δική σου ἀπώλεια, ἀλλά πιέζεις καί τούς σοφούς νά συγκοινωνήσουν στήν πλάνη σου, ἀνόητε;
Ὁ τύραννος θύμωσε πολύ καί διέταξε νά γυμνώσουν τό μάρτυρα, νά τόν κρεμάσουν ἀπ᾽ τά χέρια καί νά τόν δείρουν ἀλύπητα, ξεσκίζοντας τίς σάρκες του. Πεντακόσιους ραβδισμούς τοῦ ἔδωσαν κι ὕστερα τόν κατέβασαν ἀπ᾽ τό σκοινί κι ἔχυσαν πάνω στίς πληγές του ξύδι καί ἅλμη, γιά νά κάνουν τούς πόνους ἀφόρητους.
Καί ὁ γενναῖος μάρτυς παρακαλοῦσε τό Χριστό νά φωτίση τούς εἰδωλολάτρες νά ζητήσουν τή σωτηρία τους καί τούς δίδασκε νά μήν ἀμελοῦν τήν ψυχή τους, γνωρίζοντας ὅτι ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός, πού ἔπλασε τόν κόσμο κι ὕστερα τόν ἀνακαίνισε μέ τή Σάρκωσί Του. Γι᾽ αὐτό, νά μήν προσκυνοῦν τούς δαίμονες ἀλλά νά ἔρθουν στό Φῶς, νά μή φοβηθοῦν τό Μάξιμο καί τά βασανιστήριά του, γιατί θά τούς παραστέκη ὁ Χριστός, πού δυναμώνει τούς μάρτυρες κι ἑτοιμάζει γι᾽ αὐτούς μακαριότητα ἀτελεύτητη.
Ἀκούγοντας αὐτά ὁ τύραννος διέταξε νά τοῦ ξεσκίσουν ὅσες σάρκες τοῦ ἀπέμειναν. Τότε, ἕνας εἰδωλολάτρης τόν συμπόνεσε καί τόν συμβούλεψε νά λυπηθῆ τά νιάτα του καί νά θυσιάση στούς ψεύτικους θεούς. Ὁ Νεόφυτος λυπήθηκε πράγματι, ὄχι ὅμως τά νιάτα του ἀλλά τόν εἰδωλολάτρη, πού ἔμενε στήν πλάνη. Καί τοῦ λέει:
—Ἐγώ θυσιάζω στό Θεό τίς σάρκες μου καί τίς προσευχές μου σ᾽ Αὐτόν, πού θυσιάστηκε καί σταυρώθηκε γιά μᾶς κι ἐξαφάνισε τά εἴδωλα, πού ἐσεῖς οἱ ἀνόητοι προσκυνᾶτε.
Αὐτά προκάλεσαν μεγαλύτερο θυμό στόν τύραννο καί πρόσταξε νά τοῦ προσθέσουν πικρότερα βασανιστήρια μέ ἄλλα ὄργανα, πού νά τοῦ ξεσχίζουν καί τά χέρια καί τά πόδια ἀκόμα καί νά τοῦ σπάζουν τά κόκκαλα. Καί ὕστερα ἀπ᾽ ὅλα αὐτά, ἐνῶ δέν ὑπῆρχε μέλος τοῦ σώματος τοῦ Ἁγίου πού νά μήν ἔχει πληγωθῆ, δοκίμασε πάλι τίς κολακεῖες καί τίς ὑποσχέσεις ὁ τύραννος. Ἀλλά ὁ γενναῖος μάρτυς τοῦ ἀπάντησε πώς εἶναι ἕτοιμος νά ὑποστῆ μέ χαρά μύριους θανάτους γιά τό Χριστό· γι᾽ αὐτό νά μήν ἔχει καμμιά ἐλπίδα ὅτι θά λυγίσει ἀπ᾽ τά βάσανα καί τίς ὑποσχέσεις του. Ὕστερα ἀπ᾽ αὐτά, ἀπελπισμένος ὁ τύραννος τό φυλάκισε πάλι καί ζήτησε τή συμβουλή τῶν βασιλέων τί νά κάνη, γιά νά κλάψη τό φρόνημα ἑνός τόσο γενναίου παιδιοῦ. Οἱ βασιλεῖς τοῦ παρήγγειλαν νά τόν ρίξη σέ ἀναμμένο καμίνι, αὐτός, ὅμως, ἐπέμεινε νά δοκιμάση ἀκόμα τό μάρτυρα. Ὀργάνωσε, λοιπόν, μεγάλη γιορτή, μέ πλούσιες θυσίες καί ἄφθονα ἀρώματα πρός τιμήν τοῦ Ἡρακλέους. Εἶχε ἀκόμα μιά μικρή ἐλπίδα ὅτι θά συγκινηθῆ ὁ Νεόφυτος καί θά δεχθῆ νά συμμετάσχη κι αὐτός στίς θυσίες.
Ὁ μάρτυρας ἀπέναντι σ᾽ ὅλα αὐτά ἀπάντησε:
—Ἐγώ μόνο ἕνα Θεό σέβομαι καί προσκυνῶ, τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγ. Πνεῦμα καί σ᾽ Αὐτόν μόνο προσφέρω θυσία, ὄχι βόες καί ταύρους ἀλλά πνεῦμα συντετριμμένο καί ὅλο τόν ἑαυτό μου, ἐνῶ τόν Ἡρακλέα σας τόν περιφρονῶ.
Ὁ τύραννος τώρα, βλέποντας ὅτι δέν ὑπάρχει καμμιά ἐλπίδα μεταβολῆς τοῦ μαρτυρικοῦ φρονήματος τοῦ Νεοφύτου, διέταξε νά ἀνάψουν ἕνα μεγάλο καμίνι μέ ἄφθονα ξύλα κι ἔριξαν μέσα τόν Ἅγιο, ὅπου τόν ἄφησαν ἐπί τρεῖς ἡμέρες γιά νά καοῦν ἀκόμα καί τά ὀστᾶ του. Ὅταν, ὅμως, μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες ἄνοιξαν τό στόμα τῆς καμίνου, ἄγριες φλόγες ξεπήδησαν ἀπό μέσα κι ἔκαψαν τούς ὑπηρέτες τοῦ ἄρχοντα, ἐνῶ μέσα ἀπ᾽ τίς φλόγες βγῆκε ὁ Νεόφυτος ἀνέπαφος ἀπ᾽ τή φωτιά κι ὁ ἴδιος καί τά ροῦχα του καί ὑμνοῦσε τό Θεό.
Ντροπιασμένος ὁ τύραννος, ἀντί νά μετανοήση μπροστά στό μεγαλειῶδες θαῦμα, διέταξε νά φέρουν θηρία πεινασμένα γιά νά τόν κατασπαράξουν. Πρῶτα ἔφεραν μιά ἀρκούδα, πού ὅμως ἔγινε ἤμερη καί τοῦ ἔγλειφε τίς πληγές τῶν ποδιῶν του. Ὕστερα ἔφεραν ἕνα μεγάλο καί φοβερό λέοντα, ὁ ὁποῖος ἦταν αὐτός πού παραχώρησε τό σπήλαιό στό μάρτυρα γιά νά ἀσκητεύση πάνω στό βουνό τοῦ Ὀλύμπου. Ὁ λέων, ὄχι μόνο δέν πείραξε τό μάρτυρα, ἀλλά τόν ἀναγνώρισε καί ἄρχισε νά τόν φιλῆ σ᾽ ὅλο του τό σῶμα καί νά δείχνη μεγάλη χαρά πού τόν συνάντησε. Καί ὁ Νεόφυτος μίλησε στό λιοντάρι καί τοῦ εἶπε νά ξαναπάη στό σπήλαιό του χωρίς νά πειράξη ἄνθρωπο.
Εἶναι θαυμαστό, ἀδελφοί, ὅτι ἡ ἄλογη φύσι σεβάστηκε τό ἱερό σῶμα τοῦ μάρτυρος. Ὁ Μάξιμος, ὅμως, συνέχιζε νά τόν βασανίζη βάζοντας τούς ὑπηρέτες του νά κεντοῦν ὅλο τό σῶμα του μέ σοῦβλες. Κι ἐπειδή οὔτε αὐτό ἔφερνε τό τέλος του πῆρε ὁ ἴδιος ἕνα κοντάρι καί τρέχοντας τό κάρφωσε στό στῆθος του, στό μέρος τῆς καρδιᾶς, κι ἔτσι ὁ μάρτυρας Νεόφυτος τελειώθηκε. Ὁλόκληρο τό σῶμα του προσέφερε θυσία εὐπρόσδεκτη στό Θεό ὁ Ἅγιος καί γι᾽ αὐτό τώρα χαίρεται χαρά μεγάλη καί ἀτελείωτη στόν οὐρανό μαζί μέ τούς ἄλλους Ἁγίους, μέ τούς ἀγγέλους καί τή Θεοτόκο κοντά στό θρόνο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ἀποροῦν μερικοί πῶς γιά ἄλλους ὁ χρόνος τῆς τελειώσεως εἶναι μακρύς, ἐνῶ ὁ μάρτυς Νεόφυτος μόλις στό δέκατο πέμπτο ἔτος τῆς ἡλικίας του ἀξιώθηκε νά λάβη τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου καί τῆς δόξας τοῦ Ἁγίου. Ὁ παντογνώστης Κύριος, ἀδελφοί, ὁρίζει τό χρόνο τῆς τελειώσεως καί Αὐτός οἰκονομεῖ τά πάντα μέ τίς ἀνεξερεύνητες βουλές Του. Ἐμεῖς ὀφείλουμε νά θαυμάζουμε πῶς ἕνα τόσο μικρό παιδί ἔδειξε καί ἄμεμπτη διαγωγή καί γενναία ἄσκησι ἀλλά καί καρτερική ἀντοχή στό μαρτύριο, πράγμα ἀπροσδόκητο γιά τήν ἡλικία του. Γι᾽ αὐτό, τό μόνο πού μᾶς ἀπομένει, εἶναι νά δοξάσουμε τόν ἀθλοθέτη Χριστό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου