Ο Οσιότατος Πατήρ ημών Γεώργιος γεννήθηκε στην Κερμίρα της Καππαδοκίας το 1809. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι, όχι μόνο από αρετές, άλλα και από αγαθά του Θεού, τα οποία σκορπούσαν στους φτωχούς με την καρδιά τους. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιορδάνης και ήταν από την Κερμίρα, η δε μητέρα του λεγόταν Μαρία και ήταν από το Γκέλβερι (Καρβάλη, πατρίδα του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού).
Αφού απέκτησαν δυο παιδιά, τον Γαβριήλ (Χατζή-Γεώργη) και τον Αναστάσιο, μετά ζούσαν πιο πνευματικά και αγαπημένοι σαν αδέλφια (ζούσαν εν παρθενία). Ή μητέρα του, ή Μαρία, είχε ασκητικό πνεύμα από μικρή, διότι είχε αδελφή Μοναχή, Ασκήτρια, την οποία επισκεπτόταν και αργότερα με τα παιδιά της. Στον μικρό λοιπόν Γαβριήλ που άκουγε τις διάφορες διηγήσεις από την θεία τους για τους Ασκητάς, άναψε η επιθυμία στην παιδική του καρδιά να γίνει Μοναχός και προσπαθούσε να μιμηθεί τους Ασκητάς με αυστηρές νηστείες και προσευχές.
Ο πατέρας του, ο Ιορδάνης, ήταν ευλαβής και αυτός και ασχολείτο με το εμπόριο και τον περισσότερο καιρό τον περνούσε στα ταξίδια. Αυτό φυσικά έδινε την ευκαιρία στην Μαρία να ζει άπλα, να μη «μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά», να παίρνει τον μικρό Γαβριήλ, επειδή είχε περισσότερη ευλάβεια, και να αγρυπνεί με άλλες γυναίκες πότε στις σπηλιές και πότε στα εξωκλήσια.
Μπορούμε δε να πούμε, ότι και το γάλα της ευλογημένης αυτής Μάνας, που θήλαζε ο Γαβριήλ, ήταν ασκητικό.
Όταν μεγάλωσε λίγο ο Γαβριήλ, πήγε στο σχολείο, αλλά δεν μπορούσε να μάθει γράμματα, ενώ ήταν πολύ έξυπνος. Φαίνεται ήταν οικονομία Θεού, για να μάθη με Θεϊκό τρόπο γράμματα το αγιασμένο αυτό παιδί, Τέσσερα ολόκληρα χρόνια παιδεύτηκε στο σχολείο ο μικρός Γαβριήλ και δεν κατόρθωσε ούτε να συλλαβίζει. Επειδή τον μάλωναν οι γονείς του και ο δάσκαλος, εύρισκε ευκαιρία και έφευγε στις σπηλιές. Εκεί δε στην Κερμίρα ή Κερμίλ, ήταν η Σπηλιά με τα αποτυπώματα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, όπου κατέφευγε πολλές φορές ο μικρός Γαβριήλ. Νήστευε δε πολύ και προσευχόταν, κάνοντας πολλές μετάνοιες εδαφιαίες, και όταν ένιωθε εξάντληση, έτρωγε χόρτα από αυτά που φύτρωναν στο βουνό. Κάποτε μάλιστα είχε απουσιάσει ένα μήνα, είχε έρθει σε επαφή με Ασκητάς πού έμεναν γύρω στις σπηλιές, και ασκήτευε και αυτός κοντά τους σε μια σπηλιά. Τον βρήκαν μετά οι γονείς του και έκτοτε δεν τον μάλωναν πού δεν μπορούσε να μάθει γράμματα. μία μέρα, του είπε η μητέρα του με καλοσύνη:
- Γαβριήλ, παιδί μου, πήγαινε στην Εκκλησία και παρακάλεσε την Παναγία να σε βοηθήσει να μάθεις γράμματα.
Στην ενορία τους υπήρχε Θαυματουργός Εικόνα της Θεοτόκου. Ο μικρός Γαβριήλ, αφού έκανε τριήμερο νηστεία και πολλές μετάνοιες εδαφιαίες -με τις ώρες-, ξεκίνησε νύχτα για την Εκκλησία να προσευχηθεί για να μην τον ιδούν οι άνθρωποι.
Μόλις έφτασε στον Νάρθηκα, έπεσε στο κατώφλι της θύρας του Ναού και με ευλάβεια και με δάκρυα προσκύνησε απ” έξω, διότι η θύρα ήταν κλειστή. Ενώ παρακαλούσε την Παναγία, «Δώσε μου, Βασίλισσα τού Ουρανού, να μάθω γράμματα!», ξαφνικά άνοιξαν οι πόρτες της Εκκλησίας, και μπήκε η Θεοτόκος, και παίρνοντας τον μικρό από το χέρι, τον έφερε στην Εικόνα του Χριστού και είπε: «Υιέ μου, δώσε στον μικρό Γαβριήλ να μάθη γράμματα». Κι όπως έλεγε αργότερα ο ίδιος: Μ’ αυτά τα λόγια μ’ ευλόγησε με το Χέρι της, μ’ ασπάστηκε και είπε: «Τώρα, έμαθες γράμματα». Και μετά μπήκε στην βόρεια πύλη τού Ιερού. Βλέποντας ο Γαβριήλ ότι δεν βγαίνει, πήγε εκεί. Έψαξε σε όλη την Εκκλησία, αλλά δεν μπόρεσε να την βρει! Ήλθε μετά η ώρα τής ακολουθίας, έφτασε και ο νεωκόρος για να σημάνει και βλέπει τα πόρτες ανοιχτές και τον Γαβριήλ μέσα στον Ναό! Τα έχασε και ρώτησε με έκπληξη ! Πώς βρέθηκες εδώ;
Ο Γαβριήλ του διηγήθηκε με λεπτομέρεια όλα όσα συνέβησαν. Ο νεωκόρος για να διαπιστώσει την αλήθεια, του έδωσε ένα βιβλίο να διαβάσει, και ο Γαβριήλ άρχισε να διαβάζει ωραία και καθαρά. Τότε ο νεωκόρος του είπε : -Πράγματι, Εκείνη η γυναίκα ήταν η Παναγία! Μετά από αυτό το Θείο γεγονός, που έμαθε γράμματα με Θεϊκό τρόπο ο μικρός, οι γονείς του και όλοι οι συγγενείς του τον είχαν σε ευλάβεια. Ο Γαβριήλ όμως και πάλι πήγαινε στις σπηλιές και ασκήτευε, μάζευε δε και τους φίλους του και έκτιζαν μικρό Μοναστηράκι με Ναό και κελάκια, έχοντας τον Γαβριήλ για Ηγούμενο. Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων ακολούθησε και αυτός τους συγγενείς του στην Κωνσταντινούπολη, γιατί είχαν μάθει ότι τούρκεψε ο θείος που έμενε εκεί. Καθώς περνούσα από ένα ερημικό τόπο, τού είπε ο λογισμός ότι θα έβρισκε εκεί ερημίτες να τους πει να προσευχηθούν για τον θείο του πού τούρκεψε. Άφησε λοιπόν τους συντρόφους του και έψαχνε στο δάσος, άλλα δεν βρήκε κανένα ασκητή. Έχασε όμως και τους συντρόφους του και λυπημένος παρακαλούσε τον Άγιο Γεώργιο να τον βοηθήσει. Ξαφνικά, του παρουσιάζεται ο Άγιος με στολή αξιωματικού, με φωτεινό πρόσωπο και του λέει:
- Στ’ αλήθεια έχασες τον δρόμο Γαβριήλ;
- Ναι, τον έχασα, απάντησε ο μικρός.
-Έλα μαζί μου, του είπε ο Άγιος Γεώργιος και τον πήρε στο άλογο του, πρόφθασε αμέσως τους συντρόφους του, οι οποίοι θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό!
Μόλις έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, επισκέφτηκε μαζί με τους συγγενείς του τον θείο του, με πολύ πόνο. Ο θείος του είχε μεγάλη θέση στην αυλή του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’ (1808-1839)….
Ο Γαβριήλ παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη κοντά του και προσευχόταν πολύ. Έκανε δε σκληρούς αγώνες για να επιστρέψει ξανά στο χριστιανισμό, όχι μόνο ο θείος του, αλλά και ένας ιερέας μαζί με μερικούς άλλους, πού είχαν Τουρκέψει και εκείνοι από φόβο. Οι θερμές προσευχές του Γαβριήλ, με τις νηστείες και τις πολλές εδαφιαίες μετάνοιες, βοήθησαν για την θεία επέμβαση, και έγιναν καταρχάς κρυφοί χριστιανοί και αργότερα έφυγαν στην Σμύρνη. Και ο μεν θείος του έγινε νεωκόρος σ’ ένα ναό και αγωνιζόταν φιλότιμα με πολλή μετάνοια και αναπαύτηκε τη Λαμπροφόρο ημέρα της Αναστάσεως.
Μετά από την παραμονή του στην Πόλη επί τέσσερα χρόνια και την επιστροφή των άλλων στο Χριστό, σε ηλικία 18 χρόνων βλέπει τη Βασίλισσα των Ουρανών να του λέει. – πήγαινε στην εξωτερική πύλη του Φαναριού, στην αποβάθρα, όπου θα δεις ένα Μόναχο• με αυτόν να πας στο Άγιον όρος. Από την Κωνσταντινούπολη ο Γαβριήλ έφυγε το 1828 και μετά από λίγες ήμερες έφθασε το πλοίο στη μονή του Γρηγορίου.
Μετά από περίπου δυο μήνες ο Γαβριήλ έφυγε για τα Καυσοκαλύβια. Είχε μάθει για τον Παπά-Νεόφυτο «Καραμανλή», συμπατριώτη του, μεγάλο βιαστή και με πολλή χάρη Θεού. Πήγε λοιπόν και τον βρήκε στον Άγιο Γεώργιο στα Καυσοκαλύβια.
Ενώ ήταν ακόμη δόκιμος ο Γαβριήλ, όμως παρουσίαζε σημεία προχωρημένου Μοναχού! Ήταν δηλαδή ασυρματιστής τού Θεού. Εκάρη Μοναχός εκεί στην Καλύβη τους, και μετονομάστηκε Γεώργιος.
Επειδή είχε αυξηθεί η συνοδεία του Παπά-Νεόφυτου στα Καυσοκαλύβια, ανέβηκαν στην Κερασιά, για να έχουν και περισσότερη ησυχία. Κατ’ αρχάς παρέμειναν τέσσερα χρόνια στο Κελί των Αγίων Αποστόλων, μέχρι που ετοίμασαν το Μεγάλο Κελί του Αγίου Δημητρίου και Άγιου Μηνά, όπου χωρούσε όλη ή Αδελφότητα. Εκεί στην Κερασιά ο Παπά-Νεόφυτος είχε δει όραμα και έβαλε το αυστηρό τυπικό της διαρκούς νηστείας και αδιάλειπτου προσευχής. Μετά άφησε τον Πατέρα Γεώργιο, τον Χατζή-Γεώργη, για Γέροντα, το 1848, και εκείνος πήρε κελί στις Καρυές
Οι Πατέρες της Συνοδείας του στην Κερασιά, ένιωθαν μεγάλη σιγουριά πνευματική και στον Χατζή-Γεώργη, γιατί είχε κάνει ο ίδιος υποτακτικός προηγούμενος και μπορούσε να καταλάβει τους υποτακτικούς.
Χρησιμοποιούσε την κοπή του θελήματος με το Πατρικό πνεύμα, δηλαδή, να κόβει άλλοτε τον εγωισμό τον παιδικό και άλλοτε να φρενάρει τον ενθουσιασμό. Με άλλα λόγια, κλάδευε με διάκριση και δεν κουτσούρευε αδιάκριτα. Επειδή ο Γέροντας είχε αγιότητα, τα Καλογέρια του υποτάσσονταν από ευλάβεια και όχι από φόβο.
Δεν έπαιρνε ποτέ φάρμακα. Έλεγε δε στους υποτακτικούς του και στους επισκέπτες : «Το καλύτερο φάρμακο είναι η συχνή Μετάληψη των Άχραντων του Χριστού Μυστηρίων. Η συχνή Εξομολόγηση και η Θεία Μετάληψη είναι η σπουδαιότερη και απαραίτητη προϋπόθεση για την επίγεια πνευματική αγαλλίαση και την Ουράνια ευφροσύνη».
Ο Χατζή-Γεώργης συμβούλευε ανάλογα τον καθένα, με διάκριση, και παρηγορούσε τις ψυχές και βοηθούσε με τις καρδιακές του προσευχές. Το πρόσωπο του ακτινοβολούσε από την αγία του ζωή και σκορπούσε Θεία Χάρη στις πονεμένες ψυχές… Από το πρωί μέχρι το βράδυ, μάζευε τον πόνο των πονεμένων και θέρμαινε τις καρδιές τους με την αγάπη του την πνευματική, που έμοιαζε με ανοιξιάτικη λιακάδα.
Δεν είχε σχέδια δικά του, γι’ αυτό τον πέρασε ο Θεός στο θείο Του σχέδιο, τον έκανε Πνευματικό Πατέρα. Επειδή είχε γνωρίσει την μεγάλη αξία του Αγγελικού Σχήματος, δεν επιθύμησε άλλα αξιώματα. Πολλοί ήθελαν να γίνουν υποτακτικοί του, και ιδίως ανήλικα παιδιά που δεν τα δέχονταν στα Μοναστήρια, αλλά ο Χατζή-Γεώργιος τα λυπόταν και τα κρατούσε, από ηλικίας δέκα πέντε χρόνων, και τα προστάτευε σαν στοργικός Πατέρας, αλλά και σαν καλή Μάνα.
Μέσα στην Συνοδεία του, πάντα θα είχε έξι-επτά μικρούς από Μοναστήρια ή από άλλες Συνοδείες, μέχρι να βγάλουν τα πραγματικά γένια και τα πνευματικά φτερά κοντά στον Άγιο Γέροντα. Επειδή ήταν πολύ θερμή η πνευματική ατμόσφαιρα του Χατζή-Γεώργη, διάχυτη η Χάρις του Θεού, και θερμαίνονταν οι Πατέρες πνευματικά, επόμενο ήταν να μην τους χρειάζονταν πολλές υλικές τροφές και θερμίδες. Η συνηθισμένη τους τροφή ήταν ξηροί καρποί και μέλι. Αρτύσιμα ποτέ δεν έτρωγαν, ούτε και λαδερά. Το δε Πάσχα, αντί για αυγά, έβαζαν πατάτες και τις έβαφαν κόκκινες. Όλες τις Άγιες ημέρες, οι Χατζή-Γεωργιάτες τις χαίρονταν πνευματικά και όχι με καλά φαγητά. Η Χάρις του Θεού τους δυνάμωνε και σωματικά και ήταν υγιέστατοι. Εάν καμιά φορά κρυολογούσε ένας αδελφός, θέρμαινε λίγο τον φούρνο ο Γέροντας και όταν ταπεινωνόταν η θερμοκρασία, δοκίμαζε με το χέρι του, και τότε έμπαινε μέσα ο κρυολογημένος αδελφός και γινόταν καλά. Εάν πάλι τύχαινε να πάθει κάτι άλλο, τον έβαζε μπροστά στο προσκυνητάρι, και έκαναν ολονύκτια προσευχή, παρακαλούσαν την Παναγία, και στο τέλος της Θείας Λειτουργίας έπαιρνε την Θεία Κοινωνία, αντί για φάρμακο, και γινόταν καλά. Εκτός εάν ήταν κανένα Γεροντάκι στα τελευταία του και υπέφερε, οπότε το έπαιρνε ο Χριστός κοντά Του, για να το ξεκουράσει πια αιώνια.
Είχε μεγάλη παρρησία στον Θεό ο άγιος Γέροντας, όπως και οι Πατέρες της Συνοδείας του, διότι είχαν γίνει σαν Άγγελοι. Είχαν εξαϋλωθεί κατά κάποιον τρόπο και πετούσαν ψηλά. Ο νους τους βρισκόταν πάντα στον Θεό. Είχε δε και άλλους υποτακτικούς ηλικιωμένους, περίπου εκατό, σε άλλα κελιά γύρω του, επειδή δυσκολεύονταν να προσαρμοστούν στο αυστηρό Χατζή-Γεωργιάτικο τυπικό, τους οποίους οικονομούσε και στα απαραίτητα, για να είναι αμέριμνοι και να κάνουν προσευχή για την σωτηρία τους και για την σωτηρία όλου του κόσμου. Από τους ηλικιωμένους αυτούς οι περισσότεροι ήταν Ρώσοι.
Στο πρόσωπο του Χατζή-Γεώργη έβλεπαν οι άνθρωποι θεϊκή λιακάδα και εύκολα άνοιγαν τις πονεμένες τους καρδιές και θεραπεύονταν.
Το εργόχειρο τους ήταν η Αγιογραφία. Έκαναν δε και άλλα εργόχειρα, αλλά δεν έπαυαν να εργάζονται και νοερώς την αδιάλειπτη προσευχή. Όσους Πατέρες έβλεπε να αγαπούν περισσότερο από τους άλλους τις μετάνοιες και την προσευχή, τους απάλλασσε από τα διακονήματα και τους έλεγε να κάνουν συνέχεια προσευχή και μετάνοιες για όλο τον κόσμο, επειδή ο Άγιος Γέροντας ενδιαφερόταν και για την σωτηρία των ψυχών όλου του κόσμου. Κάποτε, είχε προβλέψει κι ένα ατύχημα που θα συνέβαινε στην οικογένεια του Τσάρου.
Ο ίδιος ο Γέροντας ήταν μονοχίτων, μ’ ένα ζωστικό (αντερί) και ένα παντελόνι. Περπατούσε πάντα ξυπόλυτος και μόνο στον Ναό φορούσε κάτι χονδρές κάλτσες. Ο καλός Θεός όμως τον θέρμαινε με την πολλή αγάπη Του.. Όσοι γνώρισαν τον Γέροντα τον ευλαβούνταν ως Άγιο, όπως φυσικά και ήταν Άγιος. Μάλιστα, πολλοί ευλαβείς προσκυνηταί Ρώσοι έπαιρναν φωτογραφίες του Χατζή-Γεώργη και τις πήγαιναν στους άρρωστους στην Ρωσία, οι οποίοι τις ασπάζονταν με πίστη και θεραπεύονταν. Οι φωτογραφίες του Χατζή-Γεώργη βρίσκονταν στα εικονοστάσια των Ρώσων μαζί με τις εικόνες των Άγιων.
Όλα αυτά όμως τα θαυμαστά σημεία, μαζί με την ευλάβεια των ανθρώπων, ακόμη και του Τσάρου, στο πρόσωπο του Χατζή-Γεώργη, είχαν δημιουργήσει, όπως ανέφερα, μεγάλη ζήλια με φθόνο σε ορισμένους Ρώσους Αγιορείτες. Γι’ αυτό τον συκοφάντησαν στους “Έλληνες Ότι δήθεν αγαπάει την Ρωσία και τον Τσάρο ο Χατζή-Γεώργης, ενώ αυτοί αγαπούσαν τάχα την Ελλάδα…. Βρέθηκαν δυστυχώς τότε μερικοί καχύποπτοι Έλληνες και τα πίστεψαν, γιατί εκείνη την εποχή υπήρχαν ανθρώπινα μίση, επειδή υπήρχε και προπαγάνδα Ρωσική. Οι σχέσεις όμως του Αγίου Γέροντα με τους Ρώσους, ήταν καθαρά πνευματικές. Την ίδια εποχή είχε πέσει και ένας άλλος πειρασμός μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων στην Ι.Μ. Αγίου Παντελεήμονος, διχόνοια μεγάλη.
Είχαν καλέσει τον Γέροντα Χατζή-Γεώργη, για να τους συμφιλιώσει, και εκείνος πηγαινοερχόταν δυο μήνες και έκανε προσευχή. Τότε είδε σε όραμα την Παναγία να μοιράζει εξ ίσου ευλογίες στους Έλληνες και στους Ρώσους, και κατάλαβε ο Γέροντας από το όραμα αυτό, ότι έπρεπε να μείνουν και οι Έλληνες και οι Ρώσοι στο Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος και να έχουν αγάπη. Οι σκανδαλοποιοί όμως που υπήρχαν στην Μονή του Αγίου Παντελεήμονος και των δυο παρατάξεων, επειδή δεν τους συνέφερε η ειρήνη και η αγάπη, όχι μόνο δεν υπάκουσαν στην συμβουλή του Γέροντα Χατζή-Γεώργη, που ήταν επιθυμία της Παναγίας, αλλά και συμφώνησαν να τον διώξουν από την Μονή για να συνεχίσουν τις προστριβές τους, όπως και έγινε.
Και διέλυσαν την Αγγελική Αδελφότητα του Χατζή-Γεώργη από την Κερασιά. Οι μεγάλοι Πατέρες σκόρπισαν σε διάφορα μέρη του Αγίου Όρους από δυό-δυό και από τρεις-τρεις. Ο Γέροντας Χατζή-Γεώργης όμως είχε και την ευθύνη των μικρών. Πήγε στη πρώτη του μετάνοια, στην Ι.Μ. Γρηγορίου, και έκτισε ένα κελί του Άγιου Στεφάνου, ψηλά στο δάσος, και σύμμασε όλα τα μικρά Καλογέρια της Συνοδείας του, σαν καλός Πατέρας και σαν στοργική μάνα και τα προστάτευε.
Και ξανά συκοφαντούν τον άγιο Γέροντα στη Μονή Γρηγορίου λέγοντας: «Ο Χατζή-Γεώργης έχει κι άλλους πολλούς Μοναχούς κρυμμένους στο βουνό, τους οποίους δεν έχει γραμμένους στη Μονή, και κρύβει τα σχέδια του…». Επόμενο ήταν να μπουν σε λογισμούς οι Γρηγοριάτες και να τον διώξουν από την περιοχή τους. Ο Γέροντας τότε αναγκάστηκε να φιλοξενηθεί στον υποτακτικό του Πατέρα Ευλόγιο, στον Άγιο Γεώργιο «Φανερωμένο», και μετά πήρε το Ρώσικο κελί του Αγίου Στεφάνου στην Καψάλα.
Δεν έπαψαν όμως και από εκεί, δυστυχώς, να βάζουν σκάνδαλα οι άνθρωποι που τον ζήλευαν και τον φθονούσαν, μέχρι που έπεισαν και την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους και υπέγραψαν την εξορία του Χατζή-Γεώργη, να διωχθεί δηλαδή από το Άγιο Όρος! «Η Ιερά Κοινότης δια πράξεως αυτής ληφθείσης τη 27η Οκτωβρίου του 1882 έτους εν τη ΝΒ’ συνεδρία αυτής, ίνα παραλίπωμεν τας προγενεστέρας, προέβη τη αιτήσει της Ιεράς Μονής του Ρωσικού εις την έξωσιν του Έλληνος Χατζή-Γεωργίου εκ του Ρωσικού Κελιού «Άγιος Στέφανος» ως μη συμμορφουμένου προς τα καθεστώτα του Ιερού ημών τόπου».
Έφθασε λοιπόν ο άνθρωπος του Θεού Πατήρ Γεώργιος στον τόπο της εξορίας του, στον Μαρμαρά, στην Κωνσταντινούπολη, πληγωμένος και αποχωρισμένος πια από τα πνευματικά του παιδιά και από το Περιβόλι της Παναγίας, το Άγιο Όρος.
Ενώ πετούσε σαν Σταυραετός ψηλά στον Άθωνα, δυστυχώς όμως, μερικά ζωηρά παιδιά, όχι της Συνοδείας του, αλλά ξένα, συνέχεια του έσπαζαν τα φτερά και του χαλούσαν την φωλιά, μέχρι που τον φυγάδευσαν τον Χατζή-Γεώργη. «Το αγκωνάρι όμως, όπου κι αν πεταχτεί, πάλι για αγκωνάρι θα χρησιμοποιηθεί». Βρήκε ένα ερημωμένο Μοναστήρι, κοντά στην Κωνσταντινούπολη, στον Μαρμαρά, του Αγίου Ερμολάου και Αγίου Παντελεήμονος, και εκεί συνέχισε πάλι την ασκητική ζωή του.
Η παρουσία του Χατζή-Γεώργη στην Κωνσταντινούπολη, εκείνη την εποχή, ήταν βάλσαμο θεϊκό στις ψυχές των πονεμένων Χριστιανών, διότι υπέφεραν πολύ από τον βάρβαρο Σουλτάνο Αβδούλ-Χαμίτ κατά το 1883. Ο άγιος Γέροντας δεν σκορπούσε μόνο θεϊκή παρηγοριά στις πονεμένες ψυχές, άλλα και θεράπευε πονεμένα σώματα με την χάρη του Θεού που διέθετε και έκανε θαύματα! Ακόμη και η ζώνη του θαυματουργούσε!..
Μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του, είχε το νου του φωτεινό και συμβούλευε με Θεία διαύγεια. Πέρασε στο κρεβάτι. Του πονούσε πια όλο το σώμα του και περισσότερο τα πόδια του, και δεν μπορούσε να περπατήσει. ζήτησε και κοινώνησε και ανεπαύθει εν Κυρίω στις 17 Δεκεμβρίου του 1886 (παλαιό εορτολόγιο) και ετάφη στο Μπαλουκλή, στον Ναό της Ζωοδόχου Πηγής της Θεοτόκου, στον ίδιο τάφο που είχε Θαφτή και ο αδελφός του Αναστάσιος, τρία χρόνια πριν από την κοίμηση του Γέροντα.
Εκείνες δε τις ημέρες στο Άγιον Όρος ήταν στο κρεββάτι και ο Πάπα-Νεόφυτος (κουρά του Παπα-Νεοφύτου του Καραμανλή), ο παραδελφός του, που έμενε στα Κατουνάκια, στην Καλύβη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ενώ το Γεροντάκι ήταν στο κρεβάτι και κοίταζε ψηλά, ξαφνικά έγινε εκτός εαυτού κι έχασε τις αισθήσεις του! Σε λίγο, αφού συνήλθε, λέει:
- Τώρα δα, ήμουν στην Κωνσταντινούπολη, στου Χατζή-Γεώργη.
- Και τι μας έφερες από εκεί; Τον ρώτησε ο υποτακτικός του Πάπα-Ιγνάτιος.
- Να, σας έφερα κόλλυβα.
- Και τι σου είπε; συνέχισε να ρωτάει ο Πάπα-Ιγνάτιος.
- Μου είπε, «σε τρεις ήμερες, θα έρθω για σένα», απάντησε ο Γέροντας κι έπαψε να μιλάει.
«Εμείς, έλεγε ο Πάπα-Ιγνάτιος, δεν δώσαμε σημασία στα λόγια του Γέροντα».
Αλλά προς έκπληξη των υποτακτικών του ο Πάπα-Νεόφυτος, χωρίς να έχει καμία αρρώστια, εκτός από την γεροντική εξάντληση, πράγματι, μέσα σε τρεις ημέρες, δηλαδή στις 20 Δεκεμβρίου 1886, παρέδωσε ειρηνικά και αυτός την ψυχή του, ενώ ο Χατζή-Γεώργης είχε φύγει στους Ουρανούς στις 17 Δεκεμβρίου 1886, ακριβώς την ημέρα και την ώρα πού είχε δει το όραμα ο Πάπα-Νεόφυτος.
Τον αποκαλούσαν μάλιστα οι Τούρκοι «μπιζίμ μπαμπά» τον Χατζή-Γεώργη, δηλαδή «Πατέρα μας». Ο Χατζή-Γεώργης είχε πολλή αγάπη για όλους, άδολη. Ήταν πάντοτε ειρηνικός, ανεξίκακος και συγχωρούσε. Είχε μεγάλη καρδιά, γι’ αυτό όλα και όλους τους χωρούσε, όπως ήταν. Είχε εξαϋλωθεί κατά κάποιον τρόπο. Ζώντας την Αγγελική ζωή, έγινε Άγγελος και πέταξε στους Ουρανούς, διότι δεν κρατούσε τίποτα, ούτε ψυχικά πάθη ούτε υλικά πράγματα. Όλα τα πετούσε, γι’ αυτό και πέταξε ψηλά. Επειδή ο άγιος Γέροντας είχε ταλαιπωρηθεί άδικα από ανθρώπους, πιστεύω να αξιώθηκε διπλό στεφάνι από τον Χριστό, του Οσίου και του Μάρτυρος. Αν και σε αυτήν την περίπτωση, όταν δηλαδή βασανίζεται κανείς από Χριστιανούς, είναι οδυνηρότερος ο πόνος, γιατί οι άνθρωποι του Θεού πονάνε πιο πολύ για την σκληρή συμπεριφορά των άλλων, που δεν αρμόζει σε Χριστιανούς. Ο Άγιος Πατέρας φυσικά, προσπαθούσε να ζει στην αφάνεια, όπως συνήθως και οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, γι’ αυτό αδικείται με τα λίγα αυτά που γνωρίζω και γράφω.
Κήρυττε Χριστό και από μακριά. Έκανε θαύματα, έβλεπε οράματα θεϊκά, και είχε και το διορατικό χάρισμα. Πολλή χάρη Θεού, η οποία δεν τον πρόδωσε! Όταν έγινε ή εκταφή των Ιερών Λειψάνων του, άρρητη ευωδιά σκόρπισε από τα Άγια του Λείψανα
Όσιε του Θεού Γεώργιε, ρίξε ένα ευσπλαχνικό βλέμμα και σ’ εμένα τον ταλαίπωρο Παϊσιο.
«Άξιον Εστίν» τη 11η Ιουνίου 1983. Κουτλουμουσιανό κελί «Παναγούδα», Άγιον Όρος. Δόξα τω Θεώ.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτη, ο “Γέρων Χατζη-Γεώργης ο Αθωνίτης (1809-1886)», έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου Μοναζουσών Ευαγγελιστής ο Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης.’
Ἐὰν γιὰ τὶς ἀρετὲς τῶν δικαίων ψυχῶν (Ἁγίων Πατέρων μας) πρέπει νὰ μιλᾶμε καὶ νὰ γράφουμε, πόσο μᾶλλον δὲν πρέπει νὰ ἀμελοῦμε ἢ νὰ σιωποῦμε γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν δικαίων, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἀδικημένων Ἁγίων Πατέρων μας, ποὺ ταλαιπωρήσαμε μὲ διωγμοὺς καὶ ἐξορίες ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι μὲ τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες μας, ζήλειες, φθόνους!...
Μεταξὺ λοιπὸν τῶν ἀδικημένων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καὶ ὁ Ὀσιώτατος Πατὴρ Γεώργιος, ὁ Χατζη-Γεώργης, ὁ ὁποῖος εἶναι ἕνας σύγχρονος Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε, καὶ μεγάλος Ἅγιος ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχή μας.
Εἶχε ἀφήσει μεγάλο ὄνομα ὁ Γέροντας! «Μεγάλος ἀσκητὴς καὶ πολὺ νηστευτής», ἔλεγαν. Ἄφησε δὲ καὶ τὸ ὄνομά του ἀκόμη ὡς ἐπίθετο γιὰ τοὺς πολὺ νηστευτᾶς· «Αὐτὸς εἶναι Χατζη-Γεώργης!», ἔλεγαν.
Εἶχε καὶ τὸ διορατικὸ χάρισμα ὁ Γέροντας· δηλαδὴ πνευματικὴ τηλεόραση. Πολλὲς φορές, ἄφηνε ξαφνικὰ τὴν δουλειά του καὶ βγαίνοντας στὸν δρόμο πλησίαζε ἀνθρώπους ποὺ ἔρχονταν σὲ ἀπόγνωση καὶ τοὺς παρηγοροῦσε καὶ τοὺς βοηθοῦσε νὰ σωθοῦν.
Στὸ πρόσωπο τοῦ Χατζη-Γεώργη ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι θεϊκὴ λιακάδα καὶ εὔκολα ἄνοιγαν τὶς πονεμένες τους καρδιὲς καὶ θεραπεύονταν. Ὅλοι μιλοῦσαν μὲ θαυμασμὸ καὶ εὐλάβεια γιὰ τὸν Γέροντα. Ἕλληνες καὶ Σλαῦοι Ἁγιορεῖτες τὸν παραδέχονταν γιὰ τὴν ἀσκητικότητά του καὶ...τὴν ἁγιότητα ποὺ σκορποῦσε καὶ ἀκτινοβολοῦσε στὸν Ἄθωνα.
Θεοφώτιστες ἦταν οἱ νουθεσίες του καὶ ἡ φιλοξενία του Ἀβραμιαία! Διπλὴ τροφὴ πρόσφερε στοὺς ἐπισκέπτας. Εἶχε καὶ δύο Πνευματικοὺς στὴν Συνοδία του γιὰ νὰ ἐξομολογοῦν τοὺς προσκυνητᾶς, τὸν Παπα-Ἰσαὰκ καὶ τὸν Παπα-Ἀντώνη.
Τὸ ἐργόχειρό τους ἦταν ἡ Ἁγιογραφία. Ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαίους Ἁγιογράφους ἦταν καὶ ὁ εὐλαβέστατος Ἱερομόναχος Μηνᾶς. Ἔκαναν δὲ καὶ ἄλλα ἐργόχειρα, ἀλλὰ δὲν ἔπαυαν νὰ ἐγάζωνται καὶ νοερῶς μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ὅσους Πατέρες ἔβλεπε νὰ ἀγαποῦν περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὶς μετάνοιες καὶ τὴν προσευχή, τοὺς ἁπάλλασε ἀπὸ τὰ διακονήματα καὶ τοὺς ἔλεγε νὰ κάνουν συνέχεια προσευχὴ καὶ μετάνοιες γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ἐπειδὴ ὁ ἅγιος Γέροντας ἐνδιαφερόταν καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν ὅλου τοῦ κόσμου.
Προσπαθοῦσε ἀκόμη νὰ βαπτίση Τούρκους, ὅπως καὶ βάπτισε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ἕνας Τμηματάρχης ἀγᾶς τοῦ Ἁγίου Ὅρους, τὸν ὁποῖο βάπτισε μετὰ ἀπὸ πολλὴ προσευχὴ καὶ νηστεία ποὺ ἔκανε ὁ Γέροντας, γιατί ὁ ἀγᾶς αὐτοταλαντευόταν.
Παρόλο ποὺ ἔκανε συνέχεια σκληρὴ ἄσκηση, ἐν τούτοις ὅμως ἦταν ὑγιὴς καὶ περπατοῦσε τόσο ἐλαφρά, θαρρεῖς καὶ πετοῦσε. Τὰ μάτια του ἦταν φωτεινὰ καὶ πάντα ἀνοιχτά. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε καὶ εἶχε ἕνα γλυκὸ κοκκινωπὸ χρῶμα. Ὁ λαιμὸς του ἔγερνε μὲ τὸ κεφάλι του σὰν ψωμωμένο στάχυ. Εἶχε μέτριο ἀνάστημα, ἦταν λεπτὸς καὶ ἀποτελεῖτο σχεδὸν ἀπὸ κόκκαλα, νεῦρα καὶ δέρμα, γιατί τὶς σάρκες του τὶς θυσίασε μὲ τὴν ἄσκηση στὸν Θεὸ ἀπὸ φιλότιμο. Χαιρόταν στὶς ἀγρυπνίες καὶ τρεφόταν ἀπ΄ αὐτὲς πνευματικά. Ὅλοι ξεκουράζοτανται στὸ κρεββάτι, καὶ ὁ Χατζη-Γεώργης ξεκουραζόταν στὸ στασίδι ὄρθιος. Τὸ κελλὶ του σχεδὸν δὲν τὸν ἔβλεπε, γιατί τὴν νύχτα τὸν ἔβλεπε ἡ Ἐκκλησία, καὶ τὴν ἡμέρα οἱ πονεμένοι ἄνθρωποι.
Οἱ ὑποτακτικοί του δὲν τὸν κούραζαν, γιατί εἶχαν ὡριμότητα πνευματική, παρόλο ποὺ ἦταν καὶ μικροὶ στὴν ἡλικία. Μὲ μία ματιὰ ποὺ ἔριχνε ὁ Γέροντας στὰ Καλογέρια, πρὶν τοῦ ποῦν τοὺς λογισμούς τους, αὐτὸς διάβαζε τοὺς λογισμούς τους, καθὼς καὶ τὶς καρδιές τους, μὲ τὸ διορατικό του χάρισμα.
…Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ἦταν μονοχίτων, μ΄ ἕνα ζωστικὸ (ἀντερὶ) καὶ ἕνα παντελόνι. Περπατοῦσε πάντα ξυπόλυτος καὶ μόνο στὸν Ναὸ φοροῦσε κάτι χονδρὲς κάλτσες.
Ὁ καλὸς Θεὸς ὅμως τὸν θέρμαινε μὲ τὴν πολλὴ ἀγάπη Του, ἀφοῦ καὶ ὁ πιστὸς δοῦλος του ἀγωνιζόταν φιλότιμα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλιῶς δὲν ἐξηγεῖται ἀνθρωπίνως, νὰ ζῆ κανεὶς ψηλὰ στὴν Κερασιά, ὅπου κατεβάζει ὁ Ἄθωνας πολὺ κρύο, καὶ νὰ περνάη χειμώνα σχεδὸν γυμνὸς καὶ μὲ ἐλάχιστη λιτὴ τροφή!
Ὅσοι γνώρισαν τὸν Γέροντα τὸν εὐλαβοῦνταν ὡς Ἅγιο, ὅπως φυσικὰ καὶ ἦταν Ἅγιος. Μάλιστα, πολλοὶ εὐλαβεῖς προσκυνηταὶ Ρῶσοι ἔπαιρναν φωτογραφίες τοῦ Χατζη-Γεώργη καὶ τὶς πήγαιναν στοὺς ἀρρώστους στὴν Ρωσία, οἱ ὁποῖοι τὶς ἀσπάζονταν μὲ πίστη καὶ θεραπεύονταν. Οἱ φωτογραφίες τοῦ Χατζη-Γεώργη βρίσκονταν στὰ εἰκονοστάσια τῶν Ρώσων μαζὶ μὲ τὶς εἰκόνες τῶν Ἁγίων. Καὶ οἱ πονεμένοι ἄνθρωποι τὸν ἐπικαλοῦνταν στὶς προσευχές τους καὶ βοηθοῦσε ὁ Ἅγιος Γέροντας μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως οἱ Ἅγιοι, ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμη στὴν Κερασιὰ τοῦ Ἄθωνος.
…Ὁ Χατζη-Γεώργης εἶχε πολλὴ ἀγάπη γιὰ ὅλους, ἄδολη. Ἦταν πάντοτε εἰρηνικός, ἀνεξίκακος καὶ συγχωροῦσε. Εἶχε μεγάλη καρδιά, γι΄ αὐτὸ ὅλα καὶ ὅλους τούς χωροῦσε, ὅπως ἦταν. Εἶχε ἐξαϋλωθῆ κατὰ κάποιον τρόπο. Ζώντας τὴν Ἀγγελικὴ ζωή, ἔγινε Ἄγγελος καὶ πέταξε στοὺς Οὐρανούς, διότι δὲν κρατοῦσε τίποτα, οὔτε ψυχικὰ πάθη οὔτε ὑλικὰ πράγματα. Ὅλα τὰ πετοῦσε, γι΄ αὐτὸ καὶ πέταξε ψηλά.
Ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος Γέροντας εἶχε ταλαιπωρηθῆ ἄδικα ἀπὸ ἀνθρώπους, πιστεύω νὰ ἀξιώθηκε διπλὸ Στεφάνι ἀπὸ τὸν Χριστό, τοῦ Ὁσίου καὶ τοῦ Μάρτυρος. Ἂν καὶ σ΄ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ὅταν δηλαδὴ βασανίζεται κανεὶς ἀπὸ Χριστιανούς, εἶναι ὀδυνηρότερος ὁ πόνος, γιατί οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ πονᾶνε πιὸ πολὺ γιὰ τὴν σκληρὴ συμπεριφορὰ τῶν ἄλλων, ποὺ δὲν ἁρμόζει σὲ Χριστιανούς.
Ἀπὸ τὰ λίγα λοιπὸν ποὺ ἀνέφερα πιὸ πάνω, μπορεῖ νὰ καταλάβη κανεὶς τὴν Ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου Πατρὸς Γεωργίου (Χατζη-Γεώργη)!
…Δὲν ἔχει καμμία σημασία ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ἀκόμη δὲν τὸν ἔχει ἀνακηρύξει Ἅγιο, γιὰ νὰ τοῦ δώση τὸ φωτοστέφανο. Αὐτὸ ποὺ ἔχει μεγάλη σημασία εἶναι ἡ φωτεινὴ ζωὴ τοῦ Γέροντα, τὸ ἁπλὸ καὶ ἄκακο σιωπηλό του παράδειγμα. Ἦταν γεμάτος ἀπὸ ἀρετὲς καὶ ἀπὸ δυνάμεις θεϊκές, τὶς ὁποῖες διέθετε μαζὶ μὲ τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ βοηθάη τοὺς συνανθρώπους του.
Κήρυττε Χριστὸ καὶ ἀπὸ μακριά. Ἔκανε θαύματα, ἔβλεπε ὀράματα θεϊκά, εἶχε καὶ τὸ διορατικὸ χάρισμα. Πολλὴ χάρη Θεοῦ, ἡ ὁποία καὶ τὸν πρόδωσε! Ὅταν ἔγινε ἡ ἐκταφὴ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων του, ἄρρητη εὐωδία σκόρπισε ἀπὸ τὰ Ἅγιά του Λείψανα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου