Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Όσιος Κυριακός Στουρνάρας ο Ιατρός και Διδάσκαλος, Κτίτωρ της Ιεράς Μονής Ευαγγελίστριας Ιέρακος Λακωνίας.

Όσιος Κυριακός Στουρνάρας ο Ιατρός και Διδάσκαλος, Κτίτωρ της Ιεράς Μονής Ευαγγελίστριας Ιέρακος Λακωνίας.


Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για τη ζωή του καθώς και για τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, αφού ο ίδιος δεν μιλούσε ποτέ για τον εαυτό του αλλά ούτε και άφησε κάποια απεικόνιση των προσωπικών του χαρακτηριστικών, ούτε υπάρχουν φωτογραφίες του.

Όλα όσα αναφέρονται σχετικά για τον ίδιο και το βίο του, συνάγονται από έγγραφα και προσωπικές μαρτυρίες (που κάποιες εξ αυτών υπάρχουν καταχωρημένες και στο σχετικό βιβλίο της Μονής) καθώς και από τα ίδια τα δημιουργήματά του όπως κι από κάποια αντικείμενά του, μερικά εκ των οποίων διασώζονται έως σήμερα και φυλάσσονται εντός της Μονής.

Αν και κατασκεύασε δύο ναούς (Αγίου Γεωργίου και Ευαγγελισμού) στην Πύλα, Γέρακα, καθώς κι έναν τρίτο που άφησε δυστυχώς ημιτελή, διότι δεν πρόλαβε να τον αποπερατώσει, εν τούτοις δεν αναφέρεται πουθενά ούτε σώζεται το όνομά του σε κάποια επιγραφή της Μονής.

Από έγγραφο που βρέθηκε στην παλιά Επισκοπή Σπάρτης, πιθανολογείται ότι το πρόσωπό του ταυτίζεται με τον Κωνσταντίνο Στουρνάρα, αδερφό του Εθνικού μας Ευεργέτη, Νικολάου Στουρνάρα, ιατρού, καταγωγής από Ήπειρο. Για κάποιο όμως λόγο αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να μονάσει, αρχικά στο Άγιο Όρος, όπως έχουμε αναφέρει, αλλά τελικά κατέληξε στα μέρη μας με προτελευταίο προορισμό και επιλογή ως ασκητήριο την απόκρημνη σπηλιά του Μπαλογκαίρι, στη θέση Σταυρορέμα, με τελευταίο και τελικό προορισμό το σημερινό Μοναστήρι Γέρακα, όπου συχνά τις νύχτες, από το Μπαλογκαίρι όπου βρισκόταν, έβλεπε να βγαίνει ένα φως πάνω στο λόφο στο σημείο εκείνο, που όπως λέγεται, βρήκε κάποια ημέρα, πάνω σε μία γλαντινιά (σφιλίτσι), την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και για το λόγο αυτόν αποφάσισε να μετεγκατασταθεί και να μονάσει εκεί.

Ήταν άνθρωπος με μεγάλη πίστη, προικισμένος με πάρα πολλές αρετές και καταρτισμένος σε πολλούς τομείς και επιστήμες, όπως : Ιατρική, Φαρμακευτική, Αρχιτεκτονική, Ιστορία και Θεολογία. Πιστός στις παραδόσεις των Αγίων Πατέρων της Ορθοδόξου Χριστιανικής Πίστεως και ειδικά εκείνων των Μοναχών του Αγίου Όρους (τους αποκαλούμενους, "Κολλυβάδες") που πίστευαν στον αγωνιστικό και ασκητικό τρόπο της ζωής, με ιδιαίτερη έμφαση στην καλλιέργεια του ανθρωπίνου πνεύματος και στη στέρηση και απάρνηση των εγκόσμιων αγαθών και απολαύσεων, δια της συνεχούς προσευχής και μετάνοιας και δια βασανισμού του σώματος.

Ως απόδειξη όλων αυτών θα αναφέρω μόνο τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα: α) πάντα επέλεγε ως τόπο κατοικίας του και προσευχής, απόκοσμες και δυσπρόσιτες σπηλιές (ειδικά αυτή του Μπαλογκαίρι) β) χρησιμοποιούσε συχνά τους "κρεμαστήρες" (αλυσίδες, στις οποίες στηριζόταν δια των μασχαλών του σχεδόν νυχθημερόν, όρθιος και προσευχόμενος) και γ) πίστευε στη λήψη και μετάδοση της Ευχής, δια του κομποσχοινιού. Μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρίες, τη χρήση του κομποσχοινιού την είχε μεταδώσει και σε αρκετούς άλλους κατοίκους της περιοχής, ειδικά του χωριού Αγιάννη Γέρακα, γι' αυτό και το παρατσούκλι τους μέχρι και πρόσφατα ήταν : "Κομποσχοινάδες".

Η εικόνα του έχει μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμες όλων των παλαιών Ζαρακιτών που τον θυμούνται όχι τόσο ως έναν ηρωικό Καλόγερο, που εκτός των άλλων ίδρυσε και τη Μονή Ευαγγελίστριας, αλλά κυρίως για τη μεγάλη του δράση και προσφορά υπό την ιδιότητα του σπουδαίου Δασκάλου και Ιατρού.

Ιερά Μονή Ευαγγελίστριας Ιέρακος Λακωνίας.


Στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰῶνα, μία ὁσιακή μορφή τοῦ ἁγιορείτικου Μοναχισμοῦ ἦρθε στά εὐλογημένα χώματα τῆς Λακωνίας. Πρόκειται γιά τόν Μοναχό Κυριακό Στουρνάρα, ὁ ὁποῖος ἔχει μείνει στή συνείδηση καί τή μνήμη τοῦ ντόπιου πληθυσμοῦ μέ τήν ἐπωνυμία «Ἅγιος Δάσκαλος».

Ὁ Γέροντας Κυριακός, λίαν πεπαιδευμένος καί κάτοχος τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια καί μόνασε στό Περιβόλι τῆς Παναγίας. Ἀργότερα, ὅμως, ὁ Θεός, θέλοντας νά στηρίξει πνευματικά τό λαό τοῦ Ζάρακα, πού στέναζε ἀκόμα κάτω ἀπό τόν ὀθωμανικό ζυγό, ὁδήγησε τά βήματα τοῦ ἁγιασμένου Γέροντα στό ὄρος Μπαλογκαίρι, πού βρίσκεται μεταξύ τῶν χωρίων Ἱέρακος καί Ῥειχέας. Ὁ Μοναχός, ἀψηφώντας τό δύσβατο τοῦ τόπου, ἀσκήτευσε γιά ἀρκετό χρονικό διάστημα σέ δύο ἀπόκρημνες σπηλιές. Εἶχε δέ, σφοδρό πόθο νά χτίσει μία ἐκκλησία καί ὁ Θεός ἐκπλήρωσε τήν ἱερή ἐπιθυμία του μέ τόν ἑξῆς θαυμαστό τρόπο: Γιά ἀρκετά βράδυα ἔβλεπε σέ μακρινή ἀπόσταση ἕνα παράδοξο, ὑπερφυσικό φῶς καί ἀποφάσισε νά κατευθυνθεῖ πρός τά ἐκεῖ, γιά νά ἐξιχνιάσει τό μυστήριο. Ὅταν ἔφτασε στόν ὁρισμένο τόπο, στήν κορυφή ἑνός λόφου, ἀντίκρυσε ἕνα ἐξαίσιο θέαμα: Πάνω σέ ἕνα δέντρο, σέ μία γκλαντινιά, βρισκόταν, σάν σέ φυσικό προσκυνητάρι, μία εἴκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Στήν περιοχή αὐτή, ὅπου προϋπῆρχε παλαιό, ἐρειπωμένο ἐκκλησάκι, ὁ Γέροντας ἀποφάσισε νά χτίσει ἕνα Ναό πρός τιμήν τοῦ Τροπαιοφόρου. Προτίμησε, ὅμως, νά πραγματώσει τό σκοπό του λίγο χαμηλότερα, καθώς ἡ περίοπτη θέση, ὅπου βρέθηκε ἡ εἰκόνα, ἦταν ἐκτεθειμένη στούς σφοδρούς ἀνέμους τοῦ Μυρτώου Πελάγους, ἀλλά καί στά μάτια τῶν πειρατῶν, πού λυμαίνονταν τήν περιοχή.

Ὡστόσο, ὅταν ἄρχισαν νά ἀνοίγουν τά θεμέλια, σημειώθηκε τό ἑξῆς ἀναπάντεχο. Κάθε πρωί, ἐπί τρείς ἡμέρες, ὅταν οἱ χτίστες πήγαιναν νά ἐργαστοῦν, διαπίστωναν ὅτι τά ἐργαλεῖα τους δέν βρίσκονταν ἐκεῖ πού τά εἶχαν ἀφήσει, ἀλλά ὑψηλότερα, στό λόφο ὅπου εἶχε βρεθεῖ ἡ εἴκόνα. Τότε ὁ Γέροντας ἔδωσε ἐντολή νά παραφυλάξουν, γιά νά ἀνακαλύψουν ποιός μετέφερε τά ἐργαλεῖα. Ὄντως, παρέμειναν τή νύχτα ἐκεῖ καί εἶδαν ἔκπληκτοι τά ἐργαλεῖα νά σηκώνονται «μόνα τους» στόν ἀέρα καί νά κατευθύνονται πρός τήν κορυφή τοῦ λόφου. Τότε πλέον ἀντιλήφθηκαν ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νά χτιστεῖ ὁ Ναός σ’ ἐκεῖνο τό σημεῖο καί ἄρχισαν μέ σπουδή τήν οἰκοδόμηση στή θεοπρόβλητη τοποθεσία.

Μάλιστα, γιά νά ἔχουν πλούσια τή θεϊκή ἀρωγή, ὁ Γέροντας εἶπε στούς ἐργάτες νά νηστεύουν ἀπαραιτήτως κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή, καθώς καί σέ ὅλες τίς καθορισμένες ἀπό τήν Ἐκκλησία μας περιόδους νηστείας. Τόσος δέ ἦταν ὁ ἱερός ζῆλος τοῦ γιά τήν ἀρετή τῆς νηστείας, ὥστε, ὅταν κάποια Τετάρτη, οἱ οἰκοδόμοι τήν παρέβλεψαν, ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολή νά γκρεμιστεῖ ὅ,τι εἶχαν χτίσει τήν ἡμέρα αὐτή, προκειμένου νά μή στερηθεῖ τό ἔργο τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.

Καί ὄντως, μέ τή σοφή καθοδήγηση καί τίς θεοπειθεῖς προσευχές τοῦ Ἁγίου Δασκάλου, πού εἵλκυσαν τή Θεία Χάρη, ὁ τόπος μας ἀπέκτησε ἕνα μοναδικό στό εἶδος του οικοδομικό ἀριστούργημα, ἕνα Ναό ῥυθμοῦ σταυροειδοῦς, τρίκογχου, ἁγιορείτικης ἀρχιτεκτονικῆς, μέ κεντρικό τροῦλλο καί τέσσερις ψευδότρουλλους (πυργίσκους). Ἐξωτερικῶς, συνιστᾶ ἕνα ἑνιαῖο οἰκοδόμημα, ἀλλά, ἐσωτερικῶς, πρόκειται γιά τρεῖς ξεχωριστούς Ναούς. Ὁ πρῶτος τιμᾶται στή μνήμη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Φέρει, ὅμως, στό ὑπερῷον του ἕναν δίκλιτο ναΐσκο, ῥυθμοῦ πολυγωνικοῦ μετά τρούλλων, μέ τόν ὁποῖο συνδέεται διά μυστικῆς κλίμακος. Στόν Ναό αυτό δεσπόζουν δύο -μεγάλων διαστάσεων- θαυματουργές Εἰκόνες. Ἡ μία ἀναπαριστᾶ τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, στόν ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένος ὁ Ναός. Ἡ ἄλλη ἀπεικονίζει τήν Παναγία στόν εἰκονογραφικό τύπο «Ῥόδον τό Ἀμάραντον» καί πλαισιώνεται ἀπό ῥόδα καί παραστάσεις ἐμπνευσμένες ἀπό τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο, ὅπως εἶναι ἡ κλῖμαξ, ἡ κιβωτός, ἡ πύλη, ἡ κλείς. Γιά τό λόγο αὐτό ἑορτάζεται τό Σάββατο τοῦ Ἀκαθίστου.


Δὲν μᾶς εἶναι γνωστὸς ὁ τόπος προέλευσής της, γνωρίζουμε, ὅμως, τὸν ὑπερφυσικὸ τρόπο ἀφίξεώς της στὴν Ἱερὰ Μονή. Κάποια μέρα, ὁ Κτίτορας, προικισμένος μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα, εἰδοποίησε τούς παρισταμένους, Μοναχούς καί ἐργάτες, λέγοντάς τους μὲ βεβαιότητα : «Ὁ Θεὸς αὔριο θὰ μᾶς στείλει ἕνα δῶρο ἀπὸ τὴ θάλασσα». Πράγματι, τὴν ἑπομένη, κατέβηκαν στὴν παραλία, στὴ θέση Καμίνι, ὅπου ἀντίκρυσαν μία Εἰκόνα, λουσμένη σὲ ὑπερκόσμιο φῶς, πού ταξίδευε – ὄρθια – πάνω στὴ θάλασσα. Ὁ Γέροντας τήν παρέλαβε μέ κατάνυξη καί ἀπέθεσε τόν ἀτίμητο αὐτό πνευματικό θησαυρό στό δεξιό κλίτος τοῦ Ναοῦ τῆς Εὐαγγελίστριας.

Ὅσον ἀφορᾶ στόν τρίτο Ναό, εἶναι ἡμιτελής καί καταλαμβάνει τό χῶρο τοῦ κεντρικοῦ τρούλλου. Σύμφωνα δέ, μέ τήν ντόπια λαϊκή παράδοση, ἐπρόκειτο νά ἀφιερωθεῖ στήν Ἁγία Παρασκευή. Ἐκτός, ὅμως, ἀπό τήν πρωτότυπη αὐτή ἐκκλησία, ὁ φιλόπονος Κτίτορας οἰκοδόμησε καί ἄλλα ἀπαραίτητα κτίσματα γιά τίς ἀνάγκες τῶν ἐργατῶν, καθώς καί τῶν Μοναχῶν, πού εἶχαν στό μεταξύ προσέλθει στό Μονύδριο, τό ὁποῖο εἶχε γίνει πόλος ἕλξεως γιά κάθε πονεμένη ψυχή. Οἱ πολυπληθεῖς προσκυνητές βρῆκαν στό σεπτό πρόσωπο τοῦ Ὁσίου Κυριακοῦ τόν στοργικό πνευματικό πατέρα, τόν ἄμισθο ἰατρό, τόν χαρισματοῦχο, διορατικό Γέροντα, τόν ἄριστο κάτοχο τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, παρά τούς πόδας τοῦ ὁποίου πολλά ἑλληνόπουλα διδάχθηκαν ἀναργύρως τά ἱερά γράμματα.

Παρόλη, βέβαια, τήν πολύπλευρη κοινωνική του δραστηριότητα, ἡ ψυχή τοῦ φιλέρημου ἀσκητῆ ποθοῦσε τήν ἡσυχία. Γι’ αὐτό, περνοῦσε τόν περισσότερο χρόνο του σέ μία ἀθέατη σπηλιά ἐντός τῆς Μονῆς, πού ἐπικοινωνοῦσε μέ τό κελλί του μέ μία μυστική σύραγγα, ὥστε κανείς νά μή γνωρίζει ποῦ ἐκεῖνος βρισκόταν τίς μέρες τοῦ ἐγκλεισμοῦ του. Στήν ὀροφὴ τοῦ σπηλαίου αὐτοῦ, εἶχε στερεώσει δύο ἁλυσίδες (κρεμαστῆρες), στίς ὁποῖες στηριζόμενος ἀγωνιζόταν νά νικήσει τή στοιχειώδη φυσική ἀνάγκη τοῦ ὕπνου, προκειμένου νά ἐξασκεῖ ἀδιάλειπτα τή νοερά προσευχή. Τά σχεδόν ὑπεράνθρωπα ἀσκητικά του παλαίσματα, συνυφασμένα ἀῤῥηκτα μέ τό χριστομίμητο ταπεινό του φρόνημα, τόν ἀνέδειξαν ὑψιπέτη «ἀετό» τοῦ Πνεύματος.

Ὡστόσο, ἦρθε κάποτε ἡ ὥρα αὐτός ὁ «ἀετός» νά πετάξει ἀκόμα ψηλότερα, στήν οὐράνια πατρίδα. Ἦταν τό ἔτος 1853 καί ὁ Γέροντας εἶχε φθάσει πλέον σέ βαθύτατο γῆρας. Τό θεῖο κάλεσμα τόν βρῆκε στήν προσφιλή του ἀφανή σπηλιά, γονατιστό καί προσευχόμενο. Θαρρεῖς πώς ἡ πύρινη προσευχή του, ἀνεβαίνοντας μέ λαχτάρα πρός τόν Πλάστη του, συνανύψωσε καί τήν ἁγιασμένη ψυχή του καί τήν ὁδήγησε σ’ Ἐκεῖνον πού τόσο λάτρεψε. Τό σεπτό σκήνωμά του ἐτάφη σέ ἄγνωστο -ἕως τώρα- σημεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ, ἀπ’ ὅπου σκορπίζει -ἀφανῶς, ἀλλά δαψιλῶς- τήν εὐλογία του στόν ἱερό αὐτό τόπο. Χάρη στήν εὐλογία αὐτή, ἀλλά καί τά πολλά θαύματα τῆς Παναγίας, ἡ Μονή γνώρισε μιά μακρά περίοδο πνευματικῆς ἀκμῆς. Ὡστόσο, ἀπό τίς ἀρχές τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα, ἐξαιτίας δυσμενῶν συγκυριῶν σέ τοπικό καί ἐθνικό ἐπίπεδο, ἄρχισε νά παρακμάζει· ὥσπου, στή δεκαετία του ’60, ἕνα συγκλονιστικό θαῦμα τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ἔγινε ἀφορμή γιά τήν ἀνακαίνιση καί ἀνασυγκρότησή της.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὁ κύριος Δημήτριος Μοίρας, ὁ ὁποῖος ἐργαζόταν ὡς κλητῆρας στὸν Ὀργανισμὸ Λιμένος Πειραιῶς, προσβλήθηκε ἀπὸ δεινὴ ἀσθενεία. Ἡ περίπτωσή του εἶχε χαρακτηριστεῖ ἰατρικῶς ἀνίατη. Ἦταν ἕνα θέαμα οἰκτρό, καθὼς ὁ καρκίνος τοῦ ‘‘ἔτρωγε’’ τὸ πρόσωπο, λίγο κάτω ἀπὸ τὸ δέξι μάτι, καὶ ἡ πληγὴ τοῦ γινόταν ὅλο καὶ πιὸ βαθιά. Ἦταν, μάλιστα, ἀναγκασμένος νὰ τὴν καθαρίζει κάθε μισὴ ὥρα, γιατί ἔρρεε συνεχῶς αἷμα καὶ πύον. Γι’αὐτό, παρότι στὸ ἀντικαρκινικὸ νοσοκομεῖο ‘‘Ἅγιος Σάββας’’ τοῦ εἶχαν ἀποκλείσει κάθε πιθανότητα βελτίωσης, ἀποφάσισε νὰ μεταβεῖ σὲ γιατροὺς τοῦ ἐξωτερικοῦ. Ἔχοντας, ὅμως, ἀκράδαντη πεποίθηση στὴ δύναμη πού ἔχει ἡ εὐχὴ τῶν γονέων, θέλησε νὰ ἔλθει πρῶτα στὸν τόπο καταγωγῆς του, τὴ Ρειχιὰ (ἕνα χωριὸ κοντὰ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἱέρακος), γιὰ νὰ παρει τὴν εὐχὴ τοῦ πατέρα του. Ὡστόσο, ἐκεῖνος, τὸν ξάφνιασε λέγοντάς του: «Παιδί μου, δὲν θὰ πᾶς πουθενά. Ὁ γιατρὸς εἶναι μπροστά μας• εἶναι ἡ Παναγία μας, στὸ Μοναστῆρι, στὴν Εὐαγγελίστρια. Πρόσεξε, ὅμως, γιὰ νὰ γίνει τὸ θαῦμα, πρέπει νὰ κανεὶς δύο πράγματα πού θὰ σοὺ πῶ. Πρῶτον, θὰ πᾶς στὸν παπὰ νὰ ἐξομολογηθεῖς καὶ μετὰ θὰ κανονίσετε μία Λειτουργία στὸ Μοναστῆρι, γιὰ νὰ κοινωνήσεις. Θὰ πᾶτε ἀπὸ τὴν παραμονή. Μετὰ τὸν Ἑσπερινό, θὰ ἀνέβεις στὸν ἐπάνω Ναὸ καὶ θὰ πᾶς στὴν Εἰκόνα πού ᾖρθε ἀπὸ τὴ θάλασσα. Θὰ γονατίσεις καὶ θὰ τὴν παρακαλέσεις νὰ σὲ κάνει καλά, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσεις νὰ στάξει ἕνα δάκρυ ἀπὸ τὰ μάτια σου».

Ὁ κύριος Μοίρας τήρησε ἀκριβῶς ὅσα τοῦ εἶπε ὁ ἁπλός, μὰ πιστὸς πατέρας του. Ἐξομολογήθηκε, πῆγε στὸ Μοναστῆρι καί, μετὰ τὸν Ἑσπερινό, ἀνέβηκε καὶ προσευχήθηκε στὴν Παναγία μὲ θερμὰ δάκρυα, δίνοντάς Της μιὰν αὐθόρμητη ὑπόσχεση : «Παναγία μου, κάνε με καλὰ καὶ ἐγὼ θὰ γίνω ραδιοφωνικὸς σταθμὸς νὰ διαλαλῶ τὸ θαῦμα Σου• καὶ ὅ,τι μπορῶ, θὰ ἐργαστῶ γιὰ τὸ Ὄνομά Σου». Κατόπιν, στράφηκε πρὸς τὸ καντῆλι Της καὶ ἄλειψε μὲ λίγο λαδάκι τὴν πληγή του. Τὴν ἑπομένη, μὲ τὸ πρῶτο φῶς τῆς ἡμέρας, βγῆκε ἔξω γιὰ νὰ κάνει τὸν τακτικὸ καθαρισμὸ τῆς πληγῆς. Εἶχε, ὅπως πάντα, μαζί του γάζες, ὀξυζενὲ καὶ ἕνα μικρὸ καθρεφτάκι. Μόλις, ὅμως, τὸ ἔφερε μπροστὰ στὸ πρόσωπό του, ἀντίκρυσε ἔκπληκτος τὸ θαῦμα! Ἡ πληγὴ εἶχε κλείσει καὶ δὲν ὑπῆρχε οὔτε τὸ παραμικρὸ σημάδι! Ἄρχισε νὰ φωνάζει καὶ νὰ κλαίει εὐχαριστῶντας τὴν Θεοτόκο καὶ ὑποσχόμενος νὰ κάνει τὰ πάντα γιὰ τὴ Μονή Της.

Κατὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν ἐργασία του, ὁ Διευθυντής του, συγκινημένος ἀπὸ τὴν εὐεργετικὴ ἐπεμβάση τῆς Παναγίας, θέλησε νὰ Τῆς προσφέρει ἕνα δῶρο. Ἔτσι, τὸ τόσο ἀπόμακρο Μοναστηράκι ἀπέκτησε τηλεφωνικὴ ἐγκαταστάση. Ὁ δὲ κύριος Μοίρας, τηρώντας τὴν ὑπόσχεσή του, κατέστη μέγας εὐεργέτης τῆς Μονῆς, ἀφοῦ, ὅπως χαρακτηριστικὰ ὁμολογοῦσε, ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ θαύματος μία ‘φλόγα’ ἄναψε μέσα του. Ἦταν ἔνας ἀσίγαστος πόθος νὰ ἐργαστεῖ γιὰ τὸ Σπίτι τῆς Παναγίας. Καὶ πράγματι, μερίμνησε, μεταξὺ ἄλλων, γιὰ τὴν κτιριακή του ἀνακαίνιση, τὴ διάνοιξη τοῦ δρόμου καὶ τὴν ἠλεκτροδότηση.

Κυρίως, ὅμως, τὸ ὄνειρό του ἦταν νὰ δεῖ τὸ ἐγκαταλελειμμένο Μοναστηράκι νὰ δεσπόζει ὡς ἕνας ‘‘φάρος πνευματικὸς’’ σὲ ὅλη τὴ γύρω περιοχή. Γι’ αὐτό, ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἐπανιδρύση καὶ στελέχωσή του, δίχως νὰ πτοηθεῖ ἀπὸ τὶς ἀντιξοότητες καὶ τὰ ἐμπόδια πού παρουσιάστηκαν. Καὶ ἡ Δέσποινά μας, βραβεύοντας τὶς ἄοκνες προσπάθειες καὶ τὸν θερμὸ ζῆλο του, ἔδωσε πάλι ζωὴ στὴν ἄλλοτε ἐρειπωμένη Μονή, ἡ ὁποία -ἀπό τό 1980- μέ τήν ἀμέριστη πατρική συμπαράσταση καί τήν πολύτιμη ἀρωγή τοῦ Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Μονεμβασίας καί Σπάρτης κ.κ. Εὐσταθίου, λειτουργεῖ πλέον ὡς Γυναικεῖο Κοινόβιο.

Ἡ Ἱερά Μονή πανηγυρίζει στίς 25 Μαρτίου, στήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, καθώς καί στή μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου. Ἐπίσης, στίς 31 Αὐγούστου ἑορτάζεται μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα ἡ Κατάθεσις τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Στήν πανήγυρη αὐτή τελεῖται ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία ὑπό τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, ὁ ὁποῖος κατά τήν ἡμέρα αὐτή τελεῖ τήν ἐπέτειο τῆς εἰς Ἐπίσκοπον Χειροτονίας του.

Ἐπίσης, στή Μονή τιμᾶται ἡ ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς καθώς καί ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου σέ ἀντιστοίχως ὁμώνυμα Παρεκκλήσια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου