Άγιος Νεομάρτυς και Οσιομάρτυς Σταύρος, ο εν Θερμή της Λέσβου μαρτυρικώς τελειωθείς. Ημέρα Μνήμης: 14 Αυγούστου.
Στο συναξάρι και στις Ακολουθίες των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης τιμώνται και μνημονεύονται από την Εκκλησία, όλοι οι συν αυτοίς μαρτυρήσαντες Άγιοι.
Συμπεριλαμβανομένων όσων Χριστιανών μαρτύρησαν τον καιρό εκείνο της τουρκοκρατίας στην καταστραφείσα Μονή των Καρυών στη Θερμή της Λέσβου.
Ένας εξ’ αυτών των Αγίων Μαρτύρων είναι ο μοναχός Σταύρος που ήταν στη συνοδεία του Ηγουμένου της Μονής, του Αγίου Ραφαήλ.
Πριν εισβάλουν οι Τούρκοι στη Μονή τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1463, ο Άγιος Ραφαήλ μετά την Ακολουθία των Παθών και τα Δώδεκα Ευαγγέλια, ανακοίνωσε ότι έπρεπε να ανοίξουν την Κρύπτη της Μονής, για να κρύψουν τους πνευματικούς θησαυρούς, διότι οι Τούρκοι απειλούσαν ότι θα καταστρέψουν το Μοναστήρι, νομίζοντας ότι εκεί κρυβόντουσαν οι Θερμιώτες αντάρτες.
Την Μεγάλη Παρασκευή, στις 6 Απριλίου, ο Άγιος Ραφαήλ είχε δώσει εντολή στο μοναχό Σταύρο και στον επιστάτη της Μονής Ακίνδυνο, να απομακρυνθούν στο βουνό, στη σπηλιά του Γέροντα στην Παντέρα και να γυρίζουν για την Ανάσταση.
Το δειλινό του Μεγάλου Σαββάτου πλησίασαν τη Μονή. Ένας βοσκός τους είπε να μην πάνε στο μοναστήρι γιατί γίνεται χαλασμός… Έμειναν γύρω από το μοναστήρι κρυμμένοι προσπαθώντας να δουν τα όσα συνέβαιναν.
Αδιόρατα έφταναν στα αυτιά τους τα βογκητά και οι στεναγμοί των πόνων των Αγίων Μαρτύρων. Ο Ακίνδυνος συγκρατούσε τον π. Σταύρο, ο οποίος ήθελε να πάει κι’ αυτός μέσα στον χαλασμό.
Παρέμειναν εκεί άυπνοι, ατάιστοι, λιγωμένοι από τον πόνο. Την Λαμπροτρίτη έρχονται δειλά στο μοναστήρι και αντικρίζουν τη φρίκη. Τους Αγίους κατακρεουργημένους και το μοναστήρι καμένο.
Δίπλα σ’ ένα σωρό ξεσκισμένες σάρκες ήταν γονατισμένη η Αγγελική η Μαραγκίνα μαζί με τη δεκάχρονη κόρη της τη Βασιλικούλα, που τους διηγούνται τα όσα υπέστησαν οι Άγιοι.
Αφού έθαψαν τους Μάρτυρες, κρύφτηκαν ξανά σε μια από τις σπηλιές που υπάρχουν στα γύρω βουνά, φοβούμενοι τους Τούρκους. Στη σπηλιά του Γέροντα Ιωσήφ, το ασκηταριό όπως το λέγανε.
Έχοντας εκεί για φρουρό ένα σκυλί, τον Πυρρίχη, και μια κατσίκα του μοναστηριού, τη Ρούστα, που ήταν το μόνο ζωντανό που γλίτωσε από την μανία των Τούρκων και τώρα με το γάλα της έτρεφε τους δύο αυτούς κατατρεγμένους Χριστιανούς.
Ο π. Σταύρος ήταν τρυφερό, αθώο παιδόπουλο. Παιδευμένο και ορφανό. Την ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος πήγε κάτω στη Θερμή να μιλήσει και να εμψυχώσει τους Χριστιανούς. Θέλησε να μαζέψει τον κόσμο να τους αγιάσει.
Επέμενε: «Δεν μπορώ να μην κατέβω στην Εκκλησία. Αλειτούργητη τόσον καιρό». Έτσι είπε και ξεκίνησε για τη Θερμή, διηγείται ο Ακίνδυνος. Είχε ξαναπάει την Πεντηκοστή. Κανείς δεν νοιάστηκε τότε να τον υποψιαστεί.
Ο πάτερ Σταύρος εμφανίστηκε στο δρόμο, κανείς δε νοιάστηκε. Ήθελε, λέει, να πάει και στην ψυχοθειά του να της μιλήσει για τον πόνο μας, και το μαρτύριό μας.
Ήταν Δεκαπενταύγουστος και του είπα τότε: «μην πας». Δεν μ’ άκουσε.
Αδιόρατα έφταναν στα αυτιά τους τα βογκητά και οι στεναγμοί των πόνων των Αγίων Μαρτύρων. Ο Ακίνδυνος συγκρατούσε τον π. Σταύρο, ο οποίος ήθελε να πάει κι’ αυτός μέσα στον χαλασμό.
Παρέμειναν εκεί άυπνοι, ατάιστοι, λιγωμένοι από τον πόνο. Την Λαμπροτρίτη έρχονται δειλά στο μοναστήρι και αντικρίζουν τη φρίκη. Τους Αγίους κατακρεουργημένους και το μοναστήρι καμένο.
Δίπλα σ’ ένα σωρό ξεσκισμένες σάρκες ήταν γονατισμένη η Αγγελική η Μαραγκίνα μαζί με τη δεκάχρονη κόρη της τη Βασιλικούλα, που τους διηγούνται τα όσα υπέστησαν οι Άγιοι.
Αφού έθαψαν τους Μάρτυρες, κρύφτηκαν ξανά σε μια από τις σπηλιές που υπάρχουν στα γύρω βουνά, φοβούμενοι τους Τούρκους. Στη σπηλιά του Γέροντα Ιωσήφ, το ασκηταριό όπως το λέγανε.
Έχοντας εκεί για φρουρό ένα σκυλί, τον Πυρρίχη, και μια κατσίκα του μοναστηριού, τη Ρούστα, που ήταν το μόνο ζωντανό που γλίτωσε από την μανία των Τούρκων και τώρα με το γάλα της έτρεφε τους δύο αυτούς κατατρεγμένους Χριστιανούς.
Ο π. Σταύρος ήταν τρυφερό, αθώο παιδόπουλο. Παιδευμένο και ορφανό. Την ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος πήγε κάτω στη Θερμή να μιλήσει και να εμψυχώσει τους Χριστιανούς. Θέλησε να μαζέψει τον κόσμο να τους αγιάσει.
Επέμενε: «Δεν μπορώ να μην κατέβω στην Εκκλησία. Αλειτούργητη τόσον καιρό». Έτσι είπε και ξεκίνησε για τη Θερμή, διηγείται ο Ακίνδυνος. Είχε ξαναπάει την Πεντηκοστή. Κανείς δεν νοιάστηκε τότε να τον υποψιαστεί.
Ο πάτερ Σταύρος εμφανίστηκε στο δρόμο, κανείς δε νοιάστηκε. Ήθελε, λέει, να πάει και στην ψυχοθειά του να της μιλήσει για τον πόνο μας, και το μαρτύριό μας.
Ήταν Δεκαπενταύγουστος και του είπα τότε: «μην πας». Δεν μ’ άκουσε.
Πέρασε, λέει, από την Εκκλησία ο Ντόκτωρ Σβάϊτσερ, ένας Εβραιογερμανός πλανεμένος άθεος «ιατροφιλόσοφος»,που πήγαινε στη Μονή, κουβέντιασε δήθεν και ύστερα σπιούνευε το τι γινόταν στο μοναστήρι.
Αυτός κατάδωσε στους Τούρκους ότι οι αντάρτες είχαν καταφύγει εκεί και είχε γίνει το μακελειό. Κι ώσπου να πεις κύμινο το φούντωσε στον Αγά ότι ο π. Σταύρος είχε κατέβει στη Θερμή.
Απομεσήμερο τον πιάσανε. Τρεις μέρες στα μαρτύρια, για να μαρτυρήσει τους αντάρτες. Ιδέα γι’ αυτά δεν είχε ο π. Σταύρος.
Απ’ ότι πάντως έμαθα, φαίνεται τον φούρκισε για καλά τον Αγά: «Μωρέ, μαρτύρησε που κρύβονται οι αντάρτες!»
Του κόψανε πρώτα το αυτί. Το δεξιό. Την άλλη μέρα τη μύτη. Τίποτα ο π. Σταύρος. Παραμονή της Παναγίας του κόψανε και το λαιμό. Συγχωρέθηκε και αυτός.
Ο τελευταίος μάρτυρας της Θερμής. Μαρτύρησε, τον είδε ο κόσμος να πεθαίνει. Δέκα τουλάχιστο παλικάρια της Θερμής ορκίστηκαν να εκδικηθούν.
«Το βράδυ είδα στον ύπνο μου τον π. Σταύρο. Και τον κρατούσε από το χέρι ο Γέροντας να τον ανεβάζει σε μια πλατειά, πανύψηλη σκάλα.
Κι εγώ ζητιάνος τάχα στο κάτω σκαλί σήκωνα τα μάτια να τους δω. Και να βλέπω ένα μεγαλείο…»
Στις δυο μέρες η Ρούστα μου έφερε χαμπέρι. Πήγαινε τακτικά κι αντάμωνε τη στάνη του Αγά της Θερμής. Εκεί ένας γέροντας βοσκός από τα Πάμφιλα που τον κράτησε ο Αγάς, συχνά σαν είχε να στείλει χαμπέρι, τύλιγε ένα χαρτάκι στο δεξί κέρατο της Ρούστας μας.
Πήρα το χαρτί και το διάβασα: «Αν δεν έμαθες, εμακάρισε ο Σταύρος, την ευχή του να ’χουμε.
Δια στόματος ρομφαίας, παραμονή της Παναγίας. Σώμα και κεφάλι τα θάψαμε την τρίτη μέρα εδώ στη Θερμή, κακήν κακώς. Σπολάτι…»
Γύρισα, κοίταξα τον Πυρρίχη. Ήταν ακόμα με τα αίματα. Τα αίματα του πάτερ Σταύρου, του καινούργιου Μάρτυρα.
Έκοψα ένα κουρελόπανο κι απόμαξα το αίμα από τη μουσούδα του Πυρρίχη. Ήταν το αίμα του Σταύρου, που το ζωντανό είχε τόσο γενναία υπερασπιστεί.
Τύλιξα το κουρέλι, το ασπάστηκα, και το κρέμασα στον κόρφο μου παραμάσχαλα. Φυλαχτό… Κι άρχισα το θρήνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου