Τρίτη 23 Μαΐου 2023

Άγιος Ιερομάρτυς Νικηφόρος Καντακουζηνός, Πατριαρχικός Έξαρχος, ο επονομαζόμενος "Ο Σοφότερος". Ημέρα Μνήμης: 6 Οκτωβρίου.

Άγιος Ιερομάρτυς Νικηφόρος Καντακουζηνός, Πατριαρχικός Έξαρχος, ο επονομαζόμενος "Ο Σοφότερος". Ημέρα Μνήμης: 6 Οκτωβρίου.


Πρωτοσύγκελλος του Πατριαρχεί­ου Κωνσταντινουπόλεως, και Πα­τριαρχικός Έξαρχος, Νικηφόρος Παράσχης ο Καντακουζηνός, κατέχει μια ιδι­αίτερη θέσι στα ιστορικά γεγονότα της Ενώσεως του Μπρεστ[1]. Υπήρξε ένας εξέχων αγωνιστής και γενναίος μαχητής εναντίον της Ενώσεως.

Ο Νικηφόρος γεννήθηκε σε κάποια πόλι της Ελλάδος πιθανώτατα γύρω στο 1540. Σπούδασε στην Ιταλία, όπου και έμεινε μερι­κά χρόνια μετά τις σπουδές του. Ήταν αρχικά δάσκαλος και μετά διευθυντής ενός ελληνικού σχολείου στην Πάδουα. Εν συνεχεία, για ε­πτά περίπου χρόνια ο Νικηφόρος κατείχε την θέσι του ιεροκήρυκος στην ελληνική εκκλησία του Αγίου Μάρκου στην Βενετία.

Μετά το 1580 επέστρεψε από την Ιταλία και πολύ γρήγορα κατέλαβε μια αξιόλογη θέ­σι στο περιβάλλον του Οικουμενικού Πα­τριαρχείου. Χειροτονήθηκε διάκονος, μετά έγινε αρχιδιάκονος και τοποθετήθηκε στη θέ­σι του Πατριαρχικού Πρωτοσυγκέλλου. Κατά τα έτη 1588-1590, όταν ο πατριάρχης Ιερε­μίας ταξίδεψε στη Ρωσία, ο Νικηφόρος ήταν ουσιαστικά ο τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου. Μετά την επιστροφή του Πατριάρχου το 1592 - μόλις τέσσερα χρόνια πριν από το πέρας των εργασιών της συνόδου της Ενώσεως του Μπρεστ - ωρίστηκε Έξαρχος στην Μολδαβία και την Κοινοπολιτεία[2].

Και στις δύο αυτές θέσεις - του Πατριαρχι­κού Πρωτοσυγγέλου κατ' αρχήν και του Εξ­άρχου κατόπιν - είχε να αντιμετωπίση ιδιαίτε­ρα σοβαρές δυσκολίες. Έτσι, όταν έφυγε για την Μόσχα το 1588 ο πατριάρχης Ιερεμίας, άφησε πίσω του ένα θησαυρό τον οποίο σφετερίσθηκε ο σουλτάνος πάρα πολλές φορές. Εν συνεχεία, ο διορισμός του Νικηφόρου ως Εξάρχου στη δυτική Ρωσία ήταν κατάφορτος από ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες, καθώς η Ορθόδοξη Εκκλησία βρισκόταν σε δεινή κατάστασι και η στάσις μιας ομάδος ιεραρχών προκαλούσε σοβαρές υποψίες. Για να εκπλη­ρώση την αποστολή του ο Έξαρχος έπρεπε όχι μόνο να έχη σπάνιες διοικητικές ικανότη­τες και θεολογική μόρφωσι, αλλά ακόμη να έχη φθάσει σε υψηλά μέτρα αρετής και μέσα του να χτυπά μια πολύ γενναία καρδιά!

Η προσοχή του Νικηφόρου, όταν ακόμη βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη συγκεντρώθηκε στη Βλαχία[3], όπου μετά τον θάνατο του βοεβόδα Πέτρου η θέσι του «γκόσποντα[4]» παρέμενε κενή. Ο σουλτάνος ήθελε να τοποθέτηση ένα δικό του άνθρωπο. Τότε ο χριστιανικός πληθυσμός της Βλαχίας ανήσυ­χος και φοβισμένος προσέτρεξε στον Νικη­φόρο, σαν σε πρόσωπο που είχε παρρησία στον σουλτάνο, παρακαλώντας να ικετεύση τον μονάρχη να αντικαταστήση τον Τούρκο με κάποιον Χριστιανό ονόματι Ααρών. Η έγκρισις του σουλτάνου κόστισε ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, το οποίο δανείστηκε ο Αα­ρών με την εγγύησι του Νικηφόρου.

Τότε ακριβώς, εισέβαλε στη Βλαχία πολω­νικό στράτευμα από την Κοινοπολιτεία υπό την ηγεσία του βασιλικού αταμάνου[5] Ίαν Ζαμοΐσκι. Ο αταμάνος ήθελε να επιβάλη τον δι­κό του υποψήφιο, τον Ιερεμία Μογιλά. Αντι­δρώντας στα γεγονότα αυτά ο χάν[6] της Κριμαίας[7] έστειλε στη Βλαχία στρατεύματα για να προλάβη την ολοκλήρωσι των σχεδίων του αταμάνου. Από την πλευρά του ο σουλτάνος έστειλε τϊς δυνάμεις του υπό την ηγεσία του Σινάμ-πασά. Το πολωνικό στράτευμα των έξι χιλιάδων ανδρών περικυκλώθηκε και πολιορκήθηκε. Ο Ιερεμίας Μογιλά και μερικοί ευγενείς της Βλαχίας που είχαν επιρροή πλησί­ασαν πάλι τον Νικηφόρο, παρακαλώντας τον να βοηθήση για την αποτροπή της συγκρού­σεως. Χρησιμοποιώντας το κύρος του ο Έξαρχος πέτυχε να πείση τον Σινάμ-πασά να κά­νη τον Ιερεμία «γκόσποντα», υπό τον όρον ότι θα ορκιζόταν συμμαχία με τον σουλτάνο[8]. Φυσικά ο σουλτάνος για να δώση την συγκατάθεσί του πήρε και πάλι πλούσια δώρα.

Φαινόταν λοιπόν ότι η ενεργός ανάμιξις του Εξάρχου στην εμπλοκή της Βλαχίας έ­πρεπε να προβάλη τον Νικηφόρο σαν τον άν­θρωπο που προσέφερε μέγιστα ωφέλη και κέρ­δη στην Κοινοπολιτεία, αφού ο δικός της υ­ποψήφιος έγινε ηγεμόνας της Βλαχίας και με­τά τη λύσι της πολιορκίας το πολωνικό στρά­τευμα γύρισε με ασφάλεια στην πατρίδα του. Όμως υπήρχαν άλλοι λόγοι για τους οποίους ο πολωνός βασιλιάς Σιγισμούνδος ο Γ' ήταν πολύ εχθρικός, αντί να είναι ευγνώμων προς τον Νικηφόρο. Η αιτία ήταν ότι όταν ο πα­τριαρχικός Έξαρχος βρισκόταν στην Βλαχία τον Αύγουστο του 1595, συνεκάλεσε Σύνοδο με την συμμετοχή δύο μητροπολιτών και τεσ­σάρων επισκόπων, η οποία διεκήρυξε με έμφασι την αντίθεσί της προς την Ένωσι. Ακό­μα, εκείνο τον καιρό ο Νικηφόρος εξαπέστειλε εγκύκλιο προς τους κληρικούς των δυτικών Ρωσικών περιοχών, με την οποία τους καλού­σε να μην υπακούουν στους αποστάτες επι­σκόπους Υπάτιο Ποτέι (ή Ποτσέι) και Κύριλ­λο Τερλέτσκι, οι οποίοι υπέγραψαν την πράξι της Ενώσεως στη Ρώμη στις 23 Δεκεμβρίου 1595.

Μόλις ο Έξαρχος πέρασε τα σύνορα του Πολωνο-Λιθουανικοΰ κράτους, αμέσως κρα­τήθηκε από τις τοπικές αρχές κατά διαταγή του βασιλιά Σιγισμούνδου του Γ', ο οποίος ή­ταν αντίθετος στη συμμετοχή Ελλήνων κλη­ρικών στη Σύνοδο του Μπρεστ. Η θέσις της βασιλικής αυλής ήταν απόλυτα ξεκάθαρη: η Ένωσις ήταν εσωτερικό θέμα της χώρας.

Ο Έξαρχος Νικηφόρος πέρασε έξι περίπου μήνες κουραστικής αναμονής στο Τσοσίν, στο φρούριο της βασιλικής αυλής. Ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος Οστρότσκι που είχε αντιληφθή ότι χωρίς την αντιπροσωπεία της Ανατο­λικής Εκκλησίας οι αποφάσεις της συνόδου θα ήταν άκυρες, ζητούσε επίμονα την συγκατάθεσι του Εξάρχου, άλλά οι προσπάθειες του ήταν μάταιες.

Ο Νικηφόρος τότε πήρε μια τολμηρή απόφασι. Κατέβηκε από τα τείχη του φρουρίου με ένα χοντρό σχοινί και δραπέτευσε στο Μπρεστ! Πιθανόν ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος Ο­στρότσκι να ήταν ενήμερος του σχεδίου της φυγής, αφού ο Έξαρχος έφθασε στο Μπρεστ με την ακολουθία του πρίγκιπα.

Η παρουσία του Εξάρχου στη Σύνοδο ε­νεθάρρυνε την ορθόδοξη πλευρά και ισχυρο­ποίησε την θέσι της. Μαζί του είχε επίσημα έγγραφα του Πατριάρχου Ιερεμίου, τα οποία του έδιναν το δικαίωμα να προεδρεύη στις το­πικές συνόδους. Ήδη από το 1592 η σύνο­δος της Κωνσταντινουπόλεως, υπό την προε­δρία του Πατριάρχου, έδωσε στον Νικηφόρο το οφφίκιο του «διδασκάλου» με το δικαίωμα της πρωτοκαθεδρίας σε όλες τις συνόδους μέσα στα όρια δικαιοδοσίας του Οικουμενι­κού Πατριαρχείου και το δικαίωμα να προη­γείται κατά την απόδοσι τιμών ακόμη και αυ­τών των μητροπολιτών και να διαχειρίζεται, εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριάρχου, στις συνόδους κάθε ζήτημα αναφερόμενο στην πίστι και στην Εκκλησία[9].

Ο Νικηφόρος έστειλε δύο επιστολές στον μητροπολίτη Κιέβου Μιχαήλ Ραγκότζα (†1599) ζητώντας να διευκρινίση την στάσι του στο θέμα της Ενώσεως, αλλά δεν πήρε καμμία απάντησι.

Στις 6 Οκτωβρίου 1596 οι ιεράρχες οι οποίοι είχαν αποδεχθή κρυφά την Ένωσι συγ­κεντρώθηκαν στο ναό του Αγίου Θωμά για να διακηρύξουν τους όρους της Ενώσεως, που είχαν φέρει από την Ρώμη ο Ποτέι και ο Τερλέτσκι. Κανένας από τους Έλληνες Ιε­ράρχες που ήλθαν στο Μπρεστ δεν προσκλή­θηκε να παρακολουθήση την Σύνοδο. Οι εκ­πρόσωποι του ορθοδόξου κλήρου, των εκκλησιαστικών αδελφοτήτων και οι ρώσοι ευ­γενείς υποχρεώθηκαν να συγκεντρωθούν στο σπίτι του προτεστάντου Ραΐσκυ, όπου είχε καταλύσει ο πρίγκιπας Οστρότσκι και η ακο­λουθία του, επειδή όλες οι εκκλησίες κλεί­στηκαν τότε κατ' εντολήν του επισκόπου του Μπρεστ Υπατίου.

Τα ιστορικά γεγονότα της Συνόδου του Μπρεστ είναι αρκετά γνωστά, γι’ αυτό θα μας απασχολήση μόνον ο ρόλος του Εξάρχου Νικηφόρου σ' αυτήν. Πέρασαν δύο μέρες δι­απραγματεύσεων με τους επισκόπους που εί­χαν προσχωρήσει στην Ένωσι. Ο Νικηφό­ρος, ως πρόεδρος της Συνόδου των Ορθοδόξων, έμενε σταθερά προσηλωμένος στους όρους του κανονικού δικαίου. Τρεις φορές κά­λεσε τους επισκόπους να αναπτύξουν τις α­πόψεις τους και να απαντήσουν σε ερωτήσεις, αλλά και τις τρεις φορές οι αιτήσεις των απε­σταλμένων του Εξάρχου απερρίφθησαν. Έ­τσι η σύγκλησις της Συνόδου των Ορθοδόξων από την έναρξί της ήταν κατά πάντα σύμ­φωνη με τους κανόνες. Ο Έξαρχος Νικηφό­ρος για να συστηματοποιήση την διεξαγωγή της Συνόδου συνέστησε να διαιρεθούν οι παρευρισκόμενοι σε δύο τάξεις, την ανωτέρα και την κατωτέρα, δηλ. σε κληρικούς και λαϊκούς, οι οποίοι θα συνεδρίαζαν ξεχωριστά. Σ' αυτό ωδηγήθηκε από ένα κανονικό έθιμο που είχε εφαρμοσθή από παλιά στην Κωνσταντινούπολι.

Τελικά στις 8 Οκτωβρίου ο Νικηφόρος εξεφώνησε στους συνέδρους μακρά ομιλία, στην οποία περιέγραψε τη δύσκολη κατάστασι των δυτικών Ρωσικών περιοχών, οι οποίες εί­χαν καταλήξει να αποσκιρτήσουν από μερικούς επισκόπους, λόγω της προσχωρήσεως των τελευταίων στην Ένωσι. Συνέστησε στην Σύ­νοδο να συζήτηση για ωρισμένα θέματα: Για τους αποστάτες ιεράρχες, για την Ένωσι που αποδέχτηκαν από κανονική άποψι και για την αποκατάστασι της τάξεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία Όλα αυτά τα ζητήματα ενέπιπταν στην αρμοδιότητα της Συνόδου. Ο Έξαρχος είχε βέβαια την εξουσία, μαζί με την Σύνοδο, να καθαιρέση τους αποστάτες ιεράρχες, δεν είχε όμως την δυνατότητα να εγκαταστήσει νέους ιεράρχες στους θρόνους, επειδή αυτή η ενέργεια ενέπιπτε στην αποκλειστική αρμοδι­ότητα του Πατριάρχου.


Η βασιλική αυλή τρομοκρατήθηκε από αυ­τή την τροπή των γεγονότων. Απεσταλμένοι της απαίτησαν από τον πρίγκιπα Κωνσταντίνο Οστρότσκι να στερηθή ο Νικηφόρος της προσωπικής του φρουράς και να φύγη από την μέση, με την πρόφασι ότι είναι σύμμαχος των Τούρκων. Ο πρίγκιπας απέρριψε όλες αυτές τις απαιτήσεις και είπε ότι θα αποδεχόταν την Ένωσι μόνο μετά από την σύγκλησι μιας Οικουμενικής Συνόδου, εφ' όσον όλοι οι  Ορ­θόδοξοι Πατριάρχες έδιναν την συγκατάθεσί τους για την Ένωσι.

Οι Ουνίτες ιεράρχες έχοντας πεποίθησι ότι είναι μάταιο πια να συνομιλούν με την Ορ­θόδοξη πλευρά, διεκήρυξαν στις 10 Οκτωβρίου την «Ένωσι με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία» και τον αφορισμό των ανθενωτικών. Ανάμε­σα σ' αυτούς που αφωρίσθηκαν ήταν δύο επί­σκοποι της δυτικής Ρωσίας, οι οποίοι αρνή­θηκαν να αναγνωρίσουν την Ένωσι - ο Γεδεών Μπαλαμπάν του Λβόφ (†1607) και ο Μιχαήλ Κοπυστένσκι του Πετερμύσλ (†1610) -, εννέα αρχιμανδρίτες, δεκαέξι πρωθιερείς και ένας σημαντικός αριθμός εφημερίων[10].

Την ίδια ημέρα η Ορθόδοξος Σύνοδος ε­ξέτασε την υπόθεσι των ιεραρχών που είχαν προσχωρήσει στην Ένωσι. Στη Σύνοδο έγινε δεκτό ότι οι ιεράρχες αυτοί πρόδωσαν την Ορθοδοξία και χωρίς αδεία του Πατριάρχου και της Οικουμενικής Συνόδου προσπάθησαν να εισαγάγουν την Ένωσι στις Ορθόδοξες χώρες της Κοινοπολιτείας και αγνόησαν τις προσκλήσεις του Συνοδικού δικαστηρίου σε τρεις περιπτώσεις, γι’ αυτό η Σύνοδος απεφά­σισε να τους αποκόψη και να τους αφορίση από την Ορθόδοξη Εκκλησία[11]. Γι’ αυτό το θέμα συντάχθηκε μία έκκλησις προς το βασι­λιά, με την οποία ζητούσαν να αφαιρέση τους θρόνους από τους καθαιρεθέντες επισκόπους και να κηρύξη τις θέσεις τους χηρεύουσες. Με­τά από σύστασι του Νικηφόρου συντάχθηκε μήνυμα της Συνόδου προς το ορθόδοξο πλή­ρωμα στη δυτική Ρωσία, το οποίο επανεβεβαίωνε την κανονικότητα του ορθοδόξου δόγμα­τος, αναφερόταν στην αποκήρυξι της Ενώσεως από τον Νικηφόρο και επέτρεπε στους πιστούς να μνημονεύουν κατά τις λατρευτικές ακολουθίες το όνομα του Πατριάρχου αντί του μητροπολίτου[12].

Μετά από αυτά οι Συνοδικοί ωρκίστηκαν να μείνουν αμετακίνητοι στην Ορθόδοξη ομο­λογία και να παραμείνουν πιστοί στο Ορθό­δοξο Πατριαρχείο. Αυτή η στιγμή ήταν για ό­λους τους Συνοδικούς το μεσουράνημα της ζωής τους. Ο καθένας καταλάβαινε καλά την σπουδαιότητα των αποφάσεων της Συνόδου. Οι Ουνίτες επίσκοποι απέτυχαν να προσηλυ­τίσουν τον λαό των δυτικών Ρωσικών περιο­χών. Η Ουνιτική Εκκλησία μόλις εμφανί­στηκε, διεπίστωσε ότι ήταν απομονωμένη και οι Ουνίτες ιεράρχες αφωρισμένοι. Όμως, ή­ταν προφανές ότι οι δυσκολίες των Ορθοδό­ξων πιστών δεν τελείωσαν και ότι η βασιλική αυλή θα εύρισκε τρόπο να εκδικηθή για την παρεμπόδισι της ενωτικής πολιτικής.

Ο Έξαρχος Νικηφόρος είχε στην πραγμα­τικότητα προκαθορίσει την πορεία των εργα­σιών της Συνόδου και την έκδοσι των αποφά­σεων της. Κατ’ αρχήν απήλλαξε τους Συνοδι­κούς από κάθε εμπλοκή και σύγχυσι που θα μπορούσε να προκληθή από ενέργειες ενω­τικών επισκόπων. Κατόπιν, χρησιμοποιώντας όσες δυνάμεις διέθετε, προετοίμασε την δημι­ουργία μιας καταστάσεως κάτω από την οποία όλες οι πρακτικές συνέπειες και σκοποί της Ουνιτικής Συνόδου θα εξανεμίζοντο. Έκανε όλα όσα μπορούσε. Η παραμονή του στην Κοινοπολιτεία δεν ήταν πια ασφαλής. Σε οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να άρχιζε η δίωξις από τις πολωνικές αρχές. Ο Σιγισμούνδος ο Γ' δεν έχασε καθόλου καιρό. Εξέδωσε διαταγή να εγκαταλείψουν την χώρα, το συντομώτερο δυνατόν, όλοι οι Έλληνες που δεν ήταν υπήκοοι της Κοινοπολιτείας. Η διαταγή εκδόθηκε λίγο πριν φύγουν από την χώρα ο Έξαρχος Αλεξανδρείας Κύριλλος Λούκαρις, ο μητροπολίτης Βελιγραδίου Λουκάς και οι αρχιμανδρίτες του Άθωνος.

Ο Νικηφόρος παρέμεινε εκεί για λίγο και­ρό ακόμα και απεδέχθηκε την πρόσκλησι του πρίγκιπα Κωνσταντίνου Οστρότσκι να επισκεφθή το Όστρογκ, όπου διέμενε ο βοεβόδας του Κιέβου. Στο Όστρογκ ο Έξαρχος εκ­μεταλλεύτηκε την ευκαιρία και δίδαξε στους μαθητές των τοπικών σχολείων διάφορες επι­στήμες, χρησιμοποιώντας την πείρα του διδα­σκάλου που είχε από την Πάδουα. Όμως δεν τον κράτησε στο Όστρογκ μόνο η δυνατότη­τα της διδασκαλίας. Είχε καταλάβει ότι η πα­ρουσία του στην Κοινοπολιτεία ενίσχυε τις τάξεις των ανθενωτικών. Ο Έξαρχος Νικη­φόρος ηταν συνεχώς απησχολημένος. Έ­στελνε μηνύματα και επιστολές πείθοντας τους αμφιρρέποντας να παραμείνουν Ορθό­δοξοι και απαλλάσσοντας τους ιερείς από την υποχρέωσι υπακοής στους Ουνίτες ιεράρχες. Έτσι τον Δεκέμβριο του 1596, έστειλε μήνυ­μα στο Λβόφ, με το οποίο επέτρεπε στους ιε­ρείς να μη μνημονεύουν στη Λειτουργία τον Ουνίτη μητροπολίτη Μιχαήλ, ενώ καθώρισε ότι είναι αρκετό να μνημονεύουν μόνο τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως[13].

Ασφαλώς μ' αυτές τις ενέργειες ο Νικηφό­ρος απέκτησε φήμη ενός ανθρώπου πολύ επι­κινδύνου για τον βασιλιά Σιγισμούνδο τον Γ’, ο οποίος αναζητούσε μία πρόφασι για να τον φυλακίση. Πολύ σύντομα βρέθηκαν μερικά έγγραφα σε κάποιον Ίαν Βολοσάνιν, έναν υ­πηρέτη του πρίγκιπα Κωνσταντίνου Οστρότσκι. Ήταν ιδιωτικές επιστολές γραμμένες α­πό ένα κληρικό της Ελλάδος προς τους γνω­στούς του, στις οποίες παρεπονείτο για το πό­σο δύσκολο του ήταν να ζη ανάμεσα σ' αυτούς που υποχρέωναν τους Ορθοδόξους να εγκολπωθούν την παπική ομολογία Μία επι­στολή που περιέγραφε θρησκευτική διαφωνία, περιείχε και τις εξής λέξεις: «Ο Θεός να χαρίζη υγεία στον βασιλιά μας[14] και αυτός θα επιτεθή στην Πολωνία Ακριβώς τώρα είναι η πιο κατάλληλη ώρα»[15]. Αυτές οι λέξεις έδωσαν αφορμή στον αταμάνο Ίαν Ζαμοΐσκι (στην κατοχή του οποίου περιήλθαν οι επιστολές), να πάρη μέτρα εναντίον του εξάρχου Νικηφό­ρου με την κατηγορία της συνωμοσίας προς όφελος της Τουρκίας.

Στο τέλος Φεβρουαρίου του 1597, όταν συνήλθε στη Βαρσοβία ένα τμήμα της πολω­νικής βουλής, ένα από τα πρώτα ζητήματα που ετέθη από τους Ορθοδόξους ήταν η επικύρωσις των αποφάσεων της Ορθοδόξου Συνό­δου του Μπρεστ, σχετικά με την Ένωσι. Αν­τιμετωπίζοντας τις θέσεις των Ορθοδόξων οι Ουνίτες προσέβαλαν τις αποφάσεις της Συνό­δου με τον ισχυρισμό ότι ο Νικηφόρος και οι άλλοι ιεράρχες δεν είχαν δυνατότητα να συγκροτήσουν Σύνοδο και να καθαιρέσουν τους ενωτικούς επισκόπους. Τότε ο Ζαμοΐσκι πα­ρουσίασε τον Ίαν Βολοσάνιν και τις επιστο­λές που βρέθηκαν επάνω του. Ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος Οστρότσκι υπό την πλήρη προστασία του οποίου εξακολουθούσε να πα­ραμένει ο Νικηφόρος όλο αυτό το διάστημα, υποσχέθηκε να τον προσαγάγη στην βουλή, απαιτώντας συγχρόνως, επειδή ήταν εξέχων επισκέπτης και Πατριαρχικός Έξαρχος, να έχη το ειδικό προνόμιο να δικαστή όχι από το δικαστήριο αλλά από τον ίδιο τον βασιλιά. Ο βασιλιάς έδωσε την συγκατάθεσί του.

Ο Έξαρχος Νικηφόρος έφθασε στη Βαρ­σοβία στις 10 Μαρτίου. Την ίδια μέρα ο βασι­λιάς συγκρότησε μία ειδική επιτροπή. Έκτος από τον αταμάνο Ζαμοΐσκι, περιελάμβανε τους βοεβόδες της Κρακοβίας Πόζναν, Σαντομίρτζ, Βροκλάβ και άλλους. Η ακρόασις της υποθέσεως άρχισε την επομένη ημέρα, όταν έφεραν τον Ίαν Βολοσάνιν στην πρωτεύ­ουσα. Ανεγνώσθησαν οι επιστολές. Η πρώ­τη απηυθύνετο στον μητροπολίτη Ανδριανουπόλεως. Περιέγραφε τις διαφωνίες που ξέσπασαν και περιείχε μία παρατήρησι για την καταλληλότητα του χρόνου επιθέσεως εναν­τίον της Κοινοπολιτείας. Η δεύτερη απηυθύνετο προς την αδελφή του αποστολέα και ησχολείτο με ιδιωτικές υποθέσεις. Η τρίτη επι­στολή και η τέταρτη προωρίζονταν για κάποι­ους ιερείς της Ανδριανουπόλεως και αναφέ­ρονταν στην πρόσφατη στάσι των Κοζάκων και στους είκοσι χιλιάδες περίπου Πολωνούς που σκοτώθηκαν κατά τον πόλεμο[16]. Μετά την ανάγνωσι των επιστολών ο δημόσιος κατήγο­ρος απήγγειλε κατά του Νικηφόρου την κατη­γορία της προδοσίας και κατά του Ίαν της συνενοχής. Όταν τελείωσε την αγόρευσί του ο κατήγορος, πήρε τον λόγο ο επίτροπος Πριλέπσκι, ο οποίος απέρριψε την κατηγορία κατά του Νικηφόρου, με το σκεπτικό ότι ο Ίαν Βολοσάνιν πήρε αυτές τις επιστολές από κάποιον Έλληνα, ο οποίος πήγαινε στη Μό­σχα και ο οποίος απλώς τον παρεκάλεσε να δώση τις επιστολές αυτές στους παραλήπτες. Αυτό επιβεβαιώθηκε και από τον Ίαν Βολο­σάνιν, ο οποίος διευκρίνισε ότι δεν πήρε ούτε οδηγίες, ούτε επιστολές από τον Έξαρχο Νι­κηφόρο. Με την κατάθεσί του αυτή οι κατή­γοροι έχασαν το παιχνίδι.

Η «υπόθεσις Νι­κηφόρος» φαινόταν να καταρρέη σαν χάρτι­νος πύργος. Αλλά τότε ακριβώς παρουσιά­στηκε ο αταμάνος Ζαμοΐσκι και μίλησε στο α­κροατήριο. Αυτός κατέθεσε ότι κατά την διάρκεια της πρόσφατης εκστρατείας στη Βλαχία, ο Νικηφόρος ήλθε σ' αυτόν με επιστολές από τον Σινάμ-πασά και προσπάθησε να πείση τον αταμάνο να δεχθή τους όρους που πρό­τεινε η τουρκική πλευρά ο Βοεβόδας της Βλαχίας Ιερεμίας να ορκιστή συμμαχία με τον σουλτάνο και να του δώση τον γυιό του ή τον αδελφό του για όμηρο. Επιπλέον πρό­σθεσε ο Ζαμοΐσκι ότι ο έξαρχος του μετέφερε συμβουλή του Σινάμ-πασά: «Όπως ο Στέφα­νος έγινε βασιλιάς της Πολωνίας με την βοήθεια του σουλτάνου, έτσι και συ αν γίνης υ­πάκουος υπηρέτης του κυρίου σου, θα εγκα­τάστασης στη Βλαχία τον ηγεμόνα που θέλουν οι Πολωνοί». Με αυτή την κατάθεσί ο Ζαμοΐσκι ήθελε να δείξη ότι ο Νικηφόρος δή­θεν μηχανορραφούσε εις βάρος της Πολωνί­ας εδώ και πολύ καιρό και προσπάθησε να παρασύρη και τον ίδιο τον αταμάνο στην προ­δοσία. Αυτή η κατηγορία ήταν βέβαια πολύ πιο σοβαρή από την προηγούμενη. Το ακροα­τήριο της βουλής ακίνητο και παγωμένο περί­μενε την απάντησι του Νικηφόρου.

Ο Νικηφόρος στην αρχή της ομιλίας του, στην ιταλική γλώσσα, ανέγνωσε ένα χαιρετι­στήριο μήνυμα προς το βασιλιά και όλη την Πολωνική γερουσία, εκ μέρους των τεσσάρων ορθοδόξων πατριαρχών και υπενθύμισε στο ακροατήριο ότι ήταν επίσημος αντιπρόσωπος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Έξαρχος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και εστά­λη στην Κοινοπολιτεία από τον Πατριάρχη λόγω των διαφωνιών μεταξύ των ορθοδόξων κληρικών. Ο Νικηφόρος απέρριψε όλες τις εναντίον του κατηγορίες, καταγγέλοντας ότι είναι κατασκευασμένες. Στη συνέχεια επικα­λούμενος ελλειπή γνώσι της πολωνικής γλώσ­σας ζήτησε να του δώσουν ένα διερμηνέα. Ο μορφωμένος Έλληνας συμπεριφέρθηκε όχι σαν κατηγορούμενος, αλλά μάλλον σαν κρι­τής, που ήλθε να βάλη τάξι στην περιοχή με την κρίσι του. Αυτή η συμπεριφορά έφερε σε αμηχανία τον βασιλιά και ένα μέρος της γε­ρουσίας. Υποσχέθηκαν ότι θα δώσουν διερ­μηνέα στον Νικηφόρο και η ακρόασις της υ­ποθέσεως ανεβλήθη. Ο βασιλιάς έδωσε εν­τολές να παραμείνη ο Νικηφόρος στο κάστρο, για να ετοιμάση λεπτομερείς απαντήσεις στην κατηγορία του Ζαμοΐσκι.

Για μερικές μέρες ο Έξαρχος παρέμεινε στην αφάνεια. Του έδωσαν ένα διερμηνέα, κάποιον Πέτρο Αρκούδη, έναν Έλληνα εκ­παιδευμένο σε κολλέγιο Ιησουϊτών, που ήρ­θε από τη Ρώμη μαζί με τους ουνίτες επισκό­πους Ποτέι και Τερλέτσκι. Τελικά ο Σιγισμούνδος ο Γ' δέχθηκε να ακούση τον Νικηφόρο, όχι όμως στη γερουσία, αλλά σε ένα κύκλο προσώπων της απολύτου εμπιστοσύνης του. Του συνέστησαν να ομολογήση τη σύνταξι των επιστολών για τη Τουρκία και τη συμμε­τοχή του πρίγκιπα Κωνσταντίνου Οστρότσκι σ' αυτό! Αλλά ο Νικηφόρος απέρριψε όλες αυτές τις προτάσεις. Τότε έφεραν τον Ίαν Βολοσάνιν και αρχισαν να τον βασανίζουν, απαιτώντας να ομολογήση από ποιον πήρε τις επιστολές και αν ο πρίγκιπας Οστρότσκι γνώριζε γι’ αυτές. Ο Ίαν τρομερά φοβισμέ­νος επανελάμβανε ξανά και ξανά ότι δεν γνώριζε το περιεχόμενο των επιστολών, που του έδωσε κάποιος μοναχός. Ανίκανοι να πάρουν οποιαδήποτε πληροφορία από αυτόν ο βασιλιάς και η γερουσία απεφάσισαν να εγ­καλέσουν τον Νικηφόρο. Εκτός από την κα­τηγορία της προδοσίας και της υποκινήσεως σε προδοσία, τον κατηγόρησαν επίσης και για διενέργεια μαύρης μαγείας, διαπράξεως μοιχείας με την μητέρα του σουλτάνου και για φόνο! Ήταν ολοφάνερο ότι οι κατήγοροι δεν είχαν επαρκείς αποδείξεις για να δικάσουν τον Έξαρχο. Τα μέλη της γερουσίας βρίσκον­ταν σε δύσκολη θέσι. Αφ' ενός ο Νικηφό­ρος δεν μπορούσε να κατηγορηθή για εσχάτη προδοσία επειδή δεν ήταν υπήκοος του βασι­λιά, αφ' ετέρου ένα μέρος των κατηγοριών (μαύρη μαγεία, μοιχεία κλπ.) ενέπιπτε στην αρμοδιότητα εκκλησιαστικού δικαστηρίου. Η μόνη σοβαρή κατηγορία ήταν ότι ο Έξαρχος έφθασε στην Σύνοδο του Μπρεστ χωρίς γρα­πτή άδεια του βασιλιά. Όμως ο Νικηφόρος διαβεβαίωσε ότι ο πρίγκιπας Οστρότσκι είχε στείλει δύο Πολωνούς ευγενείς στον βασιλιά με την παράκλησι να επιτρέψη στον Έξαρχο Νικηφόρο να παρακολουθήση την σύνοδο. Η απάντησις του βασιλιά ήταν καταφατική, αλλά δεν έδωσε καμμία γραπτή απόκρισι, με το πρόσχημα ότι όλες οι προσκλήσεις είχαν ήδη σταλεί στους αποδέκτες.

Αλλά για τους κατηγόρους τίποτε δεν ήταν τόσο καθαρό και ξάστερο, όσο η ενοχή του Νικηφόρου. Ο βοεβόδας Ιερεμίας έστειλε ανθρώπους από τη Βλαχία, που δήλωσαν ότι ο Νικηφόρος ήταν ένας Τούρκος κατάσκοπος, που δραπέτευσε από τις φυλακές Τσοσίν! Αλ­λά το χειρότερο απ’ όλα ήταν η αναχώρησις του πρίγκιπα Οστρότσκι, ο οποίος άφησε μόνο του τον Νικηφόρο σ' αυτή την δύσκολη στιγμή. Κάτω απ’ αυτές ακριβώς τις συνθήκες ο Έξαρχος ανέβηκε στο βήμα για να υπερα­σπίση τον εαυτό του...

Πιθανώτατα ο Νικηφόρος γνώριζε ότι ήταν μία από τις τελευταίες ομιλίες του και γι’ αυτό έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να αποδείξη την αθωότητα του. Αλλά ήδη η τύχη του Εξάρχου Νικηφόρου είχε αποφασισθή.

Μίλησε ενώπιον των γερουσιαστών άλλες δύο φορές, αλλά ο βασιλιάς ποτέ δεν τόλμη­σε να επιτρέψη μία δημόσια ομιλία του Εξάρχου στη βουλή. Η βουλή τελείωσε τις εργα­σίες της, αλλά η ακρόασις της υποθέσεως του Νικηφόρου κράτησε τρεις μέρες ακόμα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε βρεθή ένα έγκλημα επαρκές, για να τον καταδικάσουν σε θάνατο ή φυλάκισι. Πριν από το τέλος της ακροαμα­τικής διαδικασίας πήρε τον λόγο ο επίτροπος Πριλέπσκι, κατόπιν υποδείξεως του βασιλιά. Αυτός διαβεβαίωσε ότι για τις θρησκευτικές κατηγορίες δεν μπορούσε να δικαστή ο Έξ­αρχος εκεί, επειδή τέτοιες υποθέσεις υπόκεινται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Πατριάρχου. Δεύτερον, όσα συνέβησαν στην Κωνσταντινούπολι δεν ενέπιπταν στη δικαιο­δοσία του βασιλιά, επειδή ο Σιγισμούνδος ο Γ' δεν είχε ακόμη καταλάβει την Κωνσταντι­νούπολι. Τρίτον, η κατηγορία της προδοσίας δεν είχε καμμία σχέσι με τον Νικηφόρο, επει­δή έγινε φανερό ότι ο Ίαν Βολοσάνιν πήρε τα γράμματα όχι απ’ αυτόν, αλλά από κάποιον μοναχό κατά την μετάβασί του στη Μόσχα. Τέλος ο Έξαρχος δεν μπορούσε να κατηγορηθή ούτε για μηχανορραφία εναντίον της Κοινοπολιτείας, επειδή με τις ενέργειές του συνέβαλε στην ασφάλεια του πολωνικού στρατεύματος και στην εγκατάστασι του πολωνού υποψηφίου, σαν ηγεμόνα της Βλαχίας. Όμως, παρ' όλα αυτά ο βασιλιάς διέταξε να κρατηθή ο Έξαρχος Νικηφόρος, έως ότου βρεθή ο συντάκτης των επιστολών και γίνουν ανακρίσεις για την δραστηριότητα του Εξάρχου στην Βλαχία.


Η εξέτασις της υποθέσεως του Νικηφόρου αναβλήθηκε για απροσδιόριστο χρονικό διά­στημα. Τον κράτησαν στην Βαρσοβία για ένα διάστημα και μετά τον μετέφεραν στο φρούριο Μαρίενμπουργκ. Όμως εκεί ο Νικηφόρος δεν έζησε πολύ... Μεταξύ των Ορθοδόξων κυκλο­φόρησαν έντονες φήμες ότι, κατά διαταγή του βασιλιά ο Νικηφόρος «λιμώ ετελειώθη».

Πολλοί σύγχρονοι είναι βέβαιοι ότι ο Έξ­αρχος Νικηφόρος είχε τέλος μάρτυρος και ότι όλες οι εναντίον του κατηγορίες ήταν ασύ­στολα ψεύδη. Είναι φανερό ότι υπέφερε όχι ε­πειδή δήθεν έγραψε τις επιστολές, αλλά για την δραστήρια επέμβασί του στη Σύνοδο του Μπρεστ και την παρεμπόδισι των σχεδίων των Ουνιτών.

Ο αγώνας του Πατριαρχικού Εξάρχου Νικηφόρου κατά την Ένωσι του Μπρεστ ήταν παρόμοιος με τον αγώνα του αγίου Μάρκου της Εφέσου κατά τη Σύνοδο της Φλωρεντίας.

[1]  To Μπρέστ είναι πόλις της Λευκορωσίας, στα σύνορα με την Πολωνία. Με την «Ένωσι του Μπρέστ» οι μέχρι τότε Ορθόδοξες εκκλησίες της Πολωνίας και Λιθουανίας υπετάγησαν στον Πάπα της Ρώμης.

[2] Με την συμμαχία του Λιούμπλιν το 1569 η Λιθουανία ενώθηκε με την Πολωνία σε ένα κράτος: Την Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία (Ρετς Ποσπολίτα).

[3] Ήταν η εποχή της προσωρινής ενοποιήσεως της Βλαχίας με την Μολδαβία και την Τρανσυλβανία.
[4] gospodar: ήγεμών

[5] Τίτλος αρχηγού των Κοζάκων. Ειδικώτερα στο Πολωνο-Λιθουανικό κράτος ήταν και τίτλος του αρχηγού του στρατού.
[6] κυβερνήτης
 
[7] Τότε, το άλλοτε ανεξάρτητο χανάτο της Κριμαίας ευρίσκετο υπό την κυριαρχία της Τουρκίας.

[8] Documents Unionus Berestensis (1590-1600), Romae, 1970, σ. 416-417
 
[9] Μητροπολίτου Μακαρίου (Μπουλγκάκωφ), Istoriya Russkoi Tserkvi (Ιστορία της Ρωσικής εκκλησίας), Αγία Πετρούπολις, 1879, τ. ΙΧ, βιβλίοIV, σ. 650.

[10] Akty, otnosyashchiesya k istorli Zapadnoi Rossii, sobrannniye i izdanniye Arkheograficheskoi Komissiei (Γεγονότα σχετικά με την ιστορία της δυτικής Ρωσίας, συλλογή και έκδοσι της επιτροπής αρχείων), Αγία Πετρούπολις, 1851, τ. 4, σ. 148.

[11] ένθ. Αν., σ. 14.

[12] P. Kulish, Materialy dlya istorii vossoedineniya Rusi (Στοιχεία της ιστορίας της επανενώσεως της Ρωσίας), Μόσχα, 1877, σ. 71-72
[13] Documenta Unionuw Berestensis..., σ. 397.

[14] εννοεί τον σουλτάνο

[15] Akty, otnosyashchiesya k istorii Zapadnoi Rossii..., τ. 4, σ. 159

[16]Εννοεί την ανταρσία του αταμάνου Σερβερίν Ναλιβάϊκο κατά τα έτη 1594-1597

Πηγή: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΗ 14-15.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου