Άγιος Ιερομάρτυς Νικηφόρος Καντακουζηνός, Πατριαρχικός Έξαρχος, ο επονομαζόμενος "Ο Σοφότερος". Ημέρα Μνήμης: 6 Οκτωβρίου.
Πρωτοσύγκελλος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, και Πατριαρχικός Έξαρχος, Νικηφόρος Παράσχης ο Καντακουζηνός, κατέχει μια ιδιαίτερη θέσι στα ιστορικά γεγονότα της Ενώσεως του Μπρεστ[1]. Υπήρξε ένας εξέχων αγωνιστής και γενναίος μαχητής εναντίον της Ενώσεως.
Ο Νικηφόρος γεννήθηκε σε κάποια πόλι της Ελλάδος πιθανώτατα γύρω στο 1540. Σπούδασε στην Ιταλία, όπου και έμεινε μερικά χρόνια μετά τις σπουδές του. Ήταν αρχικά δάσκαλος και μετά διευθυντής ενός ελληνικού σχολείου στην Πάδουα. Εν συνεχεία, για επτά περίπου χρόνια ο Νικηφόρος κατείχε την θέσι του ιεροκήρυκος στην ελληνική εκκλησία του Αγίου Μάρκου στην Βενετία.
Μετά το 1580 επέστρεψε από την Ιταλία και πολύ γρήγορα κατέλαβε μια αξιόλογη θέσι στο περιβάλλον του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Χειροτονήθηκε διάκονος, μετά έγινε αρχιδιάκονος και τοποθετήθηκε στη θέσι του Πατριαρχικού Πρωτοσυγκέλλου. Κατά τα έτη 1588-1590, όταν ο πατριάρχης Ιερεμίας ταξίδεψε στη Ρωσία, ο Νικηφόρος ήταν ουσιαστικά ο τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου. Μετά την επιστροφή του Πατριάρχου το 1592 - μόλις τέσσερα χρόνια πριν από το πέρας των εργασιών της συνόδου της Ενώσεως του Μπρεστ - ωρίστηκε Έξαρχος στην Μολδαβία και την Κοινοπολιτεία[2].
Και στις δύο αυτές θέσεις - του Πατριαρχικού Πρωτοσυγγέλου κατ' αρχήν και του Εξάρχου κατόπιν - είχε να αντιμετωπίση ιδιαίτερα σοβαρές δυσκολίες. Έτσι, όταν έφυγε για την Μόσχα το 1588 ο πατριάρχης Ιερεμίας, άφησε πίσω του ένα θησαυρό τον οποίο σφετερίσθηκε ο σουλτάνος πάρα πολλές φορές. Εν συνεχεία, ο διορισμός του Νικηφόρου ως Εξάρχου στη δυτική Ρωσία ήταν κατάφορτος από ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες, καθώς η Ορθόδοξη Εκκλησία βρισκόταν σε δεινή κατάστασι και η στάσις μιας ομάδος ιεραρχών προκαλούσε σοβαρές υποψίες. Για να εκπληρώση την αποστολή του ο Έξαρχος έπρεπε όχι μόνο να έχη σπάνιες διοικητικές ικανότητες και θεολογική μόρφωσι, αλλά ακόμη να έχη φθάσει σε υψηλά μέτρα αρετής και μέσα του να χτυπά μια πολύ γενναία καρδιά!
Η προσοχή του Νικηφόρου, όταν ακόμη βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη συγκεντρώθηκε στη Βλαχία[3], όπου μετά τον θάνατο του βοεβόδα Πέτρου η θέσι του «γκόσποντα[4]» παρέμενε κενή. Ο σουλτάνος ήθελε να τοποθέτηση ένα δικό του άνθρωπο. Τότε ο χριστιανικός πληθυσμός της Βλαχίας ανήσυχος και φοβισμένος προσέτρεξε στον Νικηφόρο, σαν σε πρόσωπο που είχε παρρησία στον σουλτάνο, παρακαλώντας να ικετεύση τον μονάρχη να αντικαταστήση τον Τούρκο με κάποιον Χριστιανό ονόματι Ααρών. Η έγκρισις του σουλτάνου κόστισε ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, το οποίο δανείστηκε ο Ααρών με την εγγύησι του Νικηφόρου.
Τότε ακριβώς, εισέβαλε στη Βλαχία πολωνικό στράτευμα από την Κοινοπολιτεία υπό την ηγεσία του βασιλικού αταμάνου[5] Ίαν Ζαμοΐσκι. Ο αταμάνος ήθελε να επιβάλη τον δικό του υποψήφιο, τον Ιερεμία Μογιλά. Αντιδρώντας στα γεγονότα αυτά ο χάν[6] της Κριμαίας[7] έστειλε στη Βλαχία στρατεύματα για να προλάβη την ολοκλήρωσι των σχεδίων του αταμάνου. Από την πλευρά του ο σουλτάνος έστειλε τϊς δυνάμεις του υπό την ηγεσία του Σινάμ-πασά. Το πολωνικό στράτευμα των έξι χιλιάδων ανδρών περικυκλώθηκε και πολιορκήθηκε. Ο Ιερεμίας Μογιλά και μερικοί ευγενείς της Βλαχίας που είχαν επιρροή πλησίασαν πάλι τον Νικηφόρο, παρακαλώντας τον να βοηθήση για την αποτροπή της συγκρούσεως. Χρησιμοποιώντας το κύρος του ο Έξαρχος πέτυχε να πείση τον Σινάμ-πασά να κάνη τον Ιερεμία «γκόσποντα», υπό τον όρον ότι θα ορκιζόταν συμμαχία με τον σουλτάνο[8]. Φυσικά ο σουλτάνος για να δώση την συγκατάθεσί του πήρε και πάλι πλούσια δώρα.
Φαινόταν λοιπόν ότι η ενεργός ανάμιξις του Εξάρχου στην εμπλοκή της Βλαχίας έπρεπε να προβάλη τον Νικηφόρο σαν τον άνθρωπο που προσέφερε μέγιστα ωφέλη και κέρδη στην Κοινοπολιτεία, αφού ο δικός της υποψήφιος έγινε ηγεμόνας της Βλαχίας και μετά τη λύσι της πολιορκίας το πολωνικό στράτευμα γύρισε με ασφάλεια στην πατρίδα του. Όμως υπήρχαν άλλοι λόγοι για τους οποίους ο πολωνός βασιλιάς Σιγισμούνδος ο Γ' ήταν πολύ εχθρικός, αντί να είναι ευγνώμων προς τον Νικηφόρο. Η αιτία ήταν ότι όταν ο πατριαρχικός Έξαρχος βρισκόταν στην Βλαχία τον Αύγουστο του 1595, συνεκάλεσε Σύνοδο με την συμμετοχή δύο μητροπολιτών και τεσσάρων επισκόπων, η οποία διεκήρυξε με έμφασι την αντίθεσί της προς την Ένωσι. Ακόμα, εκείνο τον καιρό ο Νικηφόρος εξαπέστειλε εγκύκλιο προς τους κληρικούς των δυτικών Ρωσικών περιοχών, με την οποία τους καλούσε να μην υπακούουν στους αποστάτες επισκόπους Υπάτιο Ποτέι (ή Ποτσέι) και Κύριλλο Τερλέτσκι, οι οποίοι υπέγραψαν την πράξι της Ενώσεως στη Ρώμη στις 23 Δεκεμβρίου 1595.
Μόλις ο Έξαρχος πέρασε τα σύνορα του Πολωνο-Λιθουανικοΰ κράτους, αμέσως κρατήθηκε από τις τοπικές αρχές κατά διαταγή του βασιλιά Σιγισμούνδου του Γ', ο οποίος ήταν αντίθετος στη συμμετοχή Ελλήνων κληρικών στη Σύνοδο του Μπρεστ. Η θέσις της βασιλικής αυλής ήταν απόλυτα ξεκάθαρη: η Ένωσις ήταν εσωτερικό θέμα της χώρας.
Ο Έξαρχος Νικηφόρος πέρασε έξι περίπου μήνες κουραστικής αναμονής στο Τσοσίν, στο φρούριο της βασιλικής αυλής. Ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος Οστρότσκι που είχε αντιληφθή ότι χωρίς την αντιπροσωπεία της Ανατολικής Εκκλησίας οι αποφάσεις της συνόδου θα ήταν άκυρες, ζητούσε επίμονα την συγκατάθεσι του Εξάρχου, άλλά οι προσπάθειες του ήταν μάταιες.
Ο Νικηφόρος τότε πήρε μια τολμηρή απόφασι. Κατέβηκε από τα τείχη του φρουρίου με ένα χοντρό σχοινί και δραπέτευσε στο Μπρεστ! Πιθανόν ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος Οστρότσκι να ήταν ενήμερος του σχεδίου της φυγής, αφού ο Έξαρχος έφθασε στο Μπρεστ με την ακολουθία του πρίγκιπα.
Η παρουσία του Εξάρχου στη Σύνοδο ενεθάρρυνε την ορθόδοξη πλευρά και ισχυροποίησε την θέσι της. Μαζί του είχε επίσημα έγγραφα του Πατριάρχου Ιερεμίου, τα οποία του έδιναν το δικαίωμα να προεδρεύη στις τοπικές συνόδους. Ήδη από το 1592 η σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, υπό την προεδρία του Πατριάρχου, έδωσε στον Νικηφόρο το οφφίκιο του «διδασκάλου» με το δικαίωμα της πρωτοκαθεδρίας σε όλες τις συνόδους μέσα στα όρια δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το δικαίωμα να προηγείται κατά την απόδοσι τιμών ακόμη και αυτών των μητροπολιτών και να διαχειρίζεται, εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριάρχου, στις συνόδους κάθε ζήτημα αναφερόμενο στην πίστι και στην Εκκλησία[9].
Ο Νικηφόρος έστειλε δύο επιστολές στον μητροπολίτη Κιέβου Μιχαήλ Ραγκότζα (†1599) ζητώντας να διευκρινίση την στάσι του στο θέμα της Ενώσεως, αλλά δεν πήρε καμμία απάντησι.
Στις 6 Οκτωβρίου 1596 οι ιεράρχες οι οποίοι είχαν αποδεχθή κρυφά την Ένωσι συγκεντρώθηκαν στο ναό του Αγίου Θωμά για να διακηρύξουν τους όρους της Ενώσεως, που είχαν φέρει από την Ρώμη ο Ποτέι και ο Τερλέτσκι. Κανένας από τους Έλληνες Ιεράρχες που ήλθαν στο Μπρεστ δεν προσκλήθηκε να παρακολουθήση την Σύνοδο. Οι εκπρόσωποι του ορθοδόξου κλήρου, των εκκλησιαστικών αδελφοτήτων και οι ρώσοι ευγενείς υποχρεώθηκαν να συγκεντρωθούν στο σπίτι του προτεστάντου Ραΐσκυ, όπου είχε καταλύσει ο πρίγκιπας Οστρότσκι και η ακολουθία του, επειδή όλες οι εκκλησίες κλείστηκαν τότε κατ' εντολήν του επισκόπου του Μπρεστ Υπατίου.
Τα ιστορικά γεγονότα της Συνόδου του Μπρεστ είναι αρκετά γνωστά, γι’ αυτό θα μας απασχολήση μόνον ο ρόλος του Εξάρχου Νικηφόρου σ' αυτήν. Πέρασαν δύο μέρες διαπραγματεύσεων με τους επισκόπους που είχαν προσχωρήσει στην Ένωσι. Ο Νικηφόρος, ως πρόεδρος της Συνόδου των Ορθοδόξων, έμενε σταθερά προσηλωμένος στους όρους του κανονικού δικαίου. Τρεις φορές κάλεσε τους επισκόπους να αναπτύξουν τις απόψεις τους και να απαντήσουν σε ερωτήσεις, αλλά και τις τρεις φορές οι αιτήσεις των απεσταλμένων του Εξάρχου απερρίφθησαν. Έτσι η σύγκλησις της Συνόδου των Ορθοδόξων από την έναρξί της ήταν κατά πάντα σύμφωνη με τους κανόνες. Ο Έξαρχος Νικηφόρος για να συστηματοποιήση την διεξαγωγή της Συνόδου συνέστησε να διαιρεθούν οι παρευρισκόμενοι σε δύο τάξεις, την ανωτέρα και την κατωτέρα, δηλ. σε κληρικούς και λαϊκούς, οι οποίοι θα συνεδρίαζαν ξεχωριστά. Σ' αυτό ωδηγήθηκε από ένα κανονικό έθιμο που είχε εφαρμοσθή από παλιά στην Κωνσταντινούπολι.
Τελικά στις 8 Οκτωβρίου ο Νικηφόρος εξεφώνησε στους συνέδρους μακρά ομιλία, στην οποία περιέγραψε τη δύσκολη κατάστασι των δυτικών Ρωσικών περιοχών, οι οποίες είχαν καταλήξει να αποσκιρτήσουν από μερικούς επισκόπους, λόγω της προσχωρήσεως των τελευταίων στην Ένωσι. Συνέστησε στην Σύνοδο να συζήτηση για ωρισμένα θέματα: Για τους αποστάτες ιεράρχες, για την Ένωσι που αποδέχτηκαν από κανονική άποψι και για την αποκατάστασι της τάξεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία Όλα αυτά τα ζητήματα ενέπιπταν στην αρμοδιότητα της Συνόδου. Ο Έξαρχος είχε βέβαια την εξουσία, μαζί με την Σύνοδο, να καθαιρέση τους αποστάτες ιεράρχες, δεν είχε όμως την δυνατότητα να εγκαταστήσει νέους ιεράρχες στους θρόνους, επειδή αυτή η ενέργεια ενέπιπτε στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Πατριάρχου.
Η βασιλική αυλή τρομοκρατήθηκε από αυτή την τροπή των γεγονότων. Απεσταλμένοι της απαίτησαν από τον πρίγκιπα Κωνσταντίνο Οστρότσκι να στερηθή ο Νικηφόρος της προσωπικής του φρουράς και να φύγη από την μέση, με την πρόφασι ότι είναι σύμμαχος των Τούρκων. Ο πρίγκιπας απέρριψε όλες αυτές τις απαιτήσεις και είπε ότι θα αποδεχόταν την Ένωσι μόνο μετά από την σύγκλησι μιας Οικουμενικής Συνόδου, εφ' όσον όλοι οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες έδιναν την συγκατάθεσί τους για την Ένωσι.
Οι Ουνίτες ιεράρχες έχοντας πεποίθησι ότι είναι μάταιο πια να συνομιλούν με την Ορθόδοξη πλευρά, διεκήρυξαν στις 10 Οκτωβρίου την «Ένωσι με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία» και τον αφορισμό των ανθενωτικών. Ανάμεσα σ' αυτούς που αφωρίσθηκαν ήταν δύο επίσκοποι της δυτικής Ρωσίας, οι οποίοι αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την Ένωσι - ο Γεδεών Μπαλαμπάν του Λβόφ (†1607) και ο Μιχαήλ Κοπυστένσκι του Πετερμύσλ (†1610) -, εννέα αρχιμανδρίτες, δεκαέξι πρωθιερείς και ένας σημαντικός αριθμός εφημερίων[10].
Την ίδια ημέρα η Ορθόδοξος Σύνοδος εξέτασε την υπόθεσι των ιεραρχών που είχαν προσχωρήσει στην Ένωσι. Στη Σύνοδο έγινε δεκτό ότι οι ιεράρχες αυτοί πρόδωσαν την Ορθοδοξία και χωρίς αδεία του Πατριάρχου και της Οικουμενικής Συνόδου προσπάθησαν να εισαγάγουν την Ένωσι στις Ορθόδοξες χώρες της Κοινοπολιτείας και αγνόησαν τις προσκλήσεις του Συνοδικού δικαστηρίου σε τρεις περιπτώσεις, γι’ αυτό η Σύνοδος απεφάσισε να τους αποκόψη και να τους αφορίση από την Ορθόδοξη Εκκλησία[11]. Γι’ αυτό το θέμα συντάχθηκε μία έκκλησις προς το βασιλιά, με την οποία ζητούσαν να αφαιρέση τους θρόνους από τους καθαιρεθέντες επισκόπους και να κηρύξη τις θέσεις τους χηρεύουσες. Μετά από σύστασι του Νικηφόρου συντάχθηκε μήνυμα της Συνόδου προς το ορθόδοξο πλήρωμα στη δυτική Ρωσία, το οποίο επανεβεβαίωνε την κανονικότητα του ορθοδόξου δόγματος, αναφερόταν στην αποκήρυξι της Ενώσεως από τον Νικηφόρο και επέτρεπε στους πιστούς να μνημονεύουν κατά τις λατρευτικές ακολουθίες το όνομα του Πατριάρχου αντί του μητροπολίτου[12].
Μετά από αυτά οι Συνοδικοί ωρκίστηκαν να μείνουν αμετακίνητοι στην Ορθόδοξη ομολογία και να παραμείνουν πιστοί στο Ορθόδοξο Πατριαρχείο. Αυτή η στιγμή ήταν για όλους τους Συνοδικούς το μεσουράνημα της ζωής τους. Ο καθένας καταλάβαινε καλά την σπουδαιότητα των αποφάσεων της Συνόδου. Οι Ουνίτες επίσκοποι απέτυχαν να προσηλυτίσουν τον λαό των δυτικών Ρωσικών περιοχών. Η Ουνιτική Εκκλησία μόλις εμφανίστηκε, διεπίστωσε ότι ήταν απομονωμένη και οι Ουνίτες ιεράρχες αφωρισμένοι. Όμως, ήταν προφανές ότι οι δυσκολίες των Ορθοδόξων πιστών δεν τελείωσαν και ότι η βασιλική αυλή θα εύρισκε τρόπο να εκδικηθή για την παρεμπόδισι της ενωτικής πολιτικής.
Ο Έξαρχος Νικηφόρος είχε στην πραγματικότητα προκαθορίσει την πορεία των εργασιών της Συνόδου και την έκδοσι των αποφάσεων της. Κατ’ αρχήν απήλλαξε τους Συνοδικούς από κάθε εμπλοκή και σύγχυσι που θα μπορούσε να προκληθή από ενέργειες ενωτικών επισκόπων. Κατόπιν, χρησιμοποιώντας όσες δυνάμεις διέθετε, προετοίμασε την δημιουργία μιας καταστάσεως κάτω από την οποία όλες οι πρακτικές συνέπειες και σκοποί της Ουνιτικής Συνόδου θα εξανεμίζοντο. Έκανε όλα όσα μπορούσε. Η παραμονή του στην Κοινοπολιτεία δεν ήταν πια ασφαλής. Σε οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να άρχιζε η δίωξις από τις πολωνικές αρχές. Ο Σιγισμούνδος ο Γ' δεν έχασε καθόλου καιρό. Εξέδωσε διαταγή να εγκαταλείψουν την χώρα, το συντομώτερο δυνατόν, όλοι οι Έλληνες που δεν ήταν υπήκοοι της Κοινοπολιτείας. Η διαταγή εκδόθηκε λίγο πριν φύγουν από την χώρα ο Έξαρχος Αλεξανδρείας Κύριλλος Λούκαρις, ο μητροπολίτης Βελιγραδίου Λουκάς και οι αρχιμανδρίτες του Άθωνος.
Ο Νικηφόρος παρέμεινε εκεί για λίγο καιρό ακόμα και απεδέχθηκε την πρόσκλησι του πρίγκιπα Κωνσταντίνου Οστρότσκι να επισκεφθή το Όστρογκ, όπου διέμενε ο βοεβόδας του Κιέβου. Στο Όστρογκ ο Έξαρχος εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και δίδαξε στους μαθητές των τοπικών σχολείων διάφορες επιστήμες, χρησιμοποιώντας την πείρα του διδασκάλου που είχε από την Πάδουα. Όμως δεν τον κράτησε στο Όστρογκ μόνο η δυνατότητα της διδασκαλίας. Είχε καταλάβει ότι η παρουσία του στην Κοινοπολιτεία ενίσχυε τις τάξεις των ανθενωτικών. Ο Έξαρχος Νικηφόρος ηταν συνεχώς απησχολημένος. Έστελνε μηνύματα και επιστολές πείθοντας τους αμφιρρέποντας να παραμείνουν Ορθόδοξοι και απαλλάσσοντας τους ιερείς από την υποχρέωσι υπακοής στους Ουνίτες ιεράρχες. Έτσι τον Δεκέμβριο του 1596, έστειλε μήνυμα στο Λβόφ, με το οποίο επέτρεπε στους ιερείς να μη μνημονεύουν στη Λειτουργία τον Ουνίτη μητροπολίτη Μιχαήλ, ενώ καθώρισε ότι είναι αρκετό να μνημονεύουν μόνο τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως[13].
Ασφαλώς μ' αυτές τις ενέργειες ο Νικηφόρος απέκτησε φήμη ενός ανθρώπου πολύ επικινδύνου για τον βασιλιά Σιγισμούνδο τον Γ’, ο οποίος αναζητούσε μία πρόφασι για να τον φυλακίση. Πολύ σύντομα βρέθηκαν μερικά έγγραφα σε κάποιον Ίαν Βολοσάνιν, έναν υπηρέτη του πρίγκιπα Κωνσταντίνου Οστρότσκι. Ήταν ιδιωτικές επιστολές γραμμένες από ένα κληρικό της Ελλάδος προς τους γνωστούς του, στις οποίες παρεπονείτο για το πόσο δύσκολο του ήταν να ζη ανάμεσα σ' αυτούς που υποχρέωναν τους Ορθοδόξους να εγκολπωθούν την παπική ομολογία Μία επιστολή που περιέγραφε θρησκευτική διαφωνία, περιείχε και τις εξής λέξεις: «Ο Θεός να χαρίζη υγεία στον βασιλιά μας[14] και αυτός θα επιτεθή στην Πολωνία Ακριβώς τώρα είναι η πιο κατάλληλη ώρα»[15]. Αυτές οι λέξεις έδωσαν αφορμή στον αταμάνο Ίαν Ζαμοΐσκι (στην κατοχή του οποίου περιήλθαν οι επιστολές), να πάρη μέτρα εναντίον του εξάρχου Νικηφόρου με την κατηγορία της συνωμοσίας προς όφελος της Τουρκίας.
Στο τέλος Φεβρουαρίου του 1597, όταν συνήλθε στη Βαρσοβία ένα τμήμα της πολωνικής βουλής, ένα από τα πρώτα ζητήματα που ετέθη από τους Ορθοδόξους ήταν η επικύρωσις των αποφάσεων της Ορθοδόξου Συνόδου του Μπρεστ, σχετικά με την Ένωσι. Αντιμετωπίζοντας τις θέσεις των Ορθοδόξων οι Ουνίτες προσέβαλαν τις αποφάσεις της Συνόδου με τον ισχυρισμό ότι ο Νικηφόρος και οι άλλοι ιεράρχες δεν είχαν δυνατότητα να συγκροτήσουν Σύνοδο και να καθαιρέσουν τους ενωτικούς επισκόπους. Τότε ο Ζαμοΐσκι παρουσίασε τον Ίαν Βολοσάνιν και τις επιστολές που βρέθηκαν επάνω του. Ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος Οστρότσκι υπό την πλήρη προστασία του οποίου εξακολουθούσε να παραμένει ο Νικηφόρος όλο αυτό το διάστημα, υποσχέθηκε να τον προσαγάγη στην βουλή, απαιτώντας συγχρόνως, επειδή ήταν εξέχων επισκέπτης και Πατριαρχικός Έξαρχος, να έχη το ειδικό προνόμιο να δικαστή όχι από το δικαστήριο αλλά από τον ίδιο τον βασιλιά. Ο βασιλιάς έδωσε την συγκατάθεσί του.
Ο Έξαρχος Νικηφόρος έφθασε στη Βαρσοβία στις 10 Μαρτίου. Την ίδια μέρα ο βασιλιάς συγκρότησε μία ειδική επιτροπή. Έκτος από τον αταμάνο Ζαμοΐσκι, περιελάμβανε τους βοεβόδες της Κρακοβίας Πόζναν, Σαντομίρτζ, Βροκλάβ και άλλους. Η ακρόασις της υποθέσεως άρχισε την επομένη ημέρα, όταν έφεραν τον Ίαν Βολοσάνιν στην πρωτεύουσα. Ανεγνώσθησαν οι επιστολές. Η πρώτη απηυθύνετο στον μητροπολίτη Ανδριανουπόλεως. Περιέγραφε τις διαφωνίες που ξέσπασαν και περιείχε μία παρατήρησι για την καταλληλότητα του χρόνου επιθέσεως εναντίον της Κοινοπολιτείας. Η δεύτερη απηυθύνετο προς την αδελφή του αποστολέα και ησχολείτο με ιδιωτικές υποθέσεις. Η τρίτη επιστολή και η τέταρτη προωρίζονταν για κάποιους ιερείς της Ανδριανουπόλεως και αναφέρονταν στην πρόσφατη στάσι των Κοζάκων και στους είκοσι χιλιάδες περίπου Πολωνούς που σκοτώθηκαν κατά τον πόλεμο[16]. Μετά την ανάγνωσι των επιστολών ο δημόσιος κατήγορος απήγγειλε κατά του Νικηφόρου την κατηγορία της προδοσίας και κατά του Ίαν της συνενοχής. Όταν τελείωσε την αγόρευσί του ο κατήγορος, πήρε τον λόγο ο επίτροπος Πριλέπσκι, ο οποίος απέρριψε την κατηγορία κατά του Νικηφόρου, με το σκεπτικό ότι ο Ίαν Βολοσάνιν πήρε αυτές τις επιστολές από κάποιον Έλληνα, ο οποίος πήγαινε στη Μόσχα και ο οποίος απλώς τον παρεκάλεσε να δώση τις επιστολές αυτές στους παραλήπτες. Αυτό επιβεβαιώθηκε και από τον Ίαν Βολοσάνιν, ο οποίος διευκρίνισε ότι δεν πήρε ούτε οδηγίες, ούτε επιστολές από τον Έξαρχο Νικηφόρο. Με την κατάθεσί του αυτή οι κατήγοροι έχασαν το παιχνίδι.
Η «υπόθεσις Νικηφόρος» φαινόταν να καταρρέη σαν χάρτινος πύργος. Αλλά τότε ακριβώς παρουσιάστηκε ο αταμάνος Ζαμοΐσκι και μίλησε στο ακροατήριο. Αυτός κατέθεσε ότι κατά την διάρκεια της πρόσφατης εκστρατείας στη Βλαχία, ο Νικηφόρος ήλθε σ' αυτόν με επιστολές από τον Σινάμ-πασά και προσπάθησε να πείση τον αταμάνο να δεχθή τους όρους που πρότεινε η τουρκική πλευρά ο Βοεβόδας της Βλαχίας Ιερεμίας να ορκιστή συμμαχία με τον σουλτάνο και να του δώση τον γυιό του ή τον αδελφό του για όμηρο. Επιπλέον πρόσθεσε ο Ζαμοΐσκι ότι ο έξαρχος του μετέφερε συμβουλή του Σινάμ-πασά: «Όπως ο Στέφανος έγινε βασιλιάς της Πολωνίας με την βοήθεια του σουλτάνου, έτσι και συ αν γίνης υπάκουος υπηρέτης του κυρίου σου, θα εγκατάστασης στη Βλαχία τον ηγεμόνα που θέλουν οι Πολωνοί». Με αυτή την κατάθεσί ο Ζαμοΐσκι ήθελε να δείξη ότι ο Νικηφόρος δήθεν μηχανορραφούσε εις βάρος της Πολωνίας εδώ και πολύ καιρό και προσπάθησε να παρασύρη και τον ίδιο τον αταμάνο στην προδοσία. Αυτή η κατηγορία ήταν βέβαια πολύ πιο σοβαρή από την προηγούμενη. Το ακροατήριο της βουλής ακίνητο και παγωμένο περίμενε την απάντησι του Νικηφόρου.
Ο Νικηφόρος στην αρχή της ομιλίας του, στην ιταλική γλώσσα, ανέγνωσε ένα χαιρετιστήριο μήνυμα προς το βασιλιά και όλη την Πολωνική γερουσία, εκ μέρους των τεσσάρων ορθοδόξων πατριαρχών και υπενθύμισε στο ακροατήριο ότι ήταν επίσημος αντιπρόσωπος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Έξαρχος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και εστάλη στην Κοινοπολιτεία από τον Πατριάρχη λόγω των διαφωνιών μεταξύ των ορθοδόξων κληρικών. Ο Νικηφόρος απέρριψε όλες τις εναντίον του κατηγορίες, καταγγέλοντας ότι είναι κατασκευασμένες. Στη συνέχεια επικαλούμενος ελλειπή γνώσι της πολωνικής γλώσσας ζήτησε να του δώσουν ένα διερμηνέα. Ο μορφωμένος Έλληνας συμπεριφέρθηκε όχι σαν κατηγορούμενος, αλλά μάλλον σαν κριτής, που ήλθε να βάλη τάξι στην περιοχή με την κρίσι του. Αυτή η συμπεριφορά έφερε σε αμηχανία τον βασιλιά και ένα μέρος της γερουσίας. Υποσχέθηκαν ότι θα δώσουν διερμηνέα στον Νικηφόρο και η ακρόασις της υποθέσεως ανεβλήθη. Ο βασιλιάς έδωσε εντολές να παραμείνη ο Νικηφόρος στο κάστρο, για να ετοιμάση λεπτομερείς απαντήσεις στην κατηγορία του Ζαμοΐσκι.
Για μερικές μέρες ο Έξαρχος παρέμεινε στην αφάνεια. Του έδωσαν ένα διερμηνέα, κάποιον Πέτρο Αρκούδη, έναν Έλληνα εκπαιδευμένο σε κολλέγιο Ιησουϊτών, που ήρθε από τη Ρώμη μαζί με τους ουνίτες επισκόπους Ποτέι και Τερλέτσκι. Τελικά ο Σιγισμούνδος ο Γ' δέχθηκε να ακούση τον Νικηφόρο, όχι όμως στη γερουσία, αλλά σε ένα κύκλο προσώπων της απολύτου εμπιστοσύνης του. Του συνέστησαν να ομολογήση τη σύνταξι των επιστολών για τη Τουρκία και τη συμμετοχή του πρίγκιπα Κωνσταντίνου Οστρότσκι σ' αυτό! Αλλά ο Νικηφόρος απέρριψε όλες αυτές τις προτάσεις. Τότε έφεραν τον Ίαν Βολοσάνιν και αρχισαν να τον βασανίζουν, απαιτώντας να ομολογήση από ποιον πήρε τις επιστολές και αν ο πρίγκιπας Οστρότσκι γνώριζε γι’ αυτές. Ο Ίαν τρομερά φοβισμένος επανελάμβανε ξανά και ξανά ότι δεν γνώριζε το περιεχόμενο των επιστολών, που του έδωσε κάποιος μοναχός. Ανίκανοι να πάρουν οποιαδήποτε πληροφορία από αυτόν ο βασιλιάς και η γερουσία απεφάσισαν να εγκαλέσουν τον Νικηφόρο. Εκτός από την κατηγορία της προδοσίας και της υποκινήσεως σε προδοσία, τον κατηγόρησαν επίσης και για διενέργεια μαύρης μαγείας, διαπράξεως μοιχείας με την μητέρα του σουλτάνου και για φόνο! Ήταν ολοφάνερο ότι οι κατήγοροι δεν είχαν επαρκείς αποδείξεις για να δικάσουν τον Έξαρχο. Τα μέλη της γερουσίας βρίσκονταν σε δύσκολη θέσι. Αφ' ενός ο Νικηφόρος δεν μπορούσε να κατηγορηθή για εσχάτη προδοσία επειδή δεν ήταν υπήκοος του βασιλιά, αφ' ετέρου ένα μέρος των κατηγοριών (μαύρη μαγεία, μοιχεία κλπ.) ενέπιπτε στην αρμοδιότητα εκκλησιαστικού δικαστηρίου. Η μόνη σοβαρή κατηγορία ήταν ότι ο Έξαρχος έφθασε στην Σύνοδο του Μπρεστ χωρίς γραπτή άδεια του βασιλιά. Όμως ο Νικηφόρος διαβεβαίωσε ότι ο πρίγκιπας Οστρότσκι είχε στείλει δύο Πολωνούς ευγενείς στον βασιλιά με την παράκλησι να επιτρέψη στον Έξαρχο Νικηφόρο να παρακολουθήση την σύνοδο. Η απάντησις του βασιλιά ήταν καταφατική, αλλά δεν έδωσε καμμία γραπτή απόκρισι, με το πρόσχημα ότι όλες οι προσκλήσεις είχαν ήδη σταλεί στους αποδέκτες.
Αλλά για τους κατηγόρους τίποτε δεν ήταν τόσο καθαρό και ξάστερο, όσο η ενοχή του Νικηφόρου. Ο βοεβόδας Ιερεμίας έστειλε ανθρώπους από τη Βλαχία, που δήλωσαν ότι ο Νικηφόρος ήταν ένας Τούρκος κατάσκοπος, που δραπέτευσε από τις φυλακές Τσοσίν! Αλλά το χειρότερο απ’ όλα ήταν η αναχώρησις του πρίγκιπα Οστρότσκι, ο οποίος άφησε μόνο του τον Νικηφόρο σ' αυτή την δύσκολη στιγμή. Κάτω απ’ αυτές ακριβώς τις συνθήκες ο Έξαρχος ανέβηκε στο βήμα για να υπερασπίση τον εαυτό του...
Πιθανώτατα ο Νικηφόρος γνώριζε ότι ήταν μία από τις τελευταίες ομιλίες του και γι’ αυτό έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να αποδείξη την αθωότητα του. Αλλά ήδη η τύχη του Εξάρχου Νικηφόρου είχε αποφασισθή.
Μίλησε ενώπιον των γερουσιαστών άλλες δύο φορές, αλλά ο βασιλιάς ποτέ δεν τόλμησε να επιτρέψη μία δημόσια ομιλία του Εξάρχου στη βουλή. Η βουλή τελείωσε τις εργασίες της, αλλά η ακρόασις της υποθέσεως του Νικηφόρου κράτησε τρεις μέρες ακόμα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε βρεθή ένα έγκλημα επαρκές, για να τον καταδικάσουν σε θάνατο ή φυλάκισι. Πριν από το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας πήρε τον λόγο ο επίτροπος Πριλέπσκι, κατόπιν υποδείξεως του βασιλιά. Αυτός διαβεβαίωσε ότι για τις θρησκευτικές κατηγορίες δεν μπορούσε να δικαστή ο Έξαρχος εκεί, επειδή τέτοιες υποθέσεις υπόκεινται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Πατριάρχου. Δεύτερον, όσα συνέβησαν στην Κωνσταντινούπολι δεν ενέπιπταν στη δικαιοδοσία του βασιλιά, επειδή ο Σιγισμούνδος ο Γ' δεν είχε ακόμη καταλάβει την Κωνσταντινούπολι. Τρίτον, η κατηγορία της προδοσίας δεν είχε καμμία σχέσι με τον Νικηφόρο, επειδή έγινε φανερό ότι ο Ίαν Βολοσάνιν πήρε τα γράμματα όχι απ’ αυτόν, αλλά από κάποιον μοναχό κατά την μετάβασί του στη Μόσχα. Τέλος ο Έξαρχος δεν μπορούσε να κατηγορηθή ούτε για μηχανορραφία εναντίον της Κοινοπολιτείας, επειδή με τις ενέργειές του συνέβαλε στην ασφάλεια του πολωνικού στρατεύματος και στην εγκατάστασι του πολωνού υποψηφίου, σαν ηγεμόνα της Βλαχίας. Όμως, παρ' όλα αυτά ο βασιλιάς διέταξε να κρατηθή ο Έξαρχος Νικηφόρος, έως ότου βρεθή ο συντάκτης των επιστολών και γίνουν ανακρίσεις για την δραστηριότητα του Εξάρχου στην Βλαχία.
Η εξέτασις της υποθέσεως του Νικηφόρου αναβλήθηκε για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Τον κράτησαν στην Βαρσοβία για ένα διάστημα και μετά τον μετέφεραν στο φρούριο Μαρίενμπουργκ. Όμως εκεί ο Νικηφόρος δεν έζησε πολύ... Μεταξύ των Ορθοδόξων κυκλοφόρησαν έντονες φήμες ότι, κατά διαταγή του βασιλιά ο Νικηφόρος «λιμώ ετελειώθη».
Πολλοί σύγχρονοι είναι βέβαιοι ότι ο Έξαρχος Νικηφόρος είχε τέλος μάρτυρος και ότι όλες οι εναντίον του κατηγορίες ήταν ασύστολα ψεύδη. Είναι φανερό ότι υπέφερε όχι επειδή δήθεν έγραψε τις επιστολές, αλλά για την δραστήρια επέμβασί του στη Σύνοδο του Μπρεστ και την παρεμπόδισι των σχεδίων των Ουνιτών.
Ο αγώνας του Πατριαρχικού Εξάρχου Νικηφόρου κατά την Ένωσι του Μπρεστ ήταν παρόμοιος με τον αγώνα του αγίου Μάρκου της Εφέσου κατά τη Σύνοδο της Φλωρεντίας.
[1] To Μπρέστ είναι πόλις της Λευκορωσίας, στα σύνορα με την Πολωνία. Με την «Ένωσι του Μπρέστ» οι μέχρι τότε Ορθόδοξες εκκλησίες της Πολωνίας και Λιθουανίας υπετάγησαν στον Πάπα της Ρώμης.
[2] Με την συμμαχία του Λιούμπλιν το 1569 η Λιθουανία ενώθηκε με την Πολωνία σε ένα κράτος: Την Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία (Ρετς Ποσπολίτα).
[3] Ήταν η εποχή της προσωρινής ενοποιήσεως της Βλαχίας με την Μολδαβία και την Τρανσυλβανία.
[4] gospodar: ήγεμών
[5] Τίτλος αρχηγού των Κοζάκων. Ειδικώτερα στο Πολωνο-Λιθουανικό κράτος ήταν και τίτλος του αρχηγού του στρατού.
[6] κυβερνήτης
[7] Τότε, το άλλοτε ανεξάρτητο χανάτο της Κριμαίας ευρίσκετο υπό την κυριαρχία της Τουρκίας.
[8] Documents Unionus Berestensis (1590-1600), Romae, 1970, σ. 416-417
[9] Μητροπολίτου Μακαρίου (Μπουλγκάκωφ), Istoriya Russkoi Tserkvi (Ιστορία της Ρωσικής εκκλησίας), Αγία Πετρούπολις, 1879, τ. ΙΧ, βιβλίοIV, σ. 650.
[10] Akty, otnosyashchiesya k istorli Zapadnoi Rossii, sobrannniye i izdanniye Arkheograficheskoi Komissiei (Γεγονότα σχετικά με την ιστορία της δυτικής Ρωσίας, συλλογή και έκδοσι της επιτροπής αρχείων), Αγία Πετρούπολις, 1851, τ. 4, σ. 148.
[11] ένθ. Αν., σ. 14.
[12] P. Kulish, Materialy dlya istorii vossoedineniya Rusi (Στοιχεία της ιστορίας της επανενώσεως της Ρωσίας), Μόσχα, 1877, σ. 71-72
[13] Documenta Unionuw Berestensis..., σ. 397.
[14] εννοεί τον σουλτάνο
[15] Akty, otnosyashchiesya k istorii Zapadnoi Rossii..., τ. 4, σ. 159
[16]Εννοεί την ανταρσία του αταμάνου Σερβερίν Ναλιβάϊκο κατά τα έτη 1594-1597
Πηγή: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΗ 14-15.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου