Παρασκευή 18 Αυγούστου 2023

Δίκαιος Σαμψών, Κριτής του Ισραήλ. Ημέρα Μνήμης: Κυριακή των Προπατόρων.

Δίκαιος Σαμψών, Κριτής του Ισραήλ. Ημέρα Μνήμης: Κυριακή των Προπατόρων.


Ο Σαμψών ήταν ο δέκατος τρίτος κατά σειρά Κριτής του Ισραήλ. Ήταν γιος του Μανωέ (Μανωάχ) (Κριταί 13,24) και καταγόταν από την πόλη Σαραά (Σωρεά), της φυλής Δαν (Κριταί 13,2). Ήταν ο τελευταίος Κριτής του Ισραήλ πριν τον Σαμουήλ. Αναφέρεται ως Ναζηραίος (Κριταί 13,5. 16,17) και είχε υπερφυσικές δυνάμεις τις οποίες έδωσε το Πνεύμα του Κυρίου (Κριταί 13,25. 14,6-19. 15,14-15. 16,28-30). Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς Διαθήκης ο Σαμψών θα πρέπει να κυβέρνησε τους Ισραηλίτες περίπου το 1110-1080 π.Χ. για 20 χρόνια (Κριταί 16,31).

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΜΨΩΝ

Οι Ισραηλίτες μετά τους Κριταί Ιεφθάε, Αβαισσάν, Αϊλώμ και Αβδών, δυσαρέστησαν πάλι με τις πράξεις τους τον Κύριο κι αυτός τους παρέδωσε στους Φιλισταίους για σαράντα χρόνια. Εκείνο τον καιρό ζούσε στη Σαραά (Σωρεά) κάποιος που ονομαζόταν Μανωέ (Μανωάχ) και προερχόταν από τη φυλή Δαν. Η γυναίκα του ήταν στείρα και δε γεννούσε παιδιά (Κριταί 13,1-2).

Μια μέρα παρουσιάστηκε στη γυναίκα ο άγγελος του Κυρίου και της ανήγγειλε ότι θα γεννούσε γιο. Της είπε: «Εσύ τώρα είσαι στείρα και δε γεννάς. Αλλά θα μείνεις έγκυος και θα γεννήσεις γιο. Πρόσεχε, λοιπόν, από τώρα να μην πίνεις κρασί και και να μην τρως τίποτε ακάθαρτο, γιατί ο γιος που θα γεννήσεις θα είναι Ναζηραίος, δηλαδή αφιερωμένος στο Θεό απ' την κοιλιά της μάνας του, και δε θα κόψει τα μαλλιά του. Αυτός θα ελευθερώσει τον Ισραήλ από τους Φιλισταίους» (Κριταί 13,3-5).

Όταν η γυναίκα διηγήθηκε το περιστατικό με τον άγγελο στον Μανωέ, αυτός προσευχήθηκε και ζήτησε από το Θεό να ξανάρθει ο άγγελος και να του διδάξει πως θα μεγαλώσουν το παιδί. Ο Θεός άκουσε την προσευχή του και ξανάρθε ο άγγελος στη γυναίκα, την ώρα που αυτή βρισκόταν στους αγρούς. Ο άντρας της, δεν ήταν μαζί της. Εκείνη τότε έτρεξε γρήγορα να του το αναγγείλει.

Ο Μανωέ ακολούθησε τη γυναίκα του, πλησίασε τον άγγελο και τον ρώτησε τι θα πρέπει να προσέξουν σχετικά με το παιδί που θα γεννηθεί. Ο άγγελος επανέλαβε όσα είχε πει στη γυναίκα, ότι δεν πρέπει να τρώει ούτε να πίνει τίποτε ακάθαρτο, ούτε να κόψει τα μαλλιά του (Κριταί 13,6-14).

Ο Μανωέ είπε στον άγγελο του Κυρίου: «Δέξου να σε κρατήσουμε, να σου ετοιμάσουμε ένα κατσικάκι». Αλλά ο άγγελος του Κυρίου του απάντησε: «Κι αν ακόμα με κρατήσεις, δε θα φάω από το φαγητό σου. Αν όμως θέλεις, πρόσφερε το στον Κύριο».

Ο Μανωέ δεν ήξερε ότι αυτός ήταν άγγελος του Κυρίου. Τότε ρώτησε τον άγγελο: «Ποιο είναι το όνομά σου, για να σε τιμήσουμε όταν εκπληρωθεί ο λόγος σου;» Ο άγγελος του απάντησε: «Γιατί ρωτάς για τ' όνομά μου; Είναι όνομα θαυμαστό».

Τότε πήρε ο Μανωέ ένα κατσίκι και την αναίμακτη θυσία και τα πρόσφερε πάνω σ' ένα βράχο στον Κύριο. Κι ενώ μαζί με τη γυναίκα του παρατηρούσαν τις φλόγες που ανέβαιναν από το θυσιαστήριο στον ουρανό, είδαν τον άγγελο του Κυρίου να υψώνεται μέσα στις φλόγες. Ο Μανωέ και η γυναίκα του, βλέποντάς το έπεσαν με το πρόσωπο στη γη. Τότε αυτός κατάλαβε ότι επρόκειτο για τον άγγελο του Κυρίου και φοβήθηκε μήπως πεθάνουν, επειδή είδαν άγγελο απεσταλμένο απ' το Θεό (Κριταί 13,15-23).

Η γυναίκα, λοιπόν, γέννησε γιο και τον ονόμασαν Σαμψών. Το παιδί μεγάλωνε και ο Κύριος το ευλογούσε.  Βρισκόταν στο στρατόπεδο του Δαν, που βρισκόταν μεταξύ Σαραά και Εσθαόλ, όταν το Πνεύμα του Θεού άρχισε να τον συνοδεύει και να τον οδηγεί (Κριταί 13,24-25).

Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΑΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΑΜΨΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΥΣ

Κάποτε ο Σαμψών πήγε από τη Σαραά στην πόλη Θαμναθά κι εκεί είδε μια νεαρή Φιλισταία. Όταν γύρισε σπίτι του, είπε στους γονείς του, ότι γνώρισε μια Φιλισταία και ότι θέλει να την παντρευτεί. Οι γονείς του είχαν τις αντιρρήσεις τους, αλλά δεν ήξεραν ότι αυτό προερχόταν από τον Κύριο, ο οποίος ζητούσε αφορμή για να τα βάλει με τους Φιλισταίους, οι οποίοι καταδυνάστευαν τους Ισραηλίτες (Κριταί 14,1-4).

Καθώς πήγαιναν προς τη Θαμναθά, ο Σαμψών είχε ξεμακρύνει από τους γονείς του και ήταν κοντά στους αμπελώνες της πόλης. Τότε ένα νεαρό λιοντάρι όρμησε μέσα από τα αμπέλια πάνω στον Σαμψών. Το Πνεύμα του Κυρίου ήρθε πάνω στο Σαμψών και μόνο με τα χέρια του το ξέσκισε, όπως θα ξέσχιζε ένα κατσικάκι. Δεν είπε όμως τίποτα γονείς του γι' αυτό του το κατόρθωμα (Κριταί 14,5-6).

Ο Σαμψών και οι γονείς του έφτασαν στη Θαμναθά και συνάντησαν την κοπέλα, η οποία του άρεσε πολύ. Κανόνισαν τις λεπτομέρειες για το γάμο και έφυγαν. Μετά από λίγες ημέρες, ξαναπήγε ο Σαμψών με τους γονείς του στη Θαμναθά, για να πάρει και επίσημα την κοπέλα για γυναίκα του. Όταν έφτασε κοντά στην πόλη, λοξοδρόμησε λίγο απ' το δρόμο του, για να δει το πτώμα του λιονταριού κοντά στους αμπελώνες. Μες στο πτώμα είχε φωλιάσει ένα σμήνος από μέλισσες και υπήρχε μια κηρύθρα με μέλι μέσα σ' αυτό. Μάζεψε μέλι στις χούφτες του και καθώς προχωρούσε στο δρόμο του, έτρωγε. Όταν πήγε στους γονείς του τους έδωσε μέλι κι έφαγαν. Αλλά δεν τους είπε ότι το είχε πάρει μέσα απ' το κουφάρι του λιονταριού (Κριταί 14,7-9).

Μαζί με τους γονείς του πήγαν στο σπίτι της κοπέλας κι ο Σαμψών ετοίμασε εκεί επταήμερο γαμήλιο συμπόσιο, σύμφωνα με τα έθιμα που επικρατούσαν την εποχή εκείνη. Οι γονείς της κοπέλας κάλεσαν τριάντα νέους, ως συνοδούς, για να τον συντροφεύουν. Ο Σαμψών τους είπε: «θα σας πω ένα αίνιγμα, αν μου το λύσετε στις εφτά μέρες που θα διαρκέσει το συμπόσιο, θα σας δώσω τριάντα λινούς χιτώνες και τριάντα γιορτινές φορεσιές. Αν όμως δεν μπορέσετε να μου το λύσετε, τότε εσείς θα μου δώσετε τριάντα λινούς χιτώνες και τριάντα γιορτινές φορεσιές».

Αυτοί του απάντησαν: «Πες μας το αίνιγμα σου, να το ακούσουμε». 

Ο Σαμψών τους είπε: «Ποιο είναι εκείνο που τρώγεται, που βγήκε από εκείνον που τρώει και ποιο είναι αυτό που έχει γλύκα, που βγήκε απ' αυτόν που έχει δύναμη;» (Κριταί 14,10-14)

Τρεις μέρες, πέρασαν, και δεν μπόρεσαν να λύσουν το αίνιγμα οι νέοι. Την τέταρτη μέρα είπαν στη γυναίκα του Σαμψών: «Προσπάθησε με κολακείες να καταφέρεις τον άντρα σου να μας εξηγήσει το αίνιγμα, για να μην βάλουμε φωτιά και σας κάψουμε κι εσένα και το σπίτι του πατέρα σου. Μας καλέσατε εδώ, για να μας κλέψετε με τα αινίγματα;»

Τότε η γυναίκα του Σαμψών έπεσε στο λαιμό του κλαίγοντας και προσπάθησε να τον πείσει να της εξηγήσει το αίνιγμα. Ο Σαμψών αρνήθηκε να της το αποκαλύψει, ώσπου τέλειωσαν οι εφτά μέρες που κράτησε το συμπόσιο. Την έβδομη πια μέρα, της έδωσε τη λύση, γιατί τον είχε ταλαιπωρήσει πολύ. Κι αυτή έδωσε τη λύση του αινίγματος στους συμπατριώτες της. Την έβδομη μέρα, πριν βασιλέψει ο ήλιος, οι άντρες της πόλης του είπαν: «Τι απ' το μέλι πιο γλυκό, κι απ' το λιοντάρι πιο δυνατό;».

Κι αυτός τους απάντησε: «Εάν δεν εκβιάζατε με απειλές τη γυναίκα μου δεν θα μπορούσατε ποτέ να βρείτε λύση στο αίνιγμα μου» (Κριταί 14,14-18).

Τότε ήρθε σ' αυτόν το Πνεύμα του Κυρίου και κατέβηκε στην Ασκάλωνα, σκότωσε τριάντα Φιλισταίους, πήρε τα ρούχα και τις στολές τους και τα έδωσε σ' εκείνους που είχαν λύσει το αίνιγμα. Μετά εγκατέλειψε τη γυναίκα του και πήγε οργισμένος στο σπίτι του πατέρα του. Τη γυναίκα του Σαμψών την έδωσαν οι γονείς της σ' έναν από τους τριάντα συνοδούς του (Κριταί 14,19-20).

Η ΔΙΑΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΑΜΨΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΥΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Ύστερα από λίγο καιρό, κατά την εποχή του θερισμού των σιτηρών, ο Σαμψών επισκέφτηκε τη γυναίκα του και της έφερε ως δώρο ένα κατσίκι. Αλλά όταν ζήτησε να πλαγιάσει με τη γυναίκα του, ο πατέρας της ο Θαμνί δεν τον άφησε να μπει, γιατί την έδωσε σ' έναν από τους συνοδούς του. Του πρότεινε όμως να πάρει τη μικρότερη αδερφή της που ήταν ωραιότερη από κείνη.

Τότε ο Σαμψών οργισμένος πήγε κι έπιασε 300 αλεπούδες. Κατόπιν έδεσε ουρά με ουρά τις αλεπούδες και έβαλε από έναν δαυλό ανάμεσα στις ουρές τους. Άναψε τους δαυλούς κι άφησε τις αλεπούδες ελεύθερες στα σπαρτά των Φιλισταίων. Έτσι κάηκαν όλα τα σιτηρά, καθώς και πολλοί αμπελώνες και ελαιώνες (Κριταί 15,1-5).

Όταν έμαθαν οι Φιλισταίοι ότι ο Σαμψών έκαψε τα σπαρτά τους, πήγαν στο σπίτι του Θαμνί και έκαψαν τη γυναίκα του Σαμψών και το σπίτι του πατέρα της.  Τότε ο Σαμψών τους χτύπησε αλύπητα με μεγάλη σφαγή. Έπειτα πήγε και κάθησε σ' ένα σπήλαιο στο βράχο Ητάμ (Κριταί 15,6-8).

Οι Φιλισταίοι στρατοπέδευσαν στην περιοχή της φυλής Ιούδα και άρχιζαν να καταστρέφουν με τη σειρά τους τα σπαρτά των Ισραηλιτών στην περιοχή της Λεχί. Όταν οι άντρες της φυλής Ιούδα έμαθαν το λόγο που οι Φιλισταίοι ήρθαν στην περιοχή τους, πήγαν και βρήκαν το Σαμψών στη σπηλιά και αφού ήρθαν σε συνεννόηση μαζί του, τον έδεσαν για να τον παραδώσουν στους Φιλισταίους (Κριταί 15,9-13).

Οι Ισραηλίτες έφεραν τον Σαμψών δεμένο στην τοποθεσία "Σιαγών". Όταν οι Φιλισταίοι είδαν δεμένο τον Σαμψών όρμησαν με αλαλαγμούς χαράς εναντίον του. Τότε το Πνεύμα του Κυρίου ήρθε πάνω του και απόκτησε δύναμη μεγάλη, και τα σχοινιά που έδεναν τα μπράτσα του έσπασαν σαν κλωστές. Εκεί κάπου βρήκε το σαγόνι ενός πρόσφατα σκοτωμένου γαϊδουριού και μ' αυτό σκότωσε χίλιους Φιλισταίους. Ο Σαμψών ονόμασε τον τόπο εκείνο «Αναίρεσις σιαγόνος» (Κριταί 15,14-17).

Τότε όμως ο Σαμψών δίψασε τόσο πολύ, που παραλίγο να πεθάνει. Ζήτησε από τον Κύριο νερό και ο Θεός έσχισε το κοίλωμα ενός βράχου και βγήκε από 'κει νερό. Ο Σαμψών ήπιε και αναζωογονήθηκε, γι' αυτό ονόμασε την πηγή εκείνη «Πηγή του επικαλουμένου» (Κριταί 15,18-19). Ο Σαμψών κυβέρνησε τον Ισραήλ για 20 χρόνια από τα 40, κατά τα οποία οι Φιλισταίοι καταδυνάστευαν τους Ισραηλίτες (Κριταί 15,20).


ΣΑΜΨΩΝ ΚΑΙ ΔΑΛΙΔΑ

Μια μέρα ο Σαμψών πήγε στη Γάζα κι εκεί είδε μια πόρνη και πλάγιασε μαζί της. Οι κάτοικοι της Γάζας τον πήραν είδηση ότι πήγε εκεί, και τη νύχτα έστησαν ενέδρα στην πύλη της πόλεως, περιμένοντας πότε θα βγει έξω για να τον σκοτώσουν.

Ο Σαμψών κοιμήθηκε ως τα μεσάνυχτα και όταν σηκώθηκε, βγήκε από το σπίτι και πήγε να φύγει από την πύλη της πόλεως. Μόλις τους είδε, έπιασε τα θυρόφυλλα της πύλης μαζί με τους δύο παραστάτες, τα φόρτωσε στους ώμους του και ανέβηκε στην κορυφή ενός βουνού και τα πέταξε εκεί (Κριταί 16,1-3).

Έπειτα από το γεγονός αυτό, αγάπησε μια γυναίκα, που ονομαζόταν Δαλιδά και κατοικούσε στην πόλη Αλσωρήχ. Οι άρχοντες των Φιλισταίων πήγαν και τη βρήκαν και την έπεισαν να προσπαθήσει να μάθει από που ο Σαμψών αντλεί τη μεγάλη του δύναμη, έτσι ώστε να μπορέσουν να τον νικήσουν και να τον αιχμαλωτίσουν. Σε αντάλλαγμα της υποσχέθηκαν χίλιους εκατό ασημένιους σίκλους ο καθένας (Κριταί 16,4-5).

Έτσι κάποια μέρα η Δαλιδά ρώτησε το Σαμψών: «Πες μου, σε παρακαλώ, από πού προέρχεται η μεγάλη δύναμη σου και πως μπορεί κανείς να σε δέσει;» Ο Σαμψών της είπε: «Αν με δέσουν με εφτά καινούργια νωπά νεύρα, που δεν έχουν ακόμη ξεραθεί, τότε θα χάσω τη δύναμη μου και θα γίνω σαν ένας κοινός άνθρωπος».

Τότε οι άρχοντες των Φιλισταίων της έφεραν εφτά καινούργια νωπά νεύρα και μ' αυτά τον έδεσε. Στο μεταξύ αυτή είχε κρύψει ανθρώπους, που περίμεναν έτοιμοι, στο εσωτερικό του σπιτιού. Ξαφνικά του φώναξε: «Σαμψών, οι Φιλισταίοι έρχονται εναντίον σου!» Τότε αυτός έσπασε τα νεύρα, όπως σπάει μια κλωστή κι έτσι δεν αποκαλύφτηκε το μυστικό της δύναμης του (Κριταί 16,6-9).

Τότε η Δαλιδά είπε στο Σαμψών: «Με γέλασες και μου είπες ψέματα. Πες μου, λοιπόν, τώρα, πως μπορεί κανείς να σε δέσει;» Αυτός της απάντησε: «Αν με δέσουν γερά με καινούργια σχοινιά, που δεν τα 'χουν ακόμα χρησιμοποιήσει σε καμιά δουλειά, τότε θα χάσω τη δύναμη μου και θα γίνω σαν ένας κοινός άνθρωπος».

Η Δαλιδά πήρε καινούρια σχοινιά και τον έδεσε μ' αυτά. Και ξαφνικά του φώναξε: «Σαμψών, οι Φιλισταίοι έρχονται εναντίον σου!» Στο μεταξύ είχε κρύψει πάλι ανθρώπους, που περίμεναν έτοιμοι στο εσωτερικό του σπιτιού. Αυτός όμως έσπασε τα σχοινιά από τα μπράτσα του, σα να ήταν κλωστές (Κριταί 16,10-12).

Η Δαλιδά είπε στο Σαμψών: «Ως τώρα με γέλασες και μου είπες ψέματα. Φανέρωσέ μου, λοιπόν, πώς μπορεί κανείς να σε δέσει». Αυτός της είπε: «Αν πλέξεις τις εφτά πλεξίδες του κεφαλιού μου στο στημόνι του αργαλειού, τότε θα χάσω τη δύναμη μου και θα γίνω σαν ένας κοινός άνθρωπος».

Έτσι, η Δαλιδά κοίμισε τον Σαμψών, πήρε τις εφτά πλεξίδες του κεφαλιού του και τις ύφανε με το στημόνι του αργαλειού, και μετά τις στερέωσε σ' ένα πάσσαλο στον τοίχο. Έπειτα του φώναξε: «Σαμψών, οι Φιλισταίοι έρχονται εναντίον σου!» Αυτός ξύπνησε και τράβηξε με τα μαλλιά του και τον πάσσαλο από τον τοίχο (Κριταί 16,13-14).

Η Δαλιδά του είπε πάλι: «Πώς μπορείς να λες ότι μ' αγαπάς, ενώ η καρδιά σου δεν είναι μαζί μου; Τρεις φορές με γέλασες και δε μου φανέρωσες που βρίσκεται η μεγάλη σου δύναμη». Κι αφού κάθε μέρα τον ταλαιπωρούσε με τα λόγια της και τον τυραννούσε, σε σημείο που λιποθύμησε, στο τέλος της άνοιξε όλη την καρδιά του και της είπε: «Ξυράφι δεν πέρασε ποτέ από το κεφάλι μου, γιατί εγώ είμαι Ναζηραίος, δηλαδή αφιερωμένος στο Θεό από την κοιλιά της μάνας μου. Αν ξυρίσω τα μαλλιά μου, τότε θα χάσω τη δύναμη μου και θα γίνω σαν ένας κοινός άνθρωπος».

Η Δαλιδά κατάλαβε ότι της άνοιξε όλη του την καρδιά, κι έστειλε και κάλεσε τους άρχοντες των Φιλισταίων και τους είπε: «Αυτή τη φορά, μπορείτε να 'ρθετε, γιατί μου άνοιξε όλη την καρδιά του». Οι άρχοντες των Φιλισταίων πήγαν στο σπίτι της φέρνοντας και το ασήμι μαζί τους.  Αυτή τον κοίμισε στα γόνατά της και φώναξε έναν άνθρωπο ο οποίος ξύρισε τις εφτά πλεξίδες του Σαμψών. Μετά του φώναξε: «Σαμψών, οι Φιλισταίοι έρχονται εναντίον σου!» Ο Σαμψών ξύπνησε αλλά το Πνεύμα του Θεού είχε φύγει πλέον απ' αυτόν (Κριταί 16,15-20).

Τότε οι Φιλισταίοι τον συνέλαβαν, του έβγαλαν τα μάτια και τον οδήγησαν στη Γάζα. Εκεί τον έδεσαν με χάλκινες αλυσίδες και τον έβαλαν ν' αλέθει με τον μύλο σιτάρι στη φυλακή. Ωστόσο τα μαλλιά του κεφαλιού του είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν από τότε που του τα είχαν ξυρίσει (Κριταί 16,21-22).

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΑΜΨΩΝ

Κάποτε οι άρχοντες των Φιλισταίων είχαν συγκεντρωθεί για να προσφέρουν μεγάλη θυσία στο Δαγών, το θεό τους, και να πανηγυρίσουν. Ο λαός των Φιλισταίων δοξολογούσαν το Δαγών, που τον παρέδωσε στα χέρια τους, γιατί ο Σαμψών είχε ερημώσει τη χώρα τους και είχε σκοτώσει πολλούς Φιλισταίους. Και όταν ήρθαν στο κέφι έβγαλαν τον Σαμψών από τη φυλακή και τον έφεραν να τους διασκεδάσει. Τον έβαλαν να σταθεί ανάμεσα στις κολόνες του ναού τους, τον χτυπούσαν και διασκέδαζαν με το θέαμα (Κριταί 16,23-25).

Τότε ο Σαμψών είπε στον νέο που τον οδηγούσε από το χέρι «Άφησέ με ν' αγγίξω τις κολόνες που στηρίζουν το ναό, για να στηριχτώ λίγο πάνω τους». Το κτίριο ήταν κατάμεστο από κόσμο. Εκεί ήταν όλοι οι άρχοντες των Φιλισταίων, και πάνω στη στέγη ήταν κάπου τρεις χιλιάδες άντρες και γυναίκες που διασκέδαζαν με τους εμπαιγμούς και τους εξευτελισμούς του Σαμψών.

Ο Σαμψών μέσα στη θλίψη του κατάλαβε το σφάλμα του, έκλαψε ενώπιον του Κυρίου και είπε: «Κύριε, Θεέ μου, θυμήσου με και τώρα και κάνε με δυνατό μονάχα ετούτη τη φορά, για να εκδικηθώ μια για πάντα τους Φιλισταίους για τα δύο μου μάτια».

Μετά έπιασε τις δύο κεντρικές κολόνες που στήριζαν το ναό κι ακούμπησε πάνω τους, στη μια με το δεξί του χέρι και στην άλλη με το αριστερό,  και είπε: «Ας πεθάνω κι εγώ μαζί με τους αλλοφύλους». Έσπρωξε με όλη του τη δύναμη τις κολόνες κι έπεσε ο ναός πάνω στους άρχοντες και σ' όλο τον λαό που ήταν εκεί. Έτσι, αυτοί που ο Σαμψών σκότωσε με το θάνατό του ήταν περισσότεροι από εκείνους που είχε σκοτώσει σ' όλη του τη ζωή (Κριταί 16,26-30).

Τ' αδέρφια του και όλη η οικογένεια του πατέρα του, πήγαν στη Γάζα, τον πήραν και τον έθαψαν ανάμεσα στη Σαραά (Σωρεά) και στην Εσθαόλ, στον τάφο του Μανωέ, του πατέρα του. Ο Σαμψών κυβέρνησε τον Ισραήλ για είκοσι χρόνια (Κριταί 16,31). Ο Σαμψών συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των ηρώων της πίστεως, στην προς Εβραίους επιστολή (11,32-34).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου