Ο Άγιος Κονράδος γεννήθηκε το 900 και ήταν μέλος της ισχυρής οικογένειας του Οίκου των Παλαιών Γουέλφων. Ήταν γιος του κόμη Ερρίκου του Άλντορφ. Σπούδασε στη θεολογική σχολή στον καθεδρικό ναό της πόλης της Κωνσταντίας.
Η αξιοσημείωτη ικανότητά του να απορροφά γνώσεις, καθώς και η εργατικότητα, η επιμονή και οι έντονες οργανωτικές του ικανότητες, τον διέκρινε ανάμεσα στους συμμαθητές του. Με την ολοκλήρωση των σπουδών του εκάρει μοναχός και διετέλεσε ηγούμενος στη Μονή Ρινάου στο Καντόνι της Ζυρίχης, από το 934–975 (ή από το 963). Με την ενεργό συμμετοχή του επισκόπου του Άουγκσμπουργκ Αγίου Ουλρικίου (τιμάται 4 Ιουλίου), χειροτονήθηκε επίσκοπος Κωνσταντίας το 934.
Σε αυτόν τον βαθμό, αντιπροσωπεύοντας το πνευματικό μέρος του βασιλείου, αν και θεωρείται ότι απέφυγε να μπλέξει με την πολιτική της εποχής και κράτησε τις ενέργειές του για τα επισκοπικά του καθήκοντα, πλησίασε την αυλή του Όθωνα Α' και μαζί του συμμετείχε σε προσκύνημα στη Ρώμη, όπου τον χειμώνα του 961/962 έγινε μάρτυρας της στέψης του Όθωνα Α'.
Εκτός από το προσκύνημα στη Ρώμη, ο Άγιος Κονράδος ταξίδεψε στην Ιερουσαλήμ τρεις φορές. Εκεί όχι μόνο προσευχήθηκε μπροστά στα μεγάλα χριστιανικά προσκυνήματα, αλλά παρέλαβε και μεγάλο αριθμό ιερών λειψάνων, τα οποία παρέδωσε στην Κωνσταντία. Μετά από αυτές τις επισκέψεις, πραγματοποίησε μια μεγαλειώδη κατασκευή εκκλησιών στην Κωνσταντία, έχοντας ως βάση τις μορφές των καθεδρικών ναών που παρατήρησε στην Ρώμη και στους Αγίους Τόπους.
Ο Άγιος Κονράδος σεβόταν ιδιαίτερα τους Αγίους Μαυρίκιο (τιμάται 1η Ιουλίου) και Λαυρέντιο (τιμάται 10 Αυγούστου) ως προστάτες του. Στην Κωνσταντία, χάρη στις δυναμικές προσπάθειές του, ανεγέρθηκαν εκκλησίες προς τιμή των Αγίων Μαυρίκιου, Ιωάννη του Βαπτιστή, Λαυρεντίου και του Αποστόλου Παύλου, καθώς και ένα νοσοκομείο στο Κροΐτσλινγκεν στο Καντόνι του Τούργκαου.
Ο Άγιος ανέπτυξε όχι μόνο καλές και επίσημες σχέσεις με τον βασιλιά Όθωνα Α', αλλά και φιλικές σχέσεις, αφού συνδέονταν πνευματικά. Ο σεβασμός του βασιλιά για τον επίσκοπο εκφράστηκε στην επίσκεψή του στην Κωνσταντία το 972.
Μετά το θάνατο του Αγίου Κονράδου το 975, το σώμα του θάφτηκε στην εκκλησία του Αγίου Μαυρικίου, στη συνέχεια τα λείψανα μεταφέρθηκαν στον καθεδρικό ναό της Κωνσταντίας και κατά τη διάρκεια της Μεταρρύθμισης ρίχτηκαν στη λίμνη της Κωνσταντίας (Μπόντενζεε).
Ο Άγιος Κονράδος απεικονίζεται να φορά ιερατικά άμφια και να κρατά στο χέρι του ένα Άγιο Ποτήριο στο οποίο κάθεται μια αράχνη. Αυτό οφείλεται σε μια παράδοση σύμφωνα με την οποία μια δηλητηριώδης αράχνη έπεσε στο Άγιο Ποτήριο κατά τη διάρκεια του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Ο Άγιος Κονράδος κατέλυσε τη Θεία Κοινωνία μαζί με την δηλητηριώδη αράχνη. Όμως, με το θέλημα του Θεού, ο Άγιος όχι μόνο δεν έπαθε κάτι, αλλά η αράχνη βγήκε από το στόμα του άθικτη και αφέθηκε ελεύθερη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου