Βιβλίον περιέχον την ιστορίαν του Τωβίτ, υιού του Τωβιήλ, υιού του Ανανιήλ, υιού του Αδουήλ, υιού του Γαβαήλ, από την γενεάν του Ασιήλ και από την φυλήν του Νεφθαλίμ.
Αυτός ηχμαλωτίσθη κατά τας ημέρας του Ενεμεσσάρου, βασιλέως των Ασσυρίων. Κατήγετο από την πόλιν Θίσβην, η οποία ευρίσκεται δεξιά της Καδης, της φυλής του Νεφθαλίμ εις την Γαλιλαίαν επάνω από την Ασήρ.- Εγώ ο ΤΩΒΙΤ όλας τας ημέρας της ζωής μου επορευόμην του Κυρίου τας οδούς της αληθείας και της δικαιοσύνης.
Εκανα πολλάς ελεημοσύνας στους ομογενείς μου και εις όλον το έθνος μου, που είχαν οδηγηθή μαζή μου αιχμάλωτοι εις την χώραν των Ασσυρίων εις την πρωτεύουσάν των, την Νινευή.
Οταν νεώτερος ακόμη ευρισκόμην εις την χώραν μου, εις την γην του Ισραήλ, όλη η φυλή του Νεφθαλίμ, φυλή του πατρός μου, είχεν απομακρυνθή από τον ναόν και από την πόλιν των Ιεροσολύμων, η οποία αυτή μόνη είχεν εκλεγή από όλας τας φυλάς του Ισραήλ, δια να προσφέρουν εκεί θυσίας όλαι αι φυλαί. Εκεί είχεν αγιασθή και καθιερωθή ο ναός, όπου κατεσκήνωσεν ο Υψιστος• και είχεν οικοδομηθή, δια να χρησιμεύση ως ναός του εις όλους τους αιώνας.
Όλαι όμως οι φυλαί, που είχαν αποστατήσει πλέον από τον Θεόν, προσέφεραν θυσίας στον Βαάλ στο άγαλμα της δαμάλεως. Μεταξύ δε αυτών των φυλών, που απεστάτησαν, ήτο και η φυλή Νεφθαλίμ, του πατρός μου.
Εγώ μόνος επήγαινα εις τα Ιεροσόλυμα πολλές φορές κατά τας εορτάς, όπως είναι γραμμένον στον νόμον του Μωϋσέως, αιώνιον πρόσταγμα δι’ όλους τους Ισραηλίτας. Επήγαινα εκεί και έφερα μαζί μου τα πρωτογεννήματα, τα δέκατα από τα προϊόντα μου και τα πρώτα ποκάρια από το κούρευμα των προβάτων μου.
Τα έδιδα στους ιερείς, τους απογόνους του Ααρών, δια να προσφερθούν ως θυσία στο θυσιαστήριον, όπου προσεφέροντο αι θυσίαι όλων των προϊόντων. Και την μεν πρώτην δεκάτην από τα προϊόντα μου παρέδιδα στους Λευίτας, οι οποίοι υπηρετούσαν στον ναόν της Ιερουσαλήμ. Την δευτέραν δεκάτην επωλούσα και επορευόμουν ανά την Ιερουσαλήμ και διέθετα το αντίτιμον αυτής δια τους πτωχούς, σύμφωνα με τον νόμον του Θεού.
Αλλά και τρίτην δεκάτην έδιδα εις εκείνους που έπρεπε, σύμφωνα με την εντολήν της Δεββώρας, της μητρός του πατρός μου. Ευρισκόμην δε εγώ υπό την καθοδήγησίν της, διότι έμεινα ορφανός από πατέρα.
Οταν έγινα ανήρ, επήρα ως σύζυγον την Αννα, η οποία κατήγετο από την φυλήν μας. Εγέννησα δε εξ αυτής τον Τωβίαν.
Οταν ηχμαλωτίσθημεν και ωδηγήθημεν δούλοι εις την Νινευή, όλοι οι συγγενείς μου και οι άλλοι της αυτής φυλής έτρωγαν από τας τροφάς των ειδωλολατρικών εθνών.
Εγώ όμως συνεκράτησα τον εαυτόν μου, ώστε να μη φάγω από αυτάς, διότι είχα πάντοτε εις την μνήμην μου, με όλην μου την ψυχήν, τον Θεόν μου.
Δια τούτο ο Υψιστος ηυδόκησεν, ώστε να εύρω και να έχω χάριν και ευμένειαν ενώπιον του Ενεμεσσάρου. Εγινα προμηθευτής της βασιλικής αυλής.
Μετέβην δε κάποτε εις την Μηδίαν και κατέθεσα στον Γαβαήλον, τον συγγενή του Γαβρία, ο οποίος έμενεν εις Ραγους της Μηδίας, δέκα αργυρά τάλαντα.
Οταν απέθανεν ο Ενεμεσσάρ, έγινεν αντ’ αυτού βασιλεύς ο υιός του ο Σενναχηρίμ. Η στάσις του όμως απέναντι των Ισραηλιτών δεν ήτο πλέον αγαθή, δια τούτο και εγώ δεν ημπόρεσα πλέον να μεταβώ εις την Μηδίαν.
Κατά την εποχήν του Ενεμεσσάρου έκαμνα πολλάς ελεημοσύνας στους αδελφούς μου, τους συμπατριώτας μου.
Εδιδα τρόφιμα στους πεινώντας και ενδύματα στους γυμνούς. Εάν εύρισκα κανένα από το ισραηλιτικόν γένος νεκρόν, ριγμένον πίσω από το τείχος της Νινευή, τον έθαπτον.
Και όσους ακόμη ο βασιλεύς Σενναχηρίμ εφόνευε, όταν έφυγε εντροπιασμένος χωρίς στρατόν, και επέστρεψεν ωργισμένος από την Ιουδαίαν, εγώ τους έθαπτον κρυφίως. Ο βασιλεύς αυτός είχεν επιστρέψει από την Ιουδαίαν με μεγάλον θυμόν και πολλούς Ιουδαίους εθανάτωσε. Ετσι δε τα σώματα των φονευομένων ανεζητήθησαν από τον βασιλέα, αλλά δεν ευρέθησαν.
Ενας όμως από τους κατοίκους της Νινευή με εφανέρωσε στον βασιλέα ότι εγώ έθαπτα τους νεκρούς. Δια τούτο εγώ εκρύβην. Οταν δε έμαθα ότι με ανεζήτουν, δια να με θανατώσουν, φοβηθείς ανεχώρησα από την Νινευή.
Τοτε ελεηλατήθησαν όλα τα υπάρχοντά μου και δεν μου έμεινε τίποτε άλλο πλην της Αννης της συζύγου μου και του Τωβίου του υιού μου.
Δεν επέρασαν όμως παρά πεντήκοντα ημέραι και οι δύο υιοί του βασιλέως εφόνευσαν τον πατέρα των και έφυγαν εις τα όρη Αραράθ. Αντί δε αυτού εβασιλευσεν ο υιός του ο Σαχερδονός. Αυτός εγκατέστησε τον Αχιάχαρον, υιόν του αδελφού μου Αναήλ, εις όλην την διαχείρισιν των οικονομικών της βασιλείας του και εις γενικήν διοίκησιν.
Αυτός, ο Αχιάχαρος, έκαμε διάβημα προς τον βασιλέα περί εμού και επέστρεψα εις την Νινευή. Ο Αχιάχαρος ήτο οινοχόος του βασιλέως, έφερεν στο χέρι του το επίσημον δακτυλίδι, ήτο γενικός διοικητής και γενικός διαχειριστής. Τον εγκατέστησε δε ο Σαχερδονός εις τας θέσεις αυτάς ως δεύτερον μετά τον εαυτόν του. Ο Αχιάχαρος λοιπόν αυτός ήτο ανεψιός μου.
Οταν επανήλθα στο σπίτι μου, μου απεδόθη η σύζυγός μου η Αννα και ο υιός μου ο Τωβίας. Κατά την εορτήν της Πεντηκοστής, εορτήν που γίνεται επτά εβδομάδας μετά το Πασχα, παρεκαθήσαμεν εις ένα πλούσιον γεύμα. Ανεκλίθην εις την χαμηλήν κλίνην, δια να φάγω.
Παρετήρησα όμως ότι ήσαν πολλά τα παρατεθέντα φαγητά και είπα στο παιδί μου• Πηγαινε εξω και φέρε εδώ όποιον πτωχόν θα εύρης εκ των αδελφών μας των Ισραηλιτών, ο οποίος μένει πιστός στον Κυριον. Ιδού εγώ σε περιμένω.
Ο υιός μου επέστρεψε και είπε• “Πατερ, υπάρχει ένας από το γένος μας, στραγγαλισμένος όμως και ριγμένος εις την αγοράν”.
Εγώ πριν αρχίσω να δοκιμάζω το φαγητόν μου, ανεπήδησα από την θέσιν μου, επήγα, τον επήρα, τον έβαλα σε κάποιο οίκημα, έως ότου εβασίλεψεν ο ήλιος.
Επέστρεψα στο σπίτι, επλύθηκα και έτρωγα το φάγητόν μου λυπημένος.
Τοτε ενεθυμήθην την προφητείαν του Αμώς, ο οποίος είχεν είπει “αι εορταί σας θα μεταστραφούν εις πένθος και ότι όλαι αι ευφροσύναι σας θα μεταβληθούν εις θρήνον”.
Εκλαυσα τότε. Οταν δε εβασιλευσεν ο ήλιος, επήγα, ήνοιξα τάφον και έθαψα εκείνον.
Οι γύρω μου άνθρωποι με ενέπαιζον και έλεγαν μεταξύ των• “Παλιν δεν φοβείται, μήπως φονευθή δια το έργον αυτό που κάνει. Δια το ίδιον έργον άλλοτε εδραπέτευσε, δια να αποφύγη την καταδίκην. Και ιδού, πάλιν θάπτει τους νεκρούς”.
Κατά την νύκτα αυτήν, αφού έθαψα εκείνον, επέστρεψα στο σπίτι μου. Επειδή όμως ήμουν, σύμφωνα με τον νόμον του Μωυσέως, ακάθαρτος, δεν εισήλθον στον οίκον μου, αλλά εκοιμήθην πλησίον του τοίχου της αυλής. Το πρόσωπόν μου το είχα ακάλυπτον.
Δεν εγνώριζα δε ότι στον τοίχον εκείνον υπήρχον στρουθία. Και την στιγμήν που είχα ανοίξει τα μάτια μου, τα στρουθία αφήκαν να πέση θερμή η ακαθαρσία των επάνω στους οφθαλμούς μου. Και οι οφθαλμοί μου έπαθαν λευκώματα. Επήγα στους ιατρούς, αλλά ματαίως. Τιποτε δεν με ωφέλησαν. Κατά το διάστημα της τυφλώσεώς μου με διέτρεφεν ο Αχιάχαρος, έως ότου μετέβην εις την Ελυμαΐδα.
Η σύζυγός μου η Αννα ησχολείτο με γυναικείας εργασίας.
Εστελλε δε και επωλούσε τα προϊόντα της εργασίας της στους εμπόρους. Εκείνοι δε της έδιδαν το αντίτιμον της εργασίας της. Καποτε της έδωσαν επί πλέον ως δώρον ένα ερίφιον.
Οταν δε αυτή ήλθε κοντά μου, το ερίφιον ήρχισε να βελάζη. Τοτε της είπα• από που προέρχεται το ερίφιον; Μηπως είναι από κλεψιά; Να το επιστρέψης στους κυρίους του, διότι δεν επιτρέπεται να φάγωμεν κλοπιμαίον.
Εκείνη είπε• “Είναι δώρον, το οποίον μου έχει δοθήεπί πλέον από τον μισθόν μου”. Δεν επίστευα όμως εις αυτήν και της έλεγα να το επιστρέψη στους κυρίους του. Είχα δε κοκκινίσει από τα μαλλώματα προς την σύζυγόν μου. Και εκείνη πικραμμένη από τας υποψίας μου απεκρίθη και μου είπε• “που είναι αι ελεημοσύναι σου και αι άλλαι δίκαιαι πράξεις σου; Ιδού, και συ και τα έργα σου είναι γνωστά”.
Ελυπήθην από τα λόγια της γυναικός μου, έκλαυσα και προσηυχήθην με μεγάλην οδύνην λέγων•
Δικαιος είσαι, Κυριε, και όλοι οι τρόποι της ενεργείας σου είναι ελεημοσύναι και αλήθεια. Συ πάντοτε κρίνεις αληθινήν και δικαίαν κρίσιν.
Μνήσθητί μου, λοιπόν, Κυριε, και ρίψε ένα σπλαγχνικόν βλέμμα σου εις εμέ. Μη με τιμωρήσης τόσον δια τας αμαρτίας τας οποίας έκαμα εν γνώσει, όσον και δια τας εξ αγνοίας, όπως επίσης και δια τας αμαρτίας των προγόνων μου, οίτινες ημάρτησαν απέναντί σου.
Διότι αυτοί παρήκουσαν τας εντολάς σου και παρέδωκες ημάς εις λεηλασίαν και αιχμαλωσίαν και θάνατον και εις ονειδισμόν μεταξύ όλων των εθνών, εν μέσω των οποίων είμεθα διασκορπισμένοι
Και τώρα, Κυριε, ομολογώ, ότι πολλαί, αλλά και δίκαιαι, είναι αι τιμωρίαι σου εναντίον εμού, ένεκα των ιδικών μου αμαρτιών και των αμαρτιών των προγόνων μου, διότι δεν ετηρήσαμεν τας εντολάς σου. Δεν επορεύθημεν κατά αλήθειαν ενώπιόν σου.
Και τώρα κάμε, Κυριε, εις εμέ ο,τι εις σε φαίνεται αρεστόν. Διάταξε να αναλάβουν την ψυχήν μου, δια να απαλλαγώ από το σώμα, και το σώμα τούτο να γίνη χώμα. Διότι είναι ωφελιμώτερον δι’ εμέ να αποθάνω παρά να ζω, αφού τόσους ψευδείς χλευασμούς ήκουσα και μεγάλη λύπη έχει καταλάβει την ψυχήν μου. Διάταξε, λοιπόν, να λυτρωθώ δια του θανάτου από την θλίψιν αυτήν και να μεταβώ στον αιώνιον τόπον. Μη αποστρέψης, Κυριε, το πρόσωπόν σου από εμέ.
Κατά την ημέραν εκείνην, η θυγάτηρ του Ραγουήλ η Σαρρα, η οποία έμενεν εις τα Εκβάτανα της Μηδίας, συνέβη να χλευασθή από μερικάς από τας δούλας του πατρός της.
Διότι η Σαρρα είχε δοθή διαδοχικώς ως σύζυγος εις επτά άνδρας, αλλά ο Ασμοδαίος, το πονηρόν πνεύμα, τους εφόνευεν πριν εκείνοι έλθουν εις ένωσιν με αυτήν ως προς σύζυγον. Ελεγαν, δηλαδή, αι δούλαι αύταί προς αυτήν• “δεν εννοείς και δεν συναισθάνεσαι το κακόν, το οποίον κάνεις που γίνεσαι αφορμή να φονεύωνται οι άνδρες; Εως τώρα επτά συζύγους επήρες και ούτε ενός εξ αυτών δεν επήρες το όνομα.
Διατί μας μαστιγώνεις; Αφού εκείνοι εφονεύθησαν από το πονηρόν πνεύμα, πήγαινε και συ μαζή των. Ποτέ στον αιώνα τον άπαντα να μη ίδωμεν ιδικόν σου υιόν η θυγατέρα!”
Οταν εκείνη ήκουσε τα λόγια αυτά, εκυριεύθη από πολύ μεγάλην λύπην, ώστε εσκέφθη να απαγχονισθή. Εσκέφθη λογικώτερα όμως και είπεν• “εγώ μία και μονογενής θυγάτηρ είμαι στον πατέρα μου. Εάν κάμω αυτό το οποίον εσκέφθην, μεγάλο όνειδος θα πέση επάνω εις αυτόν. Και θα κρημνίσω τα γηρατεία του με πολλήν οδύνην στον άδην”.
Εβγήκεν εις την θύραν της οικίας της, ύψωσεν εις θερμήν προσευχήν τα μάτια της προς τον ουρανόν και είπεν• “Δοξασμένος είσαι, συ, Κυριε ο Θεός μου, και ευλογημένον και δοξασμένον ας είναι το όνομά σου το άγιον στους αιώνας των αιώνων. Ολα τα έργα σου ας αναπέμπουν δόξαν και ύμνον προς σε στον αιώνα.
Και τώρα, Κυριε, στρέφω το πρόσωπόν μου προς σε και προς σε υψώνω τους οφθαλμούς μου.
Εσκέφθηκα να αυτοκτονήσω, δια να φύγω από τον κόσμον αυτόν, ώστε να μη ακούω πλέον τους ονειδισμούς αυτούς εις βάρος μου.
Συ, Κυριε, γνωρίζεις ότι είμαι καθαρά και αμόλυντος από κάθε αμαρτίαν εξ επαφής με άνδρα.
Δεν εμόλυνα το όνομά μου ούτε το όνομα του πατρός μου εις την χώραν αυτήν της αιχμαλωσίας μου. Γνωρίζεις, Κυριε, ότι είμαι μονογενής θυγάτηρ στον πατέρα μου και δεν έχει αυτός άλλο παιδί, το όποιον θα τον κληρονομήση. Δεν έχει δε άλλον στενόν συγγενή η υιόν στενού συγγενούς του, ώστε να δώσω τον εαυτόν μου εις εκείνον ως σύζυγον. Ως τώρα έχουν χαθή, Κυριε, επτά άνδρες μου. Διατί πλέον να ζω; Εάν δεν είναι αρεστόν εις σέ, Κυριε, να με πάρης από τον κόσμον αυτόν, δώσε εις κάποιον ευμενή διάθεσιν δι’ εμέ και να με ελεήση, ώστε να λάβω αυτόν ως σύζυγον, δια να μη ακούω πλέον τους ονειδισμούς αυτούς”.
Η προσευχή και των δύο, του Τωβίτ και της Σαρρας, έγινε δεκτή ενώπιον του ενδόξου και μεγάλου Ραφαήλ.
Απεστάλη παρά του Θεού εκ του ουρανού ο Ραφαήλ, δια να εκπληρώση τα αιτήματα και των δύο. Του μεν Τωβίτ να θεραπεύση τα λευκώματα των οφθαλμών του, και να καθαρίση αυτούς από τα λέπια, εις δε την Σαρραν, την θυγατέρα του Ραγουήλ, να δώση ως σύζυγον τον Τωβίαν τον υιόν του Τωβίτ, και να δέση το κακοποιόν πνεύμα, τον Ασμοδαίον. Αλλωστε στον Τωβίαν ήτο δίκαιον να δοθή ως σύζυγος και κληρονομία η Σαρρα. Κατά την αυτήν ώραν ο μεν Τωβίτ επέστρεψε και εισήλθεν εις την οικίαν του, η δε Σαρρα, η κόρη του Ραγουήλ, κατέβη από το υπερώον της.
Κατά την ημέραν εκείνην, που συνέβησαν τα γεγονότα αυτά, ενεθυμήθη ο Τωβίτ τα χρήματα, τα οποία είχε παραδώσει στον Γαβαήλ, ο οποίος έμενεν στους Ραγους της Μηδίας.
Ο Τωβίτ εσκέφθη και είπεν στον εαυτόν του: «Εγώ παρεκάλεσα τον Θεόν να με πάρη από τον κόσμον αυτόν. Διατί, πριν πεθάνω, δεν καλώ τον υιόν μου τον Τωβίαν, να του φανερώσω την υπόθεσιν των χρημάτων αυτών;»
Εκάλεσε, λοιπόν, αυτόν και του είπε: “Παιδί μου, όταν αποθάνω, να με θάψης• και πρόσεχε, να μη καταφρονήσης και παραμελήσης την μητέρα σου. Να τιμάς αυτήν όλας τας ημέρας της ζωής σου και να πράττης το ευάρεστον εις αυτήν. Ποτέ να μη την λυπήσης.
Θυμήσου, παιδί μου, ότι πολλούς κινδύνους επέρασε δια σέ, όταν ακόμη σε είχεν εν τη κοιλία της. Οταν αποθάνη, θάψε την κοντά μου στον ίδιον τάφον.
Παιδί μου, όλας τας ημέρας της ζωής σου να ενθυμήσαι Κυριον τον Θεόν μας. Μη θελήσης ποτέ να διαπράξης αμαρτίαν και να παραβής τας εντολάς αυτού. Ολας τας ημέρας της ζωής σου να πράττης το δίκαιον και το ορθόν. Ποτέ δε να μη βαδίσης τους δρόμους της αδικίας.
Διότι, όταν συ πράττης το αληθές, το σύμφωνον προς τας εντολάς του Κυρίου, θα κατευοδώνωνται τα έργα σου, όπως και όλων εκείνων οι οποίοι εφαρμόζουν δικαιοσύνην.
Από τα υπάρχοντά σου δίδε ελεημοσύνην. Μη στενοχωρηθή και μη λυπηθή το μάτι σου, όταν πράττης ελεημοσύνην. Μη γυρίσης αλλού το πρόσωπόν σου από κάθε πτωχόν τότε δε και το πρόσωπον του Θεού δεν θα αποστραφή ποτέ από σέ.
Ανάλογα με τα αγαθά, τα οποία έχεις, κάμνε ελεημοσύνην. Εάν έχης ολίγα, από τα ολίγα αυτά μη φοβηθής να ελεήσης.
Διότι έχε υπ’ όψιν σου ότι, όταν κάμνης ελεημοσύνην, καταθέτεις πλούσιον θησαυρόν δια τον εαυτόν σου εις ημέρας ανάγκης σου.
Διότι η ελεημοσύνη γλυτώνει τον άνθρωπον από τον αιώνιον θάνατον και δεν τον αφήνει να εισέλθη και να μείνη στο σκότος του άδου.
Είναι δώρον αγαθόν η ελεημοσύνη δι’ όλους εκείνους, οι οποίοι την ασκούν ενώπιον του υψίστου Θεού και εις δόξαν του Θεού.
Πρόσεχε, παιδί μου, τον εαυτόν σου από κάθε παρνείαν. Σου δίδω μίαν πρωταρχικής σπουδαιότητας συμβουλήν• να λάβης ως σύζυγόν σου γυναίκα από τους απογόνους των προγόνων σου. Μη πάρης σύζυγον αλλόθρησκον και αλλοεθνή, η οποία δεν ανήκει εις την φυλήν του πατρός σου. Διότι ημείς είμεθα τέκνα των προφητών. Ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, είναι οι από αρχαιοτάτων χρόνων ευλογημένοι πρόγονοί μας. Ενθυμήσου, παιδί μου, ότι αυτοί όλοι επήραν συζύγους από τους ομοεθνείς των. Και είδαν πλουσίας τας ευλογίας του Θεού εις τα τέκνα των, οι δε απόγονοί των θα κληρονομήσουν την γην.
Και τώρα, παιδί μου, άκουσε και αυτήν την συμβουλήν μου. Να αγαπάς τους ομοεθνείς σου. Να μη αλαζονευθής εις την καρδίαν σου απέναντι των αδελφών σου και των υιών και των θυγατέρων του λαού σου, ώστε να μη καταδεχθής να λάβης σύζυγον από τας θυγατέρας του λαού. Διότι μέσα εις την υπερηφάνειαν υπάρχει ο όλεθρος και πολλή αναστάτωσις, μέσα δε εις την ράθυμον και απράγμονα ζωήν υπάρχει ξεπεσμός και μεγάλη φτώχεια, διότι η ραθυμία και η τεμπελιά είναι η μητέρα της πείνας.
Μη κρατήσης, έστω και επί ολίγον χρόνον, τον μισθόν παντός ανθρώπου, ο οποίος θα εργασθή εις την υπηρεσίαν σου, αλλά να του τον αποδώσης αμέσως. Ετσι δε και ο Θεός θα αποδώση εις σε τον μισθόν σου, εάν εργασθής εις αυτόν. Πρόσεχε τον εαυτόν σου, παιδί μου, εις όλα τα έργα σου και να είσαι συνετός και ευγενής εις όλην σου την συμπεριφοράν.
Εκείνο το οποίον συ αποστρέφεσαι και δεν θέλεις οι άλλοι να το κάμουν εις σέ, μη το κάμη και συ εις κανένα. Ποτέ να μη πίνης οίνον μέχρι μέθης και ποτέ να μη συναναστροφής με μεθυσμένους εις την πορείαν του βίου σου.
Από το ψωμί σου δίδε εις εκείνον, που πεινά, και από τα ενδύματά σου δίδε εις εκείνους, οι οποίοι είναι γυμνοί. Ο,τι σου περισσεύει δώσε το ελεημοσύνην και ας μη λυπηθή ποτέ ο οφθαλμός σου, όταν συ πράττης ελεημοσύνην.
Διδε απλοχερα τους άρτους σου κατά τον εντάφιασμόν των δικαίων, μη δίδης όμως δια τους αμετανοήτους πονηρούς και κακούς.
Να επιζητής πάντοτε συμβουλήν από κάθε σοφόν και φρόνιμον άνθρωπον και ποτέ να μη καταφρονήσης συμβουλήν συνετήν και χρήσιμον.
Παντοτε εις κάθε καιρόν να δοξολογής Κυριον τον Θεόν και από αυτόν ζήτησε να είναι ευθείαι αι πορείαι του βίου σου, και να κατευοδώνη πάντοτε όλας τας οδούς και τας αποφάσεις σου. Διότι τα ειδωλολατρικά έθνη δεν έχουν σκέψεις και αποφάσεις ορθάς. Αλλά μόνον ο Κυριος δίδει όλα τα αγαθά και αυτός όποιον θέλει, τον ταπεινώνει κατά την βουλήν του. Και τώρα, παιδί μου, να ενθυμήσαι πάντοτε αυτάς τας εντολάς μου, και να μη εξαλειφθούν ποτέ από την καρδίαν σου.
Και τώρα τελευταία σου καθιστώ γνωστόν το ποσόν των δέκα αργυρών ταλάντων, τα οποία έχω καταθέσει στον Γαβαήλον, τον συγγενή του Γαβρία, ο οποίος μένει στους Ραγους της Μηδίας.
Μη φοβήσαι, παιδί μου, επειδή εγίναμεν πτωχοί, διότι υπάρχουν και θα υπάρχουν εις σε πολλά αγαθά, εάν ευλαβήσαι τον Θεόν, εάν απομακρυνθής από κάθε αμαρτίαν και πράξης κάθε τι, το οποίον είναι ευάρεστον ενώπιον του Θεού”.
Απεκρίθη ο Τωβίας και είπε προς αυτόν: “Πάτερ μου, θα πράξω όλας τας εντολάς όσας μου έδωσες.
Αλλά ειδικώς δια τα χρήματα, πως θα ημπορέσω να τα πάρω, αφού δεν γνωρίζω αυτόν τον άνθρωπον;”
Ο πατήρ έδωκεν εις αυτόν την χειρόγραφον απόδειξιν της καταθέσεως των χρημάτων και του είπε: “Αναζήτησε και ευρέ ένα άνθρωπον, ο οποίος θα έλθη μαζή σου προς τον Γαβαήλον, και εις αυτόν εγώ τον συνοδόν σου θα δώσω τον μισθόν του, εφ’ όσον ζω ακόμη. Πηγαινε λοιπόν εκεί, δια να αναλάβης τα χρήματα”.
Ο Τωβίας εξήλθε, δια να αναζητήση άνθρωπον ως συνοδόν του. Ευρήκε δε τον Ραφαήλ, ο οποίος ήτο άγγελος, αλλά ο Τωβίας δεν το εγνώριζεν αυτό.
Ηρώτησε, λοιπόν, τον άγγελον: “Μηπως γνωρίζης τους τόπους εκείνους στους Ραγους της Μηδίας και είναι δυνατόν να έλθω και εγώ μαζή σου;”
Ο άγγελος του απήντησε: “Θα πορευθώ μαζή σου και την οδόν εγώ γνωρίζω καλά. Μαλιστα δε έχω διανυκτερεύσει πλησίον του αδελφού μας, του Ισραηλίτου τούτου, του Γαβαήλ”.
Ο Τωβίας του είπε: “Περίμενέ με, δια να αναγγείλω τούτο στον πατέρα μου”.
Ο άγγελος του απήντησε: “Πήγαινε και μη βραδύνης”.
Ο Τωβίας επανήλθεν στο σπίτι του και είπε προς τον πατέρα: “Ιδού, ευρήκα άνθρωπον, ο οποίος θα έλθη μαζή μου”. Ο πατήρ είπε προς τον υιόν: “Φώναξέ τον να έλθη εδώ, δια να γνωρίσω καλά από ποίαν φυλήν κατάγεται αυτός και αν είναι αξιόπιστος να ταξιδεύση μαζή σου”.
Ο Τωβίας τον εκάλεσε και εκείνος εισήλθεν στον οίκον του Τωβίτ. Ο Τωβίτ και ο ξένος αλληλοεχαιρετήθησαν.
Είπεν εις αυτόν ο Τωβίτ: “Αδελφέ, από ποίον φυλήν και από ποίαν πατριάν είσαι συ; Πές μου το”.
Εκείνος του απήντησε: “Φυλήν και πατριάν ζητείς η ένα μισθωτόν συνοδοιπόρον, ο οποίος θα συμπορευθή μαζή με το παιδί σου;” Ο Τωβίτ του απήντησε: “Αδελφέ, θέλω να μάθω το γένος και το όνομά σου”.
Εκείνος τότε του είπεν: “Εγώ είμαι ο Αζαρίας, ο υιός του μεγάλου Ανανίου από τους ομοεθνείς σου”.
Ο Τωβίτ του είπε: “Αδελφέ, καλώς ήλθες στο σπίτι μου και μη οργισθής εναντίον μου, διότι εζήτησα να μάθω την φυλήν σου και την οικογένειάν σου. Συ είσαι συγγενής μου, από γενεάν καλήν και αγαθήν, διότι εγώ εγνώριζα τον Ανανίαν και τον Ιωνάθαν, τους υιούς του μεγάλου Σεμεΐ, όταν μαζή επηγαίναμεν εις τα Ιεροσόλυμα, δια να προσκυνήσωμεν και εφέραμεν μαζή μας τα πρωτοτόκια και τα δέκατα από τα προϊόντα μας. Δεν απεμακρύνθησαν και εκείνοι ποτέ από την ευθείαν οδόν του Κυρίου, όπως, δυστυχώς, απεμακρύνθησαν και επλανήθησαν οι άλλοι αδελφοί, οι ομοεθνείς μας. Από καλήν ρίζαν κατάγεσαι, αδελφέ μου.
Αλλά πές μου, σε παρακαλώ, ποίον μισθόν θα σου δώσω; Εγώ προτείνω να σου δίνω μίαν δραχμήν δια κάθε ημέραν και να παρέχω εις σε και το παιδί μου ο,τι άλλο σας χρειάζεται κατά την πορείαν.
Αλλά και άλλην επί πλέον αμοιβήν θα δώσω εις σέ, εάν επιστρέψετε υγιείς”.
Συνεφώνησαν και οι δύο επί του σημείου αυτού. Ο πατήρ είπε τότε προς τον Τωβίαν: “Ετοιμάσου δια το ταξίδι. Και στους δυο σας εύχομαι κατευόδιον”. Ο υιός του, ο Τωβίας, ητοίμασε τα απαραίτητα δια τον δρόμον. Ο δε πατέρας του του είπε: “Πήγαινε μαζή με τον άνθρωπον αυτόν και εύχομαι, όπως ο Θεός, που κατοικεί στον ουρανόν, κατευοδώση τον δρόμον σας και ο άγγελος του Κυρίου ας βαδίζη μαζή σας”. Εβγήκαν από το σπίτι και οι δυο, ο Τωβίας και ο συνοδός του, δια να αναχωρήσουν. Ο κύων του παιδιού, του Τωβίου, επήγαινε μαζή τους.
Οταν ο Τωβίας ανεχώρησεν, η Αννα η μητέρα του, έκλαυσε και είπε προς τον Τωβίτ: “Διατί έστειλες το παιδί μας εις ταξίδι μακράν από ημάς; Αυτός εισερχόμενος και εξερχόμενος στο σπίτι μας, ενώπιόν μας, δεν ήτο ράβδος στηρίγματος και χαρά εις ημάς;
Ποτέ μη φθάση και έλθη το αργύριον εκείνο. Ας χαθή το χρήμα εκείνο, προκειμένου να χάσωμεν ημείς την παρουσίαν του αγαπημένου μας παιδιού.
Δεν υπάρχει δι’ ημάς μεγαλύτερα ικανοποίησις από το να ζη τα παιδί κοντά μας, όπως μας εδόθη από τον Θεόν”.
Ο Τωβίτ της απήντησε: Μη μεμψιμοιρής και μη στενοχωρήσαι, αδελφή. Το παιδί μας θα επιστρέψη υγιές. Και τα μάτια μας πάλιν θα το ίδουν.
Διότι ο καλός άγγελος θα συμπορευθή μαζή με αυτό και θα κατευοδωθή το ταξίδιόν του και θα επιστρέψη υγιές”. Εκείνη, όταν ήκουσε τα παρήγορα αυτά λόγια, έπαυσε πλέον να κλαίη.
Οι δύο ταξιδιώται εβάδιζαν στον δρόμον των και έφθασαν την εσπέραν στον Τίγρητα ποταμόν και διενυκτέρευσαν εκεί.
Ο νεαρός Τωβίας κατέβηκεν στον ποταμόν, δια να λουσθή. Εκεί όμως ένα μεγάλο ψάρι ανεπήδησεν από το ποτάμι και ηθέλησε να καταπίη τον Τωβίαν.
Αλλά ο άγγελος του είπε: “πιάσε αυτό το ψάρι”. Ο Τωβίας έπιασε το ψάρι και το ανέβασεν εις την όχθην του ποταμού.
Ο άγγελος του είπε: “σχίσε τον ιχθύν αυτόν, πάρε την καρδίαν, το συκώτι και την χολήν και φύλαξέ τα ασφαλώς”.
Ο νεαρός Τωβίας έκαμεν, όπως του είπεν ο άγγελος. Το υπόλοιπον μέρος του ψαριού το έψησαν και το έφαγαν.
Συνεπορεύοντο κατόπιν και οι δύο, ο Τωβίας και ο άγγελος, μέχρις ότου επλησίασαν εις τα Εκβάτανα.
Ο Τωβίας ηρώτησε τον άγγελο: “αδελφέ Αζαρία, εις τι μας είναι χρήσιμα η καρδία, το συκώτι και η χολή του ιχθύος;”
Ο συνοδεύων αυτόν άγγελος του απήντησεν: “η καρδιά και το συκώτι χρησιμεύουν δια την εκδίωξιν πονηρών πνευμάτων. Εάν δηλαδή ένας άνθρωπος ενοχλήται από δαιμόνιον η άλλο πονηρόν πνεύμα και καπνίσουν αυτά ενώπιον του ανδρός η της γυναικός, που ενοχλείται από το πονηρόν πνεύμα, δεν θα ενοχληθή ποτέ πλέον.
Η δε χολή χρησιμεύει δια να χρισθή άνθρωπος, ο οποίος έχει λευκώματα εις τα μάτια του, και αυτός θα θεραπευθή αμέσως”.
Οταν επλησίασαν στο σπίτι του Ραγουήλ εις Εκβάτανα,
είπεν ο άγγελος στον νεαρόν Τωβίαν : “αδελφέ, σήμερον θα διανυκτερεύσωμεν στο σπίτι του Ραγουήλ. Αυτός είναι συγγενής σου, έχει δε και θυγατέρα που λέγεται Σαρρα.
Θα ομιλήσω εγώ περί αυτής να σου δοθή ως σύζυγος, διότι ο νόμος του Μωυσέως υποχρεώνει σε να παρής αυτήν ως σύζυγον και την κληρονομίαν της, επειδή συ είσαι ο μόνος συγγενής της από το γένος της. Σου λέγω δε ακόμη ότι η νέα αυτή είναι ωραία και φρόνιμος.
Και τώρα άκουσέ με: Εγώ θα κάμω λόγον στον πατέρα της και όταν επιστρέψωμεν από Ραγους θα τελέσωμεν τον γάμον. Διότι εγώ γνωρίζω καλά ότι ο Ραγουήλ δεν θα δώση ποτέ αυτήν ως σύζυγον εις άλλον άνδρα, έστω και αν απειληθή με θάνατον. Διότι εις σε ανήκει να λάβης την κληρονομίαν της και εις κανένα άλλον”.
Τοτε ο Τωβίας είπε προς τον άγγελον: “αδελφέ Αζαρία, έχω πληροφρρηθή ότι, η κόρη αυτή έχει ήδη δοθή ως σύζυγος εις επτά άνδρας και όλοι απέθανον στο νυμφικόν δωμάτιον.
Εγώ τώρα, όπως γνωρίζεις, είμαι μονογενής στον πατέρα μου. Φοβούμαι, λοιπόν, μήπως, όταν εισέλθω στο νυμφικόν δωμάτιον, αποθάνω, όπως απέθανον και οι προηγούμενοι από εμέ. Ενα πονηρόν δαιμόνιον την ζηλοτυπεί. Αυτό δε το δαιμόνιον δεν βλάπτει κανένα άλλον πλην από εκείνους, που την πλησιάζουν ως σύζυγοι. Φοβούμαι, λοιπόν, τώρα μήπως αποθάνω και με τον θάνατόν μου κρημνίσω την ζωήν του πατρός μου και της μητρός μου με οδύνην πολλήν στον τάφον. Δεν έχουν δε αυτοί άλλο παιδί, δια να τους θάψη”.
Απήντησε προς αυτόν ο άγγελος: “δεν ενθυμείσαι την εντολήν, την οποίαν σου έδωσεν ο πατήρ, να πάρης σύζυγον γυναίκα από το γένος σου; Και τώρα άκουσε με, αδελφέ. Αυτή η κόρη θα γίνη ιδική σου σύζυγος. Ως προς δε το δαιμόνιον, μη έχης κανένα λόγον ανησυχίας. Η κόρη αυτή θα δοθή εις σε ως σύζυγος κατά την νύκτα αυτήν.
Οταν δε εισέλθης στον νυμφικόν θάλαμον, θα πάρης φωτιά με το θυμιατήριον, θα θέσης επάνω εις αυτήν την καρδιά και το συκώτι του ιχθύος, τα οποία και θα αρχίσουν να καπνίζουν.
Το δε δαιμόνιον θα οσφρανθή τον καπνόν αυτόν, θα φύγη και ποτέ πλέον δεν θα επιστρέψη. Οταν δε εισέλθης στον νυμφικόν κοιτώνα προς αυτήν, σηκωθήτε και οι δυο σας και εκ βάθους ψυχής προσευχηθήτε στον ελεήμονα Θεόν, αυτός δε θα σας σώση και θα σας ελεήση. Μη φοβήσαι, διότι αυτή έχει προορισθή ως σύζυγός σου από πολύν χρόνον και συ θα την σώσης από το πονηρόν δαιμόνιον. Αυτή θα έλθη μαζή σου και θεωρώ βέβαιον, ότι πολλά τέκνα θα αποκτήσης από αυτήν”.
Οταν ο Τωβίας ήκουσε τα λόγια αυτά, ηγάπησε την κόρην αυτήν και η ψυχή του προσεκολλήθη πάρα πολύ εις αυτήν.
Ο Τωβίας και ο Αζαρίας ήλθαν εις τα Εκβάτανα και έφθασαν στο σπίτι του Ραγουήλ. Η δε Σαρρα τους προϋπήντησε και τους εχαιρέτησε. Εκείνοι την εχαιρέτησαν και αυτή τους ωδήγησεν στο σπίτι.
Ο Ραγουήλ είπεν εις την Εδναν την σύζυγόν του: “ο νεαρός αυτός δεν ομοιάζει πολύ με τον ανεψιόν μου τον Τωβίτ;”
Εστράφη δε προς εκείνους ο Ραγουήλ και τους ηρώτησε: “από που κατάγεσθε, σεις, αδελφοί;» Και εκείνοι του απήντησαν: “ημείς καταγόμεθα από τους απογόνους της φυλής Νεφθαλίμ, από εκείνας που έχουν αιχμαλωτισθή εις την Νινευή”.
Ο Ραγουήλ τους είπε• “γνωρίζετε τον Τωβίτ τον συγγενή μας;” Και εκείνοι του είπαν: “τον γνωρίζομεν”. Ηρώτησεν αυτούς πάλιν: “είναι υγιής;”
Εκείνοι είπαν: “ζη και υγιαίνει”. Ο δε Τωβίας του είπεν: “είναι ο πατέρας μου”.
Ο Ραγουήλ ανεπήδησεν από την χαράν του, και κατεφίλησε τον Τωβίαν και έκλαυσε.
Ευλόγησεν αυτόν και είπε: “συ, λοιπόν, είσαι το παιδί του καλού και αγαθού εκείνου ανθρώπου;” Οταν δε επληροφορήθη ο Ραγουήλ ότι ο Τωβίτ είχε χάσει τα μάτια του, ελυπήθη και ανελύθη εις δάκρυα.
Εκλαυσεν επίσης η σύζυγός του Εδνα και η κόρη του η Σαρρα. Υπεδέχθησαν και εφιλοξένησαν αυτούς με πολλήν προθυμίαν και χαράν.
Εσφαξαν από την ποίμνην των προβάτων του ένα κριον και ητοίμασαν τράπεζαν με πολλά φαγητά. Είπε δε τότε ο Τωβίας στον Ραφαήλ: “Αζαρία, αδελφέ, μίλησε δι’ εκείνα, τα οποία μου έλεγες στον δρόμον μας και ας γίνη αυτό το πράγμα”.
Ο Αζαρίας πράγματι έκαμε λόγον στον Ραγουήλ και ο Ραγουήλ είπεν στον Τωβίαν: “φάγε, πίε, απόλαυσε την τράπεζαν, διότι εις σε πράγματι ανήκει να λάβης την κόρην μου ως συζυγον. Αλλά θα σου είπω την αλήθειαν.
Αυτήν την κόρην μου την έδωσα ως σύζυγον εις επτά άνδρας διαδοχικώς. Ο καθένας όμως από αυτούς, μόλις επλησίαζεν εις αυτήν, απέθνησκε κατά την πρώτην νύκτα του γάμου. Συ όμως τώρα φάγε, πίε και ευφράνθητι”. Ο Τωβίας όμως απήντησε: “δεν θα βάλω τίποτε στο στόμα μου, μέχρις ότου σεις δεχθήτε την αίτησίν μου και συμφωνήσετε με εμέ”. Ο Ραγουήλ του απήντησε: “πάρε την από αυτήν την στιγμήν ως σύζυγον σύμφωνα με την απόφασίν σου. Συ είσαι συγγενής της και αυτή είναι συγγενής ίδική σου. Ευχόμεθα δέ, όπως ο ελεήμων Θεός σας κατευοδώση προς τα κάλλιστα”.
Ο Ραγουήλ εκάλεσε την ώραν εκείνην την Σαρραν, την θυγατέρα του, την επήρε από το χέρι και την παρέδωκεν ως σύζυγον στον Τωβίαν, προς τον οποίον και είπε: “ιδού, σύμφωνα με τον νόμον του Μωϋσέως, πάρε αυτήν ως σύζυγόν σου και πήγαινε προς τον πατέρα σου”. Ο Ραγουήλ τους ηυλόγησε και τους ηυχήθη.
Κατόπιν προσεκάλεσε την γυναίκα του την Εδναν, επήρε ένα χαρτί, έγραψε επάνω εις αυτό την πράξιν του γάμου και το εσφράγισεν.
Επειτα δε ήρχισαν όλοι με χαράν να τρώγουν.
Ο Ραγουήλ εκάλεσε την γυναίκα του την Εδναν και της είπεν: “αδελφή, ετοίμασε το άλλο δωμάτιον και ωδήγησε εις αυτό την Σαρραν”.
Η Εδνα έκαμεν, όπως της είπεν ο σύζυγός της και ωδήγησεν εκεί την Σαρραν. Η δε Σαρρα ανελύθη εις δάκρυα. Η μητέρα της είδε και συνεπάθησε τα δάκρυα της κόρης της και της είπε•
“Εχε θάρρος, τέκνον μου, ο Κυριος του ουρανού και της γης είθε να δώση εις σε χαράν αντί αυτής της λύπης. Εχε θάρρος κόρη μου”.
Οταν ετελείωσαν το φαγητόν των, ωδήγησαν τον Τωβίαν προς την Σαρραν.
Ο Τωβίας, όταν εισήλθεν στον κοιτώνα, ενεθυμήθη τα λόγια του Ραφαήλ. Επήρε το θυμιατήρι, επάνω στο οποίον υπήρχον ακόμη οι άνθρακες των θυμιαμάτων, έβαλεν επάνω εις αυτούς την καρδίαν και το συκώτι του ψαριού, από τα οποία και εξήλθε καπνός.
Οταν δε το πονηρόν δαιμόνιον ωσφράνθη την οσμήν του καπνού αυτού, έφυγεν εις τα ανώτατα μέρη της Αιγύπτου, ο δε άγγελος Κυρίου το έδεσε.
Οταν οι νεόνυμφοι εκλείσθησαν στον νυμφικόν των κοιτώνα, εσηκώθη ο Τωβίας από την κλίνην και είπε• “οήκω επάνω, αδελφή, και ας προσευχηθώμεν να μας ελεήση ο Κυριος”.
Ο Τωβίας ήρχισε να λέγη την προσευχήν του. “Δοξασμένος είσαι συ, Κυριε, ο Θεός των πατέρων ημών, ευλογημένον και ένδοξον το άγιον όνομά σου στους αιώνας. Σε ας δοξάζουν πάντοτε οι ουρανοί και όλα τα κτίσματά σου.
Συ, Κυριε, έπλασες τον Αδάμ και έδωκες εις αυτόν ως βοηθόν και στήριγμα την Εύαν, την σύζυγόν του. Από αυτούς εγεννήθη το γένος των ανθρώπων. Διότι, Κυριε, συ είπες• δεν είναι καλόν να είναι ο άνθρωπος μόνος, ας κάμωμεν δι’ αυτόν βοηθόν άλλον όμοιον προς αυτόν.
Και τώρα, Κυριε, εγώ λαμβάνω την αδελφήν μου αυτήν, την ομοεθνή μου, ως σύζυγον όχι δια την ικανοποίησιν πορνικών διαθέσεων, αλλά δια την αλήθειάν σου, όπως συ την εκήρυξες. Ας έλθη, λοιπόν, το έλεός σου εις εμέ, Κυριε, και διάταξε συ, ώστε εγώ να γηράσω μαζή της”,
Μαζή δε με αυτόν συμπροσηύχετο και η Σαρρα και είπεν: “Αμήν, γένοιτο”!
Εκοιμήθησαν και οι δύο την νύκτα εκείνην.
Ο Ραγουήλ εσηκώθη, επήγε και ήνοιξε τάφον λέγων: “μήπως αποθάνη και αυτός;”
Επανήλθεν ο Ραγουήλ εις την οικίαν του
και είπεν εις την Εδναν την γυναίκα του• Στειλε μίαν από τας δούλας να ίδη, εάν ο Τωδίας ζη. Και εάν δεν ζη, να τον θάψωμεν, χωρίς να μάθη κανείς τίποτε.
Η δούλη ήνοιξε την θύραν και εύρε και τους δύο να κοιμώνται.
Εξήλθε και ανήγγειλεν στους κυρίους της ότι ο Τωβίας ζη.
Ο Ραγουήλ εδόξασε τον Θεόν λέγων: “δοξασμένος είσαι συ, ο Θεός, και προς σε ανήκει κάθε δοξολογία καθαρά και αγία. Ας σε δοξολογούν οι άγιοί σου και όλα τα δημιουργήματά σου και όλοι οι άγγελοί σου και όλοι οι εκλεκτοί σου. Ας σε ευλογούν και ας σε δοξολογούν εις όλους τους αιώνας.
Ευλογημένος είσαι, Κυριε, διότι μου έδωσες αυτήν την χαράν και δεν έγινε εκείνο, το οποίον εφοβούμην. Αλλά έκαμες εις ημάς σύμφωνα με το μέγα σου έλεος.
Δοξασμένος είσαι, Κυριε, διότι έστειλες το έλεός σου εις δύο μονογενείς. Καμε, Δέσποτα, εις αυτούς σύμφωνα με το έλεός σου και ολοκλήρωσε την ζωήν των με υγείαν, με ευφροσύνην, με τον πλούτον του ελέους σου”.
Ο Ραγουήλ διέταξε τους δούλους να χώσουν τον τάφον.
Ετέλεσε δε και εώρτασε τον γάμον αυτών επί δεκατέσσαρας ημέρας.
Ο Ραγουήλ είπεν στον Τωβίαν και τον εξώρκισε να μη αναχωρήση από την οικίαν, μέχρις ότου συμπληρωθούν αι δεκαττέσσαρες ημέραι του γάμου.
“Μετά δε την συμπλήρωσιν των δεκατεσσάρων αυτών ημερών, είπεν στον Τωβίαν, αφού πάρης το ήμισυ από την περιουσίαν μου, να πορευθής εν υγεία προς τον πατέρα σου. Την υπόλοιπον περιουσίαν μου θα την λάβης, όταν αποθάνωμεν εγώ και η γυνή μου”.
Ο Τωβίας εκάλεσεν τότε τον Ραφαήλ και του είπεν•
“αδελφέ, Αζαρία, πάρε μαζή σου ένα δούλον και δύο καμήλους και πήγαινε στους Ραγους της Μηδίας, στον Γαβαήλ, και φέρε μου εδώ το αργύριον αλλά και αυτόν τον ίδιον, δια να παρευρεθή στον γάμον μου.
Διότι ο Ραγουήλ με ώρκισε να μη φύγω απ’ εδώ, πριν συμπληρωθούν αι δεκατέσσαρες ημέραι.
Ο δε πατήρ μου μετρά μίαν προς μίαν τας ημέρας, εάν δε και βραδύνω να επιστρέψω θα κυριευθή από μεγάλην οδύνην”.
Ο Ραφαήλ επορεύθη πράγματι και κατέλυσεν στον οίκον του Γαβαήλ. Εδωκε δε εις αυτόν και το χειρόγραφον. Ο Γαβαήλ έφερε τους σφραγισμένους σάκκους με τα χρήματα και τους παρέδωκεν εις αυτόν.
Κατόπιν, εσηκώθηκαν λίαν πρωϊ, και οι δύο μαζί ήλθον στον γάμον. Ο δε Τωβίας επί παρουσία όλων επήνεσε και συνεχάρη την γυναίκα του.
Ο Τωβίτ, ο πατήρ του Τωβίου, εμετρούσε μίαν προς μίαν τας ημέρας. Οταν δε είδεν ότι συνεπληρώθησαν αι ημέραι του ταξιδίου των και εκείνοι δεν είχον επανέλθει,
είπε• “μήπως, τυχόν, και απέτυχεν η αποστολή των και εντρέπονται να επανέλθουν; Η μήπως απέθανεν ο Γαβαήλ και κανείς πλέον δεν δίδει εις αυτόν τα χρήματα;”
Δια τον λόγον αυτόν ο πατήρ ελυπείτο πάρα πολύ.
Η δε γυναίκα του έλεγεν εις αυτόό• “εφ’ όσον μέχρι σήμερα επέρασε τόσος καιρός και δεν επανήλθε το παιδί μας, εχάθηκε πλέον”! Ηρχισε δε αυτή να θρηνολογή το παιδί της και να λέγη•
“παιδί μου, δεν ευρίσκω ησυχίαν, επειδή σε αφήκα να φύγης, εσέ που είσαι το φως των οφθαλμών μου.
Ο Τωβίτ έλεγεν εις αυτήν• “σιώπα, μη έχης λόγους ανησυχίας, υγιαίνει το παιδί μας”.
Εκείνη του απήντησε:“εσύ σιώπα, μη θέλης να με ξεγελάσης, το παιδί μας έχει πλέον χαθή”. Καθε δε ημέραν μετέβαινεν έξω στον δρόμον, από όπου είχε φύγει ο υιός της. Την ημέραν άρτον δεν έτρωγε, κατά δε τας νύκτας δεν έπαυε να θρηνή τον Τωβίαν τον υιόν της, μέχρις ότου συνεπληρώθησαν αι δεκατέσσαρες ημέραι του γάμου, τας οποίας ο Ραγουήλ είχεν ορκίσει τον Τωβίαν να μείνη εκεί. Είπε δε τότε ο Τωβίας στον Ραγουήλ• “στείλε με εις την πατρίδα μου, διότι ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν ελπίζουν πλέον, ότι θα με επανίδουν”.
Ο πενθερός του του είπε• “μείνε κοντά μου, και εγώ θα στείλω ανθρώπους μου στον πατέρα σου, δια να καταστήσουν εις αυτόν γνωστά όλα τα κατά σέ”.
Ο Τωβίας όμως επέμενε και έλεγε:“άφησέ με να μεταβώ προς τον πατέρα μου”.
Ο Ραγουήλ εσηκώθη, έδωσεν εις αυτόν την Σαρραν την σύζυγόν του και τα μισά από τα υπάρχοντά του, δούλους και δούλας, διάφορα κτήνη και χρήματα.
Τους ηυλόγησε και τους κατευώδωσε λέγων• “ο Θεός του ουρανού να σας κατευοδώση, παιδιά μου, εις όλα. Και να ίδω εγώ αυτάς τας ευλογίας του Κυρίου εις σας πριν αποθάνω”.
Είπε δε προς την κόρην του και τα εξής:“να τιμάς τους πενθερούς σου, διότι αυτοί τώρα είναι οι γονείς σου. Εύχομαι να ακούω πάντοτε καλήν φήμην δια σέ”. Αυτά είπεν ο πατήρ και την εφίλησεν. Η δε Εδνα είπε προς τον Τωβίαν• “Αγαπητό μου παιδί, εύχομαι ο Κυριος του ουρανού, να σε αποκαταστήση εις την πατρίδα σου και να μου δώση να ίδω παιδιά σου από την θυγατέρα μου την Σαρραν, δια να ευφρανθώ και εγώ ενώπιον του Κυρίου. Ιδού, σου παραδίδω και σου εμπιστεύομαι την θυγατέρα μου, ως παρακαταθήκην, και σε παρακαλώ να μη την λυπήσης”.
Επειτα από αυτά εξεκίνησεν ο Τωβίας δια την επιστροφήν και ευλογούσε τον Θεόν, διότι κατευώδωσε τον δρόμον του. Θερμώς δε ευχαριστούσε τον Ραγουήλ και την Εδναν, διότι του έδωσαν την θυγατέρα των ως σύζυγόν του.
Ο Τωβίας μαζή με τον συνοδόν του επέστρεφαν και εβάδιζαν, μέχρις ότου έφθασαν εις την Νινευή. Ο Ραφαήλ είπε τότε προς τον Τωβίαν• “δεν γνωρίζεις, αδελφέ, πως αφήκες τον πατέρα σου;
Λοιπόν, ας τρέξωμεν ημείς προ της γυναικός σου, δια να ετοιμάσωμεν την οικίαν.
Παρε δε στο χέρι σου την χολήν του ψαριού”. Πράγματι επροπορεύθησαν και οι δύο, ο δε σκύλος τους ακολουθούσε όπισθέν των.
Η Αννα εκάθητο και παρατηρούσε στον δρόμον, από τον οποίον θα ήρχετο το παιδί της.
Αυτή τον είδε να έρχεται, έσπευσε και είπεν στον πατέρα του• “ιδού, το παιδί μου έρχεται, μαζή δε με αυτό και ο άνθρωπος, ο οποίος είχε συνταξιδεύσει μαζή του”.
Ο Ραφαήλ είπεν στον Τωβίαν• “γνωρίζω καλά ότι θα θεραπευθούν και θα ανοίγουν τα μάτια του πατρός σου.
Προς τούτο, συ χρίσε με την χολήν τα μάτια του. Οταν δε αυτός αισθανθή σαν ένα δάγκωμα από την οξύτητα της χολής, θα τρίψη τα μάτια του και θα πέσουν τα λευκώματα από τους οφθαλμούς του και ο πατήρ σου θα σε ιδή”.
Η Αννα έτρεξε, έπεσεν στον τράχηλον του παιδιού της και είπεν εις αυτό• “παιδί μου, σε είδα• τώρα ας πεθάνω”. Εκλαυσαν και οι δύο.
Ο Τωβίτ εξήρχετο προς την θύραν εις συνάντησιν του υιού του και εσκόνταφτε. Το δε παιδί του έτρεξε προς αυτόν, δια να τον στηρίξη.
Εκράτησεν εις τα χέρια του τον πατέρα του, ήλειψε με την χολήν τα μάτια του πατρός του και του είπε• “ποτέρα, έχε θάρρος”.
Ο δε Τωβίτ, όταν ησθάνθη κάτι σαν δάγκωμα εις τα δυο του μάτια, τα έτριψε με τα χέρια του και έπεσαν από τα βλέφαρα των οφθαλμών του τα λευκώματα σαν λέπια.
Ο Τωβίτ άνοιξε τα μάτια του, είδε το παιδί του και έπεσεν στον τράχηλόν του.
Εκλαυσε και είπε• “δοξασμένος είσαι συ, ο Θεός, και ευλογημένον το όνομά σου στους αιώνας. Ευλογημένοι και δοξασμένοι ας είναι οι άγιοί σου άγγελοι, διότι με εμαστίγωσες, αλλά και με ηλέησες. Ιδού ότι τώρα βλέπω και πάλιν το παιδί μου, τον Τωβίαν”.
Ο υιός εισήλθε με χαράν στο σπίτι και εγνωστοποίησεν στον πατέρα του τα μεγαλεία, τα οποία έγιναν εις αυτόν εις την Μηδίαν.
Ο Τωβίτ εξήλθεν από την οικίαν προς την πύλην της Νινευή εις συνάντησιν της νύμφης του με χαράν και δοξολογίας προς τον Θεόν. Ολοι δε που τον συναντούσαν εθαύμαζαν, διότι τον παρατηρούσαν να βαδίζη και να βλέπη με τα μάτια του.
Ο Τωβίτ εδοξολογούσε και ευχαριστούσε μεγαλοφώνως τον Θεόν, διότι τους ηλέησεν. Οταν δε ο Τωβίτ επλησίασε προς την νύμφην του την Σαρραν, της ηυχήθη με όλην του την καρδίαν λέγων• “Καλώς ήλθες, κόρη μου. Ευλογημένος ας είναι ο Θεός, ο οποίος σε έφερε προς ημάς, ευλογημένοι ας είναι ο πατέρας σου και η μητέρα σου”. Εγινε δε τότε χαρά εις όλους τους συγγενείς του Τωβίτ, οι οποίοι εζούσαν εις την Νινευή.
Ηλθε δε τότε εις την οικίαν του Τωβίτ ο Αχιάχαρος και ο Νασβάς ο εξάδελφός του.
Επανηγυρίσθη δε ο γάμος του Τωβία με μεγάλην χαράν και ευφροσύνην επί επτά ημέρας.
Ο Τωβίτ εκάλεσε τον υιόν του Τωβίαν και του είπε• “κύτταξε, παιδί μου, πρέπει να δώσωμεν τον μισθόν στον άνθρωπον αυτόν, ο οποίος συνεταξίδευσε μαζή σου. Πρέπει δε ακόμη να του προσθέσωμεν και ιδιαιτέραν αμοιβήν”.
Ο Τωβίας απήντησε• “πάτερ, δεν βλάπτομαι και εάν ακόμη του δώσω τα μισά από όσα έχω φέρει.
Διότι αυτός με επανέφερεν υγιή, εθεράπευσε την γυναίκα μου, έφερε τα χρήματα μας, επίσης δε εθεράπευσε και σε από την τύφλωσιν”.
Ο γέρων Τωβίτ απήντησε• “πράγματι αυτός δικαιούται να πάρη όλα όσα είπες”.
Ο Τωβίτ εκάλεσε τον άγγελον και είπε προς αυτόν• “πάρε τα μισά από όλα εκείνα, τα οποία εφέρατε και πήγαινε τώρα στο καλόν”.
Τοτε ο άγγελος εκάλεσε και τους δύο αυτούς ιδιαιτέρως και τους είπε• “δοξάσατε τον Θεόν, διακηρύξατε την δόξαν του. Δώστε μεγαλείον εις αυτόν και διακηρύξατε ενώπιον όλων των ανθρώπων όλα όσα έκαμε προς σας. Είναι ωραίον και καλόν, το να ευλογήτε τον Θεόν και να μεγαλύνετε το Ονομά του, τους λόγους και τα έργα του και να υποδεικνύετε με κάθε τιμήν και να διακηρύσσετε την δόξαν του. Μη αμελείτε να δοξάζετε και να ευχαριστήτε τον Θεόν.
Τα μυστικά του βασιλέως καλόν είναι να κρύπτονται, τα έργα όμως του Θεού πρέπει να αποκαλύπτονται και να διακηρύττονται με κάθε δόξαν. Να πράττετε πάντοτε εις την ζωήν σας το αγαθόν και ποτέ δεν θα σας συναντήση κανένα κακόν.
Είναι ωραίον και καλόν πράγμα η προσευχή με νηστείαν και ελεημοσύνην και κάθε άλλην αρετήν. Είναι καλόν πράγμα να έχη κανείς ολίγα με δικαιοσύνην αποκτηθέντα η να έχη πολλά μετά αδικίας. Καλόν είναι να κάμνη κανείς την ελεημοσύνην, παρά να αποθησαυρίζη χρυσίον.
Διότι η ελεημοσύνη γλυτώνει τον άνθρωπον από τον θάνατον. Αυτή καθαρίζει τον άνθρωπον από κάθε αμαρτίαν. Εκείνοι οι οποίοι κάμνουν ελεημοσύνας και ζουν με δικαιοσύνην θα απολαύσουν την αληθινήν ζωήν.
Οσοι δε αμαρτάνουν είναι εχθροί και πολέμιοι της ιδίας των ζωής.
Δεν θα κρύψω εγώ από σας κανένα πράγμα. Είπα ότι τα μυστικά του βασιλέως καλόν είναι να κρύπτωνται, τα δε έργα του Θεού να αποκαλύπτονται και να διακηρύσσονται με κάθε δόξαν.
Ακούσατε λοιπόν τώρα• Οταν συ εις την Νινευή και η σημερινή νύμφη σου η Σαρρα από τα Εκβάτανα είχατε προσευχηθη συγχρόνως, εγώ το περιεχόμενον της προσευχής σας το έφερα ενώπιον του Θεού. Και όταν συ έθαπτες τους νεκρούς, εγώ ήμουν κοντά σου βοηθός σου.
Και όταν δεν ωλιγώρησες και δεν εδίστασες να σηκωθής και να αφήσης το φαγητόν σου, δια να μεταβής και να θάψης τον νεκρόν, δεν διέφυγε την προσοχήν μου η αγαθή σου αυτή πράξις, αλλά ήμουνα μαζή με σένα.
Και τώρα, λοιπόν, με έστειλεν ο Θεός να θεραπεύσω και σε και την νύμφην σου την Σαρραν.
Εγώ είμαι ο Ραφαήλ, ένας εκ τον επτά αγίων αγγέλων, οι οποίοι αναφέρουν τας προσευχάς των αγίων και παρουσιάζονται ενώπιον της μεγαλοσύνης του αγίου Θεού”.
Πατήρ και υιός κατελήφθησαν και οι δυο από ταραχήν, έπεσαν με το πρόσωπον κατά γης, διότι εφοβήθησαν.
Ο άγγελος όμως ειπέ προς αυτούς• “μη φοβείσθε. Η ειρήνη του Θεού θα είναι μαζή σας. Τον Θεόν να δοξάζετε και να ευλογήτε πάντοτε,
διότι εγώ, οχι με την ιδικήν μου χάριν, αλλά με την θέλησιν του Θεού μας ήλθα προς σας. Λοιπόν, δια τούτο δοξάζετε και ευχαριστείτε τον Θεόν πάντοτε.
Ολας τας ημέρας, κατά τας οποίας ενεφανιζόμην εις σας, δεν έφαγα και δεν έπια τίποτε, αλλά σεις φαινομενικώς με εβλέπατε να τρώγω και να πίνω.
Και τώρα, λοιπόν, ευχαριστήσατε και δοξολογήσατε τον Θεόν, διότι ανεβαίνω προς αυτόν, ο οποίος με έστειλε. Γράψατε δε όλα αυτά, τα οποία έγιναν εις ένα βιβλίον”.
Πατήρ και υιός εσηκώθησαν και δεν είδαν πλέον τον άγγελον.
Διηγούντο δε και διεκήρυσον τα μεγάλα και θαυμαστά έργα του Θεού, όπως επίσης πως ο άγγελος αυτός του Κυρίου παρουσιάσθη εις αυτούς.
Ο Τωβίτ, έγραψε προσευχήν εις έκφρασιν της αγαλλιάσεώς του και είπεν• “δοξασμένος και ευλογημένος στους αιώνας ας είναι ο ζων Θεός και δοξασμένη η βασιλεία του.
Διότι αυτός μαστιγώνει αλλά και ελεεί, οδηγεί μέχρι στον άδην, αλλά και επαναφέρει από αυτόν. Δεν υπάρχει άνθρωπος, ο οποίος είναι δυνατόν να διαφύγη το παντοδύναμον χέρι του.
Σεις οι Ισραηλίται δοξολογήσατε και ευχαριστήσατε αυτόν ενώπιον των εθνών, διότι αυτός μας διεσκόρπισεν ανά μέσον αυτών.
Εκεί δε μεταξύ των ειδωλολατρικών εθνών γενήτε κήρυκες του μεγαλείου του Θεού μας, και υψώσατε αυτόν ενώπιον παντός ανθρώπου, διότι αυτός είναι ο Κυριος μας και Θεός μας. Αυτός είναι ο πατήρ μας εις όλους τους αιώνας.
Αυτός θα μας μαστιγώση δια τας αμαρτίας μας, αλλά και πάλιν θα μας ελεήση και θα μας συγκεντρώση από όλα τα έθνη, όπου έχομεν διασκορπισθή εν μέσω αυτών.
Εάν επιστρέψετε εν μετανοία προς αυτόν με όλην σας την καρδίαν και με όλην σας την ψυχήν, ώστε να εκτελήτε ενώπιόν του το άγιον θέλημά του, που είναι η αλήθεια, τότε θα επιστρέψη και αυτός προς σας και δεν θα αποστρέψη το πρόσωπόν του από σας. Τοτε θα ιδήτε εκείνα, τα οποία θα κάμη προς χάριν σας. Δοξάσατε, λοιπόν, αυτόν με όλην την δύναμιν της φωνής σας. Δοξολογήσατε τον Κυριον της δικαιοσύνης και υψώσατε τον βασιλέα του σύμπαντος στους αιώνας των αιώνων. Εγώ στον τύπον αυτόν της αιχμαλωσίας μου δοξολογώ τον Θεόν και διακηρύττω την δύναμιν και το μεγαλείον του εις τα αμαρτωλά έθνη. Και λέγω• Αμαρτωλοί επιστρέψατε προς τον Θεόν. Εφαρμόσατε δικαιοσύνην ενώπιον αυτού. Και ποιός ξέρει, ίσως ο Θεός να δείξη την αγαθήν του διάθεσιν προς σας. Θα στείλη και προς σας το έλεός του.
Τον Θεόν μου μεγαλλείνω και η ψυχή μου γεμάτη αγαλλίασιν θα διακηρύττη το μεγαλείον του βασιλέως των ουρανών.
Ολοι ας είπωμεν και ας διακηρύξωμεν την δόξαν και τας ευεργεσίας αυτού εις την Ιερουσαλήμ.
Ιερουσαλήμ, πόλις αγία, ο Θεός θα σε τιμωρήση δια τα έργα των παιδιών σου, αλλά και πάλιν θα ελεήση τους απογόνους των δικαίων.
Να ευχαριστής τον Κυριον σου όσον ημπορείς περισσότερον. Και να δοξολογής τον βασιλέα των αιώνων, δια να ανοικοδομηθή πάλιν εντός σου με χαράν μεγάλην ο ναός του Θεού. Είθε να ευφρανθούν επανερχόμενοι προς σε οι αιχμάλωτοι Ιουδαίοι, ω Ιερουσαλήμ. Είθε να αγαπήση ο Θεός τους ταλαιπωρουμένους Ιουδαίους εις όλας τας γενεάς των.
Πολλά έθνη θα έλθουν από μακράν, δια να δοξάσουν το όνομα Κυρίου του Θεού. Θα έχουν δώρα εις τα χέρια του, δώρα δια να τα προσφέρουν στον βασιλέα των ουρανών. Ολαι αι γενεαί των γενεών θα διακηρύξουν την αγαλλίασίν των δια σέ.
Κατηραμένοι θα είναι όλοι εκείνοι, οι οποίοι σε μισούν, ευλογημένοι δε θα είναι όλοι εκείνοι, οι οποίοι σε αγαπούν στον αιώνα.
Εχε χαράν και αγαλλιασιν, ω Ιερουσαλήμ, δια τους δικαίους, οι οποίοι θα συγκεντρωθούν εις την περιοχήν σου και οι οποίοι θα δοξάζουν τον Κυριον και Θεόν των δικαίων ανθρώπων.
Ω! τρισευτυχισμένοι και ευλογημένοι από τον Θεόν είναι εκείνοι, οι οποίοι ειλικρινώς σε αγαπούν. Θα χαρούν δια την ειρήνην σου. Τρισευτυχισμένοι επίσης είναι όσοι επόνεσαν δι’ όλας τας συμφοράς σου, διότι και αυτοί θα χαρούν βλέποντες την δόξαν σου. Θα ευφρανθούν εις τον αιώνα.
Η ψυχή μου ας ευχαριστή και ας δοξολογή τον Θεόν, τον μέγαν βασιλέα,
διότι η Ιερουσαλήμ θα ανοικοδομηθή με σάπφειρον και σμάραγδον, τα δε τείχη της με πολυτίμους λίθους και οι πύργοι της και οι προμαχώνες της με ολοκάθαρον χρυσόν.
Αι πλατείαι της Ιερουσαλήμ θα στρωθούν με βήρυλλον και αδάμαντα• θα στρωθούν και θα διακοσμηθούν με πολύτιμους λίθους εκ του Σουφείρ.
Εις όλους τους δρόμους της θα αντηχή και θα ψάλλεται το αλληλούϊα. Ολοι θα δοξολογούν λέγοντες• ευλογητός ο Θεός, ο οποίος εξύψωσε την Ιερουσαλήμ εις όλους τους αιώνας”.
Τωβίας επεράτωσε τον ύμνον της δοξολογίας προς τον Θεόν.
Αυτός, όταν έχασε τους οφθαλμούς του, ήτο πεντήκοντα οκτώ ετών. Επειτα από οκτώ έτη ανέκτησε την όρασίν του. Εκαμνε ελεημοσύνας, συνείχετο δε πάντοτε από ευλαβή φόβον προς Κυριον τον Θεόν, τον οποίον και εδοξολογούσε και ευχαριστούσε.
Ηλθεν εις βαθύ γήρας. Προσεκάλεσε τότε τον υιόν του και τα παιδιά του υιού του και είπεν εις αυτόν• “τέκνον, πάρε τους υιούς σου• ιδού έχω γηράσει και προχωρώ ταχέως προς το τέρμα της ζωής.
Πηγαινε, παιδί μου, εις την Μηδίαν, διότι έχω πεισθή ότι όσα προεφήτευσεν ο Ιωνάς ο προφήτης δια την Νινευή, είναι αληθινά και αυτή θα καταστραφή. Εις την Μηδίαν όμως θα επικρατή μάλλον ειρήνη έως ωρισμένον καιρόν. Οι αδελφοί μας Ιουδαίοι, που ευρίσκονται εις την χώραν της Ιουδαίας, θα διασκορπισθούν από την ευλογημένην εκείνην γην. Η Ιερουσαλήμ θα ερημωθή, ο ναός του Θεού, που υπάρχει εις αυτήν, θα κατακαή και θα μείνη έρημος μέχρις ωρισμένου καιρού.
Αλλά και πάλιν ο Θεός θα τους ελεήση, θα τους επαναφέρη εις την χώραν της Ιουδαίας και θα ανοικοδομήσουν αυτοί τον ναόν. Δεν θα είναι όμως αυτός τόσον λαμπρός, όπως ήτο ο προηγούμενος. Αυτά όλα θα πραγματοποιηθούν, έως ότου συμπληρωθούν οι ορισμένοι χρόνοι. Μετά ταύτα θα επανέλθουν από τας αιχμαλωσίας των και κατά τρόπον λαμπρόν θα ανοικοδομήσουν πάλιν τον ναόν του Θεού εις την πόλιν Ιερουσαλήμ, ώστε να μένη εις όλας τας γενεάς του αιώνος. Ετσιν ακριβώς, όπως ελάλησαν δι’ αυτήν οι προφήται.
Θα έλθη καιρός, κατά τον οποίον όλα τα ειδωλολατρικά έθνη θα επανέλθουν προς τον Θεόν, δια να λατρεύουν αυτόν κατ’ αλήθειαν και θα θάψουν τα είδωλά των εις την γην. Ολα τα έθνη θα δοξολογήσουν τον Κυριον.
Τοτε ο λαός Του θα δοξολογή και θα ευχαριστή τον αληθινόν Θεόν και ο Κυριος θα αναδείξη τον λαόν αυτόν. Θα χαρούν όλοι όσοι αγαπούν Κυριον τον Θεόν με ειλικρίνειαν και δικαιοσύνην, αυτοί οι οποίοι κάμνουν ελεημοσύνας στους αδελφούς μας.
Και τώρα, παιδί μου, φύγε από την Νινευή, διότι πάντως θα πραγματοποιηθούν εκείνα τα οποία προείπεν ο προφήτης Ιωνάς.
Συ όμως να τηρής τον νόμον και τας εντολάς του Θεού, να είσαι ελεήμων και δίκαιος, δια να ευτυχήσης. Με την πρέπουσαν τιμήν θάψε εμέ και μαζή με εμέ την μητέρα σου. Μη μείνετε πλέον εις την Νινευή.
Τέκνον μου, ιδέ τι έκαμεν ο Αμάν στον Αχιάχαρον, ο οποίος τον είχεν αναθρέψει και πως ο ευεργετηθείς αυτός Αμάν τον ωδήγησεν από το φως στο σκότος. Και πόσα κακά αντί της ευεργεσίας ανταπέδωσεν εις αυτόν. Και ο Αχιάχαρος μεν διεσώθη, εις εκείνον δε εδόθη η δικαία ανταπόδοσις και κατέβη στο σκότος του άδου. Ο Μανασσής εποίησεν ελεημοσύνας και εσώθη από την παγίδα του θανάτου, την οποίαν είχε στήσει εις αυτόν ο Αμάν. Ο Αμάν δε ενέπεσεν εις αυτήν την παγίδα και εχάθη.
Και τώρα, παιδιά μου, ίδετε τι κατορθώνει η ελεημοσύνη και από ποία κακά μας απαλλάσσει η δικαιοσύνη”. Ενώ δε έλεγεν αυτά ο Τωβίτ, έσβησεν ήρεμα η ζωη του επάνω εις την κλίνην του. Ητο δε τότε εκατόν πεντήκοντα οκτώ ετών. Τον έθαψαν μετά μεγάλης τιμής.
Οταν δε απέθανε και η Αννα, την έθαψεν ο Τωβίας κοντά στον πατέρα του. Ο Τωβίας έφυγε μαζή με την γυναίκα του και τα παιδιά του εις τα Εκβάτανα προς τον πενθερόν του τον Ραγουήλ.
Εφθασε και αυτός εις βαθύ και έντιμον γήρας, έθαψε τους πενθερούς του μετά μεγάλης τιμής και εκληρονόμησε την περιουσίαν αυτών, όπως και την περιουσίαν του Τωβίτ του πατρός του.
Ο Τωβίας απέθανεν εις τα Εκβάτανα της Μηδίας εις ηλικίαν εκατόν είκοσι επτά ετών.
Πριν δε αποθάνη, έμαθε την καταστροφήν της Νινευή και την αιχμαλωσίαν των κατοίκων της από τον Ναβουχοδονόσορα και τον Ασύηρον. Εχάρη δέ, πριν αποθάνη δια την δικαίαν αυτήν τιμωρίαν της Νινευή.
Πηγή: Διακόνημα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου